Ζάχος Χατζηφωτίου: 99 χρονια, μια ζωή σαν παραμύθι
04.10.2022
07:17
Από την Πλάκα των παιδικών του χρόνων και την Κηφισιά μέχρι τον πόλεμο στο Τομπρούκ, το Παρίσι και τη Μύκονο, ο άνθρωπος που έχτισε τον μύθο του «Ιακχου» έγινε η ψυχή της κοσμικής ζωής επί δεκαετίες, ενσαρκώνοντας την dolce vita αλά ελληνικά ως εφοπλιστής, χρονογράφος, ραλίστας, συγγραφέας, εκδότης, τηλεοπτικός παρουσιαστής και εκλεγμένος πολιτικός
Εκατό, παρά ένα, χρόνια ζωής -και τι ζωής;- δεν περιγράφονται με μερικές χιλιάδες λέξεις στριμωγμένες σε μερικές σελίδες. Κρίμα που δεν μπορεί να την αφηγηθεί πια με τη γλαφυρή πένα και το χάρισμα της ευγλωττίας του ο ίδιος ο Ζάχος, Το έκανε, όμως, στα βιβλία του κληροδοτώντας στους αναγνώστες του στιγμιότυπα ενός υπέροχου, περιπετειώδους βίου στη διάρκεια ενός ολόκληρου συγκλονιστικού, πολυτάραχου, συναρπαστικού αιώνα, γεμάτου ανατροπές και αμφισβητήσεις.
Μια μακρά διαδρομή που την περπάτησε σαν σε μυθιστόρημα. Με στυλ, κύρος, γενναιότητα, χιούμορ, ευφυΐα, κοσμοπολιτισμό, κομψότητα, μπόλικο αυτοσαρκασμό και, κυρίως, έρωτα για τη ζωή. Αυτός ο γεννημένος σε αρχοντικό της Πλάκας προνομιούχος γιος ενός ευκατάστατου εμπόρου με κατάστημα στην οδό Ερμού, που μεγάλωσε στα πούπουλα, με γκουβερνάντες, σοφέρ και λιμουζίνες. Ο άτακτος μαθητής της Σχολής Χιλλ, της Σχολή Μακρή, του Κολλεγίου Ψυχικού, εσώκλειστος της Αναργυρείου-Κοργιαλενείου Σχολής των Σπετσών.
Το αρρενωπό αγόρι της αριστοκρατικής προπολεμικής Κηφισιάς, ο εθελοντής πολεμιστής στα 17 του στην έρημο του Ελ Αλαμέιν. Ο bon vivant της μεθυστικής Αλεξάνδρειας, γαμπρός κιόλας του στρατηγού Φρανσουά ντε Γκρεζ, κυβερνήτη της Συρίας και του Λιβάνου. Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας του Ρίμινι, η σαγηνευτική ψυχή της παρέας των σαλονιών της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, ο γερός πότης του μπαρ της «Μεγάλης Βρεταννίας», ο γοητευτικός γλεντζές του φανταχτερού Παρισιού, ο πρωτοπόρος επισκέπτης της τουριστικά πρωτόγονης Μυκόνου.
Αυτός ο πολύγλωσσος μύωψ με τον χοντρό σκελετό γυαλιών και τα ανοιχτά στο ηλιοκαμένο του στήθος πουκάμισα που έζησε ως σύγχρονος Οδυσσέας φουρτούνες, περιπέτειες, στραπάτσα, ηδονές. Και επιβίωσε αντλώντας εμπειρίες από βιώματα, παθιασμένους έρωτες, διαφορετικές κάθε φορά δουλειές. Εφοπλιστής, χρονογράφος, ραλίστας, συγγραφέας, εκδότης, τηλεοπτικός παρουσιαστής (27 ολόκληρα χρόνια το «Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου»), εκλεγμένος πολιτικός (άλλα 27 χρόνια δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων). Με πέντε γάμους, ισάριθμα διαζύγια και αμέτρητα ειδύλλια με πάμπλουτες καλλονές με εξωτικά ονόματα: Ιρέν, Φλοράνς, Κάλι, Μπαρμπαρά κ.λπ. κ.λπ. Με συναναστροφές της ευρωπαϊκής crème de la crème, πριγκίπισσες, δούκισσες, μαρκησίες, μεγιστάνες βιομηχάνους, πανίσχυρους εφοπλιστές, βαρόνους του χρηματιστηρίου, πετυχημένους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες.
Δείτε το βίντεο: Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου (πολιτιστικά κέντρα, πολιτισμός, καθαριότητα & κακές συνήθειες)
Πότε ζάπλουτος και πότε πτωχευμένος, πότε αυθάδης και πότε ευγενικά απολαυστικός. Αλλοτε με σμόκιν να συχνάζει σε δεξιώσεις, σε κατάφωτα επιβλητικά chateaux και φημισμένα διεθνώς νυχτερινά κέντρα, και άλλοτε ξυπόλυτος με ψαράδικο παντελόνι να παίζει ξερή στο καφενείο του Σκαρόπουλου στον Γιαλό της Μυκόνου υπό το τρεμάμενο φως μιας λάμπας θυέλλης. Ηταν κουμπάρος του Νιάρχου, αλλά έγραφε και στίχους για λαϊκά τραγούδια του Ζαμπέτα.
Ο αενάως καυστικός και θυμωμένος με τους βλάχους, τους κάφρους, τους σκυλάδες, την αντιπαροχή, την ξιπασιά των νεόπλουτων. Αστός με την έννοια του αυθεντικού κατοίκου της πόλης, αλλά παράλληλα κοσμογυρισμένος και ρομαντικός ευζωιστής, ήταν ο ανήσυχος, διψασμένος δοκιμαστής εμπειριών. Στα νιάτα του αδύνατος, ψηλός και αθλητικός, με μουστάκι, τσιγάρο στα χείλη και μια τούφα από τα πλούσια μαλλιά του ριγμένη στο μέτωπο, έπαιζε ζάρια με Μαροκάνους ναύτες με κόκκινα φέσια στο ξενοδοχείo «Le Metropole» της Αλεξάνδρειας. Στην ξέφρενη περίοδό του ριψοκίνδυνος πιλότος αγωνιστικού αυτοκινήτου συμμετέχοντας στο Ράλι του Μόντε Κάρλο, λίγο έλειψε να του καεί όλο το πρόσωπο μετά από ατύχημα διασχίζοντας τους καρόδρομους της τότε Γιουγκοσλαβίας.
Δείτε το βίντεο: Στο σπίτι με τον Ζάχο Χατζηφωτίου
Μια μακρά διαδρομή που την περπάτησε σαν σε μυθιστόρημα. Με στυλ, κύρος, γενναιότητα, χιούμορ, ευφυΐα, κοσμοπολιτισμό, κομψότητα, μπόλικο αυτοσαρκασμό και, κυρίως, έρωτα για τη ζωή. Αυτός ο γεννημένος σε αρχοντικό της Πλάκας προνομιούχος γιος ενός ευκατάστατου εμπόρου με κατάστημα στην οδό Ερμού, που μεγάλωσε στα πούπουλα, με γκουβερνάντες, σοφέρ και λιμουζίνες. Ο άτακτος μαθητής της Σχολής Χιλλ, της Σχολή Μακρή, του Κολλεγίου Ψυχικού, εσώκλειστος της Αναργυρείου-Κοργιαλενείου Σχολής των Σπετσών.
Το αρρενωπό αγόρι της αριστοκρατικής προπολεμικής Κηφισιάς, ο εθελοντής πολεμιστής στα 17 του στην έρημο του Ελ Αλαμέιν. Ο bon vivant της μεθυστικής Αλεξάνδρειας, γαμπρός κιόλας του στρατηγού Φρανσουά ντε Γκρεζ, κυβερνήτη της Συρίας και του Λιβάνου. Ο μπαρουτοκαπνισμένος ήρωας του Ρίμινι, η σαγηνευτική ψυχή της παρέας των σαλονιών της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, ο γερός πότης του μπαρ της «Μεγάλης Βρεταννίας», ο γοητευτικός γλεντζές του φανταχτερού Παρισιού, ο πρωτοπόρος επισκέπτης της τουριστικά πρωτόγονης Μυκόνου.
Αυτός ο πολύγλωσσος μύωψ με τον χοντρό σκελετό γυαλιών και τα ανοιχτά στο ηλιοκαμένο του στήθος πουκάμισα που έζησε ως σύγχρονος Οδυσσέας φουρτούνες, περιπέτειες, στραπάτσα, ηδονές. Και επιβίωσε αντλώντας εμπειρίες από βιώματα, παθιασμένους έρωτες, διαφορετικές κάθε φορά δουλειές. Εφοπλιστής, χρονογράφος, ραλίστας, συγγραφέας, εκδότης, τηλεοπτικός παρουσιαστής (27 ολόκληρα χρόνια το «Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου»), εκλεγμένος πολιτικός (άλλα 27 χρόνια δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων). Με πέντε γάμους, ισάριθμα διαζύγια και αμέτρητα ειδύλλια με πάμπλουτες καλλονές με εξωτικά ονόματα: Ιρέν, Φλοράνς, Κάλι, Μπαρμπαρά κ.λπ. κ.λπ. Με συναναστροφές της ευρωπαϊκής crème de la crème, πριγκίπισσες, δούκισσες, μαρκησίες, μεγιστάνες βιομηχάνους, πανίσχυρους εφοπλιστές, βαρόνους του χρηματιστηρίου, πετυχημένους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες.
Δείτε το βίντεο: Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου (πολιτιστικά κέντρα, πολιτισμός, καθαριότητα & κακές συνήθειες)
Πότε ζάπλουτος και πότε πτωχευμένος, πότε αυθάδης και πότε ευγενικά απολαυστικός. Αλλοτε με σμόκιν να συχνάζει σε δεξιώσεις, σε κατάφωτα επιβλητικά chateaux και φημισμένα διεθνώς νυχτερινά κέντρα, και άλλοτε ξυπόλυτος με ψαράδικο παντελόνι να παίζει ξερή στο καφενείο του Σκαρόπουλου στον Γιαλό της Μυκόνου υπό το τρεμάμενο φως μιας λάμπας θυέλλης. Ηταν κουμπάρος του Νιάρχου, αλλά έγραφε και στίχους για λαϊκά τραγούδια του Ζαμπέτα.
Ο αενάως καυστικός και θυμωμένος με τους βλάχους, τους κάφρους, τους σκυλάδες, την αντιπαροχή, την ξιπασιά των νεόπλουτων. Αστός με την έννοια του αυθεντικού κατοίκου της πόλης, αλλά παράλληλα κοσμογυρισμένος και ρομαντικός ευζωιστής, ήταν ο ανήσυχος, διψασμένος δοκιμαστής εμπειριών. Στα νιάτα του αδύνατος, ψηλός και αθλητικός, με μουστάκι, τσιγάρο στα χείλη και μια τούφα από τα πλούσια μαλλιά του ριγμένη στο μέτωπο, έπαιζε ζάρια με Μαροκάνους ναύτες με κόκκινα φέσια στο ξενοδοχείo «Le Metropole» της Αλεξάνδρειας. Στην ξέφρενη περίοδό του ριψοκίνδυνος πιλότος αγωνιστικού αυτοκινήτου συμμετέχοντας στο Ράλι του Μόντε Κάρλο, λίγο έλειψε να του καεί όλο το πρόσωπο μετά από ατύχημα διασχίζοντας τους καρόδρομους της τότε Γιουγκοσλαβίας.
Δείτε το βίντεο: Στο σπίτι με τον Ζάχο Χατζηφωτίου
Στην πρώιμη ωριμότητα ξυρισμένος και μυρωδάτος, elegant gentleman και περισσότερο πνευματώδης παρά κυνικός, έζησε από την καλή την dolce vita στο πολυτελές ξενοδοχείο «Delmonico» στην Παρκ Αβενιου της Νέας Υόρκης και διασκέδασε χωρίς πόζα ανάμεσα στην ελίτ πελατεία του «Chez Regine» στο Παρίσι και του «Regine» στο Σεν Τροπέ. Ηταν ο περπατημένος άνθρωπος που τόλμησε θαρραλέα, όντας εν ζωή, να γράψει «Εζησα όπως ήθελα» στην επιγραφή του τάφου του στο Α’ Νεκροταφείο. Αλλά που πάντα θυμόταν το όνομα του μικρού μπιστρό απέναντι στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης όπου σύχναζε στη νιότη του. Λεγόταν «Ici c’ est mieux qu’ en face» (Eδώ είμαστε καλύτερα από απέναντι).
«Eχω φροντίσει τα πάντα όσον αφορά την αναχώρησή μου από αυτόν τον κόσμο, θέλω να μην τρέξει κανείς. Eχω πει στην κόρη μου να μην ασχοληθεί, τα χρήματα θα έρθουν να τη βρουν αυτομάτως. Ο τάφος μου στο Α’ Νεκροταφείο έχει ήδη την επιγραφή “Εζησα όπως ήθελα”».
Οι τρεις τελευταίες λέξεις από τη συγκεκριμένη φράση αντικατοπτρίζουν απόλυτα ίσως τον βίο και την πολιτεία του Ζάχου Χατζηφωτίου, που υπέκυψε προχθές, Παρασκευή, στον πανδαμάτορα χρόνο. Αυτόν που φαινόταν να έχει ηττηθεί από τον τελευταίο bon vivant, τον αιώνιο playboy με τους πέντε γάμους και τα αμέτρητα ειδύλλια, έναν δανδή αλλοτινών χρόνων που δεν υπέκυψε ποτέ σε αυτό που αποκαλούμε «φθηνό» ή «κακόγουστο». Ο Ζάχος που λάτρευε την παλιά κοσμική Αθήνα, αυτή που έτρεμε τη γλαφυρή του πένα και έτρεχε να διαβάσει την περίφημη στήλη «Ο Iακχος» στον «Ταχυδρόμο», δεν μένει πια εδώ.
Εσβησε, πέθανε, έφυγε από τη ζωή; Ο ίδιος μάλλον θα επέλεγε το «Eπεσε η αυλαία» μετά από μια πολύ μεγάλη παράσταση, η οποία διήρκεσε 99 χρόνια γεμάτα από στιγμές, ανατροπές, περιπέτειες, κεφάλαια μικρά ή μεγάλα, γάμους, έρωτες και ειδύλλια γνωστά και άγνωστα. Η ζωή στάθηκε ιδιαίτερα καλή απέναντι σε αυτό τον δανδή που όταν ακούγαμε το όνομά του στα μάτια μας ερχόταν η εικόνα ενός γοητευτικού άνδρα που φορούσε άψογα την ποσέτ στα πολλά tailor made κοστούμια του. Αυτά τον συντρόφευσαν στις αμέτρητες νυχτερινές εξόδους του από την ταβέρνα του Πυθακάκη, όπου σύχναζε με την τότε σύζυγό του Τζένη Καρέζη, τη μία από τις πέντε που γοητεύτηκαν από την αρρενωπότητα του Ζάχου. Αρρενωπότητα που τον ακολούθησε μέχρι το λυκόφως της συναρπαστικής του διαδρομής, η οποία άρχισε να γράφεται σε ένα αριστοκρατικό νεοκλασικό της Πλάκας τον Σεπτέμβριο του 1923, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το κλάμα του.
Από τον πόλεμο στο Παρίσι
Τέκνο εύπορης οικογένειας, ο Ζάχος μεγαλώνει σε ένα όμορφο περιβάλλον, είναι όμως από μικρός ένας ανήσυχος χαρακτήρας που ψάχνεται. Το αγαπημένο του μέρος μέσα στο σπίτι δεν είναι το παιδικό δωμάτιο, αλλά το μεγάλο μπαλκόνι με την απρόσκοπτη θέα σε όλη τη γειτονιά, που δίνει την ευκαιρία στον πιτσιρικά να επιθεωρεί τον μικρόκοσμο και τα προβλήματά του.
«Πέρασα από τα καλύτερα σχολεία της Αθήνας. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια στο Αρσάκειο και αν δεν παντρευόταν θα γινόταν η διευθύντρια. Την είχα, λοιπόν, αποκλειστικά δική μου ως δασκάλα και αυτή είχε μόνο έναν μαθητή, εμένα. Σε νεαρή λοιπόν ηλικία ήξερα όλα τα έργα των αρχαίων κλασικών, συν γαλλικά και αγγλικά», είχε πει στη «Lifo» πέρυσι.
Οι γλώσσες που γνωρίζει θα του χρειαστούν, όπως θα αποδειχτεί στην πορεία, με πρώτα τα αγγλικά, όταν η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο, πρώτα με την Ιταλία και μετά με τη Γερμανία. Το αίμα του 17χρονου Ζάχου βράζει και όταν ανακοινώνει στους γονείς του ότι θα πάει εθελοντής στην Αίγυπτο για να πολεμήσει η μητέρα του προσποιείται ότι λιποθυμάει. Δεν είναι όμως καθόλου πειστική και έτσι ο νεαρός Χατζηφωτίου φτάνει στην Αίγυπτο και μετά από μια μικρή βασική εκπαίδευση ρίχνεται στη φωτιά του πολέμου.
Το κοντέρ αρχίζει να γράφει μάχες. Οκτώ μήνες στην πολιορκία του Τομπρούκ, Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι. Ο νεαρός Ελληνας έρχεται φάτσα με τον θάνατο πολλές φορές, αλλά γλιτώνει, ενώ κλείνει τα μάτια σε αρκετούς συμπολεμιστές του. Γυρίζει στην Ελλάδα το 1945, στα 22 του χρόνια, χωρίς ουσιαστικά να έχει ζήσει τη νεότητα, τα πρώτα ξενύχτια, τα πρώτα μεθυσμένα βράδια και τον έρωτα.
«Το 1945 γυρνώντας ξεκινάω μια μακρά περίοδο κραιπάλης. Μέθυσα το ’45 και ξεμέθυσα το ’50, όταν παντρεύτηκα τη Δανάη Κύρου-Σωσσίδη, κόρη του εκδότη της εφημερίδας “Εστία”», είχε πει στην ίδια συνέντευξη.
Εχει ήδη προλάβει να κάνει τον πρώτο του γάμο στη Βηρυτό, μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν, ο οποίος λήγει όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, χωρίς ούτε και ο ίδιος να φαντάζεται ότι θα επαναλάβει το ίδιο μυστήριο άλλες τέσσερις φορές. Με τη δεύτερη γυναίκα του θα γίνει πατέρας της Μανίτας Χατζηφωτίου, του μοναδικού παιδιού που απέκτησε, όμως ο γάμος με τη μητέρα της δεν θα έχει διάρκεια.
Δουλεύει ήδη στην οικογενειακή επιχείρηση, όμως το 1956 όταν χωρίζει αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι, όπου αναλαμβάνει αντιπρόσωπος του μεγάλου εκδοτικού οίκου εγκυκλοπαιδειών Britannica. Στην Πόλη του Φωτός βγαίνει σχεδόν κάθε βράδυ και ερωτεύεται για μικρά χρονικά διαστήματα, μέχρι την ώρα που γνωρίζει μια γοητευτική πριγκίπισσα από τη Ρουμανία. Ο έρωτας είναι κεραυνοβόλος, όπως και ο γάμος που ακολουθεί, αλλά, όπως είναι γραμμένο στο κισμέτ αυτού του γοητευτικού άνδρα, ούτε αυτός είναι γραφτό να κρατήσει.
Η εισβολή της πένας που κένταγε
Η Τζένη Καρέζη τον γνωρίζει έτσι ξαφνικά και είναι η αιτία του τέταρτου γάμου και του τρίτου διαζυγίου στη μυθιστορηματική διαδρομή του Ζάχου Χατζηφωτίου. Η επιστροφή στην Ελλάδα το 1962 ανοίγει έναν νέο επαγγελματικό δρόμο στον 39χρονο άνδρα με την εστέτ συμπεριφορά, αυτή τη φορά στη ναυτιλία. Με τον εφοπλιστή Γιώργο Κουμάνταρο είναι φίλοι από παιδιά, τότε που πήγαιναν Δημοτικό, και παραμένουν μέχρι το τέλος της ζωής του δεύτερου, ενώ συναντιούνται πολύ συχνά στην Αθήνα, στο Λονδίνο και τη Μύκονο.
Το Νησί των Ανέμων είναι η αγαπημένη του διαφυγή από τη δεκαετία του ’40, όταν εκεί δεν υπήρχε καν ρεύμα, μέχρι τη στιγμή που μεταλλάχθηκε για πρώτη φορά. Στον χώρο της ναυτιλίας παραμένει μέχρι το 1970, χωρίς ίσως να φαντάζεται ότι η δημοσιογραφία και το γράψιμο γενικότερα αρχίζουν σιγά-σιγά να τον φλερτάρουν. Η φίλη του και εκδότρια της εφημερίδας «Καθημερινή» Ελένη Βλάχου, την οποία επισκέπτεται συχνά στο γραφείο της, είναι αυτή που μέσα από ένα γράμμα που της έχει στείλει ανακαλύπτει το χάρισμα του Χατζηφωτίου. Τον προσλαμβάνει ως χρονικογράφο στην εφημερίδα με αμοιβή 1.000 δραχμές για κάθε κείμενο και πολύ γρήγορα η πένα του αρχίζει να συζητιέται.
Δείτε το βίντεο: Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου (Έλληνες και αντιφάσεις με τέχνες, γράμματα & επιτυχίες μας)
Οπλισμένος με έναν ευγενικό σνομπισμό και όταν χρειάζεται έναν σαρκασμό εμποτισμένο με μια αδιόρατη ειρωνεία, κυκλοφορεί με άνεση στα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας. Είναι φίλος με τον Σταύρο Νιάρχο, συναγελάζεται τον Ωνάση, την Αλίκη, τον Ζαμπέτα, τον Δημήτρη Χορν και τη Μελίνα, βγαίνει πολύ και όταν του γίνεται η πρόταση να μεταπηδήσει στον «Ταχυδρόμο» γεννιέται «Ο Ιακχος».
Μια ζωή γενναίος και τζέντλεμαν
Οταν καταγράφει τα κοσμικά δρώμενα της Αθήνας στη νέα του στήλη, γίνεται αυτόματα talk of the town, αφού η πένα του κεντάει πραγματικά. Σε λίγες εβδομάδες όλη η εγχώρια κοσμική φυλή και οι πιο διάσημοι εκπρόσωποι της ελληνικής σόουμπιζ διαβάζουν μετά μανίας τις σελίδες του. Καταλαβαίνει τι συμβαίνει, όταν ηχηρά ονόματα αρχίζουν να του παραπονιούνται ότι δεν τους βάζει, ενώ άλλα για τον τρόπο που τους αναφέρει.
Σε συνέντευξή του είχε πει χρόνια μετά: «Ο “Ιακχος”, η κοσμική στήλη που υπέγραφα ήταν ένας λόγος που αγόραζαν τον “Ταχυδρόμο”. Με παρακαλούσε όλη η Αθήνα να γράφω δυο λόγια γι’ αυτούς. Μεταξύ τους έκαναν διάφορα παράπονα αν δεν τους έβαζα φωτογραφία, όμως σε εμένα προσωπικά δεν τολμούσαν ποτέ. Θυμάμαι ότι έκαναν ουρές έξω από το περιοδικό για να τους βάλω μια φωτογραφία».
Στα χρόνια που ακολουθούν ο Ζάχος γράφει βιβλία, ερωτεύεται, χωρίζει και παραμένει ίδιος, χωρίς να αλλάζει το παραμικρό στην προσωπική του αισθητική και τον τρόπο που βλέπει τη ζωή. Λίγο προτού ξεσπάσει η κρίση πουλάει τα σπίτια του σε Αθήνα και Μύκονο αποφασίζοντας να μείνει στο ενοίκιο, ενώ τα τελευταία χρόνια της μυθικής ζωής του δεν βγαίνει πλέον έξω. Κάποιοι θυμούνται ακόμη τα μεσημεριανά του γεύματα στο «17», όπου είχε πάντα το δικό του συγκεκριμένο τραπέζι, ή δείπνα στο «L’Abreuvoir» και τη «Ράτκα».
Η θητεία του στην τηλεόραση δεν επηρεάζει καθόλου τη mentalite ενός γόνου μεγαλοαστικής οικογένειας και άνδρα παλαιάς κοπής, που όταν χωρίζει αφήνει τα πάντα πίσω του παίρνοντας μόνο τα ρούχα του. Στεναχωριέται πολύ όταν λόγω ηλικίας αναγκάζεται να παραδώσει το δίπλωμά του. Μάλιστα όταν μερικές φορές οδηγεί, καθώς πάντοτε είχε πάθος με τα αυτοκίνητα, και τον σταματούν, δείχνει την άδεια οδήγησης στα τεθωρακισμένα!
Δείγμα και αυτό ενός ανθρώπου που δεν είναι μόνο λάτρης του ωραίου φύλου, κοσμοπολίτης αστός, αλλά και μια γοητευτική περσόνα που με τον ίδιο τρόπο που ασκεί κριτική στους άλλους αυτοσαρκάζεται.
«Τι δηλώνω ως επάγγελμα; Πολιτικός συντάκτης», είχε πει και συνέχισε: «Πολλοί θέλουν να με υποβιβάσουν. Ηθελαν από πολιτικό συντάκτη να με λένε κοσμικογράφο».
Ακόμη και στους τελευταίους μήνες της ζωής του το πνεύμα του παραμένει διαυγές και μπορεί να θυμηθεί τα πάντα, όπως τις νύχτες που πήγαινε στην «Αρζεντίνα», τα μυθικά ξενύχτια στην «Αθηναία», τις βουτιές στην Ψαρού και τα πρωινά με την Ιρέν, την πριγκίπισσά του για λίγα χρόνια, στο Σεν Ζερμέν.
Ο πέμπτος και τελευταίος γάμος του άνδρα που αγάπησε πολύ τις γυναίκες είναι με τη Μις Ελλάς Κατερίνα Παπαδημητρίου, αλλά, όπως και οι υπόλοιποι τέσσερις, δεν κρατά περισσότερο από δυο-τρία χρόνια. Ανθρωπος περήφανος, αντί να κρατά ως νοσταλγικά κειμήλια φωτογραφίες από τους γάμους του, προτιμά να επιδεικνύει τα αριστεία της ανδρείας του, το άστρο της ερήμου για το Τομπρούκ, τον πολεμικό σταυρό από το Ελ Αλαμέιν από την πεντάχρονη θητεία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr