Ο Νίκος Ζαχαριάδης βγαίνει... Άγιος σε ρωσικό ντοκιμαντέρ
Η ταινία για τον αμφιλεγόμενο ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, το σενάριο της οποίας έχει συγγράψει ο γιος του και ο συγγραφέας Ντμίτρι Μιζγκούλιν, προκαλεί για άλλη μία φορά αντιπαραθέσεις
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Πολλές και μεγάλες αναμένει κανείς ότι θα ήταν οι προσδοκίες -εξίσου με την περιέργεια του κοινού γενικώς και ειδικώς- σε σχέση με ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον βίο και την πολιτεία του Νίκου Ζαχαριάδη. Πολύ περισσότερο όταν αυτό, το «Αλύγιστος Νίκος» εν προκειμένω, φέρεται ως το πρώτο και μοναδικό που ολοκληρώθηκε ποτέ ως αφιέρωμα σε μια τόσο έντονα αμφιλεγόμενη, διχαστική και ίσως διχασμένη, προσωπικότητα όπως ο ηγέτης του ΚΚΕ την περίοδο 1931-1956. Οπότε μια πρώτη εύλογη απορία είναι γιατί σήμερα, εν έτει 2025, προβάλλεται ένα ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Ζαχαριάδη αναζωπυρώνοντας τις αντιπαραθέσεις για το ποιος πραγματικά ήταν ο αποκαλούμενος και «ιστορικός» γενικός γραμματέας του ΚΚΕ.
Τι έχει απομείνει να ειπωθεί, ποια είναι η άγνωστη πτυχή που θα μπορούσε να αποκαλυφθεί σε ένα ντοκιμαντέρ με συν-σεναριογράφο τον γιο του Σήφη (Σηφάκο) Ζαχαριάδη, 52 χρόνια από την αυτοκτονία του στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, σχεδόν 70 χρόνια από την καθαίρεση και τη βίαιη αποβολή του από το ΚΚΕ και 34 χρόνια από την εκ των υστέρων αποκατάσταση της κομματικής του υπόληψης. Και, οπωσδήποτε, 76 χρόνια από την πτώση του Γράμμου, το οριστικό τέλος του Εμφυλίου, τουλάχιστον της ένοπλης φάσης του.
52 χρόνια μετά τον θάνατό του
Το ντοκιμαντέρ «Αλύγιστος Νίκος» είναι ρωσικής παραγωγής και στη Ρωσία γυρίστηκαν όλες οι σκηνές των δραματοποιημένων περιστατικών στα οποία εστίασε ο σκηνοθέτης Αντρέι Νικίσιν. Την παραγωγή του φιλμ ανέλαβε ο ποιητής και συγγραφέας Ντμίτριι Μιζγκούλιν, ο οποίος υπογράφει επίσης το σενάριο - αν και με κάθε ευκαιρία τονίζει ότι το έγραψε σε συνεργασία με τον Σήφη Ζαχαριάδη, το νεότερο από τα τρία τέκνα του Νίκου Ζαχαριάδη.
«Χαρούμενος και ευτυχισμένος», δήλωσε χαιρετίζοντας την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ στο τέλος μιας ειδικής προβολής στο ιστορικό σινεμά «Στούντιο» (Studio New Art Cinema) της πλατείας Αμερικής ο 74χρονος σήμερα Σηφάκος. Ετσι συνήθιζε να τον αποκαλεί τρυφερά ο πατέρας του, δίνοντάς του φυσικά το όνομα του Ιωσήφ Στάλιν. Καρπός του φλογερού έρωτα που γεννήθηκε κυριολεκτικά στη φωτιά της μάχης, στα βουνά του Εμφυλίου, ανάμεσα στον Νίκο Ζαχαριάδη και τη δεύτερη σύζυγό του, τη Ρούλα Κουκούλου, η οποία επίσης υπήρξε διακεκριμένο στέλεχος του ΚΚΕ, ο Σήφης Ζαχαριάδης έχει το προνόμιο να εμφανίζεται εντός και εκτός του ντοκιμαντέρ «Αλύγιστος Νίκος».
Περίπου το ίδιο ισχύει και για τον Μιζγκούλιν, απλώς ο Σηφάκος συμπρωταγωνιστεί τρόπον τινά στον «Αλύγιστο Νίκο» τόσο ως ο αληθινός εαυτός του σε εμβόλιμες συνεντεύξεις και μιλώντας στην κάμερα όσο και ως ρόλος σε δραματοποιημένες σκηνές από την παιδική ηλικία του, τις συναντήσεις με τον πατέρα του όταν εκείνος ήταν εκτοπισμένος από το ΚΚΣΕ στις εσχατιές της ΕΣΣΔ κ.λπ. Ο Σήφης Ζαχαριάδης, πάντως, δηλώνει χαρούμενος για την ταινία και εμφανώς ανακουφισμένος μάλλον, διότι εντέλει κατέστη εφικτή η ολοκλήρωση ενός βιογραφικού φιλμ για τον πατέρα του, κάτι σαν χρέος που είχε αναλάβει στη μνήμη του.
Οπως επισήμανε ο Σήφης Ζαχαριάδης μιλώντας σε όσους παρέστησαν στην ειδική πρώτη προβολή του φιλμ, πριν από τον «Αλύγιστο Νίκο» είχαν υπάρξει τουλάχιστον πέντε απόπειρες να γυριστεί κάτι παρόμοιο, όλες όμως ματαιώνονταν πρόωρα. Η εξήγηση γι’ αυτή την αλλόκοτη κακοδαιμονία, πάντα κατά τη γνώμη του Σήφη Ζαχαριάδη, είναι ότι «κάθε φορά υπήρχαν ορισμένοι που δεν ήθελαν να γίνει αυτό το ντοκιμαντέρ. Γιατί οι δυνατοί άνθρωποι δεν αρέσουν. Και ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος. Αλύγιστος πραγματικά». Οπότε, μετά τη θέαση της ταινίας, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι κρίμα που ο Σήφης Ζαχαριάδης έμεινε ικανοποιημένος από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
Κλείσιμο
Πρόκειται για μια επιφανειακή, ερασιτεχνικού επιπέδου προσέγγιση στην προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη, γεμάτη λάθη κάθε είδους -ιστορικές ανακρίβειες, απροκάλυπτα μεροληπτικές θέσεις που παρουσιάζονται ως γεγονότα, τεχνικές γκάφες κ.λπ.- συν μια δραματοποίηση που ερωτοτροπεί, ενίοτε ξεδιάντροπα, με τη φαιδρότητα και την παρωδία. Εν περιλήψει είναι μια χοντροκομμένη αγιογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος εμφανίζεται λίγο πολύ σαν ένας οσιομάρτυρας της κομμουνιστικής ιδέας, κάποιος που υπέφερε τα πάνδεινα επειδή ονειρεύτηκε, όπως επί λέξει αναφέρεται σε αυτό, «μια Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη, χωρίς Τσόρτσιλ και χωρίς Στάλιν». Κάτι που, για οποιονδήποτε έχει έστω και στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας, είναι προκλητικά αβάσιμο και αναληθές. Μάλιστα, πιθανότατα δεν θα το έπαιρνε στα σοβαρά ούτε ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης, ασχέτως εάν κατά καιρούς ευαγγελιζόταν την «ουδετερότητα» της Ελλάδας κ.λπ.
Ερωτήματα που δεν έγιναν
Η αλήθεια είναι ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης προσφέρεται ιδιαίτερα ως περίπτωση προς μελέτη από πολλές και διαφορετικές απόψεις, συμπεριλαμβανομένης σαφώς της κινηματογραφικής αναπαράστασης όσων έζησε και όσων έπραξε. Διότι είναι ένα πρόσωπο που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην εθνική τραγωδία του εμφυλίου πολέμου, ένας άνθρωπος σκοτεινός και αντιφατικός, ένας αμετανόητος δογματικός κομμουνιστής, ο οποίος ουδέποτε δίστασε να παρασύρει συντρόφους και εχθρούς σε αιματηρές δοκιμασίες. Ενα πρόσωπο περίπλοκο, που μισείται διαχρονικά από όσους θα τον θεωρούν πάντα ως βασικό ηθικό αυτουργό μιας μάταιης εμφύλιας ανθρωποθυσίας και μιας απέραντης καταστροφής για την Ελλάδα. Το ίδιο ακριβώς πρόσωπο είναι όμως που εξακολουθεί να λατρεύεται από μια «σέχτα», κάτι σαν θρησκευτική αίρεση πια, αφοσιωμένων «ζαχαριαδικών» κομμουνιστών.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι, είτε μισητές είτε οπαδοί του, όλοι -αν μη τι άλλο όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, ειδικά δε για τον Εμφύλιο- περίμεναν την παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Ζαχαριάδη. Ακριβώς επειδή τα ερωτήματα που γεννά απλώς και μόνο η αναφορά του ονόματός του μάλλον δεν θα πάψουν ποτέ να προσελκύουν το ενδιαφέρον, αλλά και τη διέγερση παθών.
Ηταν αναπόφευκτος ο Εμφύλιος, ο επιλεγόμενος και «τρίτος γύρος» της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής διαμάχης στην Ελλάδα την περίοδο 1946-1949; Για παράδειγμα, είχε άλλη επιλογή το ΚΚΕ -δηλαδή ο Νίκος Ζαχαριάδης- από την καταφυγή στην ένοπλη δράση και την πυροδότηση της τριετούς εμφύλιας αιματοχυσίας; Ο Ζαχαριάδης, ως ένας διά βίου φανατικός και αμετακίνητος σταλινικός, κάποιος που θα έγραφε στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα «όταν πέθανε η μάνα μου δεν έκλαψα. Εκλαψα όμως όταν πέθανε ο Στάλιν», ερμήνευε άραγε σωστά τον ευρύτερο σχεδιασμό του προσωπικού του ινδάλματος, του Ιωσήφ Στάλιν, για την Ελλάδα στο μεταπολεμικό μοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής; Ηταν ρεαλιστικός ο απώτερος στόχος του Ζαχαριάδη για τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια λαϊκή δημοκρατία, ήτοι σε έναν ακόμη μπολσεβικοποιημένο βαλκανικό δορυφόρο της ΕΣΣΔ; Τι του έλεγε ο Στάλιν στις ιδιωτικές συναντήσεις που είχαν οι δυο τους κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου;
Και κυρίως, τι μετέφερε ο Ζαχαριάδης στους συντρόφους του πίσω στο βουνό ως μήνυμα από τη «μητέρα Ρωσία»; Μήπως ο Ζαχαριάδης επέμενε εμμονικά σε έναν από χέρι χαμένο πόλεμο θυσιάζοντας χιλιάδες ζωές ένθεν κακείθεν, μόνο και μόνο επειδή πίστευε πως θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει ό,τι και ο Βλαντιμίρ Λένιν στη Ρωσία με την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917; Και, συναφώς προς αυτό, ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης τόσο υπερφίαλος, τόσο ρομαντικός -αλλά και τόσο αφελής- ώστε να πιστεύει σοβαρά πως, αν το ΚΚΕ κατόρθωνε να καταλάβει την εξουσία με την ένοπλη εξέγερσή του στον λεγόμενο «τρίτο γύρο», ο Στάλιν θα εξαναγκαζόταν, εκ των πραγμάτων πλέον, να πάρει στην αγκαλιά του μια «λαοκρατούμενη» Ελλάδα;
Αρα ότι ο Στάλιν, για χάρη του Ζαχαριάδη υποτίθεται, θα παραβίαζε την περιβόητη Συμφωνία των Ποσοστών που είχε συνάψει με τον Γουίνστον Τσόρτσιλ και βάσει της οποίας η ΕΣΣΔ δεσμευόταν -έναντι ανταλλαγμάτων, προφανώς- να μην αναμειχθεί καθόλου στα εσωτερικά της Ελλάδας; Απαντά, λοιπόν, σε τέτοιου είδους θεμελιώδη και διαρκώς ανοιχτά ιστορικά ερωτήματα το ντοκιμαντέρ «Αλύγιστος Νίκος»; Κατηγορηματικά όχι - ούτε καν τα θέτει.
Αντ’ αυτού, μήπως το φιλμ ανατέμνει τον χαρακτήρα του Νίκου Ζαχαριάδη ως ηγέτη, το πώς διοικούσε το ΚΚΕ ως απόλυτος ηγεμόνας -προφανώς στο πρότυπο του Στάλιν-, το πώς εξοστράκιζε όσους τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι και να αμφισβητήσουν το αλάθητό του; Υπάρχουν στην ταινία αναφορές σε συντρόφους του Ζαχαριάδη που υπέστησαν το μαρτύριο της κομματικής ατίμωσης, του διασυρμού, της «δολοφονίας χαρακτήρα», όπως ο Γιώργης Σιάντος, ο Νίκος Πλουμπίδης, ο Κώστας Καραγιώργης ή οποιοδήποτε άλλο θύμα της εσωκομματικής τρομοκρατίας που ενορχήστρωνε ο Ζαχαριάδης; Δυστυχώς, όχι.
Στο «Αλύγιστος Νίκος» δεν ακούγεται καν το όνομα του Μάρκου Βαφειάδη, του αρχιστράτηγου του Δημοκρατικού Στρατού, πρωθυπουργού της «Ελεύθερης Ελλάδας» κ.λπ., του πιο ισχυρού άνδρα του ΚΚΕ μετά τον Ζαχαριάδη - αλλά μόνο έως τη στιγμή όπου ο Μάρκος διαφώνησε με τον αρχηγό του.
Με τη σύζυγό του Ρούλα Κουκούλου και τον γιο τους Σήφη, σεναριογράφο του ντοκιμαντέρ
Η απουσία του Μάρκου Βαφειάδη από τη ζωή και τη δράση του Νίκου Ζαχαριάδη στην κινηματογραφική απόδοσή τους, σίγουρα, προκαλεί ένα τεράστιο κενό - εφόσον θα μπορούσε δραματουργικά να συνδεθεί και με έναν φημολογούμενο ερωτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους δύο άνδρες για τον έρωτα της Ρούλας Κουκούλου.
Οπως και να ’χει, όμως, στην απούσα κόντρα Βαφειάδη - Ζαχαριάδη είναι χαρακτηριστική η φράση του αφηγητή, ο οποίος ακούγεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, από την πρώτη έως την τελευταία σκηνή, και ξεμπερδεύει γενικότερα με τον Εμφύλιο της περιόδου 1946-1949 πληροφορώντας τον θεατή ότι «ο στρατός μας (σ.σ.: ο λεγόμενος Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ο ΔΣΕ, ο οποίος ελεγχόταν πλήρως από το ΚΚΕ) πέρασε στην αντεπίθεση. Ημασταν βέβαιοι ότι οι νίκες μας θα λειτουργήσουν σαν διασφαλίσεις για τη Μόσχα, ώστε να αναγνωρίσει την προσωρινή κυβέρνησή μας. Ωστόσο, διαφωνίες στους κόλπους της ηγεσίας του ΔΣΕ οδήγησαν σε στρατηγικά σφάλματα και ήττες στο μέτωπο του πολέμου. Ο Ζαχαριάδης συγκαλούσε πολεμικά συμβούλια και έθετε ζήτημα παραίτησης στον επικεφαλής του ΔΣΕ».
Για τον «Μιζέρια»
Η ομολογουμένως περίεργη επιλογή των δημιουργών του «Αλύγιστου Νίκου» να αγνοήσουν τον καθαυτό εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, δηλαδή το πιο σημαντικό κομμάτι της πολιτικής σταδιοδρομίας του Νίκου Ζαχαριάδη, στερεί από το κοινό μια κάποια εξήγηση, π.χ., για τους λόγους που τον οδήγησαν να ανοίξει πόλεμο με τους ίδιους του τους συντρόφους. Ξεκινώντας, βέβαια, από το καλοκαίρι του 1945 με την αποκήρυξη του Αρη Βελουχιώτη («ούτε νερό ούτε ψωμί στον δηλωσία “Μιζέρια”» φέρεται να ήταν η στυγνή εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη προς τις κατά τόπους οργανώσεις του ΚΚΕ).
Ο «Αλύγιστος Νίκος» διαρκεί περίπου 76 λεπτά. Περιέργως, όμως, για ένα βιογραφικό φιλμ που επιχειρεί να παρουσιάσει περιληπτικά, αλλά εν όλω την πολυτάραχη και περιπετειώδη ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη τα 16 από τα 76 λεπτά της διάρκειάς του, δηλαδή σχεδόν το 1/5, αφιερώνονται στο Νταχάου. Δηλαδή στην περιγραφή γεγονότων τα οποία συνέβησαν κατά τον εγκλεισμό του Ζαχαριάδη στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης από το 1941 έως το 1945.
Οι λόγοι πίσω από αυτή την επιλογή θα μπορούσαν να είναι πολλοί και διαφορετικοί, ίσως επειδή το τι έκανε ο Νίκος Ζαχαριάδης, το πώς επιβίωσε στη ναζιστική κόλαση, το πώς επέστρεψε στην Ελλάδα καθ’ όλα ακμαίος και σφριγηλός, σαν να βρισκόταν σε θέρετρο διακοπών κ.λπ., είναι ένα μυστήριο που επικρέμαται των κατοχικών πεπραγμένων του. Και αποτελεί αντικείμενο σφοδρής διαμάχης, εις το διηνεκές, ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αρνητές του.
Ισως, από την άλλη, τα ηρωικά περιστατικά που αναπαριστώνται στο ντοκιμαντέρ να συνάδουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο επεισόδιο με το όλο αφήγημα του «Αλύγιστου Νίκου». Το οποίο, πρώτος απ’ όλους, το επινόησε ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης.
Όταν η συζήτηση για τις απάτες στο διαδίκτυο φτάνει να αποτελεί ρουτίνα στα βραδινά δελτία των ειδήσεων, σημαίνει ότι δεν μιλάμε για πρόβλημα, αλλά για… πανδημία!