Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Το ημερολόγιο της πριγκίπισσας Ελένης: Η Αθήνα της Κατοχής με τα μάτια της τελευταίας των Ρομανόφ
Το ημερολόγιο της πριγκίπισσας Ελένης: Η Αθήνα της Κατοχής με τα μάτια της τελευταίας των Ρομανόφ
Μια νέα έκδοση με τίτλο «Το Ημερολόγιο της Πριγκίπισσας Ελένης του Νικολάου» φέρνει στο φως πολύτιμα στοιχεία της κατοχικής περιόδου 1941-1946, από τη σκοπιά του μοναδικού τότε μέλους της βασιλικής οικογένειας που έμεινε στην Αθήνα, εκτός από την πριγκίπισσα Αλίκη
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Παρότι σχετικά άγνωστη σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας, η Ελένη ήταν η τελευταία των Ρομανόφ και μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας. Παντρεύτηκε τον τότε πρίγκιπα Νικόλαο της Ελλάδος το 1902 στην Πετρούπολη, σε έναν γάμο που έγραψε ιστορία στους βασιλικούς κύκλους. Λένε μάλιστα πως το βελούδινο μαντό με ουρά 20 μέτρων που φορούσε, το οποίο ήταν στολισμένο με γιακά από ερμίνα και κάπα της ίδιας γούνας αναρριχτή στους ώμους της, ήταν τόσο βαρύ που όταν η πριγκίπισσα ήταν γονυπετής μπροστά στο Αγιο Βήμα χρειάστηκε βοήθεια για να σηκωθεί όρθια. Ο πρίγκιπας Νικόλαος τής μετέφερε την αγάπη του για την Ελλάδα και τις τέχνες, μια που είναι γνωστό ότι ο ίδιος συνήθιζε να γράφει θεατρικά έργα, τα οποία μάλιστα σατίριζε ο Τύπος της εποχής, και ότι δώρισε το βασιλικό θέατρο που του είχε κληροδοτήσει ο πατέρας του στο κράτος - το σημερινό Εθνικό Θέατρο.
Επίσης, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τα περισσότερα πολιτικά πρόσωπα της εποχής: ήταν φίλος του Γεωργίου Σημίτη και υπήρξε και νονός του Κώστα Σημίτη. Ως γαμήλιο δώρο στο βασιλικό ζεύγος, ο τσάρος Νικόλαος ΙΙ τους προσέφερε χρήματα για να χτίσουν ένα δικό τους ανάκτορο. Ετσι, αυτό ανεγέρθη στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Σέκερη, το οποίο μετά την ανακήρυξη της Ελληνικής Δημοκρατίας πέρασε στην ιδιοκτησία του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» με την ονομασία «Πτι Παλέ», ενώ σήμερα στεγάζεται εκεί η ιταλική πρεσβεία. Σε αυτό διέμεινε η τότε πριγκίπισσα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, επισκεπτόμενη ενίοτε τα βασιλικά ανάκτορα του Τατοΐου ως η μόνη από τη βασιλική οικογένεια που αποφάσισε να μην αναχωρήσει από την Ελλάδα με την κήρυξη του πολέμου. Είχε, εν τω μεταξύ, χάσει τον Νικόλαο, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του πολέμου, σε ηλικία 66 ετών. Ο θάνατός του στις 8 Φεβρουαρίου του 1938 επήλθε έναν μήνα μετά τους γάμους τού τότε διαδόχου Παύλου και η ταφή του έγινε στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου.
Το χρονικό της πάσχουσας Αθήνας
Οι αναφορές που κάνει η πριγκίπισσα Ελένη, μέσω των ημερολογίων της, στο Τατόι, είναι πολλές και συχνές, και ο αναγνώστης μπορεί έτσι να έχει μια πλήρη εικόνα για το πώς ήταν τα σχεδόν εγκαταλειμμένα τότε κτίρια λόγω συνθηκών, με το κυρίως ανάκτορο να είναι σφραγισμένο την περίοδο της Κατοχής, αλλά και ποιες ήταν οι βασιλικές συνήθειες και το ευρύτερο πολιτικό τοπίο από τη σκοπιά ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας. Τα ημερολόγια της πριγκίπισσας Ελένης περιλήφθηκαν σε μια άκρως επιμελημένη έκδοση από την Ιωάννα Βαρβαλούκα, με τίτλο «Το Ημερολόγιο της Πριγκίπισσας Ελένης του Νικολάου - Μέρες Κατοχής - Μέρες Απελευθέρωσης 1941-1946», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν.
«Η μεταφράστρια και επιμελήτρια Ιωάννα Βαρβαλούκα εξέλιξε σε ανάγνωσμα συναρπαστικό και άκρως διδακτικό ένα κείμενο σχετικώς περιορισμένου ενδιαφέροντος, καθώς το ανοίγει στον ευρύτερο κόσμο κατά τρόπο που ο αναγνώστης να παρακολουθεί την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Δίνει, ταυτόχρονα, κατά το δυνατό, εξονυχιστικές πληροφορίες για το σύνολο περίπου των προσώπων που παρελαύνουν στις σελίδες του ημερολογίου», γράφει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου. Διαβάζει έτσι κανείς τις σχέσεις που διατηρούσε η πριγκίπισσα Ελένη με τις προσωπικότητες της εποχής, με επιχειρηματίες και εφοπλιστές και περίοπτα μέλη της αστικής κοινωνίας, αλλά και την αλληλογραφία της με τα υπόλοιπα μέλη βασιλικών οίκων σε όλη την Ευρώπη. Αυτοί ήταν που βοηθούσαν στέλνοντας διάφορα δέματα με φάρμακα και τρόφιμα. Η πριγκίπισσα καταγράφει με αγωνία τα νέα που καταφθάνουν σχετικά με τον πόλεμο από διάφορα μέτωπα στον κόσμο, ανησυχεί για τα εξόριστα μέλη της τότε βασιλικής οικογένειας και φυσικά δίνει ακριβείς πληροφορίες για όλους τους βομβαρδισμούς και τα τραγικά γεγονότα που συγκλονίζουν τόσο την Αθήνα όσο και τον Πειραιά.
Αυτό που ωστόσο προξενεί εντύπωση είναι η σταδιακή απουσία αρνητικών χαρακτηρισμών για τους Γερμανούς, παρά μόνο στην αρχή του ημερολογίου, με ελάχιστες αναφορές σε κάποιες εκτελέσεις γνωστών προσώπων, κάτι που προφανώς καταλαβαίνει κανείς ότι οφείλεται στον φόβο της ίδιας μήπως τα γραφόμενά της πέσουν στα χέρια των κατακτητών. Είναι κάποιες περιπτώσεις που ιστορικά γεγονότα σχολιάζονται με μία μόνο πρόταση: «Εγιναν διαδηλώσεις», γράφει η καταχώριση στις 27.2.43 για την ημέρα της κηδείας του Κωστή Παλαμά, στην οποία φυσικά συγκεντρώθηκε όλη η Αθήνα σε μια μοναδική διαδήλωση που απέκτησε τη μορφή εναντίωσης στον κατακτητή, με την επιβλητική μορφή και τη φωνή του Σικελιανού να αντηχεί ηχηρή, καθώς ξεστόμισε το ιστορικό «στο φέρετρό του ακουμπάει όλη η Ελλάδα». Αντίστοιχο είναι το ουδέτερο έως αδιάφορο σχόλιό της για τις μαζικές κινητοποιήσεις που έγιναν στην επιστράτευση του 1943 από τους Γερμανούς, που είχαν και νεκρούς, με την αναφορά της να λέει: «Διαδηλώσεις στην πόλη, γενική απεργία. Ολα τα καταστήματα και οι τράπεζες παρέμειναν κλειστά ως διαμαρτυρία για την επιστράτευση, αλλά και με αιτήματα για καλύτερους μισθούς» (!).
Επίσης, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τα περισσότερα πολιτικά πρόσωπα της εποχής: ήταν φίλος του Γεωργίου Σημίτη και υπήρξε και νονός του Κώστα Σημίτη. Ως γαμήλιο δώρο στο βασιλικό ζεύγος, ο τσάρος Νικόλαος ΙΙ τους προσέφερε χρήματα για να χτίσουν ένα δικό τους ανάκτορο. Ετσι, αυτό ανεγέρθη στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Σέκερη, το οποίο μετά την ανακήρυξη της Ελληνικής Δημοκρατίας πέρασε στην ιδιοκτησία του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» με την ονομασία «Πτι Παλέ», ενώ σήμερα στεγάζεται εκεί η ιταλική πρεσβεία. Σε αυτό διέμεινε η τότε πριγκίπισσα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, επισκεπτόμενη ενίοτε τα βασιλικά ανάκτορα του Τατοΐου ως η μόνη από τη βασιλική οικογένεια που αποφάσισε να μην αναχωρήσει από την Ελλάδα με την κήρυξη του πολέμου. Είχε, εν τω μεταξύ, χάσει τον Νικόλαο, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του πολέμου, σε ηλικία 66 ετών. Ο θάνατός του στις 8 Φεβρουαρίου του 1938 επήλθε έναν μήνα μετά τους γάμους τού τότε διαδόχου Παύλου και η ταφή του έγινε στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου.
Το χρονικό της πάσχουσας Αθήνας
Οι αναφορές που κάνει η πριγκίπισσα Ελένη, μέσω των ημερολογίων της, στο Τατόι, είναι πολλές και συχνές, και ο αναγνώστης μπορεί έτσι να έχει μια πλήρη εικόνα για το πώς ήταν τα σχεδόν εγκαταλειμμένα τότε κτίρια λόγω συνθηκών, με το κυρίως ανάκτορο να είναι σφραγισμένο την περίοδο της Κατοχής, αλλά και ποιες ήταν οι βασιλικές συνήθειες και το ευρύτερο πολιτικό τοπίο από τη σκοπιά ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας. Τα ημερολόγια της πριγκίπισσας Ελένης περιλήφθηκαν σε μια άκρως επιμελημένη έκδοση από την Ιωάννα Βαρβαλούκα, με τίτλο «Το Ημερολόγιο της Πριγκίπισσας Ελένης του Νικολάου - Μέρες Κατοχής - Μέρες Απελευθέρωσης 1941-1946», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν.
«Η μεταφράστρια και επιμελήτρια Ιωάννα Βαρβαλούκα εξέλιξε σε ανάγνωσμα συναρπαστικό και άκρως διδακτικό ένα κείμενο σχετικώς περιορισμένου ενδιαφέροντος, καθώς το ανοίγει στον ευρύτερο κόσμο κατά τρόπο που ο αναγνώστης να παρακολουθεί την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Δίνει, ταυτόχρονα, κατά το δυνατό, εξονυχιστικές πληροφορίες για το σύνολο περίπου των προσώπων που παρελαύνουν στις σελίδες του ημερολογίου», γράφει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου. Διαβάζει έτσι κανείς τις σχέσεις που διατηρούσε η πριγκίπισσα Ελένη με τις προσωπικότητες της εποχής, με επιχειρηματίες και εφοπλιστές και περίοπτα μέλη της αστικής κοινωνίας, αλλά και την αλληλογραφία της με τα υπόλοιπα μέλη βασιλικών οίκων σε όλη την Ευρώπη. Αυτοί ήταν που βοηθούσαν στέλνοντας διάφορα δέματα με φάρμακα και τρόφιμα. Η πριγκίπισσα καταγράφει με αγωνία τα νέα που καταφθάνουν σχετικά με τον πόλεμο από διάφορα μέτωπα στον κόσμο, ανησυχεί για τα εξόριστα μέλη της τότε βασιλικής οικογένειας και φυσικά δίνει ακριβείς πληροφορίες για όλους τους βομβαρδισμούς και τα τραγικά γεγονότα που συγκλονίζουν τόσο την Αθήνα όσο και τον Πειραιά.
Αυτό που ωστόσο προξενεί εντύπωση είναι η σταδιακή απουσία αρνητικών χαρακτηρισμών για τους Γερμανούς, παρά μόνο στην αρχή του ημερολογίου, με ελάχιστες αναφορές σε κάποιες εκτελέσεις γνωστών προσώπων, κάτι που προφανώς καταλαβαίνει κανείς ότι οφείλεται στον φόβο της ίδιας μήπως τα γραφόμενά της πέσουν στα χέρια των κατακτητών. Είναι κάποιες περιπτώσεις που ιστορικά γεγονότα σχολιάζονται με μία μόνο πρόταση: «Εγιναν διαδηλώσεις», γράφει η καταχώριση στις 27.2.43 για την ημέρα της κηδείας του Κωστή Παλαμά, στην οποία φυσικά συγκεντρώθηκε όλη η Αθήνα σε μια μοναδική διαδήλωση που απέκτησε τη μορφή εναντίωσης στον κατακτητή, με την επιβλητική μορφή και τη φωνή του Σικελιανού να αντηχεί ηχηρή, καθώς ξεστόμισε το ιστορικό «στο φέρετρό του ακουμπάει όλη η Ελλάδα». Αντίστοιχο είναι το ουδέτερο έως αδιάφορο σχόλιό της για τις μαζικές κινητοποιήσεις που έγιναν στην επιστράτευση του 1943 από τους Γερμανούς, που είχαν και νεκρούς, με την αναφορά της να λέει: «Διαδηλώσεις στην πόλη, γενική απεργία. Ολα τα καταστήματα και οι τράπεζες παρέμειναν κλειστά ως διαμαρτυρία για την επιστράτευση, αλλά και με αιτήματα για καλύτερους μισθούς» (!).
Ωστόσο, το ημερολόγιο προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τα υπόλοιπα βασιλικά μέλη, όπως τον πρίγκιπα της Ελλάδος Πέτρο για την Τίνυ, όπως αποκαλούσε την πριγκίπισσα Σοφία, την Αλίκη, τον Ανδρέα, αλλά και για διπλωμάτες, όπως τις κόρες του Ιωάννη Γρυπάρη, περίοπτες οικογένειες όπως των Εμπειρίκων, για πολιτικούς όπως τον Μαρκεζίνη, στενούς της φίλους όπως η οικογένεια Πεσμαζόγλου, για ιστορικά γεγονότα, για το Τατόι και τον τρόπο διοίκησής του, για τα πλοία που περίμεναν να έρθουν από την Τεργέστη για να τους προμηθεύσουν με κάρβουνο αφού το ηλεκτρικό ήταν εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, για την ανησυχία της μήπως τελικώς επιταχθεί το παλάτι όπου διέμενε στο κέντρο της Αθήνας ή το Τατόι από τους Γερμανούς και φυσικά για την καθημερινή αγωνία της να εξασφαλιστούν αρκετά τρόφιμα όχι μόνο για εκείνην, αλλά και για το προσωπικό. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες για την τύχη των υπολοίπων μελών της βασιλικής οικογένειας που είχε καταφύγει στο εξωτερικό είναι λίγες, καταλαβαίνει κανείς τον φόβο της μήπως τα ημερολόγιά της πέσουν σε ξένα χέρια, ενώ οι διαρκείς ευχές της για ειρήνη έχουν προφανώς ως αναφορά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
Φαγητό στην Κατοχή
«Δεν είχα κουράγιο να γράψω στο ημερολόγιό μου για αρκετούς μήνες. Πολλά συνέβησαν στο μεταξύ. Γερμανοί και Ιταλοί συμπεριφέρονται σαν κτήνη. Κακομεταχειρίζονται και σκοτώνουν τον λαό μας, παίρνουν όλα τα τρόφιμα. Εχει ήδη ξεσπάσει λιμός. Κόσμος πεθαίνει από την πείνα, κυρίως παιδιά. Είναι τρομερό. Οσοι έχουν ακόμα οικονομική δυνατότητα βρίσκουν κάτι να φάνε, αλλά λιγοστό. Ολα έχουν γίνει πολύ ακριβά, οι τιμές αυξάνονται καθημερινά. Το κρέας είναι εξαιρετικά σπάνιο, δεν υπάρχουν ψάρια, ούτε αυγά. Με δυσκολία βρίσκεις πού και πού λίγο βούτυρο, ελάχιστα λαχανικά, σχεδόν καθόλου ψωμί.
Η Diddie (σημείωση: Ιουλία Βλαστού-Σερπιέρη, αργυρή Ολυμπιονίκης), πολύ ευγενής, μου φέρνει λαχανικά από τον Πύργο. Ολους αυτούς τους μήνες έμειναν εκεί Ιταλοί. Ευτυχώς ο επικεφαλής αξιωματικός που κατοικούσε στο σπίτι ήταν ευπρεπής και δεν έγιναν μεγάλες ζημιές. Τώρα έχουν φύγει, εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της πόλης: δεν θέλουν να είναι στα περίχωρα με τη δικαιολογία ότι φοβούνται βομβαρδισμούς. Ιταλοί και Γερμανοί επιτάσσουν όλο και περισσότερα σπίτια και διαμερίσματα - και οι δύο γειτονικές μου οικίες έχουν κατασχεθεί. Το Αρσάκειο λειτουργεί πλέον ως γερμανικό νοσοκομείο: λέγεται ότι είναι γεμάτο τραυματίες από το ρωσικό μέτωπο. Το ίδιο και το Κολλέγιο», γράφει στην καταχώρισή της με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1941.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα της εξασφάλισης φαγητού δεν είναι εύκολο ακόμα και για μια πριγκίπισσα, η οποία αναφέρει ότι μπορεί με δυσκολία να εξασφαλίζει κάποια τρόφιμα από το Τατόι, αλλά η αγωνία της παραμένει για τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού, που παρατηρούμε ότι μένουν πιστά μέχρι το τέλος. Σταδιακά, με το πέρας του χρόνου, η εξασφάλιση τροφής προέρχεται από διάφορους φίλους, όπως η Δέσποινα Γ. Στρέιτ, σύζυγος του Ιωάννη Μαρ. Γερουλάνου, η οποία είχε αναλάβει τη διανομή της βοήθειας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού σε εγκύους και παιδιά αναλαμβάνοντας και οργανώνοντας τα συσσίτια σε περιοχές όπως η Ηλιούπολη, το Μπραχάμι, το Καλαμάκι, η Βάρη. Είναι αυτή που εξασφαλίζει φαγητό για την πριγκίπισσα Ελένη, φροντίζοντας μάλιστα ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1943 να στείλει και ένα αρνί. Φρέσκα λαχανικά από τον κήπο του και διάφορα άλλα τρόφιμα στέλνει και ο Ιωάννης Σινιόσογλου, που φαίνεται να είναι καλός φίλος της βασιλικής οικογένειας και εκείνη για να τον ευχαριστήσει του στέλνει μινιατούρες, κουτάκια για καραμέλες από ταρταρούγα και διάφορα άλλα αντικείμενα.
Τρόφιμα για το παλάτι εξασφαλίζει και η Ελένη Γρυπάρη μεταφέροντας δέματα από διάφορους πλούσιους, όπως τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Λάνκαστερ». Η τροφοδοσία από το Τατόι συνεχίζεται αλλά με δυσκολία: μεγάλη είναι η συμβολή, στο σημείο αυτό, του πιστού δασολόγου του κτήματος, Βασίλειου Δρούβα, ο οποίος αν και βενιζελικός, όπως μας πληροφορεί στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Τατοΐου» ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, είναι αυτός που προστάτευσε τις καλλιέργειες του Τατοΐου, ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, αυξάνοντας, μάλιστα, όλα τα χρόνια που είχε την επίβλεψη του κτήματος το αποθεματικό του ταμείου περιορίζοντας οποιαδήποτε μη παραγωγική δαπάνη. Ηταν και ο μόνος που είχε καλή σχέση με τους αντάρτες που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Πάρνηθα το 1943.
Από τα ημερολόγια της Ελένης αντλεί κανείς πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για τον Δρούβα, αλλά για όλα όσα συμβαίνουν στο πρώην βασιλικό κτήμα, για τα σπάνια φυτά αλλά και για τις συνήθειες που έχουν αναφορικά με τις επιβεβλημένες τελετουργίες του τσαγιού και φυσικά τον απαραίτητο πρωινό εκκλησιασμό. Είναι σύνηθες η ίδια να διατηρεί πιστά τη συνήθεια του απογευματινού τσαγιού στο παλάτι της στην Αθήνα ή στο Τατόι, συνοδευόμενο ενίοτε με μάφιν και ζαχαρωμένα φρούτα -πολυτέλεια, όπως φαντάζεται κανείς, για τα χρόνια της Κατοχής-, το οποίο προσφέρει στους καλεσμένους μαζί με σέρι από μανταρίνια.
Επίταξη κτιρίων
«Οι Γερμανοί επιτάσσουν περισσότερα σπίτια, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Εκτός από τα ζαχαροπλαστεία “Φλόκα” και “Ζόναρ’ς” δήμευσαν και το ρωσικό Petrograd. Είναι τραγικό για τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους: βρέθηκαν στον δρόμο και δεν έχουν πού να πάνε. Μιλήσαμε για τα νέα οικονομικά μέτρα, τους φόρους, την πιθανή διακοπή ηλεκτρικού και τηλεφώνων. Δυσάρεστο ενδεχόμενο, παρά ταύτα όλοι νιώθουμε πιο ευτυχείς, συνεπαρμένοι από τις πολεμικές ειδήσεις. Είναι δυσκολότερο να τα βγάλουμε πέρα, αλλά μας δίνει μεγάλο κουράγιο η αισιοδοξία ότι ίσως το τέλος πλησιάζει», γράφει με νόημα η καταχώρισή της στις 21 Δεκεμβρίου του 1942, μόνο που τα καλά νέα αργούν να φτάσουν.
Αν συγκρίνει κανείς τα «Ημερολόγια» του Σεφέρη από εκείνες ακριβώς τις ημέρες του Δεκέμβρη του 1943, συναντά μία εντελώς συντριπτική εικόνα της Αθήνας από αυτήν που περιγράφει στα ημερολόγιά της η πριγκίπισσα Ελένη, η οποία φροντίζει να διατηρεί τα έθιμα ανεξαρτήτως συνθηκών. Προνομιακή θέση είχαν στους εορτασμούς των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς οι κυρίες της ιματιοθήκης, τις οποίες συναντά προσφέροντάς τους πολύτιμα, για την εποχή, δώρα. Η καταχώρισή της από τις 30 Δεκεμβρίου 1943 τη θέλει να προσφέρει αφειδώς δώρα στις κυρίες, όπως «σαρδέλες και κουνέλι από το πακέτο της Μαρίνας, ζεστή σούπα φτιαγμένη από Bovril, κρασί και μαυροδάφνη από το Τατόι» κ.ά.
Κάπως διαφορετική είναι η περιγραφή από την αμέσως επόμενη χρονιά, όπου αν γνωρίζει κανείς το πραγματικό παρασκήνιο, καταλαβαίνει ότι αναφέρεται στο σχέδιο διάσωσης πολλών κυνηγημένων μαζί και Εβραίων, οι οποίοι διασώθηκαν χάρη στην πολύτιμη προσφορά της πριγκίπισσας Αλίκης, η οποία ήταν, επίσης, εθελόντρια στην πρώτη γραμμή στον Ερυθρό Σταυρό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ηρθε η Μαριέττα Γρυπάρη, πήρε προμήθειες για την ίδια και τη Sofka. Χάρισα στη Μίκα για το νέο έτος πουτίγκα δαμάσκηνο, τσάι και μπισκότα. Τα δώδεκα ορφανά που φροντίζει η Αλίκη μένουν εδώ. Είναι άστεγα, το σπίτι τους, πίσω από τις φυλακές Αβέρωφ, βομβαρδίστηκε. Σε αυτό το σπίτι, μαζί με την Αννα κι εμένα, ζούμε πλέον 30 πρόσφυγες. Ελαβα γράμματα από την Katherine και τη Natoush. Eδωσα στον Μπέλλο γράμμα μου προς τη Ζώζη και χρήματα για το προσωπικό, δώρο για την Πρωτοχρονιά. Δεν μπόρεσε όμως να περάσει κι αναγκάστηκε να γυρίσει. Iσως αύριο τα καταφέρει.
Στις 15:00 ήρθαν και η Τερέζα Ευκλείδη και η Νίνα Αραβαντινού, στις 16:00 η Μίκα και ο Εβερτ (αρχηγός της Αστυνομίας), αργότερα ο Μαλάμος και ο ταγματάρχης Green», γράφει στο ημερολόγιό της παραμονή Πρωτοχρονιάς του ‘44. Πρόκειται για τη γνωστή περίπτωση του σχεδίου διάσωσης από τον Εβερτ, ο οποίος έδωσε ελληνικές ταυτότητες σε εβραϊκές οικογένειες, ενώ κάποιες άλλες προστάτευσε η Αλίκη, η οποία γλίτωσε από τις ανακρίσεις της Γκεστάπο επικαλούμενη την κώφωσή της. Η Αλίκη είχε παντρευτεί τον Ανδρέα, γιο του βασιλιά Γεωργίου του Α’, και έδινε για χρόνια μάχες και με ψυχική ασθένεια. Ηταν η μητέρα του Φιλίππου, του πατέρα του σημερινού βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου, Καρόλου, η οποία μετακόμισε στο παλάτι του Μπάκιγχαμ μετά το πραξικόπημα της Χούντας την 21η Απριλίου, όπου άφησε την τελευταία της πνοή. Είναι θαμμένη στην Ιερουσαλήμ, στον κήπο της Γεσθημανής.
Φαγητό στην Κατοχή
«Δεν είχα κουράγιο να γράψω στο ημερολόγιό μου για αρκετούς μήνες. Πολλά συνέβησαν στο μεταξύ. Γερμανοί και Ιταλοί συμπεριφέρονται σαν κτήνη. Κακομεταχειρίζονται και σκοτώνουν τον λαό μας, παίρνουν όλα τα τρόφιμα. Εχει ήδη ξεσπάσει λιμός. Κόσμος πεθαίνει από την πείνα, κυρίως παιδιά. Είναι τρομερό. Οσοι έχουν ακόμα οικονομική δυνατότητα βρίσκουν κάτι να φάνε, αλλά λιγοστό. Ολα έχουν γίνει πολύ ακριβά, οι τιμές αυξάνονται καθημερινά. Το κρέας είναι εξαιρετικά σπάνιο, δεν υπάρχουν ψάρια, ούτε αυγά. Με δυσκολία βρίσκεις πού και πού λίγο βούτυρο, ελάχιστα λαχανικά, σχεδόν καθόλου ψωμί.
Η Diddie (σημείωση: Ιουλία Βλαστού-Σερπιέρη, αργυρή Ολυμπιονίκης), πολύ ευγενής, μου φέρνει λαχανικά από τον Πύργο. Ολους αυτούς τους μήνες έμειναν εκεί Ιταλοί. Ευτυχώς ο επικεφαλής αξιωματικός που κατοικούσε στο σπίτι ήταν ευπρεπής και δεν έγιναν μεγάλες ζημιές. Τώρα έχουν φύγει, εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της πόλης: δεν θέλουν να είναι στα περίχωρα με τη δικαιολογία ότι φοβούνται βομβαρδισμούς. Ιταλοί και Γερμανοί επιτάσσουν όλο και περισσότερα σπίτια και διαμερίσματα - και οι δύο γειτονικές μου οικίες έχουν κατασχεθεί. Το Αρσάκειο λειτουργεί πλέον ως γερμανικό νοσοκομείο: λέγεται ότι είναι γεμάτο τραυματίες από το ρωσικό μέτωπο. Το ίδιο και το Κολλέγιο», γράφει στην καταχώρισή της με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1941.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα της εξασφάλισης φαγητού δεν είναι εύκολο ακόμα και για μια πριγκίπισσα, η οποία αναφέρει ότι μπορεί με δυσκολία να εξασφαλίζει κάποια τρόφιμα από το Τατόι, αλλά η αγωνία της παραμένει για τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού, που παρατηρούμε ότι μένουν πιστά μέχρι το τέλος. Σταδιακά, με το πέρας του χρόνου, η εξασφάλιση τροφής προέρχεται από διάφορους φίλους, όπως η Δέσποινα Γ. Στρέιτ, σύζυγος του Ιωάννη Μαρ. Γερουλάνου, η οποία είχε αναλάβει τη διανομή της βοήθειας του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού σε εγκύους και παιδιά αναλαμβάνοντας και οργανώνοντας τα συσσίτια σε περιοχές όπως η Ηλιούπολη, το Μπραχάμι, το Καλαμάκι, η Βάρη. Είναι αυτή που εξασφαλίζει φαγητό για την πριγκίπισσα Ελένη, φροντίζοντας μάλιστα ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1943 να στείλει και ένα αρνί. Φρέσκα λαχανικά από τον κήπο του και διάφορα άλλα τρόφιμα στέλνει και ο Ιωάννης Σινιόσογλου, που φαίνεται να είναι καλός φίλος της βασιλικής οικογένειας και εκείνη για να τον ευχαριστήσει του στέλνει μινιατούρες, κουτάκια για καραμέλες από ταρταρούγα και διάφορα άλλα αντικείμενα.
Τρόφιμα για το παλάτι εξασφαλίζει και η Ελένη Γρυπάρη μεταφέροντας δέματα από διάφορους πλούσιους, όπως τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Λάνκαστερ». Η τροφοδοσία από το Τατόι συνεχίζεται αλλά με δυσκολία: μεγάλη είναι η συμβολή, στο σημείο αυτό, του πιστού δασολόγου του κτήματος, Βασίλειου Δρούβα, ο οποίος αν και βενιζελικός, όπως μας πληροφορεί στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Τατοΐου» ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, είναι αυτός που προστάτευσε τις καλλιέργειες του Τατοΐου, ακόμα και την περίοδο της Κατοχής, αυξάνοντας, μάλιστα, όλα τα χρόνια που είχε την επίβλεψη του κτήματος το αποθεματικό του ταμείου περιορίζοντας οποιαδήποτε μη παραγωγική δαπάνη. Ηταν και ο μόνος που είχε καλή σχέση με τους αντάρτες που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Πάρνηθα το 1943.
Από τα ημερολόγια της Ελένης αντλεί κανείς πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για τον Δρούβα, αλλά για όλα όσα συμβαίνουν στο πρώην βασιλικό κτήμα, για τα σπάνια φυτά αλλά και για τις συνήθειες που έχουν αναφορικά με τις επιβεβλημένες τελετουργίες του τσαγιού και φυσικά τον απαραίτητο πρωινό εκκλησιασμό. Είναι σύνηθες η ίδια να διατηρεί πιστά τη συνήθεια του απογευματινού τσαγιού στο παλάτι της στην Αθήνα ή στο Τατόι, συνοδευόμενο ενίοτε με μάφιν και ζαχαρωμένα φρούτα -πολυτέλεια, όπως φαντάζεται κανείς, για τα χρόνια της Κατοχής-, το οποίο προσφέρει στους καλεσμένους μαζί με σέρι από μανταρίνια.
Επίταξη κτιρίων
«Οι Γερμανοί επιτάσσουν περισσότερα σπίτια, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Εκτός από τα ζαχαροπλαστεία “Φλόκα” και “Ζόναρ’ς” δήμευσαν και το ρωσικό Petrograd. Είναι τραγικό για τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους: βρέθηκαν στον δρόμο και δεν έχουν πού να πάνε. Μιλήσαμε για τα νέα οικονομικά μέτρα, τους φόρους, την πιθανή διακοπή ηλεκτρικού και τηλεφώνων. Δυσάρεστο ενδεχόμενο, παρά ταύτα όλοι νιώθουμε πιο ευτυχείς, συνεπαρμένοι από τις πολεμικές ειδήσεις. Είναι δυσκολότερο να τα βγάλουμε πέρα, αλλά μας δίνει μεγάλο κουράγιο η αισιοδοξία ότι ίσως το τέλος πλησιάζει», γράφει με νόημα η καταχώρισή της στις 21 Δεκεμβρίου του 1942, μόνο που τα καλά νέα αργούν να φτάσουν.
Αν συγκρίνει κανείς τα «Ημερολόγια» του Σεφέρη από εκείνες ακριβώς τις ημέρες του Δεκέμβρη του 1943, συναντά μία εντελώς συντριπτική εικόνα της Αθήνας από αυτήν που περιγράφει στα ημερολόγιά της η πριγκίπισσα Ελένη, η οποία φροντίζει να διατηρεί τα έθιμα ανεξαρτήτως συνθηκών. Προνομιακή θέση είχαν στους εορτασμούς των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς οι κυρίες της ιματιοθήκης, τις οποίες συναντά προσφέροντάς τους πολύτιμα, για την εποχή, δώρα. Η καταχώρισή της από τις 30 Δεκεμβρίου 1943 τη θέλει να προσφέρει αφειδώς δώρα στις κυρίες, όπως «σαρδέλες και κουνέλι από το πακέτο της Μαρίνας, ζεστή σούπα φτιαγμένη από Bovril, κρασί και μαυροδάφνη από το Τατόι» κ.ά.
Κάπως διαφορετική είναι η περιγραφή από την αμέσως επόμενη χρονιά, όπου αν γνωρίζει κανείς το πραγματικό παρασκήνιο, καταλαβαίνει ότι αναφέρεται στο σχέδιο διάσωσης πολλών κυνηγημένων μαζί και Εβραίων, οι οποίοι διασώθηκαν χάρη στην πολύτιμη προσφορά της πριγκίπισσας Αλίκης, η οποία ήταν, επίσης, εθελόντρια στην πρώτη γραμμή στον Ερυθρό Σταυρό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ηρθε η Μαριέττα Γρυπάρη, πήρε προμήθειες για την ίδια και τη Sofka. Χάρισα στη Μίκα για το νέο έτος πουτίγκα δαμάσκηνο, τσάι και μπισκότα. Τα δώδεκα ορφανά που φροντίζει η Αλίκη μένουν εδώ. Είναι άστεγα, το σπίτι τους, πίσω από τις φυλακές Αβέρωφ, βομβαρδίστηκε. Σε αυτό το σπίτι, μαζί με την Αννα κι εμένα, ζούμε πλέον 30 πρόσφυγες. Ελαβα γράμματα από την Katherine και τη Natoush. Eδωσα στον Μπέλλο γράμμα μου προς τη Ζώζη και χρήματα για το προσωπικό, δώρο για την Πρωτοχρονιά. Δεν μπόρεσε όμως να περάσει κι αναγκάστηκε να γυρίσει. Iσως αύριο τα καταφέρει.
Στις 15:00 ήρθαν και η Τερέζα Ευκλείδη και η Νίνα Αραβαντινού, στις 16:00 η Μίκα και ο Εβερτ (αρχηγός της Αστυνομίας), αργότερα ο Μαλάμος και ο ταγματάρχης Green», γράφει στο ημερολόγιό της παραμονή Πρωτοχρονιάς του ‘44. Πρόκειται για τη γνωστή περίπτωση του σχεδίου διάσωσης από τον Εβερτ, ο οποίος έδωσε ελληνικές ταυτότητες σε εβραϊκές οικογένειες, ενώ κάποιες άλλες προστάτευσε η Αλίκη, η οποία γλίτωσε από τις ανακρίσεις της Γκεστάπο επικαλούμενη την κώφωσή της. Η Αλίκη είχε παντρευτεί τον Ανδρέα, γιο του βασιλιά Γεωργίου του Α’, και έδινε για χρόνια μάχες και με ψυχική ασθένεια. Ηταν η μητέρα του Φιλίππου, του πατέρα του σημερινού βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου, Καρόλου, η οποία μετακόμισε στο παλάτι του Μπάκιγχαμ μετά το πραξικόπημα της Χούντας την 21η Απριλίου, όπου άφησε την τελευταία της πνοή. Είναι θαμμένη στην Ιερουσαλήμ, στον κήπο της Γεσθημανής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα