Εθελοντές-εργαζόμενοι και πληρώματα της AEGEAN και της Olympic Air προσέφεραν δώρα και αγάπη σε σχολεία της άγονης γραμμής αλλά και όσους βρίσκονται σε ανάγκη
Η κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 και η αρχή της καταστροφής του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης
Η κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885 και η αρχή της καταστροφής του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης
Η δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης – Η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους – Η Ανατολική Ρωμυλία και ο ελληνισμός της – Το πραξικόπημα της 18ης Σεπτεμβρίου 1885 και η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία – Οι διεθνείς αντιδράσεις
Το βουλγαρικό έθνος κατά τον 19ο αιώνα εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο μετά από αιώνες. Αυτό είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα τη σύγκρουσή του με τους Έλληνες, σε περιοχές όπου οι δύο λαοί συμβίωναν ειρηνικά.
Μία από αυτές ήταν η Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), όπου το 1885 και το 1906 με βίαιες εξάρσεις του βουλγαρικού εθνικισμού και ταυτόχρονα, την εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων που υιοθετήθηκαν τα επόμενα χρόνια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη χιτλερική Γερμανία εκδιώχθηκαν βίαια οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι εκεί από την αρχαιότητα.
Με τα γεγονότα του 1885 θα ασχοληθούμε στο σημερινό άρθρο μας.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της τον 19ο και τον 20ο αιώνα πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις, ιδιαίτερα λόγω της εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών και την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κατάρρευση της οποίας όξυνε επικίνδυνα το Ανατολικό Ζήτημα (αν δηλαδή θα γινόταν διάσπασή της ή αν θα παρέμενε ακέραια).
Στο πρόβλημα αυτό ενεπλάκησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, η οποία «ανακάλυψε» βουλγαρικό έθνος κατά τον 19ο αιώνα. Κάτι ανάλογο έγινε και τον 20ο αιώνα με τη δημιουργία «μακεδονικής» συνείδησης στις εθνικά αδιαμόρφωτες σλαβικές μάζες της περιοχής των Σκοπίων.
Η προσπάθεια για τη δημιουργία βουλγαρικού κράτους τον 19ο αιώνα οδήγησε σε ευρύτερη αστάθεια στα Βαλκάνια, ενώ είχε ολέθριες συνέπειες για τον ελληνισμό καθώς εκριζώθηκε πλήρως από τη Βόρεια Θράκη, τη σημερινή νότια Βουλγαρία.
Αντίθετα με τους Έλληνες που επαναστάτησαν πολλές φορές, οι Βούλγαροι δέχτηκαν παθητικότερα την οθωμανική κυριαρχία.
Αυτό οφείλεται στην εγκατάσταση πολλών Τούρκων εποίκων σε βουλγαρικές περιοχές, αλλά κυρίως στην κατάργηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1394.
Αυτό είχε μεν σημαντικά οφέλη για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως οι Βούλγαροι στερήθηκαν τη φυσική πνευματική τους ηγεσία και δεν μπόρεσαν να συντηρήσουν τις εθνικές τους παραδόσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία από τη μεσαιωνική βουλγαρική ιστορία.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το βουλγαρικό έθνος ήταν άγνωστο στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία. Οι Βούλγαροι συγχέονταν με τους Έλληνες, τους Σέρβους ή τους Βλάχους.
Τον 18ο αιώνα άρχισαν οι προσπάθειες για εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων. Πρώτος ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος εξέδωσε το 1762 γι’ αυτόν τον σκοπό, ένα βιβλίο στη βουλγαρική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες, χωρίς όμως να πετύχει κάτι το ιδιαίτερο.
Μία από αυτές ήταν η Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), όπου το 1885 και το 1906 με βίαιες εξάρσεις του βουλγαρικού εθνικισμού και ταυτόχρονα, την εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων που υιοθετήθηκαν τα επόμενα χρόνια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη χιτλερική Γερμανία εκδιώχθηκαν βίαια οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι εκεί από την αρχαιότητα.
Με τα γεγονότα του 1885 θα ασχοληθούμε στο σημερινό άρθρο μας.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της τον 19ο και τον 20ο αιώνα πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις, ιδιαίτερα λόγω της εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών και την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κατάρρευση της οποίας όξυνε επικίνδυνα το Ανατολικό Ζήτημα (αν δηλαδή θα γινόταν διάσπασή της ή αν θα παρέμενε ακέραια).
Στο πρόβλημα αυτό ενεπλάκησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, η οποία «ανακάλυψε» βουλγαρικό έθνος κατά τον 19ο αιώνα. Κάτι ανάλογο έγινε και τον 20ο αιώνα με τη δημιουργία «μακεδονικής» συνείδησης στις εθνικά αδιαμόρφωτες σλαβικές μάζες της περιοχής των Σκοπίων.
Η προσπάθεια για τη δημιουργία βουλγαρικού κράτους τον 19ο αιώνα οδήγησε σε ευρύτερη αστάθεια στα Βαλκάνια, ενώ είχε ολέθριες συνέπειες για τον ελληνισμό καθώς εκριζώθηκε πλήρως από τη Βόρεια Θράκη, τη σημερινή νότια Βουλγαρία.
Η δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης
Η κατάκτηση των βουλγαρικών περιοχών από τους Οθωμανούς είχε σαν αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του βουλγαρικού έθνους.Αντίθετα με τους Έλληνες που επαναστάτησαν πολλές φορές, οι Βούλγαροι δέχτηκαν παθητικότερα την οθωμανική κυριαρχία.
Αυτό οφείλεται στην εγκατάσταση πολλών Τούρκων εποίκων σε βουλγαρικές περιοχές, αλλά κυρίως στην κατάργηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1394.
Αυτό είχε μεν σημαντικά οφέλη για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως οι Βούλγαροι στερήθηκαν τη φυσική πνευματική τους ηγεσία και δεν μπόρεσαν να συντηρήσουν τις εθνικές τους παραδόσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία από τη μεσαιωνική βουλγαρική ιστορία.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το βουλγαρικό έθνος ήταν άγνωστο στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία. Οι Βούλγαροι συγχέονταν με τους Έλληνες, τους Σέρβους ή τους Βλάχους.
Τον 18ο αιώνα άρχισαν οι προσπάθειες για εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων. Πρώτος ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος εξέδωσε το 1762 γι’ αυτόν τον σκοπό, ένα βιβλίο στη βουλγαρική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες, χωρίς όμως να πετύχει κάτι το ιδιαίτερο.
Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων πραγματοποιήθηκε τον 19ο αιώνα με τη συμβολή της Ρωσίας. Στους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1806-1812 και 1828-1829 πολέμησαν στο πλευρό του ρωσικού στρατού και κάποιοι Βούλγαροι της διασποράς.
Κατεβαίνοντας προς τα Βαλκάνια, οι Ρώσοι ανακάλυψαν έναν «άγνωστο» ως τότε λαό που μιλούσε μια γλώσσα συγγενική με τα ρωσικά.
Οι ενδείξεις πίστης των Βουλγάρων προς τη Ρωσία, αλλά ιδιαίτερα η γεωγραφική θέση της Βουλγαρίας, λόγω της εγγύτητάς της με την Κωνσταντινούπολη, «προαιώνιο ρωσικό στόχο που άνοιγε τις πύλες των θερμών θαλασσών στη ρωσική ναυσιπλοΐα», σύμφωνα με τον Νικόλαο Γ. Νικολούδη είχαν σαν αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να γίνουν στενότεροι σύμμαχοι των Ρώσων, απ’ ό,τι οι Σέρβοι και οι Έλληνες.
Η Ρωσία χρηματοδότησε την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων, ενώ μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και την εξαγγελία του δόγματος του πανσλαβισμού, που πρέσβευε τη χειραφέτηση όλων των Σλάβων υπό την προστασία της Ρωσίας, οι προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων εντάθηκαν.
Με ρωσική υποκίνηση επιδιώχθηκε ο διαχωρισμός της Βουλγαρικής Εκκλησίας απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε τελικά το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής (Εξαρχικής) Εκκλησίας σε δεκατρείς επαρχίες της Βουλγαρίας.
Ο Γεώργιος Α. Μέγας, στο βιβλίο του «Ανατολική Ρουμελία», (Αθήνα 1945) γράφει ότι από το σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε την ίδρυση της Εξαρχίας εξαιρούνταν πέντε Μητροπόλεις (Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας και Σωζοπόλεως), στις οποίες επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε και το 1872 συγκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο η οποία με απόφασή της καταδίκασε τη νέα αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία και τους αρχηγούς της ως σχισματικούς.
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε, καθώς η Εξαρχική Εκκλησία ασκούσε πολιτιστική και εθνική επιρροή, κυρίως στη Μακεδονία. Έτσι, ενίσχυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την εκπαίδευση και τους διάφορους ελληνικούς συλλόγους της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ο Κων/νος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Τουρκικές θηριωδίες διαπράττονταν ολόκληρο το καλοκαίρι του 1876 στις βορειότερες της Φιλιππούπολης βουλγαρικές περιοχές, όπου καίγονταν ολόκληρα χωριά, επιβάλλονταν υποχρεωτικές εισφορές στους ντόπιους κατοίκους, λεηλατούνταν οι περιουσίες τους, επακολουθούσαν σφαγές για την παράδοση των κρυμμένων όπλων και εκτυλίσσονταν καθημερινά απερίγραπτες σκηνές».
Οι τουρκικές βαρβαρότητες προκάλεσαν αντιδράσεις, οι οποίες κατέληξαν στον ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, τη συντριβή των Τούρκων και την προέλαση των Ρώσων ως τον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κων/πόλης, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης του 1878.
Με αυτή δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία με έκταση 160.000 τ.χλμ., η οποία κάλυπτε ολόκληρη τη Μακεδονία (πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής) και τη Θράκη. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντέδρασαν (ιδιαίτερα η Μ. Βρετανία και η Αυστροουγγαρία), με αποτέλεσμα στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878 – 13 Ιουλίου 1878) να επαναχαραχθούν τα σύνορα στα Βαλκάνια.
Στη θέση της «Μεγάλης Βουλγαρίας» ιδρύθηκαν δύο ηγεμονίες υποτελείς στον σουλτάνο: η Βουλγαρία, με πρωτεύουσα τη Σόφια και η Ανατολική Ρωμυλία, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη.
Το 1881, η βουλγαρική ηγεμονία που βρισκόταν ανάμεσα στον Αίμο και τον Δούναβη, είχε έκταση 24.360 τετραγωνικών μιλίων και πληθυσμό 1.998.982, η Ελλάδα, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου έκταση 25.041 τ.μ. και πληθυσμό 1.235.713 και η Σερβία έκταση 20.850 τ.μ. και πληθυσμό 1.734.316.
Η Ανατολική Ρωμυλία (ορθότερος είναι ο όρος Ρουμελίας, χώρας των Ρουμ, Χριστιανών, λόγω της πλειοψηφίας των κατοίκων που ήταν Χριστιανοί) δημιουργήθηκε πάνω σε λάθος βάσεις. Είχε έκταση 35.000 τ. χιλιόμετρα (όχι μίλια, προσοχή!) και 750.000 κατοίκους. Βούλγαρους, Έλληνες και Τούρκους.
Ο Διοικητής της προβλεπόταν να είναι Χριστιανός, ενώ στο Σύνταγμά της (Οργανικός Νομός με 495 άρθρα και παραρτήματα) που είχε συνταχθεί από Ευρωπαίους νομομαθείς και εγκρίθηκε στις 20 Μαΐου 1880 προβλεπόταν ισονομία των κατοίκων ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ισότιμη εκπροσώπησή τους στη διοίκηση του κράτους, ισοτιμία των τριών γλωσσών, ελευθερία εκπαίδευσης, σεβασμός της ατομικής κυριαρχίας κ.ά.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας στην Επιτροπή των νομομαθών είπε, μεταξύ άλλων: «Επιμένω να δοθούν τα ίδια δικαιώματα εις την ελληνικήν γλώσσαν… οι εδώ Έλληνες κατέχουν πολύ ανώτερον και μεγαλύτερον πνευματικόν πολιτισμόν από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους… Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ου μόνον είναι φορείς του πολιτισμού, αλλά και κατάλληλοι να μεταδώσουν τον πολιτισμόν εις άλλας εθνότητας…».
Όμως για τους Βουλγάρους η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχε προκύψει από αυθαίρετη αποκοπή ενός τμήματος της Θράκης ήταν μια προσωρινή υποχώρηση από το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Θεωρούσαν ότι η περιοχή πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος στις επαναστάσεις του 1875-1876, ενώ σ’ αυτήν υπήρχε και σχετική πλειοψηφία βουλγαρικού πληθυσμού.
Η Ανατολική Ρωμυλία (Roumelie Orientale κατά το Συνέδριο του Βερολίνου), έφερε σύμφωνα με μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα το όνομα Ρωμανία.
Οι Βούλγαροι ονόμαζαν τη βόρεια θρακική πεδιάδα Romania και τους κατοίκους της Romantsi. Ο πληθυσμός της ήταν 750.000. Ο Παύλος Καρολίδης υπολόγιζε τους Έλληνες σε 250.000.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολόγιζε τον συνολικό πληθυσμό της Ανατολικής Ρωμυλίας σε 545.000. Από αυτούς, 234.000 ήταν Βούλγαροι, 175.000 Τούρκοι, 78.000 Έλληνες και 58.000 άλλων εθνοτήτων.
Το ελληνικό στοιχείο είχε αρχίσει να μειώνεται στην Ανατολική Ρωμυλία κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από κάλεσμα των Τούρκων εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες από τις νοτιότερες ελληνικές περιοχές.
Οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης δεν έμειναν απαθείς απέναντι στον τουρκικό ζυγό, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη τοπικών νεομαρτύρων και κλέφτικων τραγουδιών. Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη άρχισαν να επεκτείνονται μετά το 1595. Πολλοί Έλληνες της περιοχής εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, τέταρτο μέλος της οποίας, μετά τους τρεις ιδρυτές της ήταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη.
Νέοι από την Ανατολική Ρωμυλία πολέμησαν στις τάξεις του Ιερού Λόχου, ενώ τον Απρίλιο του 1821 οι Έλληνες της Σωζόπολης ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Το κίνημα όμως υπέστη συντριβή και ο Μητροπολίτης με τους πρόκριτους της περιοχής απαγχονίστηκαν.
Οι Βούλγαροι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ήταν ελάχιστοι στην Ανατολική Ρωμυλία, σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων περιηγητών. Ο περίφημος Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος που επισκέφθηκε τη Φιλιππούπολη το 1832 δεν αναφέρει ότι ζούσαν Βούλγαροι σ’ αυτή, παρά μόνο Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι.
Ο Βούλγαρος δάσκαλος Ιωακείμ Γκρούεφ παραδεχόταν ότι με εξαίρεση 12 οικογένειες τις οποίες μάλιστα αναφέρει ονομαστικά (!), όλοι στη Φιλιππούπολη μιλούσαν ελληνικά (Μ. Αποστολίδου, «Οι επί Τουρκοκρατίας εν Φιλιππουπόλει Βούλγαροι», Αρχείο Θρακικού θησαυρού, Τόμος 10).
Ο Γάλλος Albert Dumont, που περιηγήθηκε τη Βόρεια Θράκη το 1868 αναφέρει: «… ο Έλλην κατέχει εδώ εξέχουσα θέση. Οι Έλληνες έδωσαν στους Βούλγαρους την λίγη μόρφωση που απέκτησαν μέχρι σήμερα».
Εκτός από τις πέντε ελληνικές Μητροπόλεις που υπήρχαν στην Ανατολική Ρωμυλία, λειτουργούσαν 113 κεντρικοί ναοί, 100 παρεκκλήσια, 10 μοναστήρια και 66 ελληνικά σχολεία με 7.943 μαθητές. Ο Dumont, εκτός από τη Φιλιππούπολη επισκέφθηκε και τον Στενήμαχο.
Γράφει σχετικά: «Το Στενήμαχο σε απόσταση μιας ημέρας από τη Φιλιππούπολη (Felibe) αριθμεί 15.000 ψυχές, κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες. Ούτε Τούρκοι, ούτε Βούλγαροι ημπόρεσαν να εγκατασταθούν σ’ αυτόν».
Ο Βούλγαρος καθηγητής Ischiirkoff παραδέχεται ότι οι Βούλγαροι, μόνο όταν οι Τούρκοι λόγω των πολέμων αραίωσαν, κατέβηκαν στις πεδιάδες και σχημάτισαν τα πρώτα βουλγαρικά χωριά στην Ανατολική Ρωμυλία. Αυτό έγινε μετά το 1829. Η άποψη αυτή επαληθεύεται από το γεγονός ότι κανένα από τα παλαιά τοπωνύμια της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν είναι βουλγαρικό.
Όλα είναι ελληνικά ή τουρκικά. Σ’ αυτή την πραγματικότητα βασίστηκε ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Μαρκήσιος του Σόλσμπερι, ο οποίος στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 διακήρυξε ότι «η Θράκη και η Μακεδονία είναι εξίσου Ελληνικές, όσο και η Κρήτη».
Πάντως τις διαφαινόμενες αρνητικές για την Ελλάδα εξελίξεις στη Βόρεια Θράκη «είδε» έγκαιρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’, ο οποίος με επιστολή του στις 16 Μαΐου 1879 στον Βρετανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη sir Henry Drummond Wolff τόνιζε μεταξύ άλλων: «Η Ρωσία εκ προμελέτης εργαζόταν να υποδαυλίζει τη φωτιά για τα σχέδιά της. Φαίνεται δυστυχώς ότι το παρελθόν δεν μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια εκείνων που επιθυμούν να δουν την Ανατολή απαλλαγμένη από τον Σλαβισμό…
Αν αυτό το σχέδιο που επιδιώκεται από τον Έξαρχο (Βούλγαρο «Πατριάρχη») και τη σλαβική πολιτική πετύχει τελικώς, θα δούμε τότε μετά από δέκα χρόνια την πλήρη πραγματοποίηση του σχεδίου σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου…».
Ιδιαίτερα προφητικά τα λόγια του Ιωακείμ Γ’. Δυστυχώς, ανάλογες φωνές σπάνια λαμβάνονται υπόψη στην Ελλάδα με γνωστά, ολέθρια αποτελέσματα…
Ο Α. Βογορίδης είχε διατελέσει πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βιέννη. Μιλούσε λίγο βουλγαρικά, αλλά άψογα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Στις 15/27 Μαΐου 1879 ο Ρώσος Στρατηγός Στολίπιν παρέδωσε τη διοίκηση της ηγεμονίας στον Βογορίδη.
Οι Ρώσοι στον ένα και πλέον χρόνο που είχαν τη διοίκηση της Ανατολικής Ρωμυλίας ευνοούσαν σκανδαλωδώς τους Βουλγάρους. Ο Βογορίδης, που έγινε ευμενώς δεκτός από όλους τους κατοίκους της Ανατολικής Ρωμυλίας, αρχικά προσπάθησε να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του με δίκαιο τρόπο.
Σταδιακά όμως άρχισε να μεροληπτεί υπέρ των Βουλγάρων. Πολλοί αποδίδουν τη στάση του Βογορίδη στους συνεργάτες του, ιδιαίτερα τον Γαβριήλ Κρέστοβιτς (μετέπειτα «Γαβριήλ πασά»), ο οποίος συνεργαζόταν με Ρώσους πράκτορες. Την ίδια περίοδο οι εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων δεν εισακούστηκαν.
Ο Έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη (1874-1881) Αθανάσιος Ματάλας έστελνε αναφορές στην ελληνική κυβέρνηση για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για τη σωτηρία του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης (εφαρμογή του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, επίσημη χρήση της ελληνικής γλώσσας), που όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Ακόμα και η αγγλική Κυανή Βίβλος («Blue Book») που συντάχθηκε το 1880 και στην οποία καταχωρήθηκαν μετά από σχετική εισήγηση των Μεγάλων Δυνάμεων αναφορές που αποδείκνυαν την πολιτική εκβουλγαρισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας πέρασε απαρατήρητη. Ο Βογορίδης απομακρύνθηκε μετά τη λήξη της θητείας του, καθώς δεν ήταν πολύ υποτακτικός στους Ρώσους…
Τη θέση του ανέλαβε ο ρωσόδουλος Κρέστοβιτς, ο οποίος κατά τον Χάμιλτον Λαντ ήταν ένας «ασήμαντος αφελής», «μια μηδαμινότητα με αξιοσέβαστη εμφάνιση», «ένα ανεπιτήδευτο άτομο που όφειλε τη θέση του στην επιρροή της Ρωσίας», «μια καλοντυμένη κούκλα».
Αγνοούσαν βέβαια ότι αυτοί ήταν Έλληνες και μάλιστα Θεσσαλονικείς! Την παραμονή της εορτής οι Έλληνες, σε συνεννόηση με τον Έλληνα πρόξενο Δακό, σημαιοστόλισαν τα σπίτια τους. Γύρω στις 9 μ.μ. ,50 Βούλγαροι άρπαξαν τη σημαία από το καφενείο του λόφου Σαάτ – τεπέ, κατέβηκαν στην πλατεία Τζουμαγιάς και καθώς έσπευσαν κι άλλοι ομοεθνείς τους μπήκαν σε σπίτια Ελλήνων και άρπαζαν διάφορα πράγματα.
Η Αστυνομία παρακολουθούσε αδιάφορη. Πεισματάρηδες οι Έλληνες, την επόμενη μέρα, σημαιοστόλισαν τα σπίτια τους και πήγαν στις εκκλησίες. Παρά την απαγόρευση της Αστυνομίας οι Βούλγαροι οργάνωσαν συλλαλητήριο και όρμησαν στα ελληνικά σπίτια. Οι Έλληνες αντέδρασαν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μαρίας Ζωτιάδου, συζύγου δικηγόρου, η οποία μ’ ένα ρεβόλβερ απείλησε τους Βούλγαρους που πήγαν στο σπίτι της για να κατεβάσουν την ελληνική σημαία. Μετά από εκτεταμένα επεισόδια συνελήφθησαν αρκετά άτομα, αλλά φυλακίστηκαν μόνο Έλληνες!
Η ελληνική εφημερίδα «Φιλιππούπολις», έγραφε στη γαλλική της έκδοση: «Οι οργανωτές των σκηνών της 23ης Απριλίου πιστεύουν ότι μερικές ξεσχισμένες σημαίες, μερικά σπασμένα τζάμια και όλος ο θόρυβος των Βουλγάρων διαδηλωτών είναι τόσο δυνατά, ώστε μπορούν να καταστρέψουν σε μία ημέρα σ’ αυτή τη χώρα, σε αυτή την πόλη, μια ελληνική ζωή 3.300 χρόνων».
Η προσβολή της ελληνικής σημαίας προκάλεσε αίσθηση στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη κήρυξε επιστράτευση. Η μόνη «αποζημίωση» που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν η απόδοση τιμών στην ελληνική σημαία και αυτό μετά από μακρές διαπραγματεύσεις! Κάτι ανάλογο έγινε και το 1995 μετά τα Σεπτεμβριανά και την εξολόθρευση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Η Τουρκία «καθάρισε» με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στη Σμύρνη από τον Τούρκο υπουργό Μεταφορών Muammer Çavuşoğlu, παρουσία στρατιωτικού αποσπάσματος, στις 24/10/1955…
Παράλληλα είχε ιδρυθεί στη Βουλγαρία μυστικό κομιτάτο για την «ένωση των δύο Βουλγαριών». Πράκτορές του, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1885 διέτρεξαν όλη την Ανατολική Ρωμυλία. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1885, στο χωριό Παγιούριτσε, κέντρο της βουλγαρικής εξέγερσης του 1876, μερικοί νεαροί άρχισαν να διαδηλώνουν υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία.
Συνελήφθησαν, αλλά απελευθερώθηκαν από τους συγχωριανούς τους. Τα επεισόδια άρχισαν να επεκτείνονται και στις 16 Σεπτεμβρίου «άγγιξαν» τη Φιλιππούπολη.
Από τα 12 Συντάγματα της Εθνοφυλακής τα 5 ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των συνωμοτών, ενώ και στα υπόλοιπα ήταν μυημένοι όλοι οι αξιωματικοί, εκτός από τους διοικητές τους.
Στις 17 Σεπτεμβρίου οι ταραχές επεκτάθηκαν, με πρόσχημα την επιβολή νέων φόρων, ενώ στις 2.00 π.μ. της 18ης Σεπτεμβρίου οι συνωμότες μπήκαν στη Φιλιππούπολη πυροβολώντας στον αέρα.
Συνέλαβαν τον Γερμανό αρχηγό της Χωροφυλακής Drigalski Pasha και στις 5 π.μ. τον Κρέστοβιτς, τον οποίο ενημέρωσαν ότι ο λαός κήρυξε την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
Ο Κρέστοβιτς δεν αντέδρασε. Μαζί με τον Drigalski οδηγήθηκαν με μια άμαξα στην οποία επέβαινε και μια γυναίκα που φορούσε την εθνική βουλγαρική ενδυμασία και κρατούσε ένα ξίφος, σ’ ένα χωριό κοντά στα σύνορα, όπου και αφέθηκαν ελεύθεροι…
Το επόμενο πρωί κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία, επιστρατεύθηκαν όλοι οι άνδρες μεταξύ 18-40 ετών, ανατινάχθηκε η σιδηροδρομική γέφυρα του Έβρου μεταξύ Χαρμανλί και τουρκικών συνόρων και ο στρατός μεταφέρθηκε στα σύνορα.
Αντιπροσωπεία Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στάλθηκε στη Βουλγαρία για να ζητήσει από τον Γερμανό βασιλιά της Αλέξανδρο Βάτενμπεργκ να αναλάβει την ηγεμονία και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, αυτός τελικά δέχθηκε και πήγε στη Φιλιππούπολη με τον πρωθυπουργό και τους υπασπιστές του.
Και οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Βερολίνου θίγονταν, προτίμησαν όμως να μην αντιδράσουν. Η κρίση διευθετήθηκε (;) με τη Διάσκεψη των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη (5/11/1885 – 5/4/1886). Σε αυτή αποφασίστηκε ως ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας, να αναγνωριστεί ο βασιλιάς της Βουλγαρίας, αν και οι δύο χώρες τυπικά θα τελούσαν υπό διαφορετικό καθεστώς. Η μεγάλη χαμένη (ή «ριγμένη»…) ήταν και πάλι η Ελλάδα. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη ζήτησε την παραχώρηση της Κρήτης.
Στη Μεγαλόνησο κηρύχθηκε για μια ακόμα φορά η ένωση με την Ελλάδα. Οι Τούρκοι, εδώ, εξαγριώθηκαν και έστειλαν στρατό στα σύνορα με την Ελλάδα στη Θεσσαλία. Οι πέντε Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στα ελληνικά παράλια και ζήτησαν αφοπλισμό της Ελλάδας. Στις 19 και 20 Μαΐου 1886 το 5ο Ευζωνικό Τάγμα μπήκε σε τουρκικό έδαφος. Όμως οι άνδρες του αιχμαλωτίστηκαν. Τη σημαία του Τάγματος διέσωσε ο Λοχίας Λύσανδρος ο οποίος έγινε λαϊκός ήρωας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στον Δηλιγιάννη διακοίνωση με την οποία τον ενημέρωναν ότι το θέμα της Ανατολικής Ρωμυλίας έπρεπε να θεωρείται οριστικών λήξαν. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη παραιτήθηκε και η παρατεταμένη επιστράτευση έληξε. Από τα γεγονότα προσπάθησαν να επωφεληθούν οι Σέρβοι. Στη μάχη της Σλίβνιτσας (στον οδικό άξονα Νις – Σόφιας) όμως, μεταξύ 18-22 Νοεμβρίου 1885 ηττήθηκαν από τους Βουλγάρους, οι οποίοι στις 26 Νοεμβρίου εισέβαλαν στη Σερβία.
Και εδώ το θέμα αντιμετωπίστηκε με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων…Έχει γραφτεί ότι μεγάλο λάθος του Δηλιγιάννη ήταν πως δεν εισέβαλε βορειότερα στην Ήπειρο, από την Άρτα που ανήκε στην Ελλάδα από το 1881. Πιθανότατα όμως οι Ευρωπαίοι θα έβαζαν φρένο και σε αυτή την ενέργεια…
Τα γεγονότα του 1885 ήταν η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Βόρειας Θράκης. Η εξόντωσή του ολοκληρώθηκε το 1906 με τους διωγμούς και το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου και το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγί . Με αυτά θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
Πηγές: Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ (1885). Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Κεφ. 3 στο βιβλίο «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ, ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018.
Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Τόμος Α, Β’ έκδοση, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ 2004.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α.ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΘΡΑΚΗ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε.
Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι Βαλκανικοί Λαοί. Από την Τουρκική Κατάκτηση στην Εθνική Αποκατάσταση(14ος-19ος αι.», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2000.
Ειδήσεις σήμερα
Ραγδαίες εξελίξεις στον Καναδά - Παραιτήθηκε ο Τζάστιν Τριντό από τους Φιλελεύθερους, παραμένει πρωθυπουργός μέχρι την εκλογή νέου αρχηγού
Υπάρχω: Ο Καζαντζίδης στα... βράχια των social media
Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις στις Χρυσές Σφαίρες - Η «χρυσή» Ντέμι Μουρ και το ανατρεπτικό μαλλί της φλογερής Έμα Στόουν
Κατεβαίνοντας προς τα Βαλκάνια, οι Ρώσοι ανακάλυψαν έναν «άγνωστο» ως τότε λαό που μιλούσε μια γλώσσα συγγενική με τα ρωσικά.
Οι ενδείξεις πίστης των Βουλγάρων προς τη Ρωσία, αλλά ιδιαίτερα η γεωγραφική θέση της Βουλγαρίας, λόγω της εγγύτητάς της με την Κωνσταντινούπολη, «προαιώνιο ρωσικό στόχο που άνοιγε τις πύλες των θερμών θαλασσών στη ρωσική ναυσιπλοΐα», σύμφωνα με τον Νικόλαο Γ. Νικολούδη είχαν σαν αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να γίνουν στενότεροι σύμμαχοι των Ρώσων, απ’ ό,τι οι Σέρβοι και οι Έλληνες.
Η Ρωσία χρηματοδότησε την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων, ενώ μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και την εξαγγελία του δόγματος του πανσλαβισμού, που πρέσβευε τη χειραφέτηση όλων των Σλάβων υπό την προστασία της Ρωσίας, οι προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων εντάθηκαν.
Με ρωσική υποκίνηση επιδιώχθηκε ο διαχωρισμός της Βουλγαρικής Εκκλησίας απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε τελικά το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής (Εξαρχικής) Εκκλησίας σε δεκατρείς επαρχίες της Βουλγαρίας.
Ο Γεώργιος Α. Μέγας, στο βιβλίο του «Ανατολική Ρουμελία», (Αθήνα 1945) γράφει ότι από το σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε την ίδρυση της Εξαρχίας εξαιρούνταν πέντε Μητροπόλεις (Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας και Σωζοπόλεως), στις οποίες επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε και το 1872 συγκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο η οποία με απόφασή της καταδίκασε τη νέα αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία και τους αρχηγούς της ως σχισματικούς.
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε, καθώς η Εξαρχική Εκκλησία ασκούσε πολιτιστική και εθνική επιρροή, κυρίως στη Μακεδονία. Έτσι, ενίσχυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την εκπαίδευση και τους διάφορους ελληνικούς συλλόγους της Μακεδονίας και της Θράκης.
Η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους
Σύντομα έγινε εφικτή η ίδρυση βουλγαρικού κράτους, χάρη και πάλι στη ρωσική υποστήριξη. Το έναυσμα έδωσαν οι δύο διαδοχικές βουλγαρικές επαναστάσεις (Σεπτέμβριος 1875 και Μάιος 1876), τις οποίες οι Οθωμανοί κατέστειλαν εύκολα, όμως, ειδικά στη δεύτερη οι θηριωδίες τους συγκλονίζουν: 200 χωριά λεηλατήθηκαν, 80 πυρπολήθηκαν και 30.000 άτομα σφαγιάστηκαν. Στο χωριό Μπατάκ, ένα από τα κέντρα της εξέγερσης δολοφονήθηκαν οι 5.000 από τους 7.000 κατοίκους του.Ο Κων/νος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Τουρκικές θηριωδίες διαπράττονταν ολόκληρο το καλοκαίρι του 1876 στις βορειότερες της Φιλιππούπολης βουλγαρικές περιοχές, όπου καίγονταν ολόκληρα χωριά, επιβάλλονταν υποχρεωτικές εισφορές στους ντόπιους κατοίκους, λεηλατούνταν οι περιουσίες τους, επακολουθούσαν σφαγές για την παράδοση των κρυμμένων όπλων και εκτυλίσσονταν καθημερινά απερίγραπτες σκηνές».
Οι τουρκικές βαρβαρότητες προκάλεσαν αντιδράσεις, οι οποίες κατέληξαν στον ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, τη συντριβή των Τούρκων και την προέλαση των Ρώσων ως τον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κων/πόλης, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης του 1878.
Με αυτή δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία με έκταση 160.000 τ.χλμ., η οποία κάλυπτε ολόκληρη τη Μακεδονία (πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής) και τη Θράκη. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντέδρασαν (ιδιαίτερα η Μ. Βρετανία και η Αυστροουγγαρία), με αποτέλεσμα στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878 – 13 Ιουλίου 1878) να επαναχαραχθούν τα σύνορα στα Βαλκάνια.
Στη θέση της «Μεγάλης Βουλγαρίας» ιδρύθηκαν δύο ηγεμονίες υποτελείς στον σουλτάνο: η Βουλγαρία, με πρωτεύουσα τη Σόφια και η Ανατολική Ρωμυλία, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη.
Το 1881, η βουλγαρική ηγεμονία που βρισκόταν ανάμεσα στον Αίμο και τον Δούναβη, είχε έκταση 24.360 τετραγωνικών μιλίων και πληθυσμό 1.998.982, η Ελλάδα, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου έκταση 25.041 τ.μ. και πληθυσμό 1.235.713 και η Σερβία έκταση 20.850 τ.μ. και πληθυσμό 1.734.316.
Η Ανατολική Ρωμυλία (ορθότερος είναι ο όρος Ρουμελίας, χώρας των Ρουμ, Χριστιανών, λόγω της πλειοψηφίας των κατοίκων που ήταν Χριστιανοί) δημιουργήθηκε πάνω σε λάθος βάσεις. Είχε έκταση 35.000 τ. χιλιόμετρα (όχι μίλια, προσοχή!) και 750.000 κατοίκους. Βούλγαρους, Έλληνες και Τούρκους.
Ο Διοικητής της προβλεπόταν να είναι Χριστιανός, ενώ στο Σύνταγμά της (Οργανικός Νομός με 495 άρθρα και παραρτήματα) που είχε συνταχθεί από Ευρωπαίους νομομαθείς και εγκρίθηκε στις 20 Μαΐου 1880 προβλεπόταν ισονομία των κατοίκων ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ισότιμη εκπροσώπησή τους στη διοίκηση του κράτους, ισοτιμία των τριών γλωσσών, ελευθερία εκπαίδευσης, σεβασμός της ατομικής κυριαρχίας κ.ά.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας στην Επιτροπή των νομομαθών είπε, μεταξύ άλλων: «Επιμένω να δοθούν τα ίδια δικαιώματα εις την ελληνικήν γλώσσαν… οι εδώ Έλληνες κατέχουν πολύ ανώτερον και μεγαλύτερον πνευματικόν πολιτισμόν από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους… Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ου μόνον είναι φορείς του πολιτισμού, αλλά και κατάλληλοι να μεταδώσουν τον πολιτισμόν εις άλλας εθνότητας…».
Όμως για τους Βουλγάρους η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχε προκύψει από αυθαίρετη αποκοπή ενός τμήματος της Θράκης ήταν μια προσωρινή υποχώρηση από το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Θεωρούσαν ότι η περιοχή πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος στις επαναστάσεις του 1875-1876, ενώ σ’ αυτήν υπήρχε και σχετική πλειοψηφία βουλγαρικού πληθυσμού.
Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας
Η Ανατολική Ρωμυλία (Roumelie Orientale κατά το Συνέδριο του Βερολίνου), έφερε σύμφωνα με μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα το όνομα Ρωμανία. Οι Βούλγαροι ονόμαζαν τη βόρεια θρακική πεδιάδα Romania και τους κατοίκους της Romantsi. Ο πληθυσμός της ήταν 750.000. Ο Παύλος Καρολίδης υπολόγιζε τους Έλληνες σε 250.000.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολόγιζε τον συνολικό πληθυσμό της Ανατολικής Ρωμυλίας σε 545.000. Από αυτούς, 234.000 ήταν Βούλγαροι, 175.000 Τούρκοι, 78.000 Έλληνες και 58.000 άλλων εθνοτήτων.
Το ελληνικό στοιχείο είχε αρχίσει να μειώνεται στην Ανατολική Ρωμυλία κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από κάλεσμα των Τούρκων εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες από τις νοτιότερες ελληνικές περιοχές.
Οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης δεν έμειναν απαθείς απέναντι στον τουρκικό ζυγό, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη τοπικών νεομαρτύρων και κλέφτικων τραγουδιών. Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη άρχισαν να επεκτείνονται μετά το 1595. Πολλοί Έλληνες της περιοχής εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, τέταρτο μέλος της οποίας, μετά τους τρεις ιδρυτές της ήταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη.
Νέοι από την Ανατολική Ρωμυλία πολέμησαν στις τάξεις του Ιερού Λόχου, ενώ τον Απρίλιο του 1821 οι Έλληνες της Σωζόπολης ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Το κίνημα όμως υπέστη συντριβή και ο Μητροπολίτης με τους πρόκριτους της περιοχής απαγχονίστηκαν.
Οι Βούλγαροι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ήταν ελάχιστοι στην Ανατολική Ρωμυλία, σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων περιηγητών. Ο περίφημος Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος που επισκέφθηκε τη Φιλιππούπολη το 1832 δεν αναφέρει ότι ζούσαν Βούλγαροι σ’ αυτή, παρά μόνο Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι.
Ο Βούλγαρος δάσκαλος Ιωακείμ Γκρούεφ παραδεχόταν ότι με εξαίρεση 12 οικογένειες τις οποίες μάλιστα αναφέρει ονομαστικά (!), όλοι στη Φιλιππούπολη μιλούσαν ελληνικά (Μ. Αποστολίδου, «Οι επί Τουρκοκρατίας εν Φιλιππουπόλει Βούλγαροι», Αρχείο Θρακικού θησαυρού, Τόμος 10).
Ο Γάλλος Albert Dumont, που περιηγήθηκε τη Βόρεια Θράκη το 1868 αναφέρει: «… ο Έλλην κατέχει εδώ εξέχουσα θέση. Οι Έλληνες έδωσαν στους Βούλγαρους την λίγη μόρφωση που απέκτησαν μέχρι σήμερα».
Εκτός από τις πέντε ελληνικές Μητροπόλεις που υπήρχαν στην Ανατολική Ρωμυλία, λειτουργούσαν 113 κεντρικοί ναοί, 100 παρεκκλήσια, 10 μοναστήρια και 66 ελληνικά σχολεία με 7.943 μαθητές. Ο Dumont, εκτός από τη Φιλιππούπολη επισκέφθηκε και τον Στενήμαχο.
Γράφει σχετικά: «Το Στενήμαχο σε απόσταση μιας ημέρας από τη Φιλιππούπολη (Felibe) αριθμεί 15.000 ψυχές, κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες. Ούτε Τούρκοι, ούτε Βούλγαροι ημπόρεσαν να εγκατασταθούν σ’ αυτόν».
Ο Βούλγαρος καθηγητής Ischiirkoff παραδέχεται ότι οι Βούλγαροι, μόνο όταν οι Τούρκοι λόγω των πολέμων αραίωσαν, κατέβηκαν στις πεδιάδες και σχημάτισαν τα πρώτα βουλγαρικά χωριά στην Ανατολική Ρωμυλία. Αυτό έγινε μετά το 1829. Η άποψη αυτή επαληθεύεται από το γεγονός ότι κανένα από τα παλαιά τοπωνύμια της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν είναι βουλγαρικό.
Όλα είναι ελληνικά ή τουρκικά. Σ’ αυτή την πραγματικότητα βασίστηκε ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Μαρκήσιος του Σόλσμπερι, ο οποίος στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 διακήρυξε ότι «η Θράκη και η Μακεδονία είναι εξίσου Ελληνικές, όσο και η Κρήτη».
Πάντως τις διαφαινόμενες αρνητικές για την Ελλάδα εξελίξεις στη Βόρεια Θράκη «είδε» έγκαιρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’, ο οποίος με επιστολή του στις 16 Μαΐου 1879 στον Βρετανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη sir Henry Drummond Wolff τόνιζε μεταξύ άλλων: «Η Ρωσία εκ προμελέτης εργαζόταν να υποδαυλίζει τη φωτιά για τα σχέδιά της. Φαίνεται δυστυχώς ότι το παρελθόν δεν μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια εκείνων που επιθυμούν να δουν την Ανατολή απαλλαγμένη από τον Σλαβισμό…
Αν αυτό το σχέδιο που επιδιώκεται από τον Έξαρχο (Βούλγαρο «Πατριάρχη») και τη σλαβική πολιτική πετύχει τελικώς, θα δούμε τότε μετά από δέκα χρόνια την πλήρη πραγματοποίηση του σχεδίου σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου…».
Ιδιαίτερα προφητικά τα λόγια του Ιωακείμ Γ’. Δυστυχώς, ανάλογες φωνές σπάνια λαμβάνονται υπόψη στην Ελλάδα με γνωστά, ολέθρια αποτελέσματα…
Η κρατική οργάνωση της Ανατολικής Ρωμυλίας
Πρώτος ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας διορίστηκε από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ ο βουλγαρικής καταγωγής Αλέξανδρος Βογορίδης («Αλέκο πασάς»), γιος του Στέφανου Βογορίδη ηγεμόνα της Σάμου.Ο Α. Βογορίδης είχε διατελέσει πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βιέννη. Μιλούσε λίγο βουλγαρικά, αλλά άψογα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Στις 15/27 Μαΐου 1879 ο Ρώσος Στρατηγός Στολίπιν παρέδωσε τη διοίκηση της ηγεμονίας στον Βογορίδη.
Οι Ρώσοι στον ένα και πλέον χρόνο που είχαν τη διοίκηση της Ανατολικής Ρωμυλίας ευνοούσαν σκανδαλωδώς τους Βουλγάρους. Ο Βογορίδης, που έγινε ευμενώς δεκτός από όλους τους κατοίκους της Ανατολικής Ρωμυλίας, αρχικά προσπάθησε να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του με δίκαιο τρόπο.
Σταδιακά όμως άρχισε να μεροληπτεί υπέρ των Βουλγάρων. Πολλοί αποδίδουν τη στάση του Βογορίδη στους συνεργάτες του, ιδιαίτερα τον Γαβριήλ Κρέστοβιτς (μετέπειτα «Γαβριήλ πασά»), ο οποίος συνεργαζόταν με Ρώσους πράκτορες. Την ίδια περίοδο οι εκκλήσεις των Ελλήνων κατοίκων δεν εισακούστηκαν.
Ο Έλληνας πρόξενος στη Φιλιππούπολη (1874-1881) Αθανάσιος Ματάλας έστελνε αναφορές στην ελληνική κυβέρνηση για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για τη σωτηρία του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης (εφαρμογή του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, επίσημη χρήση της ελληνικής γλώσσας), που όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Ακόμα και η αγγλική Κυανή Βίβλος («Blue Book») που συντάχθηκε το 1880 και στην οποία καταχωρήθηκαν μετά από σχετική εισήγηση των Μεγάλων Δυνάμεων αναφορές που αποδείκνυαν την πολιτική εκβουλγαρισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας πέρασε απαρατήρητη. Ο Βογορίδης απομακρύνθηκε μετά τη λήξη της θητείας του, καθώς δεν ήταν πολύ υποτακτικός στους Ρώσους…
Τη θέση του ανέλαβε ο ρωσόδουλος Κρέστοβιτς, ο οποίος κατά τον Χάμιλτον Λαντ ήταν ένας «ασήμαντος αφελής», «μια μηδαμινότητα με αξιοσέβαστη εμφάνιση», «ένα ανεπιτήδευτο άτομο που όφειλε τη θέση του στην επιρροή της Ρωσίας», «μια καλοντυμένη κούκλα».
Τα επεισόδια του Απριλίου 1885
Τον Απρίλιο του 1885 δημιουργήθηκαν σοβαρά επεισόδια στη Φιλιππούπολη. Οι Έλληνες αποφάσισαν να γιορτάσουν πανηγυρικά την ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεώργιου Α’. Πριν λίγες μέρες οι Βούλγαροι είχαν γιορτάσει πομπωδώς την χιλιετηρίδα των Αποστόλων των Σλάβων Κυρίλλου και Μεθοδίου.Αγνοούσαν βέβαια ότι αυτοί ήταν Έλληνες και μάλιστα Θεσσαλονικείς! Την παραμονή της εορτής οι Έλληνες, σε συνεννόηση με τον Έλληνα πρόξενο Δακό, σημαιοστόλισαν τα σπίτια τους. Γύρω στις 9 μ.μ. ,50 Βούλγαροι άρπαξαν τη σημαία από το καφενείο του λόφου Σαάτ – τεπέ, κατέβηκαν στην πλατεία Τζουμαγιάς και καθώς έσπευσαν κι άλλοι ομοεθνείς τους μπήκαν σε σπίτια Ελλήνων και άρπαζαν διάφορα πράγματα.
Η Αστυνομία παρακολουθούσε αδιάφορη. Πεισματάρηδες οι Έλληνες, την επόμενη μέρα, σημαιοστόλισαν τα σπίτια τους και πήγαν στις εκκλησίες. Παρά την απαγόρευση της Αστυνομίας οι Βούλγαροι οργάνωσαν συλλαλητήριο και όρμησαν στα ελληνικά σπίτια. Οι Έλληνες αντέδρασαν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μαρίας Ζωτιάδου, συζύγου δικηγόρου, η οποία μ’ ένα ρεβόλβερ απείλησε τους Βούλγαρους που πήγαν στο σπίτι της για να κατεβάσουν την ελληνική σημαία. Μετά από εκτεταμένα επεισόδια συνελήφθησαν αρκετά άτομα, αλλά φυλακίστηκαν μόνο Έλληνες!
Η ελληνική εφημερίδα «Φιλιππούπολις», έγραφε στη γαλλική της έκδοση: «Οι οργανωτές των σκηνών της 23ης Απριλίου πιστεύουν ότι μερικές ξεσχισμένες σημαίες, μερικά σπασμένα τζάμια και όλος ο θόρυβος των Βουλγάρων διαδηλωτών είναι τόσο δυνατά, ώστε μπορούν να καταστρέψουν σε μία ημέρα σ’ αυτή τη χώρα, σε αυτή την πόλη, μια ελληνική ζωή 3.300 χρόνων».
Η προσβολή της ελληνικής σημαίας προκάλεσε αίσθηση στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη κήρυξε επιστράτευση. Η μόνη «αποζημίωση» που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν η απόδοση τιμών στην ελληνική σημαία και αυτό μετά από μακρές διαπραγματεύσεις! Κάτι ανάλογο έγινε και το 1995 μετά τα Σεπτεμβριανά και την εξολόθρευση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Η Τουρκία «καθάρισε» με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στη Σμύρνη από τον Τούρκο υπουργό Μεταφορών Muammer Çavuşoğlu, παρουσία στρατιωτικού αποσπάσματος, στις 24/10/1955…
Το πραξικόπημα της 18ης Σεπτεμβρίου 1885
Η ουσιαστικά προκαθορισμένη ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας στο βουλγαρικό κράτος έγινε με αναίμακτο πραξικόπημα στις 18 Σεπτεμβρίου (νέο ημερολόγιο) 1885. Από την άνοιξη του 1880 η Βουλγαρία είχε διαθέσει 800.000 φράγκα σε επιτροπές προβοκατόρων στην Ανατολική Ρωμυλία.Παράλληλα είχε ιδρυθεί στη Βουλγαρία μυστικό κομιτάτο για την «ένωση των δύο Βουλγαριών». Πράκτορές του, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1885 διέτρεξαν όλη την Ανατολική Ρωμυλία. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1885, στο χωριό Παγιούριτσε, κέντρο της βουλγαρικής εξέγερσης του 1876, μερικοί νεαροί άρχισαν να διαδηλώνουν υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία.
Συνελήφθησαν, αλλά απελευθερώθηκαν από τους συγχωριανούς τους. Τα επεισόδια άρχισαν να επεκτείνονται και στις 16 Σεπτεμβρίου «άγγιξαν» τη Φιλιππούπολη.
Από τα 12 Συντάγματα της Εθνοφυλακής τα 5 ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των συνωμοτών, ενώ και στα υπόλοιπα ήταν μυημένοι όλοι οι αξιωματικοί, εκτός από τους διοικητές τους.
Στις 17 Σεπτεμβρίου οι ταραχές επεκτάθηκαν, με πρόσχημα την επιβολή νέων φόρων, ενώ στις 2.00 π.μ. της 18ης Σεπτεμβρίου οι συνωμότες μπήκαν στη Φιλιππούπολη πυροβολώντας στον αέρα.
Συνέλαβαν τον Γερμανό αρχηγό της Χωροφυλακής Drigalski Pasha και στις 5 π.μ. τον Κρέστοβιτς, τον οποίο ενημέρωσαν ότι ο λαός κήρυξε την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
Ο Κρέστοβιτς δεν αντέδρασε. Μαζί με τον Drigalski οδηγήθηκαν με μια άμαξα στην οποία επέβαινε και μια γυναίκα που φορούσε την εθνική βουλγαρική ενδυμασία και κρατούσε ένα ξίφος, σ’ ένα χωριό κοντά στα σύνορα, όπου και αφέθηκαν ελεύθεροι…
Το επόμενο πρωί κηρύχθηκε και επίσημα η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία, επιστρατεύθηκαν όλοι οι άνδρες μεταξύ 18-40 ετών, ανατινάχθηκε η σιδηροδρομική γέφυρα του Έβρου μεταξύ Χαρμανλί και τουρκικών συνόρων και ο στρατός μεταφέρθηκε στα σύνορα.
Αντιπροσωπεία Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στάλθηκε στη Βουλγαρία για να ζητήσει από τον Γερμανό βασιλιά της Αλέξανδρο Βάτενμπεργκ να αναλάβει την ηγεμονία και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, αυτός τελικά δέχθηκε και πήγε στη Φιλιππούπολη με τον πρωθυπουργό και τους υπασπιστές του.
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ δεν έκανε χρήση του δικαιώματος που του έδινε το άρθρο 16 της Συνθήκης του Βερολίνου και δεν αντέδρασε. Μάλιστα απέπεμψε τον Σαΐντ πασά που ζήτησε να επιτεθεί στη Φιλιππούπολη με 6.000 άνδρες. Για τους Οθωμανούς, η Ανατολική Θράκη ήταν χαμένη υπόθεση.Και οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Βερολίνου θίγονταν, προτίμησαν όμως να μην αντιδράσουν. Η κρίση διευθετήθηκε (;) με τη Διάσκεψη των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη (5/11/1885 – 5/4/1886). Σε αυτή αποφασίστηκε ως ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας, να αναγνωριστεί ο βασιλιάς της Βουλγαρίας, αν και οι δύο χώρες τυπικά θα τελούσαν υπό διαφορετικό καθεστώς. Η μεγάλη χαμένη (ή «ριγμένη»…) ήταν και πάλι η Ελλάδα. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη ζήτησε την παραχώρηση της Κρήτης.
Στη Μεγαλόνησο κηρύχθηκε για μια ακόμα φορά η ένωση με την Ελλάδα. Οι Τούρκοι, εδώ, εξαγριώθηκαν και έστειλαν στρατό στα σύνορα με την Ελλάδα στη Θεσσαλία. Οι πέντε Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στα ελληνικά παράλια και ζήτησαν αφοπλισμό της Ελλάδας. Στις 19 και 20 Μαΐου 1886 το 5ο Ευζωνικό Τάγμα μπήκε σε τουρκικό έδαφος. Όμως οι άνδρες του αιχμαλωτίστηκαν. Τη σημαία του Τάγματος διέσωσε ο Λοχίας Λύσανδρος ο οποίος έγινε λαϊκός ήρωας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στον Δηλιγιάννη διακοίνωση με την οποία τον ενημέρωναν ότι το θέμα της Ανατολικής Ρωμυλίας έπρεπε να θεωρείται οριστικών λήξαν. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη παραιτήθηκε και η παρατεταμένη επιστράτευση έληξε. Από τα γεγονότα προσπάθησαν να επωφεληθούν οι Σέρβοι. Στη μάχη της Σλίβνιτσας (στον οδικό άξονα Νις – Σόφιας) όμως, μεταξύ 18-22 Νοεμβρίου 1885 ηττήθηκαν από τους Βουλγάρους, οι οποίοι στις 26 Νοεμβρίου εισέβαλαν στη Σερβία.
Και εδώ το θέμα αντιμετωπίστηκε με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων…Έχει γραφτεί ότι μεγάλο λάθος του Δηλιγιάννη ήταν πως δεν εισέβαλε βορειότερα στην Ήπειρο, από την Άρτα που ανήκε στην Ελλάδα από το 1881. Πιθανότατα όμως οι Ευρωπαίοι θα έβαζαν φρένο και σε αυτή την ενέργεια…
Τα γεγονότα του 1885 ήταν η αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της Βόρειας Θράκης. Η εξόντωσή του ολοκληρώθηκε το 1906 με τους διωγμούς και το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου και το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγί . Με αυτά θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
Πηγές: Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ (1885). Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Κεφ. 3 στο βιβλίο «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ, ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018.
Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Τόμος Α, Β’ έκδοση, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ 2004.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α.ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΘΡΑΚΗ», Δ’ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε.
Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι Βαλκανικοί Λαοί. Από την Τουρκική Κατάκτηση στην Εθνική Αποκατάσταση(14ος-19ος αι.», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2000.
Ειδήσεις σήμερα
Ραγδαίες εξελίξεις στον Καναδά - Παραιτήθηκε ο Τζάστιν Τριντό από τους Φιλελεύθερους, παραμένει πρωθυπουργός μέχρι την εκλογή νέου αρχηγού
Υπάρχω: Ο Καζαντζίδης στα... βράχια των social media
Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις στις Χρυσές Σφαίρες - Η «χρυσή» Ντέμι Μουρ και το ανατρεπτικό μαλλί της φλογερής Έμα Στόουν
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα