Πρέπει να νικήσεις στον ίδιο σου τον εαυτό, για να επικρατήσει η επιθυμία της λογικής". Οι Αντώνης Συκάρης και Φώτης Θεοχάρης είναι οι πρώτοι Έλληνες που κατέκτησαν την Kangchenjunga, τη δυσκολότερη κορυφή των Ιμαλαΐων, με ύψος 8.586 μέτρα, που βρίσκεται ανάμεσα και μέσα στο Νεπάλ και την Ινδία.
Ύστερα από μια δύσκολη και εξαιρετικά απαιτητική αποστολή, χάρη στην οποία η ελληνική σημαία υψώθηκε "στο ύψος που πετούν τα αεροσκάφη", οι δύο Έλληνες βρίσκονται πίσω στην Ελλάδα και μίλησαν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και το ραδιόφωνο του "Πρακτορείο 104,9 FM" για την ιστορική αυτή επιτυχία, τις δυσκολίες της ανάβασης σε έδαφος υψηλότατης δυσκολίας, τις θερμοκρασίες και τις σωματικές απαιτήσεις αλλά και το πώς είναι να ανήκεις πλέον σε ένα απίστευτα τιμητικό, κλειστό "κλαμπ" 358 ατόμων από όλο τον κόσμο.
Μιλώντας στο "Πρακτορείο FM", ο Αντώνης Συκάρης, ένας ορειβάτης που έχει κατακτήσει και το Έβερεστ, περιέγραψε μια "πρωτοφανή για τα ελληνικά ορειβατικά δρώμενα επιτυχία", μια επιτυχία που για τους Έλληνες ορειβάτες είναι σημαντική αφού τους χαλυβδώνει.
"Μας γεμίζει με αυτοπεποίθηση και δύναμη για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την κανονική και την ορειβατική ζωή μας, η οποία έχει συνέχεια, γιατί τα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ. Η κατάκτηση ενός ονείρου, αμέσως αποκαλύπτει το επόμενο", ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Αντώνη Συκάρη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Σωτήρη Κυριακίδη:
-Ας ξεκινήσουμε να ταξιδέψουμε λοιπόν μέχρι την αφιλόξενη αυτή κορυφή. Ποιο ήταν το χρονικό της προσπάθειάς σας και πόσο σημαντική επιτυχία είναι η τελική έκβαση με όρους ορειβατικούς;
Η διαδρομή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη γιατί μόνο για να φτάσεις στην κατασκήνωση βάσης χρειάστηκαν 15 ολόκληρες ημέρες μέσα σε ένα trekking, όπου δεν υπήρχαν χωριά, δεν υπήρχαν σπίτια, άνθρωποι. Ήμασταν σε τελείως αφιλόξενη και ακατοίκητη περιοχή, σε τροπικά δάση με τη διέλευση μέσα και από μια περιοχή παγετώνων να κάνει τη διαδρομή πάρα πολύ δύσκολη. Ξεκινήσαμε από τα 950 μέτρα για να φτάσουμε στα 5.500 μέτρα, που ήταν η κατασκήνωση βάσης. Εκεί μείναμε περίπου 40 ημέρες από το σύνολο των 56 ημερών που διήρκεσε η αποστολή μας, ήταν μόνο 42 ορειβάτες από 25 περίπου χώρες από όλο τον κόσμο, ορειβάτες επίλεκτοι, διακεκριμένοι επιβάτες της παγκόσμιας ορειβατικής σκηνής.
Είχαμε τη χαρά και την τύχη από τους 42 να βρεθούμε μόνο 17 στην κορυφή και μέσα σε αυτούς να είμαστε και εμείς οι δύο (σ.σ ο ίδιος ο Αντώνης Συκάρης μαζί με τον Φώτη Θεοχάρη). Κάναμε αρκετές προσπάθειες, δεν τα καταφέραμ, όμως επιμείναμε, μείναμε πιστοί σε αυτό που θέλαμε και τελικά στις 20 Μαΐου, στις 08:15 το πρωί, σταθήκαμε στην κορυφή αυτού του τόσο απαιτητικού βουνού, υπερήφανοι και γεμάτοι χαρά και ευτυχία. Ένα εγχείρημα που μαζί με το αποτέλεσμα μας δίνει μια τεράστια αυτοπεποίθηση. Μετά την κατάκτηση επιστρέψαμε από την ίδια διαδρομή και πάλι με μια πολύ μεγάλη δυσκολία για να μπορέσουμε να γυρίσουμε Κατμαντού και μετά στην Ελλάδα.
-Γιατί είναι αυτό, ένα βουνό που χαρακτηρίζεται ως το δυσκολότερο βουνό στον κόσμο; Ποια είναι τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που οδηγούν ώστε να το χαρακτηρίζει έτσι η ορειβατική κοινότητα;
Αυτό συμβαίνει γιατί πρώτα από όλα είναι απομακρυσμένο. Βρίσκεται στα ινδονεπαλικά σύνορα, στο ανατολικότερο σημείο του Νεπάλ, στα σύνορα με την Ινδία, με την κορυφή να είναι μεν στο Νεπάλ αλλά αμέσως μετά να βρίσκεται η Ινδία. Η πρόσβαση είναι πάρα πολύ δύσκολη, δεν υπάρχει υποδομή. Αυτό είναι που αποτελεί την πρώτη δυσκολία, ενώ η δεύτερη είναι πως το κομμάτι από το Camp 4 που βρίσκεται στα 7400 μέτρα μέχρι την κορυφή στα 8600 μέτρα είναι ένα κομμάτι σε πάγο και με σημαντικές κλίσεις από 45 έως 60 μοίρες. Το δε κομμάτι από τα 8200 μέτρα μέχρι και τα 8600 είναι ένα κομμάτι αναρρίχησης βράχου αρκετά σκληρή και απαιτητική.
Και βέβαια όταν μιλάμε για αυτό το υψόμετρο, ο αέρας είναι πάρα πολύ περιορισμένος, ενδεικτικά να αναφέρουμε πως πάνω από τα 8000 μέτρα είναι "Ζώνη Θανάτου", και το ποσοστό του οξυγόνου φτάνει μόνο το 18% με 20% σε περιεκτικότητα σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια συνολικά είναι πάρα πολύ δύσκολη λόγω του μειωμένου οξυγόνου, του κρύου που υπάρχει εκεί αλλά και της δυσκολίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν πρέπει να σκαρφαλώσεις όλα αυτά τα μέτρα για να φτάσεις στην κορυφή και εν συνεχεία και το πιο δύσκολο, να κατέβεις από αυτό το πεδίο. Είναι πρώτα από όλα η εξάντληση και δεύτερον ότι απαιτείται χρόνος που πολλές φορές δεν φτάνει. Εμείς κάναμε 13 ώρες για να ανέβουμε και 7 για να κατέβουμε που είναι ένας πάρα πολύ καλός χρόνος αν σκεφτεί κανείς πως οι προηγούμενοι που προσπάθησαν (σ.σ στην αποστολή) ξόδεψαν 25 ώρες για την ανάβαση και δεν έφτασαν στη κορυφή λόγω των δυσκολιών και μιας κακής ημέρας που επέλεξαν.