Ένωση Διοικητικών Δικαστών: «Οι δικαστές δέχονται bullying όταν οι αποφάσεις δεν είναι αρεστές στην Κυβέρνηση»
10.02.2018
15:15
«Ασφαλώς και η κριτική είναι επιθυμητή, κυρίως μάλιστα η αυτοκριτική, γιατί είναι αναγκαία για τη βελτίωση όλων μας. Αλλά, αυτή δεν πρέπει να εκτρέπεται σε επίθεση, διαστρέβλωση ή ακόμη και σε γελοιοποίηση» ανέφερε η Πρόεδρος της Ένωσης
Με το... γάντι δέχθηκε σήμερα αυστηρή κριτική η Κυβέρνηση για τις παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης και το bullying που δέχεται όταν οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι αρεστές στο Μαξίμου και τα κυβερνητικά στελέχη (υπουργούς, κ.λπ.).
Η κριτική ασκήθηκε κατά τη σημερινή τακτική γενική συνέλευση των Μελών της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών τόσο από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νικόλαο Σακελλαρίου, όσο και από την πρόεδρο της Ένωσης, Αγγελική Λαϊνιώτη.
Στις εργασίες της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών απεύθυναν χαιρετισμό εκ μέρους του πρόεδρου της Βουλής ο Ιωάννης Ζαρακίωτης, εκ μέρους του υπουργείου Δικαιοσύνης ο γενικός γραμματέας Ευτύχης Φυτράκης, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Νικόλαος Σακελλαρίου, η γενική επίτροπος επικρατείας των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ευτυχία Φουντουλάκη. Επίσης χαιρετισμό απεύθυναν εκπρόσωποι της ΝΔ, του «Κίνημα Αλλαγής»-ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του Ποταμιού, των δικαστικών Ενώσεων, κ.λπ.
Ο Νικόλαος Σακελλαρίου ανέφερε ότι όπως έχει επισημάνει «υπό της παρούσες δραματικές για την πατρίδα μας συνθήκες -οι οποίες οφείλονται σε διαρκώς εντεινόμενη επικράτηση του οικονομικού επί του θεσμικού επί του θεσμικού παράγοντος που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή υποχώρηση του κράτους Δικαίου και ιδίως του κοινωνικού κράτους, σε σημείο μάλιστα που να απειλείται ευθέως ακόμη και η κοινωνική συνοχή- πρωταρχικό καθήκον όλων μας αποτελεί η ενίσχυσις των βασικών θεσμών του κράτους που στηρίζουν και εκφράζουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τον πνευματικό και ηθικό μας πολιτισμό, οι οποίοι πολλές φορές απερισκέπτως ή κακοβούλως διασύρονται» και προσέθεσε: «Θεμελιώδη πυλώνα του κράτους δικαίου αποτελεί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη».
Η κριτική ασκήθηκε κατά τη σημερινή τακτική γενική συνέλευση των Μελών της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών τόσο από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νικόλαο Σακελλαρίου, όσο και από την πρόεδρο της Ένωσης, Αγγελική Λαϊνιώτη.
Στις εργασίες της ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών απεύθυναν χαιρετισμό εκ μέρους του πρόεδρου της Βουλής ο Ιωάννης Ζαρακίωτης, εκ μέρους του υπουργείου Δικαιοσύνης ο γενικός γραμματέας Ευτύχης Φυτράκης, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Νικόλαος Σακελλαρίου, η γενική επίτροπος επικρατείας των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ευτυχία Φουντουλάκη. Επίσης χαιρετισμό απεύθυναν εκπρόσωποι της ΝΔ, του «Κίνημα Αλλαγής»-ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του Ποταμιού, των δικαστικών Ενώσεων, κ.λπ.
Ο Νικόλαος Σακελλαρίου ανέφερε ότι όπως έχει επισημάνει «υπό της παρούσες δραματικές για την πατρίδα μας συνθήκες -οι οποίες οφείλονται σε διαρκώς εντεινόμενη επικράτηση του οικονομικού επί του θεσμικού επί του θεσμικού παράγοντος που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή υποχώρηση του κράτους Δικαίου και ιδίως του κοινωνικού κράτους, σε σημείο μάλιστα που να απειλείται ευθέως ακόμη και η κοινωνική συνοχή- πρωταρχικό καθήκον όλων μας αποτελεί η ενίσχυσις των βασικών θεσμών του κράτους που στηρίζουν και εκφράζουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τον πνευματικό και ηθικό μας πολιτισμό, οι οποίοι πολλές φορές απερισκέπτως ή κακοβούλως διασύρονται» και προσέθεσε: «Θεμελιώδη πυλώνα του κράτους δικαίου αποτελεί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη».
Ακόμη, ο Νικόλαος Σακελλαρίου επεσήμανε ότι «η αξιοπιστία των θεσμών εξαρτάται από την αξιοπιστία των προσώπων τα οποία τους εκφράζουν η δε ποιότης της δικαιοδοτικής λειτουργίας -η οποία χαρακτηρίζεται από την ανεξάρτητη και αμερόληπτη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου- δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη θέσπιση των κατάλληλων εγγυήσεων αλλά εξαρτάται κυρίως από τους συγκεκριμένους εκφραστές της, τους δικαστές, οι οποίοι οφείλουν να είναι αυστηρά προσηλωμένοι στην άρτια επιτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος». Επομένως, συνέχισε ο πρόεδρος του ΣτΕ, «η Δικαιοσύνη απαντά στις ακρότητες μόνο δια της αψόγου επιτελέσεως από τους λειτουργούς της των υπηρεσιακών τους καθηκόντων».
Κλείνοντας, ο Νικόλαος Σακελλαρίου δήλωσε ότι θα είναι και θα παραμείνει ανυποχώρητος σε ό,τι «αφορά τη θεσμική θωράκιση της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της» και κάλεσε τους δικαστές να συνεχίσουν απερίσπαστοι, «αγνοώντας τις επιθέσεις, τις προσβολές και τους πάσης φύσεως επηρεασμούς, να επιτελούν με νηφαλιότητα, σύνεση και αποφασιστικότητας το υπηρεσιακό τους καθήκον, εντείνοντας συνεχώς τις προσπάθειες τους για μια ταχύτερη και πιο ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης είναι το τελευταίο καταφύγιο για τον αδικούμενο πολίτη».
Από την πλευρά του ο Ευτύχιος Φυτράκης ανακοίνωσε ότι μέσα στο 2018 θα τεθεί σε λειτουργία η τηλεδιάσκεψη στις μεταβατικές έδρες των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας, ενώ εξήρε το έργο και τις προσπάθειες των διοικητικών δικαστών για τη μείωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων.
Η Ευτυχία Φουντουλάκη τόνισε ότι είναι άθλια τα κτίρια στα οποία στεγάζονται τα Διοικητικά Δικαστήρια του Πειραιά, των Χανιών, της Αλεξανδρούπολης, της Τρίπολης, των Πατρών, του Ναυπλίου και του Πύργου. Ακόμη, ανέφερε ότι η στέγαση των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι ένα από τα μεγάλο προβλήματα καθώς πολλά δικαστήρια στεγάζονται μέσα σε διαμερίσματα ακατάλληλων πολυκατοικιών, που δεν μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας τόσο των δικαστηρίων όσο και των δικαστών.
Σε άλλο σημείο η γενική επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων τόνισε ότι ο αριθμός των γυναικών στη Διοικητική Δικαιοσύνη ανέρχεται στο 76%.
Η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, στην κεντρική ομιλία της τόνισε ότι «πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος», ενώ έκανε ειδική αναφορά στις μείωση των εκκρεμών υποθέσεων στη Διοικητική Δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, η Αγγελική Λαϊνιώτη μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Όταν κάνουμε λόγο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την εννοούμε ως απόλυτη ανεξαρτησία έναντι των άλλων δύο λειτουργιών. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η διάκριση των τριών πολιτειακών λειτουργιών δεν πρέπει να είναι απόλυτη με την έννοια ότι η αλληλεπίδραση και ο αμοιβαίος έλεγχος μεταξύ τους, διασφαλίζει την ισορροπία, που απαιτείται σε μία δημοκρατία. Η υιοθέτηση του Κοινοβουλευτισμού και η Αρχή της δεδηλωμένης είναι το κλασσικότερο δείγμα της ισορροπίας αυτής. Πράγματι, η δημοκρατία δεν ανέχεται την απόλυτη αποξένωση των λειτουργιών, καθώς τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος παρανομιών και αυθαιρεσιών, αλλά επιδιώκει την συνεργασία τους μέσω της συνταγματικής διασταύρωσης τους, που δεν φτάνει όμως, στο σημείο να υποκαθιστά ή να χειραγωγεί η μία την άλλη. Υπό την οπτική αυτήν, η απόλυτη απομόνωση της τρίτης λειτουργίας δεν είναι επιθυμητή ούτε αναγκαία για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης».
Παράλληλα, η πρόεδρος της Ένωσης ανέφερε: «Είναι ανησυχητικό ότι για τη Δικαιοσύνη έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι αποτελεί τμήμα της πολιτικής εν ευρεία εννοία εξουσίας, με συνέπεια να εξασθενίζει η εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν. Πολλοί είναι οι παράγοντες στους οποίους οφείλεται αυτή η αρνητική εντύπωση, όπως η συνάφεια μεταξύ των λειτουργών της δικαιοσύνης και των κομματικών οργανισμών ,καθώς και η στάση των τελευταίων, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να εξυμνούν τη Δικαιοσύνη όταν οι αποφάσεις της ωφελούν τα κόμματα και να την μειώνουν όταν διαφωνούν με τις αποφάσεις αυτές, οδηγώντας κατ’ ουσία και τους ίδιους τους πολίτες στην αμφισβήτηση, όταν οι αποφάσεις είναι δυσμενείς γι’ αυτούς, χωρίς να σκέφτονται καν το πρωταρχικό και απόλυτα λογικό ότι μπορεί να έχασαν απλά γιατί η ζυγαριά του δικαίου έκλινε προς την άλλη πλευρά. Με την ίδια λογική, δεν είναι δυνατόν να επικρίνεται η δικαιοσύνη με βαρείς χαρακτηρισμούς όταν ανατρέπει πράξεις της διοίκησης. Πρέπει, επομένως, να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Και τούτο γιατί ζημιώνει και την εκτελεστική εξουσία, αφού εμφανίζει δυσαρμονική εικόνα των πολιτειακών λειτουργιών, με συνέπεια τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτές, και την απροθυμία τους να υπαγάγουν εαυτούς στο νόμο».
Ως προς το bullying που δέχεται η Δικαιοσύνη η πρόεδρος της Ένωσης ανέφερε: «Προσπαθώντας να καταστήσουμε πιο συγκεκριμένες τις παραπάνω γενικευμένες ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις επισημαίνουμε ότι: α) Η Πολιτεία πρέπει να προστατεύει τους δικαστικούς λειτουργούς από τις κάθε είδους επιθέσεις που γίνονται εναντίον τους (κυρίως με τον επηρεασμό της κοινής γνώμης δια του τύπου) όταν μία απόφαση δεν είναι αρεστή σε διάφορους κύκλους και ομάδες. Παρατηρούμε τελευταία με θλίψη φαινόμενα που φτάνουν μέχρι το bullying, β) πρέπει να αποφεύγονται εκ μέρους της Κυβέρνησης στα πλαίσια της κριτικής μιας δικαστικής απόφασης εκφράσεις που φανερώνουν μια καχυποψία περί ιδιοτελούς ή μεροληπτικής αντίληψης του δικαίου εκ μέρους αυτών που δικαιοδότησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και είτε στρέφονται ευθέως κατά του κύρους της δικαιοσύνης και των λειτουργών της είτε έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος αυτό. Ασφαλώς και η κριτική είναι επιθυμητή, κυρίως μάλιστα η αυτοκριτική, γιατί είναι αναγκαία για τη βελτίωση όλων μας. Αλλά, αυτή δεν πρέπει να εκτρέπεται σε επίθεση, διαστρέβλωση ή ακόμη και σε γελοιοποίηση,γ) η Διοίκηση πρέπει να εκτελεί πλήρως και αμέσως τις δικαστικές αποφάσεις, εφόσον η δικαιοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει την εκτέλεση αυτήν και να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν η διαδικασία συμμόρφωσης, δ) η Κυβέρνηση, που έχει τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, οφείλει να παρέχει στη δικαιοσύνη δικαστήρια, εξοπλισμένα με τις απαραίτητες κτηριακές και τεχνικές υποδοχές (νέες τεχνολογίες κλπ.) καθώς και το αναγκαίο προσωπικό για τη διεκπεραίωση του δικαστικού έργου, ε) οφείλει επίσης να διασφαλίζει στους δικαστικούς λειτουργούς τις ανάλογες με το λειτούργημά τους αποδοχές, προκειμένου αυτοί να μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να μην υποχρεώνονται να προσφεύγουν στην άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων, υφιστάμενοι και την κριτική του τύπου «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει».
Τέλος, ως προς τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, ανέφερε: «Καθυστερήσεις υπάρχουν αλλά όχι τόσο μεγάλες σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Μάλιστα ορισμένες υποθέσεις του δευτέρου βαθμού προσδιορίζονται πλέον εντός ολίγων μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις κάθε χρόνο βαίνουν μειούμενες και παρατηρούμε μία ουσιαστική βελτίωση των δεικτών της απόδοσης των διοικητικών δικαστηρίων μέσα στα χρόνια της κρίσης. Δεν θα σας κουράσω με την παράθεση πολλών αριθμών. Συγκεκριμένα, στις 31/12/2009 οι εκκρεμείς υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια ανέρχονταν σε 436.335, από τις οποίες 401.790 στα πρωτοδικεία και 34.545 στα εφετεία. Στις 31/12/2013 οι εκκρεμείς υποθέσεις ανέρχονταν συνολικά σε 400.254 από τις οποίες 345.199 στα πρωτοδικεία και 55.055 στα εφετεία. Στις 31/12/2015 οι εκκρεμείς ανέρχονταν συνολικά σε 306.918 (263.476 στα πρωτοδικεία και 43.442 στα εφετεία) και στις 31/12/2016 οι εκκρεμείς ανέρχονται σε 279.882 συνολικά (237.593 στα πρωτοδικεία και 42.289 στα εφετεία)».
Κλείνοντας, ο Νικόλαος Σακελλαρίου δήλωσε ότι θα είναι και θα παραμείνει ανυποχώρητος σε ό,τι «αφορά τη θεσμική θωράκιση της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της» και κάλεσε τους δικαστές να συνεχίσουν απερίσπαστοι, «αγνοώντας τις επιθέσεις, τις προσβολές και τους πάσης φύσεως επηρεασμούς, να επιτελούν με νηφαλιότητα, σύνεση και αποφασιστικότητας το υπηρεσιακό τους καθήκον, εντείνοντας συνεχώς τις προσπάθειες τους για μια ταχύτερη και πιο ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης είναι το τελευταίο καταφύγιο για τον αδικούμενο πολίτη».
Από την πλευρά του ο Ευτύχιος Φυτράκης ανακοίνωσε ότι μέσα στο 2018 θα τεθεί σε λειτουργία η τηλεδιάσκεψη στις μεταβατικές έδρες των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας, ενώ εξήρε το έργο και τις προσπάθειες των διοικητικών δικαστών για τη μείωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων.
Η Ευτυχία Φουντουλάκη τόνισε ότι είναι άθλια τα κτίρια στα οποία στεγάζονται τα Διοικητικά Δικαστήρια του Πειραιά, των Χανιών, της Αλεξανδρούπολης, της Τρίπολης, των Πατρών, του Ναυπλίου και του Πύργου. Ακόμη, ανέφερε ότι η στέγαση των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι ένα από τα μεγάλο προβλήματα καθώς πολλά δικαστήρια στεγάζονται μέσα σε διαμερίσματα ακατάλληλων πολυκατοικιών, που δεν μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας τόσο των δικαστηρίων όσο και των δικαστών.
Σε άλλο σημείο η γενική επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων τόνισε ότι ο αριθμός των γυναικών στη Διοικητική Δικαιοσύνη ανέρχεται στο 76%.
Η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, στην κεντρική ομιλία της τόνισε ότι «πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος», ενώ έκανε ειδική αναφορά στις μείωση των εκκρεμών υποθέσεων στη Διοικητική Δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, η Αγγελική Λαϊνιώτη μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Όταν κάνουμε λόγο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την εννοούμε ως απόλυτη ανεξαρτησία έναντι των άλλων δύο λειτουργιών. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η διάκριση των τριών πολιτειακών λειτουργιών δεν πρέπει να είναι απόλυτη με την έννοια ότι η αλληλεπίδραση και ο αμοιβαίος έλεγχος μεταξύ τους, διασφαλίζει την ισορροπία, που απαιτείται σε μία δημοκρατία. Η υιοθέτηση του Κοινοβουλευτισμού και η Αρχή της δεδηλωμένης είναι το κλασσικότερο δείγμα της ισορροπίας αυτής. Πράγματι, η δημοκρατία δεν ανέχεται την απόλυτη αποξένωση των λειτουργιών, καθώς τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος παρανομιών και αυθαιρεσιών, αλλά επιδιώκει την συνεργασία τους μέσω της συνταγματικής διασταύρωσης τους, που δεν φτάνει όμως, στο σημείο να υποκαθιστά ή να χειραγωγεί η μία την άλλη. Υπό την οπτική αυτήν, η απόλυτη απομόνωση της τρίτης λειτουργίας δεν είναι επιθυμητή ούτε αναγκαία για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης».
Παράλληλα, η πρόεδρος της Ένωσης ανέφερε: «Είναι ανησυχητικό ότι για τη Δικαιοσύνη έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι αποτελεί τμήμα της πολιτικής εν ευρεία εννοία εξουσίας, με συνέπεια να εξασθενίζει η εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν. Πολλοί είναι οι παράγοντες στους οποίους οφείλεται αυτή η αρνητική εντύπωση, όπως η συνάφεια μεταξύ των λειτουργών της δικαιοσύνης και των κομματικών οργανισμών ,καθώς και η στάση των τελευταίων, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να εξυμνούν τη Δικαιοσύνη όταν οι αποφάσεις της ωφελούν τα κόμματα και να την μειώνουν όταν διαφωνούν με τις αποφάσεις αυτές, οδηγώντας κατ’ ουσία και τους ίδιους τους πολίτες στην αμφισβήτηση, όταν οι αποφάσεις είναι δυσμενείς γι’ αυτούς, χωρίς να σκέφτονται καν το πρωταρχικό και απόλυτα λογικό ότι μπορεί να έχασαν απλά γιατί η ζυγαριά του δικαίου έκλινε προς την άλλη πλευρά. Με την ίδια λογική, δεν είναι δυνατόν να επικρίνεται η δικαιοσύνη με βαρείς χαρακτηρισμούς όταν ανατρέπει πράξεις της διοίκησης. Πρέπει, επομένως, να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Και τούτο γιατί ζημιώνει και την εκτελεστική εξουσία, αφού εμφανίζει δυσαρμονική εικόνα των πολιτειακών λειτουργιών, με συνέπεια τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτές, και την απροθυμία τους να υπαγάγουν εαυτούς στο νόμο».
Ως προς το bullying που δέχεται η Δικαιοσύνη η πρόεδρος της Ένωσης ανέφερε: «Προσπαθώντας να καταστήσουμε πιο συγκεκριμένες τις παραπάνω γενικευμένες ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις επισημαίνουμε ότι: α) Η Πολιτεία πρέπει να προστατεύει τους δικαστικούς λειτουργούς από τις κάθε είδους επιθέσεις που γίνονται εναντίον τους (κυρίως με τον επηρεασμό της κοινής γνώμης δια του τύπου) όταν μία απόφαση δεν είναι αρεστή σε διάφορους κύκλους και ομάδες. Παρατηρούμε τελευταία με θλίψη φαινόμενα που φτάνουν μέχρι το bullying, β) πρέπει να αποφεύγονται εκ μέρους της Κυβέρνησης στα πλαίσια της κριτικής μιας δικαστικής απόφασης εκφράσεις που φανερώνουν μια καχυποψία περί ιδιοτελούς ή μεροληπτικής αντίληψης του δικαίου εκ μέρους αυτών που δικαιοδότησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και είτε στρέφονται ευθέως κατά του κύρους της δικαιοσύνης και των λειτουργών της είτε έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος αυτό. Ασφαλώς και η κριτική είναι επιθυμητή, κυρίως μάλιστα η αυτοκριτική, γιατί είναι αναγκαία για τη βελτίωση όλων μας. Αλλά, αυτή δεν πρέπει να εκτρέπεται σε επίθεση, διαστρέβλωση ή ακόμη και σε γελοιοποίηση,γ) η Διοίκηση πρέπει να εκτελεί πλήρως και αμέσως τις δικαστικές αποφάσεις, εφόσον η δικαιοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει την εκτέλεση αυτήν και να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν η διαδικασία συμμόρφωσης, δ) η Κυβέρνηση, που έχει τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, οφείλει να παρέχει στη δικαιοσύνη δικαστήρια, εξοπλισμένα με τις απαραίτητες κτηριακές και τεχνικές υποδοχές (νέες τεχνολογίες κλπ.) καθώς και το αναγκαίο προσωπικό για τη διεκπεραίωση του δικαστικού έργου, ε) οφείλει επίσης να διασφαλίζει στους δικαστικούς λειτουργούς τις ανάλογες με το λειτούργημά τους αποδοχές, προκειμένου αυτοί να μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να μην υποχρεώνονται να προσφεύγουν στην άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων, υφιστάμενοι και την κριτική του τύπου «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει».
Τέλος, ως προς τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, ανέφερε: «Καθυστερήσεις υπάρχουν αλλά όχι τόσο μεγάλες σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Μάλιστα ορισμένες υποθέσεις του δευτέρου βαθμού προσδιορίζονται πλέον εντός ολίγων μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις κάθε χρόνο βαίνουν μειούμενες και παρατηρούμε μία ουσιαστική βελτίωση των δεικτών της απόδοσης των διοικητικών δικαστηρίων μέσα στα χρόνια της κρίσης. Δεν θα σας κουράσω με την παράθεση πολλών αριθμών. Συγκεκριμένα, στις 31/12/2009 οι εκκρεμείς υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια ανέρχονταν σε 436.335, από τις οποίες 401.790 στα πρωτοδικεία και 34.545 στα εφετεία. Στις 31/12/2013 οι εκκρεμείς υποθέσεις ανέρχονταν συνολικά σε 400.254 από τις οποίες 345.199 στα πρωτοδικεία και 55.055 στα εφετεία. Στις 31/12/2015 οι εκκρεμείς ανέρχονταν συνολικά σε 306.918 (263.476 στα πρωτοδικεία και 43.442 στα εφετεία) και στις 31/12/2016 οι εκκρεμείς ανέρχονται σε 279.882 συνολικά (237.593 στα πρωτοδικεία και 42.289 στα εφετεία)».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr