Εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο το ν/σ για το ρατσισμό

Ομόφωνα εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, το οποίο είχε καταρτιστεί επί υπουργείας κ. Χάρη Καστανίδη

Ομόφωνα εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, το οποίο είχε καταρτιστεί επί υπουργείας κ. Χάρη Καστανίδη.

Ορισμένες από τις διατάξεις του νομοσχεδίου τροποποιήθηκαν προκειμένου να ενσωματωθούν παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου. Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο έγιναν, μεταξύ άλλων, οι εξής αλλαγές:

- Προστέθηκε μια νέα διάταξη η οποία ορίζει τον σκοπό του. Σύμφωνα με αυτόν, το νέο νομοθέτημα κατατείνει στην καταπολέμηση των ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, χωρίς όμως να θίγει θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, όπως οι ελευθερίες της έκφρασης και του τύπου.

- Στις περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων του νόμου από νομικά πρόσωπα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να επιβάλει κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα. Πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, ο υπουργός ζητά τη γνώμη της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης μπορεί να βοηθηθεί στο έργο της από κάθε δημόσια αρχή.

- Εφόσον η αξιόποινη πράξη τελεστεί από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό μέσο, αρμόδιο για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.

Οι βασικές διατάξεις του νομοσχεδίου

Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι βασικές τελικές διατάξεις του νομοσχεδίου που εμπεριέχονται στα βασικά άρθρα προβλέπουν:

Άρθρο 1

Σκοπός

1. Σκοπός του νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου και μπορούν να διασαλεύσουν άμεσα την κοινωνική ειρήνη.

2. Για  την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού, μέσω του ποινικού δικαίου, λαμβάνεται κάθε αναγκαίο και ανάλογο μέτρο, σύμφωνα με την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28ης Νοεμβρίου 2008, και με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται  από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν συνεπάγονται μεταβολή της υποχρέωσης της Ελληνικής Πολιτείας για σεβασμό των θεμελιωδών αρχών και ατομικών δικαιωμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία του τύπου, καθώς και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.

Άρθρο 2

Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους


1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, είτε προφορικά είτε διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, κατά ομάδας προσώπων ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό  προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή η πράξη ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως  άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων έως δέκα χιλιάδων (3.000 – 10.000) ευρώ.
 
2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση, και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται  στην παράγραφο 1, παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες  κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.

3. Αν η πράξη των προηγούμενων παραγράφων είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή έξι χιλιάδων έως είκοσι χιλιάδων (6.000 – 20.000) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

4. Όποιος συνιστά ή συμμετέχει σε ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Άρθρο 3

Δημόσιος εγκωμιασμός, άρνηση ή υποτίμηση εγκλημάτων


1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, είτε προφορικά είτε διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει, αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το ν. 3003/2002 (Α΄75) ή των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων έως δέκα χιλιάδων (3.000 – 10.000) ευρώ.

2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται τα εγκλήματα αυτά να έχουν διαπιστωθεί ή αναγνωρισθεί  με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ή διεθνούς δικαστηρίου ή με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.
 
Άρθρο 4

Ευθύνη νομικών προσώπων


1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου τελέσθηκε προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση σε αυτό με βάση εξουσία εκπροσώπησής του ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του, επιβάλλεται στο νομικό πρόσωπο, διοικητικό πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (15.000 - 300.000) ευρώ.

2. Σε περίπτωση υποτροπής εκ μέρους του ίδιου ή άλλου φυσικού προσώπου με τις παραπάνω ιδιότητες, μπορεί να επιβληθούν επιπρόσθετα στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
i) ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας του για χρονικό διάστημα από έναν έως έξι μήνες ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας για το ίδιο χρονικό διάστημα,
ii) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις ή αναθέσεις έργων και υπηρεσιών,  για το ίδιο χρονικό διάστημα.

3. Όταν η παράλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου,  επιβάλλεται στο νομικό πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες έως πενήντα χιλιάδες (5.000 - 50.000) ευρώ και σε περίπτωση επανάληψης των αξιόποινων πράξεων από το άνω φυσικό πρόσωπο μπορεί να επιβληθούν οι κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
 
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρ. 15 παρ. 2 του Συντάγματος, οι κυρώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που ιδρύθηκε με το ν. 2667/1998 (Α΄ 281). Σε περίπτωση  άσκησης ποινικής δίωξης για αξιόποινη πράξη του παρόντος νόμου που τελέστηκε από πρόσωπο που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποστέλλουν σ’ αυτόν αντίγραφα της δικογραφίας. Ο τελευταίος, με βάση τα έγγραφα αυτά ζητά τη γνώμη της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία, για τη διερεύνηση της υπόθεσης μπορεί να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια, ζητώντας συνδρομή από οποιαδήποτε δημόσια αρχή. Το πόρισμα της ΕΕΔΑ διαβιβάζεται στον Υπουργό, ο οποίος αποφασίζει για την επιβολή των κυρώσεων.

5. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νομίμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου προς παροχή εξηγήσεων στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η κλήση κοινοποιείται τουλάχιστον δέκα (10)  ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, ΦΕΚ Α΄ 45).

6. Εάν η πράξη φέρεται ότι τελέστηκε σε εκπομπή ραδιοφωνική ή τηλεοπτική, οι κυρώσεις που προβλέπονται από το παρόν άρθρο επιβάλλονται από το ΕΣΡ, προς το οποίο διαβιβάζεται υποχρεωτικά ο φάκελος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  

7. Για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, η έκταση της βλάβης που αυτή προκάλεσε, ο βαθμός και η ένταση της υπαιτιότητας και η οικονομική κατάσταση του νομικού προσώπου, οι κοινωνικές περιστάσεις, καθώς και η τυχόν υποτροπή του.

8. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερομένων σ’ αυτές φυσικών προσώπων.
 
9. Οι πιο πάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στους διεθνείς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, κατά την άσκηση της εξουσίας ή της αρμοδιότητάς τους.

Άρθρο 5

Επιβαρυντική περίσταση


Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 79 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 3719/2008 (Α΄ 241), αντικαθίσταται  ως εξής:

«Η τέλεση της πράξης λόγω  μίσους κατά ομάδας προσώπων ή προσώπου, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό συνιστά επιβαρυντική περίσταση».



Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr