Reunion 60 χρόνια μετά για τα ελληνόπουλα που η πείνα τα «σκόρπισε» σε ξένα χέρια

Είναι Ελληνόπουλα που υιοθετήθηκαν στις ΗΠΑ μετά τον Εμφύλιο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60, όταν ο Ψυχρός Πολέμος κυριαρχούσε στον κόσμο και η χώρα μας ήταν κατεστραμμένη - Τις περισσότερες φορές οι βιολογικοί γονείς δεν ήξεραν το παραμικρό - Εξήντα και πλέον χρόνια μετά, αυτά τα παιδιά σχηματίζουν ομάδες στήριξης και επιχειρούν μέσω Διαδικτύου να ενωθούν και να γνωρίσουν τις ρίζες τους

«Τίνος είσαι;», «Από πού κρατάει η σκούφια σου;». Για τους περισσότερους τα ερωτήματα αυτά είναι ολίγον τι γραφικά, ολίγον τι νοσταλγικά, μιας εποχής που έχει περάσει ή δεν συναντιέται πλέον στις πόλεις. Για άλλους είναι ένα μαχαίρι στην πληγή. Για εκείνους που έφυγαν με συνοπτικές διαδικασίες για μια «καλύτερη ζωή». «Το πρόβλημα λύθηκε αμέσως τη στιγμή που το παιδί μπήκε στο αυτοκίνητο. Αρχισε, τότε, χαρωπά να χοροπηδάει στα καθίσματα, να πατάει όλα τα κουμπιά, να αισθάνεται οικεία. Η καλύτερη ώρα του ήταν η ώρα του φαγητού.

Ετρωγε και με τα δυο του χέρια, καταβρόχθιζε το φαγητό, όπως όλα τα αγοράκια που είχαν περάσει σχεδόν όλη τη ζωή τους σ’ ένα ορφανοτροφείο». Αυτή την περιγραφή συναντάει κανείς στην εφημερίδα «Salina Journal» του Τέξας. Η ημερομηνία που αναγράφεται είναι 24 Δεκεμβρίου 1957. Αποτελεί μέρος της διήγησης ενός ευτυχισμένου θετού γονιού που είχε μόλις πραγματοποιήσει το όνειρό του, αποκτώντας ένα υγιέστατο αγοράκι με συνοπτικές διαδικασίες. Μεταξύ άλλων, αισθάνεται ικανοποιημένος και από το γεγονός ότι έσωσε ένα πλάσμα από την πείνα και τις κακουχίες στις οποίες γεννήθηκε. Πολλές δεκαετίες αργότερα, οι επιβιώσαντες δεν είναι πια παιδάκια. Δεν αρπάζουν το φαγητό λαίμαργα. Αντιθέτως, όμως, δεν τους έχει εγκαταλείψει η «πείνα» να ανακαλύψουν τις ρίζες τους.
Ο Λίο Λάµπερσον της ΑΧΕΠΑ και, αριστερά, ο γερουσιαστής Ρόµπερτ Γουίλσον, περικυκλωµένοι από υιοθετηµένα Ελληνόπουλα σε πάρτυ στο Σαν Ντιέγκο (φθινόπωρο 1956)

Ανθρωποι στα 60 τους χρόνια ενώνουν δυνάμεις, σχηματίζουν ομάδες στήριξης και επιχειρούν να επιστρέψουν στην αφετηρία της ζωής τους. Μία αφετηρία που στερήθηκαν. Οταν, όμως, δεν γνωρίζεις από πού έρχεσαι, δυσκολεύεσαι να ανακαλύψεις και πού πας… Από το 1949 έως και το 1962 παραπάνω από 3.200 μωρά, νήπια και παιδιά έως 14 ετών δόθηκαν για υιοθεσία σε οικογένειες από την Αμερική. «Ανήκαν κυρίως σε τρεις κατηγορίες: ήταν άπορα παιδιά, παιδιά κομμουνιστών και παιδιά από άγαμες μητέρες», λέει η Γκόντα Φαν Στιν, καθηγήτρια στο Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, η οποία έχει ερευνήσει εκτεταμένα επί μία δεκαετία το θέμα και έχει γράψει το βιβλίο «Adoption, Memory and Cold War Greece: Kid Pro Quo?». Μέχρι το 1959, η διαδικασία που συνήθως ακολουθείτο έμοιαζε περισσότερο με αγοροπωλησία.

Η αποκάλυψη δύο σκανδάλων σηματοδότησε το τέλος της ασυδοσίας και της μαζικής εκροής παιδιών όχι μόνο προς την άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά και προς την Ολλανδία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξαγωγή παιδιών τελείωσε. Περιορίστηκε, όμως, σε μεγάλο βαθμό και τέθηκαν κάποιου είδους όρια. Μέχρι τότε, η κατάσταση θύμιζε μωροπάζαρο. Ενα ζευγάρι από την Αμερική έβλεπε φωτογραφίες και επέλεγε το παιδί που προτιμούσε. Το αντίτιμο δεν ξεπερνούσε τα 500 δολάρια, ασήμαντο αν σκεφτεί κανείς ότι ένας μισθός άγγιζε τα 4.000 δολάρια. Ποιοι επωφελούνταν; Οι διαμεσολαβητές. Δικηγόροι, βρεφοκομεία και ούτω καθεξής.

Οι βιολογικοί γονείς συνήθως δεν γνώριζαν το παραμικρό, παρά μονάχα την απώλεια του παιδιού τους. Κομμουνιστές, γυναίκες ελευθερίων ηθών, ανύπαντρες ανήλικες και άλλες μικρές τραγωδίες που συνάδουν με το κλίμα της εποχής. Μία χώρα που βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Δεν υπήρχαν πρώτες ύλες, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οδικό δίκτυο, θέσεις εργασίας. Και σαν να μην έφτανε η καταστροφική Κατοχή, η Ελλάδα διολίσθησε και στη δίνη του εξίσου καταστροφικού Εμφυλίου και όλων όσα ακολούθησαν. Μία τέτοια χώρα έδινε τα παιδιά της.

Παιδιά που δίχως να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς συμβαίνει, όφειλαν να μεταμορφωθούν. Πραγματοποιούσαν το ταξίδι με αεροπλάνα της Swiss Air και της Flying Duchess. Παραδίνονταν καθαρά, ντυμένα στην πένα και με καλοχτενισμένα μαλλιά μπροστά στις νέες τους οικογένειες, οι οποίες περίμεναν στο αεροδρόμιο το νέο μέλος τους. Υπήρξαν και περιπτώσεις που τα ζωντανά πλάσματα δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του φακού και επιστρέφονταν άρον-άρον πίσω! Οι «πελάτες» ίσως τα έβρισκαν πιο μελαχρινά από όσο ανέμεναν!

Δίχως αμφιβολία είναι λάθος να δαιμονοποιούνται και εκείνοι που επιθυμούσαν να αποκτήσουν ένα παιδί, στο οποίο κατά κανόνα έδωσαν άπλετη αγάπη και ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή. Τα σόσιαλ μίντια επέδρασαν καταλυτικά στα παιδιά εκείνα που πλέον βρίσκονται στην έβδομη και όγδοη δεκαετία της ζωής τους, γυρεύοντας ακόμα τη λύτρωση των απαντήσεων. Ολοι συμφωνούν ότι πρόκειται για μία ανοιχτή πληγή που ανά πάσα στιγμή αιμορραγεί. Μία ερώτηση ιατρού για το ιστορικό, μία παρατήρηση στην εμφάνιση, η απώλεια της οικογένειας στην οποία υιοθετήθηκαν και μία αίσθηση του ανήκειν.
Η Λίντα Κάρολ Τρότερ γεννήθηκε σε ένα µικρό και φτωχικό χωριό της Ελλάδας τη δεκαετία του 1950. Παιδί ανύπαντρης µητέρας βαφτίστηκε Ευτυχία και δόθηκε σε ορφανοτροφείο. Στάλθηκε στην Αµερική και οι θετοί της γονείς την ονόµασαν Λίντα Κάρολ. Η Λίντα έδωσε έναν αγώνα για να ανακαλύψει τους βιολογικούς της γονείς και τα κατάφερε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αίσθηση ότι δεν ανήκουν. Μία από τις πλέον συγκλονιστικές ιστορίες είναι αυτή του γνωστού στελέχους του ΚΚΕ Ηλία Αργυριάδη. Στις 30 Μαρτίου του 1952, λίγες ώρες πριν τα ξημερώματα, ο Αργυριάδης εκτελέστηκε μαζί με τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Δημήτρη Μπάτση και τον Νίκο Καλούμενο. Καταδικάστηκαν με βάση τον Ν. 375/1936 για κατασκοπεία. Η τραγωδία του Ηλία Αργυριάδη δεν τελείωσε με τον βίαιο θάνατό του. Η σύζυγός του Κατερίνα Δάλλα βασανίστηκε στη Γενική Ασφάλεια και λίγες ημέρες μετά αυτοκτόνησε στο σπίτι της. Ξεψύχησε στα χέρια της 13χρονης κόρης της. Αυτή είχε υπό την προστασία της τις μικρές αδελφές της, τις οποίες άρπαξε το «Πατριωτικό Ιδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως».

Τα παιδιά αυτά δόθηκαν σε οικογένεια ομογενών στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ. Στη δεύτερη κλασική ελληνική ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», συνειδητοποιεί κανείς μέσα από την ιστορία της κόρης του εφοπλιστή Καίτης Μπεναρδή, την οποία υποδυόταν η Τζένη Καρέζη, τη μοίρα των γυναικών που αποκτούσαν παιδί εκτός γάμου. Πολλές από αυτές, δίχως να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, έχαναν το παιδί τους, το οποίο οι επιτήδειοι το έστελναν προς υιοθεσία στο εξωτερικό. Το 1959 ένα κοριτσάκι λίγων ημερών εντοπίζεται έξω από το Δημοτικό Ορφανοτροφείο Πατρών. Για τους επόμενους μήνες θα αναγνωρίζεται με τον κωδικό αριθμό 11056. Η μητέρα του είχε στερεώσει ένα βραχιολάκι στο πόδι του με το σημείωμα «Το παιδί θα ζητηθεί. Είναι αβάπτιστο κοριτσάκι έξι ημερών. Η μητέρα». Κανείς δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το αν ζητήθηκε ή όχι, καθώς υιοθετήθηκε από μία αμερικανική οικογένεια σχεδόν αμέσως.
H Ευτυχία-Κάρολ µε τους θετούς της γονείς στις ΗΠΑ

Η Λίντα Κάρολ Τρότερ γεννήθηκε σε ένα μικρό και φτωχικό χωριό της Ελλάδας τη δεκαετία του 1950. Οι γονείς της βέβαια δεν ονομάζονταν Τρότερ και πιθανόν να μην είχαν ούτε καν ακούσει ποτέ το όνομα Λίντα. Ισως ονειρεύονταν να την ονομάσουν Μαρία ή Γεωργία. Ποιος ξέρει; Οποια και αν ήταν τα σχέδιά τους, δεν πραγματοποιήθηκαν, καθώς η μικρή βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και μετατράπηκε σε Λίντα Κάρολ, ζώντας μια ευτυχισμένη ζωή στο Χιούστον. Η δική της ιστορία είναι από τις πιο καλές, μια και το ζευγάρι που την υιοθέτησε την αγάπησε, ήταν εύπορο και -το σημαντικότερο- ειλικρινές. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, μόνο το 30% των υιοθεσιών ήταν πετυχημένες. Οι θετοί γονείς της τής εξομολογήθηκαν ότι είναι υιοθετημένη, της έδωσαν τα πάντα και της αποκάλυψαν ότι η καταγωγή της ήταν από την Ελλάδα.

Η Λίντα έδωσε έναν αγώνα για να ανακαλύψει τους βιολογικούς της γονείς και τα κατάφερε. Ετσι αποκαλύφθηκε μία απο τις χιλιάδες ιστορίες που συγκινεί, αλλά και μοιάζει με όλες τις υπόλοιπες. Η 18χρονη Χαρίκλεια Νούλα έμεινε έγκυος. Η οικογένειά της την πέταξε στους δρόμους. Για καλή της τύχη τη λυπήθηκε μία θεία της. Γέννησε το κοριτσάκι, το οποίο ονόμασε Ευτυχία. Το μωρό μεταφέρθηκε αμέσως σε ένα ορφανοτροφείο και η νεαρή μητέρα δεν έφτιαξε ποτέ ξανά τη ζωή της, θρηνώντας για την Ευτυχία που αναβαφτίστηκε Λίντα. Οι δυο τους συναντήθηκαν. Και ανήκουν στους τυχερούς. Οι περισσότεροι που αναζητούν τις ρίζες και τους εναπομείναντες συγγενείς ενημερώνονται ότι κανείς δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Ετσι μένουν με μια πληγή και έναν ανείπωτο πόνο.
H Ευτυχία-Κάρολ µε τη βιολογική µητέρα της Χαρίκλεια

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια και πρόεδρος του τμήματος Πολιτικής Επικοινωνίας του California State University Μαίρη Καρδάρα είναι η κόρη μιας ανύπαντρης νεαρής μητέρας που εκδιώχθηκε από το χωριό της και τον πατέρα της, προκειμένου να μην ντροπιάσει την οικογένειά της με την εγκυμοσύνη της. Ποτέ δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη βιολογική μητέρα της… Σήμερα, έγραψε ένα γράμμα: «Νόστος, λέξη που μας θυμίζει Ομηρο και Ιλιάδα… Υπήρχε πλαστογράφηση χαρτιών. Αλλαξαν ονόματα και ημερομηνίες. Χωρίστηκαν αδέλφια και δίδυμα. Υπήρχε πόνος και ντροπή… που δεν ξεπεράστηκαν.

Τι έγινε με το μωρό; Μια ζωή ήθελα να ξέρω, λέει η 90χρονη μητέρα. Μια ζωή ήθελα να ακούσω την αλήθεια και όχι το παραμύθι, λέει η κόρη της που μεγάλωσε στην Γιούτα. Είπε κανείς ότι αυτά ξεχνιούνται;». Η ιστορία της Μαίρης και άλλων παιδιών που πλέον μεγάλωσαν, ωρίμασαν, αλλά δεν ξέχασαν, θα κυκλοφορήσει σε ένα βιβλίο στα αγγλικά με τίτλο «Voices of Lost Children of Greece» (Φωνές των χαμένων παιδιών της Ελλάδας). Συγχρόνως, δέος προκαλούν και όσοι έμειναν πίσω. «Εχουν περάσει είκοσι τέσσερα χρόνια και στην ψυχή μου υπάρχει ένα κενό.

Πολλά τα ερωτηματικά και το τοπίο θαμπό. Αν ζουν, πού άραγε να βρίσκονται; Είναι εκτός Αυστραλίας; Περνούν καλά με τους θετούς τους γονείς; Τα βάφτισαν; Εχουν οικογένειες;». Πλέον, είναι πολλές οι ομάδες που σχηματίζονται κυρίως στα σόσιαλ μίντια για να στηρίξουν ο ένας τον άλλον. Μεταξύ αυτών, και το The Eftychia Project. Τα χρόνια περνάνε, το ίδιο και οι δεκαετίες. Είναι κάποιες πληγές, όμως, που μένουν για πάντα ανοιχτές. Αυτές μπορούν να κλείσουν μονάχα με απαντήσεις, επανενώσεις και ειλικρίνεια. Οσο επώδυνες και αν είναι αυτές…
Πέντε υιοθετημένα Ελληνόπουλα συναντώνται στο 1o Reunion. Από αριστερά, Μέριλ Τζέκινς, Αννα Σάρδις, Ματ Γιόχανσον, Λίντα Κάρολ Τρότερ και Δημήτριος Κρίστο

Μωροπάζαρο

Ενα ζευγάρι από την Αμερική έβλεπε φωτογραφίες και επέλεγε το παιδί που προτιμούσε. Το αντίτιμο δεν ξεπερνούσε τα 500 δολάρια, ασήμαντο αν σκεφτεί κανείς ότι ένας μισθός άγγιζε τα 4.000 δολάρια.
Οι βιολογικοί γονείς συνήθως δεν γνώριζαν το παραμικρό, παρά μονάχα την απώλεια του παιδιού τους. Υπήρξαν και περιπτώσεις που τα παιδιά δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του φακού και επιστρέφονταν άρον-άρον πίσω! Οι «πελάτες» ίσως τα έβρισκαν πιο μελαχρινά από όσο ανέμεναν
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr