Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Πώς τα «κατσικάδικα» έγιναν Κολωνάκι - Η ιστορία ενός βοσκότοπου που έγινε αριστοκρατική συνοικία
Πώς τα «κατσικάδικα» έγιναν Κολωνάκι - Η ιστορία ενός βοσκότοπου που έγινε αριστοκρατική συνοικία
Οι στάνες, τα παλιά ρέματα, η πλατεία, η Δεξαμενή και τα σπάνια αρχοντικά σπίτια - Οι βοσκοί που άρμεγαν τα ζώα τους στη μέση του δρόμου, ο χείμαρρος «Βοϊδοπνίχτης» στην οδό Ακαδημίας, το «Βατραχονήσι» του Ιλισού, τα «Παντρεμενάδικα» που έγιναν Μετς και το Μοναστηράκι με τις πολλές πρωτιές
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Περπατώντας κανείς, είτε κάτοικος είτε επισκέπτης, στους πολύβουους δρόμους του κέντρου της Αθήνας ή ακόμα περισσότερο αντικρίζοντας τη θέα της απέραντης πυκνοδομημένης πρωτεύουσας από τον εξώστη κάποιου από τους κοντινούς λόφους της, είναι σχεδόν αδύνατον να συνειδητοποιήσει πως αυτή η πόλη πριν από λιγότερο από δύο αιώνες ήταν μια απλή κουκκίδα στον χάρτη της εποχής. Ενας απέραντος αγρός με περιβόλια και βοσκοτόπια, με δύο ποτάμια που τον διέσχιζαν και στα οποία κατέληγαν δεκάδες ρέματα και χείμαρροι που έρχονταν από τους γύρω λόφους και τα βουνά, τα οποία οριοθετούν το Λεκανοπέδιο. Με το πράσινο να κυριαρχεί παντού, τη βλάστηση να οργιάζει και τους λιγοστούς κατοίκους να ζουν κυρίως από τις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές. Να βόσκουν πρόβατα και κατσίκες, να καλλιεργούν τη γη και να διαθέτουν μποστάνια και κοτέτσια. Από αυτά προέκυψε η σύγχρονη Αθήνα. Με πολλές περιπέτειες, ιδρώτα και μόχθο.
Δεν είναι υπερβολή. Η σημερινή Αθήνα των επισήμως 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα και των 626.000 στον δήμο της είναι κατασκεύασμα σχετικά λίγων δεκαετιών συγκριτικά με την υπερδισχιλιετή ένδοξη ιστορική διαδρομή της ως λίκνο της Δημοκρατίας, του πολιτισμού, των σύγχρονων σπουδαίων αρχών και αξιών της ανθρωπότητας. Αιτία προφανής, βεβαίως, η παρακμή της μετά την Αρχαιότητα, επί Βυζαντίου και Τουρκοκρατίας, που την καθήλωσε.
Μεγάλες ανάγκες
Γι’ αυτό και σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, που μεγάλωσαν και πλήθυναν σε κόσμο με πιο φυσιολογικούς ρυθμούς, εκείνη όταν έγινε πρωτεύουσα πιέστηκε να ανταποκριθεί σε υπέρτερες ανάγκες της κάθε εποχής: μετά την Τουρκοκρατία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποχρεώθηκε να σωρεύσει πολλά: ανθρώπους, νοικοκυριά, ελπίδες και οράματα, μόχθο, βάσανα και δημιουργία, αναδεικνύοντας έτσι στην πορεία κάποια νέα χρώματα, καθώς διαμόρφωνε τη νέα της ταυτότητα, αλλά και ξοδεύοντας κάποια στοιχεία από την κληρονομιά της.
Δεν παύει ωστόσο να είναι μία από τις χιλιοτραγουδισμένες πόλεις του πλανήτη με 239 τίτλους στο εξώφυλλο δίσκων όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία. «Η χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο» του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Γκάτσου και της Νάνας Μούσχουρη, που αν και κανείς τους δεν ήταν τέκνο της, τη λάτρεψαν και την ύμνησαν. Μία από τις «επίσημες αγαπημένες» για τους παγκόσμιους πολίτες. Με τις εικόνες από το παρελθόν μέσα από τις σπάνιες φωτογραφίες-διαμάντια της Αθήνας του 19ου αιώνα να ζωντανεύουν μνήμες που οι νεότεροι «νοσταλγούν απέραντα, χωρίς να τις έχουν καν ποτέ ζήσει», όπως σκιαγραφεί ο Τάσος Λειβαδίτης, γέννημα θρέμμα της. Οταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, με διάταγμα της αντιβασιλείας του Οθωνα, είχε λιγότερους από 5.000 κατοίκους. Την ίδια εποχή, η πράγματι μεγαλούπολη πλην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη είχε περίπου 60.000 κατοίκους, ενώ Τρίπολη και Πάτρα από 15.000. Στην Ευρώπη το Παρίσι και το Λονδίνο είχαν κοντά 1 εκατομμύριο κόσμο, από 300.000 και 500.000 αντίστοιχα το 1650. Αριθμό που έφτασε και το Βερολίνο το 1875.
Πάντως, το 1848 η επίσημη απογραφή έδινε πληθυσμό στην Αθήνα 26.256 κατοίκους και το 1861 43.374. Από μια κωμόπολη των λίγων χιλιάδων μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε πόλη και μεγαλούπολη, της οποίας ο πληθυσμός σταθερά αυξανόταν με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από τις υποδομές που διέθετε. Αν το δούμε με όρους οικονομίας και παραγωγής, σήμερα η Αθήνα προσφέρει το 20% του ελληνικού ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 48 δισ. ευρώ. Η Αττική το 50%, δηλαδή 120 δισ. ευρώ. Στα μέσα του 19ου αιώνα το τότε προϊόν της Αθήνας ήταν ψίχουλα.
Η νεότερη Αθήνα ξεκίνησε να αναπτύσσεται πρώτα γύρω από την Ακρόπολη, στην Πλάκα. Σταδιακά το επίκεντρο της νέας της σελίδας μετατοπίστηκε στη γειτονιά που συνόρευε με τα κέντρα εξουσίας του κράτους, το Κολωνάκι. Μια ιστορική φωτογραφία του 1874 που δείχνει το Κολωνάκι από τον Λυκαβηττό είναι συγκλονιστική. Η περιοχή που επί δεκαετίες μετά θα γινόταν εργαστήριο πολιτικής δράσης, πυρήνας πολιτισμικής δημιουργίας και καταλύτης κοινωνικής κινητικότητας, προνομιακό σημείο συνεύρεσης καλλιτεχνών και διανοουμένων, ενίοτε χώρος εκπλήρωσης του αστικού ονείρου και της μεγαλόπρεπης ζωής ήταν κάποτε ένας απλός βοσκότοπος με χωράφια και ελάχιστα σπίτια. Στην ίδια φωτογραφία διακρίνονται ο Βασιλικός Κήπος, η Βασιλίσσης Σοφίας, η Ηρώδου Αττικού. Στο μέσο της είναι ο χώρος όπου αργότερα θα δημιουργηθεί η πλατεία Κολωνακίου. Η ακριβότερη περιοχή δηλαδή σήμερα της πρωτεύουσας. Οχι μόνο στις αξίες ακινήτων και σε περιουσίες, αλλά και στην πνευματική και πολιτική δύναμη πυρός.
Το Κολωνάκι οφείλει το όνομά του σε έναν αρχαίο στύλο που βρίσκεται περίπου στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας. Βρισκόταν αρχικά στη Δεξαμενή, δίπλα στο Αδριάνειο Υδραγωγείο, ενώ οι αρχαίοι του απέδιδαν ιαματικές ιδιότητες. Οτι απέτρεπε νόσους, επιδημίες και θεομηνίες. Επάνω του κρεμούσαν και έδεναν με κορδέλες ρούχα ασθενών για να θεραπευτούν. Ο στύλος μεταφέρθηκε οριστικά στην πλατεία το 1938. Αυτή η κεντρική πλατεία, που σήμερα κρύβεται από τους φράχτες έργων της Γραμμής 4 του μετρό, διαμορφώθηκε το 1870. Αρχικά ονομαζόταν πλατεία Βασιλίσσης Ολγας. Αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Κολωνακίου, όμως το επίσημο όνομά της είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας.
Ξεχωριστή περιοχή
Καμία άλλη περιοχή της Αθήνας δεν έχει προκαλέσει τόσα αντιφατικά και έντονα συναισθήματα όσο το Κολωνάκι. Τόσες εκτεταμένες συζητήσεις, τέτοια επιθυμία, αλλά και αμφισβήτηση, τόση αγάπη, πάθος, αλλά και αντιπάθεια, τόση ζηλοφθονία αλλά και δημιουργία, τόσες εξηγήσεις αλλά και παρεξηγήσεις, βάθρο έμπνευσης για δρώντες πολιτικούς, αλλά και στοχαστές, λόγιους, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή δεν κατοικούνταν. Ονομαζόταν Κατσικάδα ή Κατσικάδικα, καθώς ήταν ο μεγάλος βοσκότοπος της πόλης, γεμάτος στάνες για τους ποιμένες στους φιλόξενους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στα χρόνια του Οθωνα ήταν μια εξοχή με αμπελώνες και αγρούς. Εως το 1880 παρέμενε αραιοκατοικημένη. Πάνω από τη Δεξαμενή, οι κατά πλειονότητα Στερεοελλαδίτες, από το Λιδωρίκι, τη Μουσουνίτσα και άλλα χωριά, βοσκοί και γαλατάδες συνέχιζαν να βόσκουν τις κατσίκες τους και να παράγουν γάλα.
Δεν είναι υπερβολή. Η σημερινή Αθήνα των επισήμως 3,5 εκατομμυρίων κατοίκων στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα και των 626.000 στον δήμο της είναι κατασκεύασμα σχετικά λίγων δεκαετιών συγκριτικά με την υπερδισχιλιετή ένδοξη ιστορική διαδρομή της ως λίκνο της Δημοκρατίας, του πολιτισμού, των σύγχρονων σπουδαίων αρχών και αξιών της ανθρωπότητας. Αιτία προφανής, βεβαίως, η παρακμή της μετά την Αρχαιότητα, επί Βυζαντίου και Τουρκοκρατίας, που την καθήλωσε.
Μεγάλες ανάγκες
Γι’ αυτό και σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, που μεγάλωσαν και πλήθυναν σε κόσμο με πιο φυσιολογικούς ρυθμούς, εκείνη όταν έγινε πρωτεύουσα πιέστηκε να ανταποκριθεί σε υπέρτερες ανάγκες της κάθε εποχής: μετά την Τουρκοκρατία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποχρεώθηκε να σωρεύσει πολλά: ανθρώπους, νοικοκυριά, ελπίδες και οράματα, μόχθο, βάσανα και δημιουργία, αναδεικνύοντας έτσι στην πορεία κάποια νέα χρώματα, καθώς διαμόρφωνε τη νέα της ταυτότητα, αλλά και ξοδεύοντας κάποια στοιχεία από την κληρονομιά της.
Δεν παύει ωστόσο να είναι μία από τις χιλιοτραγουδισμένες πόλεις του πλανήτη με 239 τίτλους στο εξώφυλλο δίσκων όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία. «Η χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο» του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Γκάτσου και της Νάνας Μούσχουρη, που αν και κανείς τους δεν ήταν τέκνο της, τη λάτρεψαν και την ύμνησαν. Μία από τις «επίσημες αγαπημένες» για τους παγκόσμιους πολίτες. Με τις εικόνες από το παρελθόν μέσα από τις σπάνιες φωτογραφίες-διαμάντια της Αθήνας του 19ου αιώνα να ζωντανεύουν μνήμες που οι νεότεροι «νοσταλγούν απέραντα, χωρίς να τις έχουν καν ποτέ ζήσει», όπως σκιαγραφεί ο Τάσος Λειβαδίτης, γέννημα θρέμμα της. Οταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, με διάταγμα της αντιβασιλείας του Οθωνα, είχε λιγότερους από 5.000 κατοίκους. Την ίδια εποχή, η πράγματι μεγαλούπολη πλην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη είχε περίπου 60.000 κατοίκους, ενώ Τρίπολη και Πάτρα από 15.000. Στην Ευρώπη το Παρίσι και το Λονδίνο είχαν κοντά 1 εκατομμύριο κόσμο, από 300.000 και 500.000 αντίστοιχα το 1650. Αριθμό που έφτασε και το Βερολίνο το 1875.
Πάντως, το 1848 η επίσημη απογραφή έδινε πληθυσμό στην Αθήνα 26.256 κατοίκους και το 1861 43.374. Από μια κωμόπολη των λίγων χιλιάδων μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε πόλη και μεγαλούπολη, της οποίας ο πληθυσμός σταθερά αυξανόταν με απαιτήσεις πολλαπλάσιες από τις υποδομές που διέθετε. Αν το δούμε με όρους οικονομίας και παραγωγής, σήμερα η Αθήνα προσφέρει το 20% του ελληνικού ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 48 δισ. ευρώ. Η Αττική το 50%, δηλαδή 120 δισ. ευρώ. Στα μέσα του 19ου αιώνα το τότε προϊόν της Αθήνας ήταν ψίχουλα.
Η νεότερη Αθήνα ξεκίνησε να αναπτύσσεται πρώτα γύρω από την Ακρόπολη, στην Πλάκα. Σταδιακά το επίκεντρο της νέας της σελίδας μετατοπίστηκε στη γειτονιά που συνόρευε με τα κέντρα εξουσίας του κράτους, το Κολωνάκι. Μια ιστορική φωτογραφία του 1874 που δείχνει το Κολωνάκι από τον Λυκαβηττό είναι συγκλονιστική. Η περιοχή που επί δεκαετίες μετά θα γινόταν εργαστήριο πολιτικής δράσης, πυρήνας πολιτισμικής δημιουργίας και καταλύτης κοινωνικής κινητικότητας, προνομιακό σημείο συνεύρεσης καλλιτεχνών και διανοουμένων, ενίοτε χώρος εκπλήρωσης του αστικού ονείρου και της μεγαλόπρεπης ζωής ήταν κάποτε ένας απλός βοσκότοπος με χωράφια και ελάχιστα σπίτια. Στην ίδια φωτογραφία διακρίνονται ο Βασιλικός Κήπος, η Βασιλίσσης Σοφίας, η Ηρώδου Αττικού. Στο μέσο της είναι ο χώρος όπου αργότερα θα δημιουργηθεί η πλατεία Κολωνακίου. Η ακριβότερη περιοχή δηλαδή σήμερα της πρωτεύουσας. Οχι μόνο στις αξίες ακινήτων και σε περιουσίες, αλλά και στην πνευματική και πολιτική δύναμη πυρός.
Το Κολωνάκι οφείλει το όνομά του σε έναν αρχαίο στύλο που βρίσκεται περίπου στο κέντρο της ομώνυμης πλατείας. Βρισκόταν αρχικά στη Δεξαμενή, δίπλα στο Αδριάνειο Υδραγωγείο, ενώ οι αρχαίοι του απέδιδαν ιαματικές ιδιότητες. Οτι απέτρεπε νόσους, επιδημίες και θεομηνίες. Επάνω του κρεμούσαν και έδεναν με κορδέλες ρούχα ασθενών για να θεραπευτούν. Ο στύλος μεταφέρθηκε οριστικά στην πλατεία το 1938. Αυτή η κεντρική πλατεία, που σήμερα κρύβεται από τους φράχτες έργων της Γραμμής 4 του μετρό, διαμορφώθηκε το 1870. Αρχικά ονομαζόταν πλατεία Βασιλίσσης Ολγας. Αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Κολωνακίου, όμως το επίσημο όνομά της είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας.
Ξεχωριστή περιοχή
Καμία άλλη περιοχή της Αθήνας δεν έχει προκαλέσει τόσα αντιφατικά και έντονα συναισθήματα όσο το Κολωνάκι. Τόσες εκτεταμένες συζητήσεις, τέτοια επιθυμία, αλλά και αμφισβήτηση, τόση αγάπη, πάθος, αλλά και αντιπάθεια, τόση ζηλοφθονία αλλά και δημιουργία, τόσες εξηγήσεις αλλά και παρεξηγήσεις, βάθρο έμπνευσης για δρώντες πολιτικούς, αλλά και στοχαστές, λόγιους, συγγραφείς και καλλιτέχνες. Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή δεν κατοικούνταν. Ονομαζόταν Κατσικάδα ή Κατσικάδικα, καθώς ήταν ο μεγάλος βοσκότοπος της πόλης, γεμάτος στάνες για τους ποιμένες στους φιλόξενους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στα χρόνια του Οθωνα ήταν μια εξοχή με αμπελώνες και αγρούς. Εως το 1880 παρέμενε αραιοκατοικημένη. Πάνω από τη Δεξαμενή, οι κατά πλειονότητα Στερεοελλαδίτες, από το Λιδωρίκι, τη Μουσουνίτσα και άλλα χωριά, βοσκοί και γαλατάδες συνέχιζαν να βόσκουν τις κατσίκες τους και να παράγουν γάλα.
Το θέαμα ενός γαλατά να αρμέγει την κατσίκα του καταμεσής του δρόμου ήταν συνηθισμένο, κανέναν δεν ξένιζε. Σε όλη την έκταση του Κολωνακίου, ακόμη και στα όριά του με την οδό Πανεπιστημίου, τότε ακόμη χωματόδρομο. Με φόντο του αρμέγματος τα υπέροχα νεοκλασικά κτίρια της Ακαδημίας Αθηνών, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης. Στη μετέπειτα πιο αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας από παντού αναδυόταν η μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος και της κοπριάς. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς, παρά μόνο να νιώσει κάποιες γεύσεις από τις ελάχιστες φωτογραφίες αμύθητης πολιτιστικής και κοινωνικής αξίας που υπάρχουν, ότι στο Κολωνάκι στη θέση των δρόμων που σήμερα τρομάζουν με την αξία της γης, των καταστημάτων με τα δεκάδες brands πρώτης γραμμής, των γραφείων εταιρειών και κατοικιών υπήρχαν χείμαρροι και ρέματα. Οπως της Βουκουρεστίου, που το αρχικό της όνομα ήταν οδός Αγχεσμού, από το αρχαίο όνομα μιας από τις κορυφές του Λυκαβηττού. Αλλά και ο έτερος ορμητικός χείμαρρος που επίσης κατέβαινε από τον Λυκαβηττό και διακλαδιζόμενος στα δύο ακολουθούσε τις σημερινές οδούς Δημοκρίτου και Λυκαβηττού, μέχρι να καταλήξει σε ρεματιά, τον Βοϊδοπνίχτη, στο ύψος της οδού Ακαδημίας!
Ο γιατρός, λόγιος χρονικογράφος της εποχής, στενός συνεργάτης του Ιωάννη Καποδίστρια, Ανδρέας Παπαδόπουλος-Βρετός, περιέγραφε: «Εν έτει 1834 αι Αθήναι εκηρύχθησαν πρωτεύουσα του νέου βασιλείου αλλ’ η περίδοξος αύτη πόλις ήτο τότε κωμόπολις ελεεινή [...] εις καλύβας έζων επισεσωρευμένοι οι μεν επί των δε, τετρακισχίλιοι μόλις κάτοικοι. (Την πόλιν) διέσχιζον οδοί στενοί και ρυπαροί, έλη ανέδιδον πανταχού αναθυμιάσεις δηλητηριώδεις και εφαίνοντο ολίγα ξηρά δένδρα».
Ακόμα και η σημερινή Σταδίου έως το 1845 παρέμενε μια βαθιά ρεματιά που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό, περνούσε από τη σημερινή οδό Κοραή και κατέληγε στην πλατεία Κοτζιά, μπροστά από το δημαρχείο. Μια ρεματιά-παράδεισος των κυνηγών, καθώς ήταν γεμάτη από βλάστηση, πυκνές καλαμιές, θάμνους, δέντρα που μέσα τους φώλιαζαν λαγοί, κουνέλια, πέρδικες, περιστέρια και άλλα μικρά ζώα.
Η Δεξαμενή
Σημαντικό τοπόσημο τότε και σήμερα, η Δεξαμενή. Από τους χρόνους του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, το 134 π.Χ., μέχρι και πριν από λίγα χρόνια τροφοδοτούσε διαρκώς την Αθήνα με νερό. Ερχόταν στην Αθήνα από πηγές στις Αχαρνές και αποθηκευόταν σε δεξαμενή στους πρόποδες του Λυκαβηττού σε υψόμετρο 136 μέτρων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα κολοσσοί του ελληνικού πνεύματος όπως οι Γεώργιος Σουρής, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Βάρναλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Νίκος Καζαντζάκης, αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης, σύχναζαν στη Δεξαμενή. Εγραφε ο Κώστας Βάρναλης στα απομνημονεύματά του για τη Δεξαμενή: «Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου».
Από φτωχική γειτονιά με πολυτελή μέγαρα
Το μετέπειτα και για πολλά χρόνια -από τον Μεσοπόλεμο έως και σήμερα ακόμα, με διάφορες διακυμάνσεις- σύμβολο της μεγαλοαστικής Αθήνας στην αρχή ήταν αλλιώς. Η κοινωνική του σύνθεση ήταν διαφορετική. Το Κολωνάκι άρχισε να χτίζεται γύρω στο 1860 με πολύ αργούς ρυθμούς. Τα πρώτα σπίτια ήταν λαϊκά, φτωχικά, μονώροφα ή διώροφα, με αυλές και κοτέτσια. Ελάχιστα διασώζονται σήμερα, ζωντανά μνημεία μιας ολόκληρης εποχής. Σχεδόν όλοι οι δρόμοι ήταν καρόδρομοι, όπως η Πατριάρχου Ιωακείμ, που τότε λεγόταν Κυνοσάργους.
Μετά το 1880 η δόμηση πύκνωσε και η σύνθεση άλλαξε. Ρόλο έπαιξε η κατασκευή της Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και η εγκατάσταση πέριξ αυτής της βασιλικής κάστας, υπουργείων και άλλων οργανισμών. Στο Κολωνάκι έσπευσαν προς εγκατάσταση τα στελέχη της βασιλικής αυλής, υπουργοί και πολιτικοί, ανώτατα κρατικά στελέχη, επιχειρηματίες και άλλοι εύποροι πολίτες, καθώς βρισκόταν δίπλα στο κέντρο εξουσίας της εποχής, αλλά και στο παραλλήλως αναπτυσσόμενο εμπορικό κέντρο.
Τότε ξεκίνησε η ανέγερση πολυτελών μεγάρων και αρχοντικών κατοικιών, ειδικά στη Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά και σε πολλούς ακόμη δρόμους του Κολωνακίου, σε σχέδια διάσημων αρχιτεκτόνων της εποχής. Πολλά κοσμούν ακόμη και σήμερα την περιοχή. Σταδιακά, όπως και σε όλη την Αθήνα, τα κάρα και τα ιππήλατα αντικαταστάθηκαν από τα πρώτα αυτοκίνητα, το τραμ, αργότερα προστέθηκαν λεωφορεία και τρόλεϊ, για να φτάσουμε σήμερα στο κυκλοφοριακό χάος των εκατομμυρίων οχημάτων παντός είδους και το μετρό.
Ετσι το Κολωνάκι μετεξελίχθηκε σταδιακά στο αριστοκρατικό κέντρο της Αθήνας, αλλά και στο σημείο όπου συνευρέθησαν η πολιτική, η διπλωματία, οι τέχνες και ο πολιτισμός, η επιστήμη, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Μεταπολεμικά πια, το Κολωνάκι δεν ταυτίστηκε μόνο με την κοινωνική αφρόκρεμα και τους οικονομικά εύρωστους Αθηναίους, αλλά και με τους διανοούμενους και τους ανθρώπους της τέχνης. Επέλεξαν να μείνουν εκεί είτε να... ξημεροβραδιάζονται στα δημοφιλή στέκια του. Από τον Βάρναλη και τον Παπαδιαμάντη μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Αλέκο Σακελλάριο, την Τζένη Καρέζη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στο Κολωνάκι βρίσκονται πολλά σημαντικά μουσεία: το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Πολεμικό Μουσείο. Ακόμη, η Πινακοθήκη του Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην οδό Κριεζώτου, καθώς και πολλές ιστορικές γκαλερί, όπως Καλφαγιάν, Ζουμπουλάκη, Σκουφά κ.ά. Η Μαράσλειος Ακαδημία, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η Μονή Πετράκη. Πρεσβείες όπως η αμερικανική, η βρετανική, η γαλλική κ.ά. Κορυφαία νοσοκομεία όπως ο «Ευαγγελισμός», το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, το ΝΙΜΤΣ, το Ναυτικό Νοσοκομείο. Αλλά και ιστορικά μνημεία με έντονη φόρτιση, όπως το αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν 6, αλλά και το ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Με χρονοκαθυστέρηση
Παρότι από τα χρόνια του Μεσοπολέμου το Κολωνάκι ήταν πια μια ακριβή περιοχή και τόπος κατοικίας για υψηλά εισοδήματα, τα πολυτελή καταστήματα, αντίστοιχα του στάτους της πολιτικής, πνευματικής και οικονομικής ελίτ της πρωτεύουσας που σύχναζε εκεί, ήρθαν με χρονοκαθυστέρηση. Αρχικά κυριαρχούσαν, όπως και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας, μικροαστικές ή και λαϊκές, τα συνηθισμένα καταστήματα: παντοπωλεία, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, γαλακτοπωλεία, κουρεία, φαρμακεία, χρωματοπωλεία, φούρνοι κ.ά. Μετά ήρθε το σαρωτικό ρεύμα που παρέσυρε σχεδόν τα πάντα στο διάβα του, με τα πολυτελή εμπορικά καταστήματα που εγκαταστάθηκαν, τους οίκους μόδας, τα εστιατόρια και μπαρ, τα κοσμηματοπωλεία κ.λπ.
Οι πιο παλιοί θυμούνται με νοσταλγία αυτή την όμορφη συνοικία, τότε που ακόμη ήταν αρχοντική. Κάποιοι, όχι λίγοι, κάτοικοί της, υπό το βάρος της κοσμοσυρροής από κάθε γωνιά της Ελλάδας, της εμφάνισης πολλών νεόπλουτων και της κυκλοφοριακής ασφυξίας, της φιλοσοφίας του γνωστού τραγουδιού «όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη, λαός και Κολωνάκι», αναγκάστηκαν να φύγουν. Ωστόσο, το Κολωνάκι παραμένει δημοφιλές, η top γειτονιά της Αθήνας. Αντέχει στη φθορά του χρόνου, αυτοανανεώνεται, ανακαλύπτει νέες δυνάμεις και δυνατότητες, εξακολουθεί να έχει αθεράπευτα φανατικούς κατοίκους, αλλά και επισκέπτες που κρατούν ακόμη και σήμερα ψηλά την αίγλη του.
Η ονοματοδοσία
Μια περιπέτεια για την Αθήνα την εποχή που ήταν ένα απέραντο αγρόκτημα, συνάμα ένα τεράστιο με την προοπτική αξιοποίησης οικόπεδο, ήταν η ονοματοδοσία των δρόμων και πλατειών. Η πόλη ξεκίνησε να απλώνεται με γοργούς ρυθμούς. Οι δρόμοι έπρεπε να ονοματιστούν επίσημα και τα σπίτια να αριθμηθούν. Την αρχή έκαναν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Εντουαρντ Σάουμπερτ, στους οποίους ανατέθηκε το δύσκολο έργο της ρυμοτόμησης. Χάραξαν και ονοματοδότησαν τους πρώτους 24 δρόμους της νέας πρωτεύουσας. Για αρχή, το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν υπήρξε μια πλούσια δεξαμενή ονομάτων (Ερμού, Αθηνάς κ.ά.).
Αρκετά ονόματα διατηρήθηκαν. Το 1837 ο δήμαρχος Δημήτριος Καλλιφρονάς, ο επονομαζόμενος και «φουστανελοφόρος», προχώρησε αποφασιστικά την ονοματοθεσία. Ανοιξε τον δρόμο και για την αρίθμηση των οικοπέδων και των κατοικιών, που γινόταν έως τότε με αδιανόητο τρόπο. Η πρώτη αρίθμηση των ανεγειρόμενων κατοικιών δεν γινόταν ανά δρόμο, αλλά σε σύνολο πόλης. Δηλαδή, αν ένα ακίνητο στην Πλάκα έφερε, π.χ., τον αριθμό 100, το επόμενο ακίνητο όπου και να χτιζόταν, στη Σταδίου ή αλλού, θα έφερε τον αριθμό 101!
Θησείο - Πετράλωνα
Πέρα από το Κολωνάκι, πολλές γειτονιές κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας ή και λίγο μακρύτερα διεκδικούν τον τίτλο του «ομφαλού της Αθήνας» από την εποχή της ανακήρυξής της σε πρωτεύουσα. Ανάμεσά τους οι κοντινές Μετς, Θησείο - Πετράλωνα, Μοναστηράκι, ενώ μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα Πατήσια.
Στο Θησείο οι κάτοικοι ήταν πάντοτε ευλογημένοι, καθώς μπορούσαν να ατενίζουν τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, όταν εκπόνησαν το πρώτο σχέδιο πόλης, στην πλατεία που υπάρχει σήμερα έξω από τον σταθμό του Θησείου υπήρχαν αλώνια. Αυτά έδωσαν το όνομά τους σε όλη την περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται το δημοφιλές Θησείο και φυσικά τα Πετράλωνα, που χωρίζονται σε Ανω και Κάτω από τις γραμμές του Ηλεκτρικού.
Στα Κάτω Πετράλωνα υπήρχαν τα δεύτερα Κατσικάδικα της Αθήνας - εννοείται λόγω του πλήθους από στάνες που είχε. Οι βοσκοί με τις κατσίκες τους περιόδευαν σε όλη την Αθήνα και πουλούσαν το γάλα τους που το άρμεγαν επί τόπου. Από το 1920, για λόγους δημόσιας υγείας, αυτό απαγορεύτηκε αυστηρά.
Στα όρια των Πετραλώνων, όπως και σε άλλες περιοχές, τον Ελαιώνα, όπου σήμερα κατασκευάζεται το νέο γήπεδο του Παναθηναϊκού, και αλλού, εκατέρωθεν του Κηφισού, ξεσπούσαν συχνά ομηρικοί καβγάδες. Οι περιβολάρηδες-κτηματίες τα έβαζαν με τους βοσκούς. Τους κατηγορούσαν ότι τους κατέστρεφαν την παραγωγή με την ανεξέλεγκτη βόσκηση.
Τη λύση έδωσε ο δήμος που το 1915 απαγόρευσε «εις πάντα έχοντα ποίμνιον προβάτων ή αγέλη βοών και λοιπών παντός είδους ζώων να επελαύνη αυτά εντός της περιοχής των Αθηνών και του ελαιώνος καθ’ όλην αυτού την περιφέρειαν», με εξαίρεση τους βοσκούς της Πλάκας. Ετσι οι βοσκοί αναγκάστηκαν έκτοτε να μετακινηθούν νοτιοανατολικά, στις ακαλλιέργητες εκτάσεις μετά το Φάληρο μέχρι την περιοχή της Βάρης.
Η περιοχή του Θησείου ξεκίνησε να κατοικείται μετά το 1821 κυρίως από Ρουμελιώτες και Κορίνθιους. Πήρε διάφορες ονομασίες. Το 1908 ονομαζόταν Μελίτης Βάραθρον, πιθανόν επειδή ήταν κοντά στο αρχαίο Βάραθρον, έναν λάκκο όπου στην Αρχαιότητα έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυσαν την πρωτεύουσα, στο παλιό λατομείο, πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, εγκαταστάθηκαν 800 οικογένειες προσφύγων από την Αττάλεια και την Αλάια. Γι’ αυτό ο συνοικισμός έγινε γνωστός και ως Ατταλιώτικα.
Οι πρόσφυγες κατέλαβαν το ύψωμα και με σανίδια και λαμαρίνες έστησαν μέσα σε μια νύχτα μια μικρή παραγκούπολη. Η Αστυνομία γκρέμιζε τις παράγκες, αλλά εκείνοι τις ξαναέφτιαχναν. Ο συνοικισμός τους έγινε γνωστός με το όνομα Ασύρματος από τη Σχολή Ασυρμάτου του Ναυτικού, που βρισκόταν στα δυτικά του λόφου Φιλοπάππου. Μια παραγκούπολη στην καρδιά της Αθήνας, όπου έζησαν οι πρόσφυγες απομονωμένοι για αρκετές δεκαετίες.
Οι παράγκες του θρυλικού Ασύρματου καταστράφηκαν μερικώς το 1944 στα Δεκεμβριανά. Τη δεκαετία του ’50, με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης, χτίστηκαν πέτρινες κατοικίες, γνωστές ως «τα πέτρινα της Φρειδερίκης», που στέγασαν τους πρόσφυγες. Ηταν η φτωχογειτονιά που ο Τύπος αποκαλούσε «η γραφικoτέρα αθλιότης» και έγινε ταινία από τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Σήμερα η περιοχή ζει μια δεύτερη νιότη, με υπέροχες κατοικίες, αλλά και παραδοσιακές ταβέρνες και μπαρ.
Μετς, στις όχθες του Ιλισού
Σε μία άλλη θρυλική φωτογραφία του 1875 από τον Λυκαβηττό, με πρώτο πλάνο το Κολωνάκι, στο βάθος φαίνεται ο Ιλισός με μια περίφημη γέφυρά του, προτού ξεκινήσει η κατασκευή του υπέρλαμπρου Παναθηναϊκού Σταδίου που έμελλε να φιλοξενήσει τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896. Ο Ιλισός είχε και νησί, το Βατραχονήσι. Ηταν μια κατάφυτη επίπεδη λωρίδα γης ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού. Εκτεινόταν από το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο του Ζαππείου μέχρι το Προεδρικό Μέγαρο. Στη νησίδα αυτή υπήρχαν ιερά της Αρχαιότητας και χριστιανικοί ναοί. Στα νεότερα χρόνια η περιοχή ήταν αδόμητη, περίπου έως τη δεκαετία του 1870, οπότε κατασκευάστηκε το θέατρο «Παράδεισος», το πρώτο στην Αθήνα, ενώ αργότερα λειτούργησαν καφωδεία.
Απέναντι από το Ζάππειο Μέγαρο και στις παρυφές του Καλλιμάρμαρου βρίσκεται το Μετς. Επί Τουρκοκρατίας στα ψηλότερα σημεία του λόφου Αρδηττού υπήρχαν οι ανεμόμυλοι του Γεωργάκη που τροφοδοτούσαν την Αθήνα με αλεύρι. Ο μόνος σωζόμενος ανεμόμυλος κατεδαφίστηκε από τον ιδιοκτήτη του το 1986.
Το 1872 εγκαταστάθηκε στην περιοχή η μπιραρία «Μετς». Ιδιοκτήτης ο Κάρολος Φιξ, γιος του Βαυαρού Γιόχαν Φιξ, ιδρυτή της γνωστής ζυθοποιίας. Μετς ονομάστηκε προς τιμήν της κατάκτησης της ομώνυμης γαλλικής πόλης από τους Βαυαρούς το 1871 στον Γαλλογερμανικό Πόλεμο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή ονομαζόταν πλέον «Παντρεμενάδικα». Το νυφοπάζαρο της εποχής, αλλά και ο τόπος όπου οι Αθηναίοι ζούσαν τους παράνομους έρωτές τους. Τα πρώτα χρόνια του βασιλιά Γεωργίου Α’ υπήρχαν στην περιοχή ξύλινα παραπήγματα που φιλοξενούσαν κέντρα αναψυχής. Στα κέντρα αυτά σύχναζαν πολλά ερωτικά ζευγαράκια, ιδίως πολλοί παντρεμένοι με τις παράνομες σχέσεις τους, για να αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα.
Το 1908 το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων αποφάσισε να διαιρέσει την πόλη σε τέσσερα τμήματα -τρόπον τινά διαμερίσματα- και αυτά σε 68 συνοικίες. Σαράντα δύο συνοικίες κράτησαν τα ονόματά τους, σε 14 προτάθηκε να αλλάξουν και στις υπόλοιπες που αποτελούσαν την επέκταση της πόλης δόθηκαν καινούρια. Ανάμεσα σε αυτές όπου προτάθηκε να αλλάξουν όνομα ήταν και τα «Παντρεμενάδικα» ή Μετς σε συνοικία Αρδηττού. Μεταξύ των τριών επιλογών προτιμήθηκε το Μετς. Λόγω της συγκέντρωσης λογίων, καλλιτεχνών, φοιτητών κ.ά., πολλοί αποκαλούσαν το Μετς και «Μονμάρτρη της Αθήνας». Σήμερα είναι μια πολύ όμορφη και πανάκριβη σε αξίες περιοχή.
Με επίκεντρο το Μοναστηράκι, επίσης στη σκιά της Ακρόπολης, και άξονες τις Αιόλου και Αθηνάς αναπτύχθηκε η κεντρική αγορά της Αθήνας. Η περιοχή αρχικά ανήκε στην οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Εκεί υπήρχε και το αρχοντικό της.
Αιόλου και Αθηνάς
Πάνω από το Αδριάνειο βρισκόταν η κατεδαφισθείσα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οικία, γνωστή ως Παλιά Στρατώνα, πρώην Κονάκι του Χατζαλή Χασεκή, που λειτουργούσε ως φυλακή. Στην πλατεία δεσπόζει το Τζαμί Τζισταράκη που κατασκευάστηκε το 1759 και σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.
Η Αιόλου ήταν ο πρώτος δρόμος της Αθήνας που ασφαλτοστρώθηκε το 1905 με απόφαση του τότε δημάρχου Σπύρου Μερκούρη. Ακολούθησαν οι εκατέρωθεν του Δημοτικού Θεάτρου οδοί. Οι εργασίες έγιναν από την αγγλική εταιρεία The London Asphalt Co. με κόστος 20 φράγκα ανά τετραγωνικό μέτρο. Η ασφαλτόστρωση επεκτάθηκε από άλλη εταιρεία στις οδούς Αθηνάς, Σταδίου, Πανεπιστημίου και την πλατεία Ομονοίας.
Το έργο είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των κατοίκων, καθώς άλλαζε άρδην την καθημερινότητά τους. Γι’ αυτό και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ήταν συνεχή αναλύοντας τη χρησιμότητα της οδοποιίας, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ασφαλτόστρωσης. Αντέδρασαν οι αμαξάδες, γιατί οι ρόδες των οχημάτων τους γλιστρούσαν επικίνδυνα στο νέο οδόστρωμα. Το ίδιο και οι χαμάληδες, καθώς η δουλειά τους ήταν να σηκώνουν στους ώμους τους τις καλοντυμένες κυρίες για να περάσουν τον δρόμο χωρίς να λερωθούν από λάσπες και σκόνη.
Η οδός Αιόλου είχε επίσης σχεδιαστεί το 1833 από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Η άλλη της πρωτιά είναι ότι στρώθηκε με αμμοχάλικο το 1860. Κατά μήκος της λειτούργησαν και τα πρώτα πανδοχεία της πρωτεύουσας, καθώς και το πρώτο πραγματικό ελληνικό ξενοδοχείο με κρεβάτια και φαγητό το 1835. Το πασίγνωστο «Αίολος», στη γωνία Αιόλου και Αδριανού, που διασώζεται έως σήμερα και πριν από λίγα χρόνια βγήκε προς πώληση με πρώτη τιμή στα 18 εκατ. ευρώ.
Στη συμβολή Αιόλου και Βύσσης άνοιξε ο Σπυρίδων Παυλίδης το «Γλυκυσματοποιείον» του, τον πρόδρομο της σοκολατοποιίας που αργότερα στεγάστηκε στο μεγάλο εργοστάσιο της Πειραιώς. Εκεί παρασκευάστηκε, το 1861, η πρώτη σοκολάτα στην Ελλάδα.
Σήμερα το Μοναστηράκι είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες και ξένους επισκέπτες. Μια περιοχή που «ποτέ δεν κοιμάται», με εστιατόρια, μπαρ και διάφορα καταστήματα και με τις αξίες των ακινήτων να έχουν απογειωθεί. Από το Μοναστηράκι διέρχεται και η Ερμού, ένας δρόμος που βρέθηκε επανειλημμένα στην πρώτη δεκάδα των ακριβότερων του κόσμου. Ποιος να το πίστευε αυτό τότε;
Η πλατεία των Αγάμων
Τα Πατήσια έως και τον Μεσοπόλεμο ήταν μια ελκυστική εξοχική περιοχή επίσκεψης για τους Αθηναίους. Την αρχή έκανε το ζεύγος Οθωνα και Αμαλίας, που με τη βασιλική άμαξα συχνά κατευθυνόταν στην αραιοκατοικημένη, αλλά γεμάτη πράσινο περιοχή.
Στην πλατεία Αμερικής, στο όριο με την Κυψέλη, που παλαιότερα ονομαζόταν πλατεία Αγάμων, το 1887 έκανε τέρμα ο ιπποτροχιόδρομος. Υπήρχε ένα μικρό καφενείο στο οποίο σύχναζε μια παρέα ώριμων άγαμων Αθηναίων. Εγινε τόπος διαμαρτυρίας των αγάμων λίγο πριν από την πτώχευση του 1893, όταν το κράτος επιχείρησε να τους φορολογήσει όπως και όσους σύχναζαν σε οίκους ανοχής! Ανεπίσημα ονομαζόταν συγχρόνως και πλατεία Ανθεστηρίων, επειδή τότε οι Αθηναίοι γιόρταζαν εκεί την Πρωτομαγιά.
Μια άλλη περιοχή των Πατησίων, η συνοικία Κυπριάδου, γνωστή και με την ονομασία «Αλυσίδα», δημιουργήθηκε στο τέρμα της οδού Πατησίων γύρω στα 1920. Μέρος ιδανικό για τους περιπάτους των Αθηναίων, αλλά με πρόσβαση προβληματική, αφού από κει διερχόταν το αποκαλούμενο «θηρίο», δηλαδή ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος.
Με πυκνή βλάστηση, ευωδιαστούς κήπους, ποταμάκια και άλλες φυσικές ομορφιές, τα Πατήσια ήταν μια ξεχωριστή περιοχή της Αθήνας. Εως το 1900 θεωρούνταν παραθεριστικός προορισμός με μεγάλες αγροτικές εκτάσεις και καλλιέργειες. Κατοικήθηκαν από μεσοαστικά στρώματα και υπήρξαν χαρακτηριστική έκφραση της ύστερης αστικοποίησης της Αττικής. Σήμερα είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, που αγωνίζονται να διατηρήσουν το χρώμα τους.
Ο γιατρός, λόγιος χρονικογράφος της εποχής, στενός συνεργάτης του Ιωάννη Καποδίστρια, Ανδρέας Παπαδόπουλος-Βρετός, περιέγραφε: «Εν έτει 1834 αι Αθήναι εκηρύχθησαν πρωτεύουσα του νέου βασιλείου αλλ’ η περίδοξος αύτη πόλις ήτο τότε κωμόπολις ελεεινή [...] εις καλύβας έζων επισεσωρευμένοι οι μεν επί των δε, τετρακισχίλιοι μόλις κάτοικοι. (Την πόλιν) διέσχιζον οδοί στενοί και ρυπαροί, έλη ανέδιδον πανταχού αναθυμιάσεις δηλητηριώδεις και εφαίνοντο ολίγα ξηρά δένδρα».
Ακόμα και η σημερινή Σταδίου έως το 1845 παρέμενε μια βαθιά ρεματιά που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό, περνούσε από τη σημερινή οδό Κοραή και κατέληγε στην πλατεία Κοτζιά, μπροστά από το δημαρχείο. Μια ρεματιά-παράδεισος των κυνηγών, καθώς ήταν γεμάτη από βλάστηση, πυκνές καλαμιές, θάμνους, δέντρα που μέσα τους φώλιαζαν λαγοί, κουνέλια, πέρδικες, περιστέρια και άλλα μικρά ζώα.
Η Δεξαμενή
Σημαντικό τοπόσημο τότε και σήμερα, η Δεξαμενή. Από τους χρόνους του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, το 134 π.Χ., μέχρι και πριν από λίγα χρόνια τροφοδοτούσε διαρκώς την Αθήνα με νερό. Ερχόταν στην Αθήνα από πηγές στις Αχαρνές και αποθηκευόταν σε δεξαμενή στους πρόποδες του Λυκαβηττού σε υψόμετρο 136 μέτρων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα κολοσσοί του ελληνικού πνεύματος όπως οι Γεώργιος Σουρής, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Βάρναλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Νίκος Καζαντζάκης, αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης, σύχναζαν στη Δεξαμενή. Εγραφε ο Κώστας Βάρναλης στα απομνημονεύματά του για τη Δεξαμενή: «Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου».
Από φτωχική γειτονιά με πολυτελή μέγαρα
Το μετέπειτα και για πολλά χρόνια -από τον Μεσοπόλεμο έως και σήμερα ακόμα, με διάφορες διακυμάνσεις- σύμβολο της μεγαλοαστικής Αθήνας στην αρχή ήταν αλλιώς. Η κοινωνική του σύνθεση ήταν διαφορετική. Το Κολωνάκι άρχισε να χτίζεται γύρω στο 1860 με πολύ αργούς ρυθμούς. Τα πρώτα σπίτια ήταν λαϊκά, φτωχικά, μονώροφα ή διώροφα, με αυλές και κοτέτσια. Ελάχιστα διασώζονται σήμερα, ζωντανά μνημεία μιας ολόκληρης εποχής. Σχεδόν όλοι οι δρόμοι ήταν καρόδρομοι, όπως η Πατριάρχου Ιωακείμ, που τότε λεγόταν Κυνοσάργους.
Μετά το 1880 η δόμηση πύκνωσε και η σύνθεση άλλαξε. Ρόλο έπαιξε η κατασκευή της Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και η εγκατάσταση πέριξ αυτής της βασιλικής κάστας, υπουργείων και άλλων οργανισμών. Στο Κολωνάκι έσπευσαν προς εγκατάσταση τα στελέχη της βασιλικής αυλής, υπουργοί και πολιτικοί, ανώτατα κρατικά στελέχη, επιχειρηματίες και άλλοι εύποροι πολίτες, καθώς βρισκόταν δίπλα στο κέντρο εξουσίας της εποχής, αλλά και στο παραλλήλως αναπτυσσόμενο εμπορικό κέντρο.
Τότε ξεκίνησε η ανέγερση πολυτελών μεγάρων και αρχοντικών κατοικιών, ειδικά στη Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά και σε πολλούς ακόμη δρόμους του Κολωνακίου, σε σχέδια διάσημων αρχιτεκτόνων της εποχής. Πολλά κοσμούν ακόμη και σήμερα την περιοχή. Σταδιακά, όπως και σε όλη την Αθήνα, τα κάρα και τα ιππήλατα αντικαταστάθηκαν από τα πρώτα αυτοκίνητα, το τραμ, αργότερα προστέθηκαν λεωφορεία και τρόλεϊ, για να φτάσουμε σήμερα στο κυκλοφοριακό χάος των εκατομμυρίων οχημάτων παντός είδους και το μετρό.
Ετσι το Κολωνάκι μετεξελίχθηκε σταδιακά στο αριστοκρατικό κέντρο της Αθήνας, αλλά και στο σημείο όπου συνευρέθησαν η πολιτική, η διπλωματία, οι τέχνες και ο πολιτισμός, η επιστήμη, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Μεταπολεμικά πια, το Κολωνάκι δεν ταυτίστηκε μόνο με την κοινωνική αφρόκρεμα και τους οικονομικά εύρωστους Αθηναίους, αλλά και με τους διανοούμενους και τους ανθρώπους της τέχνης. Επέλεξαν να μείνουν εκεί είτε να... ξημεροβραδιάζονται στα δημοφιλή στέκια του. Από τον Βάρναλη και τον Παπαδιαμάντη μέχρι τον Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Αλέκο Σακελλάριο, την Τζένη Καρέζη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στο Κολωνάκι βρίσκονται πολλά σημαντικά μουσεία: το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Πολεμικό Μουσείο. Ακόμη, η Πινακοθήκη του Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην οδό Κριεζώτου, καθώς και πολλές ιστορικές γκαλερί, όπως Καλφαγιάν, Ζουμπουλάκη, Σκουφά κ.ά. Η Μαράσλειος Ακαδημία, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η Μονή Πετράκη. Πρεσβείες όπως η αμερικανική, η βρετανική, η γαλλική κ.ά. Κορυφαία νοσοκομεία όπως ο «Ευαγγελισμός», το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, το ΝΙΜΤΣ, το Ναυτικό Νοσοκομείο. Αλλά και ιστορικά μνημεία με έντονη φόρτιση, όπως το αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν 6, αλλά και το ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Με χρονοκαθυστέρηση
Παρότι από τα χρόνια του Μεσοπολέμου το Κολωνάκι ήταν πια μια ακριβή περιοχή και τόπος κατοικίας για υψηλά εισοδήματα, τα πολυτελή καταστήματα, αντίστοιχα του στάτους της πολιτικής, πνευματικής και οικονομικής ελίτ της πρωτεύουσας που σύχναζε εκεί, ήρθαν με χρονοκαθυστέρηση. Αρχικά κυριαρχούσαν, όπως και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας, μικροαστικές ή και λαϊκές, τα συνηθισμένα καταστήματα: παντοπωλεία, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, γαλακτοπωλεία, κουρεία, φαρμακεία, χρωματοπωλεία, φούρνοι κ.ά. Μετά ήρθε το σαρωτικό ρεύμα που παρέσυρε σχεδόν τα πάντα στο διάβα του, με τα πολυτελή εμπορικά καταστήματα που εγκαταστάθηκαν, τους οίκους μόδας, τα εστιατόρια και μπαρ, τα κοσμηματοπωλεία κ.λπ.
Οι πιο παλιοί θυμούνται με νοσταλγία αυτή την όμορφη συνοικία, τότε που ακόμη ήταν αρχοντική. Κάποιοι, όχι λίγοι, κάτοικοί της, υπό το βάρος της κοσμοσυρροής από κάθε γωνιά της Ελλάδας, της εμφάνισης πολλών νεόπλουτων και της κυκλοφοριακής ασφυξίας, της φιλοσοφίας του γνωστού τραγουδιού «όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο τον κοσμάκη, λαός και Κολωνάκι», αναγκάστηκαν να φύγουν. Ωστόσο, το Κολωνάκι παραμένει δημοφιλές, η top γειτονιά της Αθήνας. Αντέχει στη φθορά του χρόνου, αυτοανανεώνεται, ανακαλύπτει νέες δυνάμεις και δυνατότητες, εξακολουθεί να έχει αθεράπευτα φανατικούς κατοίκους, αλλά και επισκέπτες που κρατούν ακόμη και σήμερα ψηλά την αίγλη του.
Η ονοματοδοσία
Μια περιπέτεια για την Αθήνα την εποχή που ήταν ένα απέραντο αγρόκτημα, συνάμα ένα τεράστιο με την προοπτική αξιοποίησης οικόπεδο, ήταν η ονοματοδοσία των δρόμων και πλατειών. Η πόλη ξεκίνησε να απλώνεται με γοργούς ρυθμούς. Οι δρόμοι έπρεπε να ονοματιστούν επίσημα και τα σπίτια να αριθμηθούν. Την αρχή έκαναν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Εντουαρντ Σάουμπερτ, στους οποίους ανατέθηκε το δύσκολο έργο της ρυμοτόμησης. Χάραξαν και ονοματοδότησαν τους πρώτους 24 δρόμους της νέας πρωτεύουσας. Για αρχή, το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν υπήρξε μια πλούσια δεξαμενή ονομάτων (Ερμού, Αθηνάς κ.ά.).
Αρκετά ονόματα διατηρήθηκαν. Το 1837 ο δήμαρχος Δημήτριος Καλλιφρονάς, ο επονομαζόμενος και «φουστανελοφόρος», προχώρησε αποφασιστικά την ονοματοθεσία. Ανοιξε τον δρόμο και για την αρίθμηση των οικοπέδων και των κατοικιών, που γινόταν έως τότε με αδιανόητο τρόπο. Η πρώτη αρίθμηση των ανεγειρόμενων κατοικιών δεν γινόταν ανά δρόμο, αλλά σε σύνολο πόλης. Δηλαδή, αν ένα ακίνητο στην Πλάκα έφερε, π.χ., τον αριθμό 100, το επόμενο ακίνητο όπου και να χτιζόταν, στη Σταδίου ή αλλού, θα έφερε τον αριθμό 101!
Θησείο - Πετράλωνα
Πέρα από το Κολωνάκι, πολλές γειτονιές κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας ή και λίγο μακρύτερα διεκδικούν τον τίτλο του «ομφαλού της Αθήνας» από την εποχή της ανακήρυξής της σε πρωτεύουσα. Ανάμεσά τους οι κοντινές Μετς, Θησείο - Πετράλωνα, Μοναστηράκι, ενώ μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα Πατήσια.
Στο Θησείο οι κάτοικοι ήταν πάντοτε ευλογημένοι, καθώς μπορούσαν να ατενίζουν τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, όταν εκπόνησαν το πρώτο σχέδιο πόλης, στην πλατεία που υπάρχει σήμερα έξω από τον σταθμό του Θησείου υπήρχαν αλώνια. Αυτά έδωσαν το όνομά τους σε όλη την περιοχή όπου σήμερα βρίσκονται το δημοφιλές Θησείο και φυσικά τα Πετράλωνα, που χωρίζονται σε Ανω και Κάτω από τις γραμμές του Ηλεκτρικού.
Στα Κάτω Πετράλωνα υπήρχαν τα δεύτερα Κατσικάδικα της Αθήνας - εννοείται λόγω του πλήθους από στάνες που είχε. Οι βοσκοί με τις κατσίκες τους περιόδευαν σε όλη την Αθήνα και πουλούσαν το γάλα τους που το άρμεγαν επί τόπου. Από το 1920, για λόγους δημόσιας υγείας, αυτό απαγορεύτηκε αυστηρά.
Στα όρια των Πετραλώνων, όπως και σε άλλες περιοχές, τον Ελαιώνα, όπου σήμερα κατασκευάζεται το νέο γήπεδο του Παναθηναϊκού, και αλλού, εκατέρωθεν του Κηφισού, ξεσπούσαν συχνά ομηρικοί καβγάδες. Οι περιβολάρηδες-κτηματίες τα έβαζαν με τους βοσκούς. Τους κατηγορούσαν ότι τους κατέστρεφαν την παραγωγή με την ανεξέλεγκτη βόσκηση.
Τη λύση έδωσε ο δήμος που το 1915 απαγόρευσε «εις πάντα έχοντα ποίμνιον προβάτων ή αγέλη βοών και λοιπών παντός είδους ζώων να επελαύνη αυτά εντός της περιοχής των Αθηνών και του ελαιώνος καθ’ όλην αυτού την περιφέρειαν», με εξαίρεση τους βοσκούς της Πλάκας. Ετσι οι βοσκοί αναγκάστηκαν έκτοτε να μετακινηθούν νοτιοανατολικά, στις ακαλλιέργητες εκτάσεις μετά το Φάληρο μέχρι την περιοχή της Βάρης.
Η περιοχή του Θησείου ξεκίνησε να κατοικείται μετά το 1821 κυρίως από Ρουμελιώτες και Κορίνθιους. Πήρε διάφορες ονομασίες. Το 1908 ονομαζόταν Μελίτης Βάραθρον, πιθανόν επειδή ήταν κοντά στο αρχαίο Βάραθρον, έναν λάκκο όπου στην Αρχαιότητα έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν χιλιάδες πρόσφυγες κατέκλυσαν την πρωτεύουσα, στο παλιό λατομείο, πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου, εγκαταστάθηκαν 800 οικογένειες προσφύγων από την Αττάλεια και την Αλάια. Γι’ αυτό ο συνοικισμός έγινε γνωστός και ως Ατταλιώτικα.
Οι πρόσφυγες κατέλαβαν το ύψωμα και με σανίδια και λαμαρίνες έστησαν μέσα σε μια νύχτα μια μικρή παραγκούπολη. Η Αστυνομία γκρέμιζε τις παράγκες, αλλά εκείνοι τις ξαναέφτιαχναν. Ο συνοικισμός τους έγινε γνωστός με το όνομα Ασύρματος από τη Σχολή Ασυρμάτου του Ναυτικού, που βρισκόταν στα δυτικά του λόφου Φιλοπάππου. Μια παραγκούπολη στην καρδιά της Αθήνας, όπου έζησαν οι πρόσφυγες απομονωμένοι για αρκετές δεκαετίες.
Οι παράγκες του θρυλικού Ασύρματου καταστράφηκαν μερικώς το 1944 στα Δεκεμβριανά. Τη δεκαετία του ’50, με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης, χτίστηκαν πέτρινες κατοικίες, γνωστές ως «τα πέτρινα της Φρειδερίκης», που στέγασαν τους πρόσφυγες. Ηταν η φτωχογειτονιά που ο Τύπος αποκαλούσε «η γραφικoτέρα αθλιότης» και έγινε ταινία από τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Σήμερα η περιοχή ζει μια δεύτερη νιότη, με υπέροχες κατοικίες, αλλά και παραδοσιακές ταβέρνες και μπαρ.
Μετς, στις όχθες του Ιλισού
Σε μία άλλη θρυλική φωτογραφία του 1875 από τον Λυκαβηττό, με πρώτο πλάνο το Κολωνάκι, στο βάθος φαίνεται ο Ιλισός με μια περίφημη γέφυρά του, προτού ξεκινήσει η κατασκευή του υπέρλαμπρου Παναθηναϊκού Σταδίου που έμελλε να φιλοξενήσει τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896. Ο Ιλισός είχε και νησί, το Βατραχονήσι. Ηταν μια κατάφυτη επίπεδη λωρίδα γης ανάμεσα στις δύο όχθες του ποταμού. Εκτεινόταν από το Ολυμπιακό Κολυμβητήριο του Ζαππείου μέχρι το Προεδρικό Μέγαρο. Στη νησίδα αυτή υπήρχαν ιερά της Αρχαιότητας και χριστιανικοί ναοί. Στα νεότερα χρόνια η περιοχή ήταν αδόμητη, περίπου έως τη δεκαετία του 1870, οπότε κατασκευάστηκε το θέατρο «Παράδεισος», το πρώτο στην Αθήνα, ενώ αργότερα λειτούργησαν καφωδεία.
Απέναντι από το Ζάππειο Μέγαρο και στις παρυφές του Καλλιμάρμαρου βρίσκεται το Μετς. Επί Τουρκοκρατίας στα ψηλότερα σημεία του λόφου Αρδηττού υπήρχαν οι ανεμόμυλοι του Γεωργάκη που τροφοδοτούσαν την Αθήνα με αλεύρι. Ο μόνος σωζόμενος ανεμόμυλος κατεδαφίστηκε από τον ιδιοκτήτη του το 1986.
Το 1872 εγκαταστάθηκε στην περιοχή η μπιραρία «Μετς». Ιδιοκτήτης ο Κάρολος Φιξ, γιος του Βαυαρού Γιόχαν Φιξ, ιδρυτή της γνωστής ζυθοποιίας. Μετς ονομάστηκε προς τιμήν της κατάκτησης της ομώνυμης γαλλικής πόλης από τους Βαυαρούς το 1871 στον Γαλλογερμανικό Πόλεμο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή ονομαζόταν πλέον «Παντρεμενάδικα». Το νυφοπάζαρο της εποχής, αλλά και ο τόπος όπου οι Αθηναίοι ζούσαν τους παράνομους έρωτές τους. Τα πρώτα χρόνια του βασιλιά Γεωργίου Α’ υπήρχαν στην περιοχή ξύλινα παραπήγματα που φιλοξενούσαν κέντρα αναψυχής. Στα κέντρα αυτά σύχναζαν πολλά ερωτικά ζευγαράκια, ιδίως πολλοί παντρεμένοι με τις παράνομες σχέσεις τους, για να αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα.
Το 1908 το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων αποφάσισε να διαιρέσει την πόλη σε τέσσερα τμήματα -τρόπον τινά διαμερίσματα- και αυτά σε 68 συνοικίες. Σαράντα δύο συνοικίες κράτησαν τα ονόματά τους, σε 14 προτάθηκε να αλλάξουν και στις υπόλοιπες που αποτελούσαν την επέκταση της πόλης δόθηκαν καινούρια. Ανάμεσα σε αυτές όπου προτάθηκε να αλλάξουν όνομα ήταν και τα «Παντρεμενάδικα» ή Μετς σε συνοικία Αρδηττού. Μεταξύ των τριών επιλογών προτιμήθηκε το Μετς. Λόγω της συγκέντρωσης λογίων, καλλιτεχνών, φοιτητών κ.ά., πολλοί αποκαλούσαν το Μετς και «Μονμάρτρη της Αθήνας». Σήμερα είναι μια πολύ όμορφη και πανάκριβη σε αξίες περιοχή.
Με επίκεντρο το Μοναστηράκι, επίσης στη σκιά της Ακρόπολης, και άξονες τις Αιόλου και Αθηνάς αναπτύχθηκε η κεντρική αγορά της Αθήνας. Η περιοχή αρχικά ανήκε στην οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Εκεί υπήρχε και το αρχοντικό της.
Αιόλου και Αθηνάς
Πάνω από το Αδριάνειο βρισκόταν η κατεδαφισθείσα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οικία, γνωστή ως Παλιά Στρατώνα, πρώην Κονάκι του Χατζαλή Χασεκή, που λειτουργούσε ως φυλακή. Στην πλατεία δεσπόζει το Τζαμί Τζισταράκη που κατασκευάστηκε το 1759 και σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης.
Η Αιόλου ήταν ο πρώτος δρόμος της Αθήνας που ασφαλτοστρώθηκε το 1905 με απόφαση του τότε δημάρχου Σπύρου Μερκούρη. Ακολούθησαν οι εκατέρωθεν του Δημοτικού Θεάτρου οδοί. Οι εργασίες έγιναν από την αγγλική εταιρεία The London Asphalt Co. με κόστος 20 φράγκα ανά τετραγωνικό μέτρο. Η ασφαλτόστρωση επεκτάθηκε από άλλη εταιρεία στις οδούς Αθηνάς, Σταδίου, Πανεπιστημίου και την πλατεία Ομονοίας.
Το έργο είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των κατοίκων, καθώς άλλαζε άρδην την καθημερινότητά τους. Γι’ αυτό και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ήταν συνεχή αναλύοντας τη χρησιμότητα της οδοποιίας, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ασφαλτόστρωσης. Αντέδρασαν οι αμαξάδες, γιατί οι ρόδες των οχημάτων τους γλιστρούσαν επικίνδυνα στο νέο οδόστρωμα. Το ίδιο και οι χαμάληδες, καθώς η δουλειά τους ήταν να σηκώνουν στους ώμους τους τις καλοντυμένες κυρίες για να περάσουν τον δρόμο χωρίς να λερωθούν από λάσπες και σκόνη.
Η οδός Αιόλου είχε επίσης σχεδιαστεί το 1833 από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Η άλλη της πρωτιά είναι ότι στρώθηκε με αμμοχάλικο το 1860. Κατά μήκος της λειτούργησαν και τα πρώτα πανδοχεία της πρωτεύουσας, καθώς και το πρώτο πραγματικό ελληνικό ξενοδοχείο με κρεβάτια και φαγητό το 1835. Το πασίγνωστο «Αίολος», στη γωνία Αιόλου και Αδριανού, που διασώζεται έως σήμερα και πριν από λίγα χρόνια βγήκε προς πώληση με πρώτη τιμή στα 18 εκατ. ευρώ.
Στη συμβολή Αιόλου και Βύσσης άνοιξε ο Σπυρίδων Παυλίδης το «Γλυκυσματοποιείον» του, τον πρόδρομο της σοκολατοποιίας που αργότερα στεγάστηκε στο μεγάλο εργοστάσιο της Πειραιώς. Εκεί παρασκευάστηκε, το 1861, η πρώτη σοκολάτα στην Ελλάδα.
Σήμερα το Μοναστηράκι είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς για εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες και ξένους επισκέπτες. Μια περιοχή που «ποτέ δεν κοιμάται», με εστιατόρια, μπαρ και διάφορα καταστήματα και με τις αξίες των ακινήτων να έχουν απογειωθεί. Από το Μοναστηράκι διέρχεται και η Ερμού, ένας δρόμος που βρέθηκε επανειλημμένα στην πρώτη δεκάδα των ακριβότερων του κόσμου. Ποιος να το πίστευε αυτό τότε;
Η πλατεία των Αγάμων
Τα Πατήσια έως και τον Μεσοπόλεμο ήταν μια ελκυστική εξοχική περιοχή επίσκεψης για τους Αθηναίους. Την αρχή έκανε το ζεύγος Οθωνα και Αμαλίας, που με τη βασιλική άμαξα συχνά κατευθυνόταν στην αραιοκατοικημένη, αλλά γεμάτη πράσινο περιοχή.
Στην πλατεία Αμερικής, στο όριο με την Κυψέλη, που παλαιότερα ονομαζόταν πλατεία Αγάμων, το 1887 έκανε τέρμα ο ιπποτροχιόδρομος. Υπήρχε ένα μικρό καφενείο στο οποίο σύχναζε μια παρέα ώριμων άγαμων Αθηναίων. Εγινε τόπος διαμαρτυρίας των αγάμων λίγο πριν από την πτώχευση του 1893, όταν το κράτος επιχείρησε να τους φορολογήσει όπως και όσους σύχναζαν σε οίκους ανοχής! Ανεπίσημα ονομαζόταν συγχρόνως και πλατεία Ανθεστηρίων, επειδή τότε οι Αθηναίοι γιόρταζαν εκεί την Πρωτομαγιά.
Μια άλλη περιοχή των Πατησίων, η συνοικία Κυπριάδου, γνωστή και με την ονομασία «Αλυσίδα», δημιουργήθηκε στο τέρμα της οδού Πατησίων γύρω στα 1920. Μέρος ιδανικό για τους περιπάτους των Αθηναίων, αλλά με πρόσβαση προβληματική, αφού από κει διερχόταν το αποκαλούμενο «θηρίο», δηλαδή ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος.
Με πυκνή βλάστηση, ευωδιαστούς κήπους, ποταμάκια και άλλες φυσικές ομορφιές, τα Πατήσια ήταν μια ξεχωριστή περιοχή της Αθήνας. Εως το 1900 θεωρούνταν παραθεριστικός προορισμός με μεγάλες αγροτικές εκτάσεις και καλλιέργειες. Κατοικήθηκαν από μεσοαστικά στρώματα και υπήρξαν χαρακτηριστική έκφραση της ύστερης αστικοποίησης της Αττικής. Σήμερα είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, που αγωνίζονται να διατηρήσουν το χρώμα τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα