Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο της «Ελένης» με τα μάτια του Γκατζογιάννη
30.12.2022
06:47
Ο δημοσιογράφος που με το πρώτο του βιβλίο αναζωπύρωσε τον εμφυλιακό διχασμό επανέρχεται με μια συλλογή άρθρων: από τη χούντα και το Πολυτεχνείο μέχρι τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και τον Αλέξη Τσίπρα
Συνειρμικά ταυτισμένο με την «Ελένη» θα παραμείνει, πιθανότατα για πάντα, το όνομα του Νίκου Γκατζογιάννη - ασχέτως εάν επανέρχεται στην τρέχουσα επικαιρότητα εξ αφορμής του τελευταίου βιβλίου του, υπό τον τίτλο «Αποστολές από την πατρίδα» (εκδ. Καστανιώτη). Πρόκειται για μια συλλογή άρθρων του Γκατζογιάννη, δημοσιευμένων κατά το πλείστον στους «New York Times» και σε άλλα, αντίστοιχου βεληνεκούς και κύρους έντυπα ΜΜΕ, σε μια περίοδο που εκτείνεται από το 1969 έως το 2022.
Η θεματολογία του συγκεκριμένου απανθίσματος, σταχυολογημένη μέσα από μια αρθρογραφία μισού και πλέον αιώνα, απηχεί κάποια από τα ποικίλα ενδιαφέροντα του συγγραφέα: ξεκινά από τους αστούς πολιτικούς τους οποίους η χούντα των συνταγματαρχών εκτόπιζε στα νησιά της άγονης γραμμής, περνά στο Πολυτεχνείο και την ανατροπή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου από έναν στενό συνεργό του, τον Δημήτρη Ιωαννίδη, παρακολουθεί τις ενδοοικογενειακές ίντριγκες της δυναστείας Ωνάση, εξηγώντας γιατί η αληθινή περιουσία της Αθηνάς είναι ένα κλάσμα του σχετικού μύθου, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τη σημασία των αρχαιολογικών ανακαλύψεων από τον Μανόλη Ανδρόνικο στη Βεργίνα, μεταξύ αρκετών άλλων θεμάτων.
Οπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη», οι παράδοξες συνήθειες του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου ή ακόμη και το προφίλ του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, το σταθερό σημείο αναφοράς, ως ένα νήμα που διατρέχει τα άρθρα του Γκατζογιάννη σχεδόν από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του βιβλίου «Αποστολές από την πατρίδα», είναι ακριβώς αυτή η πατρίδα. Χωρίς υπερβολικές κορόνες και, κυρίως, χωρίς να παραστρατεί προς τη γραφικότητα, ο ίδιος φιλοτεχνεί πορτρέτα της Ελλάδας υψηλής αισθητικής και πρωτοτυπίας που απευθύνονται κατά πρώτον στο αμερικανικό και, γενικότερα, το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Ως πολύπειρος δημοσιογράφος και ικανός συγγραφέας, προβάλλει την Ελλάδα συστηματικά, αλλά την ίδια στιγμή αποφεύγει συνήθη ατοπήματα σε κείμενα τέτοιου είδους, όπως η φολκλορικού τύπου εξιδανίκευση της χώρας.
Επίσης, σε ό,τι τον αφορά προσωπικά, ο Γκατζογιάννης δεν αναμασά την εμφυλιακή φιλολογία και δεν απομυζά περαιτέρω την «Ελένη», το magnum opus του, χάρη στο οποίο άλλωστε έγινε παγκοσμίως διάσημος - και μάλλον σημαντικά πλουσιότερος. Αντί γι’ αυτό, προτιμά το ευθύβολο, τολμηρό πολιτικό σχόλιο, αλλά προβεβλημένο στο φόντο της Ιστορίας, όπως κάνει χαρακτηριστικά στο κείμενο με τίτλο «Ο υπέρμαχος της οργής των Ελλήνων», ένα άρθρο που πρωτοδημοσιεύτηκε στους «Times» της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 2012, στο οποίο γράφει ότι «σε όλη την Ιστορία τους οι Ελληνες, σε καιρούς κρίσης, έσπευδαν να αγκαλιάσουν χαρισματικούς δημαγωγούς σαν τα λέμινγκ που πέφτουν στη θάλασσα.
Μετά τον θάνατο του Περικλή, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αθηναίοι επείσθησαν από τον λαοπλάνο ανιψιό του, τον Αλκιβιάδη, 35 ετών τότε, να σπαταλήσουν τους περισσότερους από τους στρατιωτικούς πόρους που τους είχαν μείνει σε μια καταστροφική εκστρατεία στη Σικελία. Παρά τις τρομερές απώλειες που υπέστησαν σ’ εκείνη την πανωλεθρία, ακόμα και όταν τους πρόδωσε τόσο στους Σπαρτιάτες όσο και στους Πέρσες, ξαναδέχθηκαν τον Αλκιβιάδη στους κόλπους τους άλλες δύο φορές.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο δυναμικός 43χρονος αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, αντιπαρήλθε το παράδειγμα των σοφότερων κομμουνιστών ηγετών, όπως του Παλμίρο Τολιάτι στην Ιταλία, που εμπόδισε τους οπαδούς του να εξεγερθούν ενόπλως ακόμα και μετά από απόπειρα κατά της ζωής του. Τώρα (σ.σ.: το 2012), ο νέος γητευτής της Ελλάδας είναι ο Αλέξης Τσίπρας, 37 ετών, ο αριστερός δημεγέρτης με το οξύ πολιτικό ένστικτο και τις λιγοστές αναστολές, που οδήγησε τον ριζοσπαστικό αριστερό συνασπισμό του, τον ΣΥΡΙΖΑ, στη δεύτερη θέση στις εκλογές της 6ης Μαΐου».
Από τον Λια στη Μασαχουσέτη
Είναι σαφές ότι δεν θα αναπτυχθεί ποτέ φιλία ανάμεσα στην Αριστερά και τον Νίκο Γκατζογιάννη, καθώς εκείνος παραμένει πεπεισμένος ότι ο Εμφύλιος ήταν ένας αναίτιος, «κτηνώδης», όπως τον χαρακτηρίζει, πόλεμος τον οποίο υποκίνησε ο Νίκος Ζαχαριάδης, τότε ηγέτης του ΚΚΕ. Σε αυτή την ολέθρια σύγκρουση, ο Γκατζογιάννης έχασε τη μητέρα του και είδε την οικογένειά του να διαλύεται, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ευσύνοπτη εργοβιογραφία του η οποία παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου «Αποστολές από την πατρίδα», γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1939 στον Λια, ένα μικρό ορεινό χωριό της Βορειοδυτικής Ηπείρου, στη Θεσπρωτία. Μεγάλωσε με τη μητέρα του Ελένη και τις τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές, ενώ ο πατέρας του Χρήστος, γεννημένος το 1891, είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από το 1910, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Κατόπιν, το 1948 και μεσούντος του Εμφυλίου, η μητέρα του, αρνούμενη να παραδώσει τα παιδιά της στις τοπικές αρχές, τα φυγάδευσε με επιτυχία προς μια περιοχή η οποία ελεγχόταν από τον τακτικό στρατό.
Η θεματολογία του συγκεκριμένου απανθίσματος, σταχυολογημένη μέσα από μια αρθρογραφία μισού και πλέον αιώνα, απηχεί κάποια από τα ποικίλα ενδιαφέροντα του συγγραφέα: ξεκινά από τους αστούς πολιτικούς τους οποίους η χούντα των συνταγματαρχών εκτόπιζε στα νησιά της άγονης γραμμής, περνά στο Πολυτεχνείο και την ανατροπή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου από έναν στενό συνεργό του, τον Δημήτρη Ιωαννίδη, παρακολουθεί τις ενδοοικογενειακές ίντριγκες της δυναστείας Ωνάση, εξηγώντας γιατί η αληθινή περιουσία της Αθηνάς είναι ένα κλάσμα του σχετικού μύθου, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τη σημασία των αρχαιολογικών ανακαλύψεων από τον Μανόλη Ανδρόνικο στη Βεργίνα, μεταξύ αρκετών άλλων θεμάτων.
Οπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη», οι παράδοξες συνήθειες του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου ή ακόμη και το προφίλ του Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, το σταθερό σημείο αναφοράς, ως ένα νήμα που διατρέχει τα άρθρα του Γκατζογιάννη σχεδόν από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του βιβλίου «Αποστολές από την πατρίδα», είναι ακριβώς αυτή η πατρίδα. Χωρίς υπερβολικές κορόνες και, κυρίως, χωρίς να παραστρατεί προς τη γραφικότητα, ο ίδιος φιλοτεχνεί πορτρέτα της Ελλάδας υψηλής αισθητικής και πρωτοτυπίας που απευθύνονται κατά πρώτον στο αμερικανικό και, γενικότερα, το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Ως πολύπειρος δημοσιογράφος και ικανός συγγραφέας, προβάλλει την Ελλάδα συστηματικά, αλλά την ίδια στιγμή αποφεύγει συνήθη ατοπήματα σε κείμενα τέτοιου είδους, όπως η φολκλορικού τύπου εξιδανίκευση της χώρας.
Επίσης, σε ό,τι τον αφορά προσωπικά, ο Γκατζογιάννης δεν αναμασά την εμφυλιακή φιλολογία και δεν απομυζά περαιτέρω την «Ελένη», το magnum opus του, χάρη στο οποίο άλλωστε έγινε παγκοσμίως διάσημος - και μάλλον σημαντικά πλουσιότερος. Αντί γι’ αυτό, προτιμά το ευθύβολο, τολμηρό πολιτικό σχόλιο, αλλά προβεβλημένο στο φόντο της Ιστορίας, όπως κάνει χαρακτηριστικά στο κείμενο με τίτλο «Ο υπέρμαχος της οργής των Ελλήνων», ένα άρθρο που πρωτοδημοσιεύτηκε στους «Times» της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 2012, στο οποίο γράφει ότι «σε όλη την Ιστορία τους οι Ελληνες, σε καιρούς κρίσης, έσπευδαν να αγκαλιάσουν χαρισματικούς δημαγωγούς σαν τα λέμινγκ που πέφτουν στη θάλασσα.
Μετά τον θάνατο του Περικλή, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αθηναίοι επείσθησαν από τον λαοπλάνο ανιψιό του, τον Αλκιβιάδη, 35 ετών τότε, να σπαταλήσουν τους περισσότερους από τους στρατιωτικούς πόρους που τους είχαν μείνει σε μια καταστροφική εκστρατεία στη Σικελία. Παρά τις τρομερές απώλειες που υπέστησαν σ’ εκείνη την πανωλεθρία, ακόμα και όταν τους πρόδωσε τόσο στους Σπαρτιάτες όσο και στους Πέρσες, ξαναδέχθηκαν τον Αλκιβιάδη στους κόλπους τους άλλες δύο φορές.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο δυναμικός 43χρονος αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, αντιπαρήλθε το παράδειγμα των σοφότερων κομμουνιστών ηγετών, όπως του Παλμίρο Τολιάτι στην Ιταλία, που εμπόδισε τους οπαδούς του να εξεγερθούν ενόπλως ακόμα και μετά από απόπειρα κατά της ζωής του. Τώρα (σ.σ.: το 2012), ο νέος γητευτής της Ελλάδας είναι ο Αλέξης Τσίπρας, 37 ετών, ο αριστερός δημεγέρτης με το οξύ πολιτικό ένστικτο και τις λιγοστές αναστολές, που οδήγησε τον ριζοσπαστικό αριστερό συνασπισμό του, τον ΣΥΡΙΖΑ, στη δεύτερη θέση στις εκλογές της 6ης Μαΐου».
Από τον Λια στη Μασαχουσέτη
Είναι σαφές ότι δεν θα αναπτυχθεί ποτέ φιλία ανάμεσα στην Αριστερά και τον Νίκο Γκατζογιάννη, καθώς εκείνος παραμένει πεπεισμένος ότι ο Εμφύλιος ήταν ένας αναίτιος, «κτηνώδης», όπως τον χαρακτηρίζει, πόλεμος τον οποίο υποκίνησε ο Νίκος Ζαχαριάδης, τότε ηγέτης του ΚΚΕ. Σε αυτή την ολέθρια σύγκρουση, ο Γκατζογιάννης έχασε τη μητέρα του και είδε την οικογένειά του να διαλύεται, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ευσύνοπτη εργοβιογραφία του η οποία παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου «Αποστολές από την πατρίδα», γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1939 στον Λια, ένα μικρό ορεινό χωριό της Βορειοδυτικής Ηπείρου, στη Θεσπρωτία. Μεγάλωσε με τη μητέρα του Ελένη και τις τέσσερις μεγαλύτερες αδελφές, ενώ ο πατέρας του Χρήστος, γεννημένος το 1891, είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από το 1910, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Κατόπιν, το 1948 και μεσούντος του Εμφυλίου, η μητέρα του, αρνούμενη να παραδώσει τα παιδιά της στις τοπικές αρχές, τα φυγάδευσε με επιτυχία προς μια περιοχή η οποία ελεγχόταν από τον τακτικό στρατό.
Για την πράξη της αυτή η Ελένη συνελήφθη από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), βασανίστηκε, δικάστηκε δημόσια και τελικά εκτελέστηκε τον Αύγουστο του ’48 σε μια ρεματιά μαζί με άλλους 12 συγχωριανούς της από τον Λια. Η αδελφή του Νίκου, η Γλυκερία, στα 15 της χρόνια στρατολογήθηκε βίαια στο αντάρτικο και κατέληξε στο Βίτσι. Ακολούθως, την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου 1949, ο Νίκος μαζί με τις τρεις αδελφές του, την Ολγα, την Αλεξάνδρα (Κάντα) και τη Φωτεινή, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Αμερική, διά θαλάσσης.
Μετά από πλου τριών εβδομάδων, τα τέσσερα παιδιά της Ελένης συνάντησαν τον πατέρα τους στο λιμάνι της Μασαχουσέτης και ύστερα από ακόμη έναν χρόνο στην Αμερική έφτασε και η τέταρτη θυγατέρα, η Γλυκερία. Εν τω μεταξύ, ο Νίκος και η Φωτεινή γράφτηκαν σε αμερικανικό σχολείο, όπου πολύ γρήγορα εκείνος ξεχώρισε για την κλίση του προς τον γραπτό λόγο και τη δημοσιογραφία.
Μεγαλώνοντας ο Γκατζογιάννης έκανε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στο αγαπημένο του αντικείμενο και, το 1964, αφού αποφοίτησε από το φημισμένο Κολούμπια, ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος. Συνέταξε τα πρώτα άρθρα του για λογαριασμό του πρακτορείου ειδήσεων Associated Press, της εφημερίδας «Wall Street Journal» κ.ά.
Από το 1964 και εξής, αφοσιώθηκε στην έρευνα και δημοσίευσε σειρά αποκαλυπτικών άρθρων γύρω από τους μηχανισμούς και τη μεθοδολογία του οργανωμένου εγκλήματος στη Μεγάλη Βρετανία. Με διαβατήριο λοιπόν αυτά τα κείμενα, οι πόρτες των «New York Times» άνοιξαν διάπλατα. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «έγραψα για διεφθαρμένους πολιτικούς, για αργυρώνητους δικαστές, για εμπόρους ναρκωτικών και αρχιμαφιόζους. Κατά καιρούς κλήθηκα να καταθέσω ενόρκως, μια φορά και από τον αντιπρόεδρο Σπύρο Αγκνιου, αλλά οι μαρτυρίες μου υπήρξαν πάντοτε πολύ καλά τεκμηριωμένες, ώστε κανείς δεν τόλμησε να με εγκαλέσει».
Στη διάρκεια των επόμενων ετών θα αναδεικνυόταν σε αυθεντία σε σχέση με τη Μαφία, γνώσεις που αξιοποίησε στη συγγραφή εμβριθών μελετών επί του θέματος υπό μορφή βιβλίων και άρθρων, αλλά και στον κινηματογράφο: Υπήρξε συμπαραγωγός στο τρίτο μέρος του «Νονού» και συνεργάτης του Μάριο Πούτσο στη συγγραφή του σεναρίου για την εμβληματική σειρά ταινιών του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ομως, ήδη από το 1977 κατείχε τη θέση του επικεφαλής στο γραφείο ανταποκριτών των «New York Times» στην Αθήνα, καλύπτοντας επί τριετία τις ταραχές στην Τουρκία, στον Λίβανο, στο Αφγανιστάν και το Ιράν.
Για τη δημοσιογραφική του έρευνα προτάθηκε 6 φορές για Πούλιτζερ και τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, όπως όμως υπογραμμίζει ο ίδιος, «το 1977 έπεισα τους προϊσταμένους μου να με στείλουν στην Αθήνα ως ανταποκριτή των “Times” της Νέας Υόρκης στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκλίνανε πια οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να αφιερώσω όλη μου την ενεργητικότητα στη διερεύνηση της ιστορίας της μάνας μου». Και από το 1980, όταν και διέκοψε αυτοβούλως τη συνεργασία με τους NYT, ο Γκατζογιάννης ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι στο παρελθόν, το οποίο θα κατέληγε στη συγγραφή της «Ελένης».
Ο σάλος για την «Ελένη»
Το πιο διάσημο και εμπορικά επιτυχημένο έργο του, με πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων σε όλο τον κόσμο, οδηγεί τη μνήμη όχι μόνο προς την εμφυλιακή τραγωδία αυτή καθαυτή, αλλά και στον διαρκή απόηχό της. Πριν από 40 χρόνια, στην αρχή της δεκαετίας του ’80 και εξαιτίας της «Ελένης» ο Γκατζογιάννης αποτελούσε κόκκινο πανί για την εγχώρια Αριστερά - όλων των αποχρώσεων, από το «ορθόδοξο» ΚΚΕ έως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τότε δοκιμαζόταν για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας.
Σήμερα, στο τέλος του 2022, θεωρείται ένας εξέχων Ελληνας της Διασποράς και το έργο του, είτε αφορά την πρωτότυπη ερευνητική δημοσιογραφία είτε τα βιβλία του (για τη μαφία, τη Μαρία Κάλλας κ.λπ.), απολαύει σεβασμού και αναγνώρισης. Ωστόσο δεν ήταν πάντοτε έτσι. Το 1983, όταν η «Ελένη» μεταφράστηκε από τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κοτζιά και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ελάχιστοι από τους προσκεκλημένους δημοσιογράφους παρέστησαν στη συνέντευξη Τύπου. Κι ενώ η «Ελένη» αναδεικνυόταν σε best seller διεθνώς, μεταφραζόταν σε 32 γλώσσες και έδρεπε σημαντικές διακρίσεις, ο Νίκος Γκατζογιάννης αντιμετωπιζόταν σαν ανεπιθύμητος στην πατρίδα του.
Σαν «εχθρός του λαού», προπαγανδιστής της Δεξιάς, ακόμη και ανθέλληνας. Επί ματαίω τόνιζε στο σημείωμα του συγγραφέα, στις τελευταίες σελίδες της έντυπης «Ελένης», ότι «ο κόσμος όπου έζησε και πέθανε η Ελένη αναπλάστηκε στο βιβλίο αυτό όχι μόνο από τις δικές μου αναμνήσεις και των αδερφάδων μου, αλλά και από τις θύμησες πάμπολλων ανθρώπων που ζουν τώρα σκορπισμένοι σε καμιά δεκαριά χώρες. Ολα τα ονόματα, οι τόποι και οι ημερομηνίες είναι πραγματικά. Κάθε περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο και που δεν το είδα με τα μάτια μου, το έχουν περιγράψει σε μένα τουλάχιστον δύο μάρτυρες με τους οποίους μίλησα χωριστά. Ολες οι συνομιλίες έχουν μαγνητοφωνηθεί» κ.λπ.
Ο Γκατζογιάννης θέλησε να διεκτραγωδήσει τα βασανιστήρια που υπέστη η μητέρα του, η θρυλική Ελένη, από τους αντάρτες του ΔΣΕ, την καταδίκη της σε θάνατο από το «λαϊκό δικαστήριο» και εντέλει την εκτέλεσή της τον Αύγουστο του 1948. Το πόνημά του μπορεί να ήταν εξαντλητικά τεκμηριωμένο από δημοσιογραφικής και ιστορικής άποψης, αλλά βρισκόταν σε μετωπική αντίθεση με την αριστερότροπη ανάγνωση των εμφυλιακών γεγονότων. Η χρονική σύμπτωση, το λεγόμενο timing, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ατυχής για την «Ελένη» απ’ ό,τι στην αρχή των 80s.
Διότι σήμερα μπορεί να φαντάζει αδιανόητο, αλλά το 1985 το ΚΚΕ έφτασε να διοργανώνει μαχητικές διαδηλώσεις ενάντια στην προβολή της κινηματογραφικής «Ελένης». Η χολιγουντιανή ταινία -και μάλιστα με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς- είχε βασιστεί στο ομώνυμο βιβλίο. Το ΚΚΕ, εξοργισμένο από την εις βάρος του άποψη που πρόβαλε ο Γκατζογιάννης για τον Εμφύλιο, πρακτικά κατόρθωσε να επιβάλει τη δική του εκδοχή της λογοκρισίας. Οι αιθουσάρχες έπαψαν άρον άρον να φιλοξενούν προβολές της «Ελένης», υπό τον φόβο βίαιων επεισοδίων και βανδαλισμών από τους ακραίους, τους φανατισμένους ζηλωτές της κομμουνιστικής Αριστεράς και της δικής της αλήθειας για τον Εμφύλιο.
Ούτως ή άλλως, όμως, μια αναπαράσταση της αιματηρής, εξαιρετικά επώδυνης περιπέτειας του Εμφυλίου, όπως αυτή που επιχειρούσε ο Γκατζογιάννης με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, ήταν εκτός της ιδεολογικής τάσης εκείνης της περιόδου. Και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι οι συνδικαλιστές μεταξύ των εργαζομένων στα κινηματογραφικά συνεργεία που είχαν προσλάβει επιτόπου οι παραγωγοί της «Ελένης» μποϊκόταραν τα γυρίσματα. Ετσι, η ταινία δεν έμελλε να γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα, όπως επιθυμούσαν οι δημιουργοί της. Αντί για την Ηπειρο και τον Λια Θεσπρωτίας, το χωριό της οικογένειας Γκατζογιάννη, η αρχέτυπη Ελληνίδα «Ελένη» αναγκάστηκε να δανειστεί τοπία από την Ισπανία.
Στη δίνη του κυκλώνα
Από το 1983 με την έντυπη και με αποκορύφωμα το 1985 με την κινηματογραφική «Ελένη», το ΚΚΕ και η ΚΝΕ έπνεαν μένεα κατά του Νίκου Γκατζογιάννη. Οι βασικοί και πιο ισχυροί σχηματισμοί της κομμουνιστικής Αριστεράς κήρυξαν πόλεμο κατά της «Ελένης» και δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν αν δεν βεβαιώνονταν ότι τουλάχιστον η ταινία δεν θα προβαλλόταν ποτέ στην Ελλάδα. Σε ανακοίνωσή της που δημοσιεύτηκε σε ημερήσια εφημερίδα εκτός «Ριζοσπάστη», η ΚΝΕ επιτέθηκε με βαρύτατους, σκαιούς χαρακτηρισμούς στον Νίκο Γκατζογιάννη. Σύμφωνα με την ΚΝΕ: «αυτός ο Νικ. Γκαίητζ είχε επαφές στη διάρκεια της 7χρονης δικτατορίας με τον Ιωαννίδη, δέχεται τα συγχαρητήρια του Ρόναλντ Ρήγκαν μετά την ειδική προβολή της ταινίας του στο Λευκό Οίκο. Το βιβλίο του “Ελένη” μοιράζεται δωρεάν στις αμερικανικές βάσεις και αποτελεί ιδεολογικό βοήθημα της φασιστικής ΕΠΕΝ» κ.λπ. Επίσης, η ΚΝΕ το 1985 κατηγορούσε την «Ελένη» ότι «προσβάλλει τα όνειρα και τους αγώνες του λαού και της νεολαίας» και ότι «προπαγανδίζει την αμερικανική άποψη για την ελληνική Ιστορία και ιδιαίτερα τον Εμφύλιο πόλεμο».
Εκ των πραγμάτων, ο Γκατζογιάννης κατέστη ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος συγγραφέας για τα ελληνικά δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου. Η «Ελένη» αναζωπύρωσε τον εμφυλιακό διχασμό με έναν αναπάντεχα σαρωτικό τρόπο και έγινε αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων και σκληρών αντιπαραθέσεων στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα. Το ίδιο το βιβλίο είναι υποδειγματικά γραμμένο, βάσει των προδιαγραφών ενός χρονικού, απολύτως μη μυθοπλαστικού, το οποίο όμως περιέχει επεισόδια που, ενώ συνέβησαν πραγματικά (σύμφωνα πάντα με τα τεκμήρια του Γκατζογιάννη), προξενούν έντονη δυσπιστία. Η φρίκη του Εμφυλίου, οι απέραντες κακουχίες της Ελένης και των παιδιών της, καθώς ξεπερνούν ακόμη και τη φαντασία, θέτουν διαρκώς τον αναγνώστη προ δύσκολων διλημμάτων για το πόση βία, πόσο πόνο μπορεί να αντέξει διαβάζοντας τις περιγραφές των βασανιστηρίων που υπέστη η Ελένη, τα παιδιά και οι συγχωριανοί της.
Ενδεικτικό της έκρηξης μεγατόνων που σημειώθηκε στα πολιτικά ήθη των 80s είναι το γεγονός ότι εντός ενός πολύ μικρού διαστήματος μετά την κυκλοφορία της «Ελένης» στα ελληνικά, εκδόθηκε ένα ολόκληρο, ξεχωριστό βιβλίο, εν είδει απάντησης/διάψευσης σε εκείνο του Νίκου Γκατζογιάννη. «Η άλλη Ελένη» του δημοσιογράφου Βασίλη Καββαθά δεν φέρει χρονολογία έκδοσης, είναι όμως βέβαιο ότι κυκλοφόρησε γύρω στο 1983. Τότε, μόλις δύο χρόνια μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τα πάθη του Εμφυλίου αναθερμαίνονταν και απασχολούσαν την επικαιρότητα τακτικά - αν όχι σχεδόν καθημερινά.
Οι εφημερίδες της εποχής, είτε όσες αυτοπροσδιορίζονταν στον κεντρώο - συντηρητικό χώρο είτε όσες έτειναν προς την Αριστερά, δημοσίευαν απομνημονεύματα πρωταγωνιστών του Εμφυλίου, απόρρητα έγγραφα, ημερολόγια, επιστολές, συνεντεύξεις πρώην καπεταναίων, στρατηγών κ.ο.κ. Ωστόσο, στην «Αλλη Ελένη», την οποία ο συγγραφέας της χαρακτήριζε «αντι-έρευνα», πέραν του περιεχομένου που υποτίθεται πως αντικρούει τον Γκατζογιάννη ή, αν μη τι άλλο, συμπληρώνει την εικόνα για τα γεγονότα του Εμφυλίου, προτάσσεται ένα προλογικό σημείωμα, που το υπέγραφε ο συγγραφέας και ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο οποίος βάλλει κατά ριπάς εναντίον του Νίκου Γκατζογιάννη: «Με έναν σύγχρονο αντικομμουνισμό έχει περάσει μέσα στο βιβλίο αυτό η χειρότερη αμερικανική σκέψη.
Η “Ελένη” του Γκατζογιάννη είναι γραμμένη έτσι ώστε να μας δείχνει ανίκανους να κάνουμε κουμάντο στον τόπο μας. Είναι σαν να μας λέει “δεν είστε άξιοι να αυτοκυβερνηθείτε. Θέλετε καθοδήγηση. Θέλετε προστάτη. Αν δε συμφωνήσετε, θα σας σβήσουμε από το χάρτη”».
Πιστός στην Ελλάδα
Στον εκτός ορίων παροξυσμό των επικριτών του, ο Γκατζογιάννης απέφευγε συστηματικά να απαντήσει. Η δική του προτεραιότητα δεν ήταν να αναμειχθεί στην εγχώρια πολιτική, ούτε καν ως περιστασιακός αρθρογράφος. Η ενασχόλησή του με τα πολιτικά μοιάζει να εντάσσεται στην ευρύτερη, πάγια έγνοια του για την Ελλάδα, τη γη των προγόνων του, την οποία δεν έχει διστάσει να υπερασπιστεί επανειλημμένως ενώπιον του παγκόσμιου κοινού, κόντρα στο κύμα των προκαταλήψεων και της δυσφήμισης σχετικά με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 στην Αθήνα.
Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, φερ’ ειπείν, όπως αναφέρει και στο βιβλίο «Αποστολές από την πατρίδα», έγραφε «αξίζει να θυμόμαστε ότι η Αθήνα θα προσφέρει κάτι που δεν έχει δώσει ποτέ καμία άλλη πόλη, αυτό που ο Λόρενς Ντάρελ αποκάλεσε “πνεύμα του τόπου”. Το να έχεις έναν μαραθώνιο που θα καλύπτει την ίδια διαδρομή που έκανε ο Φειδιππίδης το 490 π.Χ. για να φέρει στους Αθηναίους την είδηση της νίκης επί των Περσών, το να έχεις αθλητές που θα πετούν τον δίσκο και το ακόντιο στη σκιά της Ακρόπολης, το να έχεις άνδρες και γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο που θα συναγωνίζονται εκεί που γεννήθηκε η δημοκρατία, θα προσφέρει μερικές από τις πιο συγκινητικές και αλησμόνητες στιγμές που θα έχουν ζήσει ποτέ οι θεατές των Ολυμπιακών Αγώνων».
Με μια μεγαλύτερη δόση λυρισμού, σε κάποιο άλλο από τα κείμενα του ίδιου βιβλίου ο Γκατζογιάννης εξυμνεί την Ελλάδα ως εξής: «Το χώμα της Ελλάδας είναι τραχύ, στεγνό και αφιλόξενο, όλο πέτρες και κοντά πεύκα που αγκαλιάζουν τους γκρεμούς. Ομως, καμία άλλη γη δεν θα μπορούσε να έχει γεννήσει τέτοιον λαό, και αυτή η γη δεν θα μπορούσε να γεννήσει τίποτ’ άλλο». Και, μερικές παραγράφους παρακάτω ο Γκατζογιάννης εξηγεί πως «το τοπίο μπορεί να αναλυθεί σε τρία στοιχεία: νερό, γη και φως. Ολα έχουν σχεδόν μυστηριακή σημασία.
Πάρτε το νερό. Χτυπήστε την πόρτα της πιο φτωχικής καλύβας στην πιο μακρινή επαρχία της Ελλάδας. Ο νοικοκύρης της, πριν σας ρωτήσει το όνομά σας, θα σας προσφέρει ένα ποτήρι νερό με συνοδεία ένα παραδοσιακό γλυκό. Από ένα ποτήρι ως τη θάλασσα, το νερό όριζε σε ολόκληρη την ιστορία τους τον χαρακτήρα της ζωής των Ελλήνων. Ο Ελληνας ποτέ δεν απέχει πάνω από μιας μέρας δρόμο με τα πόδια από τη θέα της θάλασσας. Από τη θάλασσα ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι και από τη θάλασσα έφευγαν οι νησιώτες για να κάνουν την τύχη τους επειδή η γη τους δεν μπορούσε να τους θρέψει».
Παρ’ όλα αυτά, όποιος έχει διαβάσει την «Ελένη» ή έχει παρακολουθήσει την ομότιτλη ταινία, γνωρίζει καλά ότι το κίνητρο του συγγραφέα και αφηγητή δεν είναι απλώς να εντοπίσει εκείνον που καταδίκασε τη μητέρα του σε θάνατο. Ο Γκατζογιάννης ξεκίνησε να βρει τον δικαστή/δήμιο για να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια.
Το βιβλίο τελειώνει με τον εσωτερικό μονόλογο του αόρατου αφηγητή, διά του οποίου προσπαθεί να εξηγήσει στον εαυτό του γιατί τελικά δεν δολοφόνησε εν ψυχρώ αυτόν που, όπως πίστευε, του είχε καταστρέψει τη ζωή. Ισως όμως η αληθινή εξήγηση γι’ αυτή την απόφαση να μη βρίσκεται στο τέλος, αλλά στην προμετωπίδα, σε μία από τις πρώτες σελίδες της «Ελένης». Εκεί όπου ο συγγραφέας αποκαλύπτεται κρυπτόμενος, πίσω από τις λέξεις κάποιου άλλου, εν προκειμένω του Γάλλου συγγραφέα, πολιτικού και διανοητή Αντρέ Μαλρό: «Στον δρόμο της εκδίκησης ανακαλύπτεις τη ζωή».
Μετά από πλου τριών εβδομάδων, τα τέσσερα παιδιά της Ελένης συνάντησαν τον πατέρα τους στο λιμάνι της Μασαχουσέτης και ύστερα από ακόμη έναν χρόνο στην Αμερική έφτασε και η τέταρτη θυγατέρα, η Γλυκερία. Εν τω μεταξύ, ο Νίκος και η Φωτεινή γράφτηκαν σε αμερικανικό σχολείο, όπου πολύ γρήγορα εκείνος ξεχώρισε για την κλίση του προς τον γραπτό λόγο και τη δημοσιογραφία.
Μεγαλώνοντας ο Γκατζογιάννης έκανε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στο αγαπημένο του αντικείμενο και, το 1964, αφού αποφοίτησε από το φημισμένο Κολούμπια, ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος. Συνέταξε τα πρώτα άρθρα του για λογαριασμό του πρακτορείου ειδήσεων Associated Press, της εφημερίδας «Wall Street Journal» κ.ά.
Από το 1964 και εξής, αφοσιώθηκε στην έρευνα και δημοσίευσε σειρά αποκαλυπτικών άρθρων γύρω από τους μηχανισμούς και τη μεθοδολογία του οργανωμένου εγκλήματος στη Μεγάλη Βρετανία. Με διαβατήριο λοιπόν αυτά τα κείμενα, οι πόρτες των «New York Times» άνοιξαν διάπλατα. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «έγραψα για διεφθαρμένους πολιτικούς, για αργυρώνητους δικαστές, για εμπόρους ναρκωτικών και αρχιμαφιόζους. Κατά καιρούς κλήθηκα να καταθέσω ενόρκως, μια φορά και από τον αντιπρόεδρο Σπύρο Αγκνιου, αλλά οι μαρτυρίες μου υπήρξαν πάντοτε πολύ καλά τεκμηριωμένες, ώστε κανείς δεν τόλμησε να με εγκαλέσει».
Στη διάρκεια των επόμενων ετών θα αναδεικνυόταν σε αυθεντία σε σχέση με τη Μαφία, γνώσεις που αξιοποίησε στη συγγραφή εμβριθών μελετών επί του θέματος υπό μορφή βιβλίων και άρθρων, αλλά και στον κινηματογράφο: Υπήρξε συμπαραγωγός στο τρίτο μέρος του «Νονού» και συνεργάτης του Μάριο Πούτσο στη συγγραφή του σεναρίου για την εμβληματική σειρά ταινιών του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ομως, ήδη από το 1977 κατείχε τη θέση του επικεφαλής στο γραφείο ανταποκριτών των «New York Times» στην Αθήνα, καλύπτοντας επί τριετία τις ταραχές στην Τουρκία, στον Λίβανο, στο Αφγανιστάν και το Ιράν.
Για τη δημοσιογραφική του έρευνα προτάθηκε 6 φορές για Πούλιτζερ και τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, όπως όμως υπογραμμίζει ο ίδιος, «το 1977 έπεισα τους προϊσταμένους μου να με στείλουν στην Αθήνα ως ανταποκριτή των “Times” της Νέας Υόρκης στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκλίνανε πια οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να αφιερώσω όλη μου την ενεργητικότητα στη διερεύνηση της ιστορίας της μάνας μου». Και από το 1980, όταν και διέκοψε αυτοβούλως τη συνεργασία με τους NYT, ο Γκατζογιάννης ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι στο παρελθόν, το οποίο θα κατέληγε στη συγγραφή της «Ελένης».
Ο σάλος για την «Ελένη»
Το πιο διάσημο και εμπορικά επιτυχημένο έργο του, με πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων σε όλο τον κόσμο, οδηγεί τη μνήμη όχι μόνο προς την εμφυλιακή τραγωδία αυτή καθαυτή, αλλά και στον διαρκή απόηχό της. Πριν από 40 χρόνια, στην αρχή της δεκαετίας του ’80 και εξαιτίας της «Ελένης» ο Γκατζογιάννης αποτελούσε κόκκινο πανί για την εγχώρια Αριστερά - όλων των αποχρώσεων, από το «ορθόδοξο» ΚΚΕ έως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τότε δοκιμαζόταν για πρώτη φορά στη διακυβέρνηση της χώρας.
Σήμερα, στο τέλος του 2022, θεωρείται ένας εξέχων Ελληνας της Διασποράς και το έργο του, είτε αφορά την πρωτότυπη ερευνητική δημοσιογραφία είτε τα βιβλία του (για τη μαφία, τη Μαρία Κάλλας κ.λπ.), απολαύει σεβασμού και αναγνώρισης. Ωστόσο δεν ήταν πάντοτε έτσι. Το 1983, όταν η «Ελένη» μεταφράστηκε από τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κοτζιά και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ελάχιστοι από τους προσκεκλημένους δημοσιογράφους παρέστησαν στη συνέντευξη Τύπου. Κι ενώ η «Ελένη» αναδεικνυόταν σε best seller διεθνώς, μεταφραζόταν σε 32 γλώσσες και έδρεπε σημαντικές διακρίσεις, ο Νίκος Γκατζογιάννης αντιμετωπιζόταν σαν ανεπιθύμητος στην πατρίδα του.
Σαν «εχθρός του λαού», προπαγανδιστής της Δεξιάς, ακόμη και ανθέλληνας. Επί ματαίω τόνιζε στο σημείωμα του συγγραφέα, στις τελευταίες σελίδες της έντυπης «Ελένης», ότι «ο κόσμος όπου έζησε και πέθανε η Ελένη αναπλάστηκε στο βιβλίο αυτό όχι μόνο από τις δικές μου αναμνήσεις και των αδερφάδων μου, αλλά και από τις θύμησες πάμπολλων ανθρώπων που ζουν τώρα σκορπισμένοι σε καμιά δεκαριά χώρες. Ολα τα ονόματα, οι τόποι και οι ημερομηνίες είναι πραγματικά. Κάθε περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο και που δεν το είδα με τα μάτια μου, το έχουν περιγράψει σε μένα τουλάχιστον δύο μάρτυρες με τους οποίους μίλησα χωριστά. Ολες οι συνομιλίες έχουν μαγνητοφωνηθεί» κ.λπ.
Ο Γκατζογιάννης θέλησε να διεκτραγωδήσει τα βασανιστήρια που υπέστη η μητέρα του, η θρυλική Ελένη, από τους αντάρτες του ΔΣΕ, την καταδίκη της σε θάνατο από το «λαϊκό δικαστήριο» και εντέλει την εκτέλεσή της τον Αύγουστο του 1948. Το πόνημά του μπορεί να ήταν εξαντλητικά τεκμηριωμένο από δημοσιογραφικής και ιστορικής άποψης, αλλά βρισκόταν σε μετωπική αντίθεση με την αριστερότροπη ανάγνωση των εμφυλιακών γεγονότων. Η χρονική σύμπτωση, το λεγόμενο timing, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ατυχής για την «Ελένη» απ’ ό,τι στην αρχή των 80s.
Διότι σήμερα μπορεί να φαντάζει αδιανόητο, αλλά το 1985 το ΚΚΕ έφτασε να διοργανώνει μαχητικές διαδηλώσεις ενάντια στην προβολή της κινηματογραφικής «Ελένης». Η χολιγουντιανή ταινία -και μάλιστα με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς- είχε βασιστεί στο ομώνυμο βιβλίο. Το ΚΚΕ, εξοργισμένο από την εις βάρος του άποψη που πρόβαλε ο Γκατζογιάννης για τον Εμφύλιο, πρακτικά κατόρθωσε να επιβάλει τη δική του εκδοχή της λογοκρισίας. Οι αιθουσάρχες έπαψαν άρον άρον να φιλοξενούν προβολές της «Ελένης», υπό τον φόβο βίαιων επεισοδίων και βανδαλισμών από τους ακραίους, τους φανατισμένους ζηλωτές της κομμουνιστικής Αριστεράς και της δικής της αλήθειας για τον Εμφύλιο.
Ούτως ή άλλως, όμως, μια αναπαράσταση της αιματηρής, εξαιρετικά επώδυνης περιπέτειας του Εμφυλίου, όπως αυτή που επιχειρούσε ο Γκατζογιάννης με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, ήταν εκτός της ιδεολογικής τάσης εκείνης της περιόδου. Και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι οι συνδικαλιστές μεταξύ των εργαζομένων στα κινηματογραφικά συνεργεία που είχαν προσλάβει επιτόπου οι παραγωγοί της «Ελένης» μποϊκόταραν τα γυρίσματα. Ετσι, η ταινία δεν έμελλε να γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα, όπως επιθυμούσαν οι δημιουργοί της. Αντί για την Ηπειρο και τον Λια Θεσπρωτίας, το χωριό της οικογένειας Γκατζογιάννη, η αρχέτυπη Ελληνίδα «Ελένη» αναγκάστηκε να δανειστεί τοπία από την Ισπανία.
Στη δίνη του κυκλώνα
Από το 1983 με την έντυπη και με αποκορύφωμα το 1985 με την κινηματογραφική «Ελένη», το ΚΚΕ και η ΚΝΕ έπνεαν μένεα κατά του Νίκου Γκατζογιάννη. Οι βασικοί και πιο ισχυροί σχηματισμοί της κομμουνιστικής Αριστεράς κήρυξαν πόλεμο κατά της «Ελένης» και δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν αν δεν βεβαιώνονταν ότι τουλάχιστον η ταινία δεν θα προβαλλόταν ποτέ στην Ελλάδα. Σε ανακοίνωσή της που δημοσιεύτηκε σε ημερήσια εφημερίδα εκτός «Ριζοσπάστη», η ΚΝΕ επιτέθηκε με βαρύτατους, σκαιούς χαρακτηρισμούς στον Νίκο Γκατζογιάννη. Σύμφωνα με την ΚΝΕ: «αυτός ο Νικ. Γκαίητζ είχε επαφές στη διάρκεια της 7χρονης δικτατορίας με τον Ιωαννίδη, δέχεται τα συγχαρητήρια του Ρόναλντ Ρήγκαν μετά την ειδική προβολή της ταινίας του στο Λευκό Οίκο. Το βιβλίο του “Ελένη” μοιράζεται δωρεάν στις αμερικανικές βάσεις και αποτελεί ιδεολογικό βοήθημα της φασιστικής ΕΠΕΝ» κ.λπ. Επίσης, η ΚΝΕ το 1985 κατηγορούσε την «Ελένη» ότι «προσβάλλει τα όνειρα και τους αγώνες του λαού και της νεολαίας» και ότι «προπαγανδίζει την αμερικανική άποψη για την ελληνική Ιστορία και ιδιαίτερα τον Εμφύλιο πόλεμο».
Εκ των πραγμάτων, ο Γκατζογιάννης κατέστη ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος συγγραφέας για τα ελληνικά δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου. Η «Ελένη» αναζωπύρωσε τον εμφυλιακό διχασμό με έναν αναπάντεχα σαρωτικό τρόπο και έγινε αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων και σκληρών αντιπαραθέσεων στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα. Το ίδιο το βιβλίο είναι υποδειγματικά γραμμένο, βάσει των προδιαγραφών ενός χρονικού, απολύτως μη μυθοπλαστικού, το οποίο όμως περιέχει επεισόδια που, ενώ συνέβησαν πραγματικά (σύμφωνα πάντα με τα τεκμήρια του Γκατζογιάννη), προξενούν έντονη δυσπιστία. Η φρίκη του Εμφυλίου, οι απέραντες κακουχίες της Ελένης και των παιδιών της, καθώς ξεπερνούν ακόμη και τη φαντασία, θέτουν διαρκώς τον αναγνώστη προ δύσκολων διλημμάτων για το πόση βία, πόσο πόνο μπορεί να αντέξει διαβάζοντας τις περιγραφές των βασανιστηρίων που υπέστη η Ελένη, τα παιδιά και οι συγχωριανοί της.
Ενδεικτικό της έκρηξης μεγατόνων που σημειώθηκε στα πολιτικά ήθη των 80s είναι το γεγονός ότι εντός ενός πολύ μικρού διαστήματος μετά την κυκλοφορία της «Ελένης» στα ελληνικά, εκδόθηκε ένα ολόκληρο, ξεχωριστό βιβλίο, εν είδει απάντησης/διάψευσης σε εκείνο του Νίκου Γκατζογιάννη. «Η άλλη Ελένη» του δημοσιογράφου Βασίλη Καββαθά δεν φέρει χρονολογία έκδοσης, είναι όμως βέβαιο ότι κυκλοφόρησε γύρω στο 1983. Τότε, μόλις δύο χρόνια μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τα πάθη του Εμφυλίου αναθερμαίνονταν και απασχολούσαν την επικαιρότητα τακτικά - αν όχι σχεδόν καθημερινά.
Οι εφημερίδες της εποχής, είτε όσες αυτοπροσδιορίζονταν στον κεντρώο - συντηρητικό χώρο είτε όσες έτειναν προς την Αριστερά, δημοσίευαν απομνημονεύματα πρωταγωνιστών του Εμφυλίου, απόρρητα έγγραφα, ημερολόγια, επιστολές, συνεντεύξεις πρώην καπεταναίων, στρατηγών κ.ο.κ. Ωστόσο, στην «Αλλη Ελένη», την οποία ο συγγραφέας της χαρακτήριζε «αντι-έρευνα», πέραν του περιεχομένου που υποτίθεται πως αντικρούει τον Γκατζογιάννη ή, αν μη τι άλλο, συμπληρώνει την εικόνα για τα γεγονότα του Εμφυλίου, προτάσσεται ένα προλογικό σημείωμα, που το υπέγραφε ο συγγραφέας και ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο οποίος βάλλει κατά ριπάς εναντίον του Νίκου Γκατζογιάννη: «Με έναν σύγχρονο αντικομμουνισμό έχει περάσει μέσα στο βιβλίο αυτό η χειρότερη αμερικανική σκέψη.
Η “Ελένη” του Γκατζογιάννη είναι γραμμένη έτσι ώστε να μας δείχνει ανίκανους να κάνουμε κουμάντο στον τόπο μας. Είναι σαν να μας λέει “δεν είστε άξιοι να αυτοκυβερνηθείτε. Θέλετε καθοδήγηση. Θέλετε προστάτη. Αν δε συμφωνήσετε, θα σας σβήσουμε από το χάρτη”».
Πιστός στην Ελλάδα
Στον εκτός ορίων παροξυσμό των επικριτών του, ο Γκατζογιάννης απέφευγε συστηματικά να απαντήσει. Η δική του προτεραιότητα δεν ήταν να αναμειχθεί στην εγχώρια πολιτική, ούτε καν ως περιστασιακός αρθρογράφος. Η ενασχόλησή του με τα πολιτικά μοιάζει να εντάσσεται στην ευρύτερη, πάγια έγνοια του για την Ελλάδα, τη γη των προγόνων του, την οποία δεν έχει διστάσει να υπερασπιστεί επανειλημμένως ενώπιον του παγκόσμιου κοινού, κόντρα στο κύμα των προκαταλήψεων και της δυσφήμισης σχετικά με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 στην Αθήνα.
Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, φερ’ ειπείν, όπως αναφέρει και στο βιβλίο «Αποστολές από την πατρίδα», έγραφε «αξίζει να θυμόμαστε ότι η Αθήνα θα προσφέρει κάτι που δεν έχει δώσει ποτέ καμία άλλη πόλη, αυτό που ο Λόρενς Ντάρελ αποκάλεσε “πνεύμα του τόπου”. Το να έχεις έναν μαραθώνιο που θα καλύπτει την ίδια διαδρομή που έκανε ο Φειδιππίδης το 490 π.Χ. για να φέρει στους Αθηναίους την είδηση της νίκης επί των Περσών, το να έχεις αθλητές που θα πετούν τον δίσκο και το ακόντιο στη σκιά της Ακρόπολης, το να έχεις άνδρες και γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο που θα συναγωνίζονται εκεί που γεννήθηκε η δημοκρατία, θα προσφέρει μερικές από τις πιο συγκινητικές και αλησμόνητες στιγμές που θα έχουν ζήσει ποτέ οι θεατές των Ολυμπιακών Αγώνων».
Με μια μεγαλύτερη δόση λυρισμού, σε κάποιο άλλο από τα κείμενα του ίδιου βιβλίου ο Γκατζογιάννης εξυμνεί την Ελλάδα ως εξής: «Το χώμα της Ελλάδας είναι τραχύ, στεγνό και αφιλόξενο, όλο πέτρες και κοντά πεύκα που αγκαλιάζουν τους γκρεμούς. Ομως, καμία άλλη γη δεν θα μπορούσε να έχει γεννήσει τέτοιον λαό, και αυτή η γη δεν θα μπορούσε να γεννήσει τίποτ’ άλλο». Και, μερικές παραγράφους παρακάτω ο Γκατζογιάννης εξηγεί πως «το τοπίο μπορεί να αναλυθεί σε τρία στοιχεία: νερό, γη και φως. Ολα έχουν σχεδόν μυστηριακή σημασία.
Πάρτε το νερό. Χτυπήστε την πόρτα της πιο φτωχικής καλύβας στην πιο μακρινή επαρχία της Ελλάδας. Ο νοικοκύρης της, πριν σας ρωτήσει το όνομά σας, θα σας προσφέρει ένα ποτήρι νερό με συνοδεία ένα παραδοσιακό γλυκό. Από ένα ποτήρι ως τη θάλασσα, το νερό όριζε σε ολόκληρη την ιστορία τους τον χαρακτήρα της ζωής των Ελλήνων. Ο Ελληνας ποτέ δεν απέχει πάνω από μιας μέρας δρόμο με τα πόδια από τη θέα της θάλασσας. Από τη θάλασσα ήρθαν οι πρώτοι κάτοικοι και από τη θάλασσα έφευγαν οι νησιώτες για να κάνουν την τύχη τους επειδή η γη τους δεν μπορούσε να τους θρέψει».
Παρ’ όλα αυτά, όποιος έχει διαβάσει την «Ελένη» ή έχει παρακολουθήσει την ομότιτλη ταινία, γνωρίζει καλά ότι το κίνητρο του συγγραφέα και αφηγητή δεν είναι απλώς να εντοπίσει εκείνον που καταδίκασε τη μητέρα του σε θάνατο. Ο Γκατζογιάννης ξεκίνησε να βρει τον δικαστή/δήμιο για να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια.
Το βιβλίο τελειώνει με τον εσωτερικό μονόλογο του αόρατου αφηγητή, διά του οποίου προσπαθεί να εξηγήσει στον εαυτό του γιατί τελικά δεν δολοφόνησε εν ψυχρώ αυτόν που, όπως πίστευε, του είχε καταστρέψει τη ζωή. Ισως όμως η αληθινή εξήγηση γι’ αυτή την απόφαση να μη βρίσκεται στο τέλος, αλλά στην προμετωπίδα, σε μία από τις πρώτες σελίδες της «Ελένης». Εκεί όπου ο συγγραφέας αποκαλύπτεται κρυπτόμενος, πίσω από τις λέξεις κάποιου άλλου, εν προκειμένω του Γάλλου συγγραφέα, πολιτικού και διανοητή Αντρέ Μαλρό: «Στον δρόμο της εκδίκησης ανακαλύπτεις τη ζωή».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr