Στην τελική ευθεία για την αγορά 20 μαχητικών αεροσκαφών F-35
21.02.2023
15:33
Οι συζητήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Αμερικανούς και το δικαίωμα άσκησης προαίρεσης για απόκτηση ακόμη 20 F-35
Στις συζητήσεις μεταξύ των επιτελών του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Αμυνας και των Αμερικανών από το Joint Strike Fighter Programme Office (JPO), η Ουάσινγκτον έχει προτείνει το 2028 ως το έτος ορόσημο που θα ξεκινήσει η παράδοση των πρώτων 20 F-35 που θα συγκροτήσουν την πρώτη μοίρα στην οποία θα ενταχθούν τα μαχητικά αεροσκάφη 5ης γενιάς.
Το 2028 προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός των 83 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στην έκδοση Viper και οι Αμερικανοί προτείνουν να ξεκινήσει αμέσως μετά το πρόγραμμα παραλαβής των F-35. Οι Αμερικανοί πωλητές εισηγούνται να παραδοθούν στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία τέσσερα F-35 το 2028, δύο το 2029, τρία το 2030, τρία το 2031, τέσσερα το 2032 και τα τελευταία τέσσερα F-35 το 2033. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους, σε αυτό το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων η Πολεμική Αεροπορία θα απορροφήσει ομαλά τα 5ης γενιάς μαχητικά αεροσκάφη, στήνοντας την πρώτη μοίρα όπου θα ενταχθούν οι εκπαιδευμένοι πιλότοι και πιστοποιημένοι τεχνικοί που θα στελεχώσουν την Top Gun μονάδα.
Το κόστος της αγοράς δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί επακριβώς. Οι Αμερικανοί της κατασκευάστριας εταιρείας Lockheed Martin έχουν εξηγήσει ότι το κόστος «fly away», δηλαδή χωρίς όπλα, για κάθε F-35Α ανέρχεται περίπου στα 80 εκατ. δολάρια. Μόνο για την αγορά των 20 πρώτων μαχητικών αεροσκαφών, χωρίς όπλα και δίχως να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για την εκπαίδευση των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας, θα απαιτηθούν 1,6 δισ. δολάρια. Αν προστεθεί το κόστος για τις υποδομές των F-35, τις εργασίες που θα γίνουν από ελληνικές εταιρείες, την εκπαίδευση των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας, τη βιβλιογραφία και τα απαιτούμενα ανταλλακτικά για την περίοδο από την παράδοση του 1ου μέχρι την παραλαβή του 20ού μαχητικού αεροσκάφους, ο προϋπολογισμός του προγράμματος μπορεί να εκτιναχθεί στα 3,5-3,7 δισ. δολάρια.
Αυτό θα είναι το τίμημα για την αγορά των 20 πρώτων F-35 που έχει αποφασίσει να αποκτήσει η κυβέρνηση για τη μετάβαση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη νέα γενιά της αεροπορικής πραγματικότητας. Στο κόστος της παραγγελίας έχει προϋπολογιστεί η αγορά τεσσάρων εξομοιωτών πτήσης που επί της ουσίας είναι το ίδιο το F-35 χωρίς τον κινητήρα. Για να εκπαιδεύονται στο έδαφος οι χειριστές που θα αναλάβουν να πετούν τα πανάκριβα μαχητικά αεροσκάφη, ο προσφερόμενος εξομοιωτής αποτελείται απ’ όλα τα συστήματα του F-35, χωρίς το «κέλυφος» και τον κινητήρα, οι λειτουργίες του οποίου αποτυπώνονται στον θόλο του αποκαλούμενου simulator. Πόσο κοστίζουν οι τέσσερις εξομοιωτές για τα F-35; Σχεδόν 220 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου όσο τρία καινούρια αεροσκάφη!
Ομως, στον σύνθετο και δαιδαλώδη κόσμο των αμυντικών δαπανών, τίποτα δεν είναι απλό, εκτός της επιλογής του όπλου που θα αγοραστεί. Μετά την απόφαση αγοράς των αμερικανικών μαχητικών F-35 -που θεωρούνται αυτή τη στιγμή ό,τι καλύτερο- απομένει να αποφασιστεί η μορφή της συμφωνίας γι’ αυτή την αγορά. Η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: να πάρει τα αεροσκάφη χωρίς να εμπλακεί σε συμφωνίες συμπαραγωγής κάποιων τμημάτων τους, ή να κλείσει συμφωνίες βιομηχανικής συνεργασίας ώστε η παραγωγή ορισμένων μερών του αεροσκάφους και του εξοπλισμού του να αναληφθεί από ελληνικές εταιρείες, εισπράττοντας και τα αντίστοιχα ποσά από τις εξαγωγές αυτών που θα παράγονται.
Η απόφαση δεν είναι απλή διότι η συμμετοχή στην παραγωγή απαιτεί επένδυση, δηλαδή χρήματα, και αυτό επιβαρύνει τον προϋπολογισμό. Ομως η επένδυση αυτή μπορεί να έχει μεγάλη οικονομική απόδοση, προφανώς θα αναβαθμίσει τεχνολογικά την ελληνική αμυντική βιομηχανία, θα προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία και θα εξασφαλίσει πολλές και υψηλού επιπέδου θέσεις εργασίας στον αεροναυπηγικό και τεχνολογικό εν γένει κλάδο.
Τι θα διαλέξει η ελληνική κυβέρνηση ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα ακόμη. Υπάρχει όμως ένας «οδηγός» για την απόφαση της Αθήνας: Τι έκαναν οι άλλοι. Τι έκαναν οι άλλες χώρες που απέκτησαν F-35. Ολες λοιπόν ανεξαιρέτως οι χώρες που διαθέτουν ή έχουν παραγγείλει F-35 έχουν υπογράψει συμφωνίες SSI (Βιομηχανικής Συνεργασίας και Ασφάλειας Εφοδιασμού).
Κάποιες από τις χώρες συμμετείχαν από την αρχή με σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή του αεροσκάφους και κάποιες άλλες αποφάσισαν την αγορά του αφού κατασκευάστηκε. Ολες όμως ανεξαιρέτως που μπήκαν στο κλειστό club εκείνων που εξοπλίζονται με τα υπερσύγχρονα F-35 συμμετέχουν στην παραγωγή τμημάτων του αεροσκάφους και εισπράττουν εξάγοντας αυτά που παράγουν.
Επιπλέον, αποφεύγουν να αναλάβουν το ρίσκο παραλαβής που συνδέεται με το αν διαθέτουν τις απαιτούμενες υποδομές. Το ρίσκο παραμένει στην κατασκευάστρια εταιρεία, τη Lockheed Martin.
Το 2028 προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός των 83 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στην έκδοση Viper και οι Αμερικανοί προτείνουν να ξεκινήσει αμέσως μετά το πρόγραμμα παραλαβής των F-35. Οι Αμερικανοί πωλητές εισηγούνται να παραδοθούν στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία τέσσερα F-35 το 2028, δύο το 2029, τρία το 2030, τρία το 2031, τέσσερα το 2032 και τα τελευταία τέσσερα F-35 το 2033. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους, σε αυτό το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων η Πολεμική Αεροπορία θα απορροφήσει ομαλά τα 5ης γενιάς μαχητικά αεροσκάφη, στήνοντας την πρώτη μοίρα όπου θα ενταχθούν οι εκπαιδευμένοι πιλότοι και πιστοποιημένοι τεχνικοί που θα στελεχώσουν την Top Gun μονάδα.
Το κόστος της αγοράς δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί επακριβώς. Οι Αμερικανοί της κατασκευάστριας εταιρείας Lockheed Martin έχουν εξηγήσει ότι το κόστος «fly away», δηλαδή χωρίς όπλα, για κάθε F-35Α ανέρχεται περίπου στα 80 εκατ. δολάρια. Μόνο για την αγορά των 20 πρώτων μαχητικών αεροσκαφών, χωρίς όπλα και δίχως να συμπεριλαμβάνεται η δαπάνη για την εκπαίδευση των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας, θα απαιτηθούν 1,6 δισ. δολάρια. Αν προστεθεί το κόστος για τις υποδομές των F-35, τις εργασίες που θα γίνουν από ελληνικές εταιρείες, την εκπαίδευση των χειριστών της Πολεμικής Αεροπορίας, τη βιβλιογραφία και τα απαιτούμενα ανταλλακτικά για την περίοδο από την παράδοση του 1ου μέχρι την παραλαβή του 20ού μαχητικού αεροσκάφους, ο προϋπολογισμός του προγράμματος μπορεί να εκτιναχθεί στα 3,5-3,7 δισ. δολάρια.
Αυτό θα είναι το τίμημα για την αγορά των 20 πρώτων F-35 που έχει αποφασίσει να αποκτήσει η κυβέρνηση για τη μετάβαση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη νέα γενιά της αεροπορικής πραγματικότητας. Στο κόστος της παραγγελίας έχει προϋπολογιστεί η αγορά τεσσάρων εξομοιωτών πτήσης που επί της ουσίας είναι το ίδιο το F-35 χωρίς τον κινητήρα. Για να εκπαιδεύονται στο έδαφος οι χειριστές που θα αναλάβουν να πετούν τα πανάκριβα μαχητικά αεροσκάφη, ο προσφερόμενος εξομοιωτής αποτελείται απ’ όλα τα συστήματα του F-35, χωρίς το «κέλυφος» και τον κινητήρα, οι λειτουργίες του οποίου αποτυπώνονται στον θόλο του αποκαλούμενου simulator. Πόσο κοστίζουν οι τέσσερις εξομοιωτές για τα F-35; Σχεδόν 220 εκατ. δολάρια, δηλαδή περίπου όσο τρία καινούρια αεροσκάφη!
Ομως, στον σύνθετο και δαιδαλώδη κόσμο των αμυντικών δαπανών, τίποτα δεν είναι απλό, εκτός της επιλογής του όπλου που θα αγοραστεί. Μετά την απόφαση αγοράς των αμερικανικών μαχητικών F-35 -που θεωρούνται αυτή τη στιγμή ό,τι καλύτερο- απομένει να αποφασιστεί η μορφή της συμφωνίας γι’ αυτή την αγορά. Η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: να πάρει τα αεροσκάφη χωρίς να εμπλακεί σε συμφωνίες συμπαραγωγής κάποιων τμημάτων τους, ή να κλείσει συμφωνίες βιομηχανικής συνεργασίας ώστε η παραγωγή ορισμένων μερών του αεροσκάφους και του εξοπλισμού του να αναληφθεί από ελληνικές εταιρείες, εισπράττοντας και τα αντίστοιχα ποσά από τις εξαγωγές αυτών που θα παράγονται.
Η απόφαση δεν είναι απλή διότι η συμμετοχή στην παραγωγή απαιτεί επένδυση, δηλαδή χρήματα, και αυτό επιβαρύνει τον προϋπολογισμό. Ομως η επένδυση αυτή μπορεί να έχει μεγάλη οικονομική απόδοση, προφανώς θα αναβαθμίσει τεχνολογικά την ελληνική αμυντική βιομηχανία, θα προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία και θα εξασφαλίσει πολλές και υψηλού επιπέδου θέσεις εργασίας στον αεροναυπηγικό και τεχνολογικό εν γένει κλάδο.
Τι θα διαλέξει η ελληνική κυβέρνηση ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα ακόμη. Υπάρχει όμως ένας «οδηγός» για την απόφαση της Αθήνας: Τι έκαναν οι άλλοι. Τι έκαναν οι άλλες χώρες που απέκτησαν F-35. Ολες λοιπόν ανεξαιρέτως οι χώρες που διαθέτουν ή έχουν παραγγείλει F-35 έχουν υπογράψει συμφωνίες SSI (Βιομηχανικής Συνεργασίας και Ασφάλειας Εφοδιασμού).
Κάποιες από τις χώρες συμμετείχαν από την αρχή με σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή του αεροσκάφους και κάποιες άλλες αποφάσισαν την αγορά του αφού κατασκευάστηκε. Ολες όμως ανεξαιρέτως που μπήκαν στο κλειστό club εκείνων που εξοπλίζονται με τα υπερσύγχρονα F-35 συμμετέχουν στην παραγωγή τμημάτων του αεροσκάφους και εισπράττουν εξάγοντας αυτά που παράγουν.
Επιπλέον, αποφεύγουν να αναλάβουν το ρίσκο παραλαβής που συνδέεται με το αν διαθέτουν τις απαιτούμενες υποδομές. Το ρίσκο παραμένει στην κατασκευάστρια εταιρεία, τη Lockheed Martin.
Το ζήτημα
Η αγορά των αμερικανικών πολεμικών αεροπλάνων F-35 που κατασκευάζει η Lockheed Martin είναι αναμφίβολα καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της ισχύος της Ελλάδας στο Αιγαίο. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι δεν θα πουλήσουν F-35 στην Τουρκία, αφού η γειτονική χώρα επέλεξε να προμηθευτεί τους πυραύλους S-400 από τους Ρώσους. Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αποφάσισε -και το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε- την απόκτηση 20 αεροσκαφών F-35.Μέχρι εδώ όλα είναι απλά και ξεκάθαρα. Το ζήτημα όμως που προκύπτει τώρα είναι αν η αγορά αυτή θα συνοδευτεί από συμβόλαια βιομηχανικής και τεχνολογικής συνεργασίας με την αμερικανική εταιρεία ή όχι. Και εδώ αρχίζουν οι «παρεξηγήσεις», διότι αυτά τα συμβόλαια ανεβάζουν το κόστος για τον ελληνικό προϋπολογισμό. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το κόστος αυξάνεται σημαντικά, συνεπώς αποκλείουν αυτή τη συνεργασία.
Τα πράγματα όμως ίσως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η διαδικασία για τη διαμόρφωση της τελικής συμφωνίας είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Η κατασκευάστρια εταιρεία περιγράφει τα έργα και τις επενδύσεις σε υποδομές που πρέπει να γίνουν για να παραληφθούν τα αεροσκάφη. Προτείνει επίσης τη συνεργασία για την κατασκευή αυτών των υποδομών, τις οποίες εμείς, αν δεν συνεργαστούμε, θα πρέπει να φτιάξουμε ούτως ή άλλως μόνοι μας, μη διαθέτοντας όμως το know how για την κατασκευή τους. Συνεπώς, το αν θα παραλάβουμε τελικά ή όχι τα αεροπλάνα θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρουμε να φτιάξουμε αυτό το σύστημα υποδομών που απαιτείται για την παραλαβή τους.
Το πόσο θα κοστίσει αυτή η επένδυση είναι επίσης θέμα διαπραγματεύσεων. Διότι η κατασκευάστρια εταιρεία εξηγεί τι χρειάζεται να γίνει και την επένδυση που απαιτείται για κάθε υποδομή και η ελληνική πλευρά αποφασίζει αν και τι θα διαλέξει να φτιάξει από κοινού ή μόνη της. Τελικά το πόσα χρήματα θα επενδύσουμε για τις υποδομές εξαρτάται από εμάς.
Για να γίνει όμως όλη αυτή η διαδικασία χρειάζεται η ελληνική κυβέρνηση να καλέσει την αμερικανική εταιρεία να της στείλει αυτή την προσφορά. Αν δεν την καλέσει τώρα, δεν μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει τη συμμετοχή της αμερικανικής εταιρείας. Και εξάλλου η πρόσκληση δεν δεσμεύει σε τίποτα την ελληνική πλευρά, δεν δεσμευόμαστε δηλαδή ότι θα αγοράσουμε αυτά που πουλάνε, απλώς θα τα εξετάσουμε και θα αποφασίσουμε.
Διάφορα ποσά που ακούγονται σχετικά με το πόσο θα κοστίσουν αυτές οι επενδύσεις είναι εικονικά, είναι στα χαρτιά, δηλαδή ένα θεωρητικό ποσό για το οποίο έχει δώσει την έγκρισή του το Κογκρέσο. Είναι το μέγιστο ποσό που καλύπτει η συμφωνία, δεν είναι το ποσό που πράγματι θα εκταμιευτεί και αυτό διότι το Κογκρέσο πάντα αποφασίζει ένα διευρυμένο όριο budget για να μη χρειάζονται μελλοντικά νέες εγκρίσεις για τυχόν υπερβάσεις των αρχικών προϋπολογισμών. Ολες οι συμφωνίες που είχαμε μέχρι σήμερα πάντα είχαν υπόλοιπα (20%-35%) χαμηλότερα από την οροφή. Τα υπόλοιπα αυτά είτε επιστρέφονταν στη χώρα, είτε χρησιμοποιούνταν από την Πολεμική Αεροπορία για επιπλέον αγορές ανταλλακτικών κ.λπ.
Το ποσό που τελικά πραγματικά θα πληρώσουμε είναι αυτό που θα αποφασίσουμε εμείς, ανάλογα με το ποια μορφή συνεργασίας θα επιλέξουμε. Και το ποια μορφή συνεργασίας θα επιλέξουμε εξαρτάται από το πόσο θέλουμε να αξιοποιήσουμε αυτή τη συμφωνία για ανάπτυξη εδώ, μέσα στην Ελλάδα, από την ΕΑΒ, κάποιων ηλεκτρονικών κυρίως συστημάτων που εμπλουτίζουν το αεροσκάφος και αυξάνουν σημαντικά την ισχύ του.
Τι έκαναν οι άλλοι
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι χώρες που αποφάσισαν και προμηθεύτηκαν αυτά τα αεροπλάνα είτε συμμετείχαν από την αρχή στην κατασκευή τους, είτε προχώρησαν στην τελική φάση σε σχετικές συνεργασίες - οι συνεργασίες αυτές ονομάζονται συμφωνίες Βιομηχανικής Συνεργασίας και Ασφάλειας Εφοδιασμού (SSI). Τέτοιες συμφωνίες έχουν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Δανία, η Νορβηγία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Ελβετία. Σε διαδικασία προχωρημένων συζητήσεων για την προμήθεια του F-35 βρίσκεται και η Τσεχία και φυσικά η Ελλάδα.
Εκτός από χώρες της Ευρώπης, η λίστα των πελατών μέσω προγραμμάτων συνεργασίας περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Οι συμφωνίες αυτές υπογράφηκαν προκειμένου οι χώρες αυτές μέσω μεταφοράς τεχνολογίας και επενδύσεων να συμμετάσχουν με την τοπική βιομηχανία τους τόσο στην κατασκευή μερών του αεροσκάφους όσο και στη μακροχρόνια υποστήριξη των εργασιών συντήρησής του εξασφαλίζοντας την προστασία ουσιωδών συμφερόντων εθνικής ασφάλειας (Essential Security Interests-ESI), αυτονομία, θέσεις εργασίας και άλλα οικονομικά και βιομηχανικά οφέλη.
Ιταλία και Φινλανδία
Η Ιταλία αποτελεί σημαντικό εταίρο του προγράμματος F-35, καθώς συμμετείχε στην αρχική φάση εξέλιξης με επένδυση περί τα 2,2 δισ. δολάρια για βιομηχανικές υποδομές και συμμετοχή που σχετίζεται με το πρόγραμμα. Ως αντάλλαγμα, η χώρα διαθέτει μια υπερσύγχρονη γραμμή παραγωγής (μία εκ των τριών μετά το Τέξας και τη Ναγκόγια στην Ιαπωνία) κατασκευάζοντας και τα συγκροτήματα πλήρους πτέρυγας του F-35. Από την επένδυση αυτή πήραν ήδη υποκατασκευαστικό έργο ύψους 10 δισ. δολαρίων πάνω από 30 ιταλικές εταιρείες σε ολόκληρη τη χώρα, κάτι που αναμένεται να αυξηθεί με βάση την υπάρχουσα δυναμική του προγράμματος, καθώς η λίστα των χωρών που θα αποκτήσουν F-35 συνεχώς μεγαλώνει.
Η Φινλανδία υπέγραψε τη συμφωνία για την αγορά 64 F-35A, με σημαντική βιομηχανική συμμετοχή, στις 11 Φεβρουαρίου του 2022. Τα κύρια προγράμματα βιομηχανικής συνεργασίας που συμφωνήθηκαν περιλαμβάνουν την μπροστινή άτρακτο, παραγωγή δομικών εξαρτημάτων, καθώς και δυνατότητες συντήρησης. Επιπλέον, η Φινλανδία θα έχει και το έργο τελικής συναρμολόγησης κινητήρα για τα αεροσκάφη της Πολεμικής της Αεροπορίας. Συνέπεια της βιομηχανικής συμμετοχής στην εγχώρια απασχόληση θα είναι άμεσα 4.500 θέσεις άμεσες και 1.500 έμμεσες θέσεις εργασίας τον χρόνο.
Τα οφέλη για την Ελλάδα
Μία συμφωνία Ασφάλειας Εφοδιασμού και Πληροφοριών (SSI) που θα γίνει μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του κατασκευαστή του αεροσκάφους, στο πλαίσιο της διακρατικής σύμβασης αγοράς των F-35, θα βοηθήσει τη χώρα και την αμυντική της βιομηχανία ώστε να εξελιχθεί ως ένας εθνικά σημαντικός κόμβος αεροδιαστημικής τεχνολογίας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η συνεργασία αυτή έχει τεράστια στρατηγική και οικονομική σημασία, καθότι η υλοποίηση συμφωνίας SSI με αποκλειστικό γνώμονα την εμπλοκή της αμυντικής μας βιομηχανίας στο πρόγραμμα του F-35 θα μεγιστοποιούσε την απόδοση της επένδυσής μας σε F-35 και θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη των τομέων προηγμένης τεχνολογίας.
Μέσω της συμφωνίας αυτής πολλές ελληνικές βιομηχανίες θα ενισχυθούν, καθώς τα έργα που θα εξασφαλιστούν και θα υλοποιηθούν θα φέρουν πρωτοποριακές τεχνολογικές υποδομές και οφέλη, επεκτείνοντας τις δεξιότητες και τις γνώσεις της ελληνικής βιομηχανίας και παρέχοντας θέσεις εργασίας υψηλής τεχνολογίας στη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες.
Με λίγα λόγια, η δύναμη του προγράμματος F-35 πηγάζει από πολυεπίπεδες, στρατηγικές συνεργασίες με τη βιομηχανία. Το πρόγραμμα F-35 δίνει την ευκαιρία και βασίζεται σε αυτές τις συνεργασίες προκειμένου να γίνουν «στοχευμένες» επενδύσεις στην οικονομία της χώρας που το επιλέγει. Η συνεργασία αυτή θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας στην κατασκευή, στη διατήρηση, στην εκπαίδευση, στην έρευνα και την ανάπτυξη σε τεχνολογικούς τομείς σε βάθος χρόνου.
TO KΟΣΤΟΣ
Το κόστος για κάθε F-35Α χωρίς όπλα ανέρχεται περίπου στα 80 εκατ. δολάρια. Μόνο για την αγορά των 20 πρώτων μαχητικών αεροσκαφών χωρίς όπλα θα απαιτηθούν 1,6 δισ. δολάρια. Αν προστεθεί το κόστος για τις υποδομές των F-35, τις εργασίες που θα γίνουν από ελληνικές εταιρείες, την εκπαίδευση των χειριστών, τη βιβλιογραφία και τα απαιτούμενα ανταλλακτικά για την περίοδο από την παράδοση του 1ου μέχρι την παραλαβή του 20ού μαχητικού αεροσκάφους, ο προϋπολογισμός του προγράμματος μπορεί να εκτιναχθεί στα 3,5-3,7 δισ. δολάρια
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η Ελλάδα έχει δύο επιλογές: να πάρει τα αεροσκάφη ή να κλείσει συμφωνίες βιομηχανικής συνεργασίας, ώστε η παραγωγή ορισμένων μερών του αεροσκάφους και του εξοπλισμού του να αναληφθεί από ελληνικές εταιρείες. Η συμμετοχή στην παραγωγή απαιτεί επένδυση και αυτό επιβαρύνει τον Προϋπολογισμό. Ομως, η επένδυση αυτή μπορεί να έχει μεγάλη οικονομική απόδοση, θα προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία και θα εξασφαλίσει πολλές και υψηλού επιπέδου θέσεις εργασίας στον αεροναυπηγικό και τεχνολογικό εν γένει κλάδο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr