50 χρόνια... στο ίδιο έργο θεατές: Όλες οι κόντρες του Γιώργου Νταλάρα
50 χρόνια... στο ίδιο έργο θεατές: Όλες οι κόντρες του Γιώργου Νταλάρα
Το 1975 με τον Ακη Πάνου, ακολούθησαν τα σκληρά λόγια με τον Ρασούλη και η «μετωπική» με τον Τζίμη Πανούση που έφτασε στα δικαστήρια - Νέες αντιπαραθέσεις με Λάκη Λαζόπουλο και Σάκη Ρουβά
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Αν έλεγε κάποιος στον Γιώργο Νταλάρα ότι έκανε το πρώτο beef (σημ.: πρόκληση λεκτικής έντασης με κάποιον ή κάποιους) του 2024, μάλλον θα τον κοιτούσε απορημένος. Προφανώς ούτε και ο ίδιος φαντάστηκε ότι μιλώντας για νεότερους τραγουδιστές, όπως είναι ο Αργυρός, ο Ρέμος και ο Οικονομόπουλος, λέγοντας χωρίς να τους κατονομάσει ότι είναι ντροπή να διαφημίζουν χάμπουργκερ ή λουκάνικα, θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου.
Ο Νταλάρας δεν μιλάει συχνά, πόσο μάλλον σε μια πρωινή εκπομπή όπως έπραξε πριν από τρεις εβδομάδες, αφού εδώ και χρόνια παραμένει σταθερός στις απόψεις και την αισθητική που έχει υιοθετήσει εδώ και δεκαετίες. Οντας ένας τεράστιος ερμηνευτής που έχει διαγράψει μια πολύ μεγάλη διαδρομή, είπε αυτά που ένιωθε ότι έπρεπε να πει, στεγνά και με υπέρμετρη τάση νουθεσίας, αδιαφορώντας προφανώς για τον θόρυβο που θα ξεσήκωναν τόσο στον χώρο του όσο και στα media. Είναι τόσο ταγμένος σε αυτό που υπηρετεί για πάνω από πέντε δεκαετίες, που για τον ίδιο ο τραγουδιστής πρέπει μόνο να τραγουδάει για το κοινό του και να μην εκτίθεται ποικιλοτρόπως στη δημόσια σφαίρα, παίρνοντας μέρος π.χ. σε μια εμπορική διαφήμιση.
Πιθανόν όταν το έλεγε να είχε σβήσει από τη μνήμη του το γεγονός ότι η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, με την οποία εμφανιζόταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα στο «Παλλάς», πρωταγωνίστησε σε διαφήμιση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος πριν από λίγα χρόνια. Αυτό δεν τον ενόχλησε όπως τα χάμπουργκερ και τα πατατάκια των λεγόμενων εμπορικών ερμηνευτών που σχολίασε, ενώ φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί ότι οι εποχές αλλάζουν και η δισκογραφία σήμερα δεν είναι αυτή των πρότερων «χρυσών» δεκαετιών, όταν ο ίδιος για να βγάλει έναν δίσκο πέρναγε 350 ώρες στο στούντιο.
Οπως ήταν αναμενόμενο, για τις lifestyle εκπομπές της τηλεόρασης και τα sites τα όσα είπε χρειάζονταν απάντηση από τους «θιγόμενους» και με την αμέριστη βοήθεια των social media άρχισε η σύγκρουση ανάμεσα στους Νταλαρομάχους και τους Νταλαρολάτρες. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που ο Νταλάρας κοντράρεται με συναδέλφους του, αφού και με τον Ακη Πάνου είχε έρθει σε σύγκρουση, αλλά και με τον Μανώλη Ρασούλη. Η πιο μεγάλη κόντρα του, ωστόσο, ήταν αναμφίβολα αυτή με τον Τζίμη Πανούση, τον οποίο «κυνήγησε» δικαστικά για μια επταετία με ουκ ολίγα επεισόδια εντός και εκτός δικαστηρίων που άφησαν εποχή.
Τα «μαρκούτσια» της οργής
Ανθρωποι που ξέρουν πολύ καλά τον Γιώργο Νταλάρα λένε ότι ποτέ δεν ήταν λάτρης του χιούμορ ή της σάτιρας, όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, ξεπερνάει τα όρια, ειδικά σε ό,τι αφορά τη δουλειά του. Οταν πριν από λίγες μέρες βγήκε από το στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού όπου είχε πάει να μιλήσει για τον Βασίλη Τσιτσάνη και είδε κάμερες, δημοσιογράφους και μικρόφωνα να τον προσεγγίζουν, ήξερε ότι δεν θα τον ρωτούσαν για τον μεγάλο συνθέτη. Τα παιδιά είχαν πάει εκεί για να «συνεχίσουν» το θέμα που είχε ανοίξει ο ίδιος με τις δηλώσεις του στην πρωινή εκπομπή μετά την πρώτη αντίδραση του Κωνσταντίνου Αργυρού, που είπε ότι «εγώ είμαι ένα τίποτε μπροστά στον Γιώργο Νταλάρα». Αφού αρχικά αρνήθηκε ευγενικά να τοποθετηθεί δύο φορές επί του θέματος, η συνέχεια για όσους τον έχουν ζήσει καλά ήταν η αναμενόμενη, αλλά όχι η ενδεδειγμένη, όπως ειπώθηκε ή γράφτηκε κατά κόρον. Επί της ουσίας, μπορεί να είχε καλές προθέσεις, αλλά τις εξέφρασε με εντελώς λάθος τρόπο στους συναδέλφους που τον περίμεναν με τα «μαρκούτσια», όπως χαρακτήρισε τα μικρόφωνα που του έτειναν, πριν τους αποκαλέσει «κοτόπουλα». Διατηρώντας μια νοοτροπία που δεν έχει αλλάξει επί δεκαετίες, οι νουθεσίες για το πώς θα πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και για το πόσο περήφανοι νιώθουν οι γονείς τους ήχησαν το λιγότερο άστοχες, όπως τις εκστόμισε.
Μόνο που αυτός ήταν πάντα ο Νταλάρας, ένας τραγουδιστής που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, αυτός που δούλευε νυχθημερόν για να γίνει ακόμη καλύτερος τραγουδιστής και μουσικός. Στην προκειμένη περίπτωση έχασε το δίκιο του γιατί απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους και όχι στους διευθυντές τους, ή ακόμη και στους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών τους οποίους γνωρίζει. Η εικόνα του Νταλάρα να τα «χώνει» σε νέα παιδιά που απλά έκαναν αυτό που τους είπαν οι ανώτεροί τους και τα μαθήματα ήθους θα μπορούσαν απλά να λείψουν, όπως είπε και ο Σταμάτης Κραουνάκης. Ο τελευταίος έλαβε μια αγωγή από τον Γιώργο Νταλάρα όταν μιλώντας στη Μαλβίνα Κάραλη είχε πει «να σταματήσουμε το μαγαζάκι Κύπρος», χωρίς καν να αναφέρει το όνομά του. Τον φωτογράφιζε, όμως, όπως είπε ο συνθέτης, ο οποίος όταν παρέλαβε την αγωγή με την οποία ο Νταλάρας τού ζητούσε 100 εκατ. δραχμές, δεν έριξε λάδι στη φωτιά και το θέμα έληξε. Αντίθετα, στο θέμα με τους δημοσιογράφους, ενώ θα έφτανε ένα «ευχαριστώ πολύ, καληνύχτα σας» από τον Νταλάρα και μετά σιωπή μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητό του, τα όσα τους είπε το «φούντωσαν» ακόμη πιο πολύ.
Ο Γιώργος Νταλάρας όμως δεν έχει μάθει να σιωπά, ειδικά από τότε που ανέβηκε στην κορυφή και ένιωσε ότι είναι αυτός που είχε αναλάβει το βάρος να εκφράσει μαζί με κάποιους άλλους το -κατά τον ίδιο- καλό ελληνικό τραγούδι. Πρώτος ο ίδιος έχει παραδεχτεί τον «δύσκολο» χαρακτήρα του που φτάνει στα όρια του στρυφνού και, όπως έχει πει ο Μάκης Μάτσας, μπορεί να έχει μια τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή, αλλά κουβαλάει μια εισαγγελική αυστηρότητα που δεν την άφησε ποτέ. Αυτή βίωσαν και οι νέοι συνάδελφοι που τον περίμεναν μέσα στο κρύο να βγει από το στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού, ενώ πολλά χρόνια πριν την έζησε και ο Φώτης Απέργης, που τότε εργαζόταν στην «Ελευθεροτυπία».
Ο Νταλάρας δεν μιλάει συχνά, πόσο μάλλον σε μια πρωινή εκπομπή όπως έπραξε πριν από τρεις εβδομάδες, αφού εδώ και χρόνια παραμένει σταθερός στις απόψεις και την αισθητική που έχει υιοθετήσει εδώ και δεκαετίες. Οντας ένας τεράστιος ερμηνευτής που έχει διαγράψει μια πολύ μεγάλη διαδρομή, είπε αυτά που ένιωθε ότι έπρεπε να πει, στεγνά και με υπέρμετρη τάση νουθεσίας, αδιαφορώντας προφανώς για τον θόρυβο που θα ξεσήκωναν τόσο στον χώρο του όσο και στα media. Είναι τόσο ταγμένος σε αυτό που υπηρετεί για πάνω από πέντε δεκαετίες, που για τον ίδιο ο τραγουδιστής πρέπει μόνο να τραγουδάει για το κοινό του και να μην εκτίθεται ποικιλοτρόπως στη δημόσια σφαίρα, παίρνοντας μέρος π.χ. σε μια εμπορική διαφήμιση.
Πιθανόν όταν το έλεγε να είχε σβήσει από τη μνήμη του το γεγονός ότι η Αλκηστις Πρωτοψάλτη, με την οποία εμφανιζόταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα στο «Παλλάς», πρωταγωνίστησε σε διαφήμιση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος πριν από λίγα χρόνια. Αυτό δεν τον ενόχλησε όπως τα χάμπουργκερ και τα πατατάκια των λεγόμενων εμπορικών ερμηνευτών που σχολίασε, ενώ φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί ότι οι εποχές αλλάζουν και η δισκογραφία σήμερα δεν είναι αυτή των πρότερων «χρυσών» δεκαετιών, όταν ο ίδιος για να βγάλει έναν δίσκο πέρναγε 350 ώρες στο στούντιο.
Οπως ήταν αναμενόμενο, για τις lifestyle εκπομπές της τηλεόρασης και τα sites τα όσα είπε χρειάζονταν απάντηση από τους «θιγόμενους» και με την αμέριστη βοήθεια των social media άρχισε η σύγκρουση ανάμεσα στους Νταλαρομάχους και τους Νταλαρολάτρες. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που ο Νταλάρας κοντράρεται με συναδέλφους του, αφού και με τον Ακη Πάνου είχε έρθει σε σύγκρουση, αλλά και με τον Μανώλη Ρασούλη. Η πιο μεγάλη κόντρα του, ωστόσο, ήταν αναμφίβολα αυτή με τον Τζίμη Πανούση, τον οποίο «κυνήγησε» δικαστικά για μια επταετία με ουκ ολίγα επεισόδια εντός και εκτός δικαστηρίων που άφησαν εποχή.
Τα «μαρκούτσια» της οργής
Ανθρωποι που ξέρουν πολύ καλά τον Γιώργο Νταλάρα λένε ότι ποτέ δεν ήταν λάτρης του χιούμορ ή της σάτιρας, όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, ξεπερνάει τα όρια, ειδικά σε ό,τι αφορά τη δουλειά του. Οταν πριν από λίγες μέρες βγήκε από το στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού όπου είχε πάει να μιλήσει για τον Βασίλη Τσιτσάνη και είδε κάμερες, δημοσιογράφους και μικρόφωνα να τον προσεγγίζουν, ήξερε ότι δεν θα τον ρωτούσαν για τον μεγάλο συνθέτη. Τα παιδιά είχαν πάει εκεί για να «συνεχίσουν» το θέμα που είχε ανοίξει ο ίδιος με τις δηλώσεις του στην πρωινή εκπομπή μετά την πρώτη αντίδραση του Κωνσταντίνου Αργυρού, που είπε ότι «εγώ είμαι ένα τίποτε μπροστά στον Γιώργο Νταλάρα». Αφού αρχικά αρνήθηκε ευγενικά να τοποθετηθεί δύο φορές επί του θέματος, η συνέχεια για όσους τον έχουν ζήσει καλά ήταν η αναμενόμενη, αλλά όχι η ενδεδειγμένη, όπως ειπώθηκε ή γράφτηκε κατά κόρον. Επί της ουσίας, μπορεί να είχε καλές προθέσεις, αλλά τις εξέφρασε με εντελώς λάθος τρόπο στους συναδέλφους που τον περίμεναν με τα «μαρκούτσια», όπως χαρακτήρισε τα μικρόφωνα που του έτειναν, πριν τους αποκαλέσει «κοτόπουλα». Διατηρώντας μια νοοτροπία που δεν έχει αλλάξει επί δεκαετίες, οι νουθεσίες για το πώς θα πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους και για το πόσο περήφανοι νιώθουν οι γονείς τους ήχησαν το λιγότερο άστοχες, όπως τις εκστόμισε.
Μόνο που αυτός ήταν πάντα ο Νταλάρας, ένας τραγουδιστής που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, αυτός που δούλευε νυχθημερόν για να γίνει ακόμη καλύτερος τραγουδιστής και μουσικός. Στην προκειμένη περίπτωση έχασε το δίκιο του γιατί απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους και όχι στους διευθυντές τους, ή ακόμη και στους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών τους οποίους γνωρίζει. Η εικόνα του Νταλάρα να τα «χώνει» σε νέα παιδιά που απλά έκαναν αυτό που τους είπαν οι ανώτεροί τους και τα μαθήματα ήθους θα μπορούσαν απλά να λείψουν, όπως είπε και ο Σταμάτης Κραουνάκης. Ο τελευταίος έλαβε μια αγωγή από τον Γιώργο Νταλάρα όταν μιλώντας στη Μαλβίνα Κάραλη είχε πει «να σταματήσουμε το μαγαζάκι Κύπρος», χωρίς καν να αναφέρει το όνομά του. Τον φωτογράφιζε, όμως, όπως είπε ο συνθέτης, ο οποίος όταν παρέλαβε την αγωγή με την οποία ο Νταλάρας τού ζητούσε 100 εκατ. δραχμές, δεν έριξε λάδι στη φωτιά και το θέμα έληξε. Αντίθετα, στο θέμα με τους δημοσιογράφους, ενώ θα έφτανε ένα «ευχαριστώ πολύ, καληνύχτα σας» από τον Νταλάρα και μετά σιωπή μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητό του, τα όσα τους είπε το «φούντωσαν» ακόμη πιο πολύ.
Ο Γιώργος Νταλάρας όμως δεν έχει μάθει να σιωπά, ειδικά από τότε που ανέβηκε στην κορυφή και ένιωσε ότι είναι αυτός που είχε αναλάβει το βάρος να εκφράσει μαζί με κάποιους άλλους το -κατά τον ίδιο- καλό ελληνικό τραγούδι. Πρώτος ο ίδιος έχει παραδεχτεί τον «δύσκολο» χαρακτήρα του που φτάνει στα όρια του στρυφνού και, όπως έχει πει ο Μάκης Μάτσας, μπορεί να έχει μια τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή, αλλά κουβαλάει μια εισαγγελική αυστηρότητα που δεν την άφησε ποτέ. Αυτή βίωσαν και οι νέοι συνάδελφοι που τον περίμεναν μέσα στο κρύο να βγει από το στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού, ενώ πολλά χρόνια πριν την έζησε και ο Φώτης Απέργης, που τότε εργαζόταν στην «Ελευθεροτυπία».
Στην κριτική για τον δίσκο ενός άλλου καλλιτέχνη ανέφερε τον Γιώργο Νταλάρα, σχολιάζοντάς τον με «αφοριστική» γραφή, όπως έχει παραδεχθεί σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με φίλους για το συμβάν. Οταν κυκλοφόρησε η εφημερίδα, ο Γιώργος Νταλάρας έγινε έξαλλος και έσπευσε στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας», που τότε στεγαζόταν στην οδό Κολοκοτρώνη, όπου και περίμενε τον δημοσιογράφο.
Οταν ο Απέργης φτάνει, του επιτίθεται φραστικά έξω από την είσοδο των γραφείων της εφημερίδας, λέγοντάς του σε έντονο ύφος να μην τολμήσει να ξαναγράψει γι’ αυτόν. Ο δημοσιογράφος τού απαντάει εξίσου έντονα, καλώντας τον ταυτόχρονα να ανέβουν πάνω για να συνεχίσουν τη λεκτική αψιμαχία που είχε ξεκινήσει. Οταν ο Νταλάρας φεύγει, ο Απέργης γράφει ένα κείμενο που δημοσιεύεται την επομένη και πολλοί καλλιτέχνες τάσσονται στο πλευρό του, ενώ δεν θα μιλήσει για δύο χρόνια με τον τραγουδιστή. Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν σταδιακά μετά από μια συνάντηση όταν μίλησαν για κάποια ώρα.
Ο Ρασούλης και οι μηνύσεις
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δύο νέα μέτωπα ανοίγουν στη μουσική διαδρομή του Γιώργου Νταλάρα, που αρχίζει πλέον να μεσουρανεί, όταν συνεργάζεται με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Ακη Πάνου. Με τον πρώτο η σύγκρουση ανάβει για τα καλά μετά τη συνεργασία τους στον δίσκο «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει», όπου ο τραγουδιστής ερμηνεύει το ομώνυμο τραγούδι. Θα κορυφωθεί για άγνωστους λόγους στη μεγάλη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, οι δύο άνδρες έρχονται στα χέρια μετά από φραστικό επεισόδιο. Ο Ρασούλης καταθέτει μήνυση εις βάρος του Νταλάρα για σωματική βλάβη, εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση και έκτοτε δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ, ενώ ο ερμηνευτής αθωώνεται από όλες τις κατηγορίες στο δικαστήριο. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η κόντρα τους γιγαντώνεται με δηλώσεις του Ρασούλη όπου χαρακτηρίζει τον Νταλάρα «κανακάρη του Ιωαννίδη» («όχι του προπονητή», λέει χαρακτηριστικά), «αριβίστα» και «Φρανκενστάιν με αγγελικό πρόσωπο», ενώ ο τραγουδιστής απαντάει με μηνύσεις.
Στις 6 Μαρτίου του 2000, με μια επιστολή του ο στιχουργός κάνει γνωστό ότι φεύγει από τη χώρα, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Σήμερα, 6 Μαρτίου του 2000 αναγκάζομαι μετά από πολλή σκέψη και με βαριά καρδιά να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι είναι η σημερινή δίκη μετά την πολλοστή μήνυση που άσκησε εναντίον μου ο Γιώργος Νταλάρας». Ακριβώς έντεκα χρόνια μετά, στις 5 Μαρτίου του 2011, πεθαίνει σε ένα διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης όπου διέμενε, ενώ το πτώμα του εντοπίζεται στις 13 του μήνα, όταν αυτοί που τον αναζητούσαν πήγαν με κλειδαρά στο σπίτι. Στην κηδεία του, που έγινε δυο μέρες μετά, τα στεφάνια είναι πάρα πολλά, ξεχωρίζει όμως ένα, αυτό που έχει στείλει ο Γιώργος Νταλάρας, το οποίο η κόρη του Ρασούλη, Ναταλία, ζητάει να απομακρυνθεί. Χρόνια μετά θα πει ότι η κίνηση του τραγουδιστή δεν είχε κανένα νόημα ως μία μετά θάνατον συγγνώμη, αφού, όπως είπε, ο πατέρας της πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές εξαιτίας του.
Ο Ακης Πάνου και οι επιστολές
Οι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τον τραγουδιστή λένε ότι η απουσία του πατέρα του Λουκά Νταράλα από τη ζωή του ήταν εκκωφαντική, αυτή που θα τον «κλειδώσει» και θα τον περιχαρακώσει από τα παιδικά του χρόνια. Μόνο τυχαίο, λένε κάποιοι, δεν ήταν το γεγονός ότι φέρεται να πρόλαβε να κυκλοφορήσει πρώτος τον διπλό δίσκο «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», πριν από αυτόν που ετοίμαζε ο πατέρας του. Σε αυτόν φρόντισε να συμπεριλάβει πασίγνωστα τραγούδια μεγάλων αλλά και νεότερων δημιουργών, μεταξύ αυτών και ένα του Ακη Πάνου, ενώ δεν υπήρχε η κλασική δημιουργία του πατέρα του «Το Βουνό». Ο Ακης Πάνου, μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, ήταν φίλος του πατέρα του και η σχέση του με τον υιό Νταλάρα στην αρχή ήταν πάρα πολύ καλή, μέχρι που ήρθε η ώρα να συνεργαστούν για τον δίσκο «Θέλω να τα πω». Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων στο περίφημο στούντιο της Columbia, σύμφωνα με όσα είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, οι εντάσεις ανάμεσα στον συνθέτη και τον ερμηνευτή ανεβαίνουν συνεχώς.
Οταν ήρθε η ώρα για να γραφτεί το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, η κατάσταση λέγεται ότι ξέφυγε, με τον Ακη Πάνου να φεύγει από το στούντιο, αφήνοντας τον Νταλάρα μόνο του.
Το κομμάτι είναι πολύ δύσκολο ερμηνευτικά και ο τραγουδιστής φτάνει τα όριά του για να το πει όπως ο ίδιος θέλει, ενώ στο τελείωμα τα ξεπερνάει, κρατώντας χρονικά πάρα πολύ τη νότα σολ. Οταν ο δίσκος είναι έτοιμος να κυκλοφορήσει κι ενώ είναι γνωστό ότι ο Πάνου δεν θέλει φωτογραφία των τραγουδιστών στα εξώφυλλα των δίσκων του, ο Μάκης Μάτσας τον πιέζει να μπει μία με τον Γιώργο να παίζει μπουζούκι. Θα το δεχτεί, αλλά οι σχέσεις του με τον γιο του φίλου του Λουκά Νταράλα δεν θα είναι ποτέ πια καλές, αντίθετα θα επιδεινωθούν, όταν στον επόμενο ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο του με τίτλο «Τα τραγούδια μου», ο ερμηνευτής συμπεριλαμβάνει δύο τραγούδια του, χωρίς να ζητήσει την άδειά του.
Ο Ακης Πάνου, πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, στέλνει μια μακροσκελή επιστολή προς τον ισχυρό άνδρα της Minos-Emi Μάκη Μάτσα λέγοντας τα πράγματα όπως τα ένιωθε: «Ξέρεις τι ήταν για μένα ο Γιωργάκης ο Νταράλας προτού κάνω δουλειά μαζί του; Ηταν το καλό σεμνό παιδί του φτωχοδιάβολου του φίλου μου του Λουκά και της κυρίας Σουλτάνας. Ενα παιδί που κατέβαζε τα μάτια όταν σου μίλαγε και κοκκίνιζε, ένα παιδί που χαιρόμουν αφάνταστα κάθε φορά που τύχαινε να το συναντήσω. Κι όταν ήρθε να κάνουμε δουλειά μαζί, αυτό το παιδί διαπίστωσα πως δεν υπάρχει πια... Τώρα λέγεται Νταλάρας (εσύ τον βάφτισες;).
Τον κάνατε να αισθάνεται ντροπή που είναι γιος του πατέρα του. Τη μητέρα του τη φωνάζει Τάνια. Το όνομα Σουλτάνα είναι πολύ μπανάλ για ένα “αστέρι” σαν κι αυτόν. Τώρα είναι ένας λαϊκός σταρ με επίχρυση μπαταρία στο μπάνιο. Τώρα είναι ένας ψυχρός “πλασιέ” της εταιρείας σου, μια ανασφαλής βεντέτα της χειρότερης μορφής, ένας κακότροπος τραγουδιστής που τα ξέρει όλα και δεν χρειάζεται (ούτε μπορεί) πια να μάθει τίποτε άλλο».
Η επιστολή του που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ντέφι», τον Σεπτέμβριο του 1982, δημιουργεί αίσθηση, και ο Νταλάρας που έγινε έξαλλος θα του απαντήσει με λίγες δηκτικές λέξεις στο επόμενο τεύχος του περιοδικού γράφοντας:
«Φίλε μου Ακη, γεια χαρά. Διάβασα το γράμμα σου που με βρίζεις, αλλά δεν θύμωσα καθόλου. Το φχαριστήθηκα και γέλασα πολύ.
Δεν σου απαντάω, λοιπόν, μια και ξέρω γιατί το ’γραψες. Εσύ είσαι τύπος “αυτοκαταστροφικός” και το “πας πολύ” το βρίσιμο. Συγγνώμη μόνο που δεν θα σου στείλω πίσω το μπαλάκι, αλλά είσαι κακός παίχτης, παίζεις ντεμοντέ και βρώμικα και προτιμώ να σ’ αφήσω να παίζεις μόνος σου!
Θέλω να τα δώσεις όλα! Να γράφεις εσύ και να γελάω συνέχεια εγώ!
Σε χαιρετώ ο φίλος σου, ο Γιωργάκης ο ΝΤΑΛΑΡΑΣ!».
Γράφοντας το αλλαγμένο επίθετό του με κεφαλαία γράμματα, ο άνθρωπος που γινόταν ο εθνικός μας ερμηνευτής έκλεισε αλλά όχι οριστικά το κεφάλαιο Ακης Πάνου.
Το άνοιξε άλλη μία φορά όταν ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο, τον Απρίλιο του 2000, δηλώνοντας: «Ο Ακης Πάνου σημάδεψε με τα τραγούδια και τους στίχους του μια ολόκληρη εποχή. Ηταν ένας πραγματικά σπουδαίος, αυθεντικός, λαϊκός συνθέτης. Ο θάνατός του είναι μεγάλη και ουσιαστική απώλεια για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι».
Ο Τζίμης και το εκατομμύριο
Ο Νταλάρας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, εκτοξεύεται στην κορυφή με προσεκτικά βήματα και συμμετοχές, πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους άλλων. Η συχνότητα τού «συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας» είναι τέτοια που ο Χάρρυ Κλυνν σε μια πρόζα του γεννάει το αμίμητο «Δεν μας χε...ς, ρε Νταλάρα». Ο εθνικός πλέον τραγουδιστής έχει ήδη γεμίσει δύο φορές το ΟΑΚΑ και έχει συμμετάσχει στη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας που πραγματοποιήθηκε εκεί στις 3 Οκτωβρίου του 1988. Προσγειώνεται στην Αθήνα μία ώρα πριν από την έναρξη, αφού ταξίδεψε από την Αγγλία όπου το προηγούμενο βράδυ είχε δώσει δύο συναυλίες στο Μπέρμιγχαμ. Θα βρεθεί στη σκηνή μαζί με τον Πίτερ Γκάμπριελ, τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τον Sting, την Τρέισι Τσάπμαν και τον Γιούσου Ν’Ντουρ, σε μια κορυφαία στιγμή της διαδρομής του.
Εννέα χρόνια μετά, ο Νταλάρας ανακοινώνει συναυλίες, τη μία μετά την άλλη, στις οποίες τραγουδάει είτε αφιλοκερδώς είτε για τη μαρτυρική Κύπρο. Ο Τζίμης Πανούσης που μάλλον τον περίμενε στη γωνία τον εμφανίζει στη μουσική του παράσταση σε βίντεο να τραγουδάει το «Θέλω να τα πω», ενώ από το στόμα του βγαίνουν λίρες και ο κόσμος κλαίει από τα γέλια. Το νέο δεν αργεί να γίνει αυτό που σήμερα λέμε viral σε όλη την Αθήνα και δεν αργεί να φτάσει στα αυτιά του Γιώργου Νταλάρα, ο οποίος στις 7 Ιουλίου καταθέτει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση στον Τζιμάκο και ασφαλιστικά μέτρα. Τα τελευταία ίσχυσαν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και ο ερμηνευτής απαιτούσε από τον Πανούση να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη φωνή και την εικόνα του στις παραστάσεις, ενώ κάθε φορά που θα αναφερόταν στο όνομά του, θα έπρεπε να του καταβάλλει 1 εκατ. δραχμές!
Αυτό αποδείχτηκε βούτυρο στο ψωμί του αξέχαστου Τζίμη, που βγαίνοντας από την αίθουσα βλέπει κάμερες και δημοσιογράφους να τον κυκλώνουν και πετάει το αμίμητο: «Μου περισσεύουν 3 εκατομμύρια δραχμές. Νταλάρας, Νταλάρας, Νταλάρας!». Η κόντρα ανάμεσά τους φουντώνει μέρα με τη μέρα τα επόμενα χρόνια. Ο εθνικός μας τραγουδιστής πηγαίνει στο σπίτι του Πανούση απαιτώντας να πάρει την επίμαχη ταινία, την οποία είχε αφαιρέσει πλέον από τα σόου του. «Οταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, είπε ότι ήρθε εδώ ο Νταλάρας και με παρακάλεσε», δηλώνει στους δημοσιογράφους ο τραγουδιστής τονίζοντας: «Αυτό κρίνετέ το εσείς. Καταλαβαίνετε γιατί καμιά φορά τους ανθρώπους τούς λένε κότες;».
Ο Τζίμης απαντάει με το γνωστό του στυλ όταν του ζητούν να σχολιάσει τα όσα είπε ο Νταλάρας: «Στην τελευταία διαφημιστική εκστρατεία του Γιώργου Νταλάρα για τη νέα του κασετίνα δεν συμμετέχει ο Τζίμης Πανούσης». Ο Νταλάρας κερδίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που απαγορεύουν στον Τζίμη να χρησιμοποιεί την εικόνα και να αναφέρει το όνομά του, και τότε γεννιέται το «ακατονόμαστος» από τον Πανούση, λέξη που χρησιμοποιεί όποτε σατιρίζει τον τραγουδιστή.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Νταλάρας καταθέτει αγωγή με την οποία ζητάει το ποσό των 100 εκατ. δραχμών για ηθική βλάβη, αλλά το δικαστήριο του επιδικάζει 15 εκατομμύρια. Ακολουθούν εφέσεις και δίκες μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση την οποία κερδίζει ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος, όπως δήλωσε χρόνια μετά, ενώ θα μπορούσε να πάρει το σπίτι του Πανούση, δεν το έκανε.
«Μου είπαν να του πάρω το σπίτι. Και είπα όχι, εμένα με ενδιαφέρει το ηθικό στοιχείο», είχε δηλώσει σε πρωινή εκπομπή για την κόντρα που κράτησε επτά χρόνια.
Ο Λαζόπουλος και ο Ρουβάς
Στον κύκλο των συγκρούσεων με τον Γιώργο Νταλάρα μπήκαν την Παρασκευή ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Σάκης Ρουβάς . Ο μεν πρώτος στο podcast του πήρε θέση για την αντιπαράθεση του τραγουδιστή με τους δημοσιογράφους: «Ο Νταλάρας είναι ένας πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Από τον τρόπο που μιλάει φαίνεται ότι δεν είναι και ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, όσο από χιούμορ, δεν διαθέτει καθόλου [...] Το μόνο καλό που έχει βγει από το στόμα του είναι οι νότες. Αν παραβλέψεις αυτό το κακότροπο ύφος που έχει, θα συμφωνήσω μαζί του στο θέμα των δημοσιογράφων. Μαζεύονται σαν ύαινες και θεωρούν πως τα ερωτήματα που έχουν πρέπει να απαντηθούν οποιαδήποτε ώρα θέλουν αυτοί και με τον τρόπο που θέλουν αυτοί», συμπλήρωσε.
Ο Γιώργος Νταλάρας επανήλθε την Παρασκευή με αιχμηρά σχόλια αυτή τη φορά για τον Σάκη Ρουβά. Συγκεκριμένα, μιλώντας στον ραδιοφωνικο σταθμό Στο Κόκκινο, δήλωσε: «Το παιδί ούτε να εκφράσει δεν μπορεί το “Αξιον εστί”, ούτε ξέρω αν έχει καταλάβει τι λέει».
Οταν ο Απέργης φτάνει, του επιτίθεται φραστικά έξω από την είσοδο των γραφείων της εφημερίδας, λέγοντάς του σε έντονο ύφος να μην τολμήσει να ξαναγράψει γι’ αυτόν. Ο δημοσιογράφος τού απαντάει εξίσου έντονα, καλώντας τον ταυτόχρονα να ανέβουν πάνω για να συνεχίσουν τη λεκτική αψιμαχία που είχε ξεκινήσει. Οταν ο Νταλάρας φεύγει, ο Απέργης γράφει ένα κείμενο που δημοσιεύεται την επομένη και πολλοί καλλιτέχνες τάσσονται στο πλευρό του, ενώ δεν θα μιλήσει για δύο χρόνια με τον τραγουδιστή. Οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν σταδιακά μετά από μια συνάντηση όταν μίλησαν για κάποια ώρα.
Ο Ρασούλης και οι μηνύσεις
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δύο νέα μέτωπα ανοίγουν στη μουσική διαδρομή του Γιώργου Νταλάρα, που αρχίζει πλέον να μεσουρανεί, όταν συνεργάζεται με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Ακη Πάνου. Με τον πρώτο η σύγκρουση ανάβει για τα καλά μετά τη συνεργασία τους στον δίσκο «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει», όπου ο τραγουδιστής ερμηνεύει το ομώνυμο τραγούδι. Θα κορυφωθεί για άγνωστους λόγους στη μεγάλη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, οι δύο άνδρες έρχονται στα χέρια μετά από φραστικό επεισόδιο. Ο Ρασούλης καταθέτει μήνυση εις βάρος του Νταλάρα για σωματική βλάβη, εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση και έκτοτε δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ, ενώ ο ερμηνευτής αθωώνεται από όλες τις κατηγορίες στο δικαστήριο. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν η κόντρα τους γιγαντώνεται με δηλώσεις του Ρασούλη όπου χαρακτηρίζει τον Νταλάρα «κανακάρη του Ιωαννίδη» («όχι του προπονητή», λέει χαρακτηριστικά), «αριβίστα» και «Φρανκενστάιν με αγγελικό πρόσωπο», ενώ ο τραγουδιστής απαντάει με μηνύσεις.
Στις 6 Μαρτίου του 2000, με μια επιστολή του ο στιχουργός κάνει γνωστό ότι φεύγει από τη χώρα, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Σήμερα, 6 Μαρτίου του 2000 αναγκάζομαι μετά από πολλή σκέψη και με βαριά καρδιά να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι είναι η σημερινή δίκη μετά την πολλοστή μήνυση που άσκησε εναντίον μου ο Γιώργος Νταλάρας». Ακριβώς έντεκα χρόνια μετά, στις 5 Μαρτίου του 2011, πεθαίνει σε ένα διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης όπου διέμενε, ενώ το πτώμα του εντοπίζεται στις 13 του μήνα, όταν αυτοί που τον αναζητούσαν πήγαν με κλειδαρά στο σπίτι. Στην κηδεία του, που έγινε δυο μέρες μετά, τα στεφάνια είναι πάρα πολλά, ξεχωρίζει όμως ένα, αυτό που έχει στείλει ο Γιώργος Νταλάρας, το οποίο η κόρη του Ρασούλη, Ναταλία, ζητάει να απομακρυνθεί. Χρόνια μετά θα πει ότι η κίνηση του τραγουδιστή δεν είχε κανένα νόημα ως μία μετά θάνατον συγγνώμη, αφού, όπως είπε, ο πατέρας της πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές εξαιτίας του.
Ο Ακης Πάνου και οι επιστολές
Οι άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά τον τραγουδιστή λένε ότι η απουσία του πατέρα του Λουκά Νταράλα από τη ζωή του ήταν εκκωφαντική, αυτή που θα τον «κλειδώσει» και θα τον περιχαρακώσει από τα παιδικά του χρόνια. Μόνο τυχαίο, λένε κάποιοι, δεν ήταν το γεγονός ότι φέρεται να πρόλαβε να κυκλοφορήσει πρώτος τον διπλό δίσκο «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», πριν από αυτόν που ετοίμαζε ο πατέρας του. Σε αυτόν φρόντισε να συμπεριλάβει πασίγνωστα τραγούδια μεγάλων αλλά και νεότερων δημιουργών, μεταξύ αυτών και ένα του Ακη Πάνου, ενώ δεν υπήρχε η κλασική δημιουργία του πατέρα του «Το Βουνό». Ο Ακης Πάνου, μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, ήταν φίλος του πατέρα του και η σχέση του με τον υιό Νταλάρα στην αρχή ήταν πάρα πολύ καλή, μέχρι που ήρθε η ώρα να συνεργαστούν για τον δίσκο «Θέλω να τα πω». Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων στο περίφημο στούντιο της Columbia, σύμφωνα με όσα είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, οι εντάσεις ανάμεσα στον συνθέτη και τον ερμηνευτή ανεβαίνουν συνεχώς.
Οταν ήρθε η ώρα για να γραφτεί το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, η κατάσταση λέγεται ότι ξέφυγε, με τον Ακη Πάνου να φεύγει από το στούντιο, αφήνοντας τον Νταλάρα μόνο του.
Το κομμάτι είναι πολύ δύσκολο ερμηνευτικά και ο τραγουδιστής φτάνει τα όριά του για να το πει όπως ο ίδιος θέλει, ενώ στο τελείωμα τα ξεπερνάει, κρατώντας χρονικά πάρα πολύ τη νότα σολ. Οταν ο δίσκος είναι έτοιμος να κυκλοφορήσει κι ενώ είναι γνωστό ότι ο Πάνου δεν θέλει φωτογραφία των τραγουδιστών στα εξώφυλλα των δίσκων του, ο Μάκης Μάτσας τον πιέζει να μπει μία με τον Γιώργο να παίζει μπουζούκι. Θα το δεχτεί, αλλά οι σχέσεις του με τον γιο του φίλου του Λουκά Νταράλα δεν θα είναι ποτέ πια καλές, αντίθετα θα επιδεινωθούν, όταν στον επόμενο ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο του με τίτλο «Τα τραγούδια μου», ο ερμηνευτής συμπεριλαμβάνει δύο τραγούδια του, χωρίς να ζητήσει την άδειά του.
Ο Ακης Πάνου, πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, στέλνει μια μακροσκελή επιστολή προς τον ισχυρό άνδρα της Minos-Emi Μάκη Μάτσα λέγοντας τα πράγματα όπως τα ένιωθε: «Ξέρεις τι ήταν για μένα ο Γιωργάκης ο Νταράλας προτού κάνω δουλειά μαζί του; Ηταν το καλό σεμνό παιδί του φτωχοδιάβολου του φίλου μου του Λουκά και της κυρίας Σουλτάνας. Ενα παιδί που κατέβαζε τα μάτια όταν σου μίλαγε και κοκκίνιζε, ένα παιδί που χαιρόμουν αφάνταστα κάθε φορά που τύχαινε να το συναντήσω. Κι όταν ήρθε να κάνουμε δουλειά μαζί, αυτό το παιδί διαπίστωσα πως δεν υπάρχει πια... Τώρα λέγεται Νταλάρας (εσύ τον βάφτισες;).
Τον κάνατε να αισθάνεται ντροπή που είναι γιος του πατέρα του. Τη μητέρα του τη φωνάζει Τάνια. Το όνομα Σουλτάνα είναι πολύ μπανάλ για ένα “αστέρι” σαν κι αυτόν. Τώρα είναι ένας λαϊκός σταρ με επίχρυση μπαταρία στο μπάνιο. Τώρα είναι ένας ψυχρός “πλασιέ” της εταιρείας σου, μια ανασφαλής βεντέτα της χειρότερης μορφής, ένας κακότροπος τραγουδιστής που τα ξέρει όλα και δεν χρειάζεται (ούτε μπορεί) πια να μάθει τίποτε άλλο».
Η επιστολή του που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ντέφι», τον Σεπτέμβριο του 1982, δημιουργεί αίσθηση, και ο Νταλάρας που έγινε έξαλλος θα του απαντήσει με λίγες δηκτικές λέξεις στο επόμενο τεύχος του περιοδικού γράφοντας:
«Φίλε μου Ακη, γεια χαρά. Διάβασα το γράμμα σου που με βρίζεις, αλλά δεν θύμωσα καθόλου. Το φχαριστήθηκα και γέλασα πολύ.
Δεν σου απαντάω, λοιπόν, μια και ξέρω γιατί το ’γραψες. Εσύ είσαι τύπος “αυτοκαταστροφικός” και το “πας πολύ” το βρίσιμο. Συγγνώμη μόνο που δεν θα σου στείλω πίσω το μπαλάκι, αλλά είσαι κακός παίχτης, παίζεις ντεμοντέ και βρώμικα και προτιμώ να σ’ αφήσω να παίζεις μόνος σου!
Θέλω να τα δώσεις όλα! Να γράφεις εσύ και να γελάω συνέχεια εγώ!
Σε χαιρετώ ο φίλος σου, ο Γιωργάκης ο ΝΤΑΛΑΡΑΣ!».
Γράφοντας το αλλαγμένο επίθετό του με κεφαλαία γράμματα, ο άνθρωπος που γινόταν ο εθνικός μας ερμηνευτής έκλεισε αλλά όχι οριστικά το κεφάλαιο Ακης Πάνου.
Το άνοιξε άλλη μία φορά όταν ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο, τον Απρίλιο του 2000, δηλώνοντας: «Ο Ακης Πάνου σημάδεψε με τα τραγούδια και τους στίχους του μια ολόκληρη εποχή. Ηταν ένας πραγματικά σπουδαίος, αυθεντικός, λαϊκός συνθέτης. Ο θάνατός του είναι μεγάλη και ουσιαστική απώλεια για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι».
Ο Τζίμης και το εκατομμύριο
Ο Νταλάρας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, εκτοξεύεται στην κορυφή με προσεκτικά βήματα και συμμετοχές, πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους άλλων. Η συχνότητα τού «συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας» είναι τέτοια που ο Χάρρυ Κλυνν σε μια πρόζα του γεννάει το αμίμητο «Δεν μας χε...ς, ρε Νταλάρα». Ο εθνικός πλέον τραγουδιστής έχει ήδη γεμίσει δύο φορές το ΟΑΚΑ και έχει συμμετάσχει στη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας που πραγματοποιήθηκε εκεί στις 3 Οκτωβρίου του 1988. Προσγειώνεται στην Αθήνα μία ώρα πριν από την έναρξη, αφού ταξίδεψε από την Αγγλία όπου το προηγούμενο βράδυ είχε δώσει δύο συναυλίες στο Μπέρμιγχαμ. Θα βρεθεί στη σκηνή μαζί με τον Πίτερ Γκάμπριελ, τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τον Sting, την Τρέισι Τσάπμαν και τον Γιούσου Ν’Ντουρ, σε μια κορυφαία στιγμή της διαδρομής του.
Εννέα χρόνια μετά, ο Νταλάρας ανακοινώνει συναυλίες, τη μία μετά την άλλη, στις οποίες τραγουδάει είτε αφιλοκερδώς είτε για τη μαρτυρική Κύπρο. Ο Τζίμης Πανούσης που μάλλον τον περίμενε στη γωνία τον εμφανίζει στη μουσική του παράσταση σε βίντεο να τραγουδάει το «Θέλω να τα πω», ενώ από το στόμα του βγαίνουν λίρες και ο κόσμος κλαίει από τα γέλια. Το νέο δεν αργεί να γίνει αυτό που σήμερα λέμε viral σε όλη την Αθήνα και δεν αργεί να φτάσει στα αυτιά του Γιώργου Νταλάρα, ο οποίος στις 7 Ιουλίου καταθέτει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση στον Τζιμάκο και ασφαλιστικά μέτρα. Τα τελευταία ίσχυσαν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και ο ερμηνευτής απαιτούσε από τον Πανούση να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη φωνή και την εικόνα του στις παραστάσεις, ενώ κάθε φορά που θα αναφερόταν στο όνομά του, θα έπρεπε να του καταβάλλει 1 εκατ. δραχμές!
Αυτό αποδείχτηκε βούτυρο στο ψωμί του αξέχαστου Τζίμη, που βγαίνοντας από την αίθουσα βλέπει κάμερες και δημοσιογράφους να τον κυκλώνουν και πετάει το αμίμητο: «Μου περισσεύουν 3 εκατομμύρια δραχμές. Νταλάρας, Νταλάρας, Νταλάρας!». Η κόντρα ανάμεσά τους φουντώνει μέρα με τη μέρα τα επόμενα χρόνια. Ο εθνικός μας τραγουδιστής πηγαίνει στο σπίτι του Πανούση απαιτώντας να πάρει την επίμαχη ταινία, την οποία είχε αφαιρέσει πλέον από τα σόου του. «Οταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, είπε ότι ήρθε εδώ ο Νταλάρας και με παρακάλεσε», δηλώνει στους δημοσιογράφους ο τραγουδιστής τονίζοντας: «Αυτό κρίνετέ το εσείς. Καταλαβαίνετε γιατί καμιά φορά τους ανθρώπους τούς λένε κότες;».
Ο Τζίμης απαντάει με το γνωστό του στυλ όταν του ζητούν να σχολιάσει τα όσα είπε ο Νταλάρας: «Στην τελευταία διαφημιστική εκστρατεία του Γιώργου Νταλάρα για τη νέα του κασετίνα δεν συμμετέχει ο Τζίμης Πανούσης». Ο Νταλάρας κερδίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που απαγορεύουν στον Τζίμη να χρησιμοποιεί την εικόνα και να αναφέρει το όνομά του, και τότε γεννιέται το «ακατονόμαστος» από τον Πανούση, λέξη που χρησιμοποιεί όποτε σατιρίζει τον τραγουδιστή.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Νταλάρας καταθέτει αγωγή με την οποία ζητάει το ποσό των 100 εκατ. δραχμών για ηθική βλάβη, αλλά το δικαστήριο του επιδικάζει 15 εκατομμύρια. Ακολουθούν εφέσεις και δίκες μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση την οποία κερδίζει ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος, όπως δήλωσε χρόνια μετά, ενώ θα μπορούσε να πάρει το σπίτι του Πανούση, δεν το έκανε.
«Μου είπαν να του πάρω το σπίτι. Και είπα όχι, εμένα με ενδιαφέρει το ηθικό στοιχείο», είχε δηλώσει σε πρωινή εκπομπή για την κόντρα που κράτησε επτά χρόνια.
Ο Λαζόπουλος και ο Ρουβάς
Στον κύκλο των συγκρούσεων με τον Γιώργο Νταλάρα μπήκαν την Παρασκευή ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Σάκης Ρουβάς . Ο μεν πρώτος στο podcast του πήρε θέση για την αντιπαράθεση του τραγουδιστή με τους δημοσιογράφους: «Ο Νταλάρας είναι ένας πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Από τον τρόπο που μιλάει φαίνεται ότι δεν είναι και ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, όσο από χιούμορ, δεν διαθέτει καθόλου [...] Το μόνο καλό που έχει βγει από το στόμα του είναι οι νότες. Αν παραβλέψεις αυτό το κακότροπο ύφος που έχει, θα συμφωνήσω μαζί του στο θέμα των δημοσιογράφων. Μαζεύονται σαν ύαινες και θεωρούν πως τα ερωτήματα που έχουν πρέπει να απαντηθούν οποιαδήποτε ώρα θέλουν αυτοί και με τον τρόπο που θέλουν αυτοί», συμπλήρωσε.
Ο Γιώργος Νταλάρας επανήλθε την Παρασκευή με αιχμηρά σχόλια αυτή τη φορά για τον Σάκη Ρουβά. Συγκεκριμένα, μιλώντας στον ραδιοφωνικο σταθμό Στο Κόκκινο, δήλωσε: «Το παιδί ούτε να εκφράσει δεν μπορεί το “Αξιον εστί”, ούτε ξέρω αν έχει καταλάβει τι λέει».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα