Φονικά Βορείων Προαστίων

Από τον κατάδικο για φόνο πατέρα στον προφυλακισμένο για ληστεία αντεξουσιαστή γιο

Ξέρει ότι τον έπιασαν ζωντανό γιατί αρνιόταν να πεθάνει. Το καλάσνικοφ δεν εκπυρσοκρότησε γιατί η μοίρα δεν τον θέλει να πέφτει νεκρός από χέρια αστυνόμου - ακόμη και τα δικά του. Τώρα είναι η στιγμή του - κι ας μυρίζει στα ρουθούνια του ακόμη το αίμα να τρέχει νωπό από τα τελευταία γρονθοκοπήματα. Δεν θα δειλιάσει, θα μείνει όρθιος παρά τον πόνο και την ήττα, παρά τα βρισίδια και τα αγχωμένα αγκομαχητά. Ο Νίκος Ρωμανός έχει πάρει όρκο να παραμείνει ψύχραιμος και να μην ακούει τον κόσμο γύρω του που ζητά την τιμωρία του. Ο μύχιος φόβος που νιώθει τώρα, βλέποντας τα πάντα να τελειώνουν, δεν θα επιτρέψει να αποτυπωθεί στην κάμερα, ούτε μπροστά στα μάτια των αστυνομικών.

Τον ίδιο ακριβώς ένιωθε και εκείνη τη μοιραία νύχτα, ξέροντας ότι από τότε τίποτε δεν είναι το ίδιο. Από εκείνο ακριβώς το σημείο η ζωή του φλερτάρει με την υπερβολή, συλλαμβάνει αυτόματα άλλους ήχους και άλλες συχνότητες: τον ήχο από το όπλο, την τελευταία ανάσα του φίλου του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τα ποδοβολητά και όλα όσα άλλοι εξακολουθούν να βλέπουν μόνο σε ταινίες. Αλλά κι αυτά που έχει ήδη δει, παρά τα 15 του χρόνια, τότε μοιάζουν ήδη με ταινία: ο φυλακισμένος παππούς, η θλιμμένη μάνα, οι αλλόκοτες οικογενειακές εικόνες. Οπως και τώρα, έτσι και τότε ο πρωταγωνιστής σε αυτή την ταινία είναι ο ίδιος - εκτός φυσικά από τον νεαρό φίλο του που πέθανε στην αγκαλιά του, τον Αλέξη. Εκτοτε η αθωότητα χάθηκε για πάντα και τη θέση της πήραν τα όπλα και η διάθεση για ανατροπή. Το φέρετρο που θα κουβαλούσε στην πλάτη του και θα το έβαζε ο ίδιος μέσα στην τελευταία «κατοικία» του φίλου του θα έβρισκε το συμβολικό του ισοδύναμο στη βία. Η αγάπη του φίλου του θα κατέληγε στο μίσος και η υπόσχεση ότι προτεραιότητα θα είναι για πάντα η σύγκρουση θα σήμαινε την αρχή για έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Ο άλλοτε ανήλικος γνωστός-άγνωστος έχει πλέον ονοματεπώνυμο στα αρχεία της Αστυνομίας. Είναι ο γιος της συγγραφέως Παυλίνας Νάσιουτζικ και του Γιώργου Ρωμανού, εγγονός του γνωστού λογοτέχνη και διανοούμενου Αθανάσιου Νάσιουτζικ, η πολύκροτη δίκη του οποίου είχε απασχολήσει όλα τα ΜΜΕ τη δεκαετία του ’80. Ενα παιδί που ανδρώθηκε μέσα από τις πιο αλλόκοτες ιστορίες, ένιωσε πάνω του το εχθρικό χνότο των ανθρώπων και ακολούθησε μια ζωή διαφορετική από εκείνες των άλλων.

Ενας διαφορετικός μαθητής
Ακόμη και την ώρα που το κελί δείχνει να ανοίγει διάπλατα, δεν μπορούν να μην του έρχονται στο μυαλό οι εικόνες από την εποχή που όλοι στο σχολείο τον αντιμετώπιζαν ως τρελαμένο προβοκάτορα ή ως κακομαθημένο που ακόμη δεν είχε βρει την «άκρη» του, όπως έλεγαν, στην κοινωνία. Που δεν καταλάβαιναν τι ανάποδα πράγματα είχε στο μυαλό του. Μόλις είχε άλλωστε βριστεί με έναν συμμαθητή του, από αυτούς που μεγάλωσαν με εύκολα λόγια και άνετα χαρτζιλίκια. Στα μάτια του, όλοι αυτοί δεν ήξεραν τη σημαίνει εσωτερική αγωνία και καντάρια βλοσυρής δυσαρέσκειας απέναντι σε μια μόνιμα εχθρική κοινωνία. Και ο ίδιος δεν έκανε τίποτε για να τους αλλάξει γνώμη. Επιβεβαίωνε την απέχθεια με ακόμη περισσότερη εχθρότητα.

Το αγόρι από την ιστορική μονοκατοικία του Παλαιού Ψυχικού, ο εγγονός αυτού που το παλιό δικαστικό σύστημα προέκρινε ως δολοφόνο, δεν ήταν ένα υποδειγματικό καθωσπρέπει παιδί, το καλόβολο πλάσμα με τα γυαλισμένα αθλητικά και το φροντισμένο κούρεμα που προτιμάνε τα κορίτσια της ηλικίας του. Δεν κρέμαγε στο δωμάτιό του παιδικές αφίσες, άλλωστε τι μπορείς να κρεμάσεις όταν στα διπλανά δωμάτια υπάρχουν φωτογραφίες του Σταντάλ; Λάτρευε να αιφνιδιάζει τους καθηγητές του με ανατρεπτικές ερωτήσεις, να πετάει τσιτάτα από τους ρομαντικούς ποιητές που του μάθαινε η μάνα του, να θυμίζει στην καθηγήτρια ότι η Ιστορία δεν είναι μονοδιάστατη. Είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς το διάβασμα, είχε μεγαλώσει πολύ γρήγορα, αν και φαινόταν ότι δεν ήταν απλώς ένα ξεκαπίστρωτο παιδάριο. Στο σχολείο, για παράδειγμα, είχε ρωτήσει τον καθηγητή τι γνώμη είχε για τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς και φρόντιζε να μην απαντάει στις σικέ ερωτήσεις που του έβαζαν στην έκθεση.

Το τροπάριο συνεχιζόταν σε σταθερή βάση. Ακόμη και στα κορίτσια φάνταζε ιδιαίτερα αιφνιδιαστικός. Από μικρός, ομολογούσε στους σοκαρισμένους καθηγητές ότι το μεγάλο του πάθος για τον Ντοστογιέφσκι, το οποίο κληρονόμησε από τη μητέρα του, μάλλον είχε να κάνει με τον αγαπημένο του αναρχικό ήρωα από τους «Δαιμονισμένους» και προφανώς αντιπαθούσε τους γνωστούς σούπερ ήρωες ή τον Χάρι Πότερ με τον οποίο τρελαίνονταν οι συνομήλικοί του. Σε κάθε περίπτωση, έκανε επιλογές αλλόκοτες. Ωστόσο έτσι ήταν φτιαγμένος, δεν τον ένοιαζε. Ηξερε ότι όσο παραμένει στο βάθρο των ξεστρατισμένων και των αντικομφορμιστών -όπως πάντοτε ήταν η οικογένειά του- κανείς δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα. Οι συμβιβασμένοι εχθροί δεν έβαλαν κάτω τον παππού, οι εχθροί δεν θα βάλουν κάτω ούτε τον ίδιο.

Οι τελευταίες ευτυχισμένες στιγμές
Ο πόνος που νιώθει τώρα να του χαϊδεύει τον σβέρκο και να του καίει τα σωθικά δεν έχει σχέση με τον ψυχικό πόνο που ένιωθε στο σχολείο. Οι αστυνομικοί είναι οι άμεσοι εχθροί του, τους ξέρει, μυρίζει την ανάσα τους και καταλαβαίνει τις κραυγές τους - σε αντίθεση με τα βαρετά παιδιά των καλών οικογενειών που συναναστρεφόταν όλα αυτά τα χρόνια. Ισως γι’ αυτό το σχολείο να του φαινόταν το μόνιμο αγκάθι. Δεν ήταν αγενής, αλλά μπορούσε μονίμως να προκαλέσει προβλήματα με τις ένθερμες διακηρύξεις του ή τα συνθηματολογικά λογύδρια. Κατά τα άλλα, όμως, οι επιδόσεις του στην τάξη παραήταν ιδανικές, ίσως γιατί η μοναδική υποχρέωση που αισθανόταν να έχει στη ζωή είναι απέναντι στις λέξεις. Αυτό του είχε μάθει η μητέρα του και αυτό ακολουθούσε ως ευχή και κατάρα: οι θεοί μας είναι οι μεγάλοι λογοτέχνες, θρησκεία μας ο Βολταίρος και ο Σταντάλ. Ακόμη όμως και η μητέρα του, πιστή υπηρέτρια των λέξεων, όπως και οι γονείς της, από μικρή δεν κατάφερε να τον πείσει ότι τελικά η ζωή είναι ωραία. Ωρες-ώρες δεν άντεχε να τη βλέπει να θλίβεται κάθε φορά που η κουβέντα ερχόταν στον παππού του. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι για την Παυλίνα Νάσιουτζικ η ζωή έπαψε να είναι ωραία από τα 18, την ημέρα που γνώρισε τον έρωτα της ζωής της και σημερινό σύζυγό της, Γιώργο Ρωμανό, κάπου στην Ελβετία, λίγο προτού ξεσπάσουν τα συνταρακτικά γεγονότα. Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’80, για την ακρίβεια 25 Σεπτεμβρίου του ’84, όταν η κόρη του Θανάση Νάσιουτζικ ένιωσε, για τελευταία φορά, ότι ήταν το πιο ευτυχισμένο κορίτσι του κόσμου. Ερωτευμένη με τον όμορφο του πανεπιστημίου, τον έξυπνο και καλλιεργημένο νέο με τα γκριζοπράσινα μάτια, εκείνη τη μέρα κατάλαβε ότι ο ωραίος ανταποκρίνεται. Ο 27χρονος μέλλων οδοντίατρος ή αλλιώς ο γόης που όλες θα ήθελαν, ο Γιώργος, φαινόταν να έχει μάτια μόνο για εκείνη την άχαρη μικρή με τα μακριά κοτσίδια και την αλλόκοτη μανία της να διαβάζει γοτθικά μυθιστορήματα και να είναι χωμένη στις βιβλιοθήκες. Παρ’ όλα αυτά η μοίρα τής έχει στήσει τη μεγαλύτερη ανατροπή: την ίδια ακριβώς ημέρα που θα νιώσει ότι ο Γιώργος θα μπορούσε να είναι ο έρωτας της ζωής της, μια ελληνική εφημερίδα που θα προμηθευτεί από τη γωνία του σχολείου που τη φιλοξενούσε, ένα είδος finishing school, απ’ όπου όφειλαν να περάσουν τα παιδιά των καλών οικογενειών, θα σήμαινε την αρχή του τέλους. Από την ευτυχία στο δράμα, από τον παράδεισο στην κόλαση. Κανένα τηλεφώνημα από τον λατρεμένο της πατέρα, ο οποίος θα της επιβεβαίωνε ότι τίποτε δυσάρεστο δεν συμβαίνει, παρά μονάχα ένας ασπρόμαυρος τίτλος ελληνικής εφημερίδας που κρεμόταν στο παγωμένο προάστιο της Ζυρίχης να αποκαλύπτει πράγματα ακατανόητα. Αφήνοντας πίσω τη Γενεύη, η Παυλίνα Νάσιουτζικ επιστρέφει πάραυτα στην Αθήνα για να ξεκινήσει μια περιπλάνηση γεμάτη από κυνηγητά, ρήξεις, Αστυνομία και φυλακές. Ο μόνος που ήταν πάντα σταθερά δίπλα της για να θυμίσει, από τραγική ειρωνεία, πως τα καλά πράγματα προκύπτουν στις πιο ακραία δραματικές καταστάσεις ήταν -και είναι- ο Γιώργος Ρωμανός. Αυτός τη βοήθησε να φυγαδεύσει τον Νάσιουτζικ στις Σέρρες όταν τον κυνηγούσε η Αστυνομία, εκείνος πήγε και τη βρήκε στο Παρίσι όπου είχαν καταφύγει πατέρας και κόρη κουβαλώντας της αμέτρητα δώρα, αυτός είναι που θέλησε να την κάνει γυναίκα του και να την αγκαλιάσει, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, όταν όλοι τη θεωρούσαν κόρη του δολοφόνου - προτού καν ο πατέρας της δικαστεί. Η ίδια μάλιστα υποπτευόταν πως ήταν η συναρπαστική ζωή στα όρια που τον έκανε να μείνει στο πλάι της μέχρι τέλους. Γιατί στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτε που θα ταίριαζε σε μια φυσιολογική γυναίκα, ακόμη και εκτός της δεδομένης συγκυρίας: δεν είχε μάθει ποτέ να μαγειρεύει, μεγαλωμένη καθώς ήταν με Ρωσίδες γκουβερνάντες λόγω των στενών σχέσεων που διατηρούσε η φιλόλογος μητέρα της με την αχανή αυτή χώρα, ούτε έκανε εύκολα παρέα με τις συνομήλικές της. Μεγαλωμένη με μια μάνα που μετέφραζε ποίηση και άκουγε όπερες και αντάρτικα τραγούδια και έναν πατέρα που της έκανε δώρο αμέτρητα βιβλία και πανάκριβα παιχνίδια, δεν είχε μάθει ποτέ το σεπτό μέτρο των μικροαστών. Παράφορη και απρόβλεπτη, βρισκόταν έτσι κι αλλιώς σε μυθιστορηματική ρήξη με τον κόσμο. Ακόμη και σήμερα, αν ρωτήσεις τη διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής και συγγραφέα Παυλίνα Νάσιουτζικ, θα σου πει ότι παραμένει ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Οι φίλοι και οι εχθροί
Ακόμη και οι φίλοι -αν το δει κανείς- του πατέρα της, ήταν από αλλού φερμένοι. Η Παυλίνα τους έβλεπε να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι και να πίνουν ωραία λικέρ καπνίζοντας και συζητώντας με τον πατέρα της και ένιωθε πως δεν κατοικούν σε αυτό τον κόσμο. Προσωπικότητες όπως ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, η Ζωή Καρέλλη, ο Μανώλης Αναγνωστάκης -ο οποίος είχε στενή φιλία και με τη μητέρα της-, ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης που συμπαραστάθηκε στον Σάκη -όπως τον ήξεραν οι φίλοι του- Νάσιουτζικ καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης και τα επόμενα χρόνια, δεν μπορούσαν να έχουν τίποτα κοινό με τους ανθρώπους της καθημερινότητας. Αυτοί στα μάτια της Παυλίνας -και σήμερα προφανώς και στου γιου της- είναι οι άλλοι. «Οι άλλοι είναι τα τέρατα, τα τέρατα που ξύπνησαν νωρίς, όπως ήταν ο τίτλος του έργου του παιδικού φίλου της μαμάς, Τριαντάφυλλου Πίττα», γράφει η Παυλίνα Νάσιουτζικ στο βιβλίο της «Τόση λίγη αλήθεια». Τα τέρατα που έχει στο μυαλό της είναι ξένοι με αυτό που συμβαίνει και προσεγγίζουν την οικογένεια από απλή περιέργεια.

Μια μόνιμα κυνηγημένη οικογένεια
Νιώθει, επίσης, ότι ποτέ δεν θα ξεχάσει τη νύχτα που είχε, σχεδόν, πιστέψει ότι ο γιος της είναι νεκρός. Ισως να της είχε μείνει η φοβία από τη βραδιά του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει πουθενά τα ίχνη του. Είχε τρελαθεί. Αφαντος από τα σπίτια φίλων, εξαφανισμένος από προσώπου γης για τέσσερα μερόνυχτα ο γιος της, και το μόνο που παρηγορούσε την αγωνία της είναι η σκέψη ότι μπορεί να κρυβόταν από τον φόβο της Αστυνομίας, όπως είχε συμβεί και με τον πατέρα της και την ίδια πολλά χρόνια πριν. Ηταν τότε που είχε ταξιδέψει μέχρι το Παρίσι για να τον συναντήσει, τον καιρό που ο ίδιος κρυβόταν για να μη συλληφθεί. Και ήταν τότε που βόλταραν μακριά από τα μάτια της Αστυνομίας στο Παρίσι, εκείνα τα πρωινά στη Μονμάρτρη που έδιναν μια ηλιαχτίδα ελπίδας.

Γυρνώντας, όμως, στην Αθήνα και ύστερα από έναν μαραθώνιο δικαστηρίων και αλληλοαναιρούμενων αποφάσεων, τελικά ο πατέρας της καταδικάζεται σε 25 χρόνια φυλακή και οι βόλτες περιορίζονται πλέον ανάμεσα στο Παλαιό Ψυχικό και τον Κορυδαλλό. Το μόνο που μένει ως παρηγοριά και ελπίδα είναι ένα παιδί - «κάνε ένα παιδί, θα σε βοηθήσει», της λέει ο οικογενειακός φίλος Γιώργος Χειμωνάς. Ο Χειμωνάς είναι ο καλύτερος φίλος του πατέρα της και συμβουλάτοράς της, ο ψυχίατρός της και η μυθιστορηματική μορφή της ζωής της. Ακόμη και σήμερα στο σπίτι των Νάσιουτζικ αντί για εικονίσματα θα δεις φωτογραφίες του Χειμωνά. Μόνο που η συμβουλή του θα είναι μεν η κατάλληλη, αλλά δεν θα λάβει υπόψη τον ιδιαίτερα ευαίσθητο ψυχισμό της Νάσιουτζικ. Γιατί τα παιδιά σε κάνουν να νιώθεις καλά, αλλά σε γεμίζουν με μια αγωνία αδιανόητη, ειδικά για μια γυναίκα που ακόμη πασχίζει να διώξει μακριά τους δαίμονές της. Απαιτούν να είσαι ψυχικά διαρκώς παρούσα. Οπως δήλωνε και η ίδια σε συνέντευξή της: «Ενα παιδί, μελλοντικά, μπορεί να σε ξαναρίξει στην κατάθλιψη, μπορεί και να σε ξεκάνει. Μέχρι τα πρώτα 10 χρόνια του παιδιού να έχεις τη χαρά ότι διαμορφώνεις έναν άνθρωπο, ότι του δίνεις αρχές που μπορεί να είναι και ενάντια σε ό,τι προηγήθηκε, να είναι κάτι καινούριο».

Οι ευθύνες της μητέρας
Στο κενό αυτής της δυσπροσαρμοστικότητας, ο Γιώργος Ρωμανός δεν θα παίξει ποτέ τον ρόλο του σκληρού πατέρα, ενώ η μητέρα θα προσπαθήσει, όπως έκανε με εκείνη ο πατέρας της, να επικοινωνήσει με το παιδί της κατ’ αρχάς θεωρητικά. Η συνταρακτική εκείνη ταινία-κόλαφος για τον μύθο της μάνας, το «Ας μιλήσουμε για τον Κέβιν», δείχνει αντίστοιχα μια μητέρα που αδυνατώντας να καταλάβει τα βίαια ένστικτα και την παραβατικότητα του γιου της, προτιμά να στρέφει αλλού την πλάτη: στη ζωγραφική της, στις εξόδους, στα πάρτι που πηγαίνει ανελλιπώς με τον άντρα της. Ωστόσο το πρόβλημα είναι εκεί και δεν συγχωρεί ατοπήματα και λάθος κινήσεις. Πολλές φορές αρκεί μια αγκαλιά, ένα απλό χτύπημα στην πλάτη για να νιώσουν οι άνθρωποι πιο ασφαλείς. Ακόμη και η μικροαστική λογική τού «αγάπα χωρίς πολλές εξηγήσεις» μπορεί να έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από έναν κόσμο στραμμένο στη θεωρία. Ο Νικόλας, όμως, δεν θέλει άλλα λόγια, αντίθετα διψάει για δράση, γίνεται εν ολίγοις ο άνθρωπος που θα αναλάβει δράση για όσα δεν έγιναν, την αδικία που έχει βιώσει η οικογένεια στην υπόθεση του παππού του.
Μεγαλώνοντας και φτάνοντας στην εφηβεία, ο Νίκος Ρωμανός θα είναι λιγότερο ντροπαλός. Αρχίζει σταδιακά να βγαίνει με μεγαλύτερο θάρρος από το σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού, αφήνοντας να τον τυφλώνει το φως του ήλιου που πέφτει ανάμεσα στις φυλλωσιές. Αναζητά τη φασαρία του κέντρου της Αθήνας, των Εξαρχείων όπου αποφάσισε τελικά να μείνει φεύγοντας από το σπίτι με το που τελείωσε το σχολείο, μαζί με παρέα φίλων ανάμεσα σε σημαίες και ιδεολογικά μανιφέστα.

Πράγματα δηλαδή που συνοδεύουν τη γνωστή τελετή μύησης στα αχνιστά πεζοδρόμια και στο ανίερο ουρλιαχτό του δρόμου. Μακριά από τη σιωπή του σπιτιού νιώθει να γοητεύεται από τον επαναστατικό οίστρο, από θερμά λόγια που κάποτε η μάνα του επέμενε πως έκρυβαν οι επαναστάτες ποιητές - μόνο που εκείνος ήταν έτοιμος να τα ζήσει στην πράξη. Διαβάζει, αποστηθίζει, δεν φοβάται πια τα όπλα - είχε πάψει να τα φοβάται από τότε που ένα όπλο πήρε τη ζωή του φίλου του.

Η εμπλοκή του με ομάδες που εμπνέονται από την ένοπλη δράση των αναρχικών της Ιταλίας μετατρέπει τους πρώιμους αυτούς λοξούς παιδικούς δρασκελισμούς σε αρχή ενός μελλοντικού αντάρτικου - η γνωστή γέφυρα για το πέρασμα στην τρομοκρατία. Αλλωστε ο κόσμος που είχε ζήσει στα βόρεια προάστια, όπως τον είχε περιγράψει η μητέρα του στις «Μαμάδες Βορείων Προαστίων», με τις χαζές κυρίες που αναζητούσαν εφήμερους έρωτες και άντρες και οι οποίες θέλγονταν από τα υλικά αγαθά, δεν είναι γι’ αυτόν. Προτιμάει την αυθάδικη και φασαριόζικη αυθεντία των λαϊκών συνοικιών του κέντρου της Αθήνας, εκείνους τους άχρωμους αλλά παθιασμένους ανθρώπους που συγκεντρώνονταν μπροστά από τα συνεργεία, τα μπαρ, τις παλιές πολυκατοικίες και τα καφενεία. Τα παιδιά πάντα κοιτάζουν έναν κόσμο από κάτω προς τα πάνω και ο κόσμος τους φαίνεται πάντα μεγεθυμένος, παραμορφωμένος και ασυνάρτητος.

Γιατί υπήρξε κάποια στιγμή που ο Νίκος Ρωμανός δεν είχε δει πως μπορεί εν μία νυκτί αυτός ο άβγαλτος ρομαντισμός να μετατραπεί σε βία. Δεν είχε ανακαλύψει το έδαφος των διακεκομμένων ονείρων και των φαντασμάτων, τον μυστικό χώρο της παρανομίας. Τα αγνά συνθήματα που φώναζε όταν ήταν παιδί στο γήπεδο για τη λατρεμένη του ομάδα, τον «πράσινο θεό, τον Παναθηναϊκό», εύκολα τον οδήγησαν στα «πράσινα» κλειστά κλαμπ, τον έφεραν, ωστόσο, σε γνωριμία με τους λεγόμενους χούλιγκαν και του έμαθαν ότι το πρώτο πράγμα που δεν μπορεί να δεχτεί ένα θερμόαιμο αγόρι είναι η ήττα. Η εποχή που έπαιζε γροθομπουνίδια στο γήπεδο έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά η οργή είναι η ίδια. Τώρα που οι αστυνομικοί νομίζουν ότι έχουν νικήσει έναν αμείλικτο τρομοκράτη, τώρα που όλος ο κόσμος θα δει στο πρόσωπό του -όπως και στου παππού του- έναν υποψήφιο φονιά, αυτός θα βροντοφωνάξει μπροστά στις κάμερες, σαν να πραγματοποιεί την καλύτερή του περφόρμανς, ότι είναι αναρχικός. Ισως έτσι να νιώθει ότι βρίσκει τη χαμένη δύναμη της οικογένειας. Σε μια κοινωνία που φαντάζει πλέον σε όλα ηττημένη, ένα 20χρονο αγόρι που παίρνει στα χέρια του τα όπλα επιβεβαιώνει με τον πιο ακραίο τρόπο μια γενικευμένη τραγωδία. Το έντονο βλέμμα του Νίκου Ρωμανού στην τελευταία φωτογραφία, κάτω από το δαρμένο του πρόσωπο, χωρίς ίχνος φόβου αλλά με έντονη την οργή, μπορεί να κρύβει έναν μελλοντικό, αδίστακτο τρομοκράτη, μπορεί και ένα παιδί που δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την αδικία. Το σίγουρο είναι ότι το μέλλον του δεν είναι ευοίωνο, όπως δεν ήταν ούτε για τη μητέρα του αλλά ούτε και για τον παππού του. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα, λέει ο αγαπημένος θεωρητικός της οικογένειας Καρλ Μαρξ - γιατί πώς αλλιώς μπορεί να διαβαστεί η δραματική ιστορία που βιώνει δυο φορές -μία με τον πατέρα και μία με τον γιο- μια περίοπτη «Μαμά Βορείων Προαστίων»;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr