Η εγγονή της «Ελένης» που εκτελέστηκε από τον ΔΣΕ διαφημίζει την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο

Πώς η κόρη του Νικόλα Γκατζογιάννη, συγγραφέα του περίφημου βιβλίου για τον Εμφύλιο, ξεπέρασε την οικογενειακή κληρονομιά της φρίκης των εκτελέσεων

Το ίδιο το όνομά της ήταν μπεστ σέλερ εξαρχής, η ευλογία και η κατάρα της ως συγγραφέας πριν καν γράψει έστω και μία λέξη. Ευτυχώς για την Ελλάδα και τη διεθνή της εικόνα, το όνομα «Eleni N. Gage» παραμένει εγγύηση προσέλκυσης ενδιαφέροντος.

Ιδιαίτερα όταν εξυμνεί τη χώρα μας, γράφοντας, π.χ., στο κορυφαίο ταξιδιωτικό περιοδικό του πλανήτη, το «Condé Nast Traveler»: «Θέλω να ακούω ελληνικά, να γεύομαι ζουμερές ντομάτες και να παρασύρομαι γλυκά σε συζητήσεις που έκανα από τότε που ήμουν πολύ μικρή και ζούσαμε στην Αθήνα. Κάθε χρόνο οι φίλοι που ψάχνουν για μια ‘‘πραγματικά μοναδική εμπειρία’’ με ρωτούν ποιο είναι το πιο ‘‘φρέσκο’’, το πιο υπέροχο ελληνικό νησί». Εν προκειμένω, στο «Condé Nast Traveler» η Ελένη αποθεώνει τη Μήλο, ούτως ή άλλως όμως το ύφος και ο τόνος της δεν απέχουν πολύ από τον διθύραμβο κάθε φορά που γράφει για την Ελλάδα. Η Ελένη Γκατζογιάννη γεννήθηκε στην Αμερική όπου και μεγάλωσε, ενώ εκεί σπούδασε Μυθολογία και Λαϊκό Πολιτισμό. Και ενώ αρχικά είχε αναπτύξει μια αυθόρμητη αποστροφή για οτιδήποτε είχε να κάνει με το μαρτύριο της γιαγιάς της, τελικά έγραψε και εκείνη τη δική της «Ελένη» αναζητώντας τον τρόπο να συνομιλήσει μαζί της - αν και τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε ο Νίκολας Kέιτζ.

«Η γιαγιά μου», γράφει η Eleni N. Gage, «έχοντας απομείνει μόνη στο χωριό της, τη Λια, συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε επειδή οργάνωσε την απόδραση των παιδιών της. Οι κομμουνιστές αντάρτες είχαν καταλάβει το σπίτι των παππούδων μου και το είχαν κάνει αρχηγείο τους, επειδή ήταν το μεγαλύτερο στο χωριό. Αλλά οι αντάρτες ήθελαν να τιμωρήσουν τη γιαγιά μου, επειδή ο άντρας της εργαζόταν στην Αμερική. Γι’ αυτό την καταδίκασαν, εκείνη και την οικογένειά της. Με τα τέσσερα παιδιά της να έχουν καταφύγει σε στρατόπεδο προσφύγων και το πέμπτο, την τότε 15χρονη Λίλια, να θερίζει στάρι για τους αντάρτες σε κάποιο μακρινό χωριό, η γιαγιά μου πέρασε τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της χωρίς την οικογένειά της, αλλά στο σπίτι της. Οι στρατιώτες έστελναν τις ντόπιες γυναίκες και νεότερες κοπέλες να κάνουν βαριές δουλειές, εκπαίδευαν τα κορίτσια στον πόλεμο και, εν τέλει, άρχιζαν να αρπάζουν τα παιδιά από τους γονείς τους. Τα έστελναν εκτός Ελλάδας, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Οι αντάρτες έχαναν τον πόλεμο, είχαν όμως την ελπίδα ότι παίρνοντας τα παιδιά και εγκαθιστώντας τα αλλού, εάν τους εμφυσούσαν τις δικές τους αρχές και τα υπέβαλλαν σε στρατιωτική εκπαίδευση, μπορεί να έφταναν σε μια μεγαλύτερη νίκη. Η γιαγιά μου, αφού έμαθε γι’ αυτό το σχέδιο απομάκρυνσης των παιδιών, προσπάθησε να διοργανώσει τη δραπέτευση των παιδιών της στην Αμερική. Εκεί είχε μεταναστεύσει ο σύζυγός της πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». 

Κατ’ αυτό τον τρόπο εξηγεί γιατί το όνομα «Ελένη Γκατζογιάννη» ήταν ήδη εξ ορισμού μια σχεδόν ασήκωτη κληρονομιά και ένα αναπόδραστο καθήκον: κάτι όφειλε να κάνει αυτό το ονοματεπώνυμο, υποχρεωτικά και επειγόντως - και όντως έτσι το ένιωθε, τουλάχιστον από κάποια φάση της ζωής της και έπειτα. Κάτι που να περιέχει οπωσδήποτε την Ελλάδα και την τραυματική ιστορία ενός ολόκληρου λαού, την τραγωδία του Εμφυλίου, τον πόνο μέσα από τον οποίο ζυμώθηκε η οικογενειακή της ταυτότητα από το 1948, όταν και εκτελέστηκε από τον ΕΛ.ΑΣ. εκείνη η πρώτη Ελένη Γκατζογιάννη.

Το βιβλίο του Ν. Γκατζογιάννη έχει γνωρίσει διεθνή επιτυχία (είναι μεταφρασμένο σε 32 γλώσσες. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από την Ελληνική Ευρωεκδοτική, τον εκδοτικό οίκο του Μιχάλη Αδαμόπουλου και του Γιώργου Βουκελάτου)



Ωστόσο, η εγγονή της χρειάστηκε να διαγράψει μια μεγάλη παρακαμπτήριο πριν συνθηκολογήσει με την επιταγή του πεπρωμένου της. Η νεαρή Ελένη Γκατζογιάννη σταδιοδρόμησε στην αρχή ως συντάκτρια σε ανάλαφρα γυναικεία περιοδικά γράφοντας για μόδα, ομορφιά κ.ο.κ., πριν στραφεί στη συγγραφή και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Παράλληλα δημιούργησε οικογένεια με έναν έμπορο καφέ από τη Νικαράγουα και έχει δύο «Greekaraguan» -όπως τα χαρακτηρίζει- ανήλικα παιδιά. Ταξιδεύει συνέχεια ανά τον κόσμο και οπωσδήποτε μία φορά τον χρόνο στην Ελλάδα. Με εξαίρεση δύο αρκετά μεγάλες περιόδους όπου μετοίκησε στη χώρα μας, η κόρη του Νικόλα Γκατζογιάννη ζει μόνιμα στο Γουόρστερ της Μασαχουσέτης. 
Η Eleni Ν. Gage, όπως είναι γνωστή (κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το «engage», που σημαίνει «εμπλέκομαι», «με αφορά», «συμμετέχω»), τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει οικειοθελώς χρέη άτυπης πρέσβειρας της Ελλάδας. Διαλαλεί με κάθε ευκαιρία και σε όλη την υφήλιο τις χάρες της χώρας μας, της μακρινής της πατρίδας, της δικής της και των προγόνων της, με καταφανώς ανυπόκριτο ενθουσιασμό: «Αν είχα υπογράψει κάποιο προγαμιαίο συμβόλαιο, αυτό θα περιείχε τον όρο ότι κάθε χρόνο ο σύζυγός μου, ο Εμίλιο, θα έπρεπε να με συνοδεύει στην Ελλάδα», ήταν η φράση με την οποία η Ελένη Γκέιτζ επέλεξε να ξεκινήσει το αφιέρωμά της στη Μήλο στο «Condé Nast Traveler».



Διακοπές με τον πατέρα της Νικόλα Γκατζογιάννη, τον σύζυγο και τα παιδιά της 



Η τρικυμία «Ελένη»

Αυτό που κατέληξε να κάνει σήμερα στο όνομα της Ελλάδας η νεότερη Ελένη, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ χωρίς την τεράστια απήχηση που είχε το βιβλίο του πατέρα της «Ελένη», το οποίο γνώρισε παγκόσμια επιτυχία αιφνιδιάζοντας ακόμη και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το έργο του μάλιστα έχει μεταφραστεί έως σήμερα σε 32 γλώσσες, έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα και έχει γίνει ακόμη και ταινία με πρωταγωνιστή έναν από τους κορυφαίους Αμερικανούς ηθοποιούς, τον Τζον Μάλκοβιτς, ο οποίος υποδυόταν τον Νικόλα Γκατζογιάννη και τριγύριζε όντως στην Ελλάδα - όχι όμως στο πραγματικό χωριό Λια, διότι δεν δόθηκε η σχετική άδεια για γυρίσματα επιτόπου, υπό τον φόβο επικίνδυνης έξαψης των πνευμάτων. Οταν το βιβλίο επανεκδόθηκε στην Ελλάδα το 2004, προλογικά σημειώματα υπέγραψαν πολιτικές φυσιογνωμίες που θήτευσαν στα ύπατα αξιώματα της Πολιτείας, όπως ο Κάρολος Παπούλιας και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Τα πράγματα, βέβαια,  ήταν τελείως διαφορετικά όταν η «Ελένη» είχε μεταφραστεί στα ελληνικά για πρώτη φορά, λίγο μετά την πρωτότυπη αγγλόφωνη έκδοσή της το 1983. Κόντρα στο πνεύμα της «εθνικής συμφιλίωσης» που καλλιεργούσε το τότε κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, η «Ελένη» πυροδότησε άθελά της ξανά τον πολιτικό διχασμό, αποκαλύπτοντας ότι ήταν μάλλον υπερβολικά ελαφρύ το χώμα στο οποίο είχαν ενταφιαστεί τα εμφυλιακά πάθη. Το βιβλίο δαιμονοποιήθηκε, η ορθόδοξη Αριστερά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μποϊκοτάρει τη διάδοσή του καταγγέλλοντας τον Γκατζογιάννη για φανατισμό, μεροληψία, διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας κ.λπ. Διαδηλώσεις διοργανώθηκαν και ενάντια στην προβολή της ταινίας. Μάλιστα υπήρξε και ένα βιβλίο που έγραψε, από την αντίπερα όχθη, ο δημοσιογράφος Βασίλης Καββαθάς με τίτλο «Η άλλη Ελένη», με στόχο να ανασκευάσει τα «ψεύδη» του Γκατζογιάννη. 

Παρ’ όλα αυτά, για την κόρη του Νικόλα διαμορφώθηκε μια υποσυνείδητη ανάγκη, ένα χρέος: η μία Ελένη έπρεπε να συναντήσει ξανά την πρόγονή της, την εκτελεσθείσα, την τόσο πρόωρα -μόλις στα 41 της- χαμένη γιαγιά της, να ψηλαφήσει τις ομοιότητες ανάμεσά τους, το παιχνίδι της μοίρας με όλα όσα μπορεί να ενώνουν δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές, συνθήκες κ.λπ. - που όμως φέρουν το ίδιο όνομα και, εννοείται, το ίδιο αίμα. «Το 1980 είχα καταλάβει ότι έπρεπε να αφοσιωθώ αμέσως και αποκλειστικά στη διερεύνηση της ιστορίας της μάνας μου ή να την εγκαταλείψω για πάντα», έγραφε ο Νικόλας Γκατζογιάννης. Και ο ίδιος επεσήμαινε το γιατί η κόρη του αποτελούσε τη φυσική συνέχεια της νεκρής Ελένης: «Το 1980 ήμουν 41 ετών, στην ίδια ηλικία που είχε η μάνα μου όταν τη σκοτώσανε. Ο γιος μου ήταν εννιά, όσο ήμουν και εγώ την ημέρα που έμαθα τον θάνατό της. Η μεγαλύτερη κόρη μου, που ξεπεταγόταν από τα νηπιακά χρόνια, έμοιαζε κάθε μέρα και περισσότερο με τη μάνα μου».  

Ειδυλλιακές φωτογραφίες από το Σαρακήνικο και το Κλήμα της Μήλου (από τον φωτογράφο Ματ Χράνεκ) συνοδεύουν το ταξιδιωτικό άρθρο της Ελένης Γκέιτζ 



Το σπίτι των φαντασμάτων

Το στοίχημα για την Ελένη Γκατζογιάννη δεν έχει μεγάλη σχέση με εκείνο που είχε βάλει με τον εαυτό του ο πατέρας της πριν από περίπου σαράντα χρόνια. Οπως εκείνη θα έγραφε πολύ μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ο Νικόλας διεξήγαγε επίμονα τις έρευνές του, «από τότε που ήμουν έξι ετών ήξερα πως δεν έχω καμία διάθεση να διαβάσω την ιστορία για το πώς έζησε και το πώς πέθανε η γιαγιά μου. Ανάμεσα στα τρία και τα επτά μου χρόνια έζησα με την οικογένειά μου στην Αθήνα, καθώς ο πατέρας μου έκανε την έρευνα για το βιβλίο του».

Και η Ελένη Γκατζογιάννη προχωρά καταθέτοντας μια εξαιρετικά δυσάρεστη ανάμνηση από τα παιδικά της χρόνια στην Ελλάδα: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που είχε έρθει να μας βρει ένας μεσόκοπος άνδρας από ένα ηπειρώτικο χωριό δίπλα στη Λια, το Βαβούρι. Μου πρόσφερε μια σοκολάτα ΙΟΝ και πέρασε στο σαλόνι. Εκεί κάθισε με τον πατέρα μου και του διηγήθηκε πώς είχαν δέσει σε ένα δέντρο τους δικούς του γονείς και τους τουφέκισαν στη διάρκεια του Εμφυλίου. Εγώ είχα καθίσει στα σκαλοπάτια και έτρωγα τη μεταξένια σοκολάτα μου, με το ροζ, λευκό και κόκκινο περιτύλιγμά της. Ακουγα την αφήγηση εκείνου του ανθρώπου, απαρατήρητη και κατατρομαγμένη. Και ήταν τότε που αποφάσισα να αποφεύγω, όσο γίνεται περισσότερο, διάφορους ηλικιωμένους Ελληνες με θλιμμένη όψη και τραυματικές αναμνήσεις».
«Στη Λια θα σε φάνε οι λύκοι και οι σκορπιοί, θα σε βιάσουν...»
Παρ’ όλα αυτά, το 2001 εξέπληξε τον εαυτό της αλλά και τις «θείτσες» της, δηλαδή τις τέσσερις αδελφές του πατέρα της, που επέμεναν -εν είδει χορού αρχαιοελληνικής τραγωδίας- «να καθίσεις στα αυγά σου και να νοικοκυρευτείς με έναν Ελληνα. Στη Λια θα σε φάνε οι λύκοι και οι σκορπιοί, θα σε βιάσουν». Εντελώς ξαφνικά, όμως, η Ελένη Γκατζογιάννη αποφάσισε να παραιτηθεί από το περιοδικό στο οποίο εργαζόταν και να εγκατασταθεί, για δεύτερη φορά στη ζωή της, στην Ελλάδα. Και όχι στην Αθήνα ή σε κάποιο από τα ηλιόλουστα και προβεβλημένα νησιά, αλλά στην Ηπειρο, στη Λια. Είχε αποφασίσει να αναστήσει μέσα από τα ερείπια το παλιό πέτρινο σπίτι της γιαγιάς Ελένης, εκεί όπου βασανίστηκε, εκεί από όπου την πήραν ένα πρωί για να την οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσής της. 

«Ηθελα να μεταμορφώσω τα χαλάσματα σε σπίτι, έτσι ώστε, εάν τα φαντάσματα των παππούδων μου επέστρεφαν ποτέ, να το αναγνώριζαν σαν δικό τους. Επιπλέον, σκεφτόμουν ότι εάν ζούσα στο χωριό όπου πέρασε όλη της τη ζωή η γιαγιά μου, θα με βοηθούσε να νιώσω σαν να γνώριζα αυτή τη γυναίκα που ποτέ μου δεν γνώρισα. Εφερα το όνομά της, αλλά δεν την ήξερα. Ζώντας ανάμεσα στους γείτονες της Ελένης, πιθανώς θα γνώριζα καλύτερα την ελληνική όψη της δικής μου ψυχής». Αυτά έγραψε η Ελένη Γκατζογιάννη στο βιβλίο της «Βόρεια της Ιθάκης» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Το σπίτι μου στην Ηπειρο» από τις εκδόσεις Πλατύπους), τη δική της έμμεση αυτοβιογραφία. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο, άλλοτε ανάλαφρο και άλλοτε σκοτεινό, για το πώς μια Αμερικανίδα εμφανίστηκε σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επαρχίας και κατάφερε μέσα σε δέκα μήνες να ανακαινίσει το σπίτι των προγόνων της. 

Ο Νικόλας Γκατζογιάννης με την Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ, σύζυγο του διάσημου σταρ του Χόλιγουντ, κατά την επίσκεψή της στο Μουσείο της Ακρόπολης τον Οκτώβριο του 2014


«Να σφάξουμε έναν κόκορα»

Ο αναγνώστης παρακολουθεί την όλη περιπέτεια της ανακατασκευής με κωμικοτραγικά επεισόδια στα οποία η Ελένη έρχεται αντιμέτωπη με την ενίοτε σουρεαλιστική ελληνική νοοτροπία, τη γραφειοκρατία - αλλά και τα περίεργα... έθιμα. Μάλιστα έφτασε στα όριά της όταν, παρά τη φρίκη και τον αποτροπιασμό της, αναγκάστηκε τελικά να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι έπρεπε να σφαχτεί ένας κόκορας «για το καλό» της οικοδομής.

Ο μεγαλύτερος φόβος που έπρεπε να ξεπεράσει, αφενός για να ολοκληρώσει την ανακαίνιση, αφετέρου, σε ένα βαθύτερο ψυχικό επίπεδο, για να πλησιάσει την αλήθεια για ό,τι συνέβη στον ίδιο χώρο κατά τον Εμφύλιο, ήταν το υπόγειο της οικίας. «Εκεί, στο υπόγειο του ίδιου της του σπιτιού, πέρασε τις τελευταίες ημέρες η γιαγιά μου. Αναρωτιόταν διαρκώς αν θα ήταν εκείνη η επόμενη που θα την έπαιρναν για να τη βασανίσουν ή αν θα την πήγαιναν για εκτέλεση και θάψιμο. Σε αυτό το υπόγειο οι κρατούμενοι έζησαν μέσα στον τρόμο και την οδύνη. Αυτό με τρόμαζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το σφύριγμα του αέρα στα δέντρα στα αυτιά μου έφτανε σαν τις κραυγές των αιχμαλώτων. Ηταν αλήθεια: Φοβόμουν τα φαντάσματα. Και γι’ αυτό ήθελα να πάω ξανά στη Λια, για να πάρω πίσω το σπίτι από τα ερείπια και τον εαυτό μου από τις φοβίες μου. Τις δικές μου και τις ακόμη χειρότερες των θειάδων μου και του πατέρα μου».

Η Ελένη Γκέιτζ τελικά αποκατέστησε το σπίτι της γιαγιάς της, έστω κι αν δεν κατάφερε να το μετατρέψει σε βιώσιμο ξενώνα για οικοτουρισμό. Στην πορεία της προσπάθειάς της ξεπέρασε κάθε είδους εμπόδια και, κυρίως, τη φρίκη που είχαν ενσταλάξει στην ψυχή της οι πρόγονοι με τις διηγήσεις, αλλά και με την ίδια τους τη ζωή. Γι’ αυτό και η ένθερμη ελληνολατρία της Ελένης Γκέιτζ φαντάζει κάπως παράδοξη υπό μια έννοια, εάν τη συγκρίνει κάποιος με την ένταση και το είδος των συναισθημάτων που διατρέχουν το πολύκροτο βιβλίο του πατέρα της, αλλά και τις πληγές τις οποίες έξυσε όταν αυτό εκδόθηκε, το 1983. 

Στην «Ελένη», έτσι όπως περιγράφεται στις τελευταίες σελίδες του έργου του, ο Νίκολας Γκέιτζ βίωσε το απολύτως πραγματικό δίλημμά του να τραβήξει ή όχι τη σκανδάλη στο όπλο που είχε φροντίσει να έχει μαζί του πηγαίνοντας να συναντήσει εκείνον που μίσησε όσο ποτέ κανέναν άλλον. Είχε εντοπίσει τον άνθρωπο που, υπό την ιδιότητά του ως εμφυλιακού δικαστή είχε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα την Ελένη, τη μητέρα του. Η εκδίκηση, το να λιντσάρει με τα ίδια του τα χέρια τον δήμιο της γυναίκας που τον γέννησε, ήταν ένα κίνητρο για τον Ελληνοαμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα. Ενα κίνητρο εξίσου ισχυρό με την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας, τουλάχιστον όπως ο ίδιος την προσεγγίζει, γύρω από τις μαύρες σελίδες της εμφυλιακής κόλασης στην Ελλάδα. Τελικά δεν έβαψε τα χέρια του στο αίμα, κάτι που δικαιολόγησε γράφοντας «το ξέρω πως με σταμάτησε ο φόβος, εν μέρει ο φόβος πως θα αποχωριζόμουν τα παιδιά μου και πως έβαζα σε κίνηση γεγονότα που θα διαιώνιζαν τους σκοτωμούς και τις συμφορές σε μελλούμενες γενιές. Ηταν και κάτι άλλο ακόμα: η κατανόηση της μάνας μου που μου είχε χαρίσει η έρευνα της ζωής της. Αντίθετα από την Εκάβη, η μάνα μου δεν ξόδιασε τις στερνές της δυνάμεις ρίχνοντας κατάρες στους βασανιστές της, αλλά σαν την Αντιγόνη βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον θάνατο επειδή είχε κάνει το καθήκον της απέναντι σε εκείνους που αγαπούσε. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή λέει σε εκείνον που την καταδίκασε εις θάνατον, τον θείο της και βασιλιά: ‘‘Στον κόσμο δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ’’». 

Οικογενειακές διακοπές στην Ελλάδα


Η μικρή Ελένη και η γιαγιά

Ο Γκατζογιάννης, λίγο πριν αφήσει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, καθώς ολοκληρώνει τη συγκλονιστική του αφήγηση για τον σκληρό βίο και τον ακόμη πιο σκληρό θάνατο της μητέρας του Ελένης, ανατέμνει την κρίσιμη στιγμή μιας, θα έλεγε κανείς, υπαρξιακής αμφιταλάντευσης γράφοντας: «Αν σκότωνα τον ‘‘δικαστή’’ της Ελένης, θα έπρεπε να ξεριζώσω την αγάπη της από μέσα μου και να γίνω σαν και κείνον, να αφανίσω όπως έκανε εκείνος κάθε ανθρωπιά και οίκτο. Οπως είχε εγκαταλείψει εκείνος μωρό την κόρη του και τη γυναίκα του για να γίνει φονιάς για τους αντάρτες, θα έπρεπε κι εγώ να παραμερίσω κάθε σκέψη για το τι θα έκανα στη ζωή των παιδιών μου. Η μάνα μου από αγάπη στα δικά της παιδιά είχε κάνει τα πάντα». Με έναν παράξενο τρόπο, ο Νίκολας Γκέιτζ απευθυνόταν στη νεκρή Ελένη αλλά και στην εγγονή της. Και αυτό διότι, ενόσω εκείνος έψαχνε αθώους και ενόχους ανάμεσα σε ζωντανούς και φαντάσματα, η μικρή Ελένη ήταν ήδη δίπλα του - αλλά και όχι ακριβώς. Εκείνη, μια γνήσια Αμερικάνα, ήθελε κατά βάθος να συνομιλήσει, να γνωρίσει και να αγαπήσει τη γιαγιά της. Την Ελένη που σημάδεψε και καθόρισε, εν αγνοία της, τη ζωή της συνονόματης απόγονής της. Την Ελένη που οι ΕΛΑΣίτες αποκαλούσαν περιφρονητικά «Αμερικάνα», επειδή θέλησε να προστατεύσει τα παιδιά της από το παιδομάζωμα και γι’ αυτό το «έγκλημά» της βασανίστηκε και θανατώθηκε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr