Αντισυνταγματική και παράνομη είναι η σύσταση της Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που προβλέφθηκε με το νόμο 4389/2016 και λειτουργεί από 1η Ιανουαρίου 2017 καταργώντας ουσιαστικά στην πράξη βασικές και καθοριστικές αρμοδιότητες του υπουργείου Οικονομικών, υποστηρίζουν 3 συνδικαλιστικές οργανώσεις και 6 δημόσιοι υπάλληλοι με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Με τον ιδρυτικό της νόμο 4389/2017 (επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων) η ΑΑΔΕ από 1.1.2017 ανέλαβε τον νευραλγικό τομέα της είσπραξης των εσόδων του κράτους και της οργάνωσης των φορολογικών και τελωνειακών ελέγχων.
Ακόμη, υπό τον έλεγχό της είναι ολόκληρη η υλική βάση (δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τελωνεία, Γενικό Χημείο του Κράτους κ.λπ.) του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο ουσιαστικά αποψιλώθηκε από κάθε λειτουργική δραστηριότητα.
Ο ίδιος νόμος προβλέπει ρητά ότι η Κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκεί τον παραμικρό έλεγχο στην Αρχή, η οποία αποκτά υπερεξουσίες οικονομικές αλλά και πολιτικές. Και αυτό γιατί θα έχει την ευθύνη της είσπραξης των φορολογικών και τελωνειακών εσόδων του κράτους, τα οποία αντιστοιχούν περίπου στο 25% του ΑΕΠ.
Τώρα, στο ΣτΕ προσέφυγαν η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, η Ομοσπονδία Τελωνειακών Υπαλλήλων Ελλάδος, η Ομοσπονδία Συλλόγων Υπουργείου Οικονομικών και 6 πρώην υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών και νυν υπάλληλοι της ΑΑΔΕ.
Με την αίτηση τους ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματικός και παράνομος ο οργανισμός της ΑΑΔΕ που εκδόθηκε με την υπ΄ αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960/2017 απόφαση της Αρχής που υπογράφεται (10.3.2017) από τον διοικητή της Γεώργιο Πιτσιλή. Παράλληλα, προσβάλλουν και ως αντισυνταγματικό τον ιδρυτικό νόμο της ΑΑΔΕ.
Στην αίτησή τους υπογραμμίζουν ότι η σύσταση της εν λόγω ανεξάρτητης Αρχής είναι αντίθετη στις επιταγές του Συντάγματος καθώς αφενός ανατίθενται σε αυτήν αρμοδιότητες του στενού πυρήνα του κράτους και αφετέρου είναι πολιτικά ανεύθυνη και δεν υπόκειται σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο, παρότι υποκαθιστά την Κυβέρνηση.
Ειδικότερα, τονίζουν ότι η σύσταση της επίμαχης ανεξάρτητης Αρχής παραβιάζει τα άρθρα 82, 84 και 86 του Συντάγματος, καθώς δεν μπορεί να τις καταλογιστεί πολιτική ευθύνη, όπως αναγνωρίζεται από το κοινοβουλευτικό σύστημα στα μέλη της Κυβέρνησης. Συνεπώς, οι αρμοδιότητες της Αρχής -σε αντίθεση με τις Συνταγματικές επιταγές- την καθιστούν φορέα στην ουσία νομοθετικής εξουσίας, που υποκαθιστά εν τέλει την Κυβέρνηση.
Εξάλλου, η ανάθεση στην Αρχή αρμοδιοτήτων που εμπίπτουν στον στενό κρατικό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, πλέον του ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην νομολογία του ΣτΕ, μεταφράζεται στο ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από τα αρμόδια υπουργεία, δεν λογοδοτεί και δεν έχει ευθύνες, παρά τις περί αντιθέτου προβλέψεις του κοινοβουλευτικού συστήματος και της εκτελεστικής εξουσίας.
Ακόμη, υπογραμμίζουν οι συνδικαλιστικές Οργανώσεις, κ.λπ., ότι είναι αντισυνταγματική και παράνομη η ανάθεση στην Αρχή αρμοδιοτήτων που είναι φορολογικού, δημοσιονομικού και γενικά αυστηρά καταναγκαστικού και αστυνομικού χαρακτήρα και υπάγονται στις αρμοδιότητες του στενού κρατικού πυρήνα. Μάλιστα, επισημαίνουν στο σημείο αυτό την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματική την μεταφορά αστυνομικών αρμοδιοτήτων στους Δήμους, όπως και άλλες ανάλογες περίπτώσεις.
Επιπρόσθετα, ο οργανισμός της εν λόγω Αρχής είναι αντισυνταγματικός (αντίθετος στο άρθρο 43 του Συντάγματος) καθώς έπρεπε να εκδοθεί με σχετικό Προεδρικό Διάταγμα και όχι με απόφαση του διοικητή της, όπως έγινε τώρα.
Σε άλλο σημείο αναφέρουν οι μόνιμοι Δημόσιοι υπάλληλοι, ότι από την μεταφορά τους από το υπουργείο, τα τελωνεία, κ.λπ. στην επίμαχη Αρχή υπέστησαν δυσμενή υπηρεσιακή μεταβολή, λόγω των νέων διαρθρώσεων που υπάρχουν εκεί, στον τρόπο επιλογής και τοποθέτησης των προϊσταμένων, ενώ διαφοροποιούνται προς το δυσμενέστερο η υπηρεσιακή εξέλιξη και αξιολόγησή τους, κ.λπ.
Τέλος, σημειώνουν ότι καθίσταται επισφαλής η υπηρεσιακή τους κατάστασης και εξέλιξη λόγω της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχει ο διοικητής της εν λόγω Αρχής, η οποία δεν υπάγεται σε κανένα έλεγχο.