Μάνια Τεγοπούλου: Το κορίτσι «λίγο απ' όλα» που δεν κόλλαγε σε μια εκδοτική αυτοκρατορία
Μάνια Τεγοπούλου: Το κορίτσι «λίγο απ' όλα» που δεν κόλλαγε σε μια εκδοτική αυτοκρατορία
Μια γυναίκα που ήθελε να «ξορκίσει» την οικονομική ευμάρεια, τον πατέρα της που την έσερνε στην «Ελευθεροτυπία» και όλους αυτούς που την έβλεπαν πάντοτε ως κόρη του Κίτσου
Ο καπνός, για την ακρίβεια το ντουμάνι από τα τσιγάρα και κάποια πούρα μέσα στο διαμέρισμα-λέσχη κάπου στο κέντρο της Αθήνας, έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το νεαρό κορίτσι με το χαμηλό βλέμμα και το μακρύ φόρεμα, ήταν η μοναδική γυναικεία παρουσία σε ένα τραπέζι όπου παιζόταν ένα «μπαρμπούτι» με χτυπήματα που ξεκινούσαν από 100.000 δραχμές και έφταναν ή ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο.
Ήταν ένα βράδυ, για την ακρίβεια ξημερώματα στις αρχές της δεκαετίας του '80 και ο εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσος Τεγόπουλος χαλάρωνε, έχοντας δίπλα του την κόρη του, την 20χρονη τότε Μάνια Τεγοπούλου. Ήταν η διάδοχος -έτσι την οραματιζόταν τουλάχιστον ο ίδιος- αυτή που θα έπαιρνε το τιμόνι της εφημερίδας και γι' αυτό φρόντιζε να την μυήσει σε έναν τρόπο ζωής, που μάλλον ταίριαζε σε αγόρι. Όμως αγόρι δεν υπήρχε στην οικογένεια Τεγόπουλου, όπως δεν υπήρχε και η μητέρα της νεαρής τότε Μάνιας, η Λένα Μακρή-Τεγοπούλου. Είχε φύγει πολύ νωρίς, αφήνοντας αυτή και την αδερφή της να μεγαλώνουν μόνες ουσιαστικά, μέσα σε ένα σπίτι όπου υπήρχαν όλα, όχι όμως η μητρική παρουσία. Κάποιοι λένε ότι η Μάνια Τεγοπούλου θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική σαν χαρακτήρας αν η μαμά της ήταν δίπλα της όταν μεγάλωνε.
Με τα αν όμως δεν γράφεται η ιστορία, πόσο μάλλον η ιστορία μιας γυναίκας που τα είχε όλα, αλλά δεν τα ήθελε ή τουλάχιστον αυτό έβγαζε προς τα έξω με την συμπεριφορά της. Μέχρι να εμφανιστεί στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» συνοδεύοντας τον Κίτσο Τεγόπουλο για να μάθει την δουλειά, ελάχιστοι ήξεραν το κορίτσι που ήταν λίγο απ' όλα. Λίγο αριστερή, λίγο αναρχοαυτόνομη, λίγο αντιεξουσιάστρια, λίγο επαναστάτρια, λίγο απ' όλα σε έναν κόσμο όπου το λίγο δεν ήταν αρκετό, ειδικά όταν προορίζεσαι να αναλάβεις τα ηνία μιας πολύ μεγάλης εφημερίδας.
Αυτό το «προορίζεσαι» ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φοβία της γυναίκας που έσβησε χθες περιμένοντας μια μεταμόσχευση ήπατος στο κρεβάτι ενός ιδιωτικού θεραπευτηρίου στα πενήντα εννέα της μόλις χρόνια από κίρρωση του ήπατος.
Η ζωή, οι καταχρήσεις και η απώλεια
«Την περίμεναν» είπαν κάποιοι, «αναμενόμενο με την ζωή που έκανε» συνηγόρησαν έτεροι, αφού ήταν γνωστό σε όλους ότι η Τεγοπούλου ήταν πολύ επιρρεπής στο ποτό και σε άλλες καταχρήσεις, από τότε που ήταν νεαρή ακόμη.
Εμποτισμένη με το κατ' εξοχήν αριστερό περιβάλλον που κυριαρχούσε στους κόλπους της οικογένειάς της, φέρεται να εντρύφησε από έφηβη ακόμη στο Παρίσι, σε απαγορευμένες ηδονές για κορίτσια της ηλικίας της.
Χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση και με έναν πατέρα να λείπει συνέχεια, δεν δυσκολεύθηκε να γίνει φανατική επαναστάτρια χωρίς αιτία και να λατρέψει κινήματα όπως αυτό της Καταστασιακής Διεθνούς. Ένα καλλιτεχνικό κίνημα που ξεπήδησε στην Γαλλία με βασικό πρωταγωνιστή τον θεωρητικό του Μαρξισμού Γκυ Έρνεστ Ντεμπόρ, η δράση του οποίου επηρρέασε την πολιτική γραμμή της Αριστεράς και των αναρχικών.
Μεγαλώνοντας η ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ανέπτυξε, την έχρισε ως ένα πλάσμα που απεχθανόταν την πολυκοσμία, τις ανούσιες κοινωνικές συναναστροφές, τις glam προσκλήσεις και τα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας. Παντρεύτηκε αθόρυβα, απέκτησε μια κόρη που σήμερα είναι μεγάλη κοπέλα και χώρισε χωρίς να το μάθει σχεδόν κανείς παρά μόνο οι φίλοι της σαν τον Γιώργο Χρονά και τον -για κάποια χρόνια συντροφό της σύμφωνα με τα όσα έχουν ακουστεί- Ευγένιο Αρανίτση.
Ήταν ένα βράδυ, για την ακρίβεια ξημερώματα στις αρχές της δεκαετίας του '80 και ο εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Κίτσος Τεγόπουλος χαλάρωνε, έχοντας δίπλα του την κόρη του, την 20χρονη τότε Μάνια Τεγοπούλου. Ήταν η διάδοχος -έτσι την οραματιζόταν τουλάχιστον ο ίδιος- αυτή που θα έπαιρνε το τιμόνι της εφημερίδας και γι' αυτό φρόντιζε να την μυήσει σε έναν τρόπο ζωής, που μάλλον ταίριαζε σε αγόρι. Όμως αγόρι δεν υπήρχε στην οικογένεια Τεγόπουλου, όπως δεν υπήρχε και η μητέρα της νεαρής τότε Μάνιας, η Λένα Μακρή-Τεγοπούλου. Είχε φύγει πολύ νωρίς, αφήνοντας αυτή και την αδερφή της να μεγαλώνουν μόνες ουσιαστικά, μέσα σε ένα σπίτι όπου υπήρχαν όλα, όχι όμως η μητρική παρουσία. Κάποιοι λένε ότι η Μάνια Τεγοπούλου θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική σαν χαρακτήρας αν η μαμά της ήταν δίπλα της όταν μεγάλωνε.
Με τα αν όμως δεν γράφεται η ιστορία, πόσο μάλλον η ιστορία μιας γυναίκας που τα είχε όλα, αλλά δεν τα ήθελε ή τουλάχιστον αυτό έβγαζε προς τα έξω με την συμπεριφορά της. Μέχρι να εμφανιστεί στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» συνοδεύοντας τον Κίτσο Τεγόπουλο για να μάθει την δουλειά, ελάχιστοι ήξεραν το κορίτσι που ήταν λίγο απ' όλα. Λίγο αριστερή, λίγο αναρχοαυτόνομη, λίγο αντιεξουσιάστρια, λίγο επαναστάτρια, λίγο απ' όλα σε έναν κόσμο όπου το λίγο δεν ήταν αρκετό, ειδικά όταν προορίζεσαι να αναλάβεις τα ηνία μιας πολύ μεγάλης εφημερίδας.
Αυτό το «προορίζεσαι» ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φοβία της γυναίκας που έσβησε χθες περιμένοντας μια μεταμόσχευση ήπατος στο κρεβάτι ενός ιδιωτικού θεραπευτηρίου στα πενήντα εννέα της μόλις χρόνια από κίρρωση του ήπατος.
Η ζωή, οι καταχρήσεις και η απώλεια
«Την περίμεναν» είπαν κάποιοι, «αναμενόμενο με την ζωή που έκανε» συνηγόρησαν έτεροι, αφού ήταν γνωστό σε όλους ότι η Τεγοπούλου ήταν πολύ επιρρεπής στο ποτό και σε άλλες καταχρήσεις, από τότε που ήταν νεαρή ακόμη.
Εμποτισμένη με το κατ' εξοχήν αριστερό περιβάλλον που κυριαρχούσε στους κόλπους της οικογένειάς της, φέρεται να εντρύφησε από έφηβη ακόμη στο Παρίσι, σε απαγορευμένες ηδονές για κορίτσια της ηλικίας της.
Χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση και με έναν πατέρα να λείπει συνέχεια, δεν δυσκολεύθηκε να γίνει φανατική επαναστάτρια χωρίς αιτία και να λατρέψει κινήματα όπως αυτό της Καταστασιακής Διεθνούς. Ένα καλλιτεχνικό κίνημα που ξεπήδησε στην Γαλλία με βασικό πρωταγωνιστή τον θεωρητικό του Μαρξισμού Γκυ Έρνεστ Ντεμπόρ, η δράση του οποίου επηρρέασε την πολιτική γραμμή της Αριστεράς και των αναρχικών.
Μεγαλώνοντας η ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ανέπτυξε, την έχρισε ως ένα πλάσμα που απεχθανόταν την πολυκοσμία, τις ανούσιες κοινωνικές συναναστροφές, τις glam προσκλήσεις και τα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας. Παντρεύτηκε αθόρυβα, απέκτησε μια κόρη που σήμερα είναι μεγάλη κοπέλα και χώρισε χωρίς να το μάθει σχεδόν κανείς παρά μόνο οι φίλοι της σαν τον Γιώργο Χρονά και τον -για κάποια χρόνια συντροφό της σύμφωνα με τα όσα έχουν ακουστεί- Ευγένιο Αρανίτση.
Μαζί του ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Άκμων» στα μέσα της δεκαετίας του '70, ενώ συγκατοίκησαν στο σπίτι της Τεγοπούλου στο Χαλάνδρι αργότερα, μια κατοικία την οποία η κόρη του Κίτσου δεν άφησε ποτέ.
Όπως είπαν αρκετοί που την γνώρισαν έστω και επιδερμικά, μαζί της δεν υπήρχαν πολλές επιλογές και η πλειοψηφία την αντιπαθούσε σχεδόν αμέσως. Η ίδια άλλωστε δεν άφηνε και πολλά περιθώρια συνεννόησης, εκτός και αν ο άλλος της έβγαζε κάτι αδιόρατο, το οποίο την έκανε να τον δεχτεί για συνομιλητή της.
Μέχρι να πεθάνει ο πατέρας της το 2006, η Μάνια Τεγοπούλου είναι μια 37χρονη γυναίκα που ουσιαστικά δεν έχει δουλέψει ποτέ στην ζωή της, όχι μόνο γιατί δεν μπορούσε, αλλά κυρίως επειδή δεν ήθελε.
Το τέλος εποχής
Η απώλεια του Κίτσου Τεγόπουλου θα την φέρει απότομα στο προσκήνιο, για την ακρίβεια από την ημέρα της κηδείας του, όπου πάρα πολλοί είπαν ότι δεν πήγε. Άλλοι τόσοι είπαν ότι πήγε, όμως ακόμη κι αυτό ελάχιστη σημασία έχει πια για το κορίτσι στο οποίο ο πατέρας του δεν χάλαγε ποτέ χατήρι, μετανιωμένος ίσως που δεν την έβλεπε -όπως και την άλλη κόρη του Λένα- σχεδόν ποτέ.
Η Μάνια ανέλαβε τον ρόλο της εκδότριας και αυτό δεν της άρεσε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση ένα πράγμα, ότι ήταν πλέον ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Τώρα ήταν αυτή που είχε πλέον τον έλεγχο, ήταν αυτή που είχε τον πρώτο λόγο και όχι οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες, αυτοί που όταν τους ρώταγε κάτι παλιότερα χαμογελούσαν και της χάϊδευαν το κεφάλι.
Κι αν τους πρώτους μήνες υπήρχε μια κάποια ηρεμία, το κλίμα γρήγορα δεν ήταν αυτό που υπήρχε όταν στο τιμόνι ήταν ο πατέρας της νεαρής γυναίκας. Τα δύσκολα αρχίζουν μετά τον πρώτο χρόνο και παρά την παρουσία του θείου της Θανάση Τεγόπουλου στο κτήριο της Μίνωος, αρχίζουν να διαδραματίζονται απίστευτα περιστατικά.
Η σύγκρουση με τον Φυντανίδη είναι μόνο η αρχή όπως και ένα από τα σλόγκαν της: «Εσείς οι δημοσιογράφοι θα κλείσετε την Ελευθεροτυπία, όχι εγώ». Κυκλοφορεί σχεδόν μόνιμα με ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι απαξιώνοντας σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων, με ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν δύο-τρεις κυρίες και κάποιους άλλους οι οποίοι πληρούσαν τα αισθητικά της κριτήρια.
Κάποιοι μένουν άφωνοι όταν παραχωρεί το γραφείο του πατέρα της στον Δημήτρη Πουλικάκο, εκδίδει περιοδικά που της προτείνουν κολλητοί της τα οποία κλείνουν μετά από λίγο καιρό, ενώ οι «συσκέψεις» γίνονται στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου. Εκεί συμμετέχουν οι κολλητοί της και κάποιοι δικοί της από την εφημερίδα, σε ένα ιδιότυπο κονκλάβιο, το οποίο της προτείνει διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που η κάνουλα αρχίζει να στερεύει.
Η πλειψηφία των εργαζομένων παρακαλάει από μέσα της να πουλήσει η Μάνια την εφημερίδα σε κάποιον επιχειρηματία αφού κάθε μέρα που πηγαίνει είναι απρόβλεπτη.
Στις 20 Νοεμβρίου του 2009 αστυνομικοί εντοπίζουν τα ξημερώματα ένα αυτοκίνητο σταματημένο στην μέση της Πανόρμου. Πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι μέσα βρίσκεται μια γυναίκα σε κατάσταση μέθης που αρνείται να βγει. Είναι η Μάνια Τεγοπούλου, η οποία συλλαμβάνεται και περνάει αυτόφωρο, εμφανιζόμενη σε μια κατάσταση που δεν την λες φυσιολογική.
Τα επόμενα χρόνια οι αντιδράσεις της θα γίνουν ακόμη πιο απρόβλεπτες. Κλείνει ραντεβού με τον Κωστόπουλο της Alpha Bank για να συζητήσει για δάνειο και δεν εμφανίζεται ποτέ, πουλάει την «Χρυσή Ευκαιρία» για περίπου ογδόντα εκατομμύρια ευρώ ενώ αγοράζει και το σπίτι του Αλέκου Γιωτόπουλου στους Λειψούς. Ο αρχηγός της 17Ν κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, δημοσιεύει ό,τι της στέλνει, ενώ αφήνει απέξω την ομάδα του Κουφοντίνα και τις θέσεις τους.
Αρχίζουν οι απολύσεις και κάποια δραματικά meetings όπως αυτό στο οποίο γύρω στις τρεις το πρωί γύρισε και είπε στα στελέχη ότι «η Ελευθεροτυπία δεν έχει αρχίσει ακόμη», αφήνοντάς τους ενεούς!
Η εφημερίδα μοιράζεται στους παλιούς και τους «νέους», η Μάνια πηγαίνει δύο μέρες την εβδομάδα στο κτήριο της Μίνωος και τα στελέχη πρέπει να την ενημερώνουν το πρωί. Μετά έχει άλλες ασχολίες, πιο σημαντικές για την ίδια.
Κάποιοι καυγάδες είναι ομηρικοί. Ένας λαμβάνει χώρα όταν απαιτεί να μπει ένα κομμάτι για την αποχώρηση του Κουβέλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι δύο. Ο τότε αρχισυντάκτης της «Κ.Ε» Βαγγέλης Σιαφάκας την ακούει να του ουρλιάζει στο τηλέφωνο και όταν την ηρεμεί μετά από ώρα την ρωτάει τι θέλει για να το κάνουν. «Μακάρι να ήξερα τι θέλω» του απαντάει, και αυτή είναι ίσως η πιο ενδεδειγμένη απάντηση και για το τι επιθυμούσε η ίδια από την ζωή της.
Κάποιοι παλιοί εργαζόμενοι θυμούνται ακόμη ότι πριν πεθάνει ο πατέρας της η Μάνια Τεγοπούλου έλεγε πως το όνειρό της ήταν μια μέρα να βγάλει ένα φύλο με κατάμαυρο πρωτοσέλιδο που θα περιείχε μόνο την λέξη «Τετέλεσθαι».
Μια λέξη που πιθανότατα να μην ήθελε να ακούσει ποτέ ξανά στην σύντομη ζωή της, η γυναίκα που κατάφερε να γκρεμίσει μια εκδοτική αυτοκρατορία μέσα σε λίγα χρόνια, χωρίς να μετανοιώσει ποτέ γι' αυτό...
Όπως είπαν αρκετοί που την γνώρισαν έστω και επιδερμικά, μαζί της δεν υπήρχαν πολλές επιλογές και η πλειοψηφία την αντιπαθούσε σχεδόν αμέσως. Η ίδια άλλωστε δεν άφηνε και πολλά περιθώρια συνεννόησης, εκτός και αν ο άλλος της έβγαζε κάτι αδιόρατο, το οποίο την έκανε να τον δεχτεί για συνομιλητή της.
Μέχρι να πεθάνει ο πατέρας της το 2006, η Μάνια Τεγοπούλου είναι μια 37χρονη γυναίκα που ουσιαστικά δεν έχει δουλέψει ποτέ στην ζωή της, όχι μόνο γιατί δεν μπορούσε, αλλά κυρίως επειδή δεν ήθελε.
Το τέλος εποχής
Η απώλεια του Κίτσου Τεγόπουλου θα την φέρει απότομα στο προσκήνιο, για την ακρίβεια από την ημέρα της κηδείας του, όπου πάρα πολλοί είπαν ότι δεν πήγε. Άλλοι τόσοι είπαν ότι πήγε, όμως ακόμη κι αυτό ελάχιστη σημασία έχει πια για το κορίτσι στο οποίο ο πατέρας του δεν χάλαγε ποτέ χατήρι, μετανιωμένος ίσως που δεν την έβλεπε -όπως και την άλλη κόρη του Λένα- σχεδόν ποτέ.
Η Μάνια ανέλαβε τον ρόλο της εκδότριας και αυτό δεν της άρεσε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση ένα πράγμα, ότι ήταν πλέον ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Τώρα ήταν αυτή που είχε πλέον τον έλεγχο, ήταν αυτή που είχε τον πρώτο λόγο και όχι οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες, αυτοί που όταν τους ρώταγε κάτι παλιότερα χαμογελούσαν και της χάϊδευαν το κεφάλι.
Κι αν τους πρώτους μήνες υπήρχε μια κάποια ηρεμία, το κλίμα γρήγορα δεν ήταν αυτό που υπήρχε όταν στο τιμόνι ήταν ο πατέρας της νεαρής γυναίκας. Τα δύσκολα αρχίζουν μετά τον πρώτο χρόνο και παρά την παρουσία του θείου της Θανάση Τεγόπουλου στο κτήριο της Μίνωος, αρχίζουν να διαδραματίζονται απίστευτα περιστατικά.
Η σύγκρουση με τον Φυντανίδη είναι μόνο η αρχή όπως και ένα από τα σλόγκαν της: «Εσείς οι δημοσιογράφοι θα κλείσετε την Ελευθεροτυπία, όχι εγώ». Κυκλοφορεί σχεδόν μόνιμα με ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι απαξιώνοντας σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων, με ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν δύο-τρεις κυρίες και κάποιους άλλους οι οποίοι πληρούσαν τα αισθητικά της κριτήρια.
Κάποιοι μένουν άφωνοι όταν παραχωρεί το γραφείο του πατέρα της στον Δημήτρη Πουλικάκο, εκδίδει περιοδικά που της προτείνουν κολλητοί της τα οποία κλείνουν μετά από λίγο καιρό, ενώ οι «συσκέψεις» γίνονται στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου. Εκεί συμμετέχουν οι κολλητοί της και κάποιοι δικοί της από την εφημερίδα, σε ένα ιδιότυπο κονκλάβιο, το οποίο της προτείνει διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια, την ίδια στιγμή που η κάνουλα αρχίζει να στερεύει.
Η πλειψηφία των εργαζομένων παρακαλάει από μέσα της να πουλήσει η Μάνια την εφημερίδα σε κάποιον επιχειρηματία αφού κάθε μέρα που πηγαίνει είναι απρόβλεπτη.
Στις 20 Νοεμβρίου του 2009 αστυνομικοί εντοπίζουν τα ξημερώματα ένα αυτοκίνητο σταματημένο στην μέση της Πανόρμου. Πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι μέσα βρίσκεται μια γυναίκα σε κατάσταση μέθης που αρνείται να βγει. Είναι η Μάνια Τεγοπούλου, η οποία συλλαμβάνεται και περνάει αυτόφωρο, εμφανιζόμενη σε μια κατάσταση που δεν την λες φυσιολογική.
Τα επόμενα χρόνια οι αντιδράσεις της θα γίνουν ακόμη πιο απρόβλεπτες. Κλείνει ραντεβού με τον Κωστόπουλο της Alpha Bank για να συζητήσει για δάνειο και δεν εμφανίζεται ποτέ, πουλάει την «Χρυσή Ευκαιρία» για περίπου ογδόντα εκατομμύρια ευρώ ενώ αγοράζει και το σπίτι του Αλέκου Γιωτόπουλου στους Λειψούς. Ο αρχηγός της 17Ν κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, δημοσιεύει ό,τι της στέλνει, ενώ αφήνει απέξω την ομάδα του Κουφοντίνα και τις θέσεις τους.
Αρχίζουν οι απολύσεις και κάποια δραματικά meetings όπως αυτό στο οποίο γύρω στις τρεις το πρωί γύρισε και είπε στα στελέχη ότι «η Ελευθεροτυπία δεν έχει αρχίσει ακόμη», αφήνοντάς τους ενεούς!
Η εφημερίδα μοιράζεται στους παλιούς και τους «νέους», η Μάνια πηγαίνει δύο μέρες την εβδομάδα στο κτήριο της Μίνωος και τα στελέχη πρέπει να την ενημερώνουν το πρωί. Μετά έχει άλλες ασχολίες, πιο σημαντικές για την ίδια.
Κάποιοι καυγάδες είναι ομηρικοί. Ένας λαμβάνει χώρα όταν απαιτεί να μπει ένα κομμάτι για την αποχώρηση του Κουβέλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι δύο. Ο τότε αρχισυντάκτης της «Κ.Ε» Βαγγέλης Σιαφάκας την ακούει να του ουρλιάζει στο τηλέφωνο και όταν την ηρεμεί μετά από ώρα την ρωτάει τι θέλει για να το κάνουν. «Μακάρι να ήξερα τι θέλω» του απαντάει, και αυτή είναι ίσως η πιο ενδεδειγμένη απάντηση και για το τι επιθυμούσε η ίδια από την ζωή της.
Κάποιοι παλιοί εργαζόμενοι θυμούνται ακόμη ότι πριν πεθάνει ο πατέρας της η Μάνια Τεγοπούλου έλεγε πως το όνειρό της ήταν μια μέρα να βγάλει ένα φύλο με κατάμαυρο πρωτοσέλιδο που θα περιείχε μόνο την λέξη «Τετέλεσθαι».
Μια λέξη που πιθανότατα να μην ήθελε να ακούσει ποτέ ξανά στην σύντομη ζωή της, η γυναίκα που κατάφερε να γκρεμίσει μια εκδοτική αυτοκρατορία μέσα σε λίγα χρόνια, χωρίς να μετανοιώσει ποτέ γι' αυτό...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα