Φίλιον: 30 χρόνια στέκι για παρέες που γράφουν ιστορίες
05.06.2022
21:17
Το καφέ που χωράει και το κατεστημένο και τους εναλλακτικούς, τους φτασμένους και τους άγνωστους, τους καλλιτέχνες και αυτούς που θα ήθελαν να είναι «κάποιοι», τους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς, τους δεξιούς και τους αριστερούς
Όταν το 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε ότι «παρέες γράφουν ιστορία» και για τους «χορούς που κρατούν», ανήκε και εκείνος στην επίλεκτη και συνάμα ανοιχτή και μονίμως διευρυνόμενη παρέα του ιστορικού καφέ, «Ντόλτσε». Εννιά χρόνια αργότερα, αυτό θα επανομαζόταν «Φίλιον».
Σε μια πόλη όπου τα «μαγαζιά» έρχονται και παρέρχονται, αυτό συνέχισε αδιάκοπα να αποτελεί κατά μία έννοια σκηνικό της μετεξέλιξης του αθηναϊκού κοινωνικού τοπίου. το οποίο –παρά τις όποιες αντίξοες συνθήκες– βρισκόταν σε άνθηση.
Το μαγαζί στην οδό Σκουφά, στον ομφαλό του Κολωνακίου, κέρδισε επάξια τη θέση του στη λίστα με τα εμβληματικά ευρωπαϊκά καφέ, τα οποία τοποθετημένα στρατηγικά στα πολυσύχναστα σημεία των πόλεων, μετατράπηκαν σε χώρους συνεύρεσης καλλιτεχνών και διανοουμένων, κέντρα κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων, χώροι εκπλήρωσης του αστικού ονείρου και σαγήνης του συλλογικού φαντασιακού.
Στο «Καφέ Ντε Φλορ» στο Παρίσι, ο Πικάσο συναντούσε τα βράδια το φίλο του και ζωγράφο Μαρκ Σαγκάλ για κρασί και ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ έγραφε τα ποιήματά του πάνω σε καταλόγους φαγητού. Ο φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ και η σύντροφός του Σιμόν ντε Μποβουάρ αντάλλασσαν εκεί ιδέες για τα βιβλία τους, μην μπορώντας να φανταστούν ότι δεκαετίες αργότερα τα ίδια τραπέζια θα κατακλύζονταν από μοντέλα, όπως η Κέιτ Μος.
Παρομοίως στη Βιέννη, στο «καφέ Σεντράλ», σύχναζε μία ομάδα συγγραφέων και λογοτεχνών, που ονομαζόταν “Νέα Βιέννη”. Από τα βελούδινα καθίσματά του πέρασαν προσωπικότητες όπως ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο Λέων Τρότσκι, ο Βλαντιμίρ Λένιν, μέχρι και ο Αδόλφος Χίτλερ. Στη Λισαβόνα, το «Café a Brasileira» αγαπήθηκε κι από τα εγκαίνιά του ακόμα αναγορεύθηκε σε φιλολογικό στέκι και αγαπημένο στέκι της πορτογαλικής ελίτ. Στη Ρώμη, το «Antico Caffe Greco» στη Via dei Condotti φιλοξενούσε καθημερινά ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Στέντχαλ, ο Γκαίτε, ο Βύρωνας, ο Ίψεν, ο Χάνς Κρίστιανς Άντερσεν, ο Βάγκνερ και πολλοί ακόμα.
Αν υπολογίσει κανείς τις κατοχές και τα ποικίλα δεινά, το «Ντόλτσε» και μετέπειτα «Φίλιον», μπορεί επάξια να συγκριθεί με τα παραπάνω ιστορικά στέκια. Αν και δεν μετράει αιώνες, όπως άλλα ευρωπαϊκά καφέ, λειτούργησε όπως εκείνα. Κατά μία έννοια, λειτούργησε ως χώρος, που έχει μία αναλογία με την αρχαία Αγορά. Μπορεί στο «Φίλιον» να μην μαζεύονταν όλοι οι πολίτες Αθηναίοι, αλλά μαζεύονταν κάποιες παρέες, που σφράγιζαν με διάφορους τρόπους την δημόσια σφαίρα.
Αυτό που ανέκαθεν, μάλιστα, χαρακτήριζε το μαγαζί ήταν η δημοκρατικότητα. Σε αντίθεση με άλλα καφέ της περιοχής που ειδικά στις προηγούμενες δεκαετίες «έτρωγε κανείς πόρτα» αν δεν διέθετε όνομα, χρήμα ή τουλάχιστον το κατάλληλο ντρες κόουντ, στο «Φίλιον» οι νεαροί φοιτητές συνυπήρχαν με «γίγαντες» της εποχής.
Στο διπλανό τραπέζι ήταν σύνηθες να συναντήσει κανείς από την Ειρήνη Παππά μέχρι το Νάνο Βαλαρωίτη. Από τον Βασίλη Βασιλικό, μέχρι το Ροβήρο Μανθούλη. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Λουκιανός Κελαηδόνης, η Ζωή Λάσκαρη, ο Κώστας Βουτσάς, ο Γιώργος Κοτανίδης, η Άλκη Ζέη, ο Αλέκος Φασιανός, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Κώστας Κουτσομύτης, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο Κώστας Λαλιώτης, ο Βασίλης Μαρκεζίνης, ο Αντώνης Σαμαράς και η λίστα δεν έχει τελειωμό...
Σε μια πόλη όπου τα «μαγαζιά» έρχονται και παρέρχονται, αυτό συνέχισε αδιάκοπα να αποτελεί κατά μία έννοια σκηνικό της μετεξέλιξης του αθηναϊκού κοινωνικού τοπίου. το οποίο –παρά τις όποιες αντίξοες συνθήκες– βρισκόταν σε άνθηση.
Το μαγαζί στην οδό Σκουφά, στον ομφαλό του Κολωνακίου, κέρδισε επάξια τη θέση του στη λίστα με τα εμβληματικά ευρωπαϊκά καφέ, τα οποία τοποθετημένα στρατηγικά στα πολυσύχναστα σημεία των πόλεων, μετατράπηκαν σε χώρους συνεύρεσης καλλιτεχνών και διανοουμένων, κέντρα κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων, χώροι εκπλήρωσης του αστικού ονείρου και σαγήνης του συλλογικού φαντασιακού.
Στο «Καφέ Ντε Φλορ» στο Παρίσι, ο Πικάσο συναντούσε τα βράδια το φίλο του και ζωγράφο Μαρκ Σαγκάλ για κρασί και ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ έγραφε τα ποιήματά του πάνω σε καταλόγους φαγητού. Ο φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ και η σύντροφός του Σιμόν ντε Μποβουάρ αντάλλασσαν εκεί ιδέες για τα βιβλία τους, μην μπορώντας να φανταστούν ότι δεκαετίες αργότερα τα ίδια τραπέζια θα κατακλύζονταν από μοντέλα, όπως η Κέιτ Μος.
Παρομοίως στη Βιέννη, στο «καφέ Σεντράλ», σύχναζε μία ομάδα συγγραφέων και λογοτεχνών, που ονομαζόταν “Νέα Βιέννη”. Από τα βελούδινα καθίσματά του πέρασαν προσωπικότητες όπως ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο Λέων Τρότσκι, ο Βλαντιμίρ Λένιν, μέχρι και ο Αδόλφος Χίτλερ. Στη Λισαβόνα, το «Café a Brasileira» αγαπήθηκε κι από τα εγκαίνιά του ακόμα αναγορεύθηκε σε φιλολογικό στέκι και αγαπημένο στέκι της πορτογαλικής ελίτ. Στη Ρώμη, το «Antico Caffe Greco» στη Via dei Condotti φιλοξενούσε καθημερινά ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Στέντχαλ, ο Γκαίτε, ο Βύρωνας, ο Ίψεν, ο Χάνς Κρίστιανς Άντερσεν, ο Βάγκνερ και πολλοί ακόμα.
Αν υπολογίσει κανείς τις κατοχές και τα ποικίλα δεινά, το «Ντόλτσε» και μετέπειτα «Φίλιον», μπορεί επάξια να συγκριθεί με τα παραπάνω ιστορικά στέκια. Αν και δεν μετράει αιώνες, όπως άλλα ευρωπαϊκά καφέ, λειτούργησε όπως εκείνα. Κατά μία έννοια, λειτούργησε ως χώρος, που έχει μία αναλογία με την αρχαία Αγορά. Μπορεί στο «Φίλιον» να μην μαζεύονταν όλοι οι πολίτες Αθηναίοι, αλλά μαζεύονταν κάποιες παρέες, που σφράγιζαν με διάφορους τρόπους την δημόσια σφαίρα.
Αυτό που ανέκαθεν, μάλιστα, χαρακτήριζε το μαγαζί ήταν η δημοκρατικότητα. Σε αντίθεση με άλλα καφέ της περιοχής που ειδικά στις προηγούμενες δεκαετίες «έτρωγε κανείς πόρτα» αν δεν διέθετε όνομα, χρήμα ή τουλάχιστον το κατάλληλο ντρες κόουντ, στο «Φίλιον» οι νεαροί φοιτητές συνυπήρχαν με «γίγαντες» της εποχής.
Στο διπλανό τραπέζι ήταν σύνηθες να συναντήσει κανείς από την Ειρήνη Παππά μέχρι το Νάνο Βαλαρωίτη. Από τον Βασίλη Βασιλικό, μέχρι το Ροβήρο Μανθούλη. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Λουκιανός Κελαηδόνης, η Ζωή Λάσκαρη, ο Κώστας Βουτσάς, ο Γιώργος Κοτανίδης, η Άλκη Ζέη, ο Αλέκος Φασιανός, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Κώστας Κουτσομύτης, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο Κώστας Λαλιώτης, ο Βασίλης Μαρκεζίνης, ο Αντώνης Σαμαράς και η λίστα δεν έχει τελειωμό...
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας, η Θέμις Μπαζάκα, ο Δημητρης Πιατάς, ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Γιάννης Μπέζος, ο Στέλιος Μάϊνας, η Μπέτυ Αρβανίτη, ο Άλκης Κούρκουλος, η Κάτια Δανδουλάκη και βεβαίως γνωστοί και καταξιωμένοι δημοσιογράφοι έδιναν το παρών. Ο Τιτος Πατρίκιος με τον Χρήστο Χωμενίδη και ο Στέφανος Κορκολής με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Και ποιός δεν πέρασε από το Φίλιον. Κι αυτό το ετερόκλητο πάντρεμα προερχόταν από τον βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα του μαγαζιού, ο οποίος διαποτιζόταν από μία αύρα ελιτισμού. Αυτός, όμως, συμβόλιζε την παλιά αντίληψη της αριστοκρατίας του πνεύματος κι όχι την νεόπλουτη. Διατηρούσε την αναφορά του στην ελληνικότητα. συνομιλούσε με την ελληνική κουλτούρα και κοινωνία.
Κλείνοντας τρεις δεκαετίες από την αναβάπτισή του, η οποία λειτούργησε σαν μετάλλαξη αλλά όχι αποκοπή από το παρελθόν, το «Φίλιον» συνεχίζει να ακολουθεί τον βηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής ιστορίας. Το ετερόκλητο πλήθος κάθεται στα τραπεζάκια έξω χειμώνα-καλοκαίρι, δίπλα ακριβώς από την επιβλητική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου.
Πόλος έλξης στα χρυσά 90ς και σκηνικό της μεταμόρφωσης της Αθήνας από βαλκανική σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η επιρροή της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι αστέρες της, η μόδα, οι τέχνες, η νέα μουσική, οι νέες ιδέες, τα νέα ήθη, νέα ρούχα παρελαύνουν από τα τραπέζια του «Φίλιον», το οποίο φιλοξενεί τους πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής.
Αν και ο νέος αιώνας ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις και μία σχεδόν προσκόλληση στη ανεμελιά και στην ευημερία, τα σύννεφα άρχισαν σιγά-σιγά και συσσωρεύονται. Στην αρχή δεν τα προσέχαμε, αλλά έφτασε η ώρα που άρχισαν να «μουσκεύουν» τις ζωές μας. Το κλίμα γινόταν καθημερινά αισθητό στο μαγαζί και ο προβληματισμός στις παρέες ήταν σχεδόν πρόδρομος της καταιγίδας που έπληξε την ελληνική κοινωνία.
Στο μαγαζί που χωράει και το κατεστημένο και τους εναλλακτικούς, και τους φτασμένους και τους άγνωστους, και τους καλλιτέχνες και αυτούς που θα ήθελαν να είναι «κάποιοι», και τους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς και τους δεξιούς και τους αριστερούς, η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων και πληροφορίες ήταν ένας πλούτος.
Οι διάφορες πολιτικές και κοινωνικές φυλές συνυπήρχαν ακόμα και στα δύσκολα χρόνια των Μνημονίων και αργότερα της πανδημίας. Το «Φίλιον» επανέκαμψε, χωρίς να γονατίσει από τον κορονοϊό. Οι θαμώνες του επανήλθαν δριμύτεροι από τα lockdown, γεμάτοι ανησυχίες για την έλευση μίας περιόδου γεμάτη σκοτεινιά και ερωτηματικά.
Η δεκαετία του 2010 σηματοδότησε την απότομη προσγείωση, την εμπέδωση μίας νέας πραγματικότητας με την κοινωνική ένταση που αυτή έφερε. Τεκτονικές ήταν άλλωστε και οι πολιτικές αλλαγές. Μεσούσης της οικονομικής και κοινωνικής εκείνης κρίσης το μαγαζί επιβιώνει με τα πάνω και τα κάτω του. Δεν ήταν κάτι νέο. Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία δοκιμασία του.
Στο παρελθόν, το Φίλιον είχε χαρακτηριστεί μάλλον αδίκως σαν «ΠΑΣΟΚομάγαζο». Όταν ο Κώστας Σημίτης είχε καθίσει στα τραπεζάκια του, η φήμη εξαπλώθηκε. Μιας και το εκλογικό κέντρο ήταν ακριβώς απέναντι από το «Φίλιον», μετά την ψήφο περνούσαν παραδοσιακά στελέχη όλων των κομμάτων, ακόμα και πρωην πρωθυπουργοί, νικητές και ηττημένοι. Η προσωπική τους ασφάλεια, μάλιστα, επιτελούσε το δυσχερές έργο να ειδοποιεί για να αποφεύγονται αμήχανες συναντήσεις.
Όταν όμως η Ντόρα Μπακογιάννη εμφανίστηκε με μία πολυπληθή παρέα, γεμίζοντας δύο τραπέζια, το «Φίλιον» μετατράπηκε σε «φωλιά των Δεξιών»! Κι όταν εμφανίστηκε ο πολιτικός κομήτης Σταύρος Θεοδωράκης, πολλοί θυμήθηκαν ότι αυτός σύχναζε με φίλους, συνεργάτες και τον συμπαθέστατο σκύλο του καθημερινά στο «Φίλιον».
«Το Ποτάμι έκανε το μαγαζί εκλογικό του κέντρο», διαμαρτύρονταν κάποιοι.
Τίποτα δεν συγκρινόταν, όμως, με την ένταση που έφερε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική πόλωση επηρέασε και το μαγαζί. Κατηγόρησαν το μαγαζί σαν ΣΥΡΙΖΑϊκό, λόγω της παρουσίας του Νίκου Ξυδάκη, του Ευκλείδη Τσακαλώτου και άλλων. Ο Νίκος Φίλης, μάλιστα, δέχτηκε και λεκτική επίθεση από πελάτες που τον κατηγορούσαν ότι η κυβέρνησή του οδηγεί τη χώρα στη δραχμή. Μία ακόμα έντονη στιγμή, προκάλεσε η παρέμβαση της Νίνας Κασιμάτη σε μία εκδήλωση. Εκεί, άκουσε τα εξ αμάξης από κυρίες του Κολωνακίου, από αστές, αλλά και από μέλη του ΚΚΕ.
Το «Φίλιον», λοιπόν, έχει περάσει και ξαναέλθει στη μόδα πολλές φορές. Όπως, όμως, συνηθίζουν να υποστηρίζουν οι γνώστες: το κλασικό παραμένει πάντα επίκαιρο. Όπως όλοι εκείνοι οι θαμώνες που συνεχίζουν να διαβάζουν εφημερίδες ακόμα. Σπάνιο είδος.
Σπάνιος ήταν και ο άνθρωπος που το δημιούργησε. Το 1960, ο Χρήστος Νέζης σχεδιάζει και χτίζει μία πολυκατοικια στη Σκουφά και Λυκαβητού γωνία. Είχε σχεδιάσει να υπάρχει μπιστρό στο ισόγειο, στα ευρωπαϊκά πρότυπα, επιθυμώντας αυτό να αποτελέσει και το στέκι του. Το ονομάζει Ντολτσε και το νοικιάζει στους αδελφούς Πίσπα.
Ο Νέζης ήταν το 13ο παιδί της οικογένειας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αττική. Ο πατέρας του είχε ένα εργοστάσιο που παρήγαγε κολοφώνιο, το οποίο είναι το βασικό συστατικό της ρητίνης. Το εργοστάσιο διευρύνθηκε, αναπτύχθηκε και θεωρήθηκε όχι μόνο το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια, αλλά και πρότυπο. Ο νεαρός Νέζης αποφοιτά από τη Λεόντειο. Στη συνέχεια σπουδάζει πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Αρχίζει και σπουδές Νομικής, για να κατανοεί όλες τις πτυχές του επαγγέλματός του, αλλά τις εγκαταλείπει όταν παθαίνει υπερκόπωση.
Στην εντυπωσιακή διαδρομή του ανέλαβε σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά έργα. Συνεργάστηκε στενά με την οικογένεια Γουλανδρή. Μπήκε, μάλιστα, και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ολυμπιακού. Παρότι νοίκιαζε το μαγαζί, αυτός ήταν που προσέλκυσε τον καλό κόσμο, το «βαρύ περιβολικό» της αθηναϊκής αστικής κοινωνίας. Τον κόσμο που στη συνέχεια αποτέλεσε τη μαγιά του «Φίλιον».
Δυστυχώς δεν είναι πολλά γνωστά για τα αδέλφια Πίσπα. Αγάπησαν το μαγαζί και επί τρεις δεκαετίες έκαναν εξαιρετική δουλειά. Ο μεγαλύτερος από τους δύο, Γιώργος, ήταν καταπληκτικός ζαχαροπλάστης, ενώ ο μικρότερος Άλκης είχε αναλάβει τον τομέα των πωλήσεων. Οι θαμώνες της εποχής εκείνης, δεν ξεχνάνε και τον αγαπητό Σωτήρη, τον άνθρωπο που έτρεχε για κάθε ανάγκη, κάθε δουλειά που προέκυπτε.
Το μαγαζί κλείνει, ώστε να ανακαινιστεί και να αναγεννηθεί ως Φίλιον. Το έχει πλέον αναλάβει η σύζυγος του Νέζη Αλκυόνη και οι δύο κόρες του Μαρία και Ειρήνη. Τότε, μάλιστα, οι μόνιμοι θαμώνες του «Ντόλτσε» ένιωσαν προδομένοι. Πρόκειται για το δεύτερό τους σπίτι. Πώς θα κλείσει; Και εμείς; Οι πρωινοί έχουν το ίδιο τραπέζι, την ίδια παραγγελία, τα ίδια κουσούρια. Οι απογευματινοί το ίδιο. Γνωρίζουν τους εργαζόμενους με το μικρό τους όνομα και εκείνοι δεν περιορίζονται σε ένα ξερό καλημέρα. Εδώ έχουν χτιστεί σχέσεις, έχουν δωθεί ραντεβού, έχουν φουντώσει έρωτες – νόμιμοι και παράνομοι.
Όλη η δυσαρέσκεια ξεχνιέται, όταν ανοίγει τις πόρτες του το «Φίλιον» και η ατμόσφαιρα παραμένει ακόμα πιο οικεία, πιο ζεστή. Δεν έχει αλλάξει τίποτα και οι παρέες συνωστίζονται στα τραπέζια, έτοιμες να βιώσουν νέες περιπέτειες, δυσκολίες, χαρές, απώλειες, ό,τι δηλαδή επιφυλάσσει για τον καθένα η ζωή. Το νέο όνομα του μαγαζιού αυτή τη φορά δόθηκε από την κόρη Ειρήνη, ενώ καθαρίζουν και προετοιμάζουν το άνοιγμα. «Τί είναι αυτό που πάντα προσέφερε αυτό το μαγαζί;» αναρωτιέται δυνατά. «Γιατί έρχεται εδώ ο κόσμος;».
Είναι επειδή είμαστε ένα φιλικό μαγαζί, ένας χώρος που προσφέρει θαλπωρή, ζεστασιά, ανοιχτό σε ολους: Και εγένετο το ΦΙΛΙΟΝ!» Το ημερολόγιο δείχνει 1992 και το Κολωνάκι βρίσκεται στο απώγειό του. Η μία μπουτίκ ανοίγει μετά την άλλη, η μία γκαλερί ακολουθεί την επόμενη και πάει λέγοντας. Οι κόρες Νέζη αποδεικνύονται δαιμόνιες επιχειρηματίες και εργασιομανείς.
Πάντα στην πένα βρίσκονται στο μαγαζί από νωρίς το πρωί, κινούμενες σαν αερικά για να βεβαιωθούν ότι όλα κυλάνε ομαλά. Υπό το άγρυπνο βλέμμα τους, ηθοποιοί και σκηνοθέτες συζητούν για σειρές, ταινίες και καλοκαιρινές περιοδείες. Βουλευτές, στελέχη των κομμάτων και παράγοντες γκρινιάζουν, διαφωνούν, συμφωνούν και βαρυγκομάνε.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης μιλάει με τις ώρες στο κινητό. Ο Κώστας Λαλιώτης έχει δώσει το ραντεβού του με έναν δημοσιογράφο. Σκυφτά τα κεφάλια τους, κοντά το ένα στο άλλο μιλάνε διακριτικά. Ο Χρήστος Χωμενίδης ήταν νέος και ωρίμασε. Πάντα θα έβρισκε κάποιον για να βυθιστεί σε κουβέντα, φιλοσοφική, πολιτική ή και χαζολόϊ ακόμα… Εκεί έδινε και τα ραντεβού του με τα εκάστοτε φλερτ του. Έχει περάσει πρωτοχρονιές, ενώ κατ’ εξαίρεση οργάνωσε και χριστουγεννιάτικό πάρτι για τη γιορτή του.
Ο Κωσταντίνος Τζούμας αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες περσόνες του μαγαζιού. Οι ηθοποιοί κάθονταν πάντα μαζί του. Αστειεύεται, λέει ιστορίες, αγαπάει, κουτσομπολεύει και το γυρίζει σε αυτό τον εκκεντρικό, καυστικό λόγο και όποιος αντέξει. Κάποιοι παλαιοί ακόμα το λένε Ντόλτσε. «ΕΕΕ, προδίδεις την ηλικία σου», λέει ένας δημοφιλής ηθοποιός στον σκηνοθέτη που επιμένει στην παλαιά ονομασία. Γελάνε ανέμελα.
Οι περισσότεροι έρχονται μόνοι τους. Ξέρουν καλά ποιούς θα βρούν και ποιά ώρα. Είναι ένα ραντεβού που δεν χρειάζεται καν να δωθεί. Άλλοι δικαιολογούνται αν άργησαν για το καθιερωμένο πρωινό καφέ. «Εδώ ήμουν στο γιατρό, όλα καλά», μονολογούν και ζητάνε από τον τα συνηθισμένα.
Οι γυναίκες στο Φίλιον την δεκαετία του 90 ήταν στην πλειοψηφία ή συγγραφείς ή ηθοποιοί, έχοντας κατακτήσει ένα συγκεκριμένο μέρος του μαγαζιού. Παρά τη διάκριση αυτή, το μαγαζί ήταν και ιδανική προξενήτρα. Το φλερτ πήγαινε σύννεφο, αν και πλέον όλοι είναι πιο μαζεμένοι. Έχουν, άλλωστε, περάσει πολλά: χρόνια, έρωτες, κατραπακιές, ήττες, επιτυχίες. Παραμένουν, όμως, θαμώνες.
Είναι λίγο πράγμα να έχεις μεγαλώσει με τους σερβιτόρους, να ανταλάσσετε φωτογραφίες των παιδιών, ενώ μία ανάσα πριν ήσασταν και οι δύο νέοι. Τίποτα δεν είχε ακόμα συμβεί. Υπήρχε η γλυκιά προσμονή της ζωής. Η ζωή, όμως, προχωρά με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν μπορεί να την σταματήσει τίποτα και κανένας.
Το «Φίλιον» και οι άνθρωποί του το γνωρίζουν αυτό. Έχουν μετρήσει απώλειες, έχουν γιορτάσει και νέες προσθήκες. Όσο παραμένει, τόσο ελκύει νέες γενιές που θα φέρουν τη δική τους αφελή προσμονή για όλα εκείνα που ίσως έρθουν, ίσως και προσπεράσουν. Θα ειπωθούν μυστικά, θα προκληθούν παρεξηγήσεις, θα γεννηθούν νέες φιλίες και οι παλαιοί, οι μόνιμοι που τα έχουν ζήσει θα παρακολουθούν με μία γλυκιά τρυφερότητα, αλλά και επιείκεια. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει». Κάπως έτσι και τα μέρη της, εκείνα που συνεχίζουν να παραμένουν όρθια και ακμαία.
Με αφορμή τα 30 χρόνια λειτουργίας του «Φίλιον» ο σκηνοθέτης Νίκος Ζάππας δημιούργησε ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, αξιοποιώντας το πλούσιο αρχειακό υλικό και γυρνώντας τους θεατές πίσω στον χρόνο. Είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο.
Και ποιός δεν πέρασε από το Φίλιον. Κι αυτό το ετερόκλητο πάντρεμα προερχόταν από τον βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα του μαγαζιού, ο οποίος διαποτιζόταν από μία αύρα ελιτισμού. Αυτός, όμως, συμβόλιζε την παλιά αντίληψη της αριστοκρατίας του πνεύματος κι όχι την νεόπλουτη. Διατηρούσε την αναφορά του στην ελληνικότητα. συνομιλούσε με την ελληνική κουλτούρα και κοινωνία.
Κλείνοντας τρεις δεκαετίες από την αναβάπτισή του, η οποία λειτούργησε σαν μετάλλαξη αλλά όχι αποκοπή από το παρελθόν, το «Φίλιον» συνεχίζει να ακολουθεί τον βηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αθηναϊκής ιστορίας. Το ετερόκλητο πλήθος κάθεται στα τραπεζάκια έξω χειμώνα-καλοκαίρι, δίπλα ακριβώς από την επιβλητική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου.
Πόλος έλξης στα χρυσά 90ς και σκηνικό της μεταμόρφωσης της Αθήνας από βαλκανική σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η επιρροή της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι αστέρες της, η μόδα, οι τέχνες, η νέα μουσική, οι νέες ιδέες, τα νέα ήθη, νέα ρούχα παρελαύνουν από τα τραπέζια του «Φίλιον», το οποίο φιλοξενεί τους πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής.
Αν και ο νέος αιώνας ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις και μία σχεδόν προσκόλληση στη ανεμελιά και στην ευημερία, τα σύννεφα άρχισαν σιγά-σιγά και συσσωρεύονται. Στην αρχή δεν τα προσέχαμε, αλλά έφτασε η ώρα που άρχισαν να «μουσκεύουν» τις ζωές μας. Το κλίμα γινόταν καθημερινά αισθητό στο μαγαζί και ο προβληματισμός στις παρέες ήταν σχεδόν πρόδρομος της καταιγίδας που έπληξε την ελληνική κοινωνία.
Στο μαγαζί που χωράει και το κατεστημένο και τους εναλλακτικούς, και τους φτασμένους και τους άγνωστους, και τους καλλιτέχνες και αυτούς που θα ήθελαν να είναι «κάποιοι», και τους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς και τους δεξιούς και τους αριστερούς, η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων και πληροφορίες ήταν ένας πλούτος.
Οι διάφορες πολιτικές και κοινωνικές φυλές συνυπήρχαν ακόμα και στα δύσκολα χρόνια των Μνημονίων και αργότερα της πανδημίας. Το «Φίλιον» επανέκαμψε, χωρίς να γονατίσει από τον κορονοϊό. Οι θαμώνες του επανήλθαν δριμύτεροι από τα lockdown, γεμάτοι ανησυχίες για την έλευση μίας περιόδου γεμάτη σκοτεινιά και ερωτηματικά.
Η δεκαετία του 2010 σηματοδότησε την απότομη προσγείωση, την εμπέδωση μίας νέας πραγματικότητας με την κοινωνική ένταση που αυτή έφερε. Τεκτονικές ήταν άλλωστε και οι πολιτικές αλλαγές. Μεσούσης της οικονομικής και κοινωνικής εκείνης κρίσης το μαγαζί επιβιώνει με τα πάνω και τα κάτω του. Δεν ήταν κάτι νέο. Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία δοκιμασία του.
Στο παρελθόν, το Φίλιον είχε χαρακτηριστεί μάλλον αδίκως σαν «ΠΑΣΟΚομάγαζο». Όταν ο Κώστας Σημίτης είχε καθίσει στα τραπεζάκια του, η φήμη εξαπλώθηκε. Μιας και το εκλογικό κέντρο ήταν ακριβώς απέναντι από το «Φίλιον», μετά την ψήφο περνούσαν παραδοσιακά στελέχη όλων των κομμάτων, ακόμα και πρωην πρωθυπουργοί, νικητές και ηττημένοι. Η προσωπική τους ασφάλεια, μάλιστα, επιτελούσε το δυσχερές έργο να ειδοποιεί για να αποφεύγονται αμήχανες συναντήσεις.
Όταν όμως η Ντόρα Μπακογιάννη εμφανίστηκε με μία πολυπληθή παρέα, γεμίζοντας δύο τραπέζια, το «Φίλιον» μετατράπηκε σε «φωλιά των Δεξιών»! Κι όταν εμφανίστηκε ο πολιτικός κομήτης Σταύρος Θεοδωράκης, πολλοί θυμήθηκαν ότι αυτός σύχναζε με φίλους, συνεργάτες και τον συμπαθέστατο σκύλο του καθημερινά στο «Φίλιον».
«Το Ποτάμι έκανε το μαγαζί εκλογικό του κέντρο», διαμαρτύρονταν κάποιοι.
Τίποτα δεν συγκρινόταν, όμως, με την ένταση που έφερε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική πόλωση επηρέασε και το μαγαζί. Κατηγόρησαν το μαγαζί σαν ΣΥΡΙΖΑϊκό, λόγω της παρουσίας του Νίκου Ξυδάκη, του Ευκλείδη Τσακαλώτου και άλλων. Ο Νίκος Φίλης, μάλιστα, δέχτηκε και λεκτική επίθεση από πελάτες που τον κατηγορούσαν ότι η κυβέρνησή του οδηγεί τη χώρα στη δραχμή. Μία ακόμα έντονη στιγμή, προκάλεσε η παρέμβαση της Νίνας Κασιμάτη σε μία εκδήλωση. Εκεί, άκουσε τα εξ αμάξης από κυρίες του Κολωνακίου, από αστές, αλλά και από μέλη του ΚΚΕ.
Το «Φίλιον», λοιπόν, έχει περάσει και ξαναέλθει στη μόδα πολλές φορές. Όπως, όμως, συνηθίζουν να υποστηρίζουν οι γνώστες: το κλασικό παραμένει πάντα επίκαιρο. Όπως όλοι εκείνοι οι θαμώνες που συνεχίζουν να διαβάζουν εφημερίδες ακόμα. Σπάνιο είδος.
Σπάνιος ήταν και ο άνθρωπος που το δημιούργησε. Το 1960, ο Χρήστος Νέζης σχεδιάζει και χτίζει μία πολυκατοικια στη Σκουφά και Λυκαβητού γωνία. Είχε σχεδιάσει να υπάρχει μπιστρό στο ισόγειο, στα ευρωπαϊκά πρότυπα, επιθυμώντας αυτό να αποτελέσει και το στέκι του. Το ονομάζει Ντολτσε και το νοικιάζει στους αδελφούς Πίσπα.
Ο Νέζης ήταν το 13ο παιδί της οικογένειας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αττική. Ο πατέρας του είχε ένα εργοστάσιο που παρήγαγε κολοφώνιο, το οποίο είναι το βασικό συστατικό της ρητίνης. Το εργοστάσιο διευρύνθηκε, αναπτύχθηκε και θεωρήθηκε όχι μόνο το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια, αλλά και πρότυπο. Ο νεαρός Νέζης αποφοιτά από τη Λεόντειο. Στη συνέχεια σπουδάζει πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Αρχίζει και σπουδές Νομικής, για να κατανοεί όλες τις πτυχές του επαγγέλματός του, αλλά τις εγκαταλείπει όταν παθαίνει υπερκόπωση.
Στην εντυπωσιακή διαδρομή του ανέλαβε σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά έργα. Συνεργάστηκε στενά με την οικογένεια Γουλανδρή. Μπήκε, μάλιστα, και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ολυμπιακού. Παρότι νοίκιαζε το μαγαζί, αυτός ήταν που προσέλκυσε τον καλό κόσμο, το «βαρύ περιβολικό» της αθηναϊκής αστικής κοινωνίας. Τον κόσμο που στη συνέχεια αποτέλεσε τη μαγιά του «Φίλιον».
Δυστυχώς δεν είναι πολλά γνωστά για τα αδέλφια Πίσπα. Αγάπησαν το μαγαζί και επί τρεις δεκαετίες έκαναν εξαιρετική δουλειά. Ο μεγαλύτερος από τους δύο, Γιώργος, ήταν καταπληκτικός ζαχαροπλάστης, ενώ ο μικρότερος Άλκης είχε αναλάβει τον τομέα των πωλήσεων. Οι θαμώνες της εποχής εκείνης, δεν ξεχνάνε και τον αγαπητό Σωτήρη, τον άνθρωπο που έτρεχε για κάθε ανάγκη, κάθε δουλειά που προέκυπτε.
Το μαγαζί κλείνει, ώστε να ανακαινιστεί και να αναγεννηθεί ως Φίλιον. Το έχει πλέον αναλάβει η σύζυγος του Νέζη Αλκυόνη και οι δύο κόρες του Μαρία και Ειρήνη. Τότε, μάλιστα, οι μόνιμοι θαμώνες του «Ντόλτσε» ένιωσαν προδομένοι. Πρόκειται για το δεύτερό τους σπίτι. Πώς θα κλείσει; Και εμείς; Οι πρωινοί έχουν το ίδιο τραπέζι, την ίδια παραγγελία, τα ίδια κουσούρια. Οι απογευματινοί το ίδιο. Γνωρίζουν τους εργαζόμενους με το μικρό τους όνομα και εκείνοι δεν περιορίζονται σε ένα ξερό καλημέρα. Εδώ έχουν χτιστεί σχέσεις, έχουν δωθεί ραντεβού, έχουν φουντώσει έρωτες – νόμιμοι και παράνομοι.
Όλη η δυσαρέσκεια ξεχνιέται, όταν ανοίγει τις πόρτες του το «Φίλιον» και η ατμόσφαιρα παραμένει ακόμα πιο οικεία, πιο ζεστή. Δεν έχει αλλάξει τίποτα και οι παρέες συνωστίζονται στα τραπέζια, έτοιμες να βιώσουν νέες περιπέτειες, δυσκολίες, χαρές, απώλειες, ό,τι δηλαδή επιφυλάσσει για τον καθένα η ζωή. Το νέο όνομα του μαγαζιού αυτή τη φορά δόθηκε από την κόρη Ειρήνη, ενώ καθαρίζουν και προετοιμάζουν το άνοιγμα. «Τί είναι αυτό που πάντα προσέφερε αυτό το μαγαζί;» αναρωτιέται δυνατά. «Γιατί έρχεται εδώ ο κόσμος;».
Είναι επειδή είμαστε ένα φιλικό μαγαζί, ένας χώρος που προσφέρει θαλπωρή, ζεστασιά, ανοιχτό σε ολους: Και εγένετο το ΦΙΛΙΟΝ!» Το ημερολόγιο δείχνει 1992 και το Κολωνάκι βρίσκεται στο απώγειό του. Η μία μπουτίκ ανοίγει μετά την άλλη, η μία γκαλερί ακολουθεί την επόμενη και πάει λέγοντας. Οι κόρες Νέζη αποδεικνύονται δαιμόνιες επιχειρηματίες και εργασιομανείς.
Πάντα στην πένα βρίσκονται στο μαγαζί από νωρίς το πρωί, κινούμενες σαν αερικά για να βεβαιωθούν ότι όλα κυλάνε ομαλά. Υπό το άγρυπνο βλέμμα τους, ηθοποιοί και σκηνοθέτες συζητούν για σειρές, ταινίες και καλοκαιρινές περιοδείες. Βουλευτές, στελέχη των κομμάτων και παράγοντες γκρινιάζουν, διαφωνούν, συμφωνούν και βαρυγκομάνε.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης μιλάει με τις ώρες στο κινητό. Ο Κώστας Λαλιώτης έχει δώσει το ραντεβού του με έναν δημοσιογράφο. Σκυφτά τα κεφάλια τους, κοντά το ένα στο άλλο μιλάνε διακριτικά. Ο Χρήστος Χωμενίδης ήταν νέος και ωρίμασε. Πάντα θα έβρισκε κάποιον για να βυθιστεί σε κουβέντα, φιλοσοφική, πολιτική ή και χαζολόϊ ακόμα… Εκεί έδινε και τα ραντεβού του με τα εκάστοτε φλερτ του. Έχει περάσει πρωτοχρονιές, ενώ κατ’ εξαίρεση οργάνωσε και χριστουγεννιάτικό πάρτι για τη γιορτή του.
Ο Κωσταντίνος Τζούμας αποτελεί μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες περσόνες του μαγαζιού. Οι ηθοποιοί κάθονταν πάντα μαζί του. Αστειεύεται, λέει ιστορίες, αγαπάει, κουτσομπολεύει και το γυρίζει σε αυτό τον εκκεντρικό, καυστικό λόγο και όποιος αντέξει. Κάποιοι παλαιοί ακόμα το λένε Ντόλτσε. «ΕΕΕ, προδίδεις την ηλικία σου», λέει ένας δημοφιλής ηθοποιός στον σκηνοθέτη που επιμένει στην παλαιά ονομασία. Γελάνε ανέμελα.
Οι περισσότεροι έρχονται μόνοι τους. Ξέρουν καλά ποιούς θα βρούν και ποιά ώρα. Είναι ένα ραντεβού που δεν χρειάζεται καν να δωθεί. Άλλοι δικαιολογούνται αν άργησαν για το καθιερωμένο πρωινό καφέ. «Εδώ ήμουν στο γιατρό, όλα καλά», μονολογούν και ζητάνε από τον τα συνηθισμένα.
Οι γυναίκες στο Φίλιον την δεκαετία του 90 ήταν στην πλειοψηφία ή συγγραφείς ή ηθοποιοί, έχοντας κατακτήσει ένα συγκεκριμένο μέρος του μαγαζιού. Παρά τη διάκριση αυτή, το μαγαζί ήταν και ιδανική προξενήτρα. Το φλερτ πήγαινε σύννεφο, αν και πλέον όλοι είναι πιο μαζεμένοι. Έχουν, άλλωστε, περάσει πολλά: χρόνια, έρωτες, κατραπακιές, ήττες, επιτυχίες. Παραμένουν, όμως, θαμώνες.
Είναι λίγο πράγμα να έχεις μεγαλώσει με τους σερβιτόρους, να ανταλάσσετε φωτογραφίες των παιδιών, ενώ μία ανάσα πριν ήσασταν και οι δύο νέοι. Τίποτα δεν είχε ακόμα συμβεί. Υπήρχε η γλυκιά προσμονή της ζωής. Η ζωή, όμως, προχωρά με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν μπορεί να την σταματήσει τίποτα και κανένας.
Το «Φίλιον» και οι άνθρωποί του το γνωρίζουν αυτό. Έχουν μετρήσει απώλειες, έχουν γιορτάσει και νέες προσθήκες. Όσο παραμένει, τόσο ελκύει νέες γενιές που θα φέρουν τη δική τους αφελή προσμονή για όλα εκείνα που ίσως έρθουν, ίσως και προσπεράσουν. Θα ειπωθούν μυστικά, θα προκληθούν παρεξηγήσεις, θα γεννηθούν νέες φιλίες και οι παλαιοί, οι μόνιμοι που τα έχουν ζήσει θα παρακολουθούν με μία γλυκιά τρυφερότητα, αλλά και επιείκεια. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει». Κάπως έτσι και τα μέρη της, εκείνα που συνεχίζουν να παραμένουν όρθια και ακμαία.
Με αφορμή τα 30 χρόνια λειτουργίας του «Φίλιον» ο σκηνοθέτης Νίκος Ζάππας δημιούργησε ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, αξιοποιώντας το πλούσιο αρχειακό υλικό και γυρνώντας τους θεατές πίσω στον χρόνο. Είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr