Η καθαρίστρια που φυλακίστηκε για ένα απολυτήριο μιλά στο protothema.gr: Δεν μπορώ να ξεχάσω τον ήχο όταν κλείδωνε το κελί
06.12.2018
07:29
Η 53χρονη καθαρίστρια μιλάει για τις 23 ημέρες κράτησής της στις φυλακές Ελαιώνα και την προσπάθειά της να επανέλθει στους φυσιολογικούς ρυθμούς
Στους καθημερινούς, φυσιολογικούς ρυθμούς προσπαθεί να επανέλθει η 53χρονη καθαρίστρια Δήμητρα Τσιαντάκη, μία εβδομάδα μετά την αποφυλάκισή της από τις φυλακές Ελαιώνα. Πρόκειται για την καθαρίστρια που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών επειδή πλαστογράφησε το πτυχίο δημοτικού προκειμένου να διοριστεί στο Δημόσιο, όμως αφέθηκε ελεύθερη μετά το σάλο που ξέσπασε αλλά και την παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ξένης Δημητρίου.
«Είμαι πολύ χαρούμενη, ευτυχισμένη, που είμαι με την οικογένειά μου. Μου φαίνεται απίστευτο που είμαι έξω. Στη φυλακή νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω. Σήμερα προσπαθώ να προσαρμοστώ, όμως ψυχολογικά δεν είμαι καλά. Και μια μέρα να κάτσεις στη φυλακή, είναι βαρύ. Από τη στιγμή που αποφυλακίστηκα δεν έχω βγει έξω, ούτε στο σούπερ μάρκετ, ούτε στο φούρνο, ούτε στη βεράντα του σπιτιού μου. Όλο αυτό που συνέβη νιώθω ότι έκανε κακό και στη ψυχολογία μου και στην αξιοπρέπειά μου. Η γειτονιά με ξέρει χρόνια, γνωρίζει ποια είμαι, αλλά εγώ αισθάνομαι περίεργα, είναι ακόμη μπερδεμένα τα συναισθήματά μου» δηλώνει η καθαρίστρια σε συνέντευξή της στο protothema.gr.
Η Δήμητρα Τσιαντάκη κρατήθηκε στις φυλακές Ελαιώνα για 23 ημέρες. Στην αρχή μεταφέρθηκε στην Β πτέρυγα, που θεωρείται μεταβατική και κρατούνται εκεί οι γυναίκες τις πρώτες ημέρες, ενώ μετά πήγε στην Α πτέρυγα. Στο κελί της υπήρχαν άλλες 12 έως 13 κρατούμενες, οι περισσότερες για οικονομικές υποθέσεις. Το πρώτο βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθεί καθώς φοβόταν, όπως λέει, ενώ ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει τον ήχο που έκανε η κλειδαριά όταν έκλεινε η πόρτα του κελιού. «Στη φυλακή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι θα μείνω τόσα χρόνια μέσα, πίστευα ότι αύριο θα φύγω. Λες και ήμουν σε ένα άλλο κόσμο, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ήμουν και πολύ φοβισμένη, χαμένη, δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω, έμοιαζα με ένα παιδάκι που το άφηναν μόνο του να επιβιώσει. Οι περισσότερες κρατούμενες στο κελί ήταν μέσα για οικονομικά θέματα, μόνο δυο τρεις ήταν για φόνο και άλλα. Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκα από το φόβο μου και την ανασφάλεια. Η χειρότερη στιγμή που δεν μπορώ να ξεχάσω, είναι ο ήχος όταν κλειδώνουν τις πόρτες και δεν μπορείς να πας πουθενά, πολύ άσχημο συναίσθημα. Έκατσα 23 μέρες και ένιωσα ότι ο χρόνος είχε παγώσει. Πώς θα περνούσαν τα δέκα χρόνια;» δηλώνει χαρακτηριστικά.
«Φοβόμουν ότι η Πρόνοια θα μου πάρει τα παιδιά»
Μέχρι την ηλικία των 11 ετών, η μικρή τότε Δήμητρα ζούσε στο Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα μαζί με την αδελφή της. Οι γονείς τους δεν μπορούσαν να αναθρέψουν τα συνολικά εννέα παιδιά τους, πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια, με αποτέλεσμα αυτά να μεταφερθούν σε διάφορα ιδρύματα.
Τότε η γιαγιά και ο παππούς την πήραν μαζί τους στο Βόλο. Από μικρή ηλικία άρχισε να δουλεύει, πρώτα σε υαλοπωλείο, στη συνέχεια ως πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων ενώ έκανε ακόμη πολλές δουλειές. Στο Βόλο γνώρισε τον άνδρα της ζωής της και τον παντρεύτηκε πριν καλά καλά ενηλικιωθεί. Σύντομα απέκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όμως τα οικονομικά προβλήματα ήταν μεγάλα.
Όπως δηλώνει η Δήμητρα Τσιαντάκη στο protothema.gr, το σπίτι της επισκεπτόταν μια κοινωνική λειτουργός από την Πρόνοια προκειμένου να διαπιστώσει τις συνθήκες που μεγαλώνουν τα παιδιά της. «Ερχόταν η Πρόνοια στο σπίτι και έβλεπε πώς ζούμε. Φοβόμουν ότι θα μου πάρουν τα παιδιά λόγω των συνθηκών.
«Έσβησα με μπλάνκο την Ε τάξη και έγραψα ΣΤ»
Το 1995 προκηρύσσεται διαγωνισμός για διορισμό στο Δημόσιο. Μεταξύ των θέσεων που ζητούνται, είναι και αυτή της καθαρίστριας σε παιδικό σταθμό. Η δουλειά αυτή μοιάζει με σανίδα σωτηρίας για την Δήμητρα Τσιαντάκη προκειμένου να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση και να διατηρήσει ενωμένη την οικογένειά της. «Μου λένε, Τούλα - έτσι με φωνάζουν χαϊδευτικά - υπάρχει μια θέση σε παιδικό σταθμό, θα ήθελες να πας; Έπρεπε να είμαι από πολύτεκνη οικογένεια, να έχει αναπηρία 67% κάποιο μέλος της οικογένειάς μου όπως έχει ο σύζυγός μου, καθώς και απολυτήριο σχολείου».
Η γυναίκα απευθύνθηκε στο Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα όπου έζησε μέχρι την ηλικία των 11 ετών και πήγε και σχολείο και ζήτησε το απολυτήριο του δημοτικού. Όμως είχε φοιτήσει μέχρι την 5η (Ε) δημοτικού. «Με μπλάνκο έσβησα το Ε και έγραψα από πάνω την ΣΤ τάξη. Και έπιασα δουλειά το 1996. Δεν αρνήθηκα ποτέ την πλαστογραφία. Το έκανα γιατί είχαμε μεγάλη ανάγκη στο σπίτι, δεν υπήρχε μισθός, δεν υπήρχε τίποτα. Και ήμασταν και μικροί τότε, εγώ ήμουν 29 στα 30. Είκοσι χρόνια δούλεψα στο παιδικό σταθμό, αγαπώ τα παιδιά, και τα χέρια μου έβγαλαν κάλους από τη σφουγγαρίστρα. Ήμουν πολύ σωστή στη δουλειά μου».
«Και να σκότωνα τέτοια ποινή δεν θα άκουγα»
Έπειτα από 20 χρόνια διαπιστώνεται ότι το πτυχία που είχε προσκομίσει η γυναίκα το 1995 για να πιάσει δουλειά, είχε πλαστογραφηθεί. «Με φώναξαν και μου είπαν ότι το απολυτήριό μου δεν είναι σωστό και έχω κάνει παραποίηση. Πέρασα από τον ανακριτή βόλου και από τον εισαγγελέα και μετά έγιναν τα δικαστήρια στη Λάρισα».
«Είμαι πολύ χαρούμενη, ευτυχισμένη, που είμαι με την οικογένειά μου. Μου φαίνεται απίστευτο που είμαι έξω. Στη φυλακή νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω. Σήμερα προσπαθώ να προσαρμοστώ, όμως ψυχολογικά δεν είμαι καλά. Και μια μέρα να κάτσεις στη φυλακή, είναι βαρύ. Από τη στιγμή που αποφυλακίστηκα δεν έχω βγει έξω, ούτε στο σούπερ μάρκετ, ούτε στο φούρνο, ούτε στη βεράντα του σπιτιού μου. Όλο αυτό που συνέβη νιώθω ότι έκανε κακό και στη ψυχολογία μου και στην αξιοπρέπειά μου. Η γειτονιά με ξέρει χρόνια, γνωρίζει ποια είμαι, αλλά εγώ αισθάνομαι περίεργα, είναι ακόμη μπερδεμένα τα συναισθήματά μου» δηλώνει η καθαρίστρια σε συνέντευξή της στο protothema.gr.
Η Δήμητρα Τσιαντάκη κρατήθηκε στις φυλακές Ελαιώνα για 23 ημέρες. Στην αρχή μεταφέρθηκε στην Β πτέρυγα, που θεωρείται μεταβατική και κρατούνται εκεί οι γυναίκες τις πρώτες ημέρες, ενώ μετά πήγε στην Α πτέρυγα. Στο κελί της υπήρχαν άλλες 12 έως 13 κρατούμενες, οι περισσότερες για οικονομικές υποθέσεις. Το πρώτο βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθεί καθώς φοβόταν, όπως λέει, ενώ ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει τον ήχο που έκανε η κλειδαριά όταν έκλεινε η πόρτα του κελιού. «Στη φυλακή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι θα μείνω τόσα χρόνια μέσα, πίστευα ότι αύριο θα φύγω. Λες και ήμουν σε ένα άλλο κόσμο, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ήμουν και πολύ φοβισμένη, χαμένη, δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω, έμοιαζα με ένα παιδάκι που το άφηναν μόνο του να επιβιώσει. Οι περισσότερες κρατούμενες στο κελί ήταν μέσα για οικονομικά θέματα, μόνο δυο τρεις ήταν για φόνο και άλλα. Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκα από το φόβο μου και την ανασφάλεια. Η χειρότερη στιγμή που δεν μπορώ να ξεχάσω, είναι ο ήχος όταν κλειδώνουν τις πόρτες και δεν μπορείς να πας πουθενά, πολύ άσχημο συναίσθημα. Έκατσα 23 μέρες και ένιωσα ότι ο χρόνος είχε παγώσει. Πώς θα περνούσαν τα δέκα χρόνια;» δηλώνει χαρακτηριστικά.
«Φοβόμουν ότι η Πρόνοια θα μου πάρει τα παιδιά»
Μέχρι την ηλικία των 11 ετών, η μικρή τότε Δήμητρα ζούσε στο Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα μαζί με την αδελφή της. Οι γονείς τους δεν μπορούσαν να αναθρέψουν τα συνολικά εννέα παιδιά τους, πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια, με αποτέλεσμα αυτά να μεταφερθούν σε διάφορα ιδρύματα.
Τότε η γιαγιά και ο παππούς την πήραν μαζί τους στο Βόλο. Από μικρή ηλικία άρχισε να δουλεύει, πρώτα σε υαλοπωλείο, στη συνέχεια ως πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων ενώ έκανε ακόμη πολλές δουλειές. Στο Βόλο γνώρισε τον άνδρα της ζωής της και τον παντρεύτηκε πριν καλά καλά ενηλικιωθεί. Σύντομα απέκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όμως τα οικονομικά προβλήματα ήταν μεγάλα.
Όπως δηλώνει η Δήμητρα Τσιαντάκη στο protothema.gr, το σπίτι της επισκεπτόταν μια κοινωνική λειτουργός από την Πρόνοια προκειμένου να διαπιστώσει τις συνθήκες που μεγαλώνουν τα παιδιά της. «Ερχόταν η Πρόνοια στο σπίτι και έβλεπε πώς ζούμε. Φοβόμουν ότι θα μου πάρουν τα παιδιά λόγω των συνθηκών.
«Έσβησα με μπλάνκο την Ε τάξη και έγραψα ΣΤ»
Το 1995 προκηρύσσεται διαγωνισμός για διορισμό στο Δημόσιο. Μεταξύ των θέσεων που ζητούνται, είναι και αυτή της καθαρίστριας σε παιδικό σταθμό. Η δουλειά αυτή μοιάζει με σανίδα σωτηρίας για την Δήμητρα Τσιαντάκη προκειμένου να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση και να διατηρήσει ενωμένη την οικογένειά της. «Μου λένε, Τούλα - έτσι με φωνάζουν χαϊδευτικά - υπάρχει μια θέση σε παιδικό σταθμό, θα ήθελες να πας; Έπρεπε να είμαι από πολύτεκνη οικογένεια, να έχει αναπηρία 67% κάποιο μέλος της οικογένειάς μου όπως έχει ο σύζυγός μου, καθώς και απολυτήριο σχολείου».
Η γυναίκα απευθύνθηκε στο Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα όπου έζησε μέχρι την ηλικία των 11 ετών και πήγε και σχολείο και ζήτησε το απολυτήριο του δημοτικού. Όμως είχε φοιτήσει μέχρι την 5η (Ε) δημοτικού. «Με μπλάνκο έσβησα το Ε και έγραψα από πάνω την ΣΤ τάξη. Και έπιασα δουλειά το 1996. Δεν αρνήθηκα ποτέ την πλαστογραφία. Το έκανα γιατί είχαμε μεγάλη ανάγκη στο σπίτι, δεν υπήρχε μισθός, δεν υπήρχε τίποτα. Και ήμασταν και μικροί τότε, εγώ ήμουν 29 στα 30. Είκοσι χρόνια δούλεψα στο παιδικό σταθμό, αγαπώ τα παιδιά, και τα χέρια μου έβγαλαν κάλους από τη σφουγγαρίστρα. Ήμουν πολύ σωστή στη δουλειά μου».
«Και να σκότωνα τέτοια ποινή δεν θα άκουγα»
Έπειτα από 20 χρόνια διαπιστώνεται ότι το πτυχία που είχε προσκομίσει η γυναίκα το 1995 για να πιάσει δουλειά, είχε πλαστογραφηθεί. «Με φώναξαν και μου είπαν ότι το απολυτήριό μου δεν είναι σωστό και έχω κάνει παραποίηση. Πέρασα από τον ανακριτή βόλου και από τον εισαγγελέα και μετά έγιναν τα δικαστήρια στη Λάρισα».
Η καθαρίστρια κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και το 2016 καταδικάζεται σε 15 χρόνια κάθειρξη για πλαστογραφία και απάτη. «Τότε με βοήθησαν οι συγγενείς, έβαλαν όλοι λεφτά για να προσλάβω δικηγόρο. Μου είπαν ότι ο νόμος είναι αυστηρός αλλά ίσως να παραγραφόταν το αδίκημα. Δεν είχα αντιληφθεί τη σοβαρότητα της πράξης μου. Όμως στο δικαστήριο δεν πίστευα ότι θα πάω φυλακή. Ζήτησα συγνώμη, τους είπα ότι δεν ήξερα ότι αυτό που είχα κάνει είναι τόσο κακό. Αν το ήξερα, θα πήγαινα να τελειώσω το δημοτικό, όπως έκανα πριν το δικαστήριο. Το έκανα για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Κάθε μάνα θα έκανε τα πάντα για τα παιδιά της. Δεν σκότωσα, δεν έκλεψα, δεν είχα ξανακάνει κάποιο αδίκημα, είχα καθαρό ποινικό μητρώο μέχρι τότε. Όταν άκουσα την ποινή των 15 χρόνων, “έμεινα”. Λέω, τόσα χρόνια; Και να σκότωνα τέτοια ποινή δεν θα άκουγα”.
Η Δήμητρα Τσιαντάκη δεν οδηγήθηκε τότε στη φυλακή καθώς η ποινή της είχε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση. Δύο χρόνια μετά η υπόθεση εξετάζεται από το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας και η 53χρονη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών. «Ζήτησα μια δεύτερη ευκαιρία. Έλεγα, επειδή ήταν γυναίκες και μάνες - στην Έδρα ήταν μόνο ένας άνδρας - θα με ακούσουν. Όμως δεν τις έπεισα. Άκουγα την κόρη μου που ούρλιαζε και έκλαιγε την ώρα που με έπαιρναν για να με πάνε στο Μεταγωγών, ενώ στη φυλακή οδηγήθηκα την επόμενη μέρα».
«Έμαθα ότι αποφυλακίζομαι από την τηλεόραση»
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες δημοσιοποιείται η υπόθεση της καθαρίστριας που καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα ετών επειδή πλαστογράφησε το πτυχίο δημοτικού για να βρει δουλειά. Ξεσπούν έντονες αντιδράσεις από πολιτικούς, πανεπιστημιακούς και νομικούς κύκλους. «Μου έλεγε η κόρη μου ότι γίνεται χαμός έξω, με υποστηρίζει ο κόσμος, κάποια τα έβλεπα και στην τηλεόραση μέσα από τη φυλακή» δηλώνει η 53χρονη καθαρίστρια.
Καθοριστική θεωρείται η παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ξένης Δημητρίου, η οποία ζητά την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης στην απόφαση που την έστειλε στη φυλακή. Έπειτα από μερικά 24ωρα το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας αναστέλλει την απόφαση προφυλάκισης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο. «Έμαθα ότι αποφυλακίζομαι από την τηλεόραση. Όλες οι κρατούμενες αγκαλιαστήκαμε, χειροκροτούσαν, χάρηκαν πολύ τα κορίτσια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έπειτα από δύο ώρες βγήκα από τη φυλακή και ήρθα στο σπίτι όπου όλη η γειτονιά είχε βγει στο δρόμο. Θέλω να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο, εσάς τους δημοσιογράφους που γράψατε για την υπόθεσή μου και την έμαθε ο κόσμος, όλους τους φορείς, την κυρία Έμη Καρυδάκη από το συνδικάτο εργαζομένων στο Βόλο που είναι φίλη μου και είναι συνέχεια δίπλα μου. Και θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κυρία Δημητρίου που μου έδωσα τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησα και της εύχομαι καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα».
Η γυναίκα δεν κρατά κακία σε κάποιον, ούτε καν στους δικαστές που την καταδίκασαν. Εφάρμοσαν ένα νόμο, τον οποίο ζητά από την κυβέρνηση να τον αλλάξει. «Δεν μπορώ να πω ότι έχω πικρία, δεν μπορώ να τους κρίνω. Όμως κάτι πρέπει να γίνει με αυτό το νόμο. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει κάποια τροποποίηση, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν χάσει τις δουλειές τους και έχουν βασανιστεί. Πρέπει να αλλάξει ο νόμος αυτός και να μη τους τσουβαλιάζει όλους μαζί με τους καταχραστές. Εμένα έτσι με έβαλαν, στους καταχραστές. Όμως εγώ δεν καταχράστηκα, τα δούλεψα τα χρήματα».
«Θέλω να γυρίσω στη δουλειά μου»
Μόλις πληροφορήθηκε τη βαρύτητα της πράξης της, η Δήμητρα Τσιαντάκη κατέθεσε τα απαιτούμενα έγγραφα και φοίτησε στην ΣΤ Δημοτικού την οποία και τελείωσε. Στις 23 ημέρες που κρατήθηκε στις φυλακές Ελαιώνα, άρχισε να φοιτά και στο γυμνάσιο. Επόμενος στόχος της είναι να τελειώσει το γυμνάσιο και όνειρό της να επιστρέψει στην εργασία της. «Μόλις προσαρμοστώ θα συνεχίσω και θα τελειώσω και το γυμνάσιο. Χαίρομαι που επανήλθαν τα ένσημα των 20 ετών, όμως θέλω να γυρίσω πίσω στη δουλειά μου. Δεν έχω απαίτηση να επιστρέψω στον παιδικό σταθμό, απλά να έχω τη δουλειά μου. Είμαι 53 ετών και καταλαβαίνετε ότι είναι δύσκολο να βρω δουλειά».
Η Δήμητρα Τσιαντάκη δεν οδηγήθηκε τότε στη φυλακή καθώς η ποινή της είχε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση. Δύο χρόνια μετά η υπόθεση εξετάζεται από το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας και η 53χρονη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης δέκα ετών. «Ζήτησα μια δεύτερη ευκαιρία. Έλεγα, επειδή ήταν γυναίκες και μάνες - στην Έδρα ήταν μόνο ένας άνδρας - θα με ακούσουν. Όμως δεν τις έπεισα. Άκουγα την κόρη μου που ούρλιαζε και έκλαιγε την ώρα που με έπαιρναν για να με πάνε στο Μεταγωγών, ενώ στη φυλακή οδηγήθηκα την επόμενη μέρα».
«Έμαθα ότι αποφυλακίζομαι από την τηλεόραση»
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες δημοσιοποιείται η υπόθεση της καθαρίστριας που καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα ετών επειδή πλαστογράφησε το πτυχίο δημοτικού για να βρει δουλειά. Ξεσπούν έντονες αντιδράσεις από πολιτικούς, πανεπιστημιακούς και νομικούς κύκλους. «Μου έλεγε η κόρη μου ότι γίνεται χαμός έξω, με υποστηρίζει ο κόσμος, κάποια τα έβλεπα και στην τηλεόραση μέσα από τη φυλακή» δηλώνει η 53χρονη καθαρίστρια.
Καθοριστική θεωρείται η παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ξένης Δημητρίου, η οποία ζητά την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης στην απόφαση που την έστειλε στη φυλακή. Έπειτα από μερικά 24ωρα το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας αναστέλλει την απόφαση προφυλάκισης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο. «Έμαθα ότι αποφυλακίζομαι από την τηλεόραση. Όλες οι κρατούμενες αγκαλιαστήκαμε, χειροκροτούσαν, χάρηκαν πολύ τα κορίτσια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έπειτα από δύο ώρες βγήκα από τη φυλακή και ήρθα στο σπίτι όπου όλη η γειτονιά είχε βγει στο δρόμο. Θέλω να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο, εσάς τους δημοσιογράφους που γράψατε για την υπόθεσή μου και την έμαθε ο κόσμος, όλους τους φορείς, την κυρία Έμη Καρυδάκη από το συνδικάτο εργαζομένων στο Βόλο που είναι φίλη μου και είναι συνέχεια δίπλα μου. Και θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κυρία Δημητρίου που μου έδωσα τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησα και της εύχομαι καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα».
Η γυναίκα δεν κρατά κακία σε κάποιον, ούτε καν στους δικαστές που την καταδίκασαν. Εφάρμοσαν ένα νόμο, τον οποίο ζητά από την κυβέρνηση να τον αλλάξει. «Δεν μπορώ να πω ότι έχω πικρία, δεν μπορώ να τους κρίνω. Όμως κάτι πρέπει να γίνει με αυτό το νόμο. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει κάποια τροποποίηση, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν χάσει τις δουλειές τους και έχουν βασανιστεί. Πρέπει να αλλάξει ο νόμος αυτός και να μη τους τσουβαλιάζει όλους μαζί με τους καταχραστές. Εμένα έτσι με έβαλαν, στους καταχραστές. Όμως εγώ δεν καταχράστηκα, τα δούλεψα τα χρήματα».
«Θέλω να γυρίσω στη δουλειά μου»
Μόλις πληροφορήθηκε τη βαρύτητα της πράξης της, η Δήμητρα Τσιαντάκη κατέθεσε τα απαιτούμενα έγγραφα και φοίτησε στην ΣΤ Δημοτικού την οποία και τελείωσε. Στις 23 ημέρες που κρατήθηκε στις φυλακές Ελαιώνα, άρχισε να φοιτά και στο γυμνάσιο. Επόμενος στόχος της είναι να τελειώσει το γυμνάσιο και όνειρό της να επιστρέψει στην εργασία της. «Μόλις προσαρμοστώ θα συνεχίσω και θα τελειώσω και το γυμνάσιο. Χαίρομαι που επανήλθαν τα ένσημα των 20 ετών, όμως θέλω να γυρίσω πίσω στη δουλειά μου. Δεν έχω απαίτηση να επιστρέψω στον παιδικό σταθμό, απλά να έχω τη δουλειά μου. Είμαι 53 ετών και καταλαβαίνετε ότι είναι δύσκολο να βρω δουλειά».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr