Ούτε 1 ευρώ στην οικογένεια γυναίκας που απανθρακώθηκε μετά από δυστύχημα με περιπολικό
15.01.2018
18:08
Μεθυσμένος, αλλά εκτός υπηρεσίας ο αστυνομικός που οδηγούσε - Το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση σε μόνο εάν ο οδηγός του κρατικού οχήματος είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία
Μια απίθανη, αλλά πραγματική, υπόθεση απασχόλησε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ειδικότερα, αστυνομικός υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών και ήταν συνοδός αστυνομικού σκύλου. Για το λόγο αυτό του είχε χορηγηθεί υπηρεσιακό όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας.
Έτσι, δυο ώρες μετά τα μεσάνυκτα, το Φεβρουάριο του 2008 και ενώ είχε ρεπό (δηλαδή δεν υπήρχε δελτίο κίνησης) ο αστυνομικός, οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο με συνεπιβάτιδα (στην θέση του συνοδηγού) την Μ.Κ., παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Ο οδηγός, ενώ «βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, σε συγκέντρωση 174 χιλιοστόγραμμα ανά εκατό κυβικά εκατοστά αίματος, κινούμενος επί της Λεωφόρου Αθηνών κάνοντας άσκοπη χρήση των φωτεινών-ηχητικών σημάτων του περιπολικού, έχοντας αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, παραβιάζοντας προηγουμένως τρεις ερυθρούς σηματοδότες που υπήρχαν στην πορεία του και προσπερνώντας προπορευόμενα οχήματα, απώλεσε τον έλεγχο του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, παρέκκλινε της πορείας του αφήνοντας επί του οδοστρώματος ίχνη πλάγιας ολίσθησης μήκους 10,40μ., προσέκρουσε στο κράσπεδο πεζοδρομίου και αφού ανήλθε επ’ αυτού, προσέκρουσε διαδοχικά με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου σε μεταλλικά κολωνάκια ύψους 50 cm, σε τοιχίο και σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ».
Αποτέλεσμα της τρελής αυτής πορείας ήταν να αναφλεγεί και να καταστραφεί ολοσχερώς το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, λόγω δε της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε σε αυτό, να επέλθει ο θάνατος της συνοδηγού, η οποία σφηνώθηκε σε αυτό, εγκλωβίστηκε το σώμα της και απανθρακώθηκε.
Ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας και τα δύο παιδιά της προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια των Αθηνών και ζήτησαν να τους καταβληθεί το ποσό των 400.000 ευρώ στον καθένα (συνολικά 1.200.000 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Ειδικότερα, αστυνομικός υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών και ήταν συνοδός αστυνομικού σκύλου. Για το λόγο αυτό του είχε χορηγηθεί υπηρεσιακό όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας.
Έτσι, δυο ώρες μετά τα μεσάνυκτα, το Φεβρουάριο του 2008 και ενώ είχε ρεπό (δηλαδή δεν υπήρχε δελτίο κίνησης) ο αστυνομικός, οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο με συνεπιβάτιδα (στην θέση του συνοδηγού) την Μ.Κ., παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Ο οδηγός, ενώ «βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, σε συγκέντρωση 174 χιλιοστόγραμμα ανά εκατό κυβικά εκατοστά αίματος, κινούμενος επί της Λεωφόρου Αθηνών κάνοντας άσκοπη χρήση των φωτεινών-ηχητικών σημάτων του περιπολικού, έχοντας αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, παραβιάζοντας προηγουμένως τρεις ερυθρούς σηματοδότες που υπήρχαν στην πορεία του και προσπερνώντας προπορευόμενα οχήματα, απώλεσε τον έλεγχο του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, παρέκκλινε της πορείας του αφήνοντας επί του οδοστρώματος ίχνη πλάγιας ολίσθησης μήκους 10,40μ., προσέκρουσε στο κράσπεδο πεζοδρομίου και αφού ανήλθε επ’ αυτού, προσέκρουσε διαδοχικά με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου σε μεταλλικά κολωνάκια ύψους 50 cm, σε τοιχίο και σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ».
Αποτέλεσμα της τρελής αυτής πορείας ήταν να αναφλεγεί και να καταστραφεί ολοσχερώς το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, λόγω δε της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε σε αυτό, να επέλθει ο θάνατος της συνοδηγού, η οποία σφηνώθηκε σε αυτό, εγκλωβίστηκε το σώμα της και απανθρακώθηκε.
Ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας και τα δύο παιδιά της προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια των Αθηνών και ζήτησαν να τους καταβληθεί το ποσό των 400.000 ευρώ στον καθένα (συνολικά 1.200.000 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Από την όλη ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο επίμαχος αστυνομικός από το μεσημέρι της προηγούμενες μέρας βρίσκονταν μαζί με την άτυχη γυναίκα, αρχικά σε ψησταριά και κατόπιν σε αναψυκτήριο – μπαρ όπου έτρωγαν και έπιναν έως αργά το βράδυ, ενώ σύμφωνα με την εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της συζύγου και μητέρας των δυο παιδιών, προέκυψε ότι δεν βρέθηκε αλκοόλ στο αίμα της κατά τη νεκροτομή.
Το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν έχει ευθύνη αποζημίωσης αφού ο οδηγός του οχήματος ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ότι, ανεξαρτήτως αυτού, δεν υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου, επειδή «η παρανομία έλαβε χώρα εκτός του κύκλου καθηκόντων του αστυνομικού, αφού αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο εκτός διατεταγμένης υπηρεσίας, μεταφέροντας πρόσωπο άσχετο προς την υπηρεσία, προς άσχετες προς υπηρεσία διαδρομές με σκοπό τη διασκέδασή του και σε κατάσταση μεγάλης μέθης».
Μάλιστα, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι η θανούσα, τουλάχιστον είχε συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 95%, καθώς όταν μπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο ήταν «σε πλήρη γνώση της κατάστασης και του βαθμού μέθης» του οδηγού αστυνομικού.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ επικύρωσαν την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, το υπαίτιο αστυνομικό όργανο δεν ενεργούσε σε εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας ούτε σε συνάφεια με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, όπως αυτά προκύπτουν από τις ειδικότερες κανονιστικές διατάξεις της υπηρεσίας συνοδών αστυνομικών σκύλων και ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου για τις ενέργειες του εν λόγω αστυνομικού.
Η δε εφετειακή κρίση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Εδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου Επικρατείας, προσθέτει η απόφαση του ΣτΕ.
Υπογραμμίζουν μάλιστα οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι δεν αποτελεί κρίσιμο νομικό ζήτημα «αν το αστυνομικό όργανο, ως συνοδός αστυνομικού σκύλου και κάτοχος υπηρεσιακού αυτοκινήτου, τελούσε υπό ειδικό καθεστώς αυξημένων υπηρεσιακών καθηκόντων και υποχρεώσεων, και δη επί 24ώρου βάσεως, καθ’ υπέρβαση των οποίων ενήργησε».
Το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν έχει ευθύνη αποζημίωσης αφού ο οδηγός του οχήματος ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ότι, ανεξαρτήτως αυτού, δεν υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου, επειδή «η παρανομία έλαβε χώρα εκτός του κύκλου καθηκόντων του αστυνομικού, αφού αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο εκτός διατεταγμένης υπηρεσίας, μεταφέροντας πρόσωπο άσχετο προς την υπηρεσία, προς άσχετες προς υπηρεσία διαδρομές με σκοπό τη διασκέδασή του και σε κατάσταση μεγάλης μέθης».
Μάλιστα, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ότι η θανούσα, τουλάχιστον είχε συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 95%, καθώς όταν μπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο ήταν «σε πλήρη γνώση της κατάστασης και του βαθμού μέθης» του οδηγού αστυνομικού.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ επικύρωσαν την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, το υπαίτιο αστυνομικό όργανο δεν ενεργούσε σε εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας ούτε σε συνάφεια με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, όπως αυτά προκύπτουν από τις ειδικότερες κανονιστικές διατάξεις της υπηρεσίας συνοδών αστυνομικών σκύλων και ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου για τις ενέργειες του εν λόγω αστυνομικού.
Η δε εφετειακή κρίση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Εδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου Επικρατείας, προσθέτει η απόφαση του ΣτΕ.
Υπογραμμίζουν μάλιστα οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι δεν αποτελεί κρίσιμο νομικό ζήτημα «αν το αστυνομικό όργανο, ως συνοδός αστυνομικού σκύλου και κάτοχος υπηρεσιακού αυτοκινήτου, τελούσε υπό ειδικό καθεστώς αυξημένων υπηρεσιακών καθηκόντων και υποχρεώσεων, και δη επί 24ώρου βάσεως, καθ’ υπέρβαση των οποίων ενήργησε».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr