Ο κοσμηματοπώλης Κώστας Καίσαρης μιλά για τον Γιάννη Βουράκη - Ο άνθρωπος που τα είχε και τα έχασε όλα
19.09.2023
17:37
Ο Καίσαρης μιλά για τον ξάδελφό του που «έφυγε» πρόσφατα - Ο μυθιστορηματικός βίος του επιχειρηματία που εξαφανίστηκε σε μια νύχτα
«Θυμάμαι, ήταν προς τα τέλη Φλεβάρη του 1996, όταν με πήρε τηλέφωνο ο Γιάννης», μου αναφέρει ο Κώστας Καίσαρης στην αρχή της κουβέντας μας μιλώντας για τον αγαπητό του ξάδελφο, που «έφυγε» ξεχασμένος σχεδόν απ’ όλους σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Νέο Ψυχικό.
Λίγα 24ωρα μετά το τελευταίο «αντίο» στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ο γνωστός κοσμηματοπώλης κάνει μια βουτιά στις αναμνήσεις περασμένων δεκαετιών, που δεν είναι όλες εύκολο να ειπωθούν.
Μιλάει με συγκίνηση για τον Γιάννη Βουράκη, θυμάται διάφορα περιστατικά από τις καλές εποχές και σκιαγραφεί έναν άνθρωπο που γνώριζε το κόσμημα, αλλά αγνοούσε το επιχειρείν, κάτι που πλήρωσε ακριβά. Αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στη μακρινή Αϊτή, όπου κατέφυγε ο ίδιος, η μοιραία γυναίκα της ζωής του έπεσε θύμα απαγωγής, ενώ και εκείνος κινδύνευσε δύο φορές να απαχθεί σε μια χώρα όπου η φτώχεια και η ένδεια κυριαρχούν.
Επισημαίνει ακόμη ότι όταν επέστρεψε ο Βουράκης στην Ελλάδα προσπάθησε να του βρει δουλειά, κάτι όμως που αποδείχτηκε πολύ δύσκολο μετά το «κανόνι» που είχε ρίξει στην αγορά τον Μάρτιο του 1996. «Είχε δώσει εξετάσεις ο Γιάννης και απέτυχε», υπογραμμίζει ο Κώστας Καίσαρης, που τον συνάντησε για τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια, όταν ο Βουράκης ζούσε μόνιμα πλέον στην Ελλάδα απομονωμένος και μέσα στις τύψεις του.
Ο ανήσυχος αστός
Ο γνωστός κοσμηματοπώλης επανέρχεται στον μοιραίο Φεβρουάριο του 1996, όταν η κατάσταση είχε ζορίσει πολύ για τον ξάδελφό του Γιάννη Βουράκη, που παρέπαιε οικονομικά. «Είχα μάθει τότε ότι δανειζόταν κοσμήματα από συναδέλφους λέγοντας ότι περίμενε κάποιον σπουδαίο πελάτη, αφού αυτός λόγω της οικονομικής κατάστασής του δεν είχε», λέει ο Κώστας Καίσαρης.
Κάποιοι τού έδιναν, άλλοι αρνούνταν κατηγορηματικά έχοντας ήδη ακούσει τις ιστορίες για τοκογλύφους στους οποίους χρώσταγε ο γοητευτικός bijoutier, οι οποίοι έμπαιναν στο μαγαζί του και έπαιρναν κοσμήματα από τις προθήκες. «Είχα ψυλλιαστεί κάτι, γιατί μου ζήτησε κι εμένα κοσμήματα. Τρεις ημέρες προτού εξαφανιστεί από τη χώρα, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε δυο-τρία δαχτυλίδια, για να τα δείξει σε μια πελάτισσα». Μετρώντας τα λόγια του ο 56χρονος τότε Καίσαρης του απάντησε με έξι λέξεις: «Ρε Γιαννάκη, κι εμένα; Τον ξάδελφο;».
Ο Βουράκης του είπε να το ξεχάσει και λίγες ημέρες μετά, μια Κυριακή του Μάρτη, με την Τζένη της καρδιάς του έφυγε κρυφά από την άδεια βίλα της Εκάλης, αφού έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα είχαν ήδη κατασχεθεί λόγω χρεών. «Κυριακή πρωί πέταξε για Παρίσι μαζί με την Τζένη, με κάποια χρήματα και μια βαλίτσα γεμάτη κοσμήματα. Εκεί τον φιλοξένησε μια φίλη για λίγες ημέρες προτού φύγει για την Αϊτή».
Στο νησί της Καραϊβικής γράφτηκε άλλο ένα κεφάλαιο της ταραχώδους ζωής του, γεμάτης από στιγμές χαράς, ευτυχίας, αλλά και μιας οικονομικής καταστροφής από την οποία ο Γιάννης Βουράκης δεν συνήλθε ουσιαστικά ποτέ.
Οι έντονες αντιθέσεις
Λίγα 24ωρα μετά το τελευταίο «αντίο» στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ο γνωστός κοσμηματοπώλης κάνει μια βουτιά στις αναμνήσεις περασμένων δεκαετιών, που δεν είναι όλες εύκολο να ειπωθούν.
Μιλάει με συγκίνηση για τον Γιάννη Βουράκη, θυμάται διάφορα περιστατικά από τις καλές εποχές και σκιαγραφεί έναν άνθρωπο που γνώριζε το κόσμημα, αλλά αγνοούσε το επιχειρείν, κάτι που πλήρωσε ακριβά. Αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στη μακρινή Αϊτή, όπου κατέφυγε ο ίδιος, η μοιραία γυναίκα της ζωής του έπεσε θύμα απαγωγής, ενώ και εκείνος κινδύνευσε δύο φορές να απαχθεί σε μια χώρα όπου η φτώχεια και η ένδεια κυριαρχούν.
Επισημαίνει ακόμη ότι όταν επέστρεψε ο Βουράκης στην Ελλάδα προσπάθησε να του βρει δουλειά, κάτι όμως που αποδείχτηκε πολύ δύσκολο μετά το «κανόνι» που είχε ρίξει στην αγορά τον Μάρτιο του 1996. «Είχε δώσει εξετάσεις ο Γιάννης και απέτυχε», υπογραμμίζει ο Κώστας Καίσαρης, που τον συνάντησε για τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια, όταν ο Βουράκης ζούσε μόνιμα πλέον στην Ελλάδα απομονωμένος και μέσα στις τύψεις του.
Ο ανήσυχος αστός
Ο γνωστός κοσμηματοπώλης επανέρχεται στον μοιραίο Φεβρουάριο του 1996, όταν η κατάσταση είχε ζορίσει πολύ για τον ξάδελφό του Γιάννη Βουράκη, που παρέπαιε οικονομικά. «Είχα μάθει τότε ότι δανειζόταν κοσμήματα από συναδέλφους λέγοντας ότι περίμενε κάποιον σπουδαίο πελάτη, αφού αυτός λόγω της οικονομικής κατάστασής του δεν είχε», λέει ο Κώστας Καίσαρης.
Κάποιοι τού έδιναν, άλλοι αρνούνταν κατηγορηματικά έχοντας ήδη ακούσει τις ιστορίες για τοκογλύφους στους οποίους χρώσταγε ο γοητευτικός bijoutier, οι οποίοι έμπαιναν στο μαγαζί του και έπαιρναν κοσμήματα από τις προθήκες. «Είχα ψυλλιαστεί κάτι, γιατί μου ζήτησε κι εμένα κοσμήματα. Τρεις ημέρες προτού εξαφανιστεί από τη χώρα, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε δυο-τρία δαχτυλίδια, για να τα δείξει σε μια πελάτισσα». Μετρώντας τα λόγια του ο 56χρονος τότε Καίσαρης του απάντησε με έξι λέξεις: «Ρε Γιαννάκη, κι εμένα; Τον ξάδελφο;».
Ο Βουράκης του είπε να το ξεχάσει και λίγες ημέρες μετά, μια Κυριακή του Μάρτη, με την Τζένη της καρδιάς του έφυγε κρυφά από την άδεια βίλα της Εκάλης, αφού έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα είχαν ήδη κατασχεθεί λόγω χρεών. «Κυριακή πρωί πέταξε για Παρίσι μαζί με την Τζένη, με κάποια χρήματα και μια βαλίτσα γεμάτη κοσμήματα. Εκεί τον φιλοξένησε μια φίλη για λίγες ημέρες προτού φύγει για την Αϊτή».
Στο νησί της Καραϊβικής γράφτηκε άλλο ένα κεφάλαιο της ταραχώδους ζωής του, γεμάτης από στιγμές χαράς, ευτυχίας, αλλά και μιας οικονομικής καταστροφής από την οποία ο Γιάννης Βουράκης δεν συνήλθε ουσιαστικά ποτέ.
Οι έντονες αντιθέσεις
Δύο αδελφών παιδιά -ο Κώστας μεγαλύτερος- έκαναν παρέα μεγαλώνοντας στους κόλπους μιας οικογένειας άρρηκτα δεμένης με το κόσμημα από τη δεκαετία του ’20.
Αναπόφευκτο ήταν να ακολουθήσουν κάποια στιγμή τον ίδιο δρόμο: ο Κώστας Καίσαρης ξεκινώντας μόνος του και ο Γιάννης Βουράκης στους κόλπους της οικογενειακής επιχείρησης. «Ο Γιάννης ήταν πολύ καλό παιδί, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, είχε την αύρα ένας bon vivant, θα έλεγα, που ήξερε αρκετά καλά το κόσμημα, αλλά καθόλου τα οικονομικά και το επιχειρείν», αναφέρει ο αγαπημένος κοσμηματοπώλης της κοσμικής Αθήνας.
Σε ένα από τα ταξίδια του στο εξωτερικό, ο Βουράκης κατέληξε στη μακρινή Αϊτή όπου και γνώρισε τη γυναίκα που σημάδεψε ποικιλοτρόπως τη ζωή του, τη Ζενεβιέβ Μπαλτάζαρ. Ηταν μια μιγάδα εξωτικής ομορφιάς, μικρότερή του, που προερχόταν από μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια. Την ερωτεύτηκε παράφορα, χωρίς να νοιαστεί για οτιδήποτε άλλο την αφορούσε.
«Την παντρεύτηκε στην Αϊτή. Πήρα τρεις πτήσεις για να φτάσω στο νησί, αλλά ήταν μια κοπέλα που δεν είχε να προσφέρει τίποτε στην οικογένεια των Βουράκηδων».
Μια οικογένεια που φημιζόταν για το πελατολόγιό της, το οποίο περιελάμβανε από γαλαζοαίματους όπως η βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας μέχρι ηχηρές εφοπλιστικές δυναστείες, και αιφνιδιάστηκε από την απόφαση του Γιάννη να παντρευτεί μια άγνωστη καλλονή.
Το απόλυτο glam και τα νούμερα που ζάλισαν
Ο Γιάννης Βουράκης, που αγαπούσε πάντα τα επιχειρηματικά ανοίγματα, οραματιζόταν το μεγάλο επιχειρηματικό project, αυτό που θα του έδινε το κάτι παραπάνω έναντι του ανταγωνισμού. Εχοντας δει εντυπωσιακές βιτρίνες στο εξωτερικό, ονειρεύτηκε ένα άλλο κοσμηματοπωλείο. Βρήκε λοιπόν τον κατάλληλο χώρο στο νούμερο 11 της οδού Βουκουρεστίου -τον δρόμο που δέθηκε άρρηκτα με την οικογένεια Βουράκη- για να στήσει τη «Selection Vourakis».
Οπως θυμάται ο Κώστας Καίσαρης, «ο Γιάννης, ο Αντώνης και η Λιάνα ήταν στο κεντρικό μαγαζί της οικογένειας μέχρι τη στιγμή που νοίκιασε τον συγκεκριμένο χώρο. Μπήκαν και οι δύο συνέταιροι, αλλά επένδυσαν και δυο-τρία ονόματα που δεν θέλω να πω γιατί δεν ξέρω αν θέλουν να αναφερθούν».
Τα 350 τ.μ. μόνο φθηνά δεν ήταν, αφού ο «αέρας» φέρεται να κόστισε 70 εκατ. δραχμές, το ενοίκιο ήταν 2 εκατ. τον μήνα και για την εσωτερική συγκλονιστική διακόσμηση δαπανήθηκαν, σύμφωνα με τα όσα γράφτηκαν τότε, 140 εκατ. δραχμές.
Ο ξάδελφός του Αντώνης μπήκε στο νέο εγχείρημα με ποσοστό 40%, ενώ η αδερφή του Λιάνα με 5%. Οι προθήκες του κοσμηματοπωλείου γέμισαν με εντυπωσιακές δημιουργίες και στα εγκαίνια έδωσε το «παρών» όλη η Αθήνα: επιχειρηματίες, πολιτικοί, εκδότες, εφοπλιστές, τηλεοπτικοί αστέρες και γνωστοί δημοσιογράφοι όπως η Λιάνα Κανέλλη -τότε στο MEGA- θαύμασαν λαμπερά διαμάντια, κομμάτια των οίκων Cartier και Tiffany & Co., που συνδυάζονταν αρμονικά με τα πανάκριβα δερμάτινα μπουφάν Etro.
Αναμφίβολα, ήταν το πιο εντυπωσιακό και όμορφο κοσμηματοπωλείο της Αθήνας και τουλάχιστον στην αρχή όλα κυλούσαν ιδανικά στο φιλόδοξο επιχειρηματικό εγχείρημα του Βουράκη, κάτι όμως που δεν θα διαρκέσει πολύ.
Τα ζόρια και το «κανόνι»
Ο Γιάννης Βουράκης απουσίαζε συχνά, συνήθως για μικρά ή μεγάλα ταξίδια στο εξωτερικό, ενώ ακόμη κι όταν άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα παρέμενε αισιόδοξος.
Κάποια στιγμή έμεινε μόνος του, αφού ο Αντώνης Βουράκης και η αδελφή του Λιάνα αποχώρησαν παίρνοντας τα χρήματά τους. Ο ίδιος αρνήθηκε όμως να αλλάξει το κοσμοπολίτικο στυλ ζωής που είχε υιοθετήσει και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο κατάστημα.
«Οπως γνωρίζουν όλοι, τα Χριστούγεννα είναι η περίοδος όπου τα κοσμηματοπωλεία κάνουν τον μεγαλύτερο τζίρο της χρονιάς», μου επισημαίνει ο Κώστας Καίσαρης και συνεχίζει: «Ερχόταν ο Γιάννης στο μαγαζί και μου έλεγε “Κωστάκη, εδώ θα κάτσεις χρονιάρες ημέρες; Εγώ θα πάω Σεν Μόριτς”, οπότε καταλαβαίνεις. Αφηνε το μαγαζί στους υπαλλήλους και έφευγε».
Οταν άρχισαν οι ταμειακές δυσκολίες έχοντας ήδη δάνεια εκατομμυρίων στις τράπεζες, ο Βουράκης αναγκάστηκε να δανειστεί από τοκογλύφους, προσπαθώντας να σώσει μια παρτίδα που φάνταζε ήδη χαμένη. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν από το 1994 και μετά, μαζί με ασφαλιστικές εισφορές και οφειλές προς το Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα δανειζόταν κοσμήματα από συναδέλφους του, αφού από τα τέλη του 1995 δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει εμπόρευμα.
«Πολύ καλός κόσμος της Αθήνας τού εμπιστεύτηκε κοσμήματα τα οποία χάθηκαν, ενώ οι τοκογλύφοι τον κυνηγούσαν ανελέητα αφού πρέπει να χρώσταγε πάνω από 100 εκατ. δραχμές». Εχοντας ήδη δεχτεί απειλές ο Γιάννης Βουράκης αποφάσισε να φύγει μια Κυριακή του Μάρτη, παίρνοντας μαζί του μια τσάντα με κοσμήματα και όσα μετρητά μπόρεσε να συγκεντρώσει. Η είδηση για το «κανόνι» που έριξε ο γοητευτικός κοσμηματοπώλης έγινε γνωστή μέχρι τη Δευτέρα το μεσημέρι, αφού οι υπάλληλοι που άνοιξαν το «Selection Vourakis» το βρήκαν σχεδόν άδειο από κοσμήματα, διαισθανόμενοι τι είχε συμβεί. Από αυτούς, άλλωστε, δανειζόταν ποσά ο Βουράκης τους τελευταίους εφιαλτικούς μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα, ενώ η αναζήτησή του από τις Αρχές δεν οδήγησε πουθενά.
Η Αϊτή, οι απόπειρες απαγωγής και η μυστική επιστροφή
Οι αστικοί μύθοι και οι φήμες για το πού κατέφυγε ο κοσμηματοπώλης των επωνύμων ξεχύθηκαν με ρυθμούς πολυβόλου. «Πήγε στην Κούβα, πέταξε με ψεύτικο διαβατήριο στην Ασία, τον είδαν στη Σαουδική Αραβία... Και τι δεν ειπώθηκε για τη φυγή του!» μου λέει ο Κώστας Καίσαρης.
Η Αθήνα συζητούσε επί εβδομάδες για το «κανόνι» του εξαφανισμένου Γιάννη Βουράκη, ενώ η αδελφή του Λιάνα προσπάθησε να ξεχρεώσει τις οφειλές στο Δημόσιο. Η τελευταία, άλλωστε, του στάθηκε πιο πολύ στα χρόνια της φυγής, που μόνο καλά δεν αποδείχτηκαν για τον άνθρωπο που τα έζησε όλα και στο τέλος τα έχασε όλα, που λάτρεψε την καλή ζωή. Η Αϊτή, πατρίδα της Ζενεβιέβ, που έγινε Τζένη, σαφώς και δεν ήταν ο εξωτικός παράδεισος που ονειρευόταν ο Γιάννης Βουράκης, ο οποίος προσπάθησε εκεί να κάνει μια νέα αρχή. «Είχα μιλήσει μία φορά μαζί του εκείνη την περίοδο», τονίζει ο Κώστας Καίσαρης. «Είχε ανοίξει ένα εστιατόριο ή σουβλατζίδικο, αν θυμάμαι καλά, αλλά εκεί απήγαγαν τη γυναίκα του». Κάτι διόλου ασυνήθιστο σε ένα νησί που μαστίζεται για δεκαετίες από τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξαθλίωση, με τις απαγωγές να είναι ένα σύνηθες φαινόμενο της καθημερινότητας. Η Τζένη αφέθηκε ελεύθερη, αλλά ο γάμος της με τον άνθρωπο που την αγάπησε παράφορα τελείωσε κάποια χρόνια πριν τον καταστροφικό σεισμό του 2010.
«Προσπάθησαν δύο φορές να απαγάγουν τον Γιάννη στην Αϊτή, αλλά σώθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα» - μια επιστροφή που έγινε χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πλην ελάχιστων αγαπημένων προσώπων, μου αποκαλύπτει ο Κώστας Καίσαρης. Ο Γιάννης Βουράκης φέρεται να εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα λίγους μήνες μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2010 ή, όπως επιμένουν κάποιοι, από το 2008, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Η Λιάνα Βουράκη στάθηκε από την πρώτη στιγμή δίπλα στον αδελφό της, μαζί με το ζεύγος Βαγγέλη και Μαίρης Βουράκη-Τουρνικιώτη, φροντίζοντας να μείνει αρχικά σε ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα στο Χαλάνδρι.
Ο κοσμηματοπώλης δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση κάποιες εξόδους για φαγητό, σχεδόν πάντα σε προστατευμένο περιβάλλον. Μάλιστα όταν τον συνέστηναν σε άλλους, χρησιμοποιούσαν μόνο το μικρό του όνομα.
Ουσιαστικά, ήταν ένας άνθρωπος που είχε παραιτηθεί από τη ζωή, η οποία ήταν γεμάτη από τύψεις για όσα έφεραν σε δύσκολη θέση την οικογένειά του, αντιλαμβανόμενος πια ότι δεν μπορούσε να κυκλοφορεί όπως παλιά.
«Προσπάθησα να του βρω δουλειά, αλλά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψει στην κοινωνία μετά απ’ όσα είχαν γίνει. Ο αγαπημένος μου Γιάννης είχε δώσει εξετάσεις και απέτυχε», λέει χαρακτηριστικά ο Κώστας Καίσαρης. Τα δε τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα άλλο μικρό διαμέρισμα του Νέου Ψυχικού, εκεί όπου «έφυγε» από ανακοπή καρδιάς. Οσο για τη χαμένη του τιμή; Αυτή έγινε κομμάτια εκείνη τη νύχτα που έφυγε σαν κυνηγημένος από τη βίλα της Εκάλης για το Ανατολικό Αεροδρόμιο, πληρώνοντας ακριβά την επιθυμία του να είναι ξεχωριστός.
Αναπόφευκτο ήταν να ακολουθήσουν κάποια στιγμή τον ίδιο δρόμο: ο Κώστας Καίσαρης ξεκινώντας μόνος του και ο Γιάννης Βουράκης στους κόλπους της οικογενειακής επιχείρησης. «Ο Γιάννης ήταν πολύ καλό παιδί, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά, είχε την αύρα ένας bon vivant, θα έλεγα, που ήξερε αρκετά καλά το κόσμημα, αλλά καθόλου τα οικονομικά και το επιχειρείν», αναφέρει ο αγαπημένος κοσμηματοπώλης της κοσμικής Αθήνας.
Σε ένα από τα ταξίδια του στο εξωτερικό, ο Βουράκης κατέληξε στη μακρινή Αϊτή όπου και γνώρισε τη γυναίκα που σημάδεψε ποικιλοτρόπως τη ζωή του, τη Ζενεβιέβ Μπαλτάζαρ. Ηταν μια μιγάδα εξωτικής ομορφιάς, μικρότερή του, που προερχόταν από μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια. Την ερωτεύτηκε παράφορα, χωρίς να νοιαστεί για οτιδήποτε άλλο την αφορούσε.
«Την παντρεύτηκε στην Αϊτή. Πήρα τρεις πτήσεις για να φτάσω στο νησί, αλλά ήταν μια κοπέλα που δεν είχε να προσφέρει τίποτε στην οικογένεια των Βουράκηδων».
Μια οικογένεια που φημιζόταν για το πελατολόγιό της, το οποίο περιελάμβανε από γαλαζοαίματους όπως η βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας μέχρι ηχηρές εφοπλιστικές δυναστείες, και αιφνιδιάστηκε από την απόφαση του Γιάννη να παντρευτεί μια άγνωστη καλλονή.
Το απόλυτο glam και τα νούμερα που ζάλισαν
Ο Γιάννης Βουράκης, που αγαπούσε πάντα τα επιχειρηματικά ανοίγματα, οραματιζόταν το μεγάλο επιχειρηματικό project, αυτό που θα του έδινε το κάτι παραπάνω έναντι του ανταγωνισμού. Εχοντας δει εντυπωσιακές βιτρίνες στο εξωτερικό, ονειρεύτηκε ένα άλλο κοσμηματοπωλείο. Βρήκε λοιπόν τον κατάλληλο χώρο στο νούμερο 11 της οδού Βουκουρεστίου -τον δρόμο που δέθηκε άρρηκτα με την οικογένεια Βουράκη- για να στήσει τη «Selection Vourakis».
Οπως θυμάται ο Κώστας Καίσαρης, «ο Γιάννης, ο Αντώνης και η Λιάνα ήταν στο κεντρικό μαγαζί της οικογένειας μέχρι τη στιγμή που νοίκιασε τον συγκεκριμένο χώρο. Μπήκαν και οι δύο συνέταιροι, αλλά επένδυσαν και δυο-τρία ονόματα που δεν θέλω να πω γιατί δεν ξέρω αν θέλουν να αναφερθούν».
Τα 350 τ.μ. μόνο φθηνά δεν ήταν, αφού ο «αέρας» φέρεται να κόστισε 70 εκατ. δραχμές, το ενοίκιο ήταν 2 εκατ. τον μήνα και για την εσωτερική συγκλονιστική διακόσμηση δαπανήθηκαν, σύμφωνα με τα όσα γράφτηκαν τότε, 140 εκατ. δραχμές.
Ο ξάδελφός του Αντώνης μπήκε στο νέο εγχείρημα με ποσοστό 40%, ενώ η αδερφή του Λιάνα με 5%. Οι προθήκες του κοσμηματοπωλείου γέμισαν με εντυπωσιακές δημιουργίες και στα εγκαίνια έδωσε το «παρών» όλη η Αθήνα: επιχειρηματίες, πολιτικοί, εκδότες, εφοπλιστές, τηλεοπτικοί αστέρες και γνωστοί δημοσιογράφοι όπως η Λιάνα Κανέλλη -τότε στο MEGA- θαύμασαν λαμπερά διαμάντια, κομμάτια των οίκων Cartier και Tiffany & Co., που συνδυάζονταν αρμονικά με τα πανάκριβα δερμάτινα μπουφάν Etro.
Αναμφίβολα, ήταν το πιο εντυπωσιακό και όμορφο κοσμηματοπωλείο της Αθήνας και τουλάχιστον στην αρχή όλα κυλούσαν ιδανικά στο φιλόδοξο επιχειρηματικό εγχείρημα του Βουράκη, κάτι όμως που δεν θα διαρκέσει πολύ.
Τα ζόρια και το «κανόνι»
Ο Γιάννης Βουράκης απουσίαζε συχνά, συνήθως για μικρά ή μεγάλα ταξίδια στο εξωτερικό, ενώ ακόμη κι όταν άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα παρέμενε αισιόδοξος.
Κάποια στιγμή έμεινε μόνος του, αφού ο Αντώνης Βουράκης και η αδελφή του Λιάνα αποχώρησαν παίρνοντας τα χρήματά τους. Ο ίδιος αρνήθηκε όμως να αλλάξει το κοσμοπολίτικο στυλ ζωής που είχε υιοθετήσει και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο κατάστημα.
«Οπως γνωρίζουν όλοι, τα Χριστούγεννα είναι η περίοδος όπου τα κοσμηματοπωλεία κάνουν τον μεγαλύτερο τζίρο της χρονιάς», μου επισημαίνει ο Κώστας Καίσαρης και συνεχίζει: «Ερχόταν ο Γιάννης στο μαγαζί και μου έλεγε “Κωστάκη, εδώ θα κάτσεις χρονιάρες ημέρες; Εγώ θα πάω Σεν Μόριτς”, οπότε καταλαβαίνεις. Αφηνε το μαγαζί στους υπαλλήλους και έφευγε».
Οταν άρχισαν οι ταμειακές δυσκολίες έχοντας ήδη δάνεια εκατομμυρίων στις τράπεζες, ο Βουράκης αναγκάστηκε να δανειστεί από τοκογλύφους, προσπαθώντας να σώσει μια παρτίδα που φάνταζε ήδη χαμένη. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν από το 1994 και μετά, μαζί με ασφαλιστικές εισφορές και οφειλές προς το Δημόσιο, ενώ ταυτόχρονα δανειζόταν κοσμήματα από συναδέλφους του, αφού από τα τέλη του 1995 δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει εμπόρευμα.
«Πολύ καλός κόσμος της Αθήνας τού εμπιστεύτηκε κοσμήματα τα οποία χάθηκαν, ενώ οι τοκογλύφοι τον κυνηγούσαν ανελέητα αφού πρέπει να χρώσταγε πάνω από 100 εκατ. δραχμές». Εχοντας ήδη δεχτεί απειλές ο Γιάννης Βουράκης αποφάσισε να φύγει μια Κυριακή του Μάρτη, παίρνοντας μαζί του μια τσάντα με κοσμήματα και όσα μετρητά μπόρεσε να συγκεντρώσει. Η είδηση για το «κανόνι» που έριξε ο γοητευτικός κοσμηματοπώλης έγινε γνωστή μέχρι τη Δευτέρα το μεσημέρι, αφού οι υπάλληλοι που άνοιξαν το «Selection Vourakis» το βρήκαν σχεδόν άδειο από κοσμήματα, διαισθανόμενοι τι είχε συμβεί. Από αυτούς, άλλωστε, δανειζόταν ποσά ο Βουράκης τους τελευταίους εφιαλτικούς μήνες της παραμονής του στην Ελλάδα, ενώ η αναζήτησή του από τις Αρχές δεν οδήγησε πουθενά.
Η Αϊτή, οι απόπειρες απαγωγής και η μυστική επιστροφή
Οι αστικοί μύθοι και οι φήμες για το πού κατέφυγε ο κοσμηματοπώλης των επωνύμων ξεχύθηκαν με ρυθμούς πολυβόλου. «Πήγε στην Κούβα, πέταξε με ψεύτικο διαβατήριο στην Ασία, τον είδαν στη Σαουδική Αραβία... Και τι δεν ειπώθηκε για τη φυγή του!» μου λέει ο Κώστας Καίσαρης.
Η Αθήνα συζητούσε επί εβδομάδες για το «κανόνι» του εξαφανισμένου Γιάννη Βουράκη, ενώ η αδελφή του Λιάνα προσπάθησε να ξεχρεώσει τις οφειλές στο Δημόσιο. Η τελευταία, άλλωστε, του στάθηκε πιο πολύ στα χρόνια της φυγής, που μόνο καλά δεν αποδείχτηκαν για τον άνθρωπο που τα έζησε όλα και στο τέλος τα έχασε όλα, που λάτρεψε την καλή ζωή. Η Αϊτή, πατρίδα της Ζενεβιέβ, που έγινε Τζένη, σαφώς και δεν ήταν ο εξωτικός παράδεισος που ονειρευόταν ο Γιάννης Βουράκης, ο οποίος προσπάθησε εκεί να κάνει μια νέα αρχή. «Είχα μιλήσει μία φορά μαζί του εκείνη την περίοδο», τονίζει ο Κώστας Καίσαρης. «Είχε ανοίξει ένα εστιατόριο ή σουβλατζίδικο, αν θυμάμαι καλά, αλλά εκεί απήγαγαν τη γυναίκα του». Κάτι διόλου ασυνήθιστο σε ένα νησί που μαστίζεται για δεκαετίες από τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξαθλίωση, με τις απαγωγές να είναι ένα σύνηθες φαινόμενο της καθημερινότητας. Η Τζένη αφέθηκε ελεύθερη, αλλά ο γάμος της με τον άνθρωπο που την αγάπησε παράφορα τελείωσε κάποια χρόνια πριν τον καταστροφικό σεισμό του 2010.
«Προσπάθησαν δύο φορές να απαγάγουν τον Γιάννη στην Αϊτή, αλλά σώθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα» - μια επιστροφή που έγινε χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πλην ελάχιστων αγαπημένων προσώπων, μου αποκαλύπτει ο Κώστας Καίσαρης. Ο Γιάννης Βουράκης φέρεται να εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα λίγους μήνες μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2010 ή, όπως επιμένουν κάποιοι, από το 2008, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Η Λιάνα Βουράκη στάθηκε από την πρώτη στιγμή δίπλα στον αδελφό της, μαζί με το ζεύγος Βαγγέλη και Μαίρης Βουράκη-Τουρνικιώτη, φροντίζοντας να μείνει αρχικά σε ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα στο Χαλάνδρι.
Ο κοσμηματοπώλης δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση κάποιες εξόδους για φαγητό, σχεδόν πάντα σε προστατευμένο περιβάλλον. Μάλιστα όταν τον συνέστηναν σε άλλους, χρησιμοποιούσαν μόνο το μικρό του όνομα.
Ουσιαστικά, ήταν ένας άνθρωπος που είχε παραιτηθεί από τη ζωή, η οποία ήταν γεμάτη από τύψεις για όσα έφεραν σε δύσκολη θέση την οικογένειά του, αντιλαμβανόμενος πια ότι δεν μπορούσε να κυκλοφορεί όπως παλιά.
«Προσπάθησα να του βρω δουλειά, αλλά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψει στην κοινωνία μετά απ’ όσα είχαν γίνει. Ο αγαπημένος μου Γιάννης είχε δώσει εξετάσεις και απέτυχε», λέει χαρακτηριστικά ο Κώστας Καίσαρης. Τα δε τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα άλλο μικρό διαμέρισμα του Νέου Ψυχικού, εκεί όπου «έφυγε» από ανακοπή καρδιάς. Οσο για τη χαμένη του τιμή; Αυτή έγινε κομμάτια εκείνη τη νύχτα που έφυγε σαν κυνηγημένος από τη βίλα της Εκάλης για το Ανατολικό Αεροδρόμιο, πληρώνοντας ακριβά την επιθυμία του να είναι ξεχωριστός.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr