Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Βασίλης Παλαιοκώστας: «Θέλουμε να κοιμηθούμε στο κρατητήριο μόνο γι’ απόψε» - Το δεύτερο βιβλίο του φυγά
Βασίλης Παλαιοκώστας: «Θέλουμε να κοιμηθούμε στο κρατητήριο μόνο γι’ απόψε» - Το δεύτερο βιβλίο του φυγά
«Ενα φυσιολογικό παιδί» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του, στο οποίο καταγράφει άγνωστες ιστορίες: Πώς «φόρτωνε» με τους κυνηγούς «που δεν αφήνανε ρουθούνι» και γιατί ο πατέρας του τού έβαλε ένα μαχαίρι στον λαιμό - Ο θαυμασμός που εξέφρασε ο απαχθείς επιχειρηματίας Χαΐτογλου
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η επίσημη εκδοχή για το πώς παρελήφθη ο φάκελος που περιείχε το στικάκι με το δεύτερο βιβλίο που υπογράφει ο δραπέτης Βασίλης Παλαιοκώστας είναι ότι αφέθηκε προφανώς ξημερώματα στην πόρτα του εκδοτικού οίκου. Μέσα υπήρχαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι συγγραφέας είναι ο «άπιαστος» εδώ και 15 χρόνια διαβόητος ληστής, που τυγχάνει υπεύθυνος δύο εντυπωσιακών απαγωγών, αυτές των Αλέξανδρου Χαΐτογλου και Γιώργου Μυλωνά.
Οι υπεύθυνοι του οίκου Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων βρήκαν μέσα στον φάκελο και μια επιστολή με τον γραφικό χαρακτήρα του Παλαιοκώστα, ο οποίος τους ανέθετε την έκδοση του βιβλίου. Ενός βιβλίου στο οποίο ο «Βλάχος», όπως τον αποκαλούν εδώ και χρόνια, επιχειρεί να θυμηθεί γεγονότα από τα παιδικά, τα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια, προτού διαβεί το κατώφλι της παρανομίας. Σε κάποια σημεία του βιβλίου «Ενα φυσιολογικό παιδί», στα οποία ασκεί έντονη κοινωνική και πολιτική κριτική, εύλογα αναρωτιέται κανείς αν οι λέξεις «διαπρύσιοι», «πολιτικό γίγνεσθαι» και «κίβδηλο» υπήρξαν ποτέ στο τραχύ λεξιλόγιο του Βασίλη Παλαιοκώστα ή προστέθηκαν από κάποιον άγνωστο επιμελητή.
Φρόντισε όμως και αυτή τη φορά να παραθέσει στο νέο του βιβλίο άγνωστες στιγμές από τη ζωή και τη δράση του, ιδωμένες μέσα από την προσωπική του οπτική, εμποτισμένες κάποιες φορές με αρκετά «γαλλικά». «Γαλλικά» από αυτά στα οποία μας έχει συνηθίσει ο «Βλάχος» ως συγγραφέας, αυτός που έγινε αφιέρωμα στο περιοδικό του BBC με τίτλο «The Uncatchable» πριν από λίγα χρόνια και πέρυσι σειρά podcast στην Αμερική με τίτλο «Outlaws: The Good Thief».
Η μητέρα «αν σε γούσταρε σου το έλεγε»
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου κυρίαρχη μορφή είναι η μητέρα των Βασίλη και Νίκου Παλαιοκώστα, μια γυναίκα που τα έλεγε έξω από τα δόντια και «αν σε γούσταρε σου το έλεγε. Αν όχι, σε έφτυνε». Κάτι που διαπίστωσαν και οι αστυνομικοί όταν μετέβησαν για έρευνα στο σπίτι της οικογένειας στα Τρίκαλα και τους «υποδέχθηκε» η κυρα-Γεωργίτσα.
«“Μια τυπική έρευνα θα κάνουμε, κυρα-Γεωργίτσα!” της είπε ο επικεφαλής αξιωματικός», γράφει ο Βασίλης Παλαιοκώστας και συνεχίζει: «Τι το’ θελε ο κακόμοιρος και το’ πε; “Ερευνα να πάτε να κάνετε στα σκέλια από τις γ’ναίκες σας, που σας γα@@@@νται κι δεν το ξέρετε! Κερατάδες! Απαξ κι πειράξ’τι τίπουτα μες στου σπιτ’ θα σας σκοτώσω εγώ η ίδια”».
Οπως τονίζει ο συγγραφέας, «την άκουγαν εμβρόντητοι και χωρίς να μιλάνε οι μπάτσοι», ενώ όταν της είπαν ότι τους έστειλε ο εισαγγελέας, η μάνα των δύο παρανόμων τούς ρώτησε γιατί δεν ήρθε ο ίδιος. «Μήπως έχει άλλη επιλογή ο εισαγγελέας; Ο Νίκος δεν είναι και το καλύτερο παιδί», υπογράμμισε ο αξιωματικός για να εισπράξει την απάντηση: «Να κοιτάτε τα θ’κα σας τα μπάσταρδα κι ν’ αφήσετε ήσυχου του Νίκου. Αλλά τέτοιοι που είστε καλά σας καν’».
Οι υπεύθυνοι του οίκου Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων βρήκαν μέσα στον φάκελο και μια επιστολή με τον γραφικό χαρακτήρα του Παλαιοκώστα, ο οποίος τους ανέθετε την έκδοση του βιβλίου. Ενός βιβλίου στο οποίο ο «Βλάχος», όπως τον αποκαλούν εδώ και χρόνια, επιχειρεί να θυμηθεί γεγονότα από τα παιδικά, τα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια, προτού διαβεί το κατώφλι της παρανομίας. Σε κάποια σημεία του βιβλίου «Ενα φυσιολογικό παιδί», στα οποία ασκεί έντονη κοινωνική και πολιτική κριτική, εύλογα αναρωτιέται κανείς αν οι λέξεις «διαπρύσιοι», «πολιτικό γίγνεσθαι» και «κίβδηλο» υπήρξαν ποτέ στο τραχύ λεξιλόγιο του Βασίλη Παλαιοκώστα ή προστέθηκαν από κάποιον άγνωστο επιμελητή.
Φρόντισε όμως και αυτή τη φορά να παραθέσει στο νέο του βιβλίο άγνωστες στιγμές από τη ζωή και τη δράση του, ιδωμένες μέσα από την προσωπική του οπτική, εμποτισμένες κάποιες φορές με αρκετά «γαλλικά». «Γαλλικά» από αυτά στα οποία μας έχει συνηθίσει ο «Βλάχος» ως συγγραφέας, αυτός που έγινε αφιέρωμα στο περιοδικό του BBC με τίτλο «The Uncatchable» πριν από λίγα χρόνια και πέρυσι σειρά podcast στην Αμερική με τίτλο «Outlaws: The Good Thief».
Η μητέρα «αν σε γούσταρε σου το έλεγε»
Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου κυρίαρχη μορφή είναι η μητέρα των Βασίλη και Νίκου Παλαιοκώστα, μια γυναίκα που τα έλεγε έξω από τα δόντια και «αν σε γούσταρε σου το έλεγε. Αν όχι, σε έφτυνε». Κάτι που διαπίστωσαν και οι αστυνομικοί όταν μετέβησαν για έρευνα στο σπίτι της οικογένειας στα Τρίκαλα και τους «υποδέχθηκε» η κυρα-Γεωργίτσα.
«“Μια τυπική έρευνα θα κάνουμε, κυρα-Γεωργίτσα!” της είπε ο επικεφαλής αξιωματικός», γράφει ο Βασίλης Παλαιοκώστας και συνεχίζει: «Τι το’ θελε ο κακόμοιρος και το’ πε; “Ερευνα να πάτε να κάνετε στα σκέλια από τις γ’ναίκες σας, που σας γα@@@@νται κι δεν το ξέρετε! Κερατάδες! Απαξ κι πειράξ’τι τίπουτα μες στου σπιτ’ θα σας σκοτώσω εγώ η ίδια”».
Οπως τονίζει ο συγγραφέας, «την άκουγαν εμβρόντητοι και χωρίς να μιλάνε οι μπάτσοι», ενώ όταν της είπαν ότι τους έστειλε ο εισαγγελέας, η μάνα των δύο παρανόμων τούς ρώτησε γιατί δεν ήρθε ο ίδιος. «Μήπως έχει άλλη επιλογή ο εισαγγελέας; Ο Νίκος δεν είναι και το καλύτερο παιδί», υπογράμμισε ο αξιωματικός για να εισπράξει την απάντηση: «Να κοιτάτε τα θ’κα σας τα μπάσταρδα κι ν’ αφήσετε ήσυχου του Νίκου. Αλλά τέτοιοι που είστε καλά σας καν’».
Ακολούθως ο δραπέτης περιγράφει την τελευταία φορά που την είδε ελεύθερος το 1995, όταν επέστρεψε ο αδερφός του από το εξωτερικό για την απαγωγή του Αλέξανδρου Χαΐτογλου. «Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητο σε ένα μικρό βαλτοτόπι... σβήσαμε τα φώτα και ζωσμένοι στ’ άρματα ξεκινήσαμε για το σπίτι. Φτάσαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού. Στα επίμονα χτυπήματα του Νίκου η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε η μάνα. Αντικρίζοντάς μας έπαθε σοκ... Εβγαλε μια πνιχτή κραυγή... Κατόπι τον αγκάλιασε.
“Μη βάλ’τε τους διαόλους μες στου σπίτ’ μας”, ορμήνεψε για τα τουφέκια». Τα δύο αδέρφια δεν τα έβαλαν μέσα και όταν έφυγαν πήραν μαζί τους ένα μπολ με χορτόπιτα που έφτιαξε η κυρα-Γεωργίτσα μαζί με τη συμβουλή της: «“Να σηκωθείτε και να φύγετε, μη γυροφέρνετε εδώ, αλλιώς θα πάτε φυλακή”. Εβγαλα και της έδωσα ένα τούβλο δεκαχίλιαρα. Κοίταξε γύρω συνωμοτικά και το ’κρυψε στον κόρφο της...».
Ο γιδοβοσκός και ο τρανός αξιωματικός
Ο Παλαιοκώστας περιγράφει αναλυτικά τα παιδικά του χρόνια στην περιοχή Ανταλλάξιμο;;;;;, μέσα σε ένα φτωχοκάλυβο, το σχολείο, τη βουκολική ζωή με τις κατσίκες της οικογένειας και πώς ο πατέρας του Λεωνίδας τού έβαλε το μαχαίρι στον λαιμό όταν έμαθε ότι πετροβόλαγε μαζί με τον αδερφό του κάτι παιδιά.
Θαύμαζε ανέκαθεν τον μεγαλύτερο αδερφό του Παντελή και χρόνια μετά «καταζητούμενοι πια με τον Νίκο είχαμε την κουβέντα του, με τον τελευταίο να λέει: “Να προσεύχεσαι μην αρχίσει ο Παντελής τις ληστείες τραπεζών. Θα ξεφτιλιστούμε. Δεν θα ’χουμε πού να κρυφτούμε”». Τι υπονοούσε; Οτι τα προσόντα του αδερφού τους ήταν καλύτερα από τα δικά τους, αν και ο Παντελής έμεινε πάντα μακριά από την παρανομία και τα «ανδραγαθήματα» των άλλων δύο. Αυτά που έχρισαν καταζητούμενα τα δύο αδέρφια, με τον Βασίλη να θυμάται στο νέο βιβλίο του τη συνάντηση με έναν γιδοβοσκό, που πετάχτηκε μπροστά στο τζιπ του ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωί.
«Στάθηκε στη μέση του δρόμου και ανοίγοντας διάπλατα τις χερούκλες του... με ανάγκασε να ακινητοποιήσω το τζιπ. Μάντεψα αμέσως τι γύρευε από μένα. Να μου φορτωθεί στο τζιπ για να τον μεταφέρω στο καλύβι του, που πιθανότατα βρισκόταν κάπου ψηλότερα απ’ όπου περνούσε ο δρόμος».
Ο Παλαιοκώστας είχε κάθε καλή διάθεση να του κάνει τη χάρη, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα, αφού η θέση του συνοδηγού «ήταν ήδη πιασμένη από ένα βραχύκαννο Καλάσνικοφ, που κοιμόταν του καλού καιρού, σκεπασμένο κάτω από μια πετσέτα».
Ο γιδοβοσκός μπαίνει στο αυτοκίνητο, πετάει την κάπα του, κάθεται πάνω της και λέει στον δραπέτη με τη χαρακτηριστική προφορά των βλάχων: «Αϊ, πιδάκι μ’ να μι πας απάν’ στου μαντρί να μη περπατάω». Ο δραπέτης δαγκώνεται, φοβούμενος ότι ο 60χρονος γιδοβοσκός θα ενοχληθεί από το όπλο, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτε και άρχισε την κουβέντα.
Ρωτάει τον Παλαιοκώστα από πού είναι και τι σπουδάζει και όταν αυτός του λέει ότι είναι φοιτητής της Γεωπονικής από το Μεσολόγγι, τον προτρέπει να τα παρατήσει γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι καλή, λέγοντάς του ότι από τότε που πάτησαν οι «σπουδαγμένοι» το πόδι τους στην περιοχή, τους έχουν καταστρέψει.
Μέχρι να φτάσουν στο μαντρί, ο γιδοβοσκός βγάζει όλο τον πόνο του στον καταζητούμενο ληστή, λέγοντάς του ότι έχασε τη γυναίκα του και τα εφτά παιδιά του έφυγαν σε αστικά κέντρα, αφήνοντάς τον μόνο του. «Κατεβαίνοντας από το τζιπ με προσκάλεσε στο καλύβι του να με φιλέψει. Θα του έκανα την τιμή αν προηγουμένως δεν μου έλεγε πως δύο από τους γιους του ήταν αστυνομικοί, κι ο ένας μάλιστα “τρανός αξιωματικός σ’ν Αθήνα!”».
Οι δουλειές που άλλαξε
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τα γράμματα, επιλέγοντας από πιτσιρικάς ακόμη να παρατήσει το γυμνάσιο και να δουλέψει, όπως γράφει στο «Ενα φυσιολογικό παιδί». Η πρώτη δουλειά του ήταν σε ένα από τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία των Τρικάλων, από το οποίο έφυγε επειδή σε τακτά χρονικά διαστήματα ο πατέρας του πέρναγε και εισέπραττε την αμοιβή του γιου του.
Προσλήφθηκε ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα ξενοδοχείο στην όχθη του Ληθαίου, αλλά, παρότι έπαιρνε καλό φιλοδώρημα, δεν άντεξε πάνω από ένα καλοκαίρι. «Μικρέεε... άδειασε το τασάκι! Παιδίιι... χαρτοπετσέτες! Νεαρέ, εκείνο, μικρέ, το άλλο, παιδί, το παράλλο... Μήπως θέλετε να σας κάνω και αέρα;» γράφει ο μετέπειτα ληστής τραπεζών.
Μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Παντελή αρχίζουν να ταξιδεύουν και να δουλεύουν ανά την Ελλάδα ως εργάτες στα κτήματα, μέχρι που η μοίρα τούς φέρνει ένα βράδυ στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κορίνθου να περιμένουν το τρένο για Αργος. «Ρωτώντας τον χασομέρη σταθμάρχη μάθαμε πως το τρένο για Αργος θα καθυστερούσε τουλάχιστον δυο ώρες», θυμάται ο Παλαιοκώστας, που μαζί με τον Παντελή αποφασίζουν να πάνε μια βόλτα στην πόλη για να φάνε κάτι. Αφού κρύβουν τους βαριούς ταξιδιωτικούς τους σάκους σε κάτι θάμνους, βρίσκουν μια ταβέρνα για να φάνε κάτι πρόχειρο και όταν επιστρέφουν, «πήγαμε να πάρουμε τα κρυμμένα στους θάμνους σακίδιά μας, μα δεν τα βρήκαμε στη θέση τους. Ηταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί εκείνη την ώρα».
Εθελοντής στο κρατητήριο
Μέσα στους σάκους είχαν και τους υπνόσακους που κοιμόντουσαν, το κρύο ήταν τσουχτερό εκείνο το βράδυ, λεφτά δεν είχαν, αλλά ο μεγάλος αδερφός ρίχνει την ιδέα που θα οδηγήσει εθελοντικά τον Βασίλη Παλαιοκώστα για πρώτη φορά σε κρατητήριο της Αστυνομίας.
«“Ξέρω πού θα βγάλουμε την αποψινή νύχτα”, μου είπε θριαμβευτικά». “Για πες...” “Στο αστυνομικό τμήμα!... Θα τους πούμε να μας βολέψουν σε κάποιο άδειο κρατητήριο να περάσουμε τη βραδιά”». Λίγη ώρα μετά τα δύο αδέρφια φτάνουν στο αστυνομικό τμήμα που «εκείνη την ώρα ήταν έρημο, εξωτερικά και εσωτερικά...και βαλθήκαμε να ψάχνουμε ένα-ένα τα δωμάτια του ισογείου μήπως και συναντήσουμε κάναν χριστιανό».
Τελικά πέφτουν σε έναν αξιωματικό περίπου 35 ετών, που ρωτάει τα δύο αδέρφια τι θέλουν και αυτά τον ενημερώνουν ότι τους έκλεψαν τα πράγματά τους. «Θέλετε να δηλώσετε κλοπή;» «Οχι. Θέλουμε να μας φιλοξενήσετε για απόψε...» «Πού, εδώ;» ρωτάει έκπληκτος ο αξιωματικός για να εισπράξει το «Ναι, εδώ» από τον Βασίλη Παλαιοκώστα, που τον ωθεί να δώσει μόνο μία απάντηση: «Κάνετε κάποιο λάθος. Σε αστυνομικό τμήμα μπήκατε όχι σε ξενοδοχείο».
Τελικά τα δύο αδέρφια θα «φιλοξενηθούν» στο κρατητήριο της Κορίνθου και θα κοιμηθούν σε ένα παλιό στρώμα με δύο κουβέρτες μέχρι το ξημέρωμα, όταν τους ξύπνησε η πρωινή βάρδια στις 7.30 το πρωί. Οταν βγήκαν στον δρόμο, δεν είχαν ούτε μια δραχμή πάνω τους.
Τα αποτυπώματα του Χαΐτογλου
Στο νέο του βιβλίο ο καταζητούμενος Παλαιοκώστας παραθέτει ένα άγνωστο περιστατικό από την ομηρία του Αλέξανδρου Χαΐτογλου, που δεν είχε συμπεριλάβει στο πρώτο του συγγραφικό πόνημα. «Κάποια στιγμή, ενώ τελειώναμε το μεσημεριανό μας σε ένα ξέφωτο που βρισκόταν στην καρδιά ενός παρθένου δάσους στα βουνά της Ρούμελης, του έδωσαν δύο υγρομάντιλα κι ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας να σκουπίσει τα χέρια του. Εκείνος, αφού πρώτα σκουπίστηκε τα πέταξε κάτω. Τα μάζεψα και τα έβαλα σε μια από τις σακούλες σκουπιδιών που πάντα είχαμε μαζί μας γι’ αυτόν τον σκοπό. Με κοίταξε έκπληκτος και μου λέει με χιούμορ: “Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Σ’ αυτό το μέρος δεν πρόκειται να πατήσει αστυνομικός για να βρεθούν αποτυπώματα!”».
Ο Παλαιοκώστας του απαντάει: «Ποσώς με απασχολούν τα αποτυπώματα» και στην ερώτηση του Χαΐτογλου γιατί τα μαζεύει τον ρωτάει: «Δεν βρίσκεις ότι είναι αμαρτία να βρωμίζουμε ένα τόσο όμορφο δάσος;».
Εκπληκτος ο επιχειρηματίας, μένει για αρκετή ώρα σιωπηλός πριν μιλήσει: «Οσο περισσότερο σας συναναστρέφομαι, τόσο περισσότερο με εκπλήσσετε, ρε παιδιά. Διαφορετική ήταν η εικόνα που είχα στο μυαλό μου για τους κακούς και μου την γκρεμίζετε. Την απομυθοποιείτε πλήρως... Μετά την απαγωγή, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσω τις απόψεις μου περί καλού και κακού και τη γενικότερη αντίληψή μου για τη ζωή».
Οι κυνηγημένοι κυνηγοί
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους κυνηγούς που «δεν αφήνανε ρουθούνι» όταν έμπαιναν στα δάση, αφού κάποια στιγμή ο κυνηγημένος συγγραφέας φορτώνει άσχημα μαζί τους. Αιτία; Ενας κότσυφας που πήγε δίπλα του ένα απόγευμα που ο δραπέτης καθόταν κάτω από μια βελανιδιά.
Το συγκεκριμένο πτηνό τυγχάνει από τα πλέον καχύποπτα πουλιά της ελληνικής υπαίθρου, «κι όμως... ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πιθανολόγησα πως ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει από τους μακελάρηδες που δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί». Ο Παλαιοκώστας «φορτώνει» με τους κυνηγούς «κι αρχίζω βιαστικά να τους ρίχνω κάτι καριολίκια... μα κάτι καριολίκια! Δεν μου απάντησαν. Τους άκουσα να μαζεύουν βιαστικά τα σκυλιά τους και συνομιλώντας μεταξύ τους ν’ απομακρύνονται σιγά-σιγά».
Φαίνεται όμως ότι τα βαριά «γαλλικά» με τα οποία τους στόλισε ενόχλησαν σφόδρα την παρέα των κυνηγών, που «έστειλαν έναν δίμετρο μαντράχαλο να ελέγξει ποιος είναι αυτός που τους έβρισε. Ο νεαρός νταγλαράς, κρατώντας επιδεικτικά μια καραμπίνα στα χέρια, έφτασε κοντά στην περίφραξη, όπου το δάσος ήταν αραιωμένο και κοιτούσε προς το μέρος μου». Αυτό ήταν αρκετό για τον έξαλλο Βασίλη που, αφού κάνει ένα «προσκλητήριο» στον Χριστό;;;;;;, λέει στη «βλακόφατσα» να φύγει προτού του βάλει το όπλο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματός του. Ο τύπος φεύγει σχεδόν τρέχοντας χωρίς να ξέρει ότι έχει συναντήσει έναν από τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους της χώρας που έχτισε έναν δικό του, εντελώς προσωπικό μύθο ως παράνομος.
Το πλεονέκτημα και η κηδεία της Γεωργίτσας
Εφτανε να ακουστεί απλώς το όνομά του για να αλλάξει άρδην η συμπεριφορά κάποιων απέναντι σε κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο που βίωνε δύσκολες ώρες, όπως η μητέρα του. «Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της, τις πέρασε νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Τρικάλων», γράφει προλογίζοντας τα όσα ακολούθησαν.
«“Ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιανών μάνα είναι αυτή που έχετε παρατήσει σε κείνη τη γωνιά;” ρώτησε η αδερφή μου η Ντίνα τον υπεύθυνο γιατρό του νοσοκομείου, όταν διαπίστωσε αδιαφορία από πλευράς νοσηλευτικού προσωπικού για την αξιοπρεπή διαμονή και νοσηλεία της».
Ο γιατρός ακούει το επίθετο και «όταν του ’ρθε ο ουρανός κατακέφαλα σήμανε συναγερμό. “Δεν με ενημέρωσε κανείς”, δικαιολογήθηκε. “Θα αναλάβω εγώ προσωπικά τη μητέρα σας. Ο,τι θελήσετε εδώ, σε μένα... Και δεν υπάρχει λόγος να το μάθουν τα παιδιά». Τα παιδιά δεν το έμαθαν τότε, αλλά, όπως είπε εύστοχα κάποτε ένας ανακριτής στον Βασίλη, «έχει πολλά πλεονεκτήματα το επίθετό σας, κύριε Παλαιοκώστα».
Υπήρξαν όμως και πολύ δύσκολες στιγμές για τον διαβόητο «Ρομπέν των φτωχών», όπως το να μην μπορεί να αποχαιρετήσει τη μητέρα του όταν πέθανε. «Τον θάνατό της θα τον μάθαινα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μάνα διαβόητων ληστών πέθανε. Ηταν είδηση! Στην κηδεία της, οι εντός και πέριξ του νεκροταφείου ακροβολισμένοι ασφαλίτες, με την κρυφή ελπίδα πως θα εμφανιστώ να την αποχαιρετήσω, ήταν περισσότεροι από τους συγγενείς».
Ειδήσεις σήμερα:
Τα εγκληματικά συγκοινωνούντα δοχεία που «προστάτευαν» επιχειρηματίες και «μπουρλότιαζαν» μαγαζιά – Συνομιλίες «φωτιά»
50 χρόνια από την εισβολή με Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Κύπρο - Μνημόσυνα στις ελεύθερες περιοχές
Σκληρό πόκερ Δημοκρατικών με τον Μπάιντεν – Θέλει να επιστρέψει στην κούρσα ενώ 35 στελέχη τού δείχνουν την έξοδο
“Μη βάλ’τε τους διαόλους μες στου σπίτ’ μας”, ορμήνεψε για τα τουφέκια». Τα δύο αδέρφια δεν τα έβαλαν μέσα και όταν έφυγαν πήραν μαζί τους ένα μπολ με χορτόπιτα που έφτιαξε η κυρα-Γεωργίτσα μαζί με τη συμβουλή της: «“Να σηκωθείτε και να φύγετε, μη γυροφέρνετε εδώ, αλλιώς θα πάτε φυλακή”. Εβγαλα και της έδωσα ένα τούβλο δεκαχίλιαρα. Κοίταξε γύρω συνωμοτικά και το ’κρυψε στον κόρφο της...».
Ο γιδοβοσκός και ο τρανός αξιωματικός
Ο Παλαιοκώστας περιγράφει αναλυτικά τα παιδικά του χρόνια στην περιοχή Ανταλλάξιμο;;;;;, μέσα σε ένα φτωχοκάλυβο, το σχολείο, τη βουκολική ζωή με τις κατσίκες της οικογένειας και πώς ο πατέρας του Λεωνίδας τού έβαλε το μαχαίρι στον λαιμό όταν έμαθε ότι πετροβόλαγε μαζί με τον αδερφό του κάτι παιδιά.
Θαύμαζε ανέκαθεν τον μεγαλύτερο αδερφό του Παντελή και χρόνια μετά «καταζητούμενοι πια με τον Νίκο είχαμε την κουβέντα του, με τον τελευταίο να λέει: “Να προσεύχεσαι μην αρχίσει ο Παντελής τις ληστείες τραπεζών. Θα ξεφτιλιστούμε. Δεν θα ’χουμε πού να κρυφτούμε”». Τι υπονοούσε; Οτι τα προσόντα του αδερφού τους ήταν καλύτερα από τα δικά τους, αν και ο Παντελής έμεινε πάντα μακριά από την παρανομία και τα «ανδραγαθήματα» των άλλων δύο. Αυτά που έχρισαν καταζητούμενα τα δύο αδέρφια, με τον Βασίλη να θυμάται στο νέο βιβλίο του τη συνάντηση με έναν γιδοβοσκό, που πετάχτηκε μπροστά στο τζιπ του ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωί.
«Στάθηκε στη μέση του δρόμου και ανοίγοντας διάπλατα τις χερούκλες του... με ανάγκασε να ακινητοποιήσω το τζιπ. Μάντεψα αμέσως τι γύρευε από μένα. Να μου φορτωθεί στο τζιπ για να τον μεταφέρω στο καλύβι του, που πιθανότατα βρισκόταν κάπου ψηλότερα απ’ όπου περνούσε ο δρόμος».
Ο Παλαιοκώστας είχε κάθε καλή διάθεση να του κάνει τη χάρη, μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα, αφού η θέση του συνοδηγού «ήταν ήδη πιασμένη από ένα βραχύκαννο Καλάσνικοφ, που κοιμόταν του καλού καιρού, σκεπασμένο κάτω από μια πετσέτα».
Ο γιδοβοσκός μπαίνει στο αυτοκίνητο, πετάει την κάπα του, κάθεται πάνω της και λέει στον δραπέτη με τη χαρακτηριστική προφορά των βλάχων: «Αϊ, πιδάκι μ’ να μι πας απάν’ στου μαντρί να μη περπατάω». Ο δραπέτης δαγκώνεται, φοβούμενος ότι ο 60χρονος γιδοβοσκός θα ενοχληθεί από το όπλο, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτε και άρχισε την κουβέντα.
Ρωτάει τον Παλαιοκώστα από πού είναι και τι σπουδάζει και όταν αυτός του λέει ότι είναι φοιτητής της Γεωπονικής από το Μεσολόγγι, τον προτρέπει να τα παρατήσει γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι καλή, λέγοντάς του ότι από τότε που πάτησαν οι «σπουδαγμένοι» το πόδι τους στην περιοχή, τους έχουν καταστρέψει.
Μέχρι να φτάσουν στο μαντρί, ο γιδοβοσκός βγάζει όλο τον πόνο του στον καταζητούμενο ληστή, λέγοντάς του ότι έχασε τη γυναίκα του και τα εφτά παιδιά του έφυγαν σε αστικά κέντρα, αφήνοντάς τον μόνο του. «Κατεβαίνοντας από το τζιπ με προσκάλεσε στο καλύβι του να με φιλέψει. Θα του έκανα την τιμή αν προηγουμένως δεν μου έλεγε πως δύο από τους γιους του ήταν αστυνομικοί, κι ο ένας μάλιστα “τρανός αξιωματικός σ’ν Αθήνα!”».
Οι δουλειές που άλλαξε
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τα γράμματα, επιλέγοντας από πιτσιρικάς ακόμη να παρατήσει το γυμνάσιο και να δουλέψει, όπως γράφει στο «Ενα φυσιολογικό παιδί». Η πρώτη δουλειά του ήταν σε ένα από τα παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία των Τρικάλων, από το οποίο έφυγε επειδή σε τακτά χρονικά διαστήματα ο πατέρας του πέρναγε και εισέπραττε την αμοιβή του γιου του.
Προσλήφθηκε ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα ξενοδοχείο στην όχθη του Ληθαίου, αλλά, παρότι έπαιρνε καλό φιλοδώρημα, δεν άντεξε πάνω από ένα καλοκαίρι. «Μικρέεε... άδειασε το τασάκι! Παιδίιι... χαρτοπετσέτες! Νεαρέ, εκείνο, μικρέ, το άλλο, παιδί, το παράλλο... Μήπως θέλετε να σας κάνω και αέρα;» γράφει ο μετέπειτα ληστής τραπεζών.
Μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Παντελή αρχίζουν να ταξιδεύουν και να δουλεύουν ανά την Ελλάδα ως εργάτες στα κτήματα, μέχρι που η μοίρα τούς φέρνει ένα βράδυ στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κορίνθου να περιμένουν το τρένο για Αργος. «Ρωτώντας τον χασομέρη σταθμάρχη μάθαμε πως το τρένο για Αργος θα καθυστερούσε τουλάχιστον δυο ώρες», θυμάται ο Παλαιοκώστας, που μαζί με τον Παντελή αποφασίζουν να πάνε μια βόλτα στην πόλη για να φάνε κάτι. Αφού κρύβουν τους βαριούς ταξιδιωτικούς τους σάκους σε κάτι θάμνους, βρίσκουν μια ταβέρνα για να φάνε κάτι πρόχειρο και όταν επιστρέφουν, «πήγαμε να πάρουμε τα κρυμμένα στους θάμνους σακίδιά μας, μα δεν τα βρήκαμε στη θέση τους. Ηταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί εκείνη την ώρα».
Εθελοντής στο κρατητήριο
Μέσα στους σάκους είχαν και τους υπνόσακους που κοιμόντουσαν, το κρύο ήταν τσουχτερό εκείνο το βράδυ, λεφτά δεν είχαν, αλλά ο μεγάλος αδερφός ρίχνει την ιδέα που θα οδηγήσει εθελοντικά τον Βασίλη Παλαιοκώστα για πρώτη φορά σε κρατητήριο της Αστυνομίας.
«“Ξέρω πού θα βγάλουμε την αποψινή νύχτα”, μου είπε θριαμβευτικά». “Για πες...” “Στο αστυνομικό τμήμα!... Θα τους πούμε να μας βολέψουν σε κάποιο άδειο κρατητήριο να περάσουμε τη βραδιά”». Λίγη ώρα μετά τα δύο αδέρφια φτάνουν στο αστυνομικό τμήμα που «εκείνη την ώρα ήταν έρημο, εξωτερικά και εσωτερικά...και βαλθήκαμε να ψάχνουμε ένα-ένα τα δωμάτια του ισογείου μήπως και συναντήσουμε κάναν χριστιανό».
Τελικά πέφτουν σε έναν αξιωματικό περίπου 35 ετών, που ρωτάει τα δύο αδέρφια τι θέλουν και αυτά τον ενημερώνουν ότι τους έκλεψαν τα πράγματά τους. «Θέλετε να δηλώσετε κλοπή;» «Οχι. Θέλουμε να μας φιλοξενήσετε για απόψε...» «Πού, εδώ;» ρωτάει έκπληκτος ο αξιωματικός για να εισπράξει το «Ναι, εδώ» από τον Βασίλη Παλαιοκώστα, που τον ωθεί να δώσει μόνο μία απάντηση: «Κάνετε κάποιο λάθος. Σε αστυνομικό τμήμα μπήκατε όχι σε ξενοδοχείο».
Τελικά τα δύο αδέρφια θα «φιλοξενηθούν» στο κρατητήριο της Κορίνθου και θα κοιμηθούν σε ένα παλιό στρώμα με δύο κουβέρτες μέχρι το ξημέρωμα, όταν τους ξύπνησε η πρωινή βάρδια στις 7.30 το πρωί. Οταν βγήκαν στον δρόμο, δεν είχαν ούτε μια δραχμή πάνω τους.
Τα αποτυπώματα του Χαΐτογλου
Στο νέο του βιβλίο ο καταζητούμενος Παλαιοκώστας παραθέτει ένα άγνωστο περιστατικό από την ομηρία του Αλέξανδρου Χαΐτογλου, που δεν είχε συμπεριλάβει στο πρώτο του συγγραφικό πόνημα. «Κάποια στιγμή, ενώ τελειώναμε το μεσημεριανό μας σε ένα ξέφωτο που βρισκόταν στην καρδιά ενός παρθένου δάσους στα βουνά της Ρούμελης, του έδωσαν δύο υγρομάντιλα κι ένα κομμάτι χαρτί κουζίνας να σκουπίσει τα χέρια του. Εκείνος, αφού πρώτα σκουπίστηκε τα πέταξε κάτω. Τα μάζεψα και τα έβαλα σε μια από τις σακούλες σκουπιδιών που πάντα είχαμε μαζί μας γι’ αυτόν τον σκοπό. Με κοίταξε έκπληκτος και μου λέει με χιούμορ: “Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Σ’ αυτό το μέρος δεν πρόκειται να πατήσει αστυνομικός για να βρεθούν αποτυπώματα!”».
Ο Παλαιοκώστας του απαντάει: «Ποσώς με απασχολούν τα αποτυπώματα» και στην ερώτηση του Χαΐτογλου γιατί τα μαζεύει τον ρωτάει: «Δεν βρίσκεις ότι είναι αμαρτία να βρωμίζουμε ένα τόσο όμορφο δάσος;».
Εκπληκτος ο επιχειρηματίας, μένει για αρκετή ώρα σιωπηλός πριν μιλήσει: «Οσο περισσότερο σας συναναστρέφομαι, τόσο περισσότερο με εκπλήσσετε, ρε παιδιά. Διαφορετική ήταν η εικόνα που είχα στο μυαλό μου για τους κακούς και μου την γκρεμίζετε. Την απομυθοποιείτε πλήρως... Μετά την απαγωγή, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσω τις απόψεις μου περί καλού και κακού και τη γενικότερη αντίληψή μου για τη ζωή».
Οι κυνηγημένοι κυνηγοί
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στους κυνηγούς που «δεν αφήνανε ρουθούνι» όταν έμπαιναν στα δάση, αφού κάποια στιγμή ο κυνηγημένος συγγραφέας φορτώνει άσχημα μαζί τους. Αιτία; Ενας κότσυφας που πήγε δίπλα του ένα απόγευμα που ο δραπέτης καθόταν κάτω από μια βελανιδιά.
Το συγκεκριμένο πτηνό τυγχάνει από τα πλέον καχύποπτα πουλιά της ελληνικής υπαίθρου, «κι όμως... ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πιθανολόγησα πως ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει από τους μακελάρηδες που δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί». Ο Παλαιοκώστας «φορτώνει» με τους κυνηγούς «κι αρχίζω βιαστικά να τους ρίχνω κάτι καριολίκια... μα κάτι καριολίκια! Δεν μου απάντησαν. Τους άκουσα να μαζεύουν βιαστικά τα σκυλιά τους και συνομιλώντας μεταξύ τους ν’ απομακρύνονται σιγά-σιγά».
Φαίνεται όμως ότι τα βαριά «γαλλικά» με τα οποία τους στόλισε ενόχλησαν σφόδρα την παρέα των κυνηγών, που «έστειλαν έναν δίμετρο μαντράχαλο να ελέγξει ποιος είναι αυτός που τους έβρισε. Ο νεαρός νταγλαράς, κρατώντας επιδεικτικά μια καραμπίνα στα χέρια, έφτασε κοντά στην περίφραξη, όπου το δάσος ήταν αραιωμένο και κοιτούσε προς το μέρος μου». Αυτό ήταν αρκετό για τον έξαλλο Βασίλη που, αφού κάνει ένα «προσκλητήριο» στον Χριστό;;;;;;, λέει στη «βλακόφατσα» να φύγει προτού του βάλει το όπλο σε συγκεκριμένο σημείο του σώματός του. Ο τύπος φεύγει σχεδόν τρέχοντας χωρίς να ξέρει ότι έχει συναντήσει έναν από τους πλέον καταζητούμενους ανθρώπους της χώρας που έχτισε έναν δικό του, εντελώς προσωπικό μύθο ως παράνομος.
Το πλεονέκτημα και η κηδεία της Γεωργίτσας
Εφτανε να ακουστεί απλώς το όνομά του για να αλλάξει άρδην η συμπεριφορά κάποιων απέναντι σε κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο που βίωνε δύσκολες ώρες, όπως η μητέρα του. «Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της, τις πέρασε νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο Τρικάλων», γράφει προλογίζοντας τα όσα ακολούθησαν.
«“Ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιανών μάνα είναι αυτή που έχετε παρατήσει σε κείνη τη γωνιά;” ρώτησε η αδερφή μου η Ντίνα τον υπεύθυνο γιατρό του νοσοκομείου, όταν διαπίστωσε αδιαφορία από πλευράς νοσηλευτικού προσωπικού για την αξιοπρεπή διαμονή και νοσηλεία της».
Ο γιατρός ακούει το επίθετο και «όταν του ’ρθε ο ουρανός κατακέφαλα σήμανε συναγερμό. “Δεν με ενημέρωσε κανείς”, δικαιολογήθηκε. “Θα αναλάβω εγώ προσωπικά τη μητέρα σας. Ο,τι θελήσετε εδώ, σε μένα... Και δεν υπάρχει λόγος να το μάθουν τα παιδιά». Τα παιδιά δεν το έμαθαν τότε, αλλά, όπως είπε εύστοχα κάποτε ένας ανακριτής στον Βασίλη, «έχει πολλά πλεονεκτήματα το επίθετό σας, κύριε Παλαιοκώστα».
Υπήρξαν όμως και πολύ δύσκολες στιγμές για τον διαβόητο «Ρομπέν των φτωχών», όπως το να μην μπορεί να αποχαιρετήσει τη μητέρα του όταν πέθανε. «Τον θάνατό της θα τον μάθαινα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μάνα διαβόητων ληστών πέθανε. Ηταν είδηση! Στην κηδεία της, οι εντός και πέριξ του νεκροταφείου ακροβολισμένοι ασφαλίτες, με την κρυφή ελπίδα πως θα εμφανιστώ να την αποχαιρετήσω, ήταν περισσότεροι από τους συγγενείς».
Ειδήσεις σήμερα:
Τα εγκληματικά συγκοινωνούντα δοχεία που «προστάτευαν» επιχειρηματίες και «μπουρλότιαζαν» μαγαζιά – Συνομιλίες «φωτιά»
50 χρόνια από την εισβολή με Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Κύπρο - Μνημόσυνα στις ελεύθερες περιοχές
Σκληρό πόκερ Δημοκρατικών με τον Μπάιντεν – Θέλει να επιστρέψει στην κούρσα ενώ 35 στελέχη τού δείχνουν την έξοδο
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα