Ένα τροχαίο, ένα φονικό, οχτώ νεκροί: Μια τραγωδία χωρίς τέλος 25 χρόνια μετά
Ένα τροχαίο, ένα φονικό, οχτώ νεκροί: Μια τραγωδία χωρίς τέλος 25 χρόνια μετά
Τον Ιούλιο του '91 υποσμηναγός υπό την επήρεια αλκοόλ αφαιρεί τη ζωή πέντε ανθρώπων - Δύο χρόνια μετά ο πατέρας ενός εκ των θυμάτων δολοφονεί δύο δικηγόρους, τραυματίζει 3 στρατοδίκες και αυτοκτονεί στο Στρατοδικείο
Η Δικαιοσύνη 25 χρόνια μετά αναμοχλεύει την μνήμη και φέρνει καρέ καρέ την τραγική ιστορία ενός μεθυσμένου υποσμηναγού που με το αυτοκίνητο του στη Χαλκίδα αφαιρεί τη ζωή πέντε νέων ανθρώπων και λίγο αργότερα ο πατέρας ενός από τα αδικοχαμένα παιδιά δολοφόνησε μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου στο Ρουφ δύο δικηγόρους και τραυματίζει τρεις στρατοδίκες, ενώ με μια σφαίρα έθεσε τέλος στην ζωή του.
Παρ' όλα αυτά, πτυχές της εξωφρενικής αυτής ιστορίας συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης, και όπως όλα δείχνουν δεν θα κλείσουν ούτε μέσα στα επόμενα χρόνια
Ήταν 4 τα ξημερώματα της Κυριακής 21 Ιουλίου 1991. Μία νεανική παρέα 7 ατόμων ηλικίας από 15 έως 19 ετών, επέστρεφε με τα πόδια στη Χαλκίδα, από το μπαρ "NEGRO", που βρισκόταν στην περιοχή της Γλύφας.
Το "NEGRO", βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την ταβέρνα ΝΑΟΥΜ στη Γλύφα, πάνω στο δρόμο προς το Βαθύ και ήταν εκείνη τη δεκαετία το πιο in κλαμπ για τη νεολαία. Είχε μεγάλη χωρητικότητα, προσιτές τιμές και διοργάνωνε διάφορα χάπενινγκς, με αποτέλεσμα να προσελκύει εκατοντάδες νεολαίους τόσο από την Χαλκίδα, όσο και από τις γύρω περιοχές. Μάλιστα, τα Σαββατόβραδα σχηματίζονταν ουρές από νέους ανθρώπους στην είσοδο του κλαμπ.
Η παρέα των 7 φίλων πήγε στο κλαμπ το βράδυ του Σαββάτου και διασκέδασε μέχρι τις 4 περίπου τα ξημερώματα της Κυριακής, 21 Απριλίου 1991.
Την παρέα αποτελούσαν ο 18χρονος Βίκτωρ Μάϊσης, ο 17χρονος Μιχάλης Μπαξεβανίδης και ο 15χρονος αδελφός του Παναγιώτης, ο εξάδελφός τους Παναγιώτης Κατράκης, ο 16χρονος Κώστας Ντρούζος, ο 19χρονος Αλέξης Σαμψών και ο 18χρονος Βάγιας Κατσός.
Παρ' όλα αυτά, πτυχές της εξωφρενικής αυτής ιστορίας συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης, και όπως όλα δείχνουν δεν θα κλείσουν ούτε μέσα στα επόμενα χρόνια
Ήταν 4 τα ξημερώματα της Κυριακής 21 Ιουλίου 1991. Μία νεανική παρέα 7 ατόμων ηλικίας από 15 έως 19 ετών, επέστρεφε με τα πόδια στη Χαλκίδα, από το μπαρ "NEGRO", που βρισκόταν στην περιοχή της Γλύφας.
Το "NEGRO", βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την ταβέρνα ΝΑΟΥΜ στη Γλύφα, πάνω στο δρόμο προς το Βαθύ και ήταν εκείνη τη δεκαετία το πιο in κλαμπ για τη νεολαία. Είχε μεγάλη χωρητικότητα, προσιτές τιμές και διοργάνωνε διάφορα χάπενινγκς, με αποτέλεσμα να προσελκύει εκατοντάδες νεολαίους τόσο από την Χαλκίδα, όσο και από τις γύρω περιοχές. Μάλιστα, τα Σαββατόβραδα σχηματίζονταν ουρές από νέους ανθρώπους στην είσοδο του κλαμπ.
Η παρέα των 7 φίλων πήγε στο κλαμπ το βράδυ του Σαββάτου και διασκέδασε μέχρι τις 4 περίπου τα ξημερώματα της Κυριακής, 21 Απριλίου 1991.
Την παρέα αποτελούσαν ο 18χρονος Βίκτωρ Μάϊσης, ο 17χρονος Μιχάλης Μπαξεβανίδης και ο 15χρονος αδελφός του Παναγιώτης, ο εξάδελφός τους Παναγιώτης Κατράκης, ο 16χρονος Κώστας Ντρούζος, ο 19χρονος Αλέξης Σαμψών και ο 18χρονος Βάγιας Κατσός.
Μετά το ξεφάντωμα στο "NEGRO" η παρέα δεν έβρισκε ταξί, για να επιστρέψει στη Χαλκίδα και όλοι μαζί αποφάσισαν να γυρίσουν με τα πόδια.
Πράγματι ξεκίνησαν να επιστρέφουν στο δεξιό μέρος του δρόμου. Όμως, 200 μέτρα μετά τη στροφή όπου βρίσκεται η φαρμακοβιομηχανία "GALLENICA" ένα αυτοκίνητο, που οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα ο 32χρονος, τότε, υποσμηναγός της Αεροπορίας Δημήτρης Κουρούπης, με συνοδηγό τον 26χρονο κουνιάδο του Φώτη Σακελλαράκη, με κατεύθυνση προς την Χαλκίδα, «θέρισε» τους 5 από τους 7 νεαρούς. Ο υποσμηναγός όπως αποδείχθηκε, οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος.
Ακαριαία σκοτώθηκαν ο Μάϊσης και οι αδελφοί Μπαξεβάνη. Αργότερα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου είχαν διακομιστεί ξεψύχησαν ακόμα δύο, οι Κατράκης και Ντρούζος.
Σοβαρά τραυματίστηκε και ο Σακελλαράκης, ενώ σώθηκαν μόνο οι Σαμψών και Κατσός, οι οποίοι περπατούσαν 10 μέτρα πιο μπροστά από την υπόλοιπη παρέα.
Η τραγική αυτή υπόθεση δεν τελείωσε εκεί. Το δεύτερο σκέλος της εξελίχτηκε στην δικαστική αίθουσα του Στρατοδικείου στο Ρουφ των Αθηνών.
Ο υποσμηναγός σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μόλις 4 ετών και 8 μηνών. Δύο μήνες αργότερα κατόπιν αιτήσεως του η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη προς 988 δραχμές (2,9 ευρώ) ημερησίως και αφέθηκε ελεύθερος.
Αμέσως ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους γονείς και συγγενείς των αδικοχαμένων νέων, όσο και από τις τότε εφημερίδες. Γινόταν λόγος για σκανδαλώδη ευνοϊκή μεταχείριση του υποσμηναγού από το Στρατοδικείο, ενώ επιστολές διαμαρτυρίας στάλθηκαν από τους γονείς και συγγενείς προς τους βουλευτές και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας.
Μετά απ' όλα αυτά, η υπόθεση οδηγήθηκε κατ' έφεση στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Έτσι, την τραγική Πρωταπριλιά του 1993, ξεκίνησε η δίκη σε στο Ρουφ.
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, εκείνη την ημέρα βρίσκονταν οι γονείς όλων των παιδιών που χάθηκαν, όπως και δύο αστυφύλακες του Μεταγωγών Αθηνών, οι οποίοι συνόδευαν δυο κρατούμενους που επρόκειτο να δικαστούν την ίδια ημέρα για άσχετη υπόθεση.
Όλοι οι συγγενείς ήταν εμφανώς εκνευρισμένοι λόγω της μικρής ποινής που είχε ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο υποσμηναγό.
Ενώ η ακροαματική διαδικασία εξελισσόταν ομαλά εκείνη την ημέρα και ενώ στις 19:15 ο αναπληρωτής καθηγητής Ποινικού Δικαίου και εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου Χρήστος Μπάκας ετοιμαζόταν να πάρει τον λόγο αντιστράφηκε το κλίμα εντελώς αρνητικά κατά 180 μοίρες. Ξαφνικά ο Θανάσης Ντρούζος, πατέρας του Κωνσταντίνου, ενός από τα θύματα του τροχαίου, άνοιξε το χαρτοφύλακα που κρατούσε και έβγαλε ένα πιστόλι.
Αμέσως, η αίθουσα πάγωσε. Ο Ντρούζος κρατώντας το πιστόλι στο χέρι πιάνει από τον λαιμό τον μάρτυρα υπεράσπισης και συνοδηγό του υποσμηναγού το βράδυ του δυστυχήματος, Φώτιο Σακελλαράκη και έχοντάς τον όμηρο και κολλημένη την κάννη του όπλου στον κρόταφο του τον έσυρε προς την έδρα των δικαστών.
Φωνάζοντας ζήτησε από τον αστυφύλακα Κωνσταντίνο Κουτουλάκη να αφήσει το υπηρεσιακό του όπλο στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο Κουτουλάκης είχε μείνει «στήλη άλατος». Αναποφάσιστος κοιτούσε μια προς την έδρα των δικαστών και μία προς τον οπλισμένο Ντρούζο.
Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου έντρομος άρχισε να παροτρύνει κατ' επανάληψη τον αστυφύλακα να συμμορφωθεί στις εντολές του Ντρούζου. Πράγματι ο Κουτουλάκης τελικά άφησε το όπλο του το οποίο το πήρε Ντρούζος.
«Θα σας σκοτώσω όλους...», φώναζε αλλόφρων ο Ντρούζος δείχνοντας αποφασισμένος να πραγματοποιήσει την απειλή του.
Ο δεύτερος αστυφύλακας, ο Ευτύχιος Λαμπρούσης ήταν όρθιος στην πόρτα εισόδου της δικαστικής αίθουσας και μόλις ξεκίνησε η ομηρία του συναδέλφου του ειδοποίησε την Άμεση Δράση.
Ωστόσο, η κατάσταση μέσα στην αίθουσα ελάμβανε απρόσμενες διαστάσεις και η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο. Ο υποσμηναγός με την απειλή των δυο όπλων, πλέον, υποχρέωσε τον Κουτουλάκη να δέσει πλάτη με πλάτη με μονωτική ταινία που την έβγαλε μέσα από τον χαρτοφύλακα του, από τη μια τον υποσμηναγό και μάρτυρα υπεράσπισης Φώτιο Σακελλαράκη και από την άλλη τους δύο δικηγόρους του κατηγορούμενου, τον Χρήστο Μπάκα και τον Δημοσθένη Αβράμη.
Σε έξαλλη κατάσταση πλέον ο πατέρας του 16χρονου Κώστα Ντρούζου, απαίτησε από τους ομήρους να ομολογήσουν μεγαλόφωνα ότι ο υποσμηναγός είναι ένοχος, ότι οδηγούσε μεθυσμένος και για αυτό σκότωσε τα παιδιά.
Η ατμόσφαιρα μέσα στην δικαστική αίθουσα ήταν πλέον εκρηκτική. Οι προσπάθειες του προέδρου και του Επιτρόπου του Στρατοδικείου, όπως και του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, για κατευνασμό της ανεξέλεγκτης κατάστασης δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Ο Ντρούζος αντιλαμβάνεται ότι έφθασε αστυνομική δύναμη και αμέσως άρχισε να πυροβολεί τους δεμένους ομήρους.
Οι δύο δικηγόροι Χρήστος Μπάκας και Δημοσθένης Αβράμης έπεσαν νεκροί, ενώ ο κατηγορούμενος ανθυπασπιστής και μάρτυρας υπεράσπισης Φώτιος Σακελλαράκης τραυματίστηκε.
Προκλήθηκε πανικός στην δικαστική αίθουσα. Οι πολίτες που παρακολουθούσαν την δίκη άρχισαν έντρομοι να τρέχουν προς τα έξω εγκαταλείποντας την αίθουσα.
Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Ο μαινόμενος πατέρας πήδηξε πάνω στην έδρα και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των δικαστών, τραυματίζοντας τρεις στρατοδίκες.
Η αυλαία αυτής της τραγωδίας, που άρχισε με το πολύνεκρο τροχαίο την 21η Ιουλίου 1991 και έκλεισε προσωρινά την 1η Απριλίου 1993, έπεσε από τον ίδιο τον Ντρούζο, ο οποίος φύλαξε μια σφαίρα για τον εαυτό του. Έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα.
Όμως, η «ουρά» αυτής της εξωφρενικής δικαστικής τραγικής περιπέτειας συνεχίζεται μέχρι σήμερα στα Διοικητικά Δικαστήρια και όπως όλα καταδεικνύουν θα συνεχιστεί ακόμα και την επόμενη τουλάχιστον τριετία.
Μετά τις εξελίξεις στην δικαστική αίθουσα του Στρατοδικείου που έκαναν το γύρο του κόσμου, τα Διοικητικά Δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι υπεύθυνοι της Ελληνικής Αστυνομίας «παρέλειψαν τη νόμιμη υποχρέωση τους». Δηλαδή, δεν μερίμνησαν να υπάρχει αστυνομική δύναμη στην δικαστική αίθουσα, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό ποια δίκη θα γινόταν, ενώ «η συμπτωματική παρουσία» των δύο αστυνομικών του Μεταγωγών, αποσκοπούσε στην φρούρηση άλλων υποδίκων. Παρ' όλα αυτά στους δύο αστυνομικούς παράνομα ανατέθηκαν και πρόσθετα μέτρα ασφαλείας και τήρησης της τάξης στην δικαστική αίθουσα.
Επιπρόσθετα, ο Επίτροπος του Στρατοδικείου, εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης παράνομα παρέλειψε να ειδοποιήσει την Αστυνομία, προκειμένου να ληφθούν αυξημένα μέτρα ασφαλείας.
Έτσι, λόγω των παραλείψεων αυτών, δεν μπόρεσαν να αποτραπούν οι δολοφονίες και το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλλει αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.
Μεταξύ αυτών που διεκδίκησαν αποζημίωση ήταν και η κόρη του 43χρόνου τότε δικηγόρου Χρήστου Μπάκα, Ελένη, η οποία ήταν τότε ανήλικη.
Στην Ελένη Μπάκα, πλέον της συντάξεως των 32 ευρώ μηνιαίως που της χορηγήθηκε, επιπρόσθετα της επιδικάστηκε και διατροφή μέχρι την ενηλικίωσή της.
Το 2002 η κόρη του Μπάκα άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενη ότι αποφοίτησε από το Αρσάκειο και πέτυχε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο πρέπει να εξακολουθήσει να της παρέχει διατροφή 292 ευρώ μηνιαίως (προσαυξανόμενη κάθε έτος κατά 5%) μέχρι τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας της, αλλά και μετέπειτα, εφόσον συνεχίσει με μεταπτυχιακές σπουδές. Τελικά το Διοικητικό Εφετείο σε συνδυασμό με την σύνταξη που ελάμβανε από το Δημόσιο, της επιδίκασε το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως.
Η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής προσέφυγε στη συνέχεια στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν είναι σαφές το ύψος της διατροφής που επιδικάστηκε. Δηλαδή, εάν τα 150 ευρώ είναι πλέον της συντάξεως των 34 ευρώ (δηλαδή 150 + 34= 184 ευρώ) ή μέσα στο ποσό των 150 ευρώ περιλαμβάνονται και τα 34 ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας (απόφαση 1085/2016) ανέπεμψαν την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο για να απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα που τίθεται.
Το γαϊτανάκι των δικαστικών αποφάσεων θα συνεχιστεί, καθώς η νέα εφετειακή απόφαση που θα εκδοθεί θα αναιρεθεί είτε από την φοιτήτρια είτε από το Δημόσιο και θα επανέλθει και πάλι για νέα κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ωστόσο η Ελένη Μπάκα όχι μονό θα είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, αλλά θα έχει ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της, θα έχει δημιουργήσει οικογένεια και παιδιά και η Δικαιοσύνη με τους αργόσυρτους ρυθμούς της, τις παλινδρομήσεις της και την δυστοκία που την χαρακτηρίζει, θα προσπαθεί ακόμα να εκδώσει την οριστική απόφασή της.
Πράγματι ξεκίνησαν να επιστρέφουν στο δεξιό μέρος του δρόμου. Όμως, 200 μέτρα μετά τη στροφή όπου βρίσκεται η φαρμακοβιομηχανία "GALLENICA" ένα αυτοκίνητο, που οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα ο 32χρονος, τότε, υποσμηναγός της Αεροπορίας Δημήτρης Κουρούπης, με συνοδηγό τον 26χρονο κουνιάδο του Φώτη Σακελλαράκη, με κατεύθυνση προς την Χαλκίδα, «θέρισε» τους 5 από τους 7 νεαρούς. Ο υποσμηναγός όπως αποδείχθηκε, οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος.
Ακαριαία σκοτώθηκαν ο Μάϊσης και οι αδελφοί Μπαξεβάνη. Αργότερα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου είχαν διακομιστεί ξεψύχησαν ακόμα δύο, οι Κατράκης και Ντρούζος.
Σοβαρά τραυματίστηκε και ο Σακελλαράκης, ενώ σώθηκαν μόνο οι Σαμψών και Κατσός, οι οποίοι περπατούσαν 10 μέτρα πιο μπροστά από την υπόλοιπη παρέα.
To δεύτερο σκέλος της τραγωδίας
Η τραγική αυτή υπόθεση δεν τελείωσε εκεί. Το δεύτερο σκέλος της εξελίχτηκε στην δικαστική αίθουσα του Στρατοδικείου στο Ρουφ των Αθηνών.
Ο υποσμηναγός σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μόλις 4 ετών και 8 μηνών. Δύο μήνες αργότερα κατόπιν αιτήσεως του η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη προς 988 δραχμές (2,9 ευρώ) ημερησίως και αφέθηκε ελεύθερος.
Αμέσως ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους γονείς και συγγενείς των αδικοχαμένων νέων, όσο και από τις τότε εφημερίδες. Γινόταν λόγος για σκανδαλώδη ευνοϊκή μεταχείριση του υποσμηναγού από το Στρατοδικείο, ενώ επιστολές διαμαρτυρίας στάλθηκαν από τους γονείς και συγγενείς προς τους βουλευτές και τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας.
Μετά απ' όλα αυτά, η υπόθεση οδηγήθηκε κατ' έφεση στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Έτσι, την τραγική Πρωταπριλιά του 1993, ξεκίνησε η δίκη σε στο Ρουφ.
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, εκείνη την ημέρα βρίσκονταν οι γονείς όλων των παιδιών που χάθηκαν, όπως και δύο αστυφύλακες του Μεταγωγών Αθηνών, οι οποίοι συνόδευαν δυο κρατούμενους που επρόκειτο να δικαστούν την ίδια ημέρα για άσχετη υπόθεση.
Όλοι οι συγγενείς ήταν εμφανώς εκνευρισμένοι λόγω της μικρής ποινής που είχε ήδη επιβληθεί στον κατηγορούμενο υποσμηναγό.
Ενώ η ακροαματική διαδικασία εξελισσόταν ομαλά εκείνη την ημέρα και ενώ στις 19:15 ο αναπληρωτής καθηγητής Ποινικού Δικαίου και εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου Χρήστος Μπάκας ετοιμαζόταν να πάρει τον λόγο αντιστράφηκε το κλίμα εντελώς αρνητικά κατά 180 μοίρες. Ξαφνικά ο Θανάσης Ντρούζος, πατέρας του Κωνσταντίνου, ενός από τα θύματα του τροχαίου, άνοιξε το χαρτοφύλακα που κρατούσε και έβγαλε ένα πιστόλι.
Αμέσως, η αίθουσα πάγωσε. Ο Ντρούζος κρατώντας το πιστόλι στο χέρι πιάνει από τον λαιμό τον μάρτυρα υπεράσπισης και συνοδηγό του υποσμηναγού το βράδυ του δυστυχήματος, Φώτιο Σακελλαράκη και έχοντάς τον όμηρο και κολλημένη την κάννη του όπλου στον κρόταφο του τον έσυρε προς την έδρα των δικαστών.
Φωνάζοντας ζήτησε από τον αστυφύλακα Κωνσταντίνο Κουτουλάκη να αφήσει το υπηρεσιακό του όπλο στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο Κουτουλάκης είχε μείνει «στήλη άλατος». Αναποφάσιστος κοιτούσε μια προς την έδρα των δικαστών και μία προς τον οπλισμένο Ντρούζο.
Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου έντρομος άρχισε να παροτρύνει κατ' επανάληψη τον αστυφύλακα να συμμορφωθεί στις εντολές του Ντρούζου. Πράγματι ο Κουτουλάκης τελικά άφησε το όπλο του το οποίο το πήρε Ντρούζος.
«Θα σας σκοτώσω όλους...», φώναζε αλλόφρων ο Ντρούζος δείχνοντας αποφασισμένος να πραγματοποιήσει την απειλή του.
Ο δεύτερος αστυφύλακας, ο Ευτύχιος Λαμπρούσης ήταν όρθιος στην πόρτα εισόδου της δικαστικής αίθουσας και μόλις ξεκίνησε η ομηρία του συναδέλφου του ειδοποίησε την Άμεση Δράση.
Ωστόσο, η κατάσταση μέσα στην αίθουσα ελάμβανε απρόσμενες διαστάσεις και η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο. Ο υποσμηναγός με την απειλή των δυο όπλων, πλέον, υποχρέωσε τον Κουτουλάκη να δέσει πλάτη με πλάτη με μονωτική ταινία που την έβγαλε μέσα από τον χαρτοφύλακα του, από τη μια τον υποσμηναγό και μάρτυρα υπεράσπισης Φώτιο Σακελλαράκη και από την άλλη τους δύο δικηγόρους του κατηγορούμενου, τον Χρήστο Μπάκα και τον Δημοσθένη Αβράμη.
Σε έξαλλη κατάσταση πλέον ο πατέρας του 16χρονου Κώστα Ντρούζου, απαίτησε από τους ομήρους να ομολογήσουν μεγαλόφωνα ότι ο υποσμηναγός είναι ένοχος, ότι οδηγούσε μεθυσμένος και για αυτό σκότωσε τα παιδιά.
Η ατμόσφαιρα μέσα στην δικαστική αίθουσα ήταν πλέον εκρηκτική. Οι προσπάθειες του προέδρου και του Επιτρόπου του Στρατοδικείου, όπως και του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, για κατευνασμό της ανεξέλεγκτης κατάστασης δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Ο Ντρούζος αντιλαμβάνεται ότι έφθασε αστυνομική δύναμη και αμέσως άρχισε να πυροβολεί τους δεμένους ομήρους.
Οι δύο δικηγόροι Χρήστος Μπάκας και Δημοσθένης Αβράμης έπεσαν νεκροί, ενώ ο κατηγορούμενος ανθυπασπιστής και μάρτυρας υπεράσπισης Φώτιος Σακελλαράκης τραυματίστηκε.
Προκλήθηκε πανικός στην δικαστική αίθουσα. Οι πολίτες που παρακολουθούσαν την δίκη άρχισαν έντρομοι να τρέχουν προς τα έξω εγκαταλείποντας την αίθουσα.
Το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Ο μαινόμενος πατέρας πήδηξε πάνω στην έδρα και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των δικαστών, τραυματίζοντας τρεις στρατοδίκες.
Η αυλαία αυτής της τραγωδίας, που άρχισε με το πολύνεκρο τροχαίο την 21η Ιουλίου 1991 και έκλεισε προσωρινά την 1η Απριλίου 1993, έπεσε από τον ίδιο τον Ντρούζο, ο οποίος φύλαξε μια σφαίρα για τον εαυτό του. Έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα.
Όμως, η «ουρά» αυτής της εξωφρενικής δικαστικής τραγικής περιπέτειας συνεχίζεται μέχρι σήμερα στα Διοικητικά Δικαστήρια και όπως όλα καταδεικνύουν θα συνεχιστεί ακόμα και την επόμενη τουλάχιστον τριετία.
Σύνταξη 34 ευρώ στην κόρη του Χρήστου Μπάκα και σε αναμονή η διατροφή
Μετά τις εξελίξεις στην δικαστική αίθουσα του Στρατοδικείου που έκαναν το γύρο του κόσμου, τα Διοικητικά Δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι υπεύθυνοι της Ελληνικής Αστυνομίας «παρέλειψαν τη νόμιμη υποχρέωση τους». Δηλαδή, δεν μερίμνησαν να υπάρχει αστυνομική δύναμη στην δικαστική αίθουσα, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό ποια δίκη θα γινόταν, ενώ «η συμπτωματική παρουσία» των δύο αστυνομικών του Μεταγωγών, αποσκοπούσε στην φρούρηση άλλων υποδίκων. Παρ' όλα αυτά στους δύο αστυνομικούς παράνομα ανατέθηκαν και πρόσθετα μέτρα ασφαλείας και τήρησης της τάξης στην δικαστική αίθουσα.
Επιπρόσθετα, ο Επίτροπος του Στρατοδικείου, εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης παράνομα παρέλειψε να ειδοποιήσει την Αστυνομία, προκειμένου να ληφθούν αυξημένα μέτρα ασφαλείας.
Έτσι, λόγω των παραλείψεων αυτών, δεν μπόρεσαν να αποτραπούν οι δολοφονίες και το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεώθηκε να καταβάλλει αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.
Μεταξύ αυτών που διεκδίκησαν αποζημίωση ήταν και η κόρη του 43χρόνου τότε δικηγόρου Χρήστου Μπάκα, Ελένη, η οποία ήταν τότε ανήλικη.
Στην Ελένη Μπάκα, πλέον της συντάξεως των 32 ευρώ μηνιαίως που της χορηγήθηκε, επιπρόσθετα της επιδικάστηκε και διατροφή μέχρι την ενηλικίωσή της.
Το 2002 η κόρη του Μπάκα άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, επικαλούμενη ότι αποφοίτησε από το Αρσάκειο και πέτυχε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το λόγο αυτό το Δημόσιο πρέπει να εξακολουθήσει να της παρέχει διατροφή 292 ευρώ μηνιαίως (προσαυξανόμενη κάθε έτος κατά 5%) μέχρι τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας της, αλλά και μετέπειτα, εφόσον συνεχίσει με μεταπτυχιακές σπουδές. Τελικά το Διοικητικό Εφετείο σε συνδυασμό με την σύνταξη που ελάμβανε από το Δημόσιο, της επιδίκασε το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως.
Η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής προσέφυγε στη συνέχεια στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν είναι σαφές το ύψος της διατροφής που επιδικάστηκε. Δηλαδή, εάν τα 150 ευρώ είναι πλέον της συντάξεως των 34 ευρώ (δηλαδή 150 + 34= 184 ευρώ) ή μέσα στο ποσό των 150 ευρώ περιλαμβάνονται και τα 34 ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας (απόφαση 1085/2016) ανέπεμψαν την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο για να απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα που τίθεται.
Το γαϊτανάκι των δικαστικών αποφάσεων θα συνεχιστεί, καθώς η νέα εφετειακή απόφαση που θα εκδοθεί θα αναιρεθεί είτε από την φοιτήτρια είτε από το Δημόσιο και θα επανέλθει και πάλι για νέα κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ωστόσο η Ελένη Μπάκα όχι μονό θα είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, αλλά θα έχει ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της, θα έχει δημιουργήσει οικογένεια και παιδιά και η Δικαιοσύνη με τους αργόσυρτους ρυθμούς της, τις παλινδρομήσεις της και την δυστοκία που την χαρακτηρίζει, θα προσπαθεί ακόμα να εκδώσει την οριστική απόφασή της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα