Γιώργος Μπαλταδώρος: Ο Αετός του Αιγαίου
16.04.2018
07:02
Η διαδρομή ενός ηρωικού αξιωματικού που έσβησε πρόωρα λίγα μίλια πριν από τον διάδρομο προσγείωσης της 135 Σμηναρχίας Μάχης, αφήνοντας πίσω του μια σύζυγο και δύο παιδάκια
«Ακολούθα με να βγούμε από την ομίχλη» και μετά σιωπή. Οι τελευταίες λέξεις που πρόλαβε να πει ο σμηναγός Γιώργος Μπαλταδώρος στον wingman του -τον πιλότο που τον ακολουθούσε σε αυτό τον σχηματισμό των δύο Mirage 2000-5 - χάθηκαν, θαρρείς, στην απεραντοσύνη της θάλασσας.
Πετώντας σε πολύ χαμηλό ύψος, ό,τι και αν συνέβη, το περιθώριο αντίδρασης ήταν αδύνατο για τον έμπειρο χειριστή. Το Mirage του «καρφώθηκε» στη θάλασσα που πήρε στην υγρή αγκαλιά της το σώμα του για αρκετές ώρες -η σορός του ανευρέθηκε και μεταφέρθηκε την Παρασκευή στο 251 Στρατιωτικό Νοσοκομείο- εννιά μίλια βορειοανατολικά της Σκύρου, στην τελευταία αποστολή ενός παιδιού με χρυσή καρδιά. Ενός παιδιού που παθιάστηκε με την ελευθερία να πετάει πάνω από τα σύννεφα, μόνος του μέσα στο cockpit του μαχητικού του, και να απαθανατίζει ενίοτε κάποιες στιγμές της ζωής του. Σε μια απ’ αυτές έβγαλε μια φωτογραφία η οποία τον δείχνει να «πιάνει» τρόπον τινά το Mirage του συναδέλφου του με το χέρι του - μόνοι οι δυο τους εκεί ψηλά, στην απεραντοσύνη του ουρανού. Εκεί όπου «ταξίδεψε» για πάντα, πολύ νωρίς και πολύ άδικα το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης ο 34χρονος σμηναγός, κατά τη διάρκεια της επιστροφής του από μια αναχαίτιση τουρκικών αεροσκαφών που δεν έγινε ποτέ. Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε χθες στο Μορφοβούνι Καρδίτσας, το χώμα του οποίου αγκάλιασε για πάντα τον 34χρονο σμηναγό που «πέταξε» ψηλά για πάντα.
Το παιδί που ήθελε να πετάει
Η λέξη «ποτέ» όταν προστεθεί σε μια πρόταση μπορεί να ηχήσει πολύ άσχημα στα αυτιά κάποιων ανθρώπων, όπως αυτοί που ήξεραν καλά και αγαπούσαν τον 34χρονο σμηναγό. «Ποτέ δεν πίστευα ότι ο Γιώργος μπορεί να πάθει κάτι», «Δεν πιστεύω ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ» είναι φράσεις που σίγουρα ακούστηκαν από το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης. Τότε που έγινε γνωστό το όνομα ενός παιδιού, από τα δεκάδες που φρουρούν το Αιγαίο μέρα και νύχτα, την ώρα που όλοι οι άλλοι χαλαρώνουν ή διασκεδάζουν.
Ενα παιδί που γεννήθηκε στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας, ένα ορεινό χωριό πνιγμένο στις καστανιές και τις βελανιδιές, σε υψόμετρο 840 μέτρων, γενέτειρα επίσης του Νικόλαου Πλαστήρα και του συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη.
Εκεί μεγάλωσε ανέμελα στους κόλπους μιας ευτυχισμένης οικογένειας ανακαλύπτοντας πιθανότατα από πιτσιρικάς την έλξη του για τα πολεμικά αεροπλάνα. Στο χωριό του, στην Ικάρων, στη γειτονιά του στην Αθήνα, όλοι τον θυμούνται ως ένα χαμογελαστό παιδί.
Ενα παιδί που διάβαζε πολύ -ήταν πολύ καλός μαθητής- και η χαρά του όταν πέρασε στη σχολή ήταν τεράστια επειδή θα ζούσε το όνειρό του να πετάξει πάνω από τα σύννεφα, να γίνει ένα με τον ουρανό. Μόνο που αυτή η χαρά έμελλε να διαρκέσει λίγο παραπάνω από 10 χρόνια ή 940 ώρες πτήσης για τον σμηναγό με το χαμόγελο, την αποφασιστικότητα και το πάθος για τη ζωή. Μια ζωή που δεν έζησε όσο θα του άξιζε, δεν τη χάρηκε στον μέγιστο βαθμό ούτε ως πιλότος, ούτε ως νέος οικογενειάρχης με δύο παιδιά.
Η μοίρα, η κακιά ώρα, η απώλεια αισθήσεων, μια παραίσθηση, μια βλάβη; Ο,τι και να συνέβη στη μοιραία τελευταία αποστολή του Γιώργου Μπαλταδώρου, όλες οι παραπάνω συνισταμένες ή μόνο μία από αυτές είχαν αποφασίσει να μη γυρίσει πίσω ο Γιώργος. Είχαν αποφασίσει να μην ξαναδεί τα δύο μικρά παιδιά του, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, 11 και 9 ετών αντίστοιχα, αλλά και τη γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε, τη Μαίρη. Μια σύζυγο που βίωνε συχνά την αγωνία που έχουν όλες οι γυναίκες των ιπτάμενων, όταν ο άνδρας τους τούς τηλεφωνεί για να τους πει ότι φεύγει για αποστολή στη Σκύρο ή σε κάποιο άλλο νησί. Είναι αυτό το σφίξιμο που νιώθουν στην καρδιά για το αν θα πάνε όλα καλά όταν σηκωθούν στον αέρα οι άνθρωποί τους για να αναχαιτίσουν τους Τούρκους σε αερομαχίες όπου όλα μπορούν να συμβούν, όπου όλα παίζονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Η Μαίρη ζούσε την αγωνία όταν ο Γιώργος της έφευγε για ασκήσεις, όπως ζούσε και το ενδεχόμενο να ανακαλέσουν ξαφνικά την άδειά του επειδή προέκυψε επιχειρησιακή ανάγκη. Οσο κι αν είχε μάθει να ζει με αυτό το συναίσθημα της αβεβαιότητας κάθε φορά που ο σύζυγός της πετούσε, της ήταν αδύνατο την Πέμπτη το μεσημέρι να αποδεχθεί ότι δεν θα ξαναδεί ποτέ τον άνθρωπο που ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε πριν από έντεκα χρόνια. Ηξερε ότι ο άντρας της λάτρευε αυτό που έκανε, όπως όλοι οι Ελληνες πιλότοι, αυτοί που αμείβονται με αποδοχές ντροπής, όπως έχει γραφτεί στα ΜΜΕ πολλές φορές, οι οποίοι όμως αν έχουν κάποια πίκρα την κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους. Δεν τον ένοιαζε η καταπόνηση από τους στροβιλισμούς που αυξάνουν τα G, από το οξυγόνο που ανέπνεε και έμοιαζε να μην είναι αρκετό όταν εμπλεκόταν σε αερομαχίες και όλες του οι αισθήσεις ήταν στο κόκκινο. Στο σπίτι του στην Αθήνα και στο πατρικό του ο θρήνος ήρθε για να μείνει από την Πέμπτη το μεσημέρι, λίγη ώρα μετά το τραγικό νέο της απώλειάς του. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες και συνάδελφοι έσπευσαν για να πράξουν το αυτονόητο, να συμπαρασταθούν στην οικογένειά του και να κλάψουν άλλοι βουβά και άλλοι φανερά για ένα 34χρονο παιδί που «έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Επεσε, χωρίς να έχει αγκαλιάσει τη γυναίκα και τα παιδιά του το φετινό Πάσχα, στην τελευταία, όπως έμελλε να αποδειχθεί, Ανάσταση του Θεανθρώπου για τον ίδιο. Βρισκόταν στη Σκύρο λόγω της αυξημένης έντασης με τους «γείτονες» και τις συνεχιζόμενες προκλήσεις φυλάσσοντας Θερμοπύλες, και έφυγε μετά από μια αναχαίτιση που δεν έγινε, σε μια αποστολή που έμελλε να έχει τραγική κατάληξη. Μια κατάληξη που γράφτηκε λίγο πριν το Mirage του Μπαλταδώρου προσεγγίσει τον αεροδιάδρομο στην 135 Σμηναρχία Μάχης, πετώντας σε ύψος 70 μέτρων πάνω από τη θάλασσα.
Πετώντας σε πολύ χαμηλό ύψος, ό,τι και αν συνέβη, το περιθώριο αντίδρασης ήταν αδύνατο για τον έμπειρο χειριστή. Το Mirage του «καρφώθηκε» στη θάλασσα που πήρε στην υγρή αγκαλιά της το σώμα του για αρκετές ώρες -η σορός του ανευρέθηκε και μεταφέρθηκε την Παρασκευή στο 251 Στρατιωτικό Νοσοκομείο- εννιά μίλια βορειοανατολικά της Σκύρου, στην τελευταία αποστολή ενός παιδιού με χρυσή καρδιά. Ενός παιδιού που παθιάστηκε με την ελευθερία να πετάει πάνω από τα σύννεφα, μόνος του μέσα στο cockpit του μαχητικού του, και να απαθανατίζει ενίοτε κάποιες στιγμές της ζωής του. Σε μια απ’ αυτές έβγαλε μια φωτογραφία η οποία τον δείχνει να «πιάνει» τρόπον τινά το Mirage του συναδέλφου του με το χέρι του - μόνοι οι δυο τους εκεί ψηλά, στην απεραντοσύνη του ουρανού. Εκεί όπου «ταξίδεψε» για πάντα, πολύ νωρίς και πολύ άδικα το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης ο 34χρονος σμηναγός, κατά τη διάρκεια της επιστροφής του από μια αναχαίτιση τουρκικών αεροσκαφών που δεν έγινε ποτέ. Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε χθες στο Μορφοβούνι Καρδίτσας, το χώμα του οποίου αγκάλιασε για πάντα τον 34χρονο σμηναγό που «πέταξε» ψηλά για πάντα.
Το παιδί που ήθελε να πετάει
Η λέξη «ποτέ» όταν προστεθεί σε μια πρόταση μπορεί να ηχήσει πολύ άσχημα στα αυτιά κάποιων ανθρώπων, όπως αυτοί που ήξεραν καλά και αγαπούσαν τον 34χρονο σμηναγό. «Ποτέ δεν πίστευα ότι ο Γιώργος μπορεί να πάθει κάτι», «Δεν πιστεύω ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ» είναι φράσεις που σίγουρα ακούστηκαν από το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης. Τότε που έγινε γνωστό το όνομα ενός παιδιού, από τα δεκάδες που φρουρούν το Αιγαίο μέρα και νύχτα, την ώρα που όλοι οι άλλοι χαλαρώνουν ή διασκεδάζουν.
Ενα παιδί που γεννήθηκε στο Μορφοβούνι της Καρδίτσας, ένα ορεινό χωριό πνιγμένο στις καστανιές και τις βελανιδιές, σε υψόμετρο 840 μέτρων, γενέτειρα επίσης του Νικόλαου Πλαστήρα και του συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη.
Εκεί μεγάλωσε ανέμελα στους κόλπους μιας ευτυχισμένης οικογένειας ανακαλύπτοντας πιθανότατα από πιτσιρικάς την έλξη του για τα πολεμικά αεροπλάνα. Στο χωριό του, στην Ικάρων, στη γειτονιά του στην Αθήνα, όλοι τον θυμούνται ως ένα χαμογελαστό παιδί.
Ενα παιδί που διάβαζε πολύ -ήταν πολύ καλός μαθητής- και η χαρά του όταν πέρασε στη σχολή ήταν τεράστια επειδή θα ζούσε το όνειρό του να πετάξει πάνω από τα σύννεφα, να γίνει ένα με τον ουρανό. Μόνο που αυτή η χαρά έμελλε να διαρκέσει λίγο παραπάνω από 10 χρόνια ή 940 ώρες πτήσης για τον σμηναγό με το χαμόγελο, την αποφασιστικότητα και το πάθος για τη ζωή. Μια ζωή που δεν έζησε όσο θα του άξιζε, δεν τη χάρηκε στον μέγιστο βαθμό ούτε ως πιλότος, ούτε ως νέος οικογενειάρχης με δύο παιδιά.
Η μοίρα, η κακιά ώρα, η απώλεια αισθήσεων, μια παραίσθηση, μια βλάβη; Ο,τι και να συνέβη στη μοιραία τελευταία αποστολή του Γιώργου Μπαλταδώρου, όλες οι παραπάνω συνισταμένες ή μόνο μία από αυτές είχαν αποφασίσει να μη γυρίσει πίσω ο Γιώργος. Είχαν αποφασίσει να μην ξαναδεί τα δύο μικρά παιδιά του, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, 11 και 9 ετών αντίστοιχα, αλλά και τη γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε, τη Μαίρη. Μια σύζυγο που βίωνε συχνά την αγωνία που έχουν όλες οι γυναίκες των ιπτάμενων, όταν ο άνδρας τους τούς τηλεφωνεί για να τους πει ότι φεύγει για αποστολή στη Σκύρο ή σε κάποιο άλλο νησί. Είναι αυτό το σφίξιμο που νιώθουν στην καρδιά για το αν θα πάνε όλα καλά όταν σηκωθούν στον αέρα οι άνθρωποί τους για να αναχαιτίσουν τους Τούρκους σε αερομαχίες όπου όλα μπορούν να συμβούν, όπου όλα παίζονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Η Μαίρη ζούσε την αγωνία όταν ο Γιώργος της έφευγε για ασκήσεις, όπως ζούσε και το ενδεχόμενο να ανακαλέσουν ξαφνικά την άδειά του επειδή προέκυψε επιχειρησιακή ανάγκη. Οσο κι αν είχε μάθει να ζει με αυτό το συναίσθημα της αβεβαιότητας κάθε φορά που ο σύζυγός της πετούσε, της ήταν αδύνατο την Πέμπτη το μεσημέρι να αποδεχθεί ότι δεν θα ξαναδεί ποτέ τον άνθρωπο που ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε πριν από έντεκα χρόνια. Ηξερε ότι ο άντρας της λάτρευε αυτό που έκανε, όπως όλοι οι Ελληνες πιλότοι, αυτοί που αμείβονται με αποδοχές ντροπής, όπως έχει γραφτεί στα ΜΜΕ πολλές φορές, οι οποίοι όμως αν έχουν κάποια πίκρα την κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους. Δεν τον ένοιαζε η καταπόνηση από τους στροβιλισμούς που αυξάνουν τα G, από το οξυγόνο που ανέπνεε και έμοιαζε να μην είναι αρκετό όταν εμπλεκόταν σε αερομαχίες και όλες του οι αισθήσεις ήταν στο κόκκινο. Στο σπίτι του στην Αθήνα και στο πατρικό του ο θρήνος ήρθε για να μείνει από την Πέμπτη το μεσημέρι, λίγη ώρα μετά το τραγικό νέο της απώλειάς του. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες και συνάδελφοι έσπευσαν για να πράξουν το αυτονόητο, να συμπαρασταθούν στην οικογένειά του και να κλάψουν άλλοι βουβά και άλλοι φανερά για ένα 34χρονο παιδί που «έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Επεσε, χωρίς να έχει αγκαλιάσει τη γυναίκα και τα παιδιά του το φετινό Πάσχα, στην τελευταία, όπως έμελλε να αποδειχθεί, Ανάσταση του Θεανθρώπου για τον ίδιο. Βρισκόταν στη Σκύρο λόγω της αυξημένης έντασης με τους «γείτονες» και τις συνεχιζόμενες προκλήσεις φυλάσσοντας Θερμοπύλες, και έφυγε μετά από μια αναχαίτιση που δεν έγινε, σε μια αποστολή που έμελλε να έχει τραγική κατάληξη. Μια κατάληξη που γράφτηκε λίγο πριν το Mirage του Μπαλταδώρου προσεγγίσει τον αεροδιάδρομο στην 135 Σμηναρχία Μάχης, πετώντας σε ύψος 70 μέτρων πάνω από τη θάλασσα.
«Ακολούθα με να βγούμε από την ομίχλη», είπε στο Νο2 του μίνι σχηματισμού που του απάντησε: «Βλέπω από το όργανο ότι είμαστε κοντά στη θάλασσα. Εγώ ανεβαίνω».
Ο Γιώργος δεν του απάντησε ποτέ...
Ο Γιώργος δεν του απάντησε ποτέ...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr