Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Ίδιοι μισθοί για μπλοκάκια - συμβασιούχους με τους «αορίστου χρόνου»
Ίδιοι μισθοί για μπλοκάκια - συμβασιούχους με τους «αορίστου χρόνου»
Μετά από 14 χρόνια οι αρεοπαγίτες εφάρμοσαν τη ρήτρα 4 της ευρωπαϊκής οδηγίας που απαγορεύει τη διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων αορίστου χρόνου στο Δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
Ο Αρειος Πάγος, με απόφαση-σταθμό έκρινε ότι οι εργαζόμενοι (τόσο του δημοσίου τομέα, των ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λπ. όσο και του ιδιωτικού) που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου που υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας (με μπλοκάκια και Stage), δηλαδή όλοι οι συμβασιούχοι, υποχρεωτικά θα λαμβάνουν τις ίδιες αποδοχές, θα έχουν τις ίδιες παροχές και τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με τους συναδέλφους τους που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Οι αρεοπαγίτες, κάνοντας μεταστροφή 180 μοιρών όσον αφορά την έως τώρα νομολογία του Αρείου Πάγου, για πρώτη φορά εφάρμοσαν τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18/3/1999 από τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους και προσαρτήθηκε στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28/6/1999 για την εργασία ορισμένου χρόνου, δικαιώνοντας τους σχολικούς φύλακες του Δήμου Αθηναίων. Η ρήτρα 4 της ανωτέρω οδηγίας απαγορεύει τη διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, στο πεδίο των αμοιβών, των παροχών και των δικαιωμάτων. Δηλαδή οποιαδήποτε διάκριση, πέραν ασφαλώς αυτής που αφορά τον χρόνο λήξης της σύμβασης εργασίας, αντίκειται ευθέως στην εν λόγω ρήτρα της συμφωνίας-πλαισίου και της ευρωπαϊκής οδηγίας. Να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι οδηγία 1999/70 έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέσω των Προεδρικών Διαταγμάτων 81/2003 και 164/2004 και παρά τις προσπάθειες των εργατολόγων να εφαρμοστεί από τον Αρειο Πάγο (κατά συνέπεια και από τα άλλα δικαστήρια της χώρας), οι αρεοπαγίτες, εδώ και 13 χρόνια, «αγνοούσαν» την ύπαρξη της ρήτρας 4 και ποτέ δεν την εφάρμοζαν.
Μέχρι που πριν από λίγες ημέρες το Β2 Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Ιωάννη Γιαννακόπουλο και εισηγητή τον αρεοπαγίτη Θεόδωρο Τζανάκη, εφάρμοσε για πρώτη φορά τη ρήτρα 4 σε υπόθεση εργαζομένων του Δήμου Αθηναίων. Οπως υπογραμμίζεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, «η οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις 28/6/1999, ύστερα από τη συμφωνία-πλαίσιο την οποία συνήψαν στις 18/3/1999 οι ευρωπαϊκές διεπαγγελματικές οργανώσεις CES, UNICE και CEEP, καταλαμβάνει και τον δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».
Η συμφωνία-πλαίσιο απαγορεύει, γενικώς και απερίφραστα, οποιαδήποτε μη δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου όσον αφορά στους όρους απασχόλησης, ενώ ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν ότι με τη ρήτρα 4 «απαγορεύεται η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, και στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων», και προσθέτουν ότι «οποιαδήποτε διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων, συνδεόμενη με το γεγονός ότι απασχολούνται με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (π.χ. “εκ του νόμου χαρακτηρισμός της σχέσεως ως έργου”, “ορισμένου χρόνου”) ή με στοιχεία που βρίσκονται σε συνάρτηση, δηλαδή που είναι σύμφυτα προς το γεγονός αυτό (π.χ. διαφορετική διαδικασία πρόσληψης, διαφορετικές συνθήκες υπηρεσιακής εξέλιξης, έλλειψη “μονιμότητας”, διαφορετικές συνθήκες λύσης της εργασιακής σχέσης κ.λπ.), αντίκειται ευθέως στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου».
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διάκριση» μεταξύ σύμβασης ορισμένου και αορίστου χρόνου κάτω από τον μανδύα του χαρακτηρισμού της ως «σύμβασης έργου» (που στην πραγματικότητα υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία), καθώς αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το γράμμα και τον σκοπό της ρήτρας 4. Βασικός στόχος της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτήθηκε στην ευρωπαϊκή οδηγία είναι η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λπ., όπως και η λήψη των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη-μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Οι αρεοπαγίτες, κάνοντας μεταστροφή 180 μοιρών όσον αφορά την έως τώρα νομολογία του Αρείου Πάγου, για πρώτη φορά εφάρμοσαν τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18/3/1999 από τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους και προσαρτήθηκε στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28/6/1999 για την εργασία ορισμένου χρόνου, δικαιώνοντας τους σχολικούς φύλακες του Δήμου Αθηναίων. Η ρήτρα 4 της ανωτέρω οδηγίας απαγορεύει τη διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, στο πεδίο των αμοιβών, των παροχών και των δικαιωμάτων. Δηλαδή οποιαδήποτε διάκριση, πέραν ασφαλώς αυτής που αφορά τον χρόνο λήξης της σύμβασης εργασίας, αντίκειται ευθέως στην εν λόγω ρήτρα της συμφωνίας-πλαισίου και της ευρωπαϊκής οδηγίας. Να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι οδηγία 1999/70 έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μέσω των Προεδρικών Διαταγμάτων 81/2003 και 164/2004 και παρά τις προσπάθειες των εργατολόγων να εφαρμοστεί από τον Αρειο Πάγο (κατά συνέπεια και από τα άλλα δικαστήρια της χώρας), οι αρεοπαγίτες, εδώ και 13 χρόνια, «αγνοούσαν» την ύπαρξη της ρήτρας 4 και ποτέ δεν την εφάρμοζαν.
Μέχρι που πριν από λίγες ημέρες το Β2 Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Ιωάννη Γιαννακόπουλο και εισηγητή τον αρεοπαγίτη Θεόδωρο Τζανάκη, εφάρμοσε για πρώτη φορά τη ρήτρα 4 σε υπόθεση εργαζομένων του Δήμου Αθηναίων. Οπως υπογραμμίζεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, «η οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις 28/6/1999, ύστερα από τη συμφωνία-πλαίσιο την οποία συνήψαν στις 18/3/1999 οι ευρωπαϊκές διεπαγγελματικές οργανώσεις CES, UNICE και CEEP, καταλαμβάνει και τον δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».
Η συμφωνία-πλαίσιο απαγορεύει, γενικώς και απερίφραστα, οποιαδήποτε μη δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου όσον αφορά στους όρους απασχόλησης, ενώ ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.
Οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν ότι με τη ρήτρα 4 «απαγορεύεται η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου, ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, και στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων», και προσθέτουν ότι «οποιαδήποτε διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντιστοίχων αορίστου χρόνου στο πεδίο των αμοιβών, παροχών και δικαιωμάτων, συνδεόμενη με το γεγονός ότι απασχολούνται με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (π.χ. “εκ του νόμου χαρακτηρισμός της σχέσεως ως έργου”, “ορισμένου χρόνου”) ή με στοιχεία που βρίσκονται σε συνάρτηση, δηλαδή που είναι σύμφυτα προς το γεγονός αυτό (π.χ. διαφορετική διαδικασία πρόσληψης, διαφορετικές συνθήκες υπηρεσιακής εξέλιξης, έλλειψη “μονιμότητας”, διαφορετικές συνθήκες λύσης της εργασιακής σχέσης κ.λπ.), αντίκειται ευθέως στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου».
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διάκριση» μεταξύ σύμβασης ορισμένου και αορίστου χρόνου κάτω από τον μανδύα του χαρακτηρισμού της ως «σύμβασης έργου» (που στην πραγματικότητα υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία), καθώς αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το γράμμα και τον σκοπό της ρήτρας 4. Βασικός στόχος της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτήθηκε στην ευρωπαϊκή οδηγία είναι η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λπ., όπως και η λήψη των αναγκαίων μέτρων από τα κράτη-μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Τους δικαστές τους απασχόλησε η περίπτωση σχολικών φυλάκων σε σχολικά συγκροτήματα του Δήμου Αθηναίων. Οι εν λόγω εργαζόμενοι είχαν υπογράψει συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες προσχηματικά επιγράφηκαν ως «συμφωνητικά συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας» (Stage), ενώ στην πραγματικότητα έφεραν τον χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Οι σχολικοί φύλακες διεκδίκησαν δικαστικά διαφορές αποδοχών της εξαετίας 2001-2006 και δικαιώθηκαν από τον Αρειο Πάγο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα