Πώς δάγκωσαν τις Αμερικανίδες τα «χρυσά» καβουροπόδαρα στην Μύκονο
23.05.2022
13:24
Η Μπρέντα Μούλτον και η 19χρονη κόρη της Κέιλα, οι οποίες αναγκάστηκαν να πληρώσουν 600 ευρώ για ένα πιάτο καβουροπόδαρα και δύο κοκτέιλ σε εστιατόριο του Πλατύ Γυαλού, εξιστορούν στο «ΘΕΜΑ» το άκρον άωτον της αισχροκέρδειας: «Μας απείλησαν ότι αν δεν πληρώσουμε θα βρουν πού μένουμε και δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε για την πατρίδα μας»
Για δύο ανύποπτες Αμερικανίδες τουρίστριες, την Μπρέντα Μούλτον και τη 19χρονη κόρη της Κέιλα, η παραγγελία δύο κοκτέιλ και ενός πιάτου με δύο καβουροπόδαρα σε εστιατόριο στον Πλατύ Γιαλό της Μυκόνου κατέληξε πρωτοσέλιδο: αιτία ήταν ο λογαριασμός, που έφτασε τα 600 ευρώ - μαζί με το... υποχρεωτικό πουρμπουάρ των 78 ευρώ...
Το «ΘΕΜΑ» αναζήτησε τις δύο γυναίκες προκειμένου να περιγράψουν την περιπέτειά τους. Ενα στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι εκτός απ’ ό,τι υπέστη η κυρία Μούλτον και η κόρη της, στην πορεία αποκαλύφθηκαν και άλλοι ομοιοπαθείς...
«Βρισκόμασταν ήδη στη Μύκονο για ολιγοήμερες διακοπές, όταν η Ελενα, η ταξιδιωτική πράκτοράς μας, μας συνέστησε να επισκεφτούμε μία από τις ωραιότερες και πιο φημισμένες παραλίες του νησιού, τον Πλατύ Γυαλό», αρχίζει τη διήγησή της η Μπρέντα Μούλτον. «Πράγματι, πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε. Περπατήσαμε για λίγο και αμέσως διαπιστώσαμε πόσο δίκιο είχε. Το μέρος είναι στ’ αλήθεια πανέμορφο. Αποφασίσαμε να μείνουμε όσο περισσότερες ώρες γινόταν εκεί ώστε να απολαύσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα. Καθώς περπατούσαμε στην παραλία περνούσαμε από διάφορα εστιατόρια. Στα περισσότερα, όπως συνηθίζεται, υπάρχει στην είσοδο κάποιος που, χαμογελώντας και με ευγένεια, καλεί τους διερχόμενους να δοκιμάσουν το σέρβις κ.λπ. Εμείς δεν πεινούσαμε, οπότε απλώς ανταποδίδαμε το χαμόγελο με καλή διάθεση, αλλά χωρίς καμία πρόθεση να καθίσουμε σε κάποιο συγκεκριμένο μαγαζί. Ομως, ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά μας ο υπάλληλος κάποιου από τα εστιατόρια του Πλατύ Γιαλού και άρχισε να μας λέει επίμονα και ενοχλητικά: “Καθίστε εδώ! Καθίστε εδώ!” κ.λπ».
Το... μενού
Η πρώτη αντίδραση της Μπρέντα και της Κέιλα ήταν να αρνηθούν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν την επιτακτική πρόσκληση. Ο άνθρωπος του εστιατορίου, εν προκειμένω ο «κράχτης», όμως, εξακολούθησε να πιέζει. Γινόταν όλο και πιο επίμονος, όλο και πιο φορτικός, όπως λένε. Η τακτική του απέδωσε τελικά, καθώς οι δύο γυναίκες πειθαναγκάστηκαν να καθίσουν. Ο υπάλληλος τις δελέασε, λέγοντάς τους: «Καθίστε εδώ, πάρτε ένα ποτό και θα έχετε αυτές τις ξαπλώστρες στη διάθεσή σας δωρεάν. Είναι μεσημέρι, δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Ετσι λοιπόν καθίσαμε. Τον ρωτήσαμε τι θα μπορούσαμε να πιούμε και ζητήσαμε παράλληλα το μενού, αλλά τότε εκείνος απάντησε “εγώ είμαι το μενού”. Εμείς σαστίσαμε. Δεν ξέραμε τι εννοούσε».
Ο «κράχτης», αφού πέτυχε τον στόχο του, να προσελκύσει τις δύο Αμερικανίδες στο μαγαζί, κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του εστιατορίου. Μετά από λίγο επέστρεψε και έδωσε στην Μπρέντα και την Κέιλα τον κατάλογο, ο οποίος ήταν «μεγέθους μινιατούρας», όπως λένε οι δύο Αμερικανίδες. Προσθέτοντας, δε, μία κρίσιμη λεπτομέρεια: «Στο μενού αναγράφονταν τα προϊόντα, όχι όμως και οι τιμές. Τέλος πάντων, απ’ όλα τα κοκτέιλ που εμφανίζονταν στον κατάλογο, εμείς διαλέξαμε δύο μοχίτο».
Η Μπρέντα και η Κέιλα δεν υποψιάστηκαν πως κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά. Το όλο πράγμα, ως εκείνη τη στιγμή, είχε μια αίσθηση γραφικότητας -μόνο που το couleur locale με τον κράχτη-«τσιμπούρι» και το μενού χωρίς τις τιμές ήταν απλώς η εισαγωγή. Ενώ οι Αμερικανίδες απολάμβαναν την ομορφιά του τοπίου ξαπλωμένες στις σεζλόνγκ του εστιατορίου πίνοντας το μοχίτο τους, οι σερβιτόροι του μαγαζιού άρχισαν να τις πολιορκούν: «Ερχονταν ξανά και ξανά. Μας ρωτούσαν συνεχώς αν θέλουμε να παραγγείλουμε κάτι για φαγητό. Η Κέιλα κι εγώ δεν πεινούσαμε, αποφασίσαμε όμως να δοκιμάσουμε κάτι από τον κατάλογο, ελπίζοντας πως θα μας άφηναν στην ησυχία μας. Οι άνθρωποι του μαγαζιού μάς πρότειναν το καλαμάρι, τη σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, όπως το παρουσίαζαν. Τελικά η κόρη μου παρήγγειλε καβουροπόδαρα, ένα πιάτο με δύο μεγάλα καβουροπόδαρα. Φαινόταν νόστιμο και ήξερα πως θα ήταν ακριβό - αν και ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πόσο ακριβό θα ήταν τελικά. Αλλά σε εκείνη τη φάση μάς είχε κάνει εντύπωση το πόσο επιθετικοί ήταν οι σερβιτόροι, καθώς προσπαθούσαν να σε πιέσουν προκειμένου να παραγγείλεις».
Οσο ο σερβιτόρος πάσχιζε να πείσει τις δύο γυναίκες να παραγγείλουν φαγητό, η Μπρέντα παρατήρησε ότι κάποιοι άλλοι θαμώνες, οι οποίοι κάθονταν πιο κάτω στην ίδια παραλία, άρχισαν να κάνουν νοήματα προς το μέρος της. Προσπαθούσαν να της πουν ότι δεν έπρεπε να παραγγείλει τίποτε άλλο. Οπως λέει η ίδια, «μετά από δύο ώρες παραμονής μας στο κατάστημα αποφασίσαμε να φύγουμε. Ζήτησα λογαριασμό. Μας είδαν που σηκωνόμασταν και τότε μας ρώτησαν: “θα φύγετε τώρα;”». Ο σερβιτόρος, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται μητέρα και κόρη, τους υπέδειξε ότι έπρεπε να περάσουν μέσα στο εστιατόριο ώστε να πληρώσουν εκεί. «Μας έκανε εντύπωση και αναρωτηθήκαμε γιατί θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό», αναφέρει η Μπρέντα. «Μπήκα μέσα και αντίκρισα έναν άντρα να κάθεται σε ένα τραπέζι. “Κάτσε κάτω”, μου είπε και μου έδειξε τον λογαριασμό. Κόντεψα να πάθω συγκοπή. Καταρχάς δεν ήταν αναλυτικός, διότι στο χαρτί δεν φαινόταν τι ακριβώς είχαμε παραγγείλει. Ο τύπος μού ζητούσε να πληρώσω σχεδόν 600 ευρώ κι εγώ του έλεγα ότι δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα έγινε. Αυτός ο λογαριασμός δεν θα μπορούσε να είναι ο δικός μας».
Το «ΘΕΜΑ» αναζήτησε τις δύο γυναίκες προκειμένου να περιγράψουν την περιπέτειά τους. Ενα στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι εκτός απ’ ό,τι υπέστη η κυρία Μούλτον και η κόρη της, στην πορεία αποκαλύφθηκαν και άλλοι ομοιοπαθείς...
«Βρισκόμασταν ήδη στη Μύκονο για ολιγοήμερες διακοπές, όταν η Ελενα, η ταξιδιωτική πράκτοράς μας, μας συνέστησε να επισκεφτούμε μία από τις ωραιότερες και πιο φημισμένες παραλίες του νησιού, τον Πλατύ Γυαλό», αρχίζει τη διήγησή της η Μπρέντα Μούλτον. «Πράγματι, πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε. Περπατήσαμε για λίγο και αμέσως διαπιστώσαμε πόσο δίκιο είχε. Το μέρος είναι στ’ αλήθεια πανέμορφο. Αποφασίσαμε να μείνουμε όσο περισσότερες ώρες γινόταν εκεί ώστε να απολαύσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα. Καθώς περπατούσαμε στην παραλία περνούσαμε από διάφορα εστιατόρια. Στα περισσότερα, όπως συνηθίζεται, υπάρχει στην είσοδο κάποιος που, χαμογελώντας και με ευγένεια, καλεί τους διερχόμενους να δοκιμάσουν το σέρβις κ.λπ. Εμείς δεν πεινούσαμε, οπότε απλώς ανταποδίδαμε το χαμόγελο με καλή διάθεση, αλλά χωρίς καμία πρόθεση να καθίσουμε σε κάποιο συγκεκριμένο μαγαζί. Ομως, ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά μας ο υπάλληλος κάποιου από τα εστιατόρια του Πλατύ Γιαλού και άρχισε να μας λέει επίμονα και ενοχλητικά: “Καθίστε εδώ! Καθίστε εδώ!” κ.λπ».
Το... μενού
Η πρώτη αντίδραση της Μπρέντα και της Κέιλα ήταν να αρνηθούν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν την επιτακτική πρόσκληση. Ο άνθρωπος του εστιατορίου, εν προκειμένω ο «κράχτης», όμως, εξακολούθησε να πιέζει. Γινόταν όλο και πιο επίμονος, όλο και πιο φορτικός, όπως λένε. Η τακτική του απέδωσε τελικά, καθώς οι δύο γυναίκες πειθαναγκάστηκαν να καθίσουν. Ο υπάλληλος τις δελέασε, λέγοντάς τους: «Καθίστε εδώ, πάρτε ένα ποτό και θα έχετε αυτές τις ξαπλώστρες στη διάθεσή σας δωρεάν. Είναι μεσημέρι, δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Ετσι λοιπόν καθίσαμε. Τον ρωτήσαμε τι θα μπορούσαμε να πιούμε και ζητήσαμε παράλληλα το μενού, αλλά τότε εκείνος απάντησε “εγώ είμαι το μενού”. Εμείς σαστίσαμε. Δεν ξέραμε τι εννοούσε».
Ο «κράχτης», αφού πέτυχε τον στόχο του, να προσελκύσει τις δύο Αμερικανίδες στο μαγαζί, κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του εστιατορίου. Μετά από λίγο επέστρεψε και έδωσε στην Μπρέντα και την Κέιλα τον κατάλογο, ο οποίος ήταν «μεγέθους μινιατούρας», όπως λένε οι δύο Αμερικανίδες. Προσθέτοντας, δε, μία κρίσιμη λεπτομέρεια: «Στο μενού αναγράφονταν τα προϊόντα, όχι όμως και οι τιμές. Τέλος πάντων, απ’ όλα τα κοκτέιλ που εμφανίζονταν στον κατάλογο, εμείς διαλέξαμε δύο μοχίτο».
Η Μπρέντα και η Κέιλα δεν υποψιάστηκαν πως κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά. Το όλο πράγμα, ως εκείνη τη στιγμή, είχε μια αίσθηση γραφικότητας -μόνο που το couleur locale με τον κράχτη-«τσιμπούρι» και το μενού χωρίς τις τιμές ήταν απλώς η εισαγωγή. Ενώ οι Αμερικανίδες απολάμβαναν την ομορφιά του τοπίου ξαπλωμένες στις σεζλόνγκ του εστιατορίου πίνοντας το μοχίτο τους, οι σερβιτόροι του μαγαζιού άρχισαν να τις πολιορκούν: «Ερχονταν ξανά και ξανά. Μας ρωτούσαν συνεχώς αν θέλουμε να παραγγείλουμε κάτι για φαγητό. Η Κέιλα κι εγώ δεν πεινούσαμε, αποφασίσαμε όμως να δοκιμάσουμε κάτι από τον κατάλογο, ελπίζοντας πως θα μας άφηναν στην ησυχία μας. Οι άνθρωποι του μαγαζιού μάς πρότειναν το καλαμάρι, τη σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, όπως το παρουσίαζαν. Τελικά η κόρη μου παρήγγειλε καβουροπόδαρα, ένα πιάτο με δύο μεγάλα καβουροπόδαρα. Φαινόταν νόστιμο και ήξερα πως θα ήταν ακριβό - αν και ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πόσο ακριβό θα ήταν τελικά. Αλλά σε εκείνη τη φάση μάς είχε κάνει εντύπωση το πόσο επιθετικοί ήταν οι σερβιτόροι, καθώς προσπαθούσαν να σε πιέσουν προκειμένου να παραγγείλεις».
Οσο ο σερβιτόρος πάσχιζε να πείσει τις δύο γυναίκες να παραγγείλουν φαγητό, η Μπρέντα παρατήρησε ότι κάποιοι άλλοι θαμώνες, οι οποίοι κάθονταν πιο κάτω στην ίδια παραλία, άρχισαν να κάνουν νοήματα προς το μέρος της. Προσπαθούσαν να της πουν ότι δεν έπρεπε να παραγγείλει τίποτε άλλο. Οπως λέει η ίδια, «μετά από δύο ώρες παραμονής μας στο κατάστημα αποφασίσαμε να φύγουμε. Ζήτησα λογαριασμό. Μας είδαν που σηκωνόμασταν και τότε μας ρώτησαν: “θα φύγετε τώρα;”». Ο σερβιτόρος, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται μητέρα και κόρη, τους υπέδειξε ότι έπρεπε να περάσουν μέσα στο εστιατόριο ώστε να πληρώσουν εκεί. «Μας έκανε εντύπωση και αναρωτηθήκαμε γιατί θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό», αναφέρει η Μπρέντα. «Μπήκα μέσα και αντίκρισα έναν άντρα να κάθεται σε ένα τραπέζι. “Κάτσε κάτω”, μου είπε και μου έδειξε τον λογαριασμό. Κόντεψα να πάθω συγκοπή. Καταρχάς δεν ήταν αναλυτικός, διότι στο χαρτί δεν φαινόταν τι ακριβώς είχαμε παραγγείλει. Ο τύπος μού ζητούσε να πληρώσω σχεδόν 600 ευρώ κι εγώ του έλεγα ότι δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα έγινε. Αυτός ο λογαριασμός δεν θα μπορούσε να είναι ο δικός μας».
Η λογομαχία
Τότε ο ίδιος άντρας, ο οποίος πιθανόν να είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ή κάποιος άλλος υπεύθυνος της επιχείρησης, άρχισε να ανεβάζει τον τόνο της φωνής του και με έντονο ύφος να λέει επιτιμητικά στην Μπρέντα και την Κέιλα ότι «το μαγαζί είναι υψηλής ποιότητας κι αν δεν έχετε τα χρήματα να πληρώσετε, τότε τι ήρθατε να κάνετε εδώ;».
Η Μπρέντα προσπάθησε να εξηγήσει ότι το μόνο που είχαν καταναλώσει ήταν δύο ποτά και το πιάτο με τα καβουροπόδαρα, όμως ο τύπος ήταν ανένδοτος. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν μητέρα και κόρη, τις υποχρέωσε να πληρώσουν με το ζόρι, απειλώντας τες ότι θα καλέσει την Αστυνομία και πως θα συλληφθούν: «Δεν μπορεί δύο μοχίτο και δύο καβουροπόδαρα να κάνουν 600 ευρώ. Δεν θα σε πληρώσω. Αυτός τότε μου είπε επί λέξει: “Θα καλέσω την Αστυνομία. Θα σε κρατήσουν εδώ και δεν θα γυρίσεις στην πατρίδα σου. Μπορούμε να βρούμε εύκολα πού μένεις”.
Ενιωσα να απειλούμαι και ειλικρινά τρόμαξα. “Εντάξει, θα σε πληρώσω”, του είπα και έβγαλα την πιστωτική μου. Η χρέωση έγινε αμέσως και πήρα την απόδειξη. Η οποία πιστοποιεί, ευτυχώς, το ποσό που αναγκάστηκα να πληρώσω».
«Αμέσως μόλις βγήκα από το εστιατόριο», συνεχίζει η Μπρέντα, «άρχισα να λέω σε όποιον έβρισκα μπροστά μου να προσέχει, γιατί στο συγκεκριμένο μαγαζί χρεώνουν ό,τι θέλουν στον λογαριασμό. Ομως, το “αφεντικό” του καταστήματος βγήκε έξω αγριεμένο και μας πλησίασε με απειλητικές διαθέσεις. Αμέσως έβαλα τις φωνές. Του φώναξα: “Μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις! Φύγε από μπροστά μου τώρα!”. Εκείνη τη στιγμή άκουσα μια κυρία που καθόταν λίγο παρακάτω να λέει ότι αυτό συμβαίνει συνέχεια στο εν λόγω μαγαζί. Μου είπε ότι την προηγούμενη κιόλας ημέρα είχε δει κι εκείνη μια εξωφρενικά υψηλή χρέωση και κάλεσε την Αστυνομία».
Οπως επισημαίνει η ίδια, «νομίζω πως απλώς σε χρεώνουν ανά κεφάλι και όχι ανάλογα με την παραγγελία σου. Εμείς, πάντως, στ’ αλήθεια τα χρειαστήκαμε, φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Οι τύποι από το εστιατόριο μας είχαν κυκλώσει και επέμεναν να μπούμε στον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού.
Ευτυχώς για μας, εκείνη τη στιγμή ένα ζευγάρι Αμερικανών βρισκόταν στην παραλία. Ετρεξα προς το μέρος τους και τότε οι υπάλληλοι του εστιατορίου, επιτέλους, σταμάτησαν να με ακολουθούν. Eξήγησα στους συμπατριώτες μου ότι η κόρη μου κι εγώ δεν νιώθαμε ασφαλείς και τους ζήτησα να μείνουμε δίπλα τους. Μου απάντησαν πως είχαν δει τι είχε γίνει και ότι έχουν την εντύπωση πως κάτι δεν πάει καλά με αυτό το εστιατόριο. Μείναμε μαζί τους και κατόπιν φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε».
Η Μπρέντα και η Κέιλα είναι πλέον απολύτως πεπεισμένες ότι το συγκεκριμένο εστιατόριο ακολουθεί την ίδια τακτική κάθε φορά που κάποιος πελάτης δυσανασχετεί για τις ανήκουστες χρεώσεις: «Σε τρομοκρατούν. Το κάνουν για να λυγίσεις. Και συνήθως το πετυχαίνουν», λένε οι δύο Αμερικανίδες. Αναρωτιούνται, μάλιστα, αν υπάρχουν κι άλλα εστιατόρια στο νησί τα οποία ακολουθούν την ίδια τακτική. «Η Μύκονος είναι ακριβή και το ξέραμε πριν έρθουμε. Δεν έχουμε πρόβλημα με αυτό. Χρέωσέ με, αλλά πρώτα δείξε μου πόσο κοστίζει αυτό που θες να μου πουλήσεις. Εάν δεν μπορώ να το πληρώσω, θα σηκωθώ και θα φύγω - τόσο απλά».
H Μπρέντα Μούλτον, λίγο πριν αναχωρήσει, προχώρησε σε καταγγελία του περιστατικού στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Μυκόνου. Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η δικηγόρος της Μαριζάννα Κίκιρη ανέφερε ότι «η εντολέας μου προέβη σε καταγγελία για απειλή την οποία υπέστη η ίδια και η κόρη της από ανθρώπους της επιχείρησης. Η ίδια η κυρία Μπρέντα Μούλντον επιθυμεί να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να μη συμβεί παρόμοιο περιστατικό σε άλλους τουρίστες».
«Ούτε απειλούμε, ούτε μπράβους έχουμε»
Τη δική τους απάντηση έδωσαν οι υπεύθυνοι του εστιατορίου «DK Oyster» για τα «χρυσά καβουροπόδαρα». Στην απάντηση που εστάλη στο «ΘΕΜΑ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εντοπίστηκε καμία απολύτως παράβαση στους ελέγχους που έγιναν τις τελευταίες ημέρες στο εστιατόριο. «Ολα τα είδη που πουλάμε στο κατάστημά μας αναγράφονται αναλυτικά στον κατάλογο, σύμφωνα με τον νόμο. Οι κατάλογοι είναι μπροστά από το μαγαζί μας σε εμφανές σημείο. Δίνουμε τους καταλόγους στους πελάτες μας πριν από την παραγγελία. Για όλα τα προϊόντα μας υπάρχουν τα νόμιμα παραστατικά.
Ο πελάτης χρεώθηκε αυτήν την τιμή γιατί τα βασιλικά καβουροπόδαρα δεν είναι διατιμημένο είδος και η κοστολόγηση γίνεται σύμφωνα με το τιμολόγιο αγοράς τους. Τα συγκεκριμένα παραστατικά ελέγχθηκαν από την ΑΑΔΕ και δεν υπήρξε καμία παράβαση. Σχετικά με το φιλοδώρημα, ο πελάτης βάζει πάντα το ποσό που επιλέγει κι εμείς δεν έχουμε ανάμειξη σε αυτό. Είναι καθαρά επιλογή του πελάτη», απαντά η εταιρεία για την τιμή των καβουριών.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες για απειλές που φέρεται να δέχθηκε η τουρίστρια, ο υπεύθυνος της επιχείρησης απαντά το εξής: «Είμαστε τρίτης γενιάς επιχείρηση, ούτε βρίζουμε, ούτε απειλούμε, ούτε μπράβους έχουμε. Ο σερβιτόρος του τραπεζιού πλησίασε το ταμείο αφού εκλήθη από τον ταμία να δώσει διευκρινίσεις στον πελάτη».
Στο σχετικό κείμενο της απάντησης παρουσιάζονται αναλυτικά οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν στο κέντρο εστίασης. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι στις 13 Μαΐου έγινε έλεγχος από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και οι ελεγκτές δεν διαπίστωσαν παράβαση.
«Στις 15 Μαΐου σε έλεγχο του ΕΦΚΑ zητήθηκε άδεια παραλίας και αιγιαλού, την ο
ποία παρουσιάσαμε με υπογραφή και σφραγίδα του δημάρχου Μυκόνου, όχι της κτηματικής για την οποία η επιχείρηση δεν φέρει ευθύνη. Στις 18 Μαΐου έγινε έλεγχος από μεικτό κλιμάκιο Οικονομικής Αστυνομίας Αθηνών.
Εγινε φορολογικός έλεγχος σε όλο το εστιατόριο και την παραλία καθώς και έλεγχος εργαζομένων. Δεν βρέθηκε απολύτως καμία παράβαση, καθ’ όλα νόμιμοι», υπογραμμίζεται στην απάντηση των υπευθύνων του κέντρου εστίασης.
Δείτε βίντεο: Πώς περιγράφουν οι Αμερικανίδες το «δάγκωμα» στα «χρυσά» καβουροπόδαρα της Μυκόνου
Ειδήσεις σήμερα
Θρήνος για τον Κιμ Γιονγκ Ουν: Έθαψε τον «μέντορά του» εν μέσω της έξαρσης κορωνοϊού στη Βόρεια Κορέα
Εκλεψαν κεταμίνες, ηρεμιστικά και αναισθητικά από 4 κτηνιατρεία του Βόλου
Γιώργος Καραμίχος για τον ρόλο του στο «Καφέ της Χαράς»: «Με έχουν φτύσει στον δρόμο, έχω φάει πολύ βρισίδι»
Τότε ο ίδιος άντρας, ο οποίος πιθανόν να είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου ή κάποιος άλλος υπεύθυνος της επιχείρησης, άρχισε να ανεβάζει τον τόνο της φωνής του και με έντονο ύφος να λέει επιτιμητικά στην Μπρέντα και την Κέιλα ότι «το μαγαζί είναι υψηλής ποιότητας κι αν δεν έχετε τα χρήματα να πληρώσετε, τότε τι ήρθατε να κάνετε εδώ;».
Η Μπρέντα προσπάθησε να εξηγήσει ότι το μόνο που είχαν καταναλώσει ήταν δύο ποτά και το πιάτο με τα καβουροπόδαρα, όμως ο τύπος ήταν ανένδοτος. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν μητέρα και κόρη, τις υποχρέωσε να πληρώσουν με το ζόρι, απειλώντας τες ότι θα καλέσει την Αστυνομία και πως θα συλληφθούν: «Δεν μπορεί δύο μοχίτο και δύο καβουροπόδαρα να κάνουν 600 ευρώ. Δεν θα σε πληρώσω. Αυτός τότε μου είπε επί λέξει: “Θα καλέσω την Αστυνομία. Θα σε κρατήσουν εδώ και δεν θα γυρίσεις στην πατρίδα σου. Μπορούμε να βρούμε εύκολα πού μένεις”.
Ενιωσα να απειλούμαι και ειλικρινά τρόμαξα. “Εντάξει, θα σε πληρώσω”, του είπα και έβγαλα την πιστωτική μου. Η χρέωση έγινε αμέσως και πήρα την απόδειξη. Η οποία πιστοποιεί, ευτυχώς, το ποσό που αναγκάστηκα να πληρώσω».
«Αμέσως μόλις βγήκα από το εστιατόριο», συνεχίζει η Μπρέντα, «άρχισα να λέω σε όποιον έβρισκα μπροστά μου να προσέχει, γιατί στο συγκεκριμένο μαγαζί χρεώνουν ό,τι θέλουν στον λογαριασμό. Ομως, το “αφεντικό” του καταστήματος βγήκε έξω αγριεμένο και μας πλησίασε με απειλητικές διαθέσεις. Αμέσως έβαλα τις φωνές. Του φώναξα: “Μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις! Φύγε από μπροστά μου τώρα!”. Εκείνη τη στιγμή άκουσα μια κυρία που καθόταν λίγο παρακάτω να λέει ότι αυτό συμβαίνει συνέχεια στο εν λόγω μαγαζί. Μου είπε ότι την προηγούμενη κιόλας ημέρα είχε δει κι εκείνη μια εξωφρενικά υψηλή χρέωση και κάλεσε την Αστυνομία».
Οπως επισημαίνει η ίδια, «νομίζω πως απλώς σε χρεώνουν ανά κεφάλι και όχι ανάλογα με την παραγγελία σου. Εμείς, πάντως, στ’ αλήθεια τα χρειαστήκαμε, φοβηθήκαμε πάρα πολύ. Οι τύποι από το εστιατόριο μας είχαν κυκλώσει και επέμεναν να μπούμε στον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού.
Ευτυχώς για μας, εκείνη τη στιγμή ένα ζευγάρι Αμερικανών βρισκόταν στην παραλία. Ετρεξα προς το μέρος τους και τότε οι υπάλληλοι του εστιατορίου, επιτέλους, σταμάτησαν να με ακολουθούν. Eξήγησα στους συμπατριώτες μου ότι η κόρη μου κι εγώ δεν νιώθαμε ασφαλείς και τους ζήτησα να μείνουμε δίπλα τους. Μου απάντησαν πως είχαν δει τι είχε γίνει και ότι έχουν την εντύπωση πως κάτι δεν πάει καλά με αυτό το εστιατόριο. Μείναμε μαζί τους και κατόπιν φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε».
Η Μπρέντα και η Κέιλα είναι πλέον απολύτως πεπεισμένες ότι το συγκεκριμένο εστιατόριο ακολουθεί την ίδια τακτική κάθε φορά που κάποιος πελάτης δυσανασχετεί για τις ανήκουστες χρεώσεις: «Σε τρομοκρατούν. Το κάνουν για να λυγίσεις. Και συνήθως το πετυχαίνουν», λένε οι δύο Αμερικανίδες. Αναρωτιούνται, μάλιστα, αν υπάρχουν κι άλλα εστιατόρια στο νησί τα οποία ακολουθούν την ίδια τακτική. «Η Μύκονος είναι ακριβή και το ξέραμε πριν έρθουμε. Δεν έχουμε πρόβλημα με αυτό. Χρέωσέ με, αλλά πρώτα δείξε μου πόσο κοστίζει αυτό που θες να μου πουλήσεις. Εάν δεν μπορώ να το πληρώσω, θα σηκωθώ και θα φύγω - τόσο απλά».
H Μπρέντα Μούλτον, λίγο πριν αναχωρήσει, προχώρησε σε καταγγελία του περιστατικού στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Μυκόνου. Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», η δικηγόρος της Μαριζάννα Κίκιρη ανέφερε ότι «η εντολέας μου προέβη σε καταγγελία για απειλή την οποία υπέστη η ίδια και η κόρη της από ανθρώπους της επιχείρησης. Η ίδια η κυρία Μπρέντα Μούλντον επιθυμεί να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να μη συμβεί παρόμοιο περιστατικό σε άλλους τουρίστες».
«Ούτε απειλούμε, ούτε μπράβους έχουμε»
Τη δική τους απάντηση έδωσαν οι υπεύθυνοι του εστιατορίου «DK Oyster» για τα «χρυσά καβουροπόδαρα». Στην απάντηση που εστάλη στο «ΘΕΜΑ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εντοπίστηκε καμία απολύτως παράβαση στους ελέγχους που έγιναν τις τελευταίες ημέρες στο εστιατόριο. «Ολα τα είδη που πουλάμε στο κατάστημά μας αναγράφονται αναλυτικά στον κατάλογο, σύμφωνα με τον νόμο. Οι κατάλογοι είναι μπροστά από το μαγαζί μας σε εμφανές σημείο. Δίνουμε τους καταλόγους στους πελάτες μας πριν από την παραγγελία. Για όλα τα προϊόντα μας υπάρχουν τα νόμιμα παραστατικά.
Ο πελάτης χρεώθηκε αυτήν την τιμή γιατί τα βασιλικά καβουροπόδαρα δεν είναι διατιμημένο είδος και η κοστολόγηση γίνεται σύμφωνα με το τιμολόγιο αγοράς τους. Τα συγκεκριμένα παραστατικά ελέγχθηκαν από την ΑΑΔΕ και δεν υπήρξε καμία παράβαση. Σχετικά με το φιλοδώρημα, ο πελάτης βάζει πάντα το ποσό που επιλέγει κι εμείς δεν έχουμε ανάμειξη σε αυτό. Είναι καθαρά επιλογή του πελάτη», απαντά η εταιρεία για την τιμή των καβουριών.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες για απειλές που φέρεται να δέχθηκε η τουρίστρια, ο υπεύθυνος της επιχείρησης απαντά το εξής: «Είμαστε τρίτης γενιάς επιχείρηση, ούτε βρίζουμε, ούτε απειλούμε, ούτε μπράβους έχουμε. Ο σερβιτόρος του τραπεζιού πλησίασε το ταμείο αφού εκλήθη από τον ταμία να δώσει διευκρινίσεις στον πελάτη».
Στο σχετικό κείμενο της απάντησης παρουσιάζονται αναλυτικά οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν στο κέντρο εστίασης. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι στις 13 Μαΐου έγινε έλεγχος από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και οι ελεγκτές δεν διαπίστωσαν παράβαση.
«Στις 15 Μαΐου σε έλεγχο του ΕΦΚΑ zητήθηκε άδεια παραλίας και αιγιαλού, την ο
ποία παρουσιάσαμε με υπογραφή και σφραγίδα του δημάρχου Μυκόνου, όχι της κτηματικής για την οποία η επιχείρηση δεν φέρει ευθύνη. Στις 18 Μαΐου έγινε έλεγχος από μεικτό κλιμάκιο Οικονομικής Αστυνομίας Αθηνών.
Εγινε φορολογικός έλεγχος σε όλο το εστιατόριο και την παραλία καθώς και έλεγχος εργαζομένων. Δεν βρέθηκε απολύτως καμία παράβαση, καθ’ όλα νόμιμοι», υπογραμμίζεται στην απάντηση των υπευθύνων του κέντρου εστίασης.
Δείτε βίντεο: Πώς περιγράφουν οι Αμερικανίδες το «δάγκωμα» στα «χρυσά» καβουροπόδαρα της Μυκόνου
Ειδήσεις σήμερα
Θρήνος για τον Κιμ Γιονγκ Ουν: Έθαψε τον «μέντορά του» εν μέσω της έξαρσης κορωνοϊού στη Βόρεια Κορέα
Εκλεψαν κεταμίνες, ηρεμιστικά και αναισθητικά από 4 κτηνιατρεία του Βόλου
Γιώργος Καραμίχος για τον ρόλο του στο «Καφέ της Χαράς»: «Με έχουν φτύσει στον δρόμο, έχω φάει πολύ βρισίδι»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr