Ένα φθινοπωρινό γεύμα διαφορετικό από τα άλλα, μιας και η συνάντηση των εθελοντών της bwin με τους διαμένοντες της Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης «Φωτεινή» έδιωξε κάθε… μελαγχολικό συναίσθημα.
Δώρα Χρυσικού: «Γιατί πήρα στο σπίτι μου τους δύο πρόσφυγες»
Δώρα Χρυσικού: «Γιατί πήρα στο σπίτι μου τους δύο πρόσφυγες»
Μια αγκαλιά για τους μετανάστες από τη 14χρονη -τότε- πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»
Η απόφασή της να «υιοθετήσει» δύο πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν τη μετέτρεψε εν μια νυκτί σε talk of the town. Κι όμως, η ηθοποιός Δώρα Χρυσικού χρόνια τώρα ανοίγει το σπίτι και την καρδιά της σε όσους στάθηκαν λιγότερο τυχεροί απέναντι στη μοίρα, μέσα στη ζωή...
Αρχές δεκαετίας του 1980. Σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα της οδού Πατησίων ένα 3χρονο κοριτσάκι στροβιλίζει το μικροσκοπικό του κορμί στο μεγάλο σαλόνι υπό τους ήχους κλασικής μουσικής που φτάνει μέχρι τη μεγάλη λεωφόρο. Δεν μιλάει πολύ, χαμογελάει συγκρατημένα και το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι ότι κάποτε θα γίνει μπαλαρίνα. Και ότι αφού περάσει τις λεωφόρους της επιμονής θα σταθεί στα «σαλόνια» με τους μεγάλους καθρέφτες όπου όλοι θα τη χειροκροτούν μαγεμένοι για την κίνησή της. Δεν θέλει να γίνει πολιτικός μηχανικός σαν τον μπαμπά, ούτε φαρμακοποιός σαν τη μαμά. Εκείνη γεννήθηκε μπαλαρίνα.
Οι δικοί της δεν της χαλούν χατίρι. Το φιλελεύθερο πνεύμα τους είναι άλλωστε πολύ πιο ισχυρό από κάθε είδους συμβατικότητα και οι αριστερές τους πεποιθήσεις σύμμαχοι στα «θέλω» των άλλων, ακόμη κι αν τα τελευταία υπαγορεύονται από τα χείλη ενός μικρού παιδιού: «Ημουν πολύ τυχερή διότι μεγάλωσα στο πλαίσιο μιας οικογένειας με πολύ ανοιχτό μυαλό και ιδιαίτερα προοδευτικές για την εποχή αντιλήψεις. Οι δικοί μου ήταν αριστεροί. Η μαμά μου, πρωτεργάτης στο Πολυτεχνείο, με φυλακίσεις και ξύλο στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο μπαμπάς μου, ο άνθρωπος που επηρέασε τη σκέψη μου περισσότερο από οποιονδήποτε, έντονα πολιτικοποιημένος στην Αριστερά, ασυμβίβαστος, σχεδόν αναρχικός», λέει η Δώρα και συνεχίζει: «Παρότι οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρή, με τον πατέρα μου να επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Λάρισα, δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή μου. Το πνεύμα του και η προσωπικότητά του έγραψαν τόσο βαθιά μέσα μου που επηρέασαν σε πολλά επίπεδα ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μου». Οταν η Δώρα ήταν επτά ετών, η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε έναν εξαιρετικό άνθρωπο, «τον δεύτερο πατέρα μου», όπως λέει η ίδια, κι έτσι η οικογένεια μετακόμισε σε ένα υπέροχο σπίτι στην Κηφισιά.
Εναν χρόνο αργότερα, στα 8 της μόλις χρόνια, η μικρή μπαλαρίνα γίνεται δεκτή στην Οπερα των Παρισίων και στα 12 της, μόλις τελειώνει την Α’ Γυμνασίου στη Σχολή Μωραΐτη, δίνει εξετάσεις και φεύγει με υποτροφία για σπουδές χορού στη σχολή «John Cranko» της Οπερας της Στουτγάρδης. Είναι τότε που ξεκινά να πλάθεται μέσα της η εκπλήρωση του διακαούς πόθου της μαζί με όλες τις δυσκολίες που ενέχει η πραγμάτωση των μεγάλων ονείρων: «Το πρωί πήγαινα σε γερμανικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά έμενα μέσα στο οικοτροφείο κάνοντας μαθήματα μπαλέτου. Ηταν για μένα ένα όνειρο. Από την Ελλάδα μου έλειπαν τα πάντα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να γίνω χορεύτρια, που μπροστά της εξαφανιζόταν η οποιαδήποτε προσωπική ανάγκη». Ωστόσο, η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Μια μέρα, κι ενώ η Δώρα βρίσκεται στη Γερμανία, η μητέρα της βλέπει σε κάποια εφημερίδα της εποχής μια αγγελία, στις αράδες της οποίας διάβασε ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αναζητούσε ένα νεαρό κορίτσι για τη νέα του ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» κι έτσι την ίδια στιγμή τηλεφωνεί στους υπεύθυνους λέγοντάς τους: «Μόνο η κόρη μου μπορεί να υποδυθεί αυτό τον ρόλο...». Πράγματι, η Δώρα επιλέγεται από τον Αγγελόπουλο ανάμεσα σε 1.600 υποψήφιες. Τα ταξίδια από και προς τη Γερμανία γίνονται για εκείνη ρουτίνα, με την κακή σίτιση, τις πολύωρες πρόβες και τις εξαντλητικές ώρες χορού να καταβάλλουν την υγεία της: «Μέσα σε τρεις μήνες έφτασα ένα βήμα πριν τη διάτρηση στομάχου, με τους γιατρούς να λένε τότε στους γονείς μου: "Ή θα έχετε παιδί ή θα έχετε χορεύτρια. Επιλέξτε". Επρεπε να μπω σε ειδικό πρόγραμμα διατροφής, να ξεκουράζομαι αρκετές ώρες την ημέρα, να ακολουθήσω έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω ούσα εσώκλειστη. Και κάπως έτσι το όνειρο του χορού άρχισε να θολώνει...». Στα 14 της επιστρέφει. Ως κόρη του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι αυτή τη φορά και ως το παιδί που λίγο αργότερα θα απασχολούσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία...
Ο αφορισμός από την Εκκλησία και η «Σταύρωση»
Η Δώρα βρίσκεται τώρα πρωταγωνίστρια στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», την τέταρτη ταινία που κάνει ο Αγγελόπουλος στη Φλώρινα, και είναι ακόμη πολύ μικρή, πολύ αθώα και παντελώς ανυποψίαστη για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. «Ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης τελούσε τότε στη Φλώρινα χρέη απόλυτου άρχοντα. Είχε τεράστια δύναμη και ασύλληπτη ισχύ και αισθάνθηκε ότι ο Θόδωρος ήταν ένας εισβολέας», λέει η Δώρα και συνεχίζει: «Το όλο θέμα ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας. Ο μητροπολίτης επηρέασε τον κόσμο της Φλώρινας λέγοντας ότι η ταινία είναι αντιχριστιανική, ανθελληνική και πάνω απ’ όλα πορνογραφική. Το πορνογραφικό στοιχείο στηρίχθηκε πάνω στον δικό μου ρόλο, τον ρόλο μιας ανήλικης προσφυγοπούλας, ο οποίος “ντύθηκε” επιμελώς με έναν βιασμό και μια φρικτή δολοφονία». Ο κόσμος της Φλώρινας επηρεάζεται και η 14χρονη Δώρα έρχεται αντιμέτωπη με πορείες διαμαρτυρίας και σκηνές βγαλμένες από τον Μεσαίωνα. Το θεοσεβούμενο πλήθος πετροβολά τα σκηνικά και σηκώνει πλακάτ με την εικόνα της μικρής Δώρας όπου ως Ιούδας σε θηλυκή version παίρνει τα 30 αργύρια της προδοσίας από τον διάβολο-Αγγελόπουλο. Το καστ της ταινίας αφορίζεται από την Εκκλησία με το αιτιολογικό ότι το περιεχόμενό της θίγει τα χρηστά ήθη των χριστιανών, ενώ η εικόνα της αφορισμένης Δώρας γίνεται πρωτοσέλιδο υπό τον τίτλο «Ο έκπτωτος άγγελος του Αυγουστίνου». «Βρέθηκα ερήμην μου στη δίνη των γεγονότων. Ημουν ένα μικρό παιδί και αυτό όφειλαν να το καταλάβουν και να το σεβαστούν, γι’ αυτό και ο πατέρας μου, παρότι άθεος, κινήθηκε δικαστικά πετυχαίνοντας την άρση του αφορισμού μου. Σήμερα, ωστόσο, θα μου ήταν παντελώς αδιάφορο αν συνέχιζα να είμαι για την Εκκλησία μια... αφορισμένη, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις μαζί της», λέει η Δώρα. Στα 14 της αποφασίζει να μείνει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Το τέλος μιας καριέρας στον χορό έχει χαράξει μέσα της μία τεράστια πληγή ενώ παράλληλα καλείται να αντεπεξέλθει σε μια καινούρια πραγματικότητα.
Αρχές δεκαετίας του 1980. Σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα της οδού Πατησίων ένα 3χρονο κοριτσάκι στροβιλίζει το μικροσκοπικό του κορμί στο μεγάλο σαλόνι υπό τους ήχους κλασικής μουσικής που φτάνει μέχρι τη μεγάλη λεωφόρο. Δεν μιλάει πολύ, χαμογελάει συγκρατημένα και το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι ότι κάποτε θα γίνει μπαλαρίνα. Και ότι αφού περάσει τις λεωφόρους της επιμονής θα σταθεί στα «σαλόνια» με τους μεγάλους καθρέφτες όπου όλοι θα τη χειροκροτούν μαγεμένοι για την κίνησή της. Δεν θέλει να γίνει πολιτικός μηχανικός σαν τον μπαμπά, ούτε φαρμακοποιός σαν τη μαμά. Εκείνη γεννήθηκε μπαλαρίνα.
Οι δικοί της δεν της χαλούν χατίρι. Το φιλελεύθερο πνεύμα τους είναι άλλωστε πολύ πιο ισχυρό από κάθε είδους συμβατικότητα και οι αριστερές τους πεποιθήσεις σύμμαχοι στα «θέλω» των άλλων, ακόμη κι αν τα τελευταία υπαγορεύονται από τα χείλη ενός μικρού παιδιού: «Ημουν πολύ τυχερή διότι μεγάλωσα στο πλαίσιο μιας οικογένειας με πολύ ανοιχτό μυαλό και ιδιαίτερα προοδευτικές για την εποχή αντιλήψεις. Οι δικοί μου ήταν αριστεροί. Η μαμά μου, πρωτεργάτης στο Πολυτεχνείο, με φυλακίσεις και ξύλο στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο μπαμπάς μου, ο άνθρωπος που επηρέασε τη σκέψη μου περισσότερο από οποιονδήποτε, έντονα πολιτικοποιημένος στην Αριστερά, ασυμβίβαστος, σχεδόν αναρχικός», λέει η Δώρα και συνεχίζει: «Παρότι οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρή, με τον πατέρα μου να επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Λάρισα, δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή μου. Το πνεύμα του και η προσωπικότητά του έγραψαν τόσο βαθιά μέσα μου που επηρέασαν σε πολλά επίπεδα ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή μου». Οταν η Δώρα ήταν επτά ετών, η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε έναν εξαιρετικό άνθρωπο, «τον δεύτερο πατέρα μου», όπως λέει η ίδια, κι έτσι η οικογένεια μετακόμισε σε ένα υπέροχο σπίτι στην Κηφισιά.
Εναν χρόνο αργότερα, στα 8 της μόλις χρόνια, η μικρή μπαλαρίνα γίνεται δεκτή στην Οπερα των Παρισίων και στα 12 της, μόλις τελειώνει την Α’ Γυμνασίου στη Σχολή Μωραΐτη, δίνει εξετάσεις και φεύγει με υποτροφία για σπουδές χορού στη σχολή «John Cranko» της Οπερας της Στουτγάρδης. Είναι τότε που ξεκινά να πλάθεται μέσα της η εκπλήρωση του διακαούς πόθου της μαζί με όλες τις δυσκολίες που ενέχει η πραγμάτωση των μεγάλων ονείρων: «Το πρωί πήγαινα σε γερμανικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά έμενα μέσα στο οικοτροφείο κάνοντας μαθήματα μπαλέτου. Ηταν για μένα ένα όνειρο. Από την Ελλάδα μου έλειπαν τα πάντα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να γίνω χορεύτρια, που μπροστά της εξαφανιζόταν η οποιαδήποτε προσωπική ανάγκη». Ωστόσο, η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Μια μέρα, κι ενώ η Δώρα βρίσκεται στη Γερμανία, η μητέρα της βλέπει σε κάποια εφημερίδα της εποχής μια αγγελία, στις αράδες της οποίας διάβασε ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αναζητούσε ένα νεαρό κορίτσι για τη νέα του ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» κι έτσι την ίδια στιγμή τηλεφωνεί στους υπεύθυνους λέγοντάς τους: «Μόνο η κόρη μου μπορεί να υποδυθεί αυτό τον ρόλο...». Πράγματι, η Δώρα επιλέγεται από τον Αγγελόπουλο ανάμεσα σε 1.600 υποψήφιες. Τα ταξίδια από και προς τη Γερμανία γίνονται για εκείνη ρουτίνα, με την κακή σίτιση, τις πολύωρες πρόβες και τις εξαντλητικές ώρες χορού να καταβάλλουν την υγεία της: «Μέσα σε τρεις μήνες έφτασα ένα βήμα πριν τη διάτρηση στομάχου, με τους γιατρούς να λένε τότε στους γονείς μου: "Ή θα έχετε παιδί ή θα έχετε χορεύτρια. Επιλέξτε". Επρεπε να μπω σε ειδικό πρόγραμμα διατροφής, να ξεκουράζομαι αρκετές ώρες την ημέρα, να ακολουθήσω έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω ούσα εσώκλειστη. Και κάπως έτσι το όνειρο του χορού άρχισε να θολώνει...». Στα 14 της επιστρέφει. Ως κόρη του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι αυτή τη φορά και ως το παιδί που λίγο αργότερα θα απασχολούσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία...
Ο αφορισμός από την Εκκλησία και η «Σταύρωση»
Η Δώρα βρίσκεται τώρα πρωταγωνίστρια στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», την τέταρτη ταινία που κάνει ο Αγγελόπουλος στη Φλώρινα, και είναι ακόμη πολύ μικρή, πολύ αθώα και παντελώς ανυποψίαστη για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. «Ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης τελούσε τότε στη Φλώρινα χρέη απόλυτου άρχοντα. Είχε τεράστια δύναμη και ασύλληπτη ισχύ και αισθάνθηκε ότι ο Θόδωρος ήταν ένας εισβολέας», λέει η Δώρα και συνεχίζει: «Το όλο θέμα ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας. Ο μητροπολίτης επηρέασε τον κόσμο της Φλώρινας λέγοντας ότι η ταινία είναι αντιχριστιανική, ανθελληνική και πάνω απ’ όλα πορνογραφική. Το πορνογραφικό στοιχείο στηρίχθηκε πάνω στον δικό μου ρόλο, τον ρόλο μιας ανήλικης προσφυγοπούλας, ο οποίος “ντύθηκε” επιμελώς με έναν βιασμό και μια φρικτή δολοφονία». Ο κόσμος της Φλώρινας επηρεάζεται και η 14χρονη Δώρα έρχεται αντιμέτωπη με πορείες διαμαρτυρίας και σκηνές βγαλμένες από τον Μεσαίωνα. Το θεοσεβούμενο πλήθος πετροβολά τα σκηνικά και σηκώνει πλακάτ με την εικόνα της μικρής Δώρας όπου ως Ιούδας σε θηλυκή version παίρνει τα 30 αργύρια της προδοσίας από τον διάβολο-Αγγελόπουλο. Το καστ της ταινίας αφορίζεται από την Εκκλησία με το αιτιολογικό ότι το περιεχόμενό της θίγει τα χρηστά ήθη των χριστιανών, ενώ η εικόνα της αφορισμένης Δώρας γίνεται πρωτοσέλιδο υπό τον τίτλο «Ο έκπτωτος άγγελος του Αυγουστίνου». «Βρέθηκα ερήμην μου στη δίνη των γεγονότων. Ημουν ένα μικρό παιδί και αυτό όφειλαν να το καταλάβουν και να το σεβαστούν, γι’ αυτό και ο πατέρας μου, παρότι άθεος, κινήθηκε δικαστικά πετυχαίνοντας την άρση του αφορισμού μου. Σήμερα, ωστόσο, θα μου ήταν παντελώς αδιάφορο αν συνέχιζα να είμαι για την Εκκλησία μια... αφορισμένη, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις μαζί της», λέει η Δώρα. Στα 14 της αποφασίζει να μείνει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Το τέλος μιας καριέρας στον χορό έχει χαράξει μέσα της μία τεράστια πληγή ενώ παράλληλα καλείται να αντεπεξέλθει σε μια καινούρια πραγματικότητα.
Οι μεγάλοι την αντιμετωπίζουν ως παιδί-θαύμα, οι μικροί ως κάτι διαφορετικό, ενώ κανένα σχολείο δεν τη δέχεται μια που βρίσκεται στη μέση της σχολικής χρονιάς. «Τελικά με δέχτηκε ο Αλέξης Δημαράς, ο διευθυντής του Γυμνασίου της Σχολής Μωραΐτη, ένας άνθρωπος εξαιρετικός», σημειώνει η ίδια και συνεχίζει: «Το μόνο που τους παρακάλεσα ήταν να με βάλουν στο ίδιο τμήμα με τους παλιούς μου συμμαθητές. Η επιστροφή μου ήταν δύσκολη και η προσαρμογή μου ακόμη δυσκολότερη. Είχα να διαχειριστώ όλη τη δημοσιότητα της ταινίας, να συμφιλιωθώ με τον πόνο της εγκατάλειψης του χορού, να επιστρέψω σε μια παιδική ηλικία που δεν έζησα ποτέ, να γυρίσω σε μια κανονικότητα που το περιβάλλον μου δεν μου επέτρεπε να βιώσω... Πήγα στο τμήμα μου και οι παλιοί μου συμμαθητές, με τους οποίους ήμουν μαζί από το νηπιαγωγείο, με κοιτούσαν με δέος και δεν μου μιλούσαν. Εκείνη η περίοδος ήταν για μένα από τις δυσκολότερες της ζωής μου. Εκεί άλλαξα. Εκεί επήλθε μια πάρα πολύ μεγάλη εσωτερική πληγή που δεν έκλεισε ποτέ. Εκεί μου δημιουργήθηκε ένας πολύ μεγάλος θυμός και με τον κόσμο και με τον εαυτό μου. Εγινα επιθετική, εριστική, εκρηκτική, χαρακτηριστικά τα οποία αντιμετώπισα με ψυχοθεραπεία. Εκανα πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία μέχρι να τα βρω με τον εαυτό μου και με τους άλλους...».
«Στο θέατρο έχω κάνει αρκετά πράγματα. Θεωρώ όμως ότι αν είχα άλλον χαρακτήρα θα είχα κάνει πολλά περισσότερα. Πλήρωσα πολύ ακριβά και τις σπουδές μου και το βιογραφικό μου και τον Αγγελόπουλο», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» η Δώρα Χρυσικού
Η Δώρα Χρυσικού κρατά ένα μικρό προσφυγόπουλο στην αγκαλιά της (πάνω) και κάτω 14 χρονών όταν συμμετείχε στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»
Με το ένα πόδι στο θέατρο και με το άλλο στον πόνο
Το απομονωμένο παιδί με τις φοβερές μεταπτώσεις βρίσκει διέξοδο στην τέχνη. Η Δώρα μπαίνει στον θεατρικό όμιλο της Σχολής Μωραΐτη, μια κίνηση που αναδεικνύεται σωτήρια για εκείνη. Παρότι δεν αγαπά το θέατρο όπως τον χορό, κάθε φορά που βρίσκεται πάνω στη σκηνή αισθάνεται να την περιβάλλει ένα δίχτυ προστασίας, ένα αντικείμενο ικανό να γεμίσει το κενό που αισθάνεται μέσα της. Στα χρόνια του Λυκείου είναι κλεισμένη στον εαυτό της, γράφει ασταμάτητα, ενώ οι μεγάλες ψυχολογικές μεταπτώσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Η εισαγωγή της στο Παιδαγωγικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών τη χαροποιεί αλλά δεν την καλύπτει τόσο όσο θέλει. Η Δώρα θέλει τώρα να γίνει θεατρίνα. Δίνει εξετάσεις σε διάφορες θεατρικές σχολές, περνάει σε όλες, αλλά μέσα της επικρατεί για μία ακόμη φορά η επίτευξη του ακατόρθωτου έτσι όπως είχε μάθει να το κυνηγά από μικρή. Τώρα θέλει να περάσει στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου. «Μέσα μου έφερα την ήττα ότι δεν άντεξα στη Γερμανία και ήθελα να αποδείξω ότι την επόμενη φορά που θα φύγω από την οικογενειακή θαλπωρή και πάω οπουδήποτε για να κατακτήσω ένα όνειρο θα αντέξω! Δεν είχα πειστεί ακόμη ότι έφυγα από τη Γερμανία επειδή αρρώστησα αλλά επειδή απλώς λιποτάκτησα...» διευκρινίζει. Η Δώρα τα καταφέρνει πάλι και παρά τις απαιτήσεις της σχολής και τη δύσκολη προσαρμογή στο Λονδίνο, αυτή τη φορά, όσο κι αν λυγίζει, δεν «λιποτακτεί». Τρία χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και ξεκινά να δουλεύει στο Εθνικό. «Στο θέατρο έχω κάνει αρκετά πράγματα. Θεωρώ όμως ότι αν είχα άλλον χαρακτήρα και άλλη αντιμετώπιση των πραγμάτων θα είχα κάνει πολλά περισσότερα. Δεν την κυνήγησα τη δουλειά, δεν την έψαξα, δεν έκανα δημόσιες σχέσεις ούτε μπήκα σε κλίκες. Πλήρωσα πολύ ακριβά και τις σπουδές μου και το βιογραφικό μου και τον Αγγελόπουλο. Με αντιμετώπιζαν ως ένα εξωπραγματικό ον κι αυτό με στεναχωρούσε. Ωστόσο, δεν μετανιώνω για τίποτα διότι πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα είμαι ένας άνθρωπος που τη ζωή του θέλει να τη ζει στο όλον», τονίζει. Λίγα χρόνια αργότερα η πολυδιάστατη Δώρα αποφασίζει να κάνει ένα μεταπτυχιακό πάνω στην Κλινική Ψυχολογία. Η αιτία έγκειται αυτή τη φορά στην ανάγκη της να προσφέρει. «Ετσι ξεκίνησα το μεταπτυχιακό, έτσι έκανα την πρακτική μου στο 414 στην Ψυχιατρική Κλινική του Στρατού και έτσι αποφάσισα να κάνω την ειδίκευσή μου στις εξαρτήσεις μπαίνοντας εθελοντικά σε ένα πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ Στροφή με ανήλικους χρήστες στις Φυλακές Αυλώνας. Ηταν για μένα μια τρομερή εμπειρία η ανακάλυψη του πόσο σκληρός και απάνθρωπος μπορεί να είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε», αποκαλύπτει. Παράλληλα η Δώρα στέκεται στο πλάι κακοποιημένων γυναικών, ανώνυμων αλκοολικών καθώς και δίπλα σε ανθρώπους με κατάθλιψη, διπολισμό και ψυχωσικά επεισόδια. Κάθε φορά που οι προβολείς της σκηνής σβήνουν εκείνη αισθάνεται την ανάγκη να μπαίνει στον σκοτεινό κόσμο των άλλων δίνοντάς τους κάτι από το δικό της φως...
H συγκατοίκηση με πρόσφυγες
Σε έναν τέτοιο «ζοφερό κόσμο», ανάμεσα σε χιλιάδες πρόσφυγες και τόνους απελπισίας, περνάει η Δώρα τις νύχτες της τους τελευταίους μήνες ως εθελόντρια στο λιμάνι του Πειραιά. Εκείνη πάλι δεν το βλέπει έτσι. Κάθε βράδυ, μετά το θέατρο «Vault» όπου πρωταγωνιστεί για δεύτερη σεζόν στην εξαιρετική παράσταση «Μικρές ιστορίες φόνων», μπαίνει στο αυτοκίνητό της και κατευθύνεται στην πέτρινη αποθήκη του Πειραιά όπου φιλοξενούνται πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν. «Οτιδήποτε αφορά τη χώρα και την ελληνική κοινωνία δεν μπορώ να κάθομαι και να το παρακολουθώ από τον καναπέ μου», λέει και συνεχίζει: «Κατεβαίνω σε πορείες, οργανώνω δράσεις, βοηθάω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να υπάρξω αλλιώς. Ετσι, μια μέρα πήρα δύο σακούλες με τρόφιμα, κατέβηκα στο λιμάνι και έκτοτε βρίσκομαι εκεί κάθε βράδυ κάνοντας τη βάρδια από τις 12 το βράδυ έως τις 5 το πρωί. Προσέχω αν όλα λειτουργούν εύρυθμα, φτιάχνω γάλα για τα μωρά που ξυπνούν, ενημερώνω κάποιον γιατρό για έκτακτα περιστατικά...». Σε κάποια από αυτές τις βάρδιες η Δώρα εντοπίζει δύο νέους που δεν κοιμούνται ποτέ: τον 25χρονο Χασάν από τη Συρία που ο πόλεμος του στέρησε τους γονείς του και το σπίτι του, αλλά και τον 18χρονο Ραχίν ο οποίος εγκατέλειψε το Αφγανιστάν μετά από απειλές των Ταλιμπάν για τη ζωή του.
Οι ιστορίες τους είναι συγκινητικές, τα πρόσωπά τους συμπαθή και οι ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή πηγή δύναμης. Η Δώρα τους προτείνει να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της. Το έχει άλλωστε ξανακάνει πολλές φορές: με μια 10μελή οικογένεια Αφγανών, με μια κοπέλα από τη Συρία, με νέους, γέρους και παιδιά. Ο Χασάν και ο Ραχίν δέχονται, με τη Δώρα να αφήνει στα χέρια τους τα κλειδιά του σπιτιού της και στην ελληνική κοινωνία έναν θαυμασμό μαζί με το ερώτημα «Καλά, δεν φοβάται;». «Οχι. Δεν φοβήθηκα στιγμή. Ο φόβος είναι κάτι που προσπαθώ να μην ορίζει τη ζωή μου σε κανένα επίπεδο», απαντά και προσθέτει: «Η επιθυμία μου να ανοίξω το σπίτι μου και να φιλοξενήσω πρόσφυγες ξεκίνησε από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στον Πειραιά. Τα παιδιά τα φιλοξενώ πάνω από δύο μήνες και είναι πλέον οικογένειά μου. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μου έχουν δώσει πολλά περισσότερα απ’ όσα τους έχω δώσει εγώ. Εχουν χαράξει μέσα μου έναν νέο δρόμο σε σχέση με κομμάτια του εαυτού μου που βρίσκονταν σε ύπνωση. Πριν από τα παιδιά αυτά νόμιζα ότι είμαι ένας άνθρωπος χωρίς ψυχραιμία και υπομονή, ένας συγκεκαλυμμένα τρυφερός άνθρωπος. Ο Χασάν και ο Ραχίν έχουν ενεργοποιήσει, έχουν φωτίσει πλευρές του εαυτού μου. Εχουν καταφέρει να δώσουν στις λέξεις “αξιοπρέπεια”, “δύναμη”, “πίστη” και “αισιοδοξία” την πραγματική τους υπόσταση. Εχουν μπορέσει να με κάνουν καλύτερο άνθρωπο και όταν φύγουν θα μου στοιχίσει πολύ. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις κάθε πρωί πρόσωπα χαμογελαστά και να ακούς μια καλημέρα μέσα σε έναν κόσμο σαν τον δικό μας, έναν κόσμο που καταρρέει»...
«Μετά τον Τσίπρα δεν πιστεύω στους αριστερούς»
Η ζωή της Δώρας δεν είναι εύκολη ούτε εξασφαλισμένη. Κάθε πρωί κρατάει το φαρμακείο της μητέρας της, τα βράδια βρίσκεται στο θέατρο και τα μεσάνυχτα στο λιμάνι του Πειραιά πιστεύοντας στον άνθρωπο και στη δύναμη της προσωπικής του ελπίδας. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά μετά τον Τσίπρα δεν πιστεύω πλέον στους αριστερούς. Πιστεύω μόνο στους ανθρώπους ως μονάδα. Οτι η αλλαγή έρχεται από τον έναν που συμπαρασύρει περισσότερους. Η παρούσα κυβέρνηση με διέψευσε απόλυτα. Εχω υποστεί, όπως άλλωστε και πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, μια τεράστια ηθική, αξιακή και ιδεολογική ήττα. Εγώ τον ψήφισα τον ΣΥΡΙΖΑ και πίστεψα πολύ στον Τσίπρα. Δεν είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν σημαντικές αλλαγές σε οικονομικό επίπεδο διότι είμαστε έρμαια μιας πολιτικής που δεν άπτεται των δικών μας χειρισμών. Πίστευα όμως ότι μια θεωρητικά αριστερή κυβέρνηση, γιατί θεωρητικό είναι τελικά το πράγμα, θα αναδείκνυε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν το έκαναν. Και λυπάμαι βαθιά γι’ αυτούς. Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν. Το μόνο που μας μένει είναι να το δούμε ως σημείο εκκίνησης κι όχι ως το τέλος μας», καταλήγει.
Info: «Μικρές ιστορίες φόνων» - Θέατρο «Vault», Μελενίκου 26, Βοτανικός, τηλ.: 213 0356472, 6945993870
«Στο θέατρο έχω κάνει αρκετά πράγματα. Θεωρώ όμως ότι αν είχα άλλον χαρακτήρα θα είχα κάνει πολλά περισσότερα. Πλήρωσα πολύ ακριβά και τις σπουδές μου και το βιογραφικό μου και τον Αγγελόπουλο», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» η Δώρα Χρυσικού
Η Δώρα Χρυσικού κρατά ένα μικρό προσφυγόπουλο στην αγκαλιά της (πάνω) και κάτω 14 χρονών όταν συμμετείχε στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»
Με το ένα πόδι στο θέατρο και με το άλλο στον πόνο
Το απομονωμένο παιδί με τις φοβερές μεταπτώσεις βρίσκει διέξοδο στην τέχνη. Η Δώρα μπαίνει στον θεατρικό όμιλο της Σχολής Μωραΐτη, μια κίνηση που αναδεικνύεται σωτήρια για εκείνη. Παρότι δεν αγαπά το θέατρο όπως τον χορό, κάθε φορά που βρίσκεται πάνω στη σκηνή αισθάνεται να την περιβάλλει ένα δίχτυ προστασίας, ένα αντικείμενο ικανό να γεμίσει το κενό που αισθάνεται μέσα της. Στα χρόνια του Λυκείου είναι κλεισμένη στον εαυτό της, γράφει ασταμάτητα, ενώ οι μεγάλες ψυχολογικές μεταπτώσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Η εισαγωγή της στο Παιδαγωγικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών τη χαροποιεί αλλά δεν την καλύπτει τόσο όσο θέλει. Η Δώρα θέλει τώρα να γίνει θεατρίνα. Δίνει εξετάσεις σε διάφορες θεατρικές σχολές, περνάει σε όλες, αλλά μέσα της επικρατεί για μία ακόμη φορά η επίτευξη του ακατόρθωτου έτσι όπως είχε μάθει να το κυνηγά από μικρή. Τώρα θέλει να περάσει στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου. «Μέσα μου έφερα την ήττα ότι δεν άντεξα στη Γερμανία και ήθελα να αποδείξω ότι την επόμενη φορά που θα φύγω από την οικογενειακή θαλπωρή και πάω οπουδήποτε για να κατακτήσω ένα όνειρο θα αντέξω! Δεν είχα πειστεί ακόμη ότι έφυγα από τη Γερμανία επειδή αρρώστησα αλλά επειδή απλώς λιποτάκτησα...» διευκρινίζει. Η Δώρα τα καταφέρνει πάλι και παρά τις απαιτήσεις της σχολής και τη δύσκολη προσαρμογή στο Λονδίνο, αυτή τη φορά, όσο κι αν λυγίζει, δεν «λιποτακτεί». Τρία χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και ξεκινά να δουλεύει στο Εθνικό. «Στο θέατρο έχω κάνει αρκετά πράγματα. Θεωρώ όμως ότι αν είχα άλλον χαρακτήρα και άλλη αντιμετώπιση των πραγμάτων θα είχα κάνει πολλά περισσότερα. Δεν την κυνήγησα τη δουλειά, δεν την έψαξα, δεν έκανα δημόσιες σχέσεις ούτε μπήκα σε κλίκες. Πλήρωσα πολύ ακριβά και τις σπουδές μου και το βιογραφικό μου και τον Αγγελόπουλο. Με αντιμετώπιζαν ως ένα εξωπραγματικό ον κι αυτό με στεναχωρούσε. Ωστόσο, δεν μετανιώνω για τίποτα διότι πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα είμαι ένας άνθρωπος που τη ζωή του θέλει να τη ζει στο όλον», τονίζει. Λίγα χρόνια αργότερα η πολυδιάστατη Δώρα αποφασίζει να κάνει ένα μεταπτυχιακό πάνω στην Κλινική Ψυχολογία. Η αιτία έγκειται αυτή τη φορά στην ανάγκη της να προσφέρει. «Ετσι ξεκίνησα το μεταπτυχιακό, έτσι έκανα την πρακτική μου στο 414 στην Ψυχιατρική Κλινική του Στρατού και έτσι αποφάσισα να κάνω την ειδίκευσή μου στις εξαρτήσεις μπαίνοντας εθελοντικά σε ένα πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ Στροφή με ανήλικους χρήστες στις Φυλακές Αυλώνας. Ηταν για μένα μια τρομερή εμπειρία η ανακάλυψη του πόσο σκληρός και απάνθρωπος μπορεί να είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε», αποκαλύπτει. Παράλληλα η Δώρα στέκεται στο πλάι κακοποιημένων γυναικών, ανώνυμων αλκοολικών καθώς και δίπλα σε ανθρώπους με κατάθλιψη, διπολισμό και ψυχωσικά επεισόδια. Κάθε φορά που οι προβολείς της σκηνής σβήνουν εκείνη αισθάνεται την ανάγκη να μπαίνει στον σκοτεινό κόσμο των άλλων δίνοντάς τους κάτι από το δικό της φως... H συγκατοίκηση με πρόσφυγες
Σε έναν τέτοιο «ζοφερό κόσμο», ανάμεσα σε χιλιάδες πρόσφυγες και τόνους απελπισίας, περνάει η Δώρα τις νύχτες της τους τελευταίους μήνες ως εθελόντρια στο λιμάνι του Πειραιά. Εκείνη πάλι δεν το βλέπει έτσι. Κάθε βράδυ, μετά το θέατρο «Vault» όπου πρωταγωνιστεί για δεύτερη σεζόν στην εξαιρετική παράσταση «Μικρές ιστορίες φόνων», μπαίνει στο αυτοκίνητό της και κατευθύνεται στην πέτρινη αποθήκη του Πειραιά όπου φιλοξενούνται πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν. «Οτιδήποτε αφορά τη χώρα και την ελληνική κοινωνία δεν μπορώ να κάθομαι και να το παρακολουθώ από τον καναπέ μου», λέει και συνεχίζει: «Κατεβαίνω σε πορείες, οργανώνω δράσεις, βοηθάω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να υπάρξω αλλιώς. Ετσι, μια μέρα πήρα δύο σακούλες με τρόφιμα, κατέβηκα στο λιμάνι και έκτοτε βρίσκομαι εκεί κάθε βράδυ κάνοντας τη βάρδια από τις 12 το βράδυ έως τις 5 το πρωί. Προσέχω αν όλα λειτουργούν εύρυθμα, φτιάχνω γάλα για τα μωρά που ξυπνούν, ενημερώνω κάποιον γιατρό για έκτακτα περιστατικά...». Σε κάποια από αυτές τις βάρδιες η Δώρα εντοπίζει δύο νέους που δεν κοιμούνται ποτέ: τον 25χρονο Χασάν από τη Συρία που ο πόλεμος του στέρησε τους γονείς του και το σπίτι του, αλλά και τον 18χρονο Ραχίν ο οποίος εγκατέλειψε το Αφγανιστάν μετά από απειλές των Ταλιμπάν για τη ζωή του. Οι ιστορίες τους είναι συγκινητικές, τα πρόσωπά τους συμπαθή και οι ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή πηγή δύναμης. Η Δώρα τους προτείνει να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της. Το έχει άλλωστε ξανακάνει πολλές φορές: με μια 10μελή οικογένεια Αφγανών, με μια κοπέλα από τη Συρία, με νέους, γέρους και παιδιά. Ο Χασάν και ο Ραχίν δέχονται, με τη Δώρα να αφήνει στα χέρια τους τα κλειδιά του σπιτιού της και στην ελληνική κοινωνία έναν θαυμασμό μαζί με το ερώτημα «Καλά, δεν φοβάται;». «Οχι. Δεν φοβήθηκα στιγμή. Ο φόβος είναι κάτι που προσπαθώ να μην ορίζει τη ζωή μου σε κανένα επίπεδο», απαντά και προσθέτει: «Η επιθυμία μου να ανοίξω το σπίτι μου και να φιλοξενήσω πρόσφυγες ξεκίνησε από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στον Πειραιά. Τα παιδιά τα φιλοξενώ πάνω από δύο μήνες και είναι πλέον οικογένειά μου. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μου έχουν δώσει πολλά περισσότερα απ’ όσα τους έχω δώσει εγώ. Εχουν χαράξει μέσα μου έναν νέο δρόμο σε σχέση με κομμάτια του εαυτού μου που βρίσκονταν σε ύπνωση. Πριν από τα παιδιά αυτά νόμιζα ότι είμαι ένας άνθρωπος χωρίς ψυχραιμία και υπομονή, ένας συγκεκαλυμμένα τρυφερός άνθρωπος. Ο Χασάν και ο Ραχίν έχουν ενεργοποιήσει, έχουν φωτίσει πλευρές του εαυτού μου. Εχουν καταφέρει να δώσουν στις λέξεις “αξιοπρέπεια”, “δύναμη”, “πίστη” και “αισιοδοξία” την πραγματική τους υπόσταση. Εχουν μπορέσει να με κάνουν καλύτερο άνθρωπο και όταν φύγουν θα μου στοιχίσει πολύ. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις κάθε πρωί πρόσωπα χαμογελαστά και να ακούς μια καλημέρα μέσα σε έναν κόσμο σαν τον δικό μας, έναν κόσμο που καταρρέει»...
«Μετά τον Τσίπρα δεν πιστεύω στους αριστερούς»
Η ζωή της Δώρας δεν είναι εύκολη ούτε εξασφαλισμένη. Κάθε πρωί κρατάει το φαρμακείο της μητέρας της, τα βράδια βρίσκεται στο θέατρο και τα μεσάνυχτα στο λιμάνι του Πειραιά πιστεύοντας στον άνθρωπο και στη δύναμη της προσωπικής του ελπίδας. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά μετά τον Τσίπρα δεν πιστεύω πλέον στους αριστερούς. Πιστεύω μόνο στους ανθρώπους ως μονάδα. Οτι η αλλαγή έρχεται από τον έναν που συμπαρασύρει περισσότερους. Η παρούσα κυβέρνηση με διέψευσε απόλυτα. Εχω υποστεί, όπως άλλωστε και πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, μια τεράστια ηθική, αξιακή και ιδεολογική ήττα. Εγώ τον ψήφισα τον ΣΥΡΙΖΑ και πίστεψα πολύ στον Τσίπρα. Δεν είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν σημαντικές αλλαγές σε οικονομικό επίπεδο διότι είμαστε έρμαια μιας πολιτικής που δεν άπτεται των δικών μας χειρισμών. Πίστευα όμως ότι μια θεωρητικά αριστερή κυβέρνηση, γιατί θεωρητικό είναι τελικά το πράγμα, θα αναδείκνυε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν το έκαναν. Και λυπάμαι βαθιά γι’ αυτούς. Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν. Το μόνο που μας μένει είναι να το δούμε ως σημείο εκκίνησης κι όχι ως το τέλος μας», καταλήγει. Info: «Μικρές ιστορίες φόνων» - Θέατρο «Vault», Μελενίκου 26, Βοτανικός, τηλ.: 213 0356472, 6945993870
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα