Έρωτας και εξουσία στον αιώνα της Μαργαρίτας Παπανδρέου
20.09.2023
11:55
Σε λίγες μέρες ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100α της γενέθλια χωρίς να έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο την πνευματική της διαύγεια. Νύφη, σύζυγος και μητέρα πρωθυπουργού, πάντα κινούνταν στα γρανάζια της εξουσίας - Ποια είναι όμως πραγματικά;
Ο «αιώνας της Μαργαρίτας» θα μπορούσε να συνοψίζεται απλώς στις δύο λέξεις που η ίδια επέλεξε για τον τίτλο της αυτοβιογραφίας της («Ερωτας και Εξουσία»), εφόσον η ζωή της μέχρι σήμερα και λίγες ημέρες πριν από τα εκατοστά γενέθλιά της εξελίχθηκε σαν ένα διάνυσμα με απρόβλεπτες κορυφώσεις και κατακρημνίσεις, παραμένοντας όμως πάντοτε σε κίνηση ανάμεσα στους δύο σταθερούς άξονες αναφοράς, τον έρωτα και την εξουσία. Ωστόσο, είχε άραγε η Μαργαρίτα Παπανδρέου έρωτα για την εξουσία, όπως την κατηγόρησαν οι εκάστοτε επικριτές και εχθροί της, άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι λίγο-πολύ η εξήγηση για το ποια πραγματικά είναι η Μαργαρίτα Παπανδρέου, ποιο είναι το κίνητρο που την ωθούσε να δρα σε καθέναν από τους επιμέρους τομείς της ύπαρξής της, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό-οικογενειακό βίο της.
Και εάν θα μπορούσε να έχει ένα παράπονο, αυτό δεν θα είχε να κάνει με το ποιοι και γιατί τη μίσησαν - ή, εξίσου, το ποιοι και γιατί την αγάπησαν. Το μόνιμο υφέρπον παράπονο της Μαργαρίτας Παπανδρέου θα μπορούσε να είναι μάλλον ότι ποτέ δεν την κατάλαβαν όσο η ίδια θα ήθελε. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα και ακόμη πιο συγκεκριμένα στα 80s, την εποχή των μεγάλων πολιτικο-κοινωνικών ανατροπών και των μεταμορφώσεων, απειροελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν π.χ. πώς ήταν δυνατόν μια αστή Αμερικανίδα και δη σύζυγος πρωθυπουργού να διαδηλώνει στο Σύνταγμα για τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ελληνίδων.
Ο εισαγόμενος «πολιτισμένος» ακτιβισμός της Μαργαρίτας και ακόμη λιγότερο η «σοσιαλιστική» ιδεολογία της αποτελούσαν την ιδανική συνταγή για ντόπιες συγχύσεις και παρεξηγήσεις. Διότι ο «σοσιαλισμός made in USA» της Μαργαρίτας (ένας ρομαντικός ανθρωπισμός στο πνεύμα του Διαφωτισμού, με ισχυρές δόσεις φεμινισμού κ.λπ.) μόνο κατ' όνομα θα μπορούσε να συνυπάρξει με τον σοσιαλισμό αλά ΠΑΣΟΚ, ασχέτως εάν ούτε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ είχε αποκρυσταλλωμένη άποψη για το δικό του σοσιαλιστικό πρόταγμα. Εξάλλου επρόκειτο για μια πολιτική παράταξη-πανσπερμία στην οποίαν στοιχίζονταν, κάτω από τις φτερούγες του χαρισματικού ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου, σχεδόν οι πάντες: από μεταρρυθμιστές, φιλοδυτικοί και εκσυγχρονιστές έως παθιασμένοι αντιαμερικανοί που κραύγαζαν αγκαζέ με το ΚΚΕ «έξω οι βάσεις του θανάτου», μαρξίζοντες διανοούμενοι και οικονομολόγοι δίπλα σε βετεράνους της αντιδικτατορικής αντίστασης ή ακόμη και στον πολέμαρχο του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Μέσα σε αυτό το εντελώς ιδιόμορφο και κάπως φολκλόρ πολυφωνικό περιβάλλον, η Μαργαρίτα Παπανδρέου πάσχιζε από την αρχή να αρθρώσει τον δικό της λόγο. Και πιο συχνά παρεξηγήθηκε παρά πέτυχε να ακουστεί, εφόσον κατά κανόνα η επικρατούσα προκατάληψη εις βάρος της ήταν ότι οι επιδιώξεις της είχαν να κάνουν ακριβώς με τον έρωτα και την εξουσία. Ενα τυχαίο παράδειγμα ανάμεσα σε αμέτρητα παρόμοια: τα Χριστούγεννα του 1986 η Μαργαρίτα, βαριά πληγωμένη από τις απροκάλυπτες ερωτοτροπίες του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Δήμητρα Λιάνη, αποφάσισε να περάσει μερικές ημέρες στη Ρόδο μαζί με φίλες της. Οπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, «αυτές οι χωριστές διακοπές ήταν η αφορμή για τον εξής τίτλο μιας “κίτρινης” εφημερίδας: “Γάμος αλά αμερικανικά”. Το έντυπο αναρωτιόταν “γιατί ο σουλτάνος και η Μάργκαρετ περνούν χωριστά τις μέρες των Χριστουγέννων;”. Η εφημερίδα υποστήριζε πως ήμουν έξαλλη επειδή ο Ανδρέας δεν μου έδινε τις πολιτικές εξουσίες που του ζητούσα, πως στον τελευταίο ανασχηματισμό είχε απομακρύνει υπουργούς που εγώ προωθούσα, πως δεν έδινε αρκετές θέσεις σε μέλη της ΕΓΕ κι άλλα παρόμοια. Τους είχε ξεφύγει η ουσία - ή, συνειδητά, απέφευγαν να θίξουν τον πραγματικό λόγο».
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου μοιάζει να μην αποσύρθηκε ποτέ από μια κατάσταση εξέγερσης και διαρκούς πάλης με τα στερεότυπα. Από το 1948, δηλαδή από τότε που συνάντησε για πρώτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου τυχαία στον προθάλαμο του οδοντιατρείου ενός Ελληνοκύπριου στη Μινεσότα των ΗΠΑ και σίγουρα από το 1951, όταν τον παντρεύτηκε στο Ρίνο της Νεβάδα, φαίνεται να πασχίζει, ακόμη και σήμερα, στα 100 της, να φωνάξει με όλη τη δύναμή της και με το ίδιο ακατάβλητο πείσμα ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν είναι αυτό που βιάζεται να πιστέψει ο κόσμος. Δεν είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες στην παγκόσμια ιστορία που συνδέθηκε με τρεις πρωθυπουργούς. Δεν είναι μόνο η νύφη του Γεώργιου και η μητέρα του Γιώργου. Και, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ μόνο η σύζυγος του Ανδρέα, αρχικά η «ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας» και αργότερα η «απατημένη ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας».
Με αφορμή το ορόσημο των 100ών γενεθλίων της θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς ότι η ζωή της Μαργαρίτας Παπανδρέου είναι μια αδιάκοπη μάχη με τον ετεροκαθορισμό, μια ατελείωτη απόπειρα να δραπετεύσει από τη βαριά σκιά των ανδρών που την περιστοίχιζαν. Μια μάχη για να αποδείξει ότι η ίδια αξίζει την προσοχή της Ιστορίας ως αυτόφωτη και αυτοδύναμη ανεξάρτητη γυναίκα, καθόλα ισότιμη με τον άνδρα της ζωής της, αν μη τι άλλο, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Το φτωχό κορίτσι από το Σικάγο
Σήμερα, με την ψύχραιμη έποψη που επιτρέπει η χρονική απόσταση από την εποχή της τακτικής παρουσίας της στο προσκήνιο (και το παρασκήνιο, κατ' ανάγκην) της ελληνικής πολιτικής, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί με αρκετή βεβαιότητα ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν υπήρξε μια γυναίκα που μέθυσε ή -ακόμη χειρότερα- εθίστηκε με την όποια ισχύ απέκτησε ως Πρώτη Κυρία. Ισως διότι η ίδια αντιλαμβανόταν ανέκαθεν, ρομαντικά και ιδεαλιστικά, ότι η οικογένειά της είχε την αποστολή να αλλάξει τον κόσμο, ξεκινώντας προφανώς από τη διακυβέρνηση της Ελλάδας. Γι' αυτό ήταν η Μαργαρίτα εκείνη που θεώρησε υπέρτατο καθήκον της να εμποδίσει, φερ' ειπείν, τον Ανδρέα Παπανδρέου να εγκαταλείψει εντελώς την πολιτική ύστερα από το απογοητευτικό 13,58%, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, τον Νοέμβριο του 1974. Και ήταν επίσης η Μαργαρίτα Παπανδρέου κυρίως εκείνη που οραματίστηκε ότι τα παιδιά της είχαν ως αναπόδραστο πεπρωμένο το να διαδεχθούν τον πατέρα και τον παππού τους ως πρωθυπουργοί της Ελλάδας.
Εν τέλει σε αυτό το αξίωμα δοκιμάστηκε μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου, τον οποίο η Μαργαρίτα στήριξε όσο κανένας άλλος στις πλέον κρίσιμες στιγμές της ταραχώδους θητείας του - και δεν έπαψε ποτέ να τον στηρίζει, υψώνοντας μητρική ασπίδα απέναντι στις ομοβροντίες ψόγων για την υπαγωγή της Ελλάδας στην κηδεμονία του ΔΝΤ, την ιδέα περί έκτακτου δημοψηφίσματος το 2011 κ.λπ. Παρεμπιπτόντως, η οσονούπω εκατοντούτης (γεννήθηκε την 30ή Σεπτεμβρίου 1923) Μαργαρίτα, χωρίς να έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο την πνευματική της διαύγεια, τα τελευταία χρόνια διαμένει μαζί με τον τέως πρωθυπουργό ΓΑΠ στο Παλαιό Φάληρο. Σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον της οικογένειας, εκτός από κάποια αναμενόμενα κινητικά προβλήματα, η κυρία Παπανδρέου χαίρει υγείας θεαματικά αναντίστοιχης με την ηλικία της.
Στη διάρκεια αυτών των 100 χρόνων, περισσότερες της μιας ζωής μοιάζουν να χώρεσαν σε μία. Η Μάργκαρετ ξεκίνησε ως η πρωτότοκη από τις πέντε κόρες του χρονίως άνεργου και περιστασιακώς μεροκαματιάρη Ντάγκλας Τσαντ, κάποιου που όπως εκατομμύρια Αμερικανοί εξωθήθηκε στο κοινωνικό περιθώριο μετά το Κραχ και τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930. Κατέληξε «Πρώτη Κυρία» και σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής στην άλλη άκρη του πλανήτη.
Η Μάργκαρετ Τσαντ γεννήθηκε πριν από έναν συναπτό αιώνα και μεγάλωσε στο Οουκ Παρκ του Ιλινόι, ένα προάστιο της μητρόπολης του Σικάγου. Η οικογένειά της διέθετε μια κάποια παράδοση εμπλοκής στην πολιτική, καθώς ο παππούς της, ως συνδικαλιστής στο σωματείο των υδραυλικών του Σικάγου, είχε θέσει υποψηφιότητα για το πολιτειακό νομοθετικό σώμα. Μετά το λύκειο η Μάργκαρετ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, όπου μεταξύ άλλων διαπίστωσε ότι τα οικονομικά δεν ήταν καθόλου της αρεσκείας της. Κάτι που θα αποδεικνυόταν σαρκασμός της μοίρας μια και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν καθηγητής Οικονομικών στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Οταν πρωταντίκρισαν ο ένας τον άλλον, τον Φεβρουάριο του 1948, η Μάργκαρετ ήταν 24 ετών και ο Ανδρέας 29. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν ακαριαία και ακατανίκητη. Εκείνη του συστήθηκε ακριβώς όπως ήταν, μια κοπέλα με ανήσυχο πνεύμα από φτωχή οικογένεια, η οποία σε εκείνη τη χρονική φάση προσπαθούσε να τελειώσει μια σχολή δημοσιογραφίας, ενώ παράλληλα ασκούσε οποιοδήποτε επάγγελμα θα της απέφερε κάποια ελάχιστα έσοδα, όπως σερβιτόρα, συνοδός λεωφορείου, ταμίας, υπάλληλος σε δημόσια βιβλιοθήκη, εργάτρια βιομηχανίας, βιδώτρια μεταλλικών εξαρτημάτων σε εργοστάσιο αεροσκαφών της Douglas Aircraft, βοηθός νοσηλεύτρια κ.ά. Παράλληλα, εμπλεκόταν σε δραστηριότητες στον κλάδο της δημόσιας υγείας, ενώ είχε ιδρύσει μια μικρή εταιρεία δημοσίων σχέσεων.
Εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με μια Ελληνίδα, τη Χριστίνα Ρασσιά, η οποία σπούδαζε Ιατρική. Διαισθανόμενη ότι η υπόθεση δεν θα είχε καλή εξέλιξη -και μάλλον δύσπιστη στις διαβεβαιώσεις του Ανδρέα πως επρόκειτο να χωρίσει αμέσως- η Μάργκαρετ προσπάθησε να καταπνίξει τα συναισθήματά της και να αποστασιοποιηθεί. Εφτασε μάλιστα έως του σημείου να παντρευτεί με έναν μεταπτυχιακό συμφοιτητή της. Τελικά όμως η Μάργκαρετ, ύστερα από τα απαραίτητα διαζύγια αμφοτέρων, κατέληξε να ενωθεί διά βίου, σε μη θρησκευτική τελετή, με τον Ελληνα διαπρεπή οικονομολόγο, ο οποίος διέθετε το σπινθηροβόλο flair και τον μαγνητισμό προσωπικότητας που την είχαν καταγοητεύσει.
Ελλάδα, χούντα, εξορία
Μετά από τον γάμο το νιόπαντρο ζεύγος εγκαταστάθηκε στη Μινεσότα όπου, εκτός των άλλων ενασχολήσεών τους, η Μάργκαρετ και ο Ανδρέας θα συμμετείχαν στον ατελέσφορο, όπως θα αποδεικνυόταν προς μεγάλη απογοήτευσή τους, προεκλογικό αγώνα του Αντλάι Στίβενσον B’. Ο κυβερνήτης του Ιλινόι διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ ως υποψήφιος των Δημοκρατικών, μολονότι ήταν πασιφανές πως δεν είχε καμία τύχη απέναντι στον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Μερικά χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1960, ο Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε ευγενικά από τη Μάργκαρετ να εξελληνίσει το μικρό της όνομα διότι το μέλλον του Ανδρέα δεν θα μπορούσε παρά να τον οδηγήσει στη διαδοχή του πατέρα του ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πολιτικής. Η συναίνεση της Μάργκαρετ να γίνει Μαργαρίτα επισφράγισε το τέλος των αμφιταλαντεύσεων για το εάν η οικογένεια Παπανδρέου θα παρέμενε στις ΗΠΑ, με τον Ανδρέα να συνεχίζει την ήδη λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα του, ή θα επέστρεφε στη γενέτειρά του. Παραδόξως, μάλιστα, τους περισσότερους δισταγμούς για την αντίστροφη μετανάστευση εξέφραζε ο Ανδρέας, ενώ η Μαργαρίτα επέμενε να τονίζει στον σύζυγό της ότι «απαρνιέσαι το πεπρωμένο σου. Η μοίρα σου είναι να κυβερνήσεις την Ελλάδα».
Εν τέλει, το 1961, ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους (τον Γιώργο που ήταν ήδη 8 ετών, τη Σοφία 6, τον Νίκο 4 και τον Αντρίκο μόλις 18 μηνών) πέταξαν από το Σαν Φρανσίσκο για την Αθήνα. Στην Ελλάδα τους περίμενε μια δύσκολη προσαρμογή και μερικά ακόμη πιο δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Ανδρέας συνελήφθη και παρέμεινε κρατούμενος από τις δυνάμεις των δικτατόρων για τους επόμενους 10 μήνες. Κατόπιν εξορίστηκε στη Σουηδία και ακολούθως στον Καναδά, όπου και διέμεινε ως την πτώση της χούντας, το 1974, μαζί με τη Μαργαρίτα και τα παιδιά. Και, οπωσδήποτε, τις αιώνιες εξωσυζυγικές σχέσεις του.
Οικογενειακή πολιτική
Καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, η Μαργαρίτα πάλευε για την προσωπική και οικογενειακή της ισορροπία στο πλευρό ενός ανθρώπου με εξαιρετική ευφυΐα και ηγετικές ικανότητες, αλλά με διαρκείς συναισθηματικές μεταπτώσεις. Αν μη τι άλλο, όμως, δικαιωνόταν: η ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του Ανδρέα, έμοιαζε σχεδόν με ιστορική νομοτέλεια. Οσο για την ίδια, προσπαθούσε να εξελίσσεται στον δικό της τομέα - το γυναικείο ζήτημα στην Ελλάδα. Τηρουμένων των αναλογιών, η Μαργαρίτα Παπανδρέου, καθόλου σπάνια, κατήγαγε θριάμβους.
Το 1985, λόγου χάριν, στα 62 της χρόνια, ως μητέρα και γιαγιά πλέον, αποτόλμησε να πείσει τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ για κάτι ανήκουστο βάσει των ηθών και αντιλήψεων της εποχής: ότι η Εκκλησία της Ελλάδος όφειλε να στηρίξει την ΕΓΕ υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Σήμερα η Ενωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ) μπορεί να φαντάζει περίπου σαν μια γραφικότητα των αλλοπρόσαλλων 80s, μια αδέξια και θορυβώδης υπερβολή φεμινιστικού τύπου, ένα από τα καινοφανή και αμφιλεγόμενα σχήματα που αναδύθηκαν στη χώρα μαζί με την «Αλλαγή».
Η ΕΓΕ όμως δεν ήταν ένα προσωπικό όχημα, μια διέξοδος για την υποτιθέμενη ματαιοδοξία της Μαργαρίτας Παπανδρέου σε μια περίοδο όπου τα πάντα έμοιαζαν έτοιμα να ανατραπούν, όπως ήταν η διάχυτη προσμονή στα πρώτα χειμαρρώδη χρόνια με το «ΠΑΣΟΚ, το παλιό, το ορθόδοξο» στην εξουσία. Ασφαλώς, ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου εκείνη που είχε την αρχική ιδέα να ιδρύσει και να ηγηθεί μιας γυναικείας οργάνωσης στην Ελλάδα.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι γύρω στα 1981 το κίνημα #MeToo δεν υπήρχε ούτε ως παρανοϊκό μελλοντολογικό σενάριο. Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ -με την επίμονη παρακίνηση από τη Μαργαρίτα Παπανδρέου- ίσχυε ακόμη ο θεσμός της προίκας, ενώ η θέση της γυναίκας ήταν εξ ορισμού στην κουζίνα και δίπλα στην κούνια των παιδιών της. Η Μαργαρίτα Παπανδρέου βάλθηκε να αλλάξει τα πατροπαράδοτα, οπισθοδρομικά και σεξιστικά ήθη προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για τη χειραφέτηση των Ελληνίδων. Οι αντιδράσεις εναντίον της υπήρξαν σφοδρές και η πολεμική που δέχτηκε ανηλεής, ακόμη και (ή μάλλον κυρίως) μέσα από τις τάξεις του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι χάρη στην προσοχή που απέσπασαν οι, υποτιμητικώς αποκαλούμενες, «ΕΓΕς της Μαργαρίτας» πραγματοποιήθηκαν ποιοτικά άλματα στην ελληνική κοινωνία υπέρ της ισότητας των δύο φύλων. Ενδεικτικά η ΕΓΕ, η οποία είχε συσταθεί το 1975 με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, ως το 1983 είχε πετύχει μείζονα θεσμική αναπροσαρμογή προς όφελος των Ελληνίδων, υπαγορεύοντας μια μεγάλης κλίμακας αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου. Από την πρώτη διετία του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, η σφραγίδα της Μαργαρίτας είχε ήδη τεθεί σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η ισοτιμία μεταξύ των συζύγων, η κατάργηση της προίκας, η δυνατότητα επιτάχυνσης στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου, το δικαίωμα των γυναικών να διατηρούν το πατρικό επώνυμό τους και η ισοτιμία με τους άνδρες στην επιλογή επιθέτου για τα παιδιά της οικογένειας. Επίσης, για πρώτη φορά δόθηκε σύνταξη στις αγρότισσες.
Πέραν των προηγουμένων, η Μαργαρίτα Παπανδρέου κατέβαλε επίμονες προσπάθειες να βρίσκεται δίπλα στις απλές Ελληνίδες, περιοδεύοντας ακατάπαυστα ανά την επικράτεια και ενθαρρύνοντας τη σύμπηξη κατά τόπους γυναικείων συνεταιρισμών, ενώ παράλληλα τηρούσε με συνέπεια το πρόγραμμα των υποχρεώσεών της ως συζύγου του πρωθυπουργού της χώρας.
Περί προδοσίας
Οπως το έβλεπε η ίδια η Μαργαρίτα, η σχιζοειδής διάσταση ανάμεσα στους δύο ρόλους της δεν ήταν πρόβλημα άξιο αναφοράς. Εν αντιθέσει με το πραγματικό αγκάθι, τις ματαιώσεις που δοκίμαζε στην προσωπική ζωή της, πάντα εξαιτίας των απιστιών του Ανδρέα Παπανδρέου - αν και σε μια προσπάθεια να σταθεί χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντί του ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, στις αυτοβιογραφικές εκμυστηρεύσεις της έχει εξομολογηθεί τους δικούς της εξωσυζυγικούς έρωτες, συμπεριλαμβανομένου του καθαυτό σεξ με κάποιον «Πιερ».
Αλλά πέρα από την προσβολή και τον διασυρμό, ιδιαίτερα η ιστορία της Δήμητρας Λιάνη προκάλεσε οργή και οδύνη στη Μαργαρίτα Παπανδρέου διότι έβλαψε και αμαύρωσε το γενικότερο έργο της. «Μου άρεσε που ήμουν μέσα στα κύρια ελατήρια της ιστορίας. Μου άρεσαν οι ευκαιρίες να δουλεύω για σκοπούς στους οποίους πίστευα. Ημουν ενθουσιασμένη που έφερνα τη φωνή των γυναικών, τις αξίες τους, στους διαδρόμους της εξουσίας. Ηθελα να λειτουργώ με έναν αξιοπρεπή τρόπο σ’ ένα από τα πιο άσχημα παιχνίδια του κόσμου - την πολιτική. Και ντρεπόμουν που ξόδευα τόσο χρόνο και φαιά ουσία στην προσωπική μου κατάσταση, σ’ ένα συνηθισμένο ερωτικό τρίγωνο, σεξ και πολιτική, συζυγικοί καβγάδες και φωνές, απιστία και ζήλια - και γενικά μη παραγωγική αθλιότητα».
Τη γενναιοδωρία της συγχώρεσης η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν την ξόδεψε ποτέ για τη Δήμητρα Λιάνη. Στο βιβλίο της δεν την κατονομάζει καν, παρά μόνο την αναφέρει σαν «αεροσυνοδό», σαν πρωταγωνίστρια σε σκηνές θρασείας, εξοργιστικής για τη νόμιμη σύζυγο και αυτόπτη μάρτυρα, ερωτικής επίθεσης στον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως αυτή που εκτυλίχθηκε το 1986 στο Μεξικό. Με την πικρόχολη παραστατικότητα της Μαργαρίτας στην εικόνα που έβλεπε από το παράθυρό της «υπήρχαν τουλάχιστον δέκα φιγούρες σε κύκλο γύρω από τον Ανδρέα, χοροπηδώντας δίπλα στην ακτή. Αναγνώρισα τον υπουργό Εξωτερικών, Κάρολο Παπούλια, και άνδρες από το πλήρωμα της Ολυμπιακής. Είδα και μια Αμαζόνα - σαν γυναικεία σιλουέτα που χοροπηδούσε γύρω από τον Ανδρέα. Θα έπεφτε με την πλάτη της στο νερό, με τα στήθη προτεταμένα σαν βουνά από ζελέ και τα πόδια της στην κυριολεξία γύρω από τον Ανδρέα. Εβλεπα αυτή την παράσταση με ένα κράμα περιέργειας και αηδίας».
Αυτό που απέμεινε στη Μαργαρίτα, εκτός από την αίσθηση της τελειωτικής προδοσίας, ήταν ότι κατέληξε στο ποιος ήταν ο άνδρας που παντρεύτηκε: «Ο Ανδρέας θέλει να ερωτεύεται διαρκώς, να βιώνει την ερωτική, ρομαντική φάση. Για τους άντρες που έχουν εξιδανικεύσει τις γυναίκες ή αμφιβάλλουν για τις σεξουαλικές τους ικανότητες, που συνδέουν τον ανδρισμό τους με τη σεξουαλική πρόοδο, φαίνεται πως διαρκώς νέες γυναίκες είναι σημαντικές. Μόλις η σχέση ξεθωριάσει, θα ξεκινήσει η αναζήτηση για την επόμενη». Ενδεχομένως αυτή η σκληρή, κυνική, πλην ακριβής σύνοψη της προσωπικότητας του Ανδρέα είναι μία από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της Μαργαρίτας Παπανδρέου. Από εκείνες που εγγυώνται την εσωτερική γαλήνη στο βαθύ γήρας.
Και εάν θα μπορούσε να έχει ένα παράπονο, αυτό δεν θα είχε να κάνει με το ποιοι και γιατί τη μίσησαν - ή, εξίσου, το ποιοι και γιατί την αγάπησαν. Το μόνιμο υφέρπον παράπονο της Μαργαρίτας Παπανδρέου θα μπορούσε να είναι μάλλον ότι ποτέ δεν την κατάλαβαν όσο η ίδια θα ήθελε. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα και ακόμη πιο συγκεκριμένα στα 80s, την εποχή των μεγάλων πολιτικο-κοινωνικών ανατροπών και των μεταμορφώσεων, απειροελάχιστοι μπορούσαν να κατανοήσουν π.χ. πώς ήταν δυνατόν μια αστή Αμερικανίδα και δη σύζυγος πρωθυπουργού να διαδηλώνει στο Σύνταγμα για τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ελληνίδων.
Ο εισαγόμενος «πολιτισμένος» ακτιβισμός της Μαργαρίτας και ακόμη λιγότερο η «σοσιαλιστική» ιδεολογία της αποτελούσαν την ιδανική συνταγή για ντόπιες συγχύσεις και παρεξηγήσεις. Διότι ο «σοσιαλισμός made in USA» της Μαργαρίτας (ένας ρομαντικός ανθρωπισμός στο πνεύμα του Διαφωτισμού, με ισχυρές δόσεις φεμινισμού κ.λπ.) μόνο κατ' όνομα θα μπορούσε να συνυπάρξει με τον σοσιαλισμό αλά ΠΑΣΟΚ, ασχέτως εάν ούτε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ είχε αποκρυσταλλωμένη άποψη για το δικό του σοσιαλιστικό πρόταγμα. Εξάλλου επρόκειτο για μια πολιτική παράταξη-πανσπερμία στην οποίαν στοιχίζονταν, κάτω από τις φτερούγες του χαρισματικού ηγέτη Ανδρέα Παπανδρέου, σχεδόν οι πάντες: από μεταρρυθμιστές, φιλοδυτικοί και εκσυγχρονιστές έως παθιασμένοι αντιαμερικανοί που κραύγαζαν αγκαζέ με το ΚΚΕ «έξω οι βάσεις του θανάτου», μαρξίζοντες διανοούμενοι και οικονομολόγοι δίπλα σε βετεράνους της αντιδικτατορικής αντίστασης ή ακόμη και στον πολέμαρχο του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.
Μέσα σε αυτό το εντελώς ιδιόμορφο και κάπως φολκλόρ πολυφωνικό περιβάλλον, η Μαργαρίτα Παπανδρέου πάσχιζε από την αρχή να αρθρώσει τον δικό της λόγο. Και πιο συχνά παρεξηγήθηκε παρά πέτυχε να ακουστεί, εφόσον κατά κανόνα η επικρατούσα προκατάληψη εις βάρος της ήταν ότι οι επιδιώξεις της είχαν να κάνουν ακριβώς με τον έρωτα και την εξουσία. Ενα τυχαίο παράδειγμα ανάμεσα σε αμέτρητα παρόμοια: τα Χριστούγεννα του 1986 η Μαργαρίτα, βαριά πληγωμένη από τις απροκάλυπτες ερωτοτροπίες του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Δήμητρα Λιάνη, αποφάσισε να περάσει μερικές ημέρες στη Ρόδο μαζί με φίλες της. Οπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, «αυτές οι χωριστές διακοπές ήταν η αφορμή για τον εξής τίτλο μιας “κίτρινης” εφημερίδας: “Γάμος αλά αμερικανικά”. Το έντυπο αναρωτιόταν “γιατί ο σουλτάνος και η Μάργκαρετ περνούν χωριστά τις μέρες των Χριστουγέννων;”. Η εφημερίδα υποστήριζε πως ήμουν έξαλλη επειδή ο Ανδρέας δεν μου έδινε τις πολιτικές εξουσίες που του ζητούσα, πως στον τελευταίο ανασχηματισμό είχε απομακρύνει υπουργούς που εγώ προωθούσα, πως δεν έδινε αρκετές θέσεις σε μέλη της ΕΓΕ κι άλλα παρόμοια. Τους είχε ξεφύγει η ουσία - ή, συνειδητά, απέφευγαν να θίξουν τον πραγματικό λόγο».
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου μοιάζει να μην αποσύρθηκε ποτέ από μια κατάσταση εξέγερσης και διαρκούς πάλης με τα στερεότυπα. Από το 1948, δηλαδή από τότε που συνάντησε για πρώτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου τυχαία στον προθάλαμο του οδοντιατρείου ενός Ελληνοκύπριου στη Μινεσότα των ΗΠΑ και σίγουρα από το 1951, όταν τον παντρεύτηκε στο Ρίνο της Νεβάδα, φαίνεται να πασχίζει, ακόμη και σήμερα, στα 100 της, να φωνάξει με όλη τη δύναμή της και με το ίδιο ακατάβλητο πείσμα ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν είναι αυτό που βιάζεται να πιστέψει ο κόσμος. Δεν είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες στην παγκόσμια ιστορία που συνδέθηκε με τρεις πρωθυπουργούς. Δεν είναι μόνο η νύφη του Γεώργιου και η μητέρα του Γιώργου. Και, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ μόνο η σύζυγος του Ανδρέα, αρχικά η «ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας» και αργότερα η «απατημένη ξένη Πρώτη Κυρία της Ελλάδας».
Με αφορμή το ορόσημο των 100ών γενεθλίων της θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς ότι η ζωή της Μαργαρίτας Παπανδρέου είναι μια αδιάκοπη μάχη με τον ετεροκαθορισμό, μια ατελείωτη απόπειρα να δραπετεύσει από τη βαριά σκιά των ανδρών που την περιστοίχιζαν. Μια μάχη για να αποδείξει ότι η ίδια αξίζει την προσοχή της Ιστορίας ως αυτόφωτη και αυτοδύναμη ανεξάρτητη γυναίκα, καθόλα ισότιμη με τον άνδρα της ζωής της, αν μη τι άλλο, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Το φτωχό κορίτσι από το Σικάγο
Σήμερα, με την ψύχραιμη έποψη που επιτρέπει η χρονική απόσταση από την εποχή της τακτικής παρουσίας της στο προσκήνιο (και το παρασκήνιο, κατ' ανάγκην) της ελληνικής πολιτικής, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί με αρκετή βεβαιότητα ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν υπήρξε μια γυναίκα που μέθυσε ή -ακόμη χειρότερα- εθίστηκε με την όποια ισχύ απέκτησε ως Πρώτη Κυρία. Ισως διότι η ίδια αντιλαμβανόταν ανέκαθεν, ρομαντικά και ιδεαλιστικά, ότι η οικογένειά της είχε την αποστολή να αλλάξει τον κόσμο, ξεκινώντας προφανώς από τη διακυβέρνηση της Ελλάδας. Γι' αυτό ήταν η Μαργαρίτα εκείνη που θεώρησε υπέρτατο καθήκον της να εμποδίσει, φερ' ειπείν, τον Ανδρέα Παπανδρέου να εγκαταλείψει εντελώς την πολιτική ύστερα από το απογοητευτικό 13,58%, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, τον Νοέμβριο του 1974. Και ήταν επίσης η Μαργαρίτα Παπανδρέου κυρίως εκείνη που οραματίστηκε ότι τα παιδιά της είχαν ως αναπόδραστο πεπρωμένο το να διαδεχθούν τον πατέρα και τον παππού τους ως πρωθυπουργοί της Ελλάδας.
Εν τέλει σε αυτό το αξίωμα δοκιμάστηκε μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου, τον οποίο η Μαργαρίτα στήριξε όσο κανένας άλλος στις πλέον κρίσιμες στιγμές της ταραχώδους θητείας του - και δεν έπαψε ποτέ να τον στηρίζει, υψώνοντας μητρική ασπίδα απέναντι στις ομοβροντίες ψόγων για την υπαγωγή της Ελλάδας στην κηδεμονία του ΔΝΤ, την ιδέα περί έκτακτου δημοψηφίσματος το 2011 κ.λπ. Παρεμπιπτόντως, η οσονούπω εκατοντούτης (γεννήθηκε την 30ή Σεπτεμβρίου 1923) Μαργαρίτα, χωρίς να έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο την πνευματική της διαύγεια, τα τελευταία χρόνια διαμένει μαζί με τον τέως πρωθυπουργό ΓΑΠ στο Παλαιό Φάληρο. Σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον της οικογένειας, εκτός από κάποια αναμενόμενα κινητικά προβλήματα, η κυρία Παπανδρέου χαίρει υγείας θεαματικά αναντίστοιχης με την ηλικία της.
Στη διάρκεια αυτών των 100 χρόνων, περισσότερες της μιας ζωής μοιάζουν να χώρεσαν σε μία. Η Μάργκαρετ ξεκίνησε ως η πρωτότοκη από τις πέντε κόρες του χρονίως άνεργου και περιστασιακώς μεροκαματιάρη Ντάγκλας Τσαντ, κάποιου που όπως εκατομμύρια Αμερικανοί εξωθήθηκε στο κοινωνικό περιθώριο μετά το Κραχ και τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930. Κατέληξε «Πρώτη Κυρία» και σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής στην άλλη άκρη του πλανήτη.
Η Μάργκαρετ Τσαντ γεννήθηκε πριν από έναν συναπτό αιώνα και μεγάλωσε στο Οουκ Παρκ του Ιλινόι, ένα προάστιο της μητρόπολης του Σικάγου. Η οικογένειά της διέθετε μια κάποια παράδοση εμπλοκής στην πολιτική, καθώς ο παππούς της, ως συνδικαλιστής στο σωματείο των υδραυλικών του Σικάγου, είχε θέσει υποψηφιότητα για το πολιτειακό νομοθετικό σώμα. Μετά το λύκειο η Μάργκαρετ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, όπου μεταξύ άλλων διαπίστωσε ότι τα οικονομικά δεν ήταν καθόλου της αρεσκείας της. Κάτι που θα αποδεικνυόταν σαρκασμός της μοίρας μια και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν καθηγητής Οικονομικών στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Οταν πρωταντίκρισαν ο ένας τον άλλον, τον Φεβρουάριο του 1948, η Μάργκαρετ ήταν 24 ετών και ο Ανδρέας 29. Η έλξη ανάμεσά τους ήταν ακαριαία και ακατανίκητη. Εκείνη του συστήθηκε ακριβώς όπως ήταν, μια κοπέλα με ανήσυχο πνεύμα από φτωχή οικογένεια, η οποία σε εκείνη τη χρονική φάση προσπαθούσε να τελειώσει μια σχολή δημοσιογραφίας, ενώ παράλληλα ασκούσε οποιοδήποτε επάγγελμα θα της απέφερε κάποια ελάχιστα έσοδα, όπως σερβιτόρα, συνοδός λεωφορείου, ταμίας, υπάλληλος σε δημόσια βιβλιοθήκη, εργάτρια βιομηχανίας, βιδώτρια μεταλλικών εξαρτημάτων σε εργοστάσιο αεροσκαφών της Douglas Aircraft, βοηθός νοσηλεύτρια κ.ά. Παράλληλα, εμπλεκόταν σε δραστηριότητες στον κλάδο της δημόσιας υγείας, ενώ είχε ιδρύσει μια μικρή εταιρεία δημοσίων σχέσεων.
Εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με μια Ελληνίδα, τη Χριστίνα Ρασσιά, η οποία σπούδαζε Ιατρική. Διαισθανόμενη ότι η υπόθεση δεν θα είχε καλή εξέλιξη -και μάλλον δύσπιστη στις διαβεβαιώσεις του Ανδρέα πως επρόκειτο να χωρίσει αμέσως- η Μάργκαρετ προσπάθησε να καταπνίξει τα συναισθήματά της και να αποστασιοποιηθεί. Εφτασε μάλιστα έως του σημείου να παντρευτεί με έναν μεταπτυχιακό συμφοιτητή της. Τελικά όμως η Μάργκαρετ, ύστερα από τα απαραίτητα διαζύγια αμφοτέρων, κατέληξε να ενωθεί διά βίου, σε μη θρησκευτική τελετή, με τον Ελληνα διαπρεπή οικονομολόγο, ο οποίος διέθετε το σπινθηροβόλο flair και τον μαγνητισμό προσωπικότητας που την είχαν καταγοητεύσει.
Ελλάδα, χούντα, εξορία
Μετά από τον γάμο το νιόπαντρο ζεύγος εγκαταστάθηκε στη Μινεσότα όπου, εκτός των άλλων ενασχολήσεών τους, η Μάργκαρετ και ο Ανδρέας θα συμμετείχαν στον ατελέσφορο, όπως θα αποδεικνυόταν προς μεγάλη απογοήτευσή τους, προεκλογικό αγώνα του Αντλάι Στίβενσον B’. Ο κυβερνήτης του Ιλινόι διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ ως υποψήφιος των Δημοκρατικών, μολονότι ήταν πασιφανές πως δεν είχε καμία τύχη απέναντι στον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Μερικά χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1960, ο Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε ευγενικά από τη Μάργκαρετ να εξελληνίσει το μικρό της όνομα διότι το μέλλον του Ανδρέα δεν θα μπορούσε παρά να τον οδηγήσει στη διαδοχή του πατέρα του ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πολιτικής. Η συναίνεση της Μάργκαρετ να γίνει Μαργαρίτα επισφράγισε το τέλος των αμφιταλαντεύσεων για το εάν η οικογένεια Παπανδρέου θα παρέμενε στις ΗΠΑ, με τον Ανδρέα να συνεχίζει την ήδη λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα του, ή θα επέστρεφε στη γενέτειρά του. Παραδόξως, μάλιστα, τους περισσότερους δισταγμούς για την αντίστροφη μετανάστευση εξέφραζε ο Ανδρέας, ενώ η Μαργαρίτα επέμενε να τονίζει στον σύζυγό της ότι «απαρνιέσαι το πεπρωμένο σου. Η μοίρα σου είναι να κυβερνήσεις την Ελλάδα».
Εν τέλει, το 1961, ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους (τον Γιώργο που ήταν ήδη 8 ετών, τη Σοφία 6, τον Νίκο 4 και τον Αντρίκο μόλις 18 μηνών) πέταξαν από το Σαν Φρανσίσκο για την Αθήνα. Στην Ελλάδα τους περίμενε μια δύσκολη προσαρμογή και μερικά ακόμη πιο δύσκολα χρόνια, με αποκορύφωμα τα γεγονότα της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Ανδρέας συνελήφθη και παρέμεινε κρατούμενος από τις δυνάμεις των δικτατόρων για τους επόμενους 10 μήνες. Κατόπιν εξορίστηκε στη Σουηδία και ακολούθως στον Καναδά, όπου και διέμεινε ως την πτώση της χούντας, το 1974, μαζί με τη Μαργαρίτα και τα παιδιά. Και, οπωσδήποτε, τις αιώνιες εξωσυζυγικές σχέσεις του.
Οικογενειακή πολιτική
Καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, η Μαργαρίτα πάλευε για την προσωπική και οικογενειακή της ισορροπία στο πλευρό ενός ανθρώπου με εξαιρετική ευφυΐα και ηγετικές ικανότητες, αλλά με διαρκείς συναισθηματικές μεταπτώσεις. Αν μη τι άλλο, όμως, δικαιωνόταν: η ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του Ανδρέα, έμοιαζε σχεδόν με ιστορική νομοτέλεια. Οσο για την ίδια, προσπαθούσε να εξελίσσεται στον δικό της τομέα - το γυναικείο ζήτημα στην Ελλάδα. Τηρουμένων των αναλογιών, η Μαργαρίτα Παπανδρέου, καθόλου σπάνια, κατήγαγε θριάμβους.
Το 1985, λόγου χάριν, στα 62 της χρόνια, ως μητέρα και γιαγιά πλέον, αποτόλμησε να πείσει τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ για κάτι ανήκουστο βάσει των ηθών και αντιλήψεων της εποχής: ότι η Εκκλησία της Ελλάδος όφειλε να στηρίξει την ΕΓΕ υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Σήμερα η Ενωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ) μπορεί να φαντάζει περίπου σαν μια γραφικότητα των αλλοπρόσαλλων 80s, μια αδέξια και θορυβώδης υπερβολή φεμινιστικού τύπου, ένα από τα καινοφανή και αμφιλεγόμενα σχήματα που αναδύθηκαν στη χώρα μαζί με την «Αλλαγή».
Η ΕΓΕ όμως δεν ήταν ένα προσωπικό όχημα, μια διέξοδος για την υποτιθέμενη ματαιοδοξία της Μαργαρίτας Παπανδρέου σε μια περίοδο όπου τα πάντα έμοιαζαν έτοιμα να ανατραπούν, όπως ήταν η διάχυτη προσμονή στα πρώτα χειμαρρώδη χρόνια με το «ΠΑΣΟΚ, το παλιό, το ορθόδοξο» στην εξουσία. Ασφαλώς, ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου εκείνη που είχε την αρχική ιδέα να ιδρύσει και να ηγηθεί μιας γυναικείας οργάνωσης στην Ελλάδα.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι γύρω στα 1981 το κίνημα #MeToo δεν υπήρχε ούτε ως παρανοϊκό μελλοντολογικό σενάριο. Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ -με την επίμονη παρακίνηση από τη Μαργαρίτα Παπανδρέου- ίσχυε ακόμη ο θεσμός της προίκας, ενώ η θέση της γυναίκας ήταν εξ ορισμού στην κουζίνα και δίπλα στην κούνια των παιδιών της. Η Μαργαρίτα Παπανδρέου βάλθηκε να αλλάξει τα πατροπαράδοτα, οπισθοδρομικά και σεξιστικά ήθη προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για τη χειραφέτηση των Ελληνίδων. Οι αντιδράσεις εναντίον της υπήρξαν σφοδρές και η πολεμική που δέχτηκε ανηλεής, ακόμη και (ή μάλλον κυρίως) μέσα από τις τάξεις του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι χάρη στην προσοχή που απέσπασαν οι, υποτιμητικώς αποκαλούμενες, «ΕΓΕς της Μαργαρίτας» πραγματοποιήθηκαν ποιοτικά άλματα στην ελληνική κοινωνία υπέρ της ισότητας των δύο φύλων. Ενδεικτικά η ΕΓΕ, η οποία είχε συσταθεί το 1975 με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, ως το 1983 είχε πετύχει μείζονα θεσμική αναπροσαρμογή προς όφελος των Ελληνίδων, υπαγορεύοντας μια μεγάλης κλίμακας αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου. Από την πρώτη διετία του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, η σφραγίδα της Μαργαρίτας είχε ήδη τεθεί σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η ισοτιμία μεταξύ των συζύγων, η κατάργηση της προίκας, η δυνατότητα επιτάχυνσης στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου, το δικαίωμα των γυναικών να διατηρούν το πατρικό επώνυμό τους και η ισοτιμία με τους άνδρες στην επιλογή επιθέτου για τα παιδιά της οικογένειας. Επίσης, για πρώτη φορά δόθηκε σύνταξη στις αγρότισσες.
Πέραν των προηγουμένων, η Μαργαρίτα Παπανδρέου κατέβαλε επίμονες προσπάθειες να βρίσκεται δίπλα στις απλές Ελληνίδες, περιοδεύοντας ακατάπαυστα ανά την επικράτεια και ενθαρρύνοντας τη σύμπηξη κατά τόπους γυναικείων συνεταιρισμών, ενώ παράλληλα τηρούσε με συνέπεια το πρόγραμμα των υποχρεώσεών της ως συζύγου του πρωθυπουργού της χώρας.
Περί προδοσίας
Οπως το έβλεπε η ίδια η Μαργαρίτα, η σχιζοειδής διάσταση ανάμεσα στους δύο ρόλους της δεν ήταν πρόβλημα άξιο αναφοράς. Εν αντιθέσει με το πραγματικό αγκάθι, τις ματαιώσεις που δοκίμαζε στην προσωπική ζωή της, πάντα εξαιτίας των απιστιών του Ανδρέα Παπανδρέου - αν και σε μια προσπάθεια να σταθεί χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντί του ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, στις αυτοβιογραφικές εκμυστηρεύσεις της έχει εξομολογηθεί τους δικούς της εξωσυζυγικούς έρωτες, συμπεριλαμβανομένου του καθαυτό σεξ με κάποιον «Πιερ».
Αλλά πέρα από την προσβολή και τον διασυρμό, ιδιαίτερα η ιστορία της Δήμητρας Λιάνη προκάλεσε οργή και οδύνη στη Μαργαρίτα Παπανδρέου διότι έβλαψε και αμαύρωσε το γενικότερο έργο της. «Μου άρεσε που ήμουν μέσα στα κύρια ελατήρια της ιστορίας. Μου άρεσαν οι ευκαιρίες να δουλεύω για σκοπούς στους οποίους πίστευα. Ημουν ενθουσιασμένη που έφερνα τη φωνή των γυναικών, τις αξίες τους, στους διαδρόμους της εξουσίας. Ηθελα να λειτουργώ με έναν αξιοπρεπή τρόπο σ’ ένα από τα πιο άσχημα παιχνίδια του κόσμου - την πολιτική. Και ντρεπόμουν που ξόδευα τόσο χρόνο και φαιά ουσία στην προσωπική μου κατάσταση, σ’ ένα συνηθισμένο ερωτικό τρίγωνο, σεξ και πολιτική, συζυγικοί καβγάδες και φωνές, απιστία και ζήλια - και γενικά μη παραγωγική αθλιότητα».
Τη γενναιοδωρία της συγχώρεσης η Μαργαρίτα Παπανδρέου δεν την ξόδεψε ποτέ για τη Δήμητρα Λιάνη. Στο βιβλίο της δεν την κατονομάζει καν, παρά μόνο την αναφέρει σαν «αεροσυνοδό», σαν πρωταγωνίστρια σε σκηνές θρασείας, εξοργιστικής για τη νόμιμη σύζυγο και αυτόπτη μάρτυρα, ερωτικής επίθεσης στον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως αυτή που εκτυλίχθηκε το 1986 στο Μεξικό. Με την πικρόχολη παραστατικότητα της Μαργαρίτας στην εικόνα που έβλεπε από το παράθυρό της «υπήρχαν τουλάχιστον δέκα φιγούρες σε κύκλο γύρω από τον Ανδρέα, χοροπηδώντας δίπλα στην ακτή. Αναγνώρισα τον υπουργό Εξωτερικών, Κάρολο Παπούλια, και άνδρες από το πλήρωμα της Ολυμπιακής. Είδα και μια Αμαζόνα - σαν γυναικεία σιλουέτα που χοροπηδούσε γύρω από τον Ανδρέα. Θα έπεφτε με την πλάτη της στο νερό, με τα στήθη προτεταμένα σαν βουνά από ζελέ και τα πόδια της στην κυριολεξία γύρω από τον Ανδρέα. Εβλεπα αυτή την παράσταση με ένα κράμα περιέργειας και αηδίας».
Αυτό που απέμεινε στη Μαργαρίτα, εκτός από την αίσθηση της τελειωτικής προδοσίας, ήταν ότι κατέληξε στο ποιος ήταν ο άνδρας που παντρεύτηκε: «Ο Ανδρέας θέλει να ερωτεύεται διαρκώς, να βιώνει την ερωτική, ρομαντική φάση. Για τους άντρες που έχουν εξιδανικεύσει τις γυναίκες ή αμφιβάλλουν για τις σεξουαλικές τους ικανότητες, που συνδέουν τον ανδρισμό τους με τη σεξουαλική πρόοδο, φαίνεται πως διαρκώς νέες γυναίκες είναι σημαντικές. Μόλις η σχέση ξεθωριάσει, θα ξεκινήσει η αναζήτηση για την επόμενη». Ενδεχομένως αυτή η σκληρή, κυνική, πλην ακριβής σύνοψη της προσωπικότητας του Ανδρέα είναι μία από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της Μαργαρίτας Παπανδρέου. Από εκείνες που εγγυώνται την εσωτερική γαλήνη στο βαθύ γήρας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr