Κωνσταντίνος Β’: O τελευταίος βασιλιάς και οι ταραγμένες στιγμές της Ιστορίας
Κωνσταντίνος Β’: O τελευταίος βασιλιάς και οι ταραγμένες στιγμές της Ιστορίας
Οι έρωτες, το ολυμπιακό μετάλλιο, η κόντρα με τον Γεώργιο Παπανδρέου, η χούντα, το αντικίνημα, η διαμάχη για την περιουσία και η ήρεμη επιστροφή στη χώρα όπου γεννήθηκε και αγάπησε
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η πιο πρόσφατη δημόσια εμφάνιση του Κωνσταντίνου Β’ καταγράφηκε στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου. Τότε που επισκέφτηκε για γεύμα το πρώην «Zonar’s», νυν «Athénée», ένα μεσημέρι μαζί με τις αδελφές του Σοφία και Ειρήνη, καθώς και τη σύζυγό του Αννα-Μαρία. Ηταν φανερά καταβεβλημένος, ασπρισμένος, αδυνατισμένος, καθιστός σε αναπηρικό καροτσάκι. Φορούσε χαλαρό ριγέ μακρυμάνικο πόλο, φαρδύ τζιν παντελόνι και άνετα αθλητικά παπούτσια. Ο άλλοτε επιμελημένα κομψός τέως βασιλιάς φανέρωνε σημάδια ενδυματολογικής παραμέλησης.
Πιο εμφανείς, όμως, ήταν οι ενδείξεις της ιδιαίτερα εύθραυστης υγείας του. Είχε νοσηλευτεί τον περασμένο Δεκέμβριο στη ΜΕΘ ιδιωτικής κλινικής µε πνευμονία και ακολούθως µε νευρωνικό οίδηµα. Προηγουμένως, μετά από ισχαιμικό επεισόδιο που υπέστη στη βίλα του στο Πόρτο Χέλι, είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο Κέντρο Υγείας Κρανιδίου. Τη βαθμιαία κατάπτωσή του την είχαν διαπιστώσει όσοι παραβρέθηκαν τον Οκτώβριο του 2021 στον θρησκευτικό γάμο του μικρότερου γιου του Φίλιππου με την Ελβετή Νίνα Φλορ στη Μητρόπολη Αθηνών. Η αενάως χαμογελαστή έκφραση του Κωνσταντίνου Β’ σε αυτό μυστήριο έμοιαζε με γκριμάτσα πόνου. Εδώ και λίγο καιρό με επιβαρυμένη υγεία είχε εγκαταλείψει οριστικά το εξοχικό του στην Ερμιονίδα. Διέμενε πια στους δύο τελευταίους ορόφους πολυκατοικίας επί της οδού βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Κολωνακίου.
Το νέο υψηλής αισθητικής και εντυπωσιακής θέας διαμέρισμά του ήταν ιδιοκτησίας του εφοπλιστή, λάτρη της ιστιοπλοΐας, καπετάν Νικόλα Λαιμού και της συζύγου του Ειρήνης. Η τελευταία, το γένος Θωμά Δοξιάδη, διατηρεί από τα παιδικά της χρόνια οικογενειακή φιλία με την τέως βασιλική οικογένεια. Η μητέρα της εξάλλου Σοφία Πετρακοπούλου-Λάμψα ανήκει στην ιστορική οικογένεια των ιδρυτών του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Εκεί όπου πριν από την προσβολή του από τον κορωνοϊό και τα κινητικά προβλήματα που τον καθήλωσαν σε αναπηρικό αμαξίδιο διατηρούσε, αφότου επέστρεψε στην Ελλάδα, μια πολυτελή σουίτα.
Από το μπαλκόνι της είχε παρακολουθήσει και τη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου του 2015. Τους χειμωνιάτικους κατά κανόνα μήνες σύχναζε στα σαλόνια και τα ρεστοράν της, ενώ γευμάτιζε τακτικά με διάφορους συνομηλίκους του οι οποίοι τον αποκαλούσαν ακόμη «μεγαλειότατο». Εμφανιζόταν καλοντυμένος, στάνταρ με σκούρο μπλε ναυτικό μπλέιζερ με ποσέτ μαντίλι, παντελόνι από γκρίζα φανέλα, λευκό πουκάμισο και ριγέ γραβάτα. Ενδυματολογικά έφερνε σε κάτι ανάμεσα σε Ζάχο Χατζηφωτίου και Ρότζερ Μουρ.
Ευγενικός, καταδεκτικός, εξωστρεφής και γαλαντόμος, πλήρωνε πάντα τον λογαριασμό των συνδαιτυμόνων του - αυτό έλειπε, ένας τέως άναξ μεγαλωμένος στα πούπουλα να τσοντάρει ρεφενέ στην πληρωμή... Και βέβαια, εμφανιζόταν πάντα εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, γελούσε με τα δικά του αστεία, αν και περισσότερο από χιουμορίστας ήταν από τα νεανικά του χρόνια πλακατζής και σκανταλιάρης.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η οποία ήταν δασκάλα του στα γαλλικά, είχε εκμυστηρευτεί ότι όποτε η αυστηρή Γερμανίδα μητέρα του, η οποία στα παιδικά της χρόνια ελκόταν από τη σκοτεινή πειθαρχία της ναζιστικής νεολαίας, τον προειδοποιούσε για την ανυπακοή του, αυτός την εκνεύριζε ακόμη περισσότερο. Προς φρίκη της Φρειδερίκης, της τραγουδούσε μεγαλόφωνα μέσα στο παλάτι τον ύμνο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα τηρούσε καθημερινά ένα πρωτόκολλο που λίγο απείχε από μια δοξολόγηση στην ανία. Κουβαλούσε σαν κουρασμένη γκριμάτσα ένα χαμόγελο που αντικατόπτριζε τη ματαίωση όλων των ονείρων του.
Πιο εμφανείς, όμως, ήταν οι ενδείξεις της ιδιαίτερα εύθραυστης υγείας του. Είχε νοσηλευτεί τον περασμένο Δεκέμβριο στη ΜΕΘ ιδιωτικής κλινικής µε πνευμονία και ακολούθως µε νευρωνικό οίδηµα. Προηγουμένως, μετά από ισχαιμικό επεισόδιο που υπέστη στη βίλα του στο Πόρτο Χέλι, είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο Κέντρο Υγείας Κρανιδίου. Τη βαθμιαία κατάπτωσή του την είχαν διαπιστώσει όσοι παραβρέθηκαν τον Οκτώβριο του 2021 στον θρησκευτικό γάμο του μικρότερου γιου του Φίλιππου με την Ελβετή Νίνα Φλορ στη Μητρόπολη Αθηνών. Η αενάως χαμογελαστή έκφραση του Κωνσταντίνου Β’ σε αυτό μυστήριο έμοιαζε με γκριμάτσα πόνου. Εδώ και λίγο καιρό με επιβαρυμένη υγεία είχε εγκαταλείψει οριστικά το εξοχικό του στην Ερμιονίδα. Διέμενε πια στους δύο τελευταίους ορόφους πολυκατοικίας επί της οδού βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Κολωνακίου.
Το νέο υψηλής αισθητικής και εντυπωσιακής θέας διαμέρισμά του ήταν ιδιοκτησίας του εφοπλιστή, λάτρη της ιστιοπλοΐας, καπετάν Νικόλα Λαιμού και της συζύγου του Ειρήνης. Η τελευταία, το γένος Θωμά Δοξιάδη, διατηρεί από τα παιδικά της χρόνια οικογενειακή φιλία με την τέως βασιλική οικογένεια. Η μητέρα της εξάλλου Σοφία Πετρακοπούλου-Λάμψα ανήκει στην ιστορική οικογένεια των ιδρυτών του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Εκεί όπου πριν από την προσβολή του από τον κορωνοϊό και τα κινητικά προβλήματα που τον καθήλωσαν σε αναπηρικό αμαξίδιο διατηρούσε, αφότου επέστρεψε στην Ελλάδα, μια πολυτελή σουίτα.
Από το μπαλκόνι της είχε παρακολουθήσει και τη στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου του 2015. Τους χειμωνιάτικους κατά κανόνα μήνες σύχναζε στα σαλόνια και τα ρεστοράν της, ενώ γευμάτιζε τακτικά με διάφορους συνομηλίκους του οι οποίοι τον αποκαλούσαν ακόμη «μεγαλειότατο». Εμφανιζόταν καλοντυμένος, στάνταρ με σκούρο μπλε ναυτικό μπλέιζερ με ποσέτ μαντίλι, παντελόνι από γκρίζα φανέλα, λευκό πουκάμισο και ριγέ γραβάτα. Ενδυματολογικά έφερνε σε κάτι ανάμεσα σε Ζάχο Χατζηφωτίου και Ρότζερ Μουρ.
Ευγενικός, καταδεκτικός, εξωστρεφής και γαλαντόμος, πλήρωνε πάντα τον λογαριασμό των συνδαιτυμόνων του - αυτό έλειπε, ένας τέως άναξ μεγαλωμένος στα πούπουλα να τσοντάρει ρεφενέ στην πληρωμή... Και βέβαια, εμφανιζόταν πάντα εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, γελούσε με τα δικά του αστεία, αν και περισσότερο από χιουμορίστας ήταν από τα νεανικά του χρόνια πλακατζής και σκανταλιάρης.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η οποία ήταν δασκάλα του στα γαλλικά, είχε εκμυστηρευτεί ότι όποτε η αυστηρή Γερμανίδα μητέρα του, η οποία στα παιδικά της χρόνια ελκόταν από τη σκοτεινή πειθαρχία της ναζιστικής νεολαίας, τον προειδοποιούσε για την ανυπακοή του, αυτός την εκνεύριζε ακόμη περισσότερο. Προς φρίκη της Φρειδερίκης, της τραγουδούσε μεγαλόφωνα μέσα στο παλάτι τον ύμνο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα τηρούσε καθημερινά ένα πρωτόκολλο που λίγο απείχε από μια δοξολόγηση στην ανία. Κουβαλούσε σαν κουρασμένη γκριμάτσα ένα χαμόγελο που αντικατόπτριζε τη ματαίωση όλων των ονείρων του.
Πού και πού, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι, έκανε υπό τη διακριτική εποπτεία των ατόμων της συνοδείας του έναν μικρό περίπατο στην οδό Πανεπιστημίου, το πολύ ως την Αμερικής, και πάλι πίσω. Αντιχαιρετούσε χαρούμενα όποιον τον αναγνώριζε και ένευε πρόθυμα ακόμα και σε εκείνους που σήκωναν το χέρι ψηλά για να «ψαρέψουν» κάποιο διερχόμενο ταξί. Από τους πρώτους μήνες της άνοιξης και μετά ξεκαλοκαίριαζε στη βίλα-υπερπαραγωγή, ιδιοκτησίας του, στον Αγιο Αιμιλιανό στο Πόρτο Χέλι.
Την είχε αγοράσει μέσω κυπριακής offshore από τον θετό γιο του πρίγκιπα Σαντρουντίν Αγά Χαν, Μαρκ Σούρσοκ. Οποτε, όμως, βαριόταν σε αυτό το χλιδάτο, ανατολίτικης αισθητικής μεγαλοπρεπές ακίνητο, με τις 12 κρεβατοκάμαρες, την 30μετρη πισίνα και την πριβέ παραλία πεταγόταν στις λατρεμένες του Σπέτσες. Εκεί, υπό λιγότερη ανακτορική διαβίωση, σάλπαρε για αρμένισμα στο Μυρτώο Πέλαγος με την ξεχωριστή «Αφρόεσσά» του, το παραδοσιακό ξύλινο μονοκάταρτο τρεχαντήρι του, δουλεμένο αριστουργηματικά σε ντόπιο καρνάγιο με περίσσια τέχνη και μεράκι, με αυθεντικό μαόνι στον μπουλμέ και το τικ πάνω στο κατάστρωμα.
Το σκαρί το είχε αγοράσει το 2006 για να το προσφέρει ως δώρο στη σύζυγό του η οποία έκλεινε τότε τα 60 της χρόνια. Και πάνω σε αυτό το μοναδικό καΐκι, μια περίπου Rolls-Royce της θάλασσας, ο άλλοτε δεινός ιστιοπλόος ξεχνιόταν. Οχι ότι είχε τίποτε τρέχουσες βαριές σκοτούρες, αλλά, όσο να ’ναι, ηλικιακά μεγάλωνε, με τις αναμνήσεις να επανέρχονται, ενίοτε αξιοδάκρυτες και θλιβερές.
Το εκποίησε και πάλι μέσω υπεράκτιας εταιρείας στον Βούλγαρο μεγιστάνα των ΜΜΕ Σπας Ρούσεφ. Κάπως έτσι, τα τελευταία δύο χρόνια ο προνομιούχος γαλαζοαίματος, τέως ευνοημένος κάτοικος των ανακτόρων της Ηρώδου Αττικού, του Τατοΐου, του Μον Ρεπό, ξέμεινε από παλάτι. Δεν καλυπτόταν πια από το χλιδάτο κέλυφος στο οποίο ξεδιπλώνονταν με χάρη παραμύθια με πρίγκιπες και βασιλοπούλες.
Πάνε δέκα χρόνια, άλλωστε, από τότε που πούλησε τη βικτωριανής αρχιτεκτονικής έπαυλή του στο Τσόμπχαμ του Σάρεϊ. Είχε μείνει σε αυτή την αριστοκρατική γειτονιά πλησίον του ελίτ Κολεγίου του Ιτον και του Ιπποδρόμου του Ασκοτ, επί 45 ολόκληρα χρόνια. Εκεί μαζί με τη σύζυγό του μεγάλωσαν τα πέντε τους παιδιά, Αλεξία, Παύλο, Νικόλαο, Θεοδώρα και Φίλιππο. Εκεί συχνά δέχονταν επισκέψεις από τα βασιλικά σόγια, καθότι ο οικοδεσπότης ήταν δεύτερος εξάδελφος του τότε διαδόχου, νυν βασιλιά, του αγγλικού θρόνου Κάρολου. Ενίοτε φιλοξενούσε και την πριγκίπισσα Νταϊάνα, καθώς ήταν ένας από τους αναδόχους στη βάπτιση, νονός δηλαδή, του πρωτότοκου γιου της Γουίλιαμ, πρίγκιπα της Ουαλίας.
Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον ένας έκπτωτος μονάρχης, χωρίς θρόνο, στέμμα, σκήπτρο, υπηκόους. Δίχως βασίλειο, αστυνομιική ταυτότητα, ΑΦΜ, διαβατήριο και, κυρίως, άνευ επωνύμου. Από το μακρόσυρτο όνομα του βασιλικού οίκου των Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ τού είχε αποδοθεί ως επίθετο το τελευταίο συνθετικό. Μερικές φορές χρησιμοποίησε για τις αιφνίδιες επισκέψεις του στην Ελλάδα ένα δανέζικο διαβατήριο που τον ταυτοποιούσε ως «Κονσταντίν Ντε Γκρέτσια». Πάντως, όπως κι αν είχε, μετά από 40 χρόνια διαμονής στο εξωτερικό, αφού χώνεψε ήττες, τραύματα και τραντάγματα στο όριο της εγκεφαλικής διάσεισης, αποφάσισε να επιστρέψει το 2013 γκριζαρισμένος και διοπτροφόρος ως απλός πολίτης στη χώρα.
Με αυστηρές αρχές
Από τα 7 του χρόνια, όταν ορίστηκε διάδοχος του θρόνου, ανατράφηκε με υποκλίσεις πολιτικών και πανεπιστημιακών και προσοχές σε στάση «κλαρίνο» παρασημοφορημένων στρατηγών και ναυάρχων μπροστά του. Μεγάλωσε με ιεραρχίες, τελετουργικά, εθιμοτυπικά και πρωτόκολλα, που πυροδοτούσαν στο άγουρο μυαλό του την αλαζονική αίσθηση ενός εγωπαθούς, ξεχωριστού, κληρονομικώ δικαίω, ανώτατου άρχοντα, τον οποίο άπαντες όφειλαν να υπηρετούν.
Σε αυτό το περιβάλλον ποτέ του δεν κατανόησε ότι ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά, ούτε διοικεί. Παρέμεινε δέσμιος της επιρροής που του ασκούσε η εξουσιομανής μητέρα του Φρειδερίκη και όμηρος της επίδρασης διάφορων, βασιλικότερων του βασιλέως, συμβούλων του και λοιπών εμμονικών αυλικών παρατρεχαμένων. Κανείς, ωστόσο, δεν θα του χάριζε κάποιο άλλοθι συμπόνιας ως ευάλωτου στις πιέσεις και αδιαμόρφωτου χαρακτήρα.
Επί χρόνια παρών στις βασιλικές ακροάσεις ενώπιον του πατέρα του θα έπρεπε, ως νεότερος, να είχε υιοθετήσει ένα διαλλακτικότερο προφίλ. Αντίθετα, ασπάστηκε από νωρίς με ανυποχώρητη προσήλωση το δόγμα ότι ο Στρατός ήταν θεσμός άμεσα ελεγχόμενος από τον βασιλιά. Είχε την ακλόνητη πεποίθηση ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις, οι οποίες σε ρόλο νονού τον είχαν βαφτίσει στην κολυμπήθρα, αποτελούσαν τον βασικό μοχλό άσκησης της επιρροής του Παλατιού και τον θεματοφύλακα του Στέμματος. Δεν κατάφερε να κάνει εκείνες τις υπερβάσεις τις οποίες ο λαός ανέμενε από αυτόν. Αποδείχθηκε αδύναμος να χαρίσει στον βασιλικό θεσμό το αναγκαίο κύρος το οποίο είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα από τις συνεχείς επεμβάσεις του Παλατιού στην πολιτική ζωή της χώρας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.
Οταν ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1940 στο Ανάκτορο Ψυχικού, ένα επιβλητικό οίκημα επί της οδού Διαμαντίδου, ιδιοκτησίας πλέον του εφοπλιστή Πόλυ Χατζηιωάννου, ρίφθηκαν 101 κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό. Εκτοτε κάθε τόσο από την ενθρόνισή του το 1964 και μετά έσκαγε και μια ομοβροντία από τον ίδιο λόφο, πότε με αφορμή τους αρραβώνες και πότε για τον γάμο του. Ενοχλημένοι από τον κρότο και μπαφιασμένοι από τη μυρωδιά του μπαρουτιού, αρκετοί Αθηναίοι, παλαιόθεν αντιμοναρχικοί, προέβλεπαν πως αν ο παππούς του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, πυροδότησε τον εθνικό διχασμό, ο συνονόματος εγγονός του θα τα κάνει όλα στάχτη και μπούλμπερη.
Δεν έπεσαν και πολύ έξω. Στους 45 μήνες που κάθισε στον ελληνικό βασιλικό θρόνο πρόλαβε να βάλει μπουρλότο στο πολιτικό σκηνικό. Βρέφος ακόμη, προτού καλά-καλά χρονίσει, τον Απρίλιο του 1941, μετά την επίθεση των ναζιστικών στρατευμάτων στα βόρεια ελληνικά σύνορα, την προέλασή τους στον Νότο και την αναμενόμενη κατοχή της χώρας, οι γονείς του τον πήραν μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή του Σοφία και απέδρασαν στην ελεύθερη ακόμη Κρήτη. Κατόπιν κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Εκεί βρίσκονταν η ελληνική κυβέρνηση και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, που τέθηκαν επικεφαλής των ελληνικών ταγμάτων τα οποία μάχονταν στην Αφρική στο πλευρό των Αγγλων κατά των δυνάμεων του Αξονα.
Ο πρίγκιπας Παύλος και η πριγκίπισσα Φρειδερίκη, που ήταν πρώτα και ταυτόχρονα δεύτερα ξαδέλφια εξαιτίας των πολύπλοκων αναμείξεων των γαλαζοαίματων βασιλικών οίκων, δεν έμειναν για πολύ στη Χώρα των Πυραμίδων. Εγκατέλειψαν την Αλεξάνδρεια με κατεύθυνση την ασφαλέστερη Νότια Αφρική. Εγκαταστάθηκαν στο Κέιπ Τάουν και φιλοξενήθηκαν στην Οικία Χρούτε Σκιρ του Νοτιοαφρικανού πρωθυπουργού Γιαν Σματς. Ο Αφρικάνερ στρατιωτικός και πολιτικός υποστηρικτής του φυλετικού διαχωρισμού, με όρους που προανήγγειλαν τη μετέπειτα πολιτική του απαρτχάιντ, βάφτισε επ’ ευκαιρία τη νεογέννητη κόρη του ελληνικού πριγκιπικού ζευγαριού, Ειρήνη.
Η πενταμελής οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1946 μέσω του συμμαχικού στρατηγείου του Λονδίνου. Ηδη η χώρα που διολίσθαινε προς τον εμφύλιο πόλεμο είχε προλάβει με δημοψήφισμα να επαναφέρει -ή καλύτερα να παλινορθώσει- στον θρόνο τον προκατοχικό βασιλιά Γεώργιο Β’, τον επονομαζόμενο και «αγέλαστο». Τον, κατά τον εκδότη της εφημερίδας «Καθημερινή» Γεώργιο Βλάχο, «εστεμμένο φελλό». Την Πρωταπριλιά της επόμενης χρόνιας ο Γεώργιος Β’ πέθανε αιφνιδίως από συγκοπή. Καθώς ήταν διαζευγμένος και δίχως απογόνους, βασιλιάς ενθρονίστηκε ο αδελφός του Παύλος. Ταυτόχρονα ορίστηκε διάδοχος του πατέρα του ο 7χρονος Κωνσταντίνος.
Μέτριος μαθητής, άριστος αθλητής και Ολυμπιονίκης
Ηταν ένα όμορφο καστανόξανθο αγοράκι, όλο χαρά γεμάτο, με συμπαθητικές ικανότητες, αλλά όχι και «ξουράφι», όπως διέγνωσαν με απόλυτη εχεμύθεια οι δάσκαλοί του στην κατάφυτη Σχολή Αναβρύτων στο Μαρούσι. Εκεί ξεκίνησε να φοιτά ως εσωτερικός οικότροφος αφότου τελείωσε τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού μέσα στο παλάτι. Μέτριος μαθητής, αντιστάθμιζε τις μικρομεσαίες επιδόσεις του στα μαθήματα με την επίμονη ενασχόλησή του με τον αθλητισμό.
Διετέλεσε παίκτης του χόκεϊ, καθώς το πρωτοπόρο σχολείο του είχε και γήπεδο και ομάδα για το, κατά τ’ άλλα, άγνωστο ακόμη άθλημα εντός συνόρων. Ηταν επίσης παίκτης του πιο διαδεδομένου βόλεϊ, αθλητής του άλματος εις ύψος και πρόσκοπος με χακί πουκάμισο, κοντό παντελόνι και ένα πλατύγυρο καπέλο εκστρατείας, με δεξιότητα στο να δένει κόμπους. Στην εφηβεία του υποβλήθηκε και στη δοκιμασία να υποδυθεί τον ρόλο του Μάρκου Αντώνιου από το έργο «Ιούλιος Καίσαρας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ κατά τη διάρκεια σχολικής θεατρικής παράστασης.
Επρόκειτο μάλλον, με τη συγκατάθεση των γονιών του, για καψώνι των καθηγητών του προς έναν γαλαζοαίματο, για τον οποίο οι συμμαθητές του γνώριζαν ότι συμπαθούσε την ΑΕΚ, λόγω της βυζαντινής προέλευσης του δικέφαλου αετού, ήταν εραστής της ιστιοπλοΐας -όπου πράγματι θα διέπρεπε- και θαυμαστής του καράτε. Σε αυτή την πολεμική τέχνη διακρίθηκε αργότερα, όταν με λευκή στολή και ζώνη άγνωστου αριθμού νταν απαθανατιζόταν να σπάει, υποτίθεται, τούβλα, τσιμεντόλιθους και κεραμίδια στη μέση, σαν να «έσχιζε βρεγμένη εφημερίδα», με την κόψη της γυμνής παλάμης ή του αγκώνα του. Ή όταν φωτογραφιζόταν να ανταλλάσσει κλωτσιές με περίτεχνη περιστροφή με τον γαμπρό του, σύζυγο της αδελφής του Σοφίας, Χουάν Κάρλος, στο Μον Ρεπό της Κέρκυρας.
Τελειώνοντας το σχολείο ο Κωνσταντίνος ήταν ένα αρρενωπό παλικάρι με αθλητικό παράστημα, λίγο αργός στην εκφορά του λόγου, αλλά με κοσμοπολίτικη προδιάθεση, πασπαλισμένη με τη φήμη του μπον βιβάν. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφερε τον πρωτοφανή για τη χώρα τίτλο ευγενείας «Δούκα της Σπάρτης», φάνταζε ασορτί με τις απαιτήσεις των καιρών, σε μια Αθήνα που προσπαθούσε δειλά-δειλά να μπει στο μοντέρνο διεθνές περιβάλλον της μεταπολεμικής ευφορίας.
Είχε ήδη εισαχθεί στη Σχολή Ευελπίδων και είχε φωτογραφηθεί με όλες τις πιθανές στολές και των τριών Σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων. Πόζαρε ως σημαιοφόρος με πηλήκιο πάνω σε αντιτορπιλικό, με κράνος πιλότου ανθυποσμηναγού σε μαχητικό αεροπλάνο, με στολή παραλλαγής ως ανθυπολοχαγός καταδρομέας σε αποβατικό σκάφος, ως ανθυπίλαρχος του Ιππικού καβάλα στο άλογο, ως βατραχάνθρωπος με στολή κατάδυσης από βουλκανισμένο καουτσούκ. Κάθε του φωτογραφικό στιγμιότυπο εικονογραφούσε περίπου το ακαταμάχητο παλικάρι που στο πρόσωπό του αναβίωναν μεγαλοϊδεατικοί μύθοι περί απελευθερωτή της Κόκκινης Μηλιάς. Για να λειάνει κάπως το παλάτι την εικόνα του πωρωμένου με τα στρατιωτικά αξεσουάρ τον έγραψε στη Νομική Σχολή Αθηνών, παρά τη διάχυτη βεβαιότητα ότι θα έπαιρνε πτυχίο μόνο αν του το χάριζαν ή αν η Θεία Πρόνοια του χάριζε κάποια επιφοίτηση πνεύματος.
Χάρη άλλωστε στην ιστιοπλοΐα είχε κατορθώσει να γίνει δημοφιλέστατος . Το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον με το σκάφος «Νηρεύς». Πηδαλιούχος ο ίδιος και πλήρωμα τους εξπέρ του αθλήματος, τον Οδυσσέα Εσκιτζόγλου, που ήταν και δάσκαλός του, και τον Γιώργο Ζαΐμη. Αμφότερους τους επέλεξε ο ίδιος -όχι η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή- και όρισε ως αναπληρωματικό μέλος του πληρώματος την αδελφή του, πριγκίπισσα Σοφία. Ο 20χρονος Κωνσταντίνος ήταν επίσης ο σημαιοφόρος της αποστολής των 48 Ελλήνων αθλητών στους Αγώνες και παρέλασε πρώτος στο Ολίμπικο της Ρώμης.
Στον κόλπο της Νάπολης, όπου διεξήχθη η ολυμπιακή ρεγκάτα, το πλήρωμα του «Νηρέα» με το νούμερο 13 ανέβηκε τελικά στο πρώτο σκαλί του βάθρου. Ηταν το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912, το οποίο καλοδέχτηκε σημαιοστολισμένη η χώρα με πανηγυρικό ενθουσιασμό. Ο δαφνοστεφανωμένος, λαοπρόβλητος πια διάδοχος φάνταζε πολύ πιο απτός και γήινος σε σχέση με τον πλαδαρό και αδιάφορο βασιλιά πατέρα του. Οι αθλητικές, τουλάχιστον, επιδόσεις του τροφοδοτούσαν με κάποια παλατιανή αβάντα μεγάλες προσδοκίες περαιτέρω δόξας για τη χώρα.
Στην πραγματικότητα, οι ελπιδοφόρες αναμονές που είχαν επενδυθεί πάνω του εξαντλούνταν γρήγορα στον εντός ελιτίστικων στεγανών τρόπο ζωής του: ιππασία, ταχύτατα σπορ αυτοκίνητα, ρεγκάτες στο Τουρκολίμανο, κοσμικά πάρτυ, σικ σουαρέ, διακριτικές βεγγέρες σε κλειστό κύκλο και αριστοκρατικές χοροεσπερίδες. Παράλληλα βέβαια επιδιδόταν συστηματικά σε κόρτε με τις νεότερες κυρίες επί των τιμών της μητέρας του, η οποία έρρεπε βαθμιαία προς ένα κράμα ανατολίτικου μυστικισμού, μεταφυσικών δοξασιών και χορτοφαγίας.
Το φλερτ με την Αλίκη, η οργή της Φρειδερίκης και ο έρωτας με την Αννα-Μαρία
Ηταν η εποχή που ο 19χρονος Κωνσταντίνος έκανε τα πρώτα του διστακτικά βήματα στις καλλιτεχνικές και κοσμικές εκδηλώσεις, μακριά από τις στερεότυπα κομψευόμενες φιέστες του παλατιού. Ο πολιτικός Σοφοκλής Βενιζέλος τού είχε γνωρίσει την 23χρονη ηθοποιό Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία τότε ερμήνευε τον ρόλο μιας μαθήτριας με ποδιά στο θεατρικό έργο «Τόπο στα νιάτα», που είχε ανεβάσει ο θίασος του Κώστα Μουσούρη. Ο νεαρός διάδοχος πήγε μαζί με τις πριγκίπισσες αδελφές του στην παράσταση.
Μετά το τέλος της, φορώντας σταυρωτό σακάκι σμόκιν με μεταξωτά πέτα και βελούδινο παπιγιόν, επισκέφτηκε το καμαρίνι της πρωταγωνίστριας για να της εκφράσει τον θαυμασμό του στις υποκριτικές της ικανότητες. Το περίεργο ήταν ότι στη συνέχεια κάθε τρεις και λίγο πήγαινε στην ίδια βραδινή παράσταση, την έβλεπε ξανά και ξανά μέχρι τέλους, προκειμένου να τρυπώσει και πάλι στο καμαρίνι της Βουγιουκλάκη. Ολα αυτά σε μια εποχή όπου όταν ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας εισερχόταν σε θέατρο άπαντες οι θεατές όφειλαν να σηκώνονται όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού στον θεσμό. Με το κόλλημά του ο Κωνσταντίνος υπέβαλε κάθε τόσο το κοινό της παράστασης σε μια ιδιότυπη σήκω-κάτσε άσκηση γυμναστικής.
Ο «άψητος» πρίγκιπας είχε ξεμυαλιστεί από το νάζι και τη χάρη της ηθοποιού. Της έστελνε καθημερινά μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα με μια κάρτα ανάμεσά τους στην οποία υπέγραφε σκέτα ως «Κώστας», με την αφέλεια ότι αυτό το «κρυφά κωδικοποιημένο» όνομα δεν θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του. Για ξεκάρφωμα στα αδιάκοπα σούρτα φέρτα του στο Θέατρο Μουσούρη, πήγε να δει ως έμπειρος πλέον θεατρόφιλος και την ιστορική παράσταση «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη στο Θέατρο Τέχνης. Την ίδια στιγμή η τραυματισμένη από τα άκομψα καμώματα της βασιλικής δυναστείας συμπαγής αντιμοναρχική μερίδα της Αριστεράς και του Κέντρου τον είχε βαφτίσει «λιμοκοντόρο» και τον αποκαλούσε κοροϊδευτικό «Κοκό».
Εν τω μεταξύ, έδιναν κι έπαιρναν οι φήμες ότι σάλταρε τα μεσάνυχτα από τις μάντρες της Σχολής Ευελπίδων για να συναντήσει τη Βουγιουκλάκη οδηγώντας την κάμπριο BMW 507 του. Το σίγουρο ήταν ότι ο Φιλοποίμην Φίνος με δικά του έξοδα έστρωσε με άσφαλτο τον χωματόδρομο της οδού Χίου μπροστά από τα στούντιο της Finos Film, για να μη σκονίζεται το σπορ αμάξι του διαδόχου. Κάθε τόσο ο Κωνσταντίνος διερχόταν από τα στενάκια του Αγίου Παύλου, κοντά στον σταθμό Λαρίσης, σε αθηναϊκές γειτονιές αφανάτιστες για το ερμητικά κλειστό στη θέα του κοσμάκη ανακτορικό περιβάλλον και τα αριστοκρατικά γούστα του.
Από τα κινηματογραφικά στούντιο της περιοχής όπου γυρίζονταν σκηνές της ταινίας «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» ο πρίγκιπας παραλάμβανε την Αλίκη για μια ρομαντική βόλτα στη Πάρνηθα, που κάπως τη γνώριζε λόγω εγγύτητας με το βασιλικό κτήμα στο Τατόι. Από το άγρυπνο μάτι της Φρειδερίκης δεν είχε ξεφύγει η φάση του φλερτ του γιου της με την «αρτίστα» και έτρεμε στην ιδέα να εξελιχθεί σε φλογερό ειδύλλιο. Καχύποπτη, δεν εμπιστευόταν τις αναφορές της συνοδείας του διαδόχου. Την ενημέρωνε αυτοπροσώπως η επιστήθια φίλη της πριγκίπισσας Σοφίας, η πάντα με καλές πηγές και σωστές άκρες Τούλα Λεβίδη. Η γνωστή κοσμική Αθηναία που είχε κερδίσει τον τίτλο της Σταρ Ελλάς και ήταν αδελφή του Νάσου Μπότση, του μποέμ εκδότη των εφημερίδων «Ακρόπολη» και «Απογευματινή», είχε αξιόπιστες πληροφορίες από πρώτο χέρι.
Οπως ότι το πριγκιπικό-καλλιτεχνικό ζευγάρι βγήκε τις Αποκριές για διασκέδαση και μεταμφιεσμένο ξεγλίστρησε από τη φρουρά του διαδόχου. Μόλις η διαβόητα αυταρχική Φρειδερίκη αντιλήφτηκε ότι η ερωτική υπόθεση τραβούσε σε μάκρος με άγνωστες συνέπειες για το Παλάτι, απομάκρυνε τον μοναχογιό της από την Αθήνα. Του οργάνωσε περιοδεία ανά την Ελλάδα και κατόπιν τον έστειλε στη Σκανδιναβία για προξενιό με την πριγκίπισσα Ντεζιρέ της Σουηδίας. Το συνοικέσιο χάλασε, καθώς ο Κωνσταντίνος πρωτογνώρισε και κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της 14χρονης Αννας-Μαρίας, τριτότοκης κόρης του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’. Γοητευμένος από τη νεαρή πριγκίπισσα, συνεπιβαίνοντας σε κρουαζιέρα γαλαζοαίματων με τρικάταρτη φρεγάτα στη Νορβηγία, λέγεται ότι της έκανε παράφορα πρόταση γάμου, αφού πρώτα εκείνη θα ενηλικιωνόταν σε 4-5 χρόνια. Το πιο βέβαιο είναι ότι πάνω στο ίδιο σκαρί της έκανε φιγούρα επιδεικνύοντας την ξεχωριστή επιδεξιότητά του στην ιστιοπλοΐα.
Οσο για το περιβόητο ειδύλλιο με την Αλίκη, αυτό είχε πια μπει στην κατάψυξη. Οταν τον Ιούνιο του 1962 προσήλθε στην πρεμιέρα της παράστασης «Οδός Ονείρων» στο Θέατρο Μετροπόλιταν, όπου η Βουγιουκλάκη έπαιζε και ερμήνευε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, ρίγη παγωμάρας, αν και κατακαλόκαιρο, μεταδόθηκαν στους θεατές από την ψυχρή χειραψία τους. Με τη Βουγιουκλάκη μάλιστα καθιστή σνομπάροντας το πρωτόκολλο και αυτόν όρθιο. Το ενσταντανέ πήρε επικές διαστάσεις με την κατοπινή αμίμητη ατάκα της πρωταγωνίστριας «μια βασίλισσα δεν σηκώνεται ποτέ μπροστά σε έναν διάδοχο»!
Η άνοδος στον θρόνο
Στις 6 Μαρτίου του 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και ενθρονίστηκε ο 24χρονος Κωνσταντίνος βασιλιάς της Ελλάδας. Εξι και κάτι μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο, παντρευόταν στη Μητρόπολη Αθηνών τη γλυκύτατη 18χρονη Αννα-Μαρία μέσα σε ένα κακόγουστο ντελίριο λούσου και εξωφρενικής σπατάλης δημόσιων πόρων. Με συρροή έως κορεσμού γαλαζοαίματων, αδαμαντοστόλιστα στέμματα, άμαξες με θυρεούς που έσερναν ολόλευκα άτια και μια μεγαλειώδη δεξίωση στο Τατόι με 2.200 καλεσμένους, ελεγμένων προφανώς φρονημάτων, απ’ όλες τις τάξεις.
Μόνο που η Ελλάδα σε εκείνη τη φάση δεν χρειαζόταν έναν εστεμμένο σόουμαν που με το αζημίωτο θα πρόσφερε πανηγυριώτικο θέαμα και φολκλόρ παράτες στους πληβείους ξεμιζεριάζοντας, και καλά, την Ψωροκώσταινα. Απαιτούσε έναν σοβαρό αρχηγό κράτους. Υπό τη δεύτερη και πιο ουσιαστική ιδιότητά του, ο Κωνσταντίνος τα έκανε μπάχαλο μέσα σε μια τριετία που κάθισε στον θρόνο. Τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της χούντας και την έκπτωση από το αξίωμά του ο Κωνσταντίνος είχε την ευκαιρία να ανιχνεύσει τις αιτίες της αποτυχίας του κατά την τριετή θητεία του στον βασιλικό θρόνο.
Να διερευνήσει πώς αυτό που για τον ίδιο κάποτε ξεκινούσε με ένα κρεσέντο το οποίο κορυφωνόταν με το «όρτσα τα πανιά» θα κατέληγε σε θλιβερό ντιμινουέντο που έσβηνε με το «μια βαρκούλα βυθισμένη στα ρηχά». Παρά τα χρόνια αναστοχασμών με ποικιλίες ερμηνειών, τελικά, μέχρι το τέλος της ζωής του συμπέρασμα δεν έβγαλε. Ή μάλλον παρέθεσε μόνο τη δική του εκδοχή. Χωρίς τύψεις ή ενοχές. Ακριβώς γιατί η οπτική του δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το θεμελιώδες: αυτό που γι’ αυτόν συνιστούσε η βασιλική του υπόσταση και συγκρότηση. Από εκείνο τον μακρινό Δεκέμβριο του 1967 επέστρεψε μόνιμα στην πατρίδα μετά από περίπου μισό αιώνα.
Από μια άποψη, το ότι κρατήθηκε σε απόσταση σε ξένο τόπο κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας κρίνεται πως τον ευνόησε ώστε να μη δικαστεί και καταλήξει ισοβίτης όπως οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος. Παρατραβηγμένο. Ωστόσο εκείνη τη μεταβατική περίοδο προς τη Δημοκρατία, τα πάθη ήταν οξυμένα και όσοι είχαν υποφέρει αναζητούσαν δικαίωση. Στο πρόσωπό του πάντως το κύρος του θεσμού της μοναρχίας είχε ευτελιστεί και διασυρθεί προτού τελικά ξεριζωθεί. Ολα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.
Στις σελίδες της οποίας πάσχιζε να μην αποτελέσει μια υποσημείωση, μια ανορθογραφία, μια μουτζούρα. Διατεινόταν ότι του αρκούσε να τον θυμούνται ως τον άνθρωπο που έκανε τα πάντα στη ζωή του ώστε η λατρεμένη του χώρα να μην οδηγηθεί σε εμφύλια αιματοχυσία ή πόλεμο. Σεβαστό. Ατυχώς γι’ αυτόν στη συγκεκριμένη κατηγορία συνωστίζονται και αρκετοί άλλοι, ώστε μάταια διεκδικούσε με τη δική του στάση ένα τρόπαιο κεφαλαιώδους μοναδικότητας για την υστεροφημία του. Αν ως στερνό αντίο η Ιστορία τού επιφυλάσσει κάποια υπόμνηση, αυτή συνοπτικά εκτίθεται σε μία φράση: ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας.
Η διαμάχη με τον Γεώργιο Παπανδρέου και η φωτογραφία με τους δικτάτορες
Αντί να συμμαζέψει με σύνεση τη νεανική του απειρία στον θρόνο, εκτέθηκε ακόμη περισσότερο με την αβελτηρία του ανοίγοντας άγρια κόντρα με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας Γεώργιο Παπανδρέου. Του αρνήθηκε, κατά παραβίαση του Συντάγματος, να αναλάβει ο τελευταίος το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ο αποκαλούμενος «Γέρος της Δημοκρατίας» μετά από έντονη λογομαχία με τον βασιλιά στα ανάκτορα υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του από πρωθυπουργός. Στην ουσία, ο 25χρονος Κωνσταντίνος τον είχε πραξικοπηματικά αποπέμψει. Το ερέθισμα για τη δρομολόγηση ενός μαζικού αντιμοναρχικού ρεύματος είχε μόλις δρομολογηθεί.
Υλοποιήθηκε με μαζικές διαδηλώσεις και λαϊκές κινητοποιήσεις κατά τα λεγόμενα «Ιουλιανά» του 1965. Από τη μεριά του, ο Κωνσταντίνος όρκισε τη μία μετά την άλλη τις επονομαζόμενες «κυβερνήσεις των αποστατών», ανοίγοντας έναν μακρύ παρακμιακό κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνητικών σχημάτων. Είχε σπείρει ανέμους και αναπόδραστα θα θέριζε θύελλες. Στον απόηχο των Ιουλιανών ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιούσε το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Οι στίχοι ενός τραγουδιού «Κι ήταν που λέτε μια φορά οπού ’χαμε ένα βασιλιά, καλό ανθρωπάκι. / Ετσι μας άφησ’ η χαρά, κι έτσι μας ήρθε η συμφορά και το φαρμάκι» ήταν αντιπροσωπευτικοί των περιστάσεων και παράλληλα προφητικοί. Στον απελπιστικά συννεφιασμένο πολιτικό ορίζοντα πρόβαλλε κιόλας απειλητική η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Κι όταν αυτή ήρθε την 21η Απριλίου του 1967 με τους δόλιους, άξεστους, παραληρηματικούς συνταγματάρχες να καταλύσει τη δημοκρατία και τους νόμους της χώρας, ο άβουλος, ανασφαλής και φοβικός Κωνσταντίνος την αποδέχτηκε. Συμβίωσε αρμονικά μαζί της για οκτώ ολόκληρους μήνες.
Κατάντησε να επικοινωνεί παρασκηνιακά με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και το αγροίκο μπουλούκι των επίορκων συνταγματαρχαίων του, με μεσολαβητή τον χουντικό, αντικανονικά χειροτονημένο Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Κοτσώνη. Υποκρινόταν ότι δεν έβλεπε, δεν άκουγε, άρα δεν έβγαζε τσιμουδιά για τις πολιτικές διώξεις, τα βασανιστήρια, τα κυνηγητά, τις φυλακίσεις και τις εκτοπίσεις σε ξερονήσια. Το χειρότερο, είχε νομιμοποιήσει τη χούντα. Παραχώρησε ντροπιαστικά το όνομα, το πρόσωπο και το στέμμα του για να ορκιστούν ενώπιόν τους οι ελεεινοί πραξικοπηματίες. Ενα τραχύ τσούρμο ενόχων εσχάτης προδοσίας και στάσης που είχαν ευτελίσει τον όρκο και ατιμάσει τις στολές τους με το εθνόσημο.
Πολλά χρόνια αργότερα, ως τέως πια βασιλιάς, επιχείρησε να αιτιολογήσει το κίνητρο της φωτογράφησης μαζί τους κατά την ορκωμοσία της πρώτης χουντικής κυβέρνησης μέσα στο παλάτι! Ισχυρίστηκε πως επειδή ήταν απομονωμένος και δεν είχε καμία δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον ελληνικό λαό, αποφάσισε να ποζάρει με βλοσυρό βλέμμα και ενοχλημένο ύφος, σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως, ώστε να κάνει αντιληπτό ότι δεν υποστήριζε το πραξικόπημα. Παρ’ όλα αυτά στο ενσταντανέ άπαντες ήταν πιο συνοφρυωμένοι από τον ίδιο. Εκτός από τον φαιδρό Στυλιανό Παττακό που υπομειδιούσε χαιρέκακα καθώς με την τιποτένια παρέα του έβαζε τη χώρα στον γύψο.
Το αντικίνημα κατά της χούντας και γιατί απέτυχε
Οταν επί χούντας τον Σεπτέμβριο του 1967 ταξίδεψε στην Αμερική και μίλησε στο Κογκρέσο, του την έπεσαν δικαίως οι φιλελεύθεροι βουλευτές και γερουσιαστές της Ουάσινγκτον εγκαλώντας τον για τις παραβιάσεις στις ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην υπό την ηγεσία του Ελλάδα. Απάντησε αμήχανος με υπεκφυγές. Στο μυαλό του ήδη είχε φωλιάσει η ιδέα να ανατρέψει τους συνταγματάρχες. Στην «ιδιωτική» συνάντησή του με τον Λίντον Τζόνσον στον Λευκό Οίκο φέρεται να ανίχνευσε την πρόθεση του πρόεδρου των ΗΠΑ για πιθανή αποστολή πεζοναυτών, όπως στο Βιετνάμ, σε περίπτωση κρίσης των σχέσεών του με το στρατιωτικό καθεστώς. Ο πανύψηλος και πολιτικά έμπειρος Τεξανός αντιμετώπισε ευγενικά αυτόν τον Βαλκάνιο βασιλιά και διπλωματικά τού αρνήθηκε κάθε ανάμειξη. Ο Κωνσταντίνος μάλλον εξέλαβε την άρνηση του συνομιλητή του ως έμμεση συνηγορία για αυτόνομη δυναμική αναμέτρηση με τη χούντα των συνταγματαρχών.
Γύρισε στην Αθήνα και ξεκίνησε την οργάνωση του αντικινήματός του. Τόσο συνωμοτικά ώστε το σχολίαζαν στα κομμωτήρια του Παπάγου οι κυρίες των αξιωματικών και το συζητούσαν οι φαντάροι στα ΚΨΜ. Ηταν τόσο απόκρυφος ο σχεδιασμός για αστραπιαίες στρατιωτικές ενέργειες ώστε δύο μέρες πριν από την εκδήλωσή τους τις προανήγγειλαν φαρδιά πλατιά τόσο οι «Times» της Νέας Υόρκης όσο και η γαλλική «Le Monde». Και επειδή τα πραξικοπήματα εκδηλώνονται τα χαράματα για να πιάσουν, υποτίθεται, στον ύπνο τούς αντιπάλους τους, ο βασιλιάς πρωτοτύπησε!
Ξεκίνησε με στολή εκστρατείας στις 10.30 το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου του 1967 από την αεροπορική βάση της Δεκέλειας για την Καβάλα προκειμένου να βρίσκεται κοντά στην προσωρινή έδρα του Γ’ Σώματος Στρατού στην Κομοτηνή. Στο αεροπλάνο ανέβηκαν μαζί του η Αννα-Μαρία ντυμένη με γούνα και τα δύο μωρά τους, Αλεξία και Παύλος, με την νταντά τους και τον γυναικολόγο της βασίλισσας Βασίλειο Κουτήφαρη. Επιβιβάστηκαν ακόμη η βασίλισσα μητέρα Φρειδερίκη με το σκυλάκι της, η πριγκίπισσα Ειρήνη και ο αυλάρχης Λεωνίδας Παπάγος.
Το ίδιο αεροσκάφος φόρτωσε και τον απόστρατο αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Δόβα, υπηρεσιακό πρωθυπουργό στις αποκαλούμενες «εκλογές βίας και νοθείας του 1961», και το ανδρείκελο πρωθυπουργό της χούντας μέχρι εκείνη την ώρα Κωνσταντίνο Κόλλια, που τουρτούριζε από το κρύο καθώς είχε πάει στο καταχείμωνο για εκστρατεία χωρίς παλτό και καπέλο! Η παρέα των «κινηματιών» έφτασε στην Καβάλα και κατασκήνωσε πολυτελώς σε έναν όροφο του ξενοδοχείου «Αστήρ», όπου τους ανέμεναν οι ανακτορικοί θαλαμηπόλοι με τα μπαγκάζια του βασιλικού σογιού. Η ώρα είχε πάει 12 το μεσημέρι όταν ο Κωνσταντίνος πετάχτηκε ως την Κομοτηνή, απ’ όπου επέστρεψε άρον άρον γιατί είχε πιάσει χιονοθύελλα. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί από τη χούντα.
Το ηχογραφημένο διάγγελμα του Κωνσταντίνου μεταδόθηκε από τον περιορισμένης εμβέλειας ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας και είναι ζήτημα αν ακούστηκε ως την Ελασσόνα! Κάποιοι δικοί του στρατηγοί συνελήφθησαν, ενώ άλλοι συμβιβάστηκαν με το καθεστώς. Στις 3.20 το πρωί το παταγώδες φιάσκο αυτού του κινήματος-οπερέτα είχε ρίξει οριστική αυλαία. Ο βασιλιάς και η οικογένειά του πέταξαν από το αεροδρόμιο της Χρυσούπολης για τη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν ακόμη στην Ελλάδα, στις 9.30 το βράδυ, όταν η χούντα τον είχε κιόλας αντικαταστήσει ορκίζοντας αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη και πρωθυπουργό τον Παπαδόπουλο.
Ο κρατικός ραδιοσταθμός λοιδορούσε τον βασιλιά μεταδίδοντας ότι «οι συνωμότες και ο Κωνσταντίνος (σ.σ.: σκέτα) διαφεύγουν κρυπτόμενοι από χωρίου εις χωρίον». Την επομένη οι φωτογραφίες των βασιλέων ξηλώθηκαν απ’ όλα τα δημόσια κτίρια. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος με τους αφελείς χειρισμούς του είχε θωρακίσει ακόμη περισσότερο το τυραννικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Τυπικά θα παρέμενε επί πεντέμισι ακόμη χρόνια βασιλιάς εισπράττοντας πλήρως τη βασιλική επιχορήγηση.
Είχε μάλιστα ως «αντιστασιακός» στείλει από το Λονδίνο στον Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει του», μετά την αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη εναντίον του δικτάτορα. Το καλοκαίρι του 1973, όμως, η χούντα, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο ο Κωνσταντίνος δεν είχε αναμειχθεί, ανακήρυξε την Ελλάδα σε προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία με συντακτική πράξη, η οποία επικυρώθηκε με ψευτοδημοψήφισμα.
Το τηλεφώνημα του Καραμανλή που δεν έγινε ποτέ
Στο άνετο σπίτι στο Λονδίνο ονόματι Στάνγιαρντς, με πέντε σαλόνια, δέκα κρεβατοκάμαρες, εξωτερική θερμαινόμενη πισίνα, γήπεδο τένις και λιβάδι για ιππασία, υπέστη αναφορικά με τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα δύο αλλεπάλληλα σοκ: το πρώτο όταν τον Ιούλιο του 1974 η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρεε υπό το βάρος της προδοσίας στην Κύπρου. Τότε τον πήρε τηλέφωνο ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής για να του πει ότι επιστρέφει στη χώρα.
Σύμφωνα με εκμυστήρευση του Τζώρτζη Αθανασιάδη, διευθυντή τότε της εφημερίδας «Βραδυνή», που ήταν παρών στην τηλεφωνική συνδιάλεξη από το Παρίσι, ο πολιτικός παρακάλεσε τον Κωνσταντίνο να βρίσκεται σε ετοιμότητα πάνω στο τηλέφωνο. Του διαμήνυσε ότι θα τον ειδοποιήσει να γυρίσει και αυτός στην πατρίδα ώστε να ορκιστεί πολιτική κυβέρνηση ενώπιόν του ως συνταγματικά νόμιμου αρχηγού του κράτους. Ο εύπιστος και συχνά ευσυγκίνητος γαλαζοαίματος ξεροστάλιασε αγκαλιά με την τηλεφωνική συσκευή που του έμεινε αμανάτι. Κανείς δεν τον πήρε ποτέ πίσω. Δεν χτύπησε το τηλέφωνο ούτε για φάρσα. Εμεινε με αιωρούμενο το θεόρατο ερώτημα γιατί δεν τον κάλεσαν.
Δεν διανοήθηκε ότι για να τον σνομπάρουν τόσο περιφρονητικά εκείνες τις κρίσιμες πρώτες ώρες της Μεταπολίτευσης υπήρχαν πολύ σοβαροί λόγοι που σχετίζονταν με τη δική του αξιοπιστία για τον ρόλο του ως εγγυητή της ομαλότητας. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του να τολμήσει να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για να προσγειωθεί έγκαιρα στην Ελλάδα και να αξιώσει τα ηγεμονικά καθήκοντα, που, τέλος πάντων, πίστευε ότι δικαιούνταν. Εκτοτε ο Καραμανλής δεν είχε καμία προσωπική επαφή, ούτε συνομιλία με τον Κωνσταντίνο.
Πέντε μήνες αργότερα ο γαλαζοαίματος δέχτηκε το επόμενο συντριπτικό χτύπημα. Ενα χειμωνιάτικο βραδύ, βολεμένος στο σπίτι του στο Βόρειο Λονδίνο, θα έβλεπε όλες του τις βασιλικές προσδοκίες να καίγονται σαν κούτσουρα στο τζάκι του σαλονιού του. Εκεί ενημερώθηκε πως έχασε οριστικά και αμετάκλητα στο αδιάβλητο δημοψήφισμα για το Πολιτειακό της 8ης Δεκεμβρίου του 1974. Ο ελληνικός λαός με το συντριπτικό ποσοστό του 69,2% είχε τερματίσει οριστικά τη βασιλευόμενη δημοκρατία στη χώρα. Και μαζί της είχε βάλει τέλος στις μηχανορραφίες, δολοπλοκίες, παρασκηνιακές συναλλαγές και ωμές παρεμβάσεις του Παλατιού στο πολιτικό σκηνικό. Ο Κωνσταντίνος, στον οποίο δεν είχε επιτραπεί να έρθει στην Ελλάδα, υποστήριξε τις απόψεις του υπέρ της μοναρχίας μέσω βαρετών μαγνητοσκοπημένων τηλεοπτικών ομιλιών.
Δεν κατάφερε να μεταστρέψει το κλίμα, ούτε να πείσει τους ψηφοφόρους. Λογικό. Για τη θυμωμένη απέναντί του κοινή γνώμη ενσάρκωνε σε εκείνη τη φορτισμένη ιστορική φάση την απεχθή καρικατούρα που δεν ψέλλισε ούτε μία λέξη το 1973 για τη σφαγή στο Πολυτεχνείο. Δεν άρθρωσε κουβέντα μόλις έξι μήνες πριν για το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου από τη χούντα, που έδωσε στους Τούρκους το πρόσχημα το οποίο αναζητούσαν για την αιματηρή εισβολή τους στο νησί. Αυτός ο καλοαναθρεμμένος τύπος κατά την παραμονή του στο εξωτερικό επί δικτατορίας επεδίωκε συνάντηση με τη χουντική ηγεσία για τον διακανονισμό της άνευ όρων επιστροφής του στην Ελλάδα. Δεχόταν ακόμη και την ταπεινωτική για έναν άνακτα 24ωρη καθημερινή επιτήρησή του από ανθρώπους έμπιστους του καταπιεστικού καθεστώτος.
Στην πραγματικότητα, ήταν οι δικές του ασυγχώρητες ενέργειες που είχαν οδηγήσει στην καθολική απαξίωση και την πλήρη απονομιμοποίηση της βασιλικής δυναστείας στη χώρα. Στο δικό του πρόσωπο σφραγίστηκε το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα που διήρκεσε 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα. Ο ίδιος αποδέχτηκε με βαριά καρδιά την ήττα του στις κάλπες. Επιχείρησε στη συνέχεια κάποιες μικροσυνωμοσίες για την εκτροπή του πολιτεύματος με την εξουδετέρωση του Καραμανλή, τα βρήκε σκούρα και παράτησε τη μάταια προσπάθεια. Από τη μεριά του, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της λαϊκής βούλησης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε συγκρουστεί στο πρόσφατο παρελθόν σφοδρά με το Παλάτι, δήλωσε: «Ενα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους». Ηταν η χαριστική βολή για τον τέως βασιλιά.
Η συμφωνία για την περιουσία
Στο μακρύ διάστημα που διανύθηκε έως ότου κατασταλάξει στην επάνοδό του είχαν μεσολαβήσει μύρια όσα. Διεκδίκησε τη λεγόμενη «βασιλική περιουσία» και το 1991 ήρθε σε συμφωνία με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που του επέτρεπε να κάνει «εξαγωγή οικοσκευής» από το Τατόι. Τα ξημερώματα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς στις 17 Φεβρουαρίου του 1991 γέμισαν εννέα κοντέινερ με άγνωστο σε αριθμό και αδήλωτης αξίας κινητά αντικείμενα τα οποία γερανοί φόρτωσαν σε νταλίκες. Η «νομότυπη» μεταφορά τους από το Τατόι ξεσήκωσε την κατακραυγή. Για την έκπτωτη βασιλική οικογένεια ο χαρακτηρισμός της ως «ριφιφί» ήταν συκοφαντικός.
Η υπόθεση δεν έληξε εκεί. Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που επανήλθε δύο χρόνια μετά στην εξουσία, ακύρωσε την προηγούμενη συμφωνία και αφαίρεσε το 1994 από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια. Ο τέως βασιλιάς και τα μέλη της οικογένειάς του προσέφυγαν στα πολιτικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας καθώς και κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο. Υπολόγιζαν την περιουσία τους σε 161 εκατ. ευρώ τα οποία και απαιτούσαν. Τελικά τον Νοέμβριο του 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επιδίκασε ως αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ.
Το Ελληνικό Δημόσιο, επί κυβέρνησης Σημίτη, τους την απέδωσε και τα χρήματα εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών τον Μάρτιο του 2003. Η καταβολή του ποσού προήλθε από τον προϋπολογισμό φυσικών καταστροφών. Κάτι δηλαδή σαν αποζημίωση στους πληγέντες από τις ζημιές μιας λαίλαπας. Εν προκειμένω όμως ως ωφελημένη κρινόταν η θεομηνία που προσωποποιούνταν σε άτομα που δεν είχαν καταβάλει ποτέ φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της λεγόμενης «βασιλικής περιουσίας» τους.
Το χρήμα δεν το περιφρόνησε κανείς, αλλά η πληγή που βασάνιζε τον δικαιούχο του μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα παρέμενε χαίνουσα και ανεπούλωτη. Εντοπιζόταν στη μοναξιά ενός άλλοτε επίδοξου πρωταγωνιστή στον δημόσιο βίο που διένυε πια την 8η δεκαετία της ζωής του. Δεν του έλειπαν οι εγχώριες κοινωνικές συναναστροφές του. Μια χαρά περνούσε με τους περιστασιακούς, αλλά προσφιλείς συνδαιτυμόνες του: μεταξύ άλλων, το ζεύγος Αλέξανδρου Λυκουρέζου και Ζωής Λάσκαρη, τον δικηγόρο Στράτη Στρατήγη, τον επιχειρηματία και πρώην βασιλικό τελετάρχη Μαρίνο Γερουλάνο, τον εφοπλιστή και καναλάρχη Μίνω Κυριακού, τον αντιναύαρχο και πρώην υπουργό Αλέξανδρο Παπαδόγγονα, τον άλλοτε πιλότο της βασιλικής οικογένειας, αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση, Παύλο Ιωαννίδη, τους παλιούς φίλους και συμμαθητές από τα Ανάβρυτα, τη σχολή Ευελπίδων, τον Ναυτικό Ομιλο κ.λπ. κ.λπ.
Τα κακό ήταν πως με τα χρόνια αυτοί αραίωναν και οι ντόπιες παρέες του σκόρπιζαν λόγω βιολογικής φθοράς και ηλικιακής ανημπόριας. Με ποιους να μοιραστεί κοινές αναμνήσεις; Οι παλιοί αυλικοί, η γερασμένα ανακτορική καμαρίλα και τα αυλόδουλα αριστοκρατικά τζάκια του περασμένου αιώνα είχαν ξεθωριάσει ανεπιστρεπτί. Πριν από αυτούς είχαν βράσει τόσα πολλά χρόνια στο ζουμί έως ότου εξατμίστηκαν οι οργανώσεις των νοσταλγών της μοναρχίας. Και μετά ήλθε το τέλος...
Ειδήσεις σήμερα:
Εκλογικός Μάιος σε Τουρκία και Ελλάδα: Ο Ερντογάν δείχνει να το αποφάσισε, ο Μητσοτάκης το σκέφτεται
Νεπάλ: Λεπτό προς λεπτό η πτώση του αεροσκάφους με τους 72 επιβάτες - Δείτε βίντεο
Αυτοκίνητο πέφτει πάνω στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, νεκρός ο οδηγός
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα