Η ζωή και ο θάνατος του Μπρούνο με τις 4.500 ερωμένες
24.06.2014
06:47
H δολοφονία του Μπρούνο ανασύρει από το αρχείο της μνήμης το είδωλο του νέου, ωραίου και απένταρου greek lover των 70s που τότε ήταν κάτι σαν εθνικό εξαγώγιμο προϊόν, αλλά μοιραία εξελίχτηκε σε κωμικοτραγική φιγούρα ξεχασμένη από τον χρόνο και κατατρεγμένη από τους ανθρώπους
Ο τραγικός θάνατος του Μπρούνο, κατά κόσμον Ηλία Φανούρη, στη Ρόδο υπενθύμισε μια παλιά, ξεθυμασμένη διεθνή πατέντα, πιστοποιημένη με ονομασία προέλευσης: το «greek kamaki».
Ενα είδος πλανόδιου πραματευτή του έρωτα. Ενας άφραγκος, μελαχρινός, ψιλορομαντικός Κούρος που ξεφύτρωσε στα αθάνατα ελληνικά χώματα, αναπτύχθηκε υπό τον εγχώριο ήλιο της πρώιμης τουριστικής ανάπτυξης, τράφηκε από το ξέσπασμα της σεξουαλικής χειραφέτησης στην αλλοδαπή και άκμασε μέσα στο ξέφρενο ερωτικό γλέντι με κάθε ξελιγωμένη Βορειοευρωπαία που κατέφτανε εδώ με σακίδιο και σλίπιν μπαγκ. Είδος, από δεκαετίες, προς εξαφάνιση, περιφρονημένο από τους κοινωνιολόγους και ξεχασμένο από τους λαογράφους, έχει συνδεθεί στην τουριστική μυθολογία της Ελλάδας των 70s και των 80s με την ντόπια φιγούρα του λαϊκότροπου, δασύτριχου νεαρού αρσενικού με την αγέρωχη αυτοπεποίθηση ερωτικού κυνηγού που προσέγγιζε αδιακρίτως κάθε ξανθομάλλα καψαλισμένη από την ηλιοθεραπεία τουρίστρια σε στυλ: «Ε, ψιτ, φροϊλάιν, μις, φρόκεν, μαντεμουαζέλ, σενιορίτα, χαβ-γιου-γουέδερ-φορ-ε-κόφι;».
Με την Αγγλίδα αρραβωνιαστικιά του Τζέιν σε τρυφερό ενσταντανέ
Ο δύσμοιρος 64χρονος Μπρούνο, ο οποίος βρέθηκε απανθρακωμένος μέσα στο σπίτι του στη Ρόδο πριν από λίγες ημέρες, ενσάρκωνε άλλοτε το ξέγνοιαστο μοντέλο αυτού που ονομαζόταν «greek kamaki». Νέος, ωραίος και απένταρος, υπήρξε ζωντανός εκφραστής εκείνης της καλοκαιρινής ανεμελιάς του «sea, sun, sand and sex» που σημάδεψαν την προ 40ετίας και βάλε πρώτη μαζική επέλαση τουριστών στο πανέμορφο νησί των Δωδεκανήσων. Γνωρίζοντας πέντε-έξι ασύνδετες λέξεις από τις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, πέταγε δυο-τρεις χαριτωμένες ατάκες όταν σεργιάνιζε καθημερινά προς άγραν τουριστριών, αδιακρίτως μεγέθους, χρώματος, ράτσας και ηλικίας, με μοναδικό στόχο το κρεβάτι. Τυπικό καμάκι της εποχής των 70s με ωράριο πλήρους απασχόλησης αλλά και έξτρα υπερωρίες όταν τον κέντριζε ο συναισθηματισμός, χάριζε με καμάρι χαρά στα σκέλια κάθε αλλοδαπής τουρίστριας που λιγωνόταν από τη γραφικά ποζάτη γοητεία του. «Δεν μου αρέσει ο έρωτας για πέντε λεπτά. Πρέπει να τον ψάξεις τον άλλο, να τον αισθανθείς καλά. Ερωτας για μένα είναι η ζωή. Εχω κάνει έρωτα στο νερό, στην παραλία, στη θάλασσα, στα βράχια. Είμαι το πρώτο καμάκι της Ρόδου», είχε πει με περηφάνια ο άτυχος Μπρούνο στο ντοκιμαντέρ «Οι κολοσσοί του έρωτα» («Colossi of love») που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2012. Η πέραση, άλλωστε, που είχαν τότε στον αλλοδαπό γυναικείο πληθυσμό, που παρακινιόταν και από τα γαργαλιστικά ρεπορτάζ ξένων εφημερίδων τύπου «οι Ελληνες ξέρουν να σκοράρουν», τόνωνε το φρόνημα των καμακιών, τα οποία λίγο-πολύ την ψώνισαν με τη φήμη τους και κοκορεύονταν ότι με τις επιδόσεις τους επιτελούσαν εθνικό έργο που έκανε διάσημα τα ελληνικά νησιά. Ο ίδιος ο Μπρούνο εξομολογούταν μπροστά στην κάμερα ότι είχε κοιμηθεί με περίπου 4.500 γυναίκες. Στα 45 χρόνια καριέρας αντιστοιχούν περίπου 100 τον χρόνο. Λογικό. Τα στρογγυλά νούμερα είναι εξάλλου πιο πιστευτά. Οπως και η εξωτερίκευση του ιδιαίτερου τρόπου που συμπεριφέρεται, ντύνεται, κινείται κανείς. Δηλαδή το στυλ.
Ενα είδος πλανόδιου πραματευτή του έρωτα. Ενας άφραγκος, μελαχρινός, ψιλορομαντικός Κούρος που ξεφύτρωσε στα αθάνατα ελληνικά χώματα, αναπτύχθηκε υπό τον εγχώριο ήλιο της πρώιμης τουριστικής ανάπτυξης, τράφηκε από το ξέσπασμα της σεξουαλικής χειραφέτησης στην αλλοδαπή και άκμασε μέσα στο ξέφρενο ερωτικό γλέντι με κάθε ξελιγωμένη Βορειοευρωπαία που κατέφτανε εδώ με σακίδιο και σλίπιν μπαγκ. Είδος, από δεκαετίες, προς εξαφάνιση, περιφρονημένο από τους κοινωνιολόγους και ξεχασμένο από τους λαογράφους, έχει συνδεθεί στην τουριστική μυθολογία της Ελλάδας των 70s και των 80s με την ντόπια φιγούρα του λαϊκότροπου, δασύτριχου νεαρού αρσενικού με την αγέρωχη αυτοπεποίθηση ερωτικού κυνηγού που προσέγγιζε αδιακρίτως κάθε ξανθομάλλα καψαλισμένη από την ηλιοθεραπεία τουρίστρια σε στυλ: «Ε, ψιτ, φροϊλάιν, μις, φρόκεν, μαντεμουαζέλ, σενιορίτα, χαβ-γιου-γουέδερ-φορ-ε-κόφι;».
Με την Αγγλίδα αρραβωνιαστικιά του Τζέιν σε τρυφερό ενσταντανέ
Ο δύσμοιρος 64χρονος Μπρούνο, ο οποίος βρέθηκε απανθρακωμένος μέσα στο σπίτι του στη Ρόδο πριν από λίγες ημέρες, ενσάρκωνε άλλοτε το ξέγνοιαστο μοντέλο αυτού που ονομαζόταν «greek kamaki». Νέος, ωραίος και απένταρος, υπήρξε ζωντανός εκφραστής εκείνης της καλοκαιρινής ανεμελιάς του «sea, sun, sand and sex» που σημάδεψαν την προ 40ετίας και βάλε πρώτη μαζική επέλαση τουριστών στο πανέμορφο νησί των Δωδεκανήσων. Γνωρίζοντας πέντε-έξι ασύνδετες λέξεις από τις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, πέταγε δυο-τρεις χαριτωμένες ατάκες όταν σεργιάνιζε καθημερινά προς άγραν τουριστριών, αδιακρίτως μεγέθους, χρώματος, ράτσας και ηλικίας, με μοναδικό στόχο το κρεβάτι. Τυπικό καμάκι της εποχής των 70s με ωράριο πλήρους απασχόλησης αλλά και έξτρα υπερωρίες όταν τον κέντριζε ο συναισθηματισμός, χάριζε με καμάρι χαρά στα σκέλια κάθε αλλοδαπής τουρίστριας που λιγωνόταν από τη γραφικά ποζάτη γοητεία του. «Δεν μου αρέσει ο έρωτας για πέντε λεπτά. Πρέπει να τον ψάξεις τον άλλο, να τον αισθανθείς καλά. Ερωτας για μένα είναι η ζωή. Εχω κάνει έρωτα στο νερό, στην παραλία, στη θάλασσα, στα βράχια. Είμαι το πρώτο καμάκι της Ρόδου», είχε πει με περηφάνια ο άτυχος Μπρούνο στο ντοκιμαντέρ «Οι κολοσσοί του έρωτα» («Colossi of love») που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2012. Η πέραση, άλλωστε, που είχαν τότε στον αλλοδαπό γυναικείο πληθυσμό, που παρακινιόταν και από τα γαργαλιστικά ρεπορτάζ ξένων εφημερίδων τύπου «οι Ελληνες ξέρουν να σκοράρουν», τόνωνε το φρόνημα των καμακιών, τα οποία λίγο-πολύ την ψώνισαν με τη φήμη τους και κοκορεύονταν ότι με τις επιδόσεις τους επιτελούσαν εθνικό έργο που έκανε διάσημα τα ελληνικά νησιά. Ο ίδιος ο Μπρούνο εξομολογούταν μπροστά στην κάμερα ότι είχε κοιμηθεί με περίπου 4.500 γυναίκες. Στα 45 χρόνια καριέρας αντιστοιχούν περίπου 100 τον χρόνο. Λογικό. Τα στρογγυλά νούμερα είναι εξάλλου πιο πιστευτά. Οπως και η εξωτερίκευση του ιδιαίτερου τρόπου που συμπεριφέρεται, ντύνεται, κινείται κανείς. Δηλαδή το στυλ.
Μία από τις 4.500 εφήμερες ερωμένες με τις οποίες περηφανευόταν πως είχε συνευρεθεί ερωτικά ο Ροδίτης καρδιοκατακτητής
Το στυλ, άλλωστε, ήταν το άπαν για το σωστό καμάκι. Αναγνωριζόταν, τότε, χωρίς λοιπές αισθητικές διαμεσολαβήσεις. Σε μια εποχή φαινομενικά ανυπέρβλητων εμποδίων, διαφοράς γλώσσας, κουλτούρας και συναλλάγματος, οικογενειακού συντηρητισμού και αστυνομίας ηθών, το καμάκι μπορεί να έμενε στο σπίτι της θεοσεβούμενης μάνας του και να πρόσεχε μην ξεστρατίσει η παρθένα αδελφή του, αλλά στην «πασαρέλα» της πιάτσας το ’παιζε μποέμ και σεξουαλικά χειραφετημένος. Και επειδή ο κάθε ρόλος χρειάζεται ένα πρόσωπο και μια στολή για να ξεχωρίσει, το καμάκι υιοθετούσε μια συγκεκριμένη, κατά κανόνα λάγνα, μόστρα. Ανοιχτό με μεγάλα πέτα πουκάμισο, κατά προτίμηση λευκό, παρά με λαχούρια, για να ξεπροβάλλει σε αντίθεση το μαυρισμένο από τρίχα για πουλόβερ στήθος. Απαραίτητο και το χρυσό αξεσουάρ, συνήθως καδένα με τον βαφτιστικό σταυρό, ενώ το παντελόνι χαμηλοκάβαλο καμπάνα και η φάτσα ελαφρώς μπλαζέ, ενίοτε με μουστάκι με μονίμως κρεμασμένο από κάτω πελώριο χαμόγελο. Το δε βλέμμα καρφωτικό, κυνηγιάρικο σαν του γκέκα στο καρτέρι, όταν αυτό δεν κρυβόταν πίσω από μαύρο γυαλί τύπου αόμματου οργανοπαίχτη. Πέρα, όμως, από τον συγκεκριμένο κώδικα στο ντύσιμο, ατού τους ήταν ότι τα έδιναν όλα στο κρεβάτι, καθώς η υστεροφημία τους καθόριζε μια υποτυπώδη ιεράρχηση στις γραμμές τους. Κι επειδή δεν χρειάζονταν τότε κανένα άλλο υποκατάστατο της έλξης που ασκούσαν ως ιδανικοί συνοδοί για κάνα τριήμερο, το πολύ, ούτε τους περνούσε από το μυαλό να τις αποπλανήσουν με τεχνάσματα πέραν των ακαταμάχητων φυσικών προσόντων τους, ξεχείλιζαν από την αυτοπεποίθηση του απόλυτου ερωτικού παρτενέρ. «Οταν σταματήσω μια γυναίκα που να μου αρέσει, ξέρω από ποια χώρα είναι. Ακόμη και το ζώδιό της γνωρίζω. Οι Γερμανίδες ήταν οι καλύτερες. Εχω κάνει έρωτα με μια Γερμανίδα και με έστειλε εισαγωγή. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα πόδια μου. Είδα τον χάρο από πάνω μου», καυχιόταν καμαρωτός ο Μπρούνο στον Γρηγόρη Αρναούτογλου, όταν εκείνος έκανε εκπομπή για τα «θρυλικά καμάκια» της Ρόδου.
Καμάκια της δεκαετίας του ’70 με το χαρακτηριστικό outfit που τους έκανε να ξεχωρίζουν
Αρκούσε, τότε, το στενό στους γοφούς μαγιό, το αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι και η σαγιονάρα, σαν την άδικη κατάρα, με το απεριποίητο νύχι για να πέσουν τέζα οι λευκόδερμες αλλοδαπές μπροστά στην ανεπιτήδευτη γοητεία του μεσογειακού φλογερού εραστή. Στο σκηνικό μιας σχετικά πρωτόγονης τουριστικής ανάπτυξης, κόντρα στην παραδοσιακή νοοτροπία των ντόπιων, τα καμάκια πρόσφεραν, έστω και άγαρμπα, ως θερινοί εραστές, απελευθερωτικό φλερτ και διονυσιακή ατμόσφαιρα που οι αλλοδαπές αποθέωναν. Ο Μπρούνο υπήρξε αρχετυπικό σύμβολο αυτής της γλεντζέδικης πορείας που άρχισε δειλά, γιγαντώθηκε και ξέφτισε μετά από 20 και πλέον χρόνια διαδρομής στα τέλη των 80s. Γεννημένος στην παλιά πόλη της Ρόδου, ξεκίνησε το καμάκι σε ηλικία 17 ετών. Στη μητέρα του Μιρέλα είχε παθολογική αγάπη, ενώ για τον πατέρα του δεν μιλούσε ποτέ. Οπως κάθε «greek kamaki» που σεβόταν τον εαυτό του είχε το δικό του παρατσούκλι. Αλλος λεγόταν «Τζίμης», άλλος «Τομ», άλλος «ο Μεγάλος», ενώ ο Ηλίας Φανούρης ήθελε να τον φωνάζουν «Μπρούνο». Υποστήριζε ότι ο πατέρας του είχε ρίζες από την Ιταλία και συνέχεια έλεγε «sono Italiano». Οπως θυμάται ο Γιάννης Κλούβας, στενός και ίσως μοναδικός εναπομείνας φίλος του Μπρούνο, «στη μαρίνα στο λιμάνι της αρχαίας πόλης της Ρόδου, στο γνωστό Μανδράκι, γινόταν η επονομαζόμενη “πασαρέλα”. Εκεί πήγαιναν τα καμάκια κι έδειχναν ο ένας στον άλλον τα “λάφυρά” του, ενώ στο ίδιο μέρος μοιράζονταν εμπειρίες καθώς εξιστορούσε ο καθένας την προσωπική του ερωτική περιπέτεια που είχε με τις τουρίστριες. Κάθε νέο καμάκι που έβγαινε στην πιάτσα ενίοτε δεχόταν και τα καψώνια από τα παλαιότερα καμάκια, που συνήθως του έριχναν πυροφάνια ή στρακαστρούκες στο τραπέζι που καθόταν με την εκάστοτε καμακωμένη».
Χαρακτηριστική εικόνα από το στρινγκ πάρτι που είχε διοργανωθεί στην ντίσκο της εποχής «Le Palle» στη Ρόδο
Ευκαιρία για αποκατάσταση
Τα «επαγγελματικά» καμάκια, με προέλευση από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, δεν ωθούνταν μόνο από την «αθώα» ανδρική ανάγκη ξεπεράσματος των εγχώριων σεξουαλικών ταμπού της εποχής και την επιβεβαίωσή τους μέσα από την αποδοχή από τις ξένες. Την έψαχναν για αποκατάσταση, μια καριέρα τέλος πάντων, μακριά από τη δουλειά του κράχτη σε τουριστικά μαγαζιά, του ξενοδοχοϋπαλλήλου ή του γκαρσονιού που περιστασιακά ασκούσαν σε τουριστικούς προορισμούς. Τελικά πολλά από τα καμάκια έπεσαν θύματα της ακόρεστης ηδονικής πείνας κάποιων σεξουαλικά στερημένων τουριστριών που εκμεταλλεύτηκαν το όνειρο διαφυγής τους προς το εξωτερικό με όχημα έναν έρωτα ή έναν γάμο. Χώρια που μερικά διάσημα «κυνικά» καμάκια της Κω, της Ρόδου, του Ναυπλίου, του Πόρου, ακόμα και τα «άπαιχτα» του Συντάγματος, βρέθηκαν ταξιτζήδες τακτοποίησης από την ανάποδη. Αρκετές από τις «καμακωμένες» τα παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εδώ μαζί τους κάνοντας οικογένεια και προκοπή. Κυρίως, όμως, τους έβαλαν λουκέτο στο ελεύθερο ερωτικό ξεφάντωμα. Πολύ πριν δοθεί η «χαριστική βολή» στα καμάκια, αρκετά από αυτά νοικοκυρεύτηκαν. Πριν περάσει η μόδα της ντίσκο, εμφανιστεί στα μέσα του 1980 το AIDS και πραγματοποιηθεί η επέλαση του νεοσυντηρητισμού που κατέγραψε ως «politically incorrect» τη λεγόμενη τουριστική εμπορευματοποίηση του ερωτισμού. Κάπου εκεί έληξε σταδιακά η φιλολογία για τα ριψοκίνδυνα καμάκια και τις μυθοποιημένες επιδόσεις τους. Οι πρακτικές τους υποχώρησαν και βαθμιαία αδράνησαν μέχρι να εξατμιστούν υπό τον φόβο και τον πανικό του AIDS, ενώ το είδος απέμεινε χωρίς αντικείμενο ενασχόλησης.
Ο φτηνός τουρισμός του σακιδίου ανακάλυψε και μεταφέρθηκε σε άλλους πιο εξωτικούς τόπους, ο μικρομεσαίος κατέληξε στο all inclusive, ενώ η χώρα πρόβαλλε πλέον σοβαρότερες τουριστικές ατραξιόν. Αναπόφευκτα και όρος «καμάκι» επανήλθε στην πραγματική εννοιολογική υπόστασή του, αφήνοντας πίσω του ξεφτισμένες αναμνήσεις στους παλιότερους και εξιδανικευμένη, λειασμένη από τον χρόνο, νοσταλγία σε κάποιες γηραιές Βορειοευρωπαίες.
Η Οδύσσεια του Μπρούνο
Πριν, όμως, εγκαινιαστεί το τέλος εποχής, από τη φάση-όνειρο απόδρασης, ξεφαντωτικής απογείωσης και οδυνηρής προσγείωσης πέρασε και ο άλλοτε ερωτικά ακατάβλητος Μπρούνο. Από μικρός εργαζόταν ως πλασιέ χρυσαφικών και ρούχων, ενώ είχε δουλέψει ως κράχτης στις μεγάλες ντίσκο της εποχής. Μετά τον στρατό γνώρισε ένα καλοκαίρι στη Ρόδο μια Φινλανδέζα, την οποία και παντρεύτηκε και μετανάστευσε στην παγωμένη σκανδιναβική χώρα της. Εκεί εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο που το είχε Ελληνας και λεγόταν «Χαλβάς». Ο γάμος δεν ευδοκίμησε και χώρισε αρκετά νωρίς, νοσταλγώντας τις θρυλικές μέρες της ελεύθερης ερωτικής δράσης στην πατρίδα. «Παντρεύτηκα στη Φινλανδία και χώρισα, ήθελα να είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω εγώ», έχει πει. Από τη Φινλανδία επέστρεψε στη Ρόδο για μία από τα ίδια. Δούλεψε ως πωλητής και κράχτης. Και μεγαλώνοντας κυνηγούσε εκείνες τις τουρίστριες που έδειχναν πως είχαν μια οικονομική άνεση και οι οποίες του έδιναν ένα μικρό χαρτζιλίκι. Το παλιό ανυπέρβλητο καμάκι φαίνεται πως κατρακύλησε στο παρακμιακό ζιγκολίκι. Κάποτε αρραβωνιάστηκε την Τζέιν, μια Εγγλέζα που ο ίδιος νόμιζε ή παραμυθιαζόταν ότι είχε πάρα πολλά λεφτά. Ο θησαυρός, όμως, αποδείχτηκε άνθρακας. Μετά έκανε και έναν λευκό γάμο με μια Ρωσίδα ή Βουλγάρα για να την ελληνοποιήσει, παίρνοντας ως αμοιβή κάποια λίγα χρήματα. Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν ως μικροπωλητής αλόης στις παραλίες και στο κέντρο της Ρόδου, απομεινάρι μιας ένδοξης, αλλά καθόλου αθώας εποχής, όπου διέξοδο στην καταπίεση χάριζαν η καλπάζουσα πλάκα και το ακατάπαυστο sex for fun. Αλλες εποχές, πιο σύνθετες και υποκριτικές -πριν το κινητό, το Ιντερνετ και το Facebook μπουν φουριόζικα στο ερωτικό παιχνίδι-, όπου πίσω από τα πέπλα μιας αληθινής ή υποτιθέμενης κραιπάλης κρυβόταν ίσως η άρνηση προσαρμογής ή ακόμα και η αθεράπευτη μοναξιά. Οπως σημειώνει ο φίλος του τραγικού Ηλία Φανούρη, Γιάννης Κλούβας, ο Μπρούνο ήταν ένας μάλλον αποξενωμένος άνθρωπος.
Το έγκλημα
Ενα ζευγάρι Βούλγαρων βρίσκεται στα χέρια της Αστυνομίας κατηγορούμενο για τον θάνατο του 64χρονου Ηλία Φανούρη. Από την πρώτη στιγμή οι έμπειροι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ρόδου, αλλά και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας του νησιού που συμμετείχαν στις έρευνες, είχαν αφήσει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για τα αίτια που προκάλεσαν τον τραγικό θάνατο του 64χρονου άνδρα.
Οι έρευνες τους οδήγησαν τελικά στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έγκλημα στο οποίο φέρονται να εμπλέκονται δύο αλλοδαποί βουλγαρικής καταγωγής.
Μάλιστα οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο 64χρονος δια-τηρούσε σχέση το προηγούμενο διάστημα με την αλλοδαπή, την οποία φέρεται να εξέδιδε ο συμπατριώτης της.
Το στυλ, άλλωστε, ήταν το άπαν για το σωστό καμάκι. Αναγνωριζόταν, τότε, χωρίς λοιπές αισθητικές διαμεσολαβήσεις. Σε μια εποχή φαινομενικά ανυπέρβλητων εμποδίων, διαφοράς γλώσσας, κουλτούρας και συναλλάγματος, οικογενειακού συντηρητισμού και αστυνομίας ηθών, το καμάκι μπορεί να έμενε στο σπίτι της θεοσεβούμενης μάνας του και να πρόσεχε μην ξεστρατίσει η παρθένα αδελφή του, αλλά στην «πασαρέλα» της πιάτσας το ’παιζε μποέμ και σεξουαλικά χειραφετημένος. Και επειδή ο κάθε ρόλος χρειάζεται ένα πρόσωπο και μια στολή για να ξεχωρίσει, το καμάκι υιοθετούσε μια συγκεκριμένη, κατά κανόνα λάγνα, μόστρα. Ανοιχτό με μεγάλα πέτα πουκάμισο, κατά προτίμηση λευκό, παρά με λαχούρια, για να ξεπροβάλλει σε αντίθεση το μαυρισμένο από τρίχα για πουλόβερ στήθος. Απαραίτητο και το χρυσό αξεσουάρ, συνήθως καδένα με τον βαφτιστικό σταυρό, ενώ το παντελόνι χαμηλοκάβαλο καμπάνα και η φάτσα ελαφρώς μπλαζέ, ενίοτε με μουστάκι με μονίμως κρεμασμένο από κάτω πελώριο χαμόγελο. Το δε βλέμμα καρφωτικό, κυνηγιάρικο σαν του γκέκα στο καρτέρι, όταν αυτό δεν κρυβόταν πίσω από μαύρο γυαλί τύπου αόμματου οργανοπαίχτη. Πέρα, όμως, από τον συγκεκριμένο κώδικα στο ντύσιμο, ατού τους ήταν ότι τα έδιναν όλα στο κρεβάτι, καθώς η υστεροφημία τους καθόριζε μια υποτυπώδη ιεράρχηση στις γραμμές τους. Κι επειδή δεν χρειάζονταν τότε κανένα άλλο υποκατάστατο της έλξης που ασκούσαν ως ιδανικοί συνοδοί για κάνα τριήμερο, το πολύ, ούτε τους περνούσε από το μυαλό να τις αποπλανήσουν με τεχνάσματα πέραν των ακαταμάχητων φυσικών προσόντων τους, ξεχείλιζαν από την αυτοπεποίθηση του απόλυτου ερωτικού παρτενέρ. «Οταν σταματήσω μια γυναίκα που να μου αρέσει, ξέρω από ποια χώρα είναι. Ακόμη και το ζώδιό της γνωρίζω. Οι Γερμανίδες ήταν οι καλύτερες. Εχω κάνει έρωτα με μια Γερμανίδα και με έστειλε εισαγωγή. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα πόδια μου. Είδα τον χάρο από πάνω μου», καυχιόταν καμαρωτός ο Μπρούνο στον Γρηγόρη Αρναούτογλου, όταν εκείνος έκανε εκπομπή για τα «θρυλικά καμάκια» της Ρόδου.
Καμάκια της δεκαετίας του ’70 με το χαρακτηριστικό outfit που τους έκανε να ξεχωρίζουν
Αρκούσε, τότε, το στενό στους γοφούς μαγιό, το αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι και η σαγιονάρα, σαν την άδικη κατάρα, με το απεριποίητο νύχι για να πέσουν τέζα οι λευκόδερμες αλλοδαπές μπροστά στην ανεπιτήδευτη γοητεία του μεσογειακού φλογερού εραστή. Στο σκηνικό μιας σχετικά πρωτόγονης τουριστικής ανάπτυξης, κόντρα στην παραδοσιακή νοοτροπία των ντόπιων, τα καμάκια πρόσφεραν, έστω και άγαρμπα, ως θερινοί εραστές, απελευθερωτικό φλερτ και διονυσιακή ατμόσφαιρα που οι αλλοδαπές αποθέωναν. Ο Μπρούνο υπήρξε αρχετυπικό σύμβολο αυτής της γλεντζέδικης πορείας που άρχισε δειλά, γιγαντώθηκε και ξέφτισε μετά από 20 και πλέον χρόνια διαδρομής στα τέλη των 80s. Γεννημένος στην παλιά πόλη της Ρόδου, ξεκίνησε το καμάκι σε ηλικία 17 ετών. Στη μητέρα του Μιρέλα είχε παθολογική αγάπη, ενώ για τον πατέρα του δεν μιλούσε ποτέ. Οπως κάθε «greek kamaki» που σεβόταν τον εαυτό του είχε το δικό του παρατσούκλι. Αλλος λεγόταν «Τζίμης», άλλος «Τομ», άλλος «ο Μεγάλος», ενώ ο Ηλίας Φανούρης ήθελε να τον φωνάζουν «Μπρούνο». Υποστήριζε ότι ο πατέρας του είχε ρίζες από την Ιταλία και συνέχεια έλεγε «sono Italiano». Οπως θυμάται ο Γιάννης Κλούβας, στενός και ίσως μοναδικός εναπομείνας φίλος του Μπρούνο, «στη μαρίνα στο λιμάνι της αρχαίας πόλης της Ρόδου, στο γνωστό Μανδράκι, γινόταν η επονομαζόμενη “πασαρέλα”. Εκεί πήγαιναν τα καμάκια κι έδειχναν ο ένας στον άλλον τα “λάφυρά” του, ενώ στο ίδιο μέρος μοιράζονταν εμπειρίες καθώς εξιστορούσε ο καθένας την προσωπική του ερωτική περιπέτεια που είχε με τις τουρίστριες. Κάθε νέο καμάκι που έβγαινε στην πιάτσα ενίοτε δεχόταν και τα καψώνια από τα παλαιότερα καμάκια, που συνήθως του έριχναν πυροφάνια ή στρακαστρούκες στο τραπέζι που καθόταν με την εκάστοτε καμακωμένη».
Χαρακτηριστική εικόνα από το στρινγκ πάρτι που είχε διοργανωθεί στην ντίσκο της εποχής «Le Palle» στη Ρόδο
Ευκαιρία για αποκατάσταση
Τα «επαγγελματικά» καμάκια, με προέλευση από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, δεν ωθούνταν μόνο από την «αθώα» ανδρική ανάγκη ξεπεράσματος των εγχώριων σεξουαλικών ταμπού της εποχής και την επιβεβαίωσή τους μέσα από την αποδοχή από τις ξένες. Την έψαχναν για αποκατάσταση, μια καριέρα τέλος πάντων, μακριά από τη δουλειά του κράχτη σε τουριστικά μαγαζιά, του ξενοδοχοϋπαλλήλου ή του γκαρσονιού που περιστασιακά ασκούσαν σε τουριστικούς προορισμούς. Τελικά πολλά από τα καμάκια έπεσαν θύματα της ακόρεστης ηδονικής πείνας κάποιων σεξουαλικά στερημένων τουριστριών που εκμεταλλεύτηκαν το όνειρο διαφυγής τους προς το εξωτερικό με όχημα έναν έρωτα ή έναν γάμο. Χώρια που μερικά διάσημα «κυνικά» καμάκια της Κω, της Ρόδου, του Ναυπλίου, του Πόρου, ακόμα και τα «άπαιχτα» του Συντάγματος, βρέθηκαν ταξιτζήδες τακτοποίησης από την ανάποδη. Αρκετές από τις «καμακωμένες» τα παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εδώ μαζί τους κάνοντας οικογένεια και προκοπή. Κυρίως, όμως, τους έβαλαν λουκέτο στο ελεύθερο ερωτικό ξεφάντωμα. Πολύ πριν δοθεί η «χαριστική βολή» στα καμάκια, αρκετά από αυτά νοικοκυρεύτηκαν. Πριν περάσει η μόδα της ντίσκο, εμφανιστεί στα μέσα του 1980 το AIDS και πραγματοποιηθεί η επέλαση του νεοσυντηρητισμού που κατέγραψε ως «politically incorrect» τη λεγόμενη τουριστική εμπορευματοποίηση του ερωτισμού. Κάπου εκεί έληξε σταδιακά η φιλολογία για τα ριψοκίνδυνα καμάκια και τις μυθοποιημένες επιδόσεις τους. Οι πρακτικές τους υποχώρησαν και βαθμιαία αδράνησαν μέχρι να εξατμιστούν υπό τον φόβο και τον πανικό του AIDS, ενώ το είδος απέμεινε χωρίς αντικείμενο ενασχόλησης.
Ο φτηνός τουρισμός του σακιδίου ανακάλυψε και μεταφέρθηκε σε άλλους πιο εξωτικούς τόπους, ο μικρομεσαίος κατέληξε στο all inclusive, ενώ η χώρα πρόβαλλε πλέον σοβαρότερες τουριστικές ατραξιόν. Αναπόφευκτα και όρος «καμάκι» επανήλθε στην πραγματική εννοιολογική υπόστασή του, αφήνοντας πίσω του ξεφτισμένες αναμνήσεις στους παλιότερους και εξιδανικευμένη, λειασμένη από τον χρόνο, νοσταλγία σε κάποιες γηραιές Βορειοευρωπαίες.
Η Οδύσσεια του Μπρούνο
Πριν, όμως, εγκαινιαστεί το τέλος εποχής, από τη φάση-όνειρο απόδρασης, ξεφαντωτικής απογείωσης και οδυνηρής προσγείωσης πέρασε και ο άλλοτε ερωτικά ακατάβλητος Μπρούνο. Από μικρός εργαζόταν ως πλασιέ χρυσαφικών και ρούχων, ενώ είχε δουλέψει ως κράχτης στις μεγάλες ντίσκο της εποχής. Μετά τον στρατό γνώρισε ένα καλοκαίρι στη Ρόδο μια Φινλανδέζα, την οποία και παντρεύτηκε και μετανάστευσε στην παγωμένη σκανδιναβική χώρα της. Εκεί εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο που το είχε Ελληνας και λεγόταν «Χαλβάς». Ο γάμος δεν ευδοκίμησε και χώρισε αρκετά νωρίς, νοσταλγώντας τις θρυλικές μέρες της ελεύθερης ερωτικής δράσης στην πατρίδα. «Παντρεύτηκα στη Φινλανδία και χώρισα, ήθελα να είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω εγώ», έχει πει. Από τη Φινλανδία επέστρεψε στη Ρόδο για μία από τα ίδια. Δούλεψε ως πωλητής και κράχτης. Και μεγαλώνοντας κυνηγούσε εκείνες τις τουρίστριες που έδειχναν πως είχαν μια οικονομική άνεση και οι οποίες του έδιναν ένα μικρό χαρτζιλίκι. Το παλιό ανυπέρβλητο καμάκι φαίνεται πως κατρακύλησε στο παρακμιακό ζιγκολίκι. Κάποτε αρραβωνιάστηκε την Τζέιν, μια Εγγλέζα που ο ίδιος νόμιζε ή παραμυθιαζόταν ότι είχε πάρα πολλά λεφτά. Ο θησαυρός, όμως, αποδείχτηκε άνθρακας. Μετά έκανε και έναν λευκό γάμο με μια Ρωσίδα ή Βουλγάρα για να την ελληνοποιήσει, παίρνοντας ως αμοιβή κάποια λίγα χρήματα. Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν ως μικροπωλητής αλόης στις παραλίες και στο κέντρο της Ρόδου, απομεινάρι μιας ένδοξης, αλλά καθόλου αθώας εποχής, όπου διέξοδο στην καταπίεση χάριζαν η καλπάζουσα πλάκα και το ακατάπαυστο sex for fun. Αλλες εποχές, πιο σύνθετες και υποκριτικές -πριν το κινητό, το Ιντερνετ και το Facebook μπουν φουριόζικα στο ερωτικό παιχνίδι-, όπου πίσω από τα πέπλα μιας αληθινής ή υποτιθέμενης κραιπάλης κρυβόταν ίσως η άρνηση προσαρμογής ή ακόμα και η αθεράπευτη μοναξιά. Οπως σημειώνει ο φίλος του τραγικού Ηλία Φανούρη, Γιάννης Κλούβας, ο Μπρούνο ήταν ένας μάλλον αποξενωμένος άνθρωπος.
Το έγκλημα
Ενα ζευγάρι Βούλγαρων βρίσκεται στα χέρια της Αστυνομίας κατηγορούμενο για τον θάνατο του 64χρονου Ηλία Φανούρη. Από την πρώτη στιγμή οι έμπειροι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ρόδου, αλλά και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας του νησιού που συμμετείχαν στις έρευνες, είχαν αφήσει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για τα αίτια που προκάλεσαν τον τραγικό θάνατο του 64χρονου άνδρα.
Οι έρευνες τους οδήγησαν τελικά στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έγκλημα στο οποίο φέρονται να εμπλέκονται δύο αλλοδαποί βουλγαρικής καταγωγής.
Μάλιστα οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο 64χρονος δια-τηρούσε σχέση το προηγούμενο διάστημα με την αλλοδαπή, την οποία φέρεται να εξέδιδε ο συμπατριώτης της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr