Μάτι - Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες στη δίκη: «Δεν καταλάβαμε τη μητέρα μου, είχε απανθρακωθεί»

Ο Γολγοθάς ενός 88χρονου για να σωθεί - Δεν πήγε στην κηδεία της γυναίκας του γιατί νοσηλευόταν εγκαυματίας

Συγκινητικές στιγμές εκτυλίχθηκαν σήμερα στη δικαστική αίθουσα όπου διεξάγεται η δίκη για το Μάτι όταν η μάρτυρας κ. Καλλιόπη Πολίτη, που βρήκε την μητέρα της απανθρακωμένη, περιέγραφε στο δικαστήριο πώς κατάφερε να σωθεί ο 88χρονος τότε πατέρας της από τις φλόγες, έχοντας όμως υποστεί ήδη σοβαρά εγκαύματα.

«Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει, ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν…», ακούστηκε τότε να λέει κάποιος εκ των κατηγορουμένων, που τότε ήταν στέλεχος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Λίγο αργότερα, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος συνομίλησε με τον 92χρονο σήμερα Χρήστο Πολίτη, ο οποίος βρέθηκε στο δικαστήριο και κατέθεσε αμέσως μετά την κόρη του.


Ειδικότερα, στην κατάθεσή της, η κ. Πολίτη ανέφερε ότι το απόγευμα εκείνης της ημέρας (στις 18:20) είχε δεχθεί τηλεφώνημα από την μητέρα της και λίγο αργότερα μίλησε και με τον πατέρα της, τον οποίο και άκουσε να φωνάζει στην άλλη άκρη της γραμμής: «Βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου…». Όπως είπε η μάρτυρας, ζήτησε από τους γονείς της να φύγουν από το σπίτι. «Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Αυτό στάθηκε μοιραίο. … Είπα στον πατέρα μου να πάει προς τη θάλασσα. Που να ήξερα; Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Σε όλη αυτή τη διαδρομή δεν συνάντησε κανέναν», κατέθεσε.

«Δεν καταλάβαμε τη μητέρα μου, είχε απανθρακωθεί»

Η μάρτυρας ανέφερε πως παρά τις εκκλήσεις της για βοήθεια σε Πυροσβεστική, Αστυνομία, κανείς δεν ανταποκρίνονταν. «Παρακαλούσα να στείλουν κάποιον στη Λ. Μαραθώνος. Μετά κατάλαβα ότι είχαν αδειάσει τα πλοία. Είχε φωτιά και τους άφησαν να κατέβουν», είπε η κ. Πολίτη και συνέχισε: «Βρήκα έναν πυροσβέστη και προσπαθούσα να μου υποδείξει ένα δρόμο να φτάσω σπίτι. Συνάντησα τον αδελφό μου και μέχρι τις 10:00 το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είδα ένα νεκρό κάτω, νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει. Ήταν ένας αστυνομικός που τα είχε παίξει. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί….».

Η μάρτυρας επισήμανε αναφέρθηκε στη συνέχεια στοn Γολγοθά που βίωσαν και άλλοι κάτοικοι έχοντας διαπιστώσει ότι δικοί τους άνθρωποι ήταν νεκροί. «Κανείς δεν ήξερε πού έπρεπε να πάμε τη μητέρα μου. Μέχρι τις 4 το πρωί δεν ήξερε κανείς τι πρέπει να κάνουμε. Αποφασίσαμε να φέρει τη σορό ο αδελφός μου στο «Σισμανόγλειο» που ήταν ο πατέρας μου. Κανείς δεν παραλάμβανε τη σορό. Ένας νοσηλευτής έβαλε υπογραφή», κατέθεσε η κ. Πολίτη για να προσθέσει: «Ήμασταν στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα χαθούν ζωές. …. Όφειλε ο Δήμος να έχει καθαρίσει, όφειλαν να υπάρχουν πυροσβεστικά οχήματα εκεί. Μου έκανε εντύπωσε ότι επί της Μαραθώνος υπήρχε τηλεοπτικό συνεργείο, το σπίτι στο βάθος καιγόταν. Ο δημοσιογράφος έλεγε “καίγονται σπίτια” και κανείς δε σκέφτηκε ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι μέσα».

«Κι εμείς που μείναμε πίσω δεν είμαστε αλώβητοι»


Ακολούθησε η κατάθεσή του 92χρονου πατέρα της μάρτυρα, ο οποίος συγκλόνισε όταν είπε ότι εξαιτίας των εγκαυμάτων που είχε υποστεί και της νοσηλείας του, δεν μπόρεσε ούτε να πάει στην κηδεία της γυναίκας του. «Ήμουν στο σπίτι, ήμουν με τη γυναίκα μου. Είχαμε γυρίσει από το μπάνιο και μάθαμε για πυρκαγιά στην Κινέττα. Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι η φωτιά της Πεντέλης έφτασε στο Βουτζά και μετά από πέντε λεπτά σε εμάς. Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία», είπε ο μάρτυρας εμφανώς συγκινημένος για να προσθέσει: «Αλλά και εμείς που μείναμε πίσω δεν είμαστε αλώβητοι… Ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμένος ο μισός».

Ο κ. Πολίτης συνεχίζοντας ανέφερε: «Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα και άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί, με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ, μπόρεσα να περάσω και βγω. Με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής, με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο, όπου έμεινα τρεις εβδομάδες. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της γυναίκας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από τον μεγάλο πόνο. Δεν χάθηκε και κόσμος για τα υλικά αγαθά αλλά οι άνθρωποι δεν γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν ανύπαρκτο. Έχω παράπονο. Ακόμη και σήμερα το κράτος θα μπορούσε να με βοηθήσει και όχι να μου ζητεί συνέχεια χαρτιά για το σπίτι μου, τα οποία εγώ δεν είμαι σε θέση να βρω. Ευτυχώς δεν είμαι στο δρόμο, έχω τα παιδιά μου….».

«Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου»

Από την πλευρά της η μάρτυρας Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη, η οποία έχασε την 65χρονη μητέρα της στις φλόγες κατέθεσε στο δικαστήριο: «Την ημέρα εκείνη βρισκόμουν στο γραφείο μου. Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και μου είπε ότι είχε πιάσει φωτιά. Ήταν μόνη της στο σπίτι και μου ζήτησε να γυρίσω γιατί ήταν μόνη της. Όταν μπήκα στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά, πυροσβεστικά, σειρήνες. Δεν υπήρχε κινητοποίηση. Ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε: “κλείσε, κλείσε να προλάβω να ντυθώ, να φύγω”. Αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου».

Η μάρτυρας αφού περιέγραψε πως κατάφερε να επιστρέψει στο σπίτι της αναφέρθηκε στις προσπάθειες που κατέβαλλε για να εντοπίσει την μητέρα της. Είπε χαρακτηριστικά: «Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή...Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου. …Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο. Πλησίασα τρέμοντας.... Δεν ήταν στο σπίτι. Φύγαμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου».

Τέλος, στην κατάθεσή του ο κ. Σάββας Παπαϊωάννου, ο οποίος έχασε τον αδελφό του και τη νύφη του στη πυρκαγιά, είπε στο δικαστήριο: «Από την πυρκαγιά έχασε τη ζωή του ο αδελφός μου και η σύζυγος του. Είχε κινητικά προβλήματα. Δεν είχε καμία βοήθεια για τη διαφυγή του. Η κόρη του σώθηκε γιατί της είπε η μητέρα της να τρέξει. Η μητέρας της έμεινε πίσω για να βοηθήσει τον αδελφό μου. Ο αδελφός μου έχασε τη ζωή του αμέσως. Η σύζυγός του 20 μέρες μετά, επειδή είχε εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο το σώμα και προδόθηκε από την καρδιά. Δεν υπήρχε ενημέρωση για εκκένωση ώστε να μπορέσει ο κόσμος να διαφύγει. Υπήρχε η πυρκαγιά στην Κινέττα. Δόθηκε εντολή να φύγουν εναέρια για εκεί και η ανατολική πλευρά της Αττικής έμεινε εύθραυστη και ανοχύρωτη. Ήταν κομβικό λάθος. Γι’ αυτό η φωτιά στο Μάτι πήρε αυτήν την τροπή και κατάληξη. Οι φορείς δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση ως έπρεπε».

Η δίκη θα συνεχιστεί την ερχόμενη Τρίτη.




Ειδήσεις σήμερα:

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr