Όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου «ξεδίπλωσε» τα παιδικά του χρόνια: Από τις Κυριακές με τον Τσελεμεντέ στα καλοκαίρια στην Κηφισιά
01.10.2022
15:30
Ο Αθηναίος μεγαλοαστός που μεγάλωσε σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, εξελίχθηκε σε γλεντζέ, μέγα εραστή, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτη, ραλίστα και τόσα άλλα - Διαβάστε όσα είχε εκμυστηρευθεί στον Θωμά Σιταρά
Με αφορμή τον θάνατο του Ζάχου Χατζηφωτίου, ανέσυρα από το αρχείο του διαδικτυακού μου Μουσείου για την Παλιά Αθήνα, μια συνέντευξη που του πήρα πριν πολλά χρόνια με άγνωστα στοιχεία, κυρίως της παιδικής του ηλικίας.
Ποιος δεν ήξερε τον Ζάχο Χατζηφωτίου; Άνθρωπος της «παλαιάς σχολής». Όποια πέτρα και αν σήκωνες θα τον έβρισκες από κάτω. Συγγραφέας (από το 1973 είχε γράψει 32 βιβλία!), δημοσιογράφος, χρονογράφος, κοσμικογράφος. Είχε «καπαρώσει» στο google.gr το «Ζάχος» για τον εαυτό του και ακολουθούσαν 4.150 αναφορές στο πρόσωπό του, ενώ στο Yahoo διάβαζες 7.280 αναφορές για την «αφεντιά» του… Και λίγες είναι!
Ο άνθρωπος ήταν από τους λίγους θνητούς που θα μπορούσε να ισχυριστεί: «Έζησα όπως ήθελα. Θυελλωδώς καλά!». Γκάγκαρος Αθηναίος μεγαλοαστός που έζησε τα άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, γλεντζές και μέγας εραστής, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής, αντιδήμαρχος. Πέντε γάμοι που πέρασαν στην ιστορία και πάνω από 10 παράσημα για τον θεότρελο παρορμητικό 17άρη, που έφυγε για να πολεμήσει στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε ούτε για τα ώριμα, ούτε για τα αμαρτωλά χρόνια του Ζάχου Χατζηφωτίου. Σαν «Παλιά Αθήνα» μας ενδιαφέρουν οι αναμνήσεις των άγουρων χρόνων του. Τότε που οι γειτονιές στην Πόλη ήταν σαν σκηνικό Θεάτρου…
Τα άγουρα χρόνια
-Γεννήθηκα το 1923 στην Πλάκα, ξεκινούσε την αφήγησή του ο τότε γοητευτικός μας συνομιλητής. Το σπίτι μας, ένα δίπατο νεοκλασικό αρχοντικό, «έβλεπε» στη μικρή πλατεία που είναι το μνημείο του Λυσικράτη γνωστό και σαν φανάρι του Διογένη. Ο πατέρας Γιώργος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χονδρεμπόρους υφασμάτων στην Αθήνα. Το μαγαζί του, Ερμού 56, έσφυζε από κίνηση όλη μέρα. Στο σπίτι δεν τον βλέπαμε πολύ, εγώ και η μεγαλύτερη αδελφή μου∙ η μέρα του ήταν η Κυριακή.
Η μητέρα μου Πολυτίμη, ήταν καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών στο Αρσάκειο (σ.σ. Τότε το Αρσάκειο ήταν στην Πανεπιστημίου, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας). Εξυπακούεται ότι, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες του συντηρητισμού εκείνης της εποχής, με το που παντρεύτηκε τον πατέρα μου σταμάτησε να δουλεύει και είχε πια μόνο έναν μαθητή: εμένα! Σε νεαρή ακόμη ηλικία ήξερα όλα τα έργα των Αρχαίων Κλασσικών, συν τα Γαλλικά και Αγγλικά που έκανα... Αυστηρή μητέρα!
-Πέστε μου δυο λόγια για τη γειτονιά σας στην Πλάκα.
-Ήσυχη γειτονιά, που γινόταν ακόμη πιο ήσυχη αφού δεν με άφηνε η μητέρα μου να κυκλοφορώ στους δρόμους. Ήξερα βέβαια ότι, όπως συνηθιζόταν τότε, τα πιο ζωηρά αγόρια έπαιζαν πετροπόλεμο με τους «εχθρούς» άλλων συνοικιών. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας περιγράψω τίποτε απ’ αυτές τις «μάχες», εκτός βέβαια από κάποιες εικόνες νεαρών «πολεμιστών» που γύριζαν στους δρόμους με σπασμένα κεφάλια, ενώ από πίσω τούς κυνηγούσαν με τσιριχτά και απειλές οι μανάδες τους! Το δικό μου «στρατηγείο» ήταν το θεόρατο μπαλκόνι μας. Από κει «επιθεωρούσα» κάθε μέρα τα δρώμενα της ήσυχης γειτονιάς μας. Πρώτα-πρώτα το εντυπωσιακά μεγάλο κάρο που μάζευε δυο φορές την εβδομάδα τα σκουπίδια∙ ακολουθούσε η παπλωματού, η χορταρού, ο ακονιστής και πολλοί άλλοι γυρολόγοι. Τέλος, φυσικά, οι γείτονες με τα ατελείωτα πήγαιν’έλα τους. Ήμουν και τυχερός. Το 1928 εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου, και φυσικά από το λαμπρό θεωρείο μου δεν άφηνα παράσταση για παράσταση. Μια φορά την εβδομάδα είχαμε άλλη παράσταση. Ερχόταν το νερό στο σπίτι και μαζί μ’ αυτό ένας γεροδεμένος υπάλληλος του πατέρα μου, που ανέβαζε με τη βοήθεια μιας χειροκίνητης τρόμπας το νερό στο μεγάλο ντεπόζιτο της ταράτσας. Άλλο θέαμα κι’ αυτό! Το απόλυτο δώρο που πήρα σαν μικρό παιδί ήταν ένα ποδηλατάκι με βοηθητικές ρόδες πίσω, για να μην πέφτω. Αυτό σήμαινε και έξοδο από την κλεισούρα του σπιτιού. Πόσες φορές έκανα κάθε μέρα, πάνω-κάτω, το στενάκι του Αγίου Ανδρέα με το ποδηλατάκι μου, είναι αδύνατον να σας το πω!
Jour Fix
-Φαντάζομαι ότι το σπίτι σας συμμετείχε στην κοσμική ζωή της πόλης. Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό;
-Όπως συνηθιζόταν τότε, κάθε καθώς πρέπει σπίτι δεχότανε κοινωνικές επισκέψεις συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας, που τις ονόμαζαν jour fix. Η δική μας jour fix ήταν κάθε Πέμπτη αλλά, όπως φαντάζεστε, η αναστάτωση –για μας τα παιδιά πανηγύρι- των προετοιμασιών ξεκινούσε από την αρχή της εβδομάδας.
-Πώς περνούσε η επίσημη αργία της Κυριακής;
Ποιος δεν ήξερε τον Ζάχο Χατζηφωτίου; Άνθρωπος της «παλαιάς σχολής». Όποια πέτρα και αν σήκωνες θα τον έβρισκες από κάτω. Συγγραφέας (από το 1973 είχε γράψει 32 βιβλία!), δημοσιογράφος, χρονογράφος, κοσμικογράφος. Είχε «καπαρώσει» στο google.gr το «Ζάχος» για τον εαυτό του και ακολουθούσαν 4.150 αναφορές στο πρόσωπό του, ενώ στο Yahoo διάβαζες 7.280 αναφορές για την «αφεντιά» του… Και λίγες είναι!
Ο άνθρωπος ήταν από τους λίγους θνητούς που θα μπορούσε να ισχυριστεί: «Έζησα όπως ήθελα. Θυελλωδώς καλά!». Γκάγκαρος Αθηναίος μεγαλοαστός που έζησε τα άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, γλεντζές και μέγας εραστής, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής, αντιδήμαρχος. Πέντε γάμοι που πέρασαν στην ιστορία και πάνω από 10 παράσημα για τον θεότρελο παρορμητικό 17άρη, που έφυγε για να πολεμήσει στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε ούτε για τα ώριμα, ούτε για τα αμαρτωλά χρόνια του Ζάχου Χατζηφωτίου. Σαν «Παλιά Αθήνα» μας ενδιαφέρουν οι αναμνήσεις των άγουρων χρόνων του. Τότε που οι γειτονιές στην Πόλη ήταν σαν σκηνικό Θεάτρου…
Τα άγουρα χρόνια
-Γεννήθηκα το 1923 στην Πλάκα, ξεκινούσε την αφήγησή του ο τότε γοητευτικός μας συνομιλητής. Το σπίτι μας, ένα δίπατο νεοκλασικό αρχοντικό, «έβλεπε» στη μικρή πλατεία που είναι το μνημείο του Λυσικράτη γνωστό και σαν φανάρι του Διογένη. Ο πατέρας Γιώργος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χονδρεμπόρους υφασμάτων στην Αθήνα. Το μαγαζί του, Ερμού 56, έσφυζε από κίνηση όλη μέρα. Στο σπίτι δεν τον βλέπαμε πολύ, εγώ και η μεγαλύτερη αδελφή μου∙ η μέρα του ήταν η Κυριακή.
Η μητέρα μου Πολυτίμη, ήταν καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών στο Αρσάκειο (σ.σ. Τότε το Αρσάκειο ήταν στην Πανεπιστημίου, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας). Εξυπακούεται ότι, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες του συντηρητισμού εκείνης της εποχής, με το που παντρεύτηκε τον πατέρα μου σταμάτησε να δουλεύει και είχε πια μόνο έναν μαθητή: εμένα! Σε νεαρή ακόμη ηλικία ήξερα όλα τα έργα των Αρχαίων Κλασσικών, συν τα Γαλλικά και Αγγλικά που έκανα... Αυστηρή μητέρα!
-Πέστε μου δυο λόγια για τη γειτονιά σας στην Πλάκα.
-Ήσυχη γειτονιά, που γινόταν ακόμη πιο ήσυχη αφού δεν με άφηνε η μητέρα μου να κυκλοφορώ στους δρόμους. Ήξερα βέβαια ότι, όπως συνηθιζόταν τότε, τα πιο ζωηρά αγόρια έπαιζαν πετροπόλεμο με τους «εχθρούς» άλλων συνοικιών. Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σας περιγράψω τίποτε απ’ αυτές τις «μάχες», εκτός βέβαια από κάποιες εικόνες νεαρών «πολεμιστών» που γύριζαν στους δρόμους με σπασμένα κεφάλια, ενώ από πίσω τούς κυνηγούσαν με τσιριχτά και απειλές οι μανάδες τους! Το δικό μου «στρατηγείο» ήταν το θεόρατο μπαλκόνι μας. Από κει «επιθεωρούσα» κάθε μέρα τα δρώμενα της ήσυχης γειτονιάς μας. Πρώτα-πρώτα το εντυπωσιακά μεγάλο κάρο που μάζευε δυο φορές την εβδομάδα τα σκουπίδια∙ ακολουθούσε η παπλωματού, η χορταρού, ο ακονιστής και πολλοί άλλοι γυρολόγοι. Τέλος, φυσικά, οι γείτονες με τα ατελείωτα πήγαιν’έλα τους. Ήμουν και τυχερός. Το 1928 εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου, και φυσικά από το λαμπρό θεωρείο μου δεν άφηνα παράσταση για παράσταση. Μια φορά την εβδομάδα είχαμε άλλη παράσταση. Ερχόταν το νερό στο σπίτι και μαζί μ’ αυτό ένας γεροδεμένος υπάλληλος του πατέρα μου, που ανέβαζε με τη βοήθεια μιας χειροκίνητης τρόμπας το νερό στο μεγάλο ντεπόζιτο της ταράτσας. Άλλο θέαμα κι’ αυτό! Το απόλυτο δώρο που πήρα σαν μικρό παιδί ήταν ένα ποδηλατάκι με βοηθητικές ρόδες πίσω, για να μην πέφτω. Αυτό σήμαινε και έξοδο από την κλεισούρα του σπιτιού. Πόσες φορές έκανα κάθε μέρα, πάνω-κάτω, το στενάκι του Αγίου Ανδρέα με το ποδηλατάκι μου, είναι αδύνατον να σας το πω!
Jour Fix
-Φαντάζομαι ότι το σπίτι σας συμμετείχε στην κοσμική ζωή της πόλης. Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό;
-Όπως συνηθιζόταν τότε, κάθε καθώς πρέπει σπίτι δεχότανε κοινωνικές επισκέψεις συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας, που τις ονόμαζαν jour fix. Η δική μας jour fix ήταν κάθε Πέμπτη αλλά, όπως φαντάζεστε, η αναστάτωση –για μας τα παιδιά πανηγύρι- των προετοιμασιών ξεκινούσε από την αρχή της εβδομάδας.
-Πώς περνούσε η επίσημη αργία της Κυριακής;
-Με πολύ συγκεκριμένο «τελετουργικό». Πρώτα-πρώτα με εκκλησιασμό στη Μητρόπολη. Ο πατέρας ισχυριζόταν ότι ο καλός έμπορος εκκλησιάζεται στην ενορία όπου εδρεύει η επιχείρησή του, για να τον βλέπουν με επιπλέον συμπάθεια οι πελάτες του!!! Ακολουθούσε επίσκεψη στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα. Αγαπημένη μου πάστα η τρούφα. Λίγο περπάτημα και επιστροφή στο σπίτι για το κυριακάτικο οικογενειακό, επίσημο γεύμα. Μοναδικός τακτικός μας επισκέπτης, ο Νίκος Τσελεμεντές που επέμενε να μας μαγειρεύει ο ίδιος κάτι θεσπέσια φαγητά. Τακτικός όπως ήταν, είχε φροντίσει από την αρχή της εβδομάδας να μας στείλει με σημείωμα τα υλικά που θα χρειαζόταν. Τον θυμάμαι σαν έναν πολύ ευγενικό άνθρωπο και πολύ ευχάριστο συνομιλητή.
Καλοκαίρια γεμάτα παιδικές περιπέτειες
-Τα καλοκαίρια με τη ζέστη μένατε στην Πλάκα;
-Πού να μείνεις καλοκαίρι στην Πλάκα… Το σπίτι γέμιζε φάκες για τα ποντίκια και δεν προλαβαίναμε να κυνηγάμε τις κατσαρίδες. Η μητέρα μου πάθαινε πραγματική υστερία. Φεύγαμε το Μάιο για το εξοχικό μας στην Κηφισιά και γυρίζαμε με βαριά καρδιά τον Οκτώβριο. Λέω βαριά καρδιά γιατί, για μας τα παιδιά, η Κηφισιά ήταν ο παράδεισός μας. Στους άδειους χωμάτινους δρόμους το ποδήλατό μου έκανε θραύση. Μου είχαν πάρει και πατίνια με ρόδες και τα πρωινά κάναμε πατινάζ στην πίστα της «Μπομπονιέρας». Το βραδάκι, σινεμά 8-10 πάλι στην «Μπομπονιέρα», ενώ δύο Σαββατοκύριακα το μήνα ανέβαινε και ο Αττίκ με το θίασό του. Στην Κηφισιά μπορούσα επιτέλους να παίξω και με άλλα συνομήλικα παιδιά∙ αγόρια και κορίτσια.
-Μια που αναφέρατε τον Αττίκ, πώς ήταν οι επιθεωρήσεις στον Μεσοπόλεμο; Πηγαίνατε συχνά;
-Η καλύτερη διασκέδαση: Ποιοτικό υπερθέαμα με τα πιο έξυπνα κείμενα, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Λαζαρίδης και μουσική… «il rei del tango» ο μέγας Eduardo Bianco!
-Πέστε μου δυο λόγια για το «Θηρίο» μια που μιλάμε για την Κηφισιά.
-Εδώ θα σας απογοητεύσω, γιατί ανεβαίναμε στην Κηφισιά με το δικό μας αυτοκίνητο και τον σωφέρ μας, τον Θανάση. Του Θανάση του άρεσε να τα τσούζει πότε-πότε και στο δρόμο μας για την Κηφισιά, ήξερε ότι στο ύψος του «Παράδεισου» του Αμαρουσίου υπήρχε ένα ωραίο ταβερνάκι με ακόμη ωραιότερη ρετσίνα. Όταν φτάναμε λοιπόν στον «Παράδεισο», σταμάταγε το αμάξι και μονολογούσε: «Πω-πω, πάλι ζεστάθηκε τ’αμάξι». Ο πατέρας χαμογελώντας, ήξερε ότι, ώσπου να «κρυώσει» η μηχανή, ο κυρ-Θανάσης θα δοκίμαζε την αγαπημένη του κεχριμπαρένια. Για μένα, το αμάξι ήταν ένας διαφορετικός μαγνήτης και φρόντιζα συστηματικά να παίρνω μαθήματα και επεξηγήσεις από τον κυρ-Θανάση. Δεν άργησα στα 12 μου να το πάρω και να τ’οδηγήσω. Και ξέρεις -μου λέει γελώντας-, τ’αμάξια τότε ήταν δύσκολα…
Το βλέμμα μου ασυναίσθητα κοιτάζει τον τοίχο, γεμάτο με τα πιο εντυπωσιακά κύπελλα από τις συμμετοχές του συνομιλητή μου στα διάφορα ράλι.
-Ε, δεν ήσασταν και το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου! Πόσα σχολεία αλλάξατε όταν ήσασταν μικρός;
-(γελάει με κάποια αυταρέσκεια) Ξεκίνησα το Δημοτικό στην Πλάκα, στη Σχολή Χιλλ. Ακολούθησε η Σχολή Μακρή που τότε ήταν στην Ιπποκράτους. Μετά έγινε Παρθεναγωγείο, μου λέει γελώντας. Μετά με «κλείσανε» στην «Κοργιαλένειο Σχολή» στις Σπέτσες και κατέληξα στο «Πειραματικό», όταν μέναμε πια στο Κολωνάκι.
-Πλάκα, Κηφισιά, Κολωνάκι, Φάληρο. Έχετε κάνει το ολοκληρωμένο οδοιπορικό ενός συνεπή Παλιού Αθηναίου!
(γελάει)
-Για πέστε μου κανένα καλό Πλακιώτικο στέκι.
-Με την Τζένη (σ.σ. εννοεί την Καρέζη) πηγαίναμε πολύ συχνά στην ταβέρνα του Πιθακάκη. Φοβερές βραδιές. Αλλά δεν θα τη βρείτε, έχει γκρεμιστεί τώρα πια…
Ανήσυχη φυσιογνωμία ο Ζάχος Χατζηφωτίου έριχνε, ενώ μιλούσαμε, γρήγορες ματιές στο βιβλίο μου….
-Έχεις κάνει φοβερή δουλειά, μου λέει ξαφνικά. Πού το βρήκες όλο αυτό το υλικό;
Ενώ του εξηγούσα, το μάτι του έπεσε στη φωτογραφία της Ομονοίας με τις αρχαίες κολώνες, που ήταν κούφιες από μέσα και χρησίμευαν σαν αεραγωγοί του υπόγειου σταθμού, και τα αγάλματα με τις μούσες στις βάσεις τους…
-Ξέρεις, μου λέει, από πού βγήκε ο συσχετισμός του ονόματος Καλλιόπη με τις τουαλέτες; Στον υπόγειο σταθμό της Ομονοίας, οι τουαλέτες ήταν ακριβώς κάτω από το άγαλμα της μούσας Καλλιόπης. Έτσι οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας αντί να πουν ότι πήγαιναν για την ανακούφισή τους, έλεγαν απλά: «πάω στην «Καλλιόπη»!!!
Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ αναγνώστη, ο άνθρωπος ήταν ανεξάντλητη πηγή, αλλά και ο χρόνος δυστυχώς περιορισμένος.
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ειδήσεις σήμερα:
Πέθανε ο Σταμάτης Κόκοτας
Το ανατριχιαστικό σημείωμα του αυτόχειρα στην Καβάλα λίγο πριν σκοτώσει μάνα και παιδί
Μέτρα και στους... οίκους ανοχής εξαιτίας των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος
Καλοκαίρια γεμάτα παιδικές περιπέτειες
-Τα καλοκαίρια με τη ζέστη μένατε στην Πλάκα;
-Πού να μείνεις καλοκαίρι στην Πλάκα… Το σπίτι γέμιζε φάκες για τα ποντίκια και δεν προλαβαίναμε να κυνηγάμε τις κατσαρίδες. Η μητέρα μου πάθαινε πραγματική υστερία. Φεύγαμε το Μάιο για το εξοχικό μας στην Κηφισιά και γυρίζαμε με βαριά καρδιά τον Οκτώβριο. Λέω βαριά καρδιά γιατί, για μας τα παιδιά, η Κηφισιά ήταν ο παράδεισός μας. Στους άδειους χωμάτινους δρόμους το ποδήλατό μου έκανε θραύση. Μου είχαν πάρει και πατίνια με ρόδες και τα πρωινά κάναμε πατινάζ στην πίστα της «Μπομπονιέρας». Το βραδάκι, σινεμά 8-10 πάλι στην «Μπομπονιέρα», ενώ δύο Σαββατοκύριακα το μήνα ανέβαινε και ο Αττίκ με το θίασό του. Στην Κηφισιά μπορούσα επιτέλους να παίξω και με άλλα συνομήλικα παιδιά∙ αγόρια και κορίτσια.
-Μια που αναφέρατε τον Αττίκ, πώς ήταν οι επιθεωρήσεις στον Μεσοπόλεμο; Πηγαίνατε συχνά;
-Η καλύτερη διασκέδαση: Ποιοτικό υπερθέαμα με τα πιο έξυπνα κείμενα, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Λαζαρίδης και μουσική… «il rei del tango» ο μέγας Eduardo Bianco!
-Πέστε μου δυο λόγια για το «Θηρίο» μια που μιλάμε για την Κηφισιά.
-Εδώ θα σας απογοητεύσω, γιατί ανεβαίναμε στην Κηφισιά με το δικό μας αυτοκίνητο και τον σωφέρ μας, τον Θανάση. Του Θανάση του άρεσε να τα τσούζει πότε-πότε και στο δρόμο μας για την Κηφισιά, ήξερε ότι στο ύψος του «Παράδεισου» του Αμαρουσίου υπήρχε ένα ωραίο ταβερνάκι με ακόμη ωραιότερη ρετσίνα. Όταν φτάναμε λοιπόν στον «Παράδεισο», σταμάταγε το αμάξι και μονολογούσε: «Πω-πω, πάλι ζεστάθηκε τ’αμάξι». Ο πατέρας χαμογελώντας, ήξερε ότι, ώσπου να «κρυώσει» η μηχανή, ο κυρ-Θανάσης θα δοκίμαζε την αγαπημένη του κεχριμπαρένια. Για μένα, το αμάξι ήταν ένας διαφορετικός μαγνήτης και φρόντιζα συστηματικά να παίρνω μαθήματα και επεξηγήσεις από τον κυρ-Θανάση. Δεν άργησα στα 12 μου να το πάρω και να τ’οδηγήσω. Και ξέρεις -μου λέει γελώντας-, τ’αμάξια τότε ήταν δύσκολα…
Το βλέμμα μου ασυναίσθητα κοιτάζει τον τοίχο, γεμάτο με τα πιο εντυπωσιακά κύπελλα από τις συμμετοχές του συνομιλητή μου στα διάφορα ράλι.
-Ε, δεν ήσασταν και το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου! Πόσα σχολεία αλλάξατε όταν ήσασταν μικρός;
-(γελάει με κάποια αυταρέσκεια) Ξεκίνησα το Δημοτικό στην Πλάκα, στη Σχολή Χιλλ. Ακολούθησε η Σχολή Μακρή που τότε ήταν στην Ιπποκράτους. Μετά έγινε Παρθεναγωγείο, μου λέει γελώντας. Μετά με «κλείσανε» στην «Κοργιαλένειο Σχολή» στις Σπέτσες και κατέληξα στο «Πειραματικό», όταν μέναμε πια στο Κολωνάκι.
-Πλάκα, Κηφισιά, Κολωνάκι, Φάληρο. Έχετε κάνει το ολοκληρωμένο οδοιπορικό ενός συνεπή Παλιού Αθηναίου!
(γελάει)
-Για πέστε μου κανένα καλό Πλακιώτικο στέκι.
-Με την Τζένη (σ.σ. εννοεί την Καρέζη) πηγαίναμε πολύ συχνά στην ταβέρνα του Πιθακάκη. Φοβερές βραδιές. Αλλά δεν θα τη βρείτε, έχει γκρεμιστεί τώρα πια…
Ανήσυχη φυσιογνωμία ο Ζάχος Χατζηφωτίου έριχνε, ενώ μιλούσαμε, γρήγορες ματιές στο βιβλίο μου….
-Έχεις κάνει φοβερή δουλειά, μου λέει ξαφνικά. Πού το βρήκες όλο αυτό το υλικό;
Ενώ του εξηγούσα, το μάτι του έπεσε στη φωτογραφία της Ομονοίας με τις αρχαίες κολώνες, που ήταν κούφιες από μέσα και χρησίμευαν σαν αεραγωγοί του υπόγειου σταθμού, και τα αγάλματα με τις μούσες στις βάσεις τους…
-Ξέρεις, μου λέει, από πού βγήκε ο συσχετισμός του ονόματος Καλλιόπη με τις τουαλέτες; Στον υπόγειο σταθμό της Ομονοίας, οι τουαλέτες ήταν ακριβώς κάτω από το άγαλμα της μούσας Καλλιόπης. Έτσι οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας αντί να πουν ότι πήγαιναν για την ανακούφισή τους, έλεγαν απλά: «πάω στην «Καλλιόπη»!!!
Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ αναγνώστη, ο άνθρωπος ήταν ανεξάντλητη πηγή, αλλά και ο χρόνος δυστυχώς περιορισμένος.
Για περισσότερα: https://minoas.gr/syggrafeas/sitaras-thomas/
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ειδήσεις σήμερα:
Πέθανε ο Σταμάτης Κόκοτας
Το ανατριχιαστικό σημείωμα του αυτόχειρα στην Καβάλα λίγο πριν σκοτώσει μάνα και παιδί
Μέτρα και στους... οίκους ανοχής εξαιτίας των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr