Το χαρτί από το Μονακό έκαψε τον «εθνικό προμηθευτή»
05.10.2015
09:41
Εγγραφο τράπεζας στο Πριγκιπάτο επιβεβαιώνει ότι o συλληφθείς επιχειρηματίας ίδρυσε offshore για να διοχετεύει μίζες σε πολιτικούς
Το έγγραφο το οποίο έκαψε τον Θωμά Λιακουνάκο και αποδεικνύει ότι η εταιρεία Interaction που διοχέτευε μίζες στον Ακη Τσοχατζόπουλο, τον Γιάννη Σμπώκο και σε άλλα πρόσωπα ήταν δικών του συμφερόντων αποκαλύπτει το «ΘΕΜΑ».
Το έγγραφο της τράπεζας HSBC επιβεβαιώνει ότι ο «εθνικός προμηθευτής» όπλων Θωμάς Λιακουνάκος δημιούργησε την offshore Interaction το 1999 με σκοπό, όπως δείχνουν τα πράγματα, να πραγματοποιεί «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή να διοχετεύει μίζες στα πολιτικά πρόσωπα που τον διευκόλυναν να κερδίζει συμβόλαια για αγορά οπλικών συστημάτων αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία επιβάρυναν τους Ελληνες φορολογούμενους. Από το 1996 μέχρι το 2003 η αυτοκρατορία του Θωμά Λιακουνάκου εξασφάλισε συμβόλαια πώλησης όπλων στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις που αθροιστικά υπερβαίνουν τα 5,7 δισ. ευρώ. Υπολογίζεται δε ότι μερικές δεκάδες εκατομμύρια από τα ποσά αυτά διανεμήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ακης Τσοχατζόπουλος και ο Γιάννης Σμπώκος, οι οποίοι δωροδοκήθηκαν για να εγκρίνουν και να προωθήσουν τις σχετικές οπλικές συμβάσεις. Μάλιστα για να σβήνουν τα ίχνη από τη διαδρομή των μιζών, ο Θωμάς Λιακουνάκος και οι δωροδοκηθέντες πολιτικοί χρησιμοποιούσαν ένα δίκτυο εταιρειών και μεσαζόντων, μέσω των οποίων διοχετεύονταν οι «ωφέλιμες πληρωμές».
10 Μαρτίου 2000: Με τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Ακη Τσοχατζόπουλο σε εγκαίνια έκθεσης στον ΟΛΠ
Η διαδρομή ξεκινούσε από τις κατασκευάστριες εταιρείες, όπως η σουηδική Ericsson, που κέρδισε το συμβόλαιο για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ, οι οποίες στη συνέχεια κατέβαλαν προμήθεια στον εν Ελλάδι αντιπρόσωπο Θωμά Λιακουνάκο για να τη διανείμει με τη σειρά του στους Τσοχατζόπουλο και Σμπώκο μέσα από δίκτυο άλλων υπεράκτιων εταιρειών και μεσαζόντων, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των ήδη καταδικασμένων σε πολυετείς καθείρξεις. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση των ιπτάμενων ραντάρ, φαίνεται πως η «ομερτά» μεταξύ των Λιακουνάκου, Τσοχατζόπουλου και Σμπώκου ξεκινούσε πριν από την υπογραφή της σύμβασης και οι «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή η καταβολή των μιζών, συνεχίζονταν μέχρι και μία δεκαετία μετά, γεγονός που αν μη τι άλλο αποδεικνύει τη στενή συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπόρων όπλων και των πολιτικών που ενέκριναν τις αγορές των οπλικών συστημάτων.
Το έγγραφο της τράπεζας HSBC επιβεβαιώνει ότι ο «εθνικός προμηθευτής» όπλων Θωμάς Λιακουνάκος δημιούργησε την offshore Interaction το 1999 με σκοπό, όπως δείχνουν τα πράγματα, να πραγματοποιεί «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή να διοχετεύει μίζες στα πολιτικά πρόσωπα που τον διευκόλυναν να κερδίζει συμβόλαια για αγορά οπλικών συστημάτων αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία επιβάρυναν τους Ελληνες φορολογούμενους. Από το 1996 μέχρι το 2003 η αυτοκρατορία του Θωμά Λιακουνάκου εξασφάλισε συμβόλαια πώλησης όπλων στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις που αθροιστικά υπερβαίνουν τα 5,7 δισ. ευρώ. Υπολογίζεται δε ότι μερικές δεκάδες εκατομμύρια από τα ποσά αυτά διανεμήθηκαν σε πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ακης Τσοχατζόπουλος και ο Γιάννης Σμπώκος, οι οποίοι δωροδοκήθηκαν για να εγκρίνουν και να προωθήσουν τις σχετικές οπλικές συμβάσεις. Μάλιστα για να σβήνουν τα ίχνη από τη διαδρομή των μιζών, ο Θωμάς Λιακουνάκος και οι δωροδοκηθέντες πολιτικοί χρησιμοποιούσαν ένα δίκτυο εταιρειών και μεσαζόντων, μέσω των οποίων διοχετεύονταν οι «ωφέλιμες πληρωμές».
10 Μαρτίου 2000: Με τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Ακη Τσοχατζόπουλο σε εγκαίνια έκθεσης στον ΟΛΠ
Η διαδρομή ξεκινούσε από τις κατασκευάστριες εταιρείες, όπως η σουηδική Ericsson, που κέρδισε το συμβόλαιο για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ, οι οποίες στη συνέχεια κατέβαλαν προμήθεια στον εν Ελλάδι αντιπρόσωπο Θωμά Λιακουνάκο για να τη διανείμει με τη σειρά του στους Τσοχατζόπουλο και Σμπώκο μέσα από δίκτυο άλλων υπεράκτιων εταιρειών και μεσαζόντων, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των ήδη καταδικασμένων σε πολυετείς καθείρξεις. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση των ιπτάμενων ραντάρ, φαίνεται πως η «ομερτά» μεταξύ των Λιακουνάκου, Τσοχατζόπουλου και Σμπώκου ξεκινούσε πριν από την υπογραφή της σύμβασης και οι «ωφέλιμες πληρωμές», δηλαδή η καταβολή των μιζών, συνεχίζονταν μέχρι και μία δεκαετία μετά, γεγονός που αν μη τι άλλο αποδεικνύει τη στενή συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπόρων όπλων και των πολιτικών που ενέκριναν τις αγορές των οπλικών συστημάτων.
Στην εξάωρη απολογία του στην ανακρίτρια Διαφθοράς Βασιλική Μπράτη, ο άλλοτε πανίσχυρος επιχειρηματίας Θωμάς Λιακουνάκος προσπάθησε να καταρρίψει το εις βάρος του κατηγορητήριο και ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε δωροδόκησε κρατικούς αξιωματούχους. Η έρευνα των δικαστικών αρχών έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Λιακουνάκος, ο άνθρωπος που ευνοήθηκε όσο κανείς άλλος στις προμήθειες οπλικών συστημάτων, κυρίως την εποχή της παντοδυναμίας του Ακη Τσοχατζόπουλου στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, σχεδόν επί μία δεκαετία δωροδοκούσε τον πρώην υπουργό Αμυνας και τον Γιάννη Σμπώκο, που θεωρούνταν το δεξί χέρι του, προκειμένου εκείνοι να ανάψουν το πράσινο φως για την προμήθεια των τεσσάρων ραντάρ από τη σουηδική Ericsson.
Αμέσως μετά τη μαραθώνια απολογία του ο επιχειρηματίας κρίθηκε, με τη σύμφωνη γνώμη της ανακρίτριας και του αρμόδιου εισαγγελέα, προφυλακιστέος και στη συνέχεια οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού. Στο πλευρό του στα δικαστήρια της Ευελπίδων, καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του, βρισκόταν η σύζυγός του Νατάσα Λιακουνάκου. Το στοιχείο που ενοχοποίησε τον Θωμά Λιακουνάκο είναι το έγγραφο της τράπεζας HSBC στο Μoνακό, το οποίο έφτασε στα χέρια της ανακρίτριας μέσω δικαστικής συνδρομής και αναφέρει ότι η εταιρεία Interaction, από την οποία πέρασε η μίζα για τα τέσσερα ραντάρ, ανήκει στον έμπορο όπλων.
Μετά την απολογία του στον ανακριτή, η οποία κράτησε επτά ολόκληρες ώρες, ο Θωμάς Λιακουνάκος κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού
Στην εταιρεία αυτή, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, η Ericsson κατέβαλε τα χρήματα (άλλοτε σε σουηδικές κορόνες ή δολάρια και άλλοτε σε ευρώ) που αργότερα κατέληξαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στις τσέπες των Ακη Τσοχατζόπουλου και Γιάννη Σμπώκου. Το μοίρασμα των μαύρων εκατομμυρίων που έφταναν από την Ericsson στην Interaction αναλάμβαναν στη συνέχεια οι εταιρείες Highwood και Rea International, οι οποίες ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο και συνεργάτες του, αφού πρώτα τα παράνομα εμβάσματα είχαν ταξιδέψει σε διάφορους λογαριασμούς σε τράπεζες της Ευρώπης προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο επιχειρηματίας δεν αρνήθηκε την πατρότητα της Interaction, παραδεχόμενος ότι πράγματι την ίδρυσε εκείνος το 1999, μαζί με δύο ακόμη πρόσωπα, εκ των οποίων το ένα έχει αποβιώσει.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, σκοπός της ίδρυσής της δεν ήταν αυτός που αναφέρεται στο κατηγορητήριο -να διοχετεύει το παράνομο χρήμα στην Ελλάδα-, αλλά να εξυπηρετηθούν... νόμιμες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ο ίδιος κατονόμασε ως διαχειριστή της Interaction τον συγκατηγορούμενό του Βρετανό δικηγόρο Peter Coleridge. Παρ’ όλα αυτά, o Θωμάς Λιακουνάκος φέρεται να αμφισβήτησε τη γνησιότητα του εγγράφου που έχουν στα χέρια τους οι ελληνικές ανακριτικές αρχές και το οποίο αποκαλύπτει σήμερα το «ΘΕΜΑ». Η ανακρίτρια ανέδειξε την αντιφατική στάση του κατηγορούμενου επιχειρηματία, ο οποίος ναι μεν αποδέχτηκε ότι είναι εκ των ιδρυτών της Interaction, πλην όμως χαρακτήρισε πλαστό το έγγραφο της HSBC που το αποδεικνύει. «Δεν έχω δωροδοκήσει κανέναν. Δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτές τις κινήσεις κεφαλαίων», ήταν η μόνιμη επωδός του Θωμά Λιακουνάκου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα κενά αυτά στην απολογία του επιχειρηματία λειτούργησαν καταλυτικά στην απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα περί προφυλάκισής του. Μάλιστα ο επιχειρηματίας δεν αποκλείεται να έχει νέο «ραντεβού» με την ανακρίτρια.
Από τη μέχρι τώρα πορεία των ερευνών από τις δικαστικές αρχές, οι οποίες ξεσκονίζουν τις συμβάσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων που υπεγράφησαν την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αναλάβει τις συγκεκριμένες έρευνες πέφτουν συνεχώς πάνω στα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να αποτελούν τους ενδιάμεσους στη διακίνηση μαύρου χρήματος. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ερευνών εντοπίζεται συνεχώς νέο χρήμα από μίζες που προστίθενται στον πακτωλό των εκατομμυρίων τα οποία διακινήθηκαν στην Ελλάδα, με τελικούς, όπως προκύπτει, αποδέκτες πολιτικούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν τώρα και στη δικογραφία για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ τύπου Erieye από τον σουηδικό κολοσσό Ericsson, τα οποία είχε αναλάβει να προμηθεύσει στην Πολεμική Αεροπορία ο Θωμάς Λιακουνάκος. Το πρόγραμμα αυτό κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο πάνω από 530 εκατ. ευρώ. Ηταν το 1999 όταν το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας κατείχε ο Ακης Τσοχατζόπουλος, καταδικασμένος σήμερα σε 20 χρόνια κάθειρξη για μίζες από την προμήθεια των ρωσικών οπλικών συστημάτων Tor -M1. Δεξί του χέρι στο υπουργείο, ο Γιάννης Σμπώκος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για την ίδια υπόθεση σε 16 χρόνια κάθειρξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας πριν και μετά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης και τουλάχιστον μέχρι το 2009 -δηλαδή για διάστημα σχεδόν δέκα ετών- κατέβαλε «χρηματικά ωφελήματα» τα οποία ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 756.291 δολαρίων, των 24.97.029 σουηδικών κορονών και επιπλέον των 1.601.777,7 ευρώ. Συνολικά (με βάση τη σημερινή ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και τη σουηδική κορόνα), μόνο για το πρόγραμμα των ιπτάμενων ραντάρ ο Θωμάς Λιακουνάκος κατηγορείται από την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι «λάδωσε» με το ποσό των 4,9 εκατ. ευρώ εκείνους που είχαν ρόλο να προωθήσουν ή να μην παρακωλύσουν την προμήθεια των Erieye.
Χαρακτηριστικά αναφέρει η ανακρίτρια στο κατηγορητήριο που συνέταξε σε βάρος του επιχειρηματία για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος: «Τα χρήματα διακινήθηκαν σε διάφορες τράπεζες σε Ελλάδα, Ελβετία, Μόναχο και άλλες χώρες και σε ενδιάμεσους δήθεν δικαιούχους φυσικά και νομικά πρόσωπα και εν τέλει κατέληξαν στην Ελλάδα στον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας Απόστολο-Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο και τον πρώην γενικό διευθυντή του ίδιου υπουργείου Ιωάννη Σμπώκο ή άλλα άτομα που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, να προωθήσουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και των εν γένει καθηκόντων τους, εν πάση περιπτώσει να μην παρακωλύσουν για οποιονδήποτε λόγο την ανάθεση της εν λόγω προμήθειας στη σουηδική εταιρεία Ericsson».
Στο κατηγορητήριο αναφέρονται ακόμη ως συγκατηγορούμενοι του Λιακουνάκου οι Peter Coleridge, Bertil Hellstrom, Bengt Forssberg, Torbjorn Nilsson, Carl-Olof Blomqvist, Yngne Brogerg, Ronald Hagman, Sven Christer Nilsson και Kurt Hellstrom, καθώς και τρία ακόμη πρόσωπα άγνωστα μέχρι στιγμής στην ανάκριση.
Και στο σημείο αυτό είναι που οι ανακριτικές αρχές έρχονται για μία ακόμη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με παλιούς τους γνώριμους από άλλες υποθέσεις εξοπλιστικών. Πίσω από τη Rea International -σύμφωνα με τη δικογραφία- βρίσκονται οι αδελφοί Πέτρος και Γεώργιος Χριστοδουλίδης, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι και στην υπόθεση της προμήθειας των γερμανικών υποβρυχίων, τα οποία κόστισαν στο Ελληνικό Δημόσιο 2,4 δισ. ευρώ.
Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία είχε μπει στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης μετά την απολογία-ποταμό του Αντώνη Κάντα, παραπέμπονται σε δίκη συνολικά 32 πρόσωπα προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις, κατά περίπτωση, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και δωροδοκία. Η δίκη αναμένεται να ξεκινήσει στις 20 Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, σε λογαριασμό της εταιρείας Rea στην τράπεζα HSBC εμβάστηκε, τον Ιούλιο του 2002, το συνολικό ποσό του 1.114.852 ευρώ. Τα χρήματα μπήκαν στον λογαριασμό της εταιρείας με τρεις ξεχωριστές καταθέσεις από την εταιρεία Interaction, συμφερόντων Λιακουνάκου. Οπως μάλιστα αναφέρεται στο κατηγορητήριο, τα χρήματα «διακινήθηκαν κατ’ εντολή του Γεωργίου Καμάρη προς τους Πέτρο και Γεώργιο Χριστοδουλίδη και πάντα σύμφωνα με τις υποδείξεις του Γιάννη Σμπώκου».
Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Highwood, σύμφωνα με τη δικογραφία, αυτή είναι συμφερόντων του Γιάννη Σμπώκου και φέρεται να έχει εκπρόσωπο τον Γιώργο Καμάρη. Στην εν λόγω εταιρεία εμβάστηκαν τον Φεβρουάριο του 2001 από την Ιnteraction του Θωμά Λιακουνάκου 8.319.346,40 σουηδικές κορόνες και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς 450.000 δολάρια. Ο Γιώργος Καμάρης είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την εταιρεία Clavis, η οποία διακίνησε, σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη, μέρος της μίζας για την προμήθεια των Tor-M1 επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου. Οι μίζες που διακινήθηκαν υπολογίζονται στα 12 εκατ. ευρώ.
Στις 20 Σεπτεμβρίου η ανακρίτρια Βασιλική Μπράτη κάλεσε τον 82χρονο Γιώργο Καμάρη να καταθέσει σχετικά με την υπόθεση. Στην κατάθεσή του το πρώην στέλεχος της Pirelli αναφέρεται στη γνωριμία του με τους αδελφούς Χριστοδουλίδη και στη φιλία του με τον Γιάννη Σμπώκο. Οπως λέει, είχε αναθέσει στους αδελφούς Χριστοδουλίδη, οι οποίοι είχαν ως αντικείμενο τη διαχείριση κεφαλαίων με έδρα τη Γενεύη, την αξιοποίηση μέρους των χρημάτων του που προέρχονταν από την εργασία του ως στελέχους της Pirelli.
Αμέσως μετά τη μαραθώνια απολογία του ο επιχειρηματίας κρίθηκε, με τη σύμφωνη γνώμη της ανακρίτριας και του αρμόδιου εισαγγελέα, προφυλακιστέος και στη συνέχεια οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού. Στο πλευρό του στα δικαστήρια της Ευελπίδων, καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του, βρισκόταν η σύζυγός του Νατάσα Λιακουνάκου. Το στοιχείο που ενοχοποίησε τον Θωμά Λιακουνάκο είναι το έγγραφο της τράπεζας HSBC στο Μoνακό, το οποίο έφτασε στα χέρια της ανακρίτριας μέσω δικαστικής συνδρομής και αναφέρει ότι η εταιρεία Interaction, από την οποία πέρασε η μίζα για τα τέσσερα ραντάρ, ανήκει στον έμπορο όπλων.
Μετά την απολογία του στον ανακριτή, η οποία κράτησε επτά ολόκληρες ώρες, ο Θωμάς Λιακουνάκος κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού
Στην εταιρεία αυτή, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, η Ericsson κατέβαλε τα χρήματα (άλλοτε σε σουηδικές κορόνες ή δολάρια και άλλοτε σε ευρώ) που αργότερα κατέληξαν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στις τσέπες των Ακη Τσοχατζόπουλου και Γιάννη Σμπώκου. Το μοίρασμα των μαύρων εκατομμυρίων που έφταναν από την Ericsson στην Interaction αναλάμβαναν στη συνέχεια οι εταιρείες Highwood και Rea International, οι οποίες ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο και συνεργάτες του, αφού πρώτα τα παράνομα εμβάσματα είχαν ταξιδέψει σε διάφορους λογαριασμούς σε τράπεζες της Ευρώπης προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του ο επιχειρηματίας δεν αρνήθηκε την πατρότητα της Interaction, παραδεχόμενος ότι πράγματι την ίδρυσε εκείνος το 1999, μαζί με δύο ακόμη πρόσωπα, εκ των οποίων το ένα έχει αποβιώσει.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, σκοπός της ίδρυσής της δεν ήταν αυτός που αναφέρεται στο κατηγορητήριο -να διοχετεύει το παράνομο χρήμα στην Ελλάδα-, αλλά να εξυπηρετηθούν... νόμιμες επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ο ίδιος κατονόμασε ως διαχειριστή της Interaction τον συγκατηγορούμενό του Βρετανό δικηγόρο Peter Coleridge. Παρ’ όλα αυτά, o Θωμάς Λιακουνάκος φέρεται να αμφισβήτησε τη γνησιότητα του εγγράφου που έχουν στα χέρια τους οι ελληνικές ανακριτικές αρχές και το οποίο αποκαλύπτει σήμερα το «ΘΕΜΑ». Η ανακρίτρια ανέδειξε την αντιφατική στάση του κατηγορούμενου επιχειρηματία, ο οποίος ναι μεν αποδέχτηκε ότι είναι εκ των ιδρυτών της Interaction, πλην όμως χαρακτήρισε πλαστό το έγγραφο της HSBC που το αποδεικνύει. «Δεν έχω δωροδοκήσει κανέναν. Δεν γνωρίζω τίποτα γι’ αυτές τις κινήσεις κεφαλαίων», ήταν η μόνιμη επωδός του Θωμά Λιακουνάκου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα κενά αυτά στην απολογία του επιχειρηματία λειτούργησαν καταλυτικά στην απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα περί προφυλάκισής του. Μάλιστα ο επιχειρηματίας δεν αποκλείεται να έχει νέο «ραντεβού» με την ανακρίτρια.
Από τη μέχρι τώρα πορεία των ερευνών από τις δικαστικές αρχές, οι οποίες ξεσκονίζουν τις συμβάσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων που υπεγράφησαν την τελευταία 20ετία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν αναλάβει τις συγκεκριμένες έρευνες πέφτουν συνεχώς πάνω στα ίδια και τα ίδια πρόσωπα, που στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να αποτελούν τους ενδιάμεσους στη διακίνηση μαύρου χρήματος. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ερευνών εντοπίζεται συνεχώς νέο χρήμα από μίζες που προστίθενται στον πακτωλό των εκατομμυρίων τα οποία διακινήθηκαν στην Ελλάδα, με τελικούς, όπως προκύπτει, αποδέκτες πολιτικούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Τα πρόσωπα αυτά πρωταγωνιστούν τώρα και στη δικογραφία για την προμήθεια των τεσσάρων ιπτάμενων ραντάρ τύπου Erieye από τον σουηδικό κολοσσό Ericsson, τα οποία είχε αναλάβει να προμηθεύσει στην Πολεμική Αεροπορία ο Θωμάς Λιακουνάκος. Το πρόγραμμα αυτό κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο πάνω από 530 εκατ. ευρώ. Ηταν το 1999 όταν το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας κατείχε ο Ακης Τσοχατζόπουλος, καταδικασμένος σήμερα σε 20 χρόνια κάθειρξη για μίζες από την προμήθεια των ρωσικών οπλικών συστημάτων Tor -M1. Δεξί του χέρι στο υπουργείο, ο Γιάννης Σμπώκος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για την ίδια υπόθεση σε 16 χρόνια κάθειρξη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας πριν και μετά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης και τουλάχιστον μέχρι το 2009 -δηλαδή για διάστημα σχεδόν δέκα ετών- κατέβαλε «χρηματικά ωφελήματα» τα οποία ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 756.291 δολαρίων, των 24.97.029 σουηδικών κορονών και επιπλέον των 1.601.777,7 ευρώ. Συνολικά (με βάση τη σημερινή ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και τη σουηδική κορόνα), μόνο για το πρόγραμμα των ιπτάμενων ραντάρ ο Θωμάς Λιακουνάκος κατηγορείται από την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι «λάδωσε» με το ποσό των 4,9 εκατ. ευρώ εκείνους που είχαν ρόλο να προωθήσουν ή να μην παρακωλύσουν την προμήθεια των Erieye.
Χαρακτηριστικά αναφέρει η ανακρίτρια στο κατηγορητήριο που συνέταξε σε βάρος του επιχειρηματία για δωροδοκία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος: «Τα χρήματα διακινήθηκαν σε διάφορες τράπεζες σε Ελλάδα, Ελβετία, Μόναχο και άλλες χώρες και σε ενδιάμεσους δήθεν δικαιούχους φυσικά και νομικά πρόσωπα και εν τέλει κατέληξαν στην Ελλάδα στον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας Απόστολο-Αθανάσιο Τσοχατζόπουλο και τον πρώην γενικό διευθυντή του ίδιου υπουργείου Ιωάννη Σμπώκο ή άλλα άτομα που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, προκειμένου αυτοί, κατά παράβαση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, να προωθήσουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και των εν γένει καθηκόντων τους, εν πάση περιπτώσει να μην παρακωλύσουν για οποιονδήποτε λόγο την ανάθεση της εν λόγω προμήθειας στη σουηδική εταιρεία Ericsson».
Στο κατηγορητήριο αναφέρονται ακόμη ως συγκατηγορούμενοι του Λιακουνάκου οι Peter Coleridge, Bertil Hellstrom, Bengt Forssberg, Torbjorn Nilsson, Carl-Olof Blomqvist, Yngne Brogerg, Ronald Hagman, Sven Christer Nilsson και Kurt Hellstrom, καθώς και τρία ακόμη πρόσωπα άγνωστα μέχρι στιγμής στην ανάκριση.
Οι αμαρτωλές εταιρείες και οι παλιοί γνώριμοι
Σε γράφημα των δικαστικών αρχών, το οποίο παρουσίασε το protothema.gr, καταγράφεται αναλυτικά η διαδρομή των χρημάτων μέσα από ένα δίκτυο εταιρειών, ώστε αυτά να φτάσουν κάποια στιγμή στους αποδέκτες τους στην Ελλάδα. Η σουηδική Ericsson, κύρια ανάδοχος της σύμβασης των ιπτάμενων ραντάρ, κατέθετε μεγάλα χρηματικά ποσά στον λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρεία Interaction Limited -με πραγματικούς ιδιοκτήτες τον Θωμά Λιακουνάκο και τον συγκατηγορούμενό του Peter Coleridge- στην τράπεζα HSBC του Μονακό. Από την Interaction του Λιακουνάκου οι μίζες έφταναν στη Rea International και τη Highwood, που ελέγχονταν από τον Γιάννη Σμπώκο.Και στο σημείο αυτό είναι που οι ανακριτικές αρχές έρχονται για μία ακόμη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με παλιούς τους γνώριμους από άλλες υποθέσεις εξοπλιστικών. Πίσω από τη Rea International -σύμφωνα με τη δικογραφία- βρίσκονται οι αδελφοί Πέτρος και Γεώργιος Χριστοδουλίδης, οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι και στην υπόθεση της προμήθειας των γερμανικών υποβρυχίων, τα οποία κόστισαν στο Ελληνικό Δημόσιο 2,4 δισ. ευρώ.
Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία είχε μπει στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης μετά την απολογία-ποταμό του Αντώνη Κάντα, παραπέμπονται σε δίκη συνολικά 32 πρόσωπα προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις, κατά περίπτωση, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και δωροδοκία. Η δίκη αναμένεται να ξεκινήσει στις 20 Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, σε λογαριασμό της εταιρείας Rea στην τράπεζα HSBC εμβάστηκε, τον Ιούλιο του 2002, το συνολικό ποσό του 1.114.852 ευρώ. Τα χρήματα μπήκαν στον λογαριασμό της εταιρείας με τρεις ξεχωριστές καταθέσεις από την εταιρεία Interaction, συμφερόντων Λιακουνάκου. Οπως μάλιστα αναφέρεται στο κατηγορητήριο, τα χρήματα «διακινήθηκαν κατ’ εντολή του Γεωργίου Καμάρη προς τους Πέτρο και Γεώργιο Χριστοδουλίδη και πάντα σύμφωνα με τις υποδείξεις του Γιάννη Σμπώκου».
Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Highwood, σύμφωνα με τη δικογραφία, αυτή είναι συμφερόντων του Γιάννη Σμπώκου και φέρεται να έχει εκπρόσωπο τον Γιώργο Καμάρη. Στην εν λόγω εταιρεία εμβάστηκαν τον Φεβρουάριο του 2001 από την Ιnteraction του Θωμά Λιακουνάκου 8.319.346,40 σουηδικές κορόνες και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς 450.000 δολάρια. Ο Γιώργος Καμάρης είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την εταιρεία Clavis, η οποία διακίνησε, σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη, μέρος της μίζας για την προμήθεια των Tor-M1 επί υπουργίας Τσοχατζόπουλου. Οι μίζες που διακινήθηκαν υπολογίζονται στα 12 εκατ. ευρώ.
«Τι μου είπε ο Σμπώκος»
Στις 20 Σεπτεμβρίου η ανακρίτρια Βασιλική Μπράτη κάλεσε τον 82χρονο Γιώργο Καμάρη να καταθέσει σχετικά με την υπόθεση. Στην κατάθεσή του το πρώην στέλεχος της Pirelli αναφέρεται στη γνωριμία του με τους αδελφούς Χριστοδουλίδη και στη φιλία του με τον Γιάννη Σμπώκο. Οπως λέει, είχε αναθέσει στους αδελφούς Χριστοδουλίδη, οι οποίοι είχαν ως αντικείμενο τη διαχείριση κεφαλαίων με έδρα τη Γενεύη, την αξιοποίηση μέρους των χρημάτων του που προέρχονταν από την εργασία του ως στελέχους της Pirelli. Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr