Το «μυθιστόρημα» της ζωής του Θέμου Αναστασιάδη
Το «μυθιστόρημα» της ζωής του Θέμου Αναστασιάδη
Από τη μονοκατοικία στα Πατήσια στην προσωπική νεανική εξέγερση και στο Οικονομικό της Νομικής στη Θεσσαλονίκη - Πώς δρομολογήθηκε η θητεία του στη δημοσιογραφία
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Αν μπορούσε να ακινητοποιηθεί ο χρόνος σε μια στιγμή, η στέρεα εικόνα θα αποτύπωνε τον Θέμο με ένα ειρωνικό, αχνό αλλά ενθαρρυντικό μειδίαμα κάτω από τα κοκάλινα γυαλιά του, ενώ θα περίμενε κανείς να ξεστομίσει μια απαράμιλλα αυτοσαρκαστική ατάκα. Eτσι, για ξεμούδιασμα από τα κλισέ. Και όταν άνοιγε το πλάνο θα αντηχούσαν ανοιχτόκαρδα και τρανταχτά χαχανητά που θα συνόδευαν πειράγματα χωρίς σεμνοτυφίες και βιτριολική σάτιρα προς οποιονδήποτε πολιτικό καθωσπρεπισμό. Πάντα με ένα γέλιο απελευθερωτικά κελαρυστό όπως η δίψα για ζωή. Αν όμως το ακομπλεξάριστο χιούμορ όριζε γενναιόδωρα την ιδιοσυγκρασία του, η αιχμηρή, διεισδυτική και συγκρουσιακή πένα του περιέγραφε το αστείρευτο ταλέντο ενός σοβαρού ανθρώπου. Ανήσυχου, συναισθηματικού και συνάμα καλλιεργημένου και στοχαστικού.
Ενός ασυμβίβαστου πολέμιου της καταπίεσης κάθε εξουσίας και ανατροπέα κατεστημένων νοοτροπιών. Πολεμιστής από κούνια αλλά ποτέ καβγατζής, είχε πάντα την ψυχραιμία να θέτει εμπνευσμένα τις διαχωριστικές γραμμές την κατάλληλη στιγμή. Με την ίδια υπομονή που μεταμόρφωνε την αταξία του αβίαστου χειρογράφου του σε άμεμπτο τυπωμένο κείμενο, κατάφερνε να αλλάζει σαν καπετάνιος τη ρότα όταν αυτή έμοιαζε να ρέπει στη ρουτίνα. Μετέτρεπε δημιουργικά το σύνηθες πάρτυ των συσκέψεων του «γαλατικού χωριού» που λεγόταν «Πρώτο Θέμα» σε ετοιμοπόλεμο στρατηγείο. «This is Sparta». Εφοδος. Συναγερμός. Πάντα κόκκινος. Στην απόχρωση που τον εξέφραζε και τον συνήγειρε σαν εκείνη της φωτιάς, του πάθους, της ορμητικότητας. Και ακόμη σαν το πορφυρό βάμμα από ένα βαζάκι μαρμελάδας κεράσι, σαν μια σοκολάτα με κόκκινο περιτύλιγμα, σαν το κόκκινο στο στροφόμετρο του αυτοκινήτου, σαν μια ερυθρόλευκη φανέλα του Ολυμπιακού.
Μεγάλη λατρεία του η ομάδα του Πειραιά. Σε όλα τα σπορ, σε οποιαδήποτε έδρα. Στο «Καραϊσκάκη», στο ΣΕΦ, στο «Πέτρος Καπαγέρωφ», παντού. Πριν από λίγα καλοκαίρια, σκεπασμένος με άμμο, ξαπλωμένος μπρούμυτα στην παραλία της Αγίας Αννας στη Νάξο, φορούσε ένα καπελάκι με τον Δαφνοστεφανωμένο Εφηβο της ομάδας. Περνώντας τυχαία ένας πλανόδιος πωλητής της αμμουδιάς και διακρίνοντας το έμβλημα πλησίασε και του φώναξε: «Α, εδώ κρύβεσαι παλιόγαυρε!». Γυρίζοντας ο Θέμος, ο νησιώτης αντίκρισε με αμηχανία τον δημοφιλή από την τηλεόραση παρουσιαστή και ένιωσε αμήχανος για το φραστικό λάθος του. Προσφέρθηκε να του χαρίσει το καλάθι με τα σύκα που πουλούσε. Ηρεμος ο Θέμος, τον κάλεσε κοντά του, του πλήρωσε το μικροεμπόρευμά του και με ειλικρίνεια ξεκίνησε να τον ρωτάει για το νησί, τις δουλειές, τους ντόπιους. Απλά, χωρίς μαλαγανιές, γαλιφιές, κολακείες. Αν υπήρχε τότε ένα drone να απαθανατίσει από ψηλά τη σκηνή στην απέραντη παραλία, θα αποτύπωνε έναν ευτραφή άντρα με μαγιό και κόκκινο τζόκεϊ και έναν λιπόσαρκο βιοπαλαιστή με ψάθινη τραγιάσκα, ΑΕΚτζή και συντοπίτη του Στέλιου Μανωλά, να τραγουδούν αντάμα: «Θρύλε των γηπέδων...». Η φιλική αμεσότητα, η αδιαμεσολάβητη προσέγγιση και η γνήσια ανθρωπιά του Θέμου έφερνε τους άλλους, ακόμα και τους οπαδικά αντιπάλους, κοντά του.
Ως το ξημέρωμα στο πιεστήριο
Σε στιγμές ύψιστης ετοιμότητας δεν λογάριαζε όρια κόπωσης. Οπως εκείνο το παγωμένο βράδυ του Φεβρουαρίου του 2005 που πρωτοεκδόθηκε το «ΘΕΜΑ». Μετά από ατέλειωτα μερόνυχτα δουλειάς έμεινε τουρτουρίζοντας τυλιγμένος με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μια κουβέρτα ως το ξημέρωμα στο τυπογραφείο της Τυποεκδοτικής για να περιφρουρήσει το φύλλο. Πίστευε ακράδαντα πως ο εκδοτικός πόλεμος ξεκινούσε από τον φλοιό του δέντρου απ’ όπου προέρχεται το χαρτί και έφτανε μέχρι το περίπτερο, με πρώτο σημαντικό σταθμό την εκτύπωση. Για τον κατεξοχήν εφημεριδά Θέμο που άφηνε δημοσιογραφικά όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, το καθήκον και η ευθύνη προς την ελευθεροτυπία τον έθεταν μαχητικά πρώτο και όρθιο στις επάλξεις. Και μετά ξανάπεφτε με τα μούτρα στη δουλειά και σανίδωνε γι’ άλλη μια φορά με κέφι το γκάζι. Πάντα ήταν φιλικός, υποστηρικτικός, με συμπεριφορά ισότιμου προς όλους τους συναδέλφους του που μπαινόβγαιναν ό,τι ώρα γούσταραν στο γραφείο του στο ντεκόρ του οποίου δέσποζαν, ατενίζοντάς τον, δύο φωτογραφικά του πορτρέτα που τον παρουσίαζαν μεταμφιεσμένο σε Μπάρι Γουάιτ και Βίτο Κορλεόνε. Με κανέναν δεν ταυτιζόταν. Τα είχε κρεμασμένα εκεί ως υπόμνηση του διαρκούς αυτοσαρκασμού του. Και συνέχιζε να δουλεύει εντατικά με την πόρτα του διαρκώς ορθάνοιχτη στη χλαπαταγή και τον πυρετό της έκδοσης.
Ενός ασυμβίβαστου πολέμιου της καταπίεσης κάθε εξουσίας και ανατροπέα κατεστημένων νοοτροπιών. Πολεμιστής από κούνια αλλά ποτέ καβγατζής, είχε πάντα την ψυχραιμία να θέτει εμπνευσμένα τις διαχωριστικές γραμμές την κατάλληλη στιγμή. Με την ίδια υπομονή που μεταμόρφωνε την αταξία του αβίαστου χειρογράφου του σε άμεμπτο τυπωμένο κείμενο, κατάφερνε να αλλάζει σαν καπετάνιος τη ρότα όταν αυτή έμοιαζε να ρέπει στη ρουτίνα. Μετέτρεπε δημιουργικά το σύνηθες πάρτυ των συσκέψεων του «γαλατικού χωριού» που λεγόταν «Πρώτο Θέμα» σε ετοιμοπόλεμο στρατηγείο. «This is Sparta». Εφοδος. Συναγερμός. Πάντα κόκκινος. Στην απόχρωση που τον εξέφραζε και τον συνήγειρε σαν εκείνη της φωτιάς, του πάθους, της ορμητικότητας. Και ακόμη σαν το πορφυρό βάμμα από ένα βαζάκι μαρμελάδας κεράσι, σαν μια σοκολάτα με κόκκινο περιτύλιγμα, σαν το κόκκινο στο στροφόμετρο του αυτοκινήτου, σαν μια ερυθρόλευκη φανέλα του Ολυμπιακού.
Μεγάλη λατρεία του η ομάδα του Πειραιά. Σε όλα τα σπορ, σε οποιαδήποτε έδρα. Στο «Καραϊσκάκη», στο ΣΕΦ, στο «Πέτρος Καπαγέρωφ», παντού. Πριν από λίγα καλοκαίρια, σκεπασμένος με άμμο, ξαπλωμένος μπρούμυτα στην παραλία της Αγίας Αννας στη Νάξο, φορούσε ένα καπελάκι με τον Δαφνοστεφανωμένο Εφηβο της ομάδας. Περνώντας τυχαία ένας πλανόδιος πωλητής της αμμουδιάς και διακρίνοντας το έμβλημα πλησίασε και του φώναξε: «Α, εδώ κρύβεσαι παλιόγαυρε!». Γυρίζοντας ο Θέμος, ο νησιώτης αντίκρισε με αμηχανία τον δημοφιλή από την τηλεόραση παρουσιαστή και ένιωσε αμήχανος για το φραστικό λάθος του. Προσφέρθηκε να του χαρίσει το καλάθι με τα σύκα που πουλούσε. Ηρεμος ο Θέμος, τον κάλεσε κοντά του, του πλήρωσε το μικροεμπόρευμά του και με ειλικρίνεια ξεκίνησε να τον ρωτάει για το νησί, τις δουλειές, τους ντόπιους. Απλά, χωρίς μαλαγανιές, γαλιφιές, κολακείες. Αν υπήρχε τότε ένα drone να απαθανατίσει από ψηλά τη σκηνή στην απέραντη παραλία, θα αποτύπωνε έναν ευτραφή άντρα με μαγιό και κόκκινο τζόκεϊ και έναν λιπόσαρκο βιοπαλαιστή με ψάθινη τραγιάσκα, ΑΕΚτζή και συντοπίτη του Στέλιου Μανωλά, να τραγουδούν αντάμα: «Θρύλε των γηπέδων...». Η φιλική αμεσότητα, η αδιαμεσολάβητη προσέγγιση και η γνήσια ανθρωπιά του Θέμου έφερνε τους άλλους, ακόμα και τους οπαδικά αντιπάλους, κοντά του.
Ως το ξημέρωμα στο πιεστήριο
Σε στιγμές ύψιστης ετοιμότητας δεν λογάριαζε όρια κόπωσης. Οπως εκείνο το παγωμένο βράδυ του Φεβρουαρίου του 2005 που πρωτοεκδόθηκε το «ΘΕΜΑ». Μετά από ατέλειωτα μερόνυχτα δουλειάς έμεινε τουρτουρίζοντας τυλιγμένος με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μια κουβέρτα ως το ξημέρωμα στο τυπογραφείο της Τυποεκδοτικής για να περιφρουρήσει το φύλλο. Πίστευε ακράδαντα πως ο εκδοτικός πόλεμος ξεκινούσε από τον φλοιό του δέντρου απ’ όπου προέρχεται το χαρτί και έφτανε μέχρι το περίπτερο, με πρώτο σημαντικό σταθμό την εκτύπωση. Για τον κατεξοχήν εφημεριδά Θέμο που άφηνε δημοσιογραφικά όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, το καθήκον και η ευθύνη προς την ελευθεροτυπία τον έθεταν μαχητικά πρώτο και όρθιο στις επάλξεις. Και μετά ξανάπεφτε με τα μούτρα στη δουλειά και σανίδωνε γι’ άλλη μια φορά με κέφι το γκάζι. Πάντα ήταν φιλικός, υποστηρικτικός, με συμπεριφορά ισότιμου προς όλους τους συναδέλφους του που μπαινόβγαιναν ό,τι ώρα γούσταραν στο γραφείο του στο ντεκόρ του οποίου δέσποζαν, ατενίζοντάς τον, δύο φωτογραφικά του πορτρέτα που τον παρουσίαζαν μεταμφιεσμένο σε Μπάρι Γουάιτ και Βίτο Κορλεόνε. Με κανέναν δεν ταυτιζόταν. Τα είχε κρεμασμένα εκεί ως υπόμνηση του διαρκούς αυτοσαρκασμού του. Και συνέχιζε να δουλεύει εντατικά με την πόρτα του διαρκώς ορθάνοιχτη στη χλαπαταγή και τον πυρετό της έκδοσης.
Δεν του άρεσαν οι σιωπές. Ούτε τα στριμώγματα. Τα περιφρονούσε πεισματικά από μικρό παιδί, σε μια εποχή που το φίμωμα και το φορμάρισμα στον γύψο προπαγανδίζονταν ως αρετές. Εφηβος μαθητής στο 15ο και μετέπειτα 21ο Γυμνάσιο της οδού Χανίων στην Κυψέλη την περίοδο της χούντας, άνοιξε κόντρα με τους φιλολόγους για τις εκθέσεις που έγραφε. Υποστήριζε σθεναρά με θάρρος, κατ’ αυτούς θράσος, τις απόψεις που διατύπωνε και οι οποίες δεν εναρμονίζονταν με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη που πλάσαρε αυταρχικά η δικτατορία και στην εκπαίδευση. Αποτέλεσμα των προστριβών, ο επιμελής, μελετηρός και ευγενικός, τότε, μαθητής να χαρακτηριστεί ατίθασος. Χαρακτηρισμό που ο ίδιος στα 15 του σκέφτηκε να αρχίσει να εφαρμόζει στην πράξη, μη τυχόν πάει στράφι η ταμπέλα που του είχαν κολλήσει οι καθηγητές του.
Χωρίς να παραμελεί τα μαθήματα, ο διόλου αφελής Θέμος έκανε την προσωπική του νεανική εξέγερση ατενίζοντας την καθημερινότητα των αρχών της δεκαετίας του ’70, την οποία αποκρυπτογραφούσε με εφόδια τις σελίδες από τα βιβλία που ρουφούσε από πιτσιρικάς. Πρώτα από Ιστορία, μετά λογοτεχνία, Καμύ, Εσσε, Σαρτρ, οι αγαπημένοι του συγγραφείς, λιγότερο ο αναρχικός Μπακούνιν ή ο «εξωγήινος» φον Ντένικεν και σταθερά αναγνώστης του έργου του Καζαντζάκη, του οποίου την αντισυμβατική φράση των μόλις οκτώ λέξεων «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» χρησιμοποιούσε τακτικά. Ταυτόχρονα τον μάγευε οτιδήποτε το μηχανοκίνητο. Αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, πλεούμενα. Ολα όσα του χάριζαν διέξοδο περιπλάνησης και φυγής που πάντα τον γοήτευε. Χρόνια αργότερα θα έπαιρνε και μαθήματα πιλότου με ένα Cessna στην Αερολέσχη Μεγάρων. Τότε όμως είχε μόνο τα δικά του τα νεανικά φτερά.
Γεννημένος στις αρχές Ιανουαρίου του 1958 σε μια ευρύχωρη μονοκατοικία στα Πατήσια με ψηλά ταβάνια, κήπο, μάντρα, καγκελόπορτα, πηγάδι, θα ακολουθούσε από τα πρώτα του χρόνια μαζί με την οικογένεια τις μεταθέσεις του πατέρα του Βύρωνα, διευθυντή στην πετρελαϊκή εταιρεία Shell, σε διάφορα πόστα στην επαρχία και το εξωτερικό. Ο πατέρας του καταγόταν από το Κουκούλι ένα από τα γνωστά Ζαχοροχώρια Ιωαννίνων, στο οποίο ένας δρόμος φέρει το όνομα του παππού του Θέμου. Δεκαετίες μετά, παραλαμβάνοντας ως δημοσιογράφος το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση, δώρισε τα λίγα χρήματα που το συνόδευαν σε ηπειρώτικους συλλόγους. Ανέκαθεν υπήρξε άνθρωπος περήφανος για τις καταγωγικές ρίζες του. Οχι τοπικιστής, πατριώτης με ευαισθησίες που αρνούνταν κάθε ιστορική παραχάραξη για τον απανταχού Ελληνισμό. Ελάχιστοι γνωρίζουν, πέρα από την αγαπημένη οικογένειά του, πόσο γοερά έκλαψε βλέποντας συγκινημένος από την τηλεόραση τον Μίκη Θεοδωράκη να μιλάει για τη Μακεδονία στο περσινό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.
Οταν πλέον η οικογένειά του επανήλθε στην Αθήνα και καταστάλαξε σε ένα μεσοαστικό ρετιρέ της αντιπαροχής επί της οδού Λευκωσίας, ανάμεσα στην πλατεία Αμερικής και την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, ο Θέμος, όπως και η μικρότερη αδελφή του Νταϊάνα πήγαν στο δημοτικό σε δημόσιο σχολείο. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως ο πατέρας του επέμενε ότι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ήταν για «φλώρους», άποψη που μάλλον συμμεριζόταν και η μητέρα του η Αλίκη. Οπως κι αν έχει, όμως, ένα παιδί με σπιρτάδα, τσαγανό, βγαλμένο και περπατημένο σαν αυτόν, πολύ δύσκολα θα γινόταν μαλθακός σε οποιοδήποτε σχολείο. Εγινε, ωστόσο, απόβλητος εξαιτίας ενός μνησίκακου, δόλιου και μικρόψυχου καθεστώτος σαν αυτό των Απριλιανών πραξικοπηματιών. Γεγονός που ποτέ του δεν ξέχασε.
Η νεανική εξέγερση
Στα 16 του χρόνια, στην τότε 5η τάξη του Γυμνασίου (σημερινή Β’ Λυκείου), πρωτοστάτησε συνειδητά, οργάνωσε υπόγεια και δρομολόγησε μεθοδικά την ομαδική μετάβαση των συμμαθητών του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Τον κάρφωσαν για την «αποκοτιά» του διάφοροι χουντικοί ρουφιάνοι με αποτέλεσμα να αποβληθεί προς σωφρονισμό για κάποιο διάστημα από το σχολείο του. Τον έπνιξε το δίκιο. Πικράθηκε, πόνεσε, αγανάκτησε, δεν το έβαλε κάτω. Τότε πήρε το ρίσκο να τα παρατήσει όλα για να υλοποιήσει το όνειρό του να ανοιχτεί στις θάλασσες στα πέρατα του κόσμου, να ποτιστεί με την αρμύρα, να περιπλανηθεί σε άγνωστα λιμάνια, να περπατήσει σε εξωτικές προβλήτες και ανυποψίαστες αποβάθρες. Το έσκασε απροειδοποίητα από το σπίτι μαζί με τον συμμαθητή του Αντώνη Διπλαράκη. Μπάρκαραν μια χειμωνιάτικη νύχτα ως ανειδίκευτοι μούτσοι, χωρίς χαρτιά ή άλλα πιστοποιητικά ναυτοσύνης σε ένα ψαροκάικο. Μετά από επίμονες αναζητήσεις των έντρομων οικογενειών τους, οι δυο έφηβοι εντοπίστηκαν σύντομα σκυλοπνιγμένοι, ξέμπαρκοι, ρέστοι και μουσκεμένοι σε κάποια ακτή της Κρήτης.
Η δοκιμασία που πέρασε τον έκανε πιο σκληρό, κυρίως απέναντι στον εαυτό του. Την επόμενη χρονιά, εκείνη της Μεταπολίτευσης, οργανώθηκε στην ΑΑΜΠΕ, τη μαθητική οργάνωση του ΕΚΚΕ, και θήτευε μελετηρός στα θεωρητικά επιχειρήματα του Μαοϊσμού της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς της εποχής. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1975, ενώ ο συμμαθητής του Αντώνης πήγαινε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να γίνει καπετάνιος, ο Θέμος ανηφόριζε στα 17 του με μια πράσινη BMW 520 που οδηγούσε ο πατέρας του για τη Θεσσαλονίκη. Είχε εισαχθεί στο Οικονομικό της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Ενα νέο κεφάλαιο άνοιγε στη ζωή του. Ενα ψηλό, λεπτό, αλλά δεμένο παλικάρι με ατίθασα καστανά μαλλιά βίωνε το ωραίο όνειρο να είναι νέος χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Σχετικά λιγομίλητος και μερικώς συνεσταλμένος και τάχα ατσούμπαλος, έκρυβε εντέχνως, επειδή είχε κακοπάθει, τη δεικτική ευφυΐα μιας πληθωρικής προσωπικότητας. Λίγοι γνώριζαν ότι ήταν σκληραγωγημένος και ριψοκίνδυνος, καθόλου ευέξαπτος ή εριστικός, χωρίς ωστόσο ποτέ να μασάει από απειλές, μανούρες και τσαμπουκάδες. Αφού έμεινε ένα ολόκληρο φθινόπωρο στο ξενοδοχείο «ABC» στο Σιντριβάνι, μετακόμισε με τα χίλια ζόρια σε ένα μικρό διαμέρισμα, σε κάποια από εκείνες τις πολυώροφες βαμμένες σταχτιές, χακί και ώχρα, παλιές πολυκατοικίες της οδού Μοναστηρίου απέναντι από τον νέο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Ο δισταγμός του ήταν ότι στο ισόγειο της πολυκατοικίας που θα έμενε λειτουργούσαν δύο «κωλόμπαρα». Μόλις ξεπέρασε την αμφιταλάντευση μεταξύ κατά συνθήκη ευπρέπειας και έλξης προς τις εκ του σύνεγγυς νέες συγκινήσεις συγκατοίκησε με τον παλιό συμμαθητή και πιστό φίλο μιας ολόκληρης ζωής, τον Αλέξανδρο Θωμά, που σπούδαζε μαθηματικός.
Οταν πουλούσε «Ριζοσπάστη»
Σύντομα χάρη σε ένα φλερτ με μια συμφοιτήτρια που εξελίχθηκε σε νεανικό αίσθημα, στρατολογήθηκε στην ΚΝΕ μια και εκείνη τύχαινε να διατελεί γραμματέας της οργάνωσης στο έτος του. Ηταν η εποχή του πολιτικοποιημένου αναβρασμού της Μεταπολίτευσης και ο Θέμος συμμετείχε ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις εκείνης της ριζοσπαστικοποιημένης γενιάς φοιτητών. Παραδεχόταν, ως οξυδερκής παρατηρητής της πραγματικότητας, πως όλοι τότε βίωναν ψευδοργασμικά ένα διαρκές μεταχρονολογημένο επεισόδιο του Παρισινού Μάη του ’68 που παιζόταν με 10 χρόνια καθυστέρηση στην Ελλάδα. Πουλούσε τα πρωινά της Κυριακής τον «Ριζοσπάστη», πόρτα-πόρτα στις γειτονιές της Κάτω Τούμπας, επινοώντας καινοτόμα τρικ -η λέξη «μάρκετινγκ» ήταν τότε σχετικά άγνωστη- ώστε να ξεπουλάει όλα τα φύλλα. Πού να φανταζόταν τότε ότι από υπαίθριος εφημεριδοπώλης κομματικού εντύπου θα εξελισσόταν μετά από 35 χρόνια στον πιο επιτυχημένο εκδότη εφημερίδας εδώ και μια ολόκληρη γενιά. Οταν πια «ρολάρισε» στην Πανεπιστημιούπολη με μια «προχώ» για την εποχή μοτοσικλέτα Honda CR125M Elsinore με ασημί ντεπόζιτο -δώρο των γονιών του για την εισαγωγή του στη σχολή- ενέγραψε μέσα σε πυκνά βλέμματα ζήλιας μια νέα ταυτότητα. Κάτι μεταξύ ιππότη και εξολοθρευτή. Για τον ίδιο, πάντως, δεν άλλαξε κάτι. Τίποτα το ξιπασμένο και επιδεικτικό. Παρέμεινε ο ίδιος ο χαμηλών τόνων και σκεπτόμενος αντιφασίστας. Ωστόσο, δεν θα δίσταζε να χαραμίσει την αλυσίδα της μηχανής του -«αν και δεν το άξιζε η καημένη», όπως έλεγε- για να συγκρουστεί με κάτι νεοφασίστες της οργάνωσης «4η Αυγούστου» μετά από μια χοντρά βλάσφημη παρεξήγηση. Δεν κώλωσε. Εστησε μόνος του καρτέρι μια παγωμένη νύχτα πίσω απ’ την Καμάρα, παρακούοντας κάθε κομματική σύσταση, μη τυχόν και πετύχει κανέναν από αυτούς τους γελοίους που τον είχαν βάναυσα προσβάλει. Δεν φάνηκε ψυχή.
Στη συνέχεια, σε μια «φέτα» στον δρόμο με τη μηχανή, έγδαρε σοβαρά τη γάμπα του και κατέληξε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε εσωτερική αιμορραγία και νοσηλεύτηκε πάνω από μια εβδομάδα. Τον επισκέφθηκαν τότε κάτι όψιμοι φαν του υπαρκτού σοσιαλισμού που με αχρείαστη συνωμοτικότητα του ψιθύριζαν πάνω από το κρεβάτι πως αν έχει κάποιο πρόβλημα με το παρακράτος της Δεξιάς, μπορούσαν να κανονίσουν τη διαφυγή του στη Βουλγαρία του Ζίβκοφ. Ξαπόστειλε τους λαμογιο-διεθνιστές καλοθελητές με βρισιές.
Κόντευε πια το καλοκαίρι με το Μουντιάλ της Αργεντινής, όταν πλέον οι σχέσεις του με την ΚΝΕ είχαν παγώσει περισσότερο κι από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ηρθε καπάκι συνταρακτικός και ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης και όσα δεν διαλύθηκαν, σκόρπισαν. Εμενε τότε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στην οδό Περραιβού στο τέρμα της Ανω Τούμπας, μαζί με ένα τσούρμο μόνιμων συγκατοίκων, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο γράφων, καθώς και ένα εναλλασσόμενο μπουλούκι διερχόμενων φοιτητών και φοιτητριών. Ο αενάως αλληλέγγυος Θέμος, αφού συνέδραμε τότε στην όποια δυνατή αποκατάσταση των σεισμοπαθών της πόλης, κατηφόρισε για την Αθήνα.
Προηγουμένως είχε στείλει μια επιστολή στην οποία έκανε κριτική σε μια μηχανή στον δημοσιογράφο και εκδότη του περιοδικού «MotoGP» Δημήτρη Παπανδρέου, έναν από τους ελάχιστους Ελληνες αναβάτες στις πίστες του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Ο εκδότης διάβασε το άψογα συνταγμένο γράμμα, εκτίμησε το ύφος, τις ιδέες και τις ευθύβολες παρατηρήσεις που αναπτύσσονταν σε αυτό. Σύντομα απάντησε και ζήτησε από τον αποστολέα συνεργασία στο τεστάρισμα των νέων μοτοσικλετών. Ο νεαρός εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος ξετρελάθηκε. Ξεκίνησε με λαχτάρα και μετά μανίας να γράφει, όπως πάντα με στυλό στο χαρτί - ποτέ στο πληκτρολόγιο γραφομηχανής. Το μεθεπόμενο φθινόπωρο επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη καβάλα σε μια απίθανη ιταλική μηχανή Benelli 354, την οποία αργότερα αγόρασε. Το άρθρο που είχε γράψει στο περιοδικό γι’ αυτή τη μοτοσικλέτα είχε τον δικό του τίτλο: «Εχουμε κράτημα, αγάπη μου». Οταν μετά την αρχική έκπληξη διάφοροι ψαγμένοι και περίεργοι τον ρωτούσαν πού το βρήκε τέτοιο σπάνιο εργαλείο, τους απαντούσε ντροπαλά: «Μου την έδωσε ο Παπανδρέου». Σκέτα, χωρίς μικρό όνομα. Και άφηνε τους άλλους να φαντάζονται ασύλληπτες διαπλοκές με το κόμμα του «πράσινου ήλιου» που τότε επέλαυνε ορμητικό προς την εξουσία.
Ηδη έμπαινε με τα μπούνια η δεκαετία του ’80 και ο Θέμος έμενε μόνος στο σπίτι του στην Αθήνα. Οι γονείς του πέρναγαν μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξοχικό τους στη Ραφήνα, μεταξύ άλλων για να γλιτώσει στον καθαρό αέρα και το λυκόσκυλό τους, ο Σεϊτάν, από την κατάθλιψη του αστικού διαμερίσματος. Η αδελφή του Νταϊάνα σπούδαζε εκείνη την εποχή στη Νομική του Αριστοτελείου και κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς συγκατοίκους και άλλες περιττές οχλήσεις, ο ίδιος δρομολογούσε το μέλλον του στη δημοσιογραφία. Του ταίριαζε ως επάγγελμα, πρώτα απ’ όλα γιατί του έδινε τη χαρά, αν όχι την ανέκκλητη ηδονή, να ελέγχει την εξουσία και τις αυθαιρεσίες της.
Παράλληλα με το περιοδικό για μοτοσικλέτες ξεκίνησε να γράφει στην οικονομική εφημερίδα «Εξπρές», αρχικά σε έρευνες αγοράς -«μην πάνε τσάμπα οι σπουδές», όπως καυστικά έλεγε- και στη συνέχεια ρεπορτάζ στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Κάπου βαριόταν, κάπου επιτάχυνε. Αλλά συνήθως ανέβαζε βαθμιαία στροφές ως γνήσιος εραστής της αγωνιστικής αυτοκίνησης. Και μετά γκάζωνε χωρίς ωστόσο να χάνει τον έλεγχο. Κάμποσα φεγγάρια αργότερα, δοκιμάζοντας στα όρια μια ασημί Lamborghini Diablo στη διαδρομή από το Πόρτο Χέλι ως την Αθήνα, όταν στις στροφές της Επιδαύρου είδε τον συνοδηγό του λουσμένο στον ιδρώτα και άσπρο σαν χασέ, δίχως να σηκώσει το βλέμμα από το οδόστρωμα του είπε: «Τρέμεις μη σκοτωθούμε και δεν φοβάσαι μην πάρουμε στον λαιμό μας κανένα αμέριμνο Χριστιανό».
Στην πραγματικότητα, ο Θέμος ανέκαθεν, με μια αίσθηση εντιμότητας και δικαιοσύνης σε έναν άδικο κόσμο, σκεφτόταν τους άλλους. Δεν ήταν απλώς γενναιόδωρος προς τους συνεργάτες του, δεν ήταν μόνο ο εκδότης που αγωνιούσε αν μπήκε στην ώρα του το επίδομα Χριστουγέννων στο προσωπικό, ο συνάδελφος που μοίραζε γαλαντόμα και χαρωπός σαν Αϊ-Βασίλης τις έξτρα επιταγές και τις γαλοπούλες τα Χριστούγεννα. Ηταν ο ευαίσθητος, δοτικός και σπλαχνικός άνθρωπος που συμμεριζόταν και τις ανάγκες των άγνωστων άτυχων, ανήμπορων και καταφρονεμένων αυτής της κοινωνίας. Μόνο ο πολύ στενός του περίγυρος γνώριζε ότι στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας πούλησε μια αγορασμένη με στερήσεις κατακαίνουρια δίχρονη Yamaha 350 SL για να βοηθήσει έναν άνεργο και αδέκαρο φίλο του. «Είχε φάει τα ψωμιά της», δικαιολογούνταν για το «σκότωμα» εκείνης της μοτοσικλέτας μετά από ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής που έκανε με αυτήν ως το Παρίσι.
Ελάχιστοι ακόμη γνώριζαν ότι σε οικονομικά ανθηρότερες εποχές βοήθησε υλικά πολύ κόσμο, φτωχές οικογένειες και κυρίως άρρωστα παιδιά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έστελνε με έμπιστους τρίτους ανώνυμους φακέλους γεμάτους χρήματα σε άπορους πάσχοντες. Δεν ήταν οίκτος, ήταν συμπαράσταση. Ούτε ο ίδιος ήταν ένας μυστικοπαθής τύπος που δεν αποκάλυπτε γενικώς τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες ή τις πράξεις του. Απλώς δεν γούσταρε να του κολλάνε δημοσίως την ταμπέλα του χορηγού ελεημοσύνης και δεν άντεχε τη φόρτιση από εναγκαλισμούς ευγνωμοσύνης. «Μοιάζω με μητέρα Τερέζα;» ρωτούσε όσους κοντινούς του ήξεραν την κρυφή προσφορά του, συμπληρώνοντας ως κάτι το αυτονόητο πως «η αγάπη χαρίζεται με ανιδιοτέλεια». Και ακολούθως έκανε απροσποίητα τον σταυρό του με τη μεγαλοπρεπή χειρονομία που συνηθίζουν ιεράρχες και Αγιορείτες καλόγεροι.
Από το 1985, παράλληλα με την «Εξπρές», και διάφορες συνεισφορές κειμένων σε κλαδικά περιοδικά όπως το «Τρόφιμα και Ποτά» άρχισε τακτική συνεργασία σε ελεύθερα οικονομικά θέματα με την «Καθημερινή». Το νερό έμπαινε αργόσυρτα μεν, αλλά στο σωστό επαγγελματικό αυλάκι. Πρώτη η εμβληματική εκδότρια, δημοσιογράφος και χρονογράφος της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου κατάλαβε πως στους διαδρόμους της εφημερίδας της κυκλοφορούσε ένα ακατέργαστα σπάνιο δημοσιογραφικό διαμάντι, το οποίο με ελάχιστη επεξεργασία θα έλαμπε εκτυφλωτικά. Διαβάζοντας το προφητικό για την εποχή άρθρο του «Αποπολιτικοποίηση της νεολαίας», του ανέθεσε να γράφει στο κυριακάτικο φύλλο. Η αμοιβή του, όμως, ήταν ακόμη ελάχιστη. Ο νεαρός δημοσιογράφος δεν πτοήθηκε από αυτή την κραυγαλέου δημοσιοϋπαλληλικού στυλ επετηρίδα μιας ιδιωτικής εκδοτικής επιχείρησης, καθώς ήταν κιόλας υπεύθυνος του οικονομικού τμήματος της «Βραδυνής» και διατηρούσε την καθημερινή στήλη σχολίων «Βραδυνά».
Εκείνα τα χρόνια είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία, υπηρετώντας ως απλός φαντάρος στη Λέσβο και ακολούθως μετατέθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στου Παπάγου. Εκεί ο Θέμος, δαιμονικά, σχεδόν περιπαικτικός, αποκαλούσε απαξάπαντες «γιατρούς». Ενστολους στρατιωτικούς, κανονικούς και εκπαιδευόμενους γιατρούς, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, πάσης φύσεως τεχνικούς, περιφερόμενους, επισκέπτες και ασθενείς. «Ετσι, για πλάκα», εξομολογούνταν, «αλλά δεν φαντάζεστε πόσο ευγενικά το αποδέχονταν όλοι και πόσο παρηγορητικό τούς φαινόταν, λες και αυτομάτως θα μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους διάγνωση και να αυτοϊαθούν». Ηταν στη φάση που ο αενάως παρατηρητικός Θέμος ασκούνταν στην ενσυναίσθηση.
Οταν σε έναν χρόνο απολύθηκε από τον στρατό καθώς ήταν προστάτης οικογένειας, μετά τον αιφνίδιο θάνατο από καρδιακό επεισόδιο του πατέρα του, επανεμφανίστηκε στη δημοσιογραφική πιάτσα ακμαίος, θερμόαιμος, αφράτος και φουριόζος. Υιοθέτησε τότε κομψότερο, πιο μοντέρνο look, και την είδε περιστασιακά δυναμικός γιάπης, έως ότου αντιλήφθηκε τη φενάκη του Ρεϊγκανο-Θατσερισμού και πέταξε από πάνω του κάθε βαρύγδουπη σοβαροφάνεια σαν σκουπιδάκι από το πέτο επώνυμου χειροποίητου σακακιού. Ο Θέμος ήταν απολύτως σοβαρός - έστω και με την εφηβική του αυθάδεια. Τα κείμενά του αφουγκράζονταν τον παλμό τις εποχής που τον απέδιδε σε έναν τόνο υψηλότερο από τον συνηθισμένο, με αποτέλεσμα να έχουν απήχηση στους αναγνώστες. Το 1988 εντάχθηκε πλέον στο πολιτικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής» και βίωσε αυτή την εμπειρία σχεδόν σαν αποκάλυψη. Εκεί συνειδητοποίησε ότι στα ήθη του έγκυρου Τύπου της εποχής οι δυνατότητες του πολιτικού δημοσιογράφου ήταν περιορισμένες. Είτε θα διαφύλασσε την ανεξαρτησία του μέχρις εσχάτων -με συνέπεια ή να τον απολύσουν ή, το χειρότερο, να του επιβάλουν σιωπή-, είτε θα υπέκυπτε στα συστηματικά πολιτικά τερτίπια και θα το έπαιζε διακριτικός με ενίοτε συμβιβασμούς και συγκαλύψεις. Το αδάμαστο θυμικό του τού επέβαλε τη ριψοκίνδυνη ζαριά «όλα για όλα». Ούτε έναν πόντο πίσω σε ό,τι αφορούσε την αξιοπρέπειά του. Τα «ισαποστάδικα» δεν του πήγαιναν.
Ο νεότερος διευθυντής
Αφού γλίτωσε στο παρά πέντε από κάνα δυο απολύσεις, έγινε στα 32 του ο νεότερος διευθυντής στην 80χρονη μέχρι τότε ιστορία της «Καθημερινής». Της εμφύσησε πνεύμα εκσυγχρονισμού και συνέχισε να «μαστιγώνει» με τη μοντέρνα γλαφυρή πένα του χρόνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Χαρακτήρισαν τότε ως unfair, δηλαδή μεροληπτική, τη συμπεριφορά του να μη συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αφού υποτίθεται πως μέσα στα διευθυντικά καθήκοντα που είχε αναλάβει ήταν να έχει μια πρώτη τουλάχιστον επαφή με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Δεν ίδρωνε το αυτί ενός χειραφετημένου παίκτη και σκληρού καρυδιού, όπως ήταν ο Θέμος, από τέτοιες έμμεσες υπονομεύσεις. Ιδίως όταν του τηλεφωνούσαν οι υφιστάμενοι του πρωθυπουργού πλέον Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για να του παραπονεθούν σε στυλ παλαιάς κοπής για το πώς είναι δυνατόν μια εφημερίδα του κύρους της «Καθημερινής» να στενοχωρεί τον πρόεδρο. «Ξέρετε, έχει και ζάχαρο», συμπλήρωναν για να πάρουν αφοπλιστικά πληρωμένη την απάντηση του Θέμου: «Εγώ δεν διαβάζω αιματολογικές αναλύσεις, παρατηρώ δημόσια διαχείριση και ασκώ πολιτική κριτική». Τη σιωπή με έναν κρότο από την άλλη άκρη της γραμμής την εκλάμβανε ως λιποθυμία του συνομιλητή του που του είχε πέσει το ακουστικό από το αυτί με γδούπο πάνω στο γραφείο. Ετσι ανώδυνα. Δεν υπήρχαν, άλλωστε, τότε κινητά τηλέφωνα για να στουκάρει κανείς οδηγώντας. Θα μπορούσε βέβαια να τους απαντά μέσω της στήλης του «Οσα παίρνει ο άνεμος» με την περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ από την ομώνυμη ταινία: «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα». Επί της ουσίας, όμως, αυτό έκανε.
Την ίδια εποχή στην εφημερίδα εργαζόταν μια κομψότατη ψηλόλιγνη, σωστή καλλονή, μελαχρινή και απολύτως αξιοπρεπής 19χρονη δημοσιογράφος που λεγόταν Βασιλική Παναγιωτοπούλου. Την πολιόρκησε ασφυκτικά, φλερτάροντάς τη επί έναν μήνα ο Θέμος, έως ότου μια μέρα στην κουζίνα της εφημερίδας της ενεχείρισε το κρίσιμο τελεσίγραφο «ή τώρα ή ποτέ». Εδωσαν ραντεβού στις 8 το βράδυ στο Κολωνάκι έξω από το κτίριο του Βρετανικού Συμβουλίου, όπου εκείνη μάθαινε αγγλικά. Είχε πάει 9 το βράδυ και εκείνος δεν φαινόταν καν στον ορίζοντα, οπότε μάλλον απογοητευμένη η Βασιλική αποχωρούσε βαρύθυμα, όταν κατέφτασε επιτέλους με απίστευτο κέφι ο Θέμος κορνάροντας, χειρονομώντας και φωνάζοντάς της στη διαπασών να μπει στο αμάξι του. Ηταν το πρώτο και καθοριστικό ραντεβού τους. Μια καρμική συνάντηση δύο ανθρώπων που ερωτεύτηκαν βαθιά, έδεσαν κατ’ αποκλειστικότητα και αφοσιώθηκαν ο ένας στον άλλο για μια ζωή στη διάρκεια μιας ολάκερης ευτυχισμένης 30ετίας. Παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 1992, στον Αγιο Δημήτριο Ψυχικού και διοργάνωσαν, ξεχωριστά από τους συγγενείς, ένα πάρτυ για συναδέλφους δημοσιογράφους στο περιορισμένων διαστάσεων σπίτι όπου διέμεναν στην ίδια περιοχή. Οταν ο υποφαινόμενος έφτασε για να τους ευχηθεί, το νιόπαντρο ζευγάρι περίμενε να υποδεχτεί όλους τους καλεσμένους του στην εξώπορτα. Οταν είπα στον γαμπρό με χαρούμενα θετική διάθεση «επιτέλους παντρεύτηκες!», ο ίδιος έφερε το δάχτυλο στα χείλη και είπε με το σκαμπρόζικο χιούμορ του «σουτ, μην το μάθει η Βασιλική!», η οποία στεκόταν ακριβώς δίπλα του, σχεδόν αποσβολωμένη από τις αλλεπάλληλες χαριτωμένες ατάκες του -σε στυλ «μάλλον τον γάμο του προπονητή Αναστασιάδη ψάχνετε»- που σέρβιρε μοναδικά, διακριτικά και αυθόρμητα στους προσερχόμενους.
Τη στέρεα σχέση του ζευγαριού τη δυνάμωσε ο ερχομός της κόρης τους Αλίκης το 1998 και τη χαλύβδωσε το 2005 η άφιξη των δίδυμων Βύρωνα και Φιλιώς. Προστατευτικός, αστείρευτα τρυφερός και αενάως παιχνιδιάρικα ενθουσιασμένος με την οικογένειά του, ο Θέμος μετρίασε έκτοτε τα καρφωτά στην τσίτα γκάζια των αυτοκινήτων που οδηγούσε. Δεν περιόρισε όμως και τις εξουθενωτικές επιταχύνσεις στη δουλειά του. Σταθερή, όμως, συντιμονιέρισσα στον πλου του καραβιού της ζωής του έστεκε πάντα η Βασιλική, η Μπίλυ του, όπως τη φώναζε.
Εχοντας αποχωρήσει από την «Καθημερινή», μεταπήδησε μετά το «βρώμικο ’89» στην «Ελευθεροτυπία», αναλαμβάνοντας το 1992 με εντελώς δικό του, ξεχωριστό και πρωτότυπο για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής στυλ την ημερήσια στήλη «Μαύρη Τρύπα». Η πρόσληψή του ήταν προσωπική επιλογή του εκδότη της εφημερίδας Κίτσου Τεγόπουλου, ο οποίος αγνόησε επιδεικτικά τις αντιρρήσεις της πλειονότητας των τότε δημοσιογράφων της εφημερίδας. Τον εγκατέστησε σε ένα γραφείο στον 8ο όροφο του κτιρίου της οδού Κολοκοτρώνη 8, όπου και ο ίδιος ο εκδότης διέμενε τακτικά. Από αυτό το ρουφ γκάρντεν, κοινώς σοφίτα, ο Θέμος έδωσε ρέστα, αποκτώντας φανατικό κοινό, γράφοντας στην τελευταία σελίδα της «Ελευθεροτυπίας». Καυτηρίαζε καθημερινά με ύφος πρωτόγνωρο την υποκρισία και τον στρουθοκαμηλισμό των ελληνικής κοινωνίας και σάρκαζε σαρδόνια τις παθογένειές της. Με τα σύντομα, καυστικά και προβοκατόρικα σχόλιά του η στήλη υπήρξε κάτι σαν πρόγονος του Τwitter, προτού καν το συλλάβουν ως ιδέα οι δημιουργοί του.
Αναμενόμενα, το αστρονομικό σουξέ της στήλης και κυρίως του δημιουργού της γνώρισε την κακεντρέχεια, τη μικροψυχία και τη μνησικακία μιας παρακμιακά μίζερης και σκοταδιστικά ενοχικής Ελλάδας. Πέρα φυσικά από την παροξυσμική αντιζηλία της αντίπαλης εκδοτικής πιάτσας, είχε ξαναζήσει στο παρελθόν παρόμοιες αντιδημοκρατικά ωμές απρέπειες. Αλλά εκείνο τον καιρό ο παγίως αντισυμβατικός Θέμος ήταν πλέον πολύ πιο έμπειρος ώστε κάθε επιθετικά επικριτικό χτύπημα να τον ατσαλώνει. Συνέχιζε να αναβαθμίζει σχεδόν με αποδομητική λύσσα τη μεταμοντέρνα αναρχική πένα του για να ξεριζώσει με αυτή τη σωρευμένη σκαρταδούρα. Αναπόφευκτα στοχοποιήθηκε από ένα μάτσο μετρίων, των οποίων η ποζάτη σοβαροφάνεια δεν τους άφηνε να δουν την ιδεοληπτική φάτσα τους στον καθρέφτη. Με γιαούρτια και δήθεν παραστάσεις διαμαρτυρίας ανακάλυψαν στο πρόσωπο του Θέμου την ευκαιρία να του χρεώσουν περίπου όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς, για να ξεπλύνουν τις δικές τους παρελθούσες ντροπές, πολιτικές αστοχίες και βολεμένες συμβάσεις.
Το Πρώτο Θέμα
Ηταν πια καιρός να βάλει στα σκαριά κάτι εντελώς δικό του εναρμονισμένο με το εμπεδωμένο πια ύφος του. Δεν πειραματίστηκε με σύνθετες επιλογές. Δημιούργησε μαζί με τον Σωτήρη Πουλόπουλο την αθλητική εφημερίδα «Πρωταθλητής» σε έναν τομέα των ΜΜΕ που κάποιοι θεωρούσαν υπερκορεσμένο. Κέρδισε άμεσα το στοίχημα των κυκλοφοριών, γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τον Πέτρο Κωστόπουλο, ο οποίος την ίδια εποχή έφτιαχνε την επίσης αθλητική εφημερίδα «Κόσμος των Σπορ» και κυρίως με τον Κίτσο Τεγόπουλο που τον απέλυσε από την «Ελευθεροτυπία». Ο Θέμος δεν ήταν καμιά λαϊφσταϊλάτη κότα να κάτσει να κακαρίζει μοιρολογώντας σε μπουζουκλερί πίστα.
Είχε κιόλας συγκρουστεί με τη Δήμητρα Λιάνη και το παράκεντρο εξουσίας που είχαν εκκολάψει συνεργάτες της επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου, ενώ προηγουμένως είχε έρθει σε λυσσαλέα κόντρα με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την Ντόρα. Και με το συγκρουσιακό ταπεραμέντο του θα έπονταν προσεχώς και άλλοι - όπως και έγινε. Αφού πέρασε ένα χλωμό φεγγάρι από το «Βήμα», το οποίο εγκατέλειψε αφότου η τότε διεύθυνσή του είχε τη μοναδικά απρόβλεπτη διορατικότητα να του πει ότι η μπογιά της πένας του είχε ξεβάψει. Με δυο λόγια, του πετούσαν κατάμουτρα ότι δεν ήξερε να γράφει και προφήτευαν ότι ενδεχομένως μόνο στην τηλεόραση θα μπορούσε να συνεχίσει - και εκεί με το στανιό.
Οσοι υποτίμησαν τη ρωμαλέα και ριψοκίνδυνη ταξιδιάρα ψυχή του Θέμου θα την έβρισκαν μίλια μπροστά τους λίγα χρόνια αργότερα. Ηδη από τότε στο ανήσυχο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα μιας μοντέρνας, προσωποκεντρικής αποκαλυπτικής εφημερίδας, την υλοποίηση της οποίας συζητούσε ατέλειωτους μήνες, μέρες, ώρες με τον συνδημιουργό της Τάσο Καραμήτσο. Οταν αυτή κατέφτασε στα περίπτερα, σάρωσε κυκλοφοριακά και εμπορικά, και τράνταξε το εφησυχασμένο πολιτικό σκηνικό. Δεν χρειαζόταν πλέον να ξύσει κανείς με επιμέλεια τον τίτλο του «Πρώτου Θέματος» για να βρει ποιος ήταν ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της. Η ιστορία του ελληνικού Τύπου θα καταγράψει το αξεθώριαστο αποτύπωμα του καινοτόμου Θεμιστοκλή Αναστασιάδη με περηφάνια. Του ανθρώπου που στάθηκε λεβέντικα και με αξιοπρέπεια απέναντι στη ζωή. Με πηγαία και ανίκητη αισιοδοξία, με ψυχραιμία και μαχητικότητα σε φουρτούνες και μπουνάτσες. Με γραφή ανεξίτηλη, μεγαλείο ψυχής και περίσσευμα θάρρους απέναντι σε συσκοτίσεις, ύβρεις, αγελαίες συκοφαντίες, κυνηγητά και παραφυλάγματα. Και ακόμη με γενναιότητα, ευψυχία και ατρόμητη πάλη ως τη στιγμή που κόπηκε τόσο άδικα το νήμα της ζωής του. Οσο κι αν μοιάζει παρηγορητικό, αυτή εδώ η εφημερίδα θα μάθει να ζει και να προχωράει δυναμικά παρά την τόσο δυσαναπλήρωτη απουσία του. Θα καμάρωνε και ο ίδιος γι’ αυτό. Σίγουρα η ζωή συνεχίζεται, αλλά το δικό του πάθος για ζωή δεν θα τον ξεμακρύνει ποτέ από το «Πρώτο Θέμα».
Χωρίς να παραμελεί τα μαθήματα, ο διόλου αφελής Θέμος έκανε την προσωπική του νεανική εξέγερση ατενίζοντας την καθημερινότητα των αρχών της δεκαετίας του ’70, την οποία αποκρυπτογραφούσε με εφόδια τις σελίδες από τα βιβλία που ρουφούσε από πιτσιρικάς. Πρώτα από Ιστορία, μετά λογοτεχνία, Καμύ, Εσσε, Σαρτρ, οι αγαπημένοι του συγγραφείς, λιγότερο ο αναρχικός Μπακούνιν ή ο «εξωγήινος» φον Ντένικεν και σταθερά αναγνώστης του έργου του Καζαντζάκη, του οποίου την αντισυμβατική φράση των μόλις οκτώ λέξεων «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» χρησιμοποιούσε τακτικά. Ταυτόχρονα τον μάγευε οτιδήποτε το μηχανοκίνητο. Αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, πλεούμενα. Ολα όσα του χάριζαν διέξοδο περιπλάνησης και φυγής που πάντα τον γοήτευε. Χρόνια αργότερα θα έπαιρνε και μαθήματα πιλότου με ένα Cessna στην Αερολέσχη Μεγάρων. Τότε όμως είχε μόνο τα δικά του τα νεανικά φτερά.
Γεννημένος στις αρχές Ιανουαρίου του 1958 σε μια ευρύχωρη μονοκατοικία στα Πατήσια με ψηλά ταβάνια, κήπο, μάντρα, καγκελόπορτα, πηγάδι, θα ακολουθούσε από τα πρώτα του χρόνια μαζί με την οικογένεια τις μεταθέσεις του πατέρα του Βύρωνα, διευθυντή στην πετρελαϊκή εταιρεία Shell, σε διάφορα πόστα στην επαρχία και το εξωτερικό. Ο πατέρας του καταγόταν από το Κουκούλι ένα από τα γνωστά Ζαχοροχώρια Ιωαννίνων, στο οποίο ένας δρόμος φέρει το όνομα του παππού του Θέμου. Δεκαετίες μετά, παραλαμβάνοντας ως δημοσιογράφος το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση, δώρισε τα λίγα χρήματα που το συνόδευαν σε ηπειρώτικους συλλόγους. Ανέκαθεν υπήρξε άνθρωπος περήφανος για τις καταγωγικές ρίζες του. Οχι τοπικιστής, πατριώτης με ευαισθησίες που αρνούνταν κάθε ιστορική παραχάραξη για τον απανταχού Ελληνισμό. Ελάχιστοι γνωρίζουν, πέρα από την αγαπημένη οικογένειά του, πόσο γοερά έκλαψε βλέποντας συγκινημένος από την τηλεόραση τον Μίκη Θεοδωράκη να μιλάει για τη Μακεδονία στο περσινό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.
Οταν πλέον η οικογένειά του επανήλθε στην Αθήνα και καταστάλαξε σε ένα μεσοαστικό ρετιρέ της αντιπαροχής επί της οδού Λευκωσίας, ανάμεσα στην πλατεία Αμερικής και την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, ο Θέμος, όπως και η μικρότερη αδελφή του Νταϊάνα πήγαν στο δημοτικό σε δημόσιο σχολείο. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως ο πατέρας του επέμενε ότι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ήταν για «φλώρους», άποψη που μάλλον συμμεριζόταν και η μητέρα του η Αλίκη. Οπως κι αν έχει, όμως, ένα παιδί με σπιρτάδα, τσαγανό, βγαλμένο και περπατημένο σαν αυτόν, πολύ δύσκολα θα γινόταν μαλθακός σε οποιοδήποτε σχολείο. Εγινε, ωστόσο, απόβλητος εξαιτίας ενός μνησίκακου, δόλιου και μικρόψυχου καθεστώτος σαν αυτό των Απριλιανών πραξικοπηματιών. Γεγονός που ποτέ του δεν ξέχασε.
Η νεανική εξέγερση
Στα 16 του χρόνια, στην τότε 5η τάξη του Γυμνασίου (σημερινή Β’ Λυκείου), πρωτοστάτησε συνειδητά, οργάνωσε υπόγεια και δρομολόγησε μεθοδικά την ομαδική μετάβαση των συμμαθητών του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Τον κάρφωσαν για την «αποκοτιά» του διάφοροι χουντικοί ρουφιάνοι με αποτέλεσμα να αποβληθεί προς σωφρονισμό για κάποιο διάστημα από το σχολείο του. Τον έπνιξε το δίκιο. Πικράθηκε, πόνεσε, αγανάκτησε, δεν το έβαλε κάτω. Τότε πήρε το ρίσκο να τα παρατήσει όλα για να υλοποιήσει το όνειρό του να ανοιχτεί στις θάλασσες στα πέρατα του κόσμου, να ποτιστεί με την αρμύρα, να περιπλανηθεί σε άγνωστα λιμάνια, να περπατήσει σε εξωτικές προβλήτες και ανυποψίαστες αποβάθρες. Το έσκασε απροειδοποίητα από το σπίτι μαζί με τον συμμαθητή του Αντώνη Διπλαράκη. Μπάρκαραν μια χειμωνιάτικη νύχτα ως ανειδίκευτοι μούτσοι, χωρίς χαρτιά ή άλλα πιστοποιητικά ναυτοσύνης σε ένα ψαροκάικο. Μετά από επίμονες αναζητήσεις των έντρομων οικογενειών τους, οι δυο έφηβοι εντοπίστηκαν σύντομα σκυλοπνιγμένοι, ξέμπαρκοι, ρέστοι και μουσκεμένοι σε κάποια ακτή της Κρήτης.
Η δοκιμασία που πέρασε τον έκανε πιο σκληρό, κυρίως απέναντι στον εαυτό του. Την επόμενη χρονιά, εκείνη της Μεταπολίτευσης, οργανώθηκε στην ΑΑΜΠΕ, τη μαθητική οργάνωση του ΕΚΚΕ, και θήτευε μελετηρός στα θεωρητικά επιχειρήματα του Μαοϊσμού της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς της εποχής. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1975, ενώ ο συμμαθητής του Αντώνης πήγαινε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να γίνει καπετάνιος, ο Θέμος ανηφόριζε στα 17 του με μια πράσινη BMW 520 που οδηγούσε ο πατέρας του για τη Θεσσαλονίκη. Είχε εισαχθεί στο Οικονομικό της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Ενα νέο κεφάλαιο άνοιγε στη ζωή του. Ενα ψηλό, λεπτό, αλλά δεμένο παλικάρι με ατίθασα καστανά μαλλιά βίωνε το ωραίο όνειρο να είναι νέος χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Σχετικά λιγομίλητος και μερικώς συνεσταλμένος και τάχα ατσούμπαλος, έκρυβε εντέχνως, επειδή είχε κακοπάθει, τη δεικτική ευφυΐα μιας πληθωρικής προσωπικότητας. Λίγοι γνώριζαν ότι ήταν σκληραγωγημένος και ριψοκίνδυνος, καθόλου ευέξαπτος ή εριστικός, χωρίς ωστόσο ποτέ να μασάει από απειλές, μανούρες και τσαμπουκάδες. Αφού έμεινε ένα ολόκληρο φθινόπωρο στο ξενοδοχείο «ABC» στο Σιντριβάνι, μετακόμισε με τα χίλια ζόρια σε ένα μικρό διαμέρισμα, σε κάποια από εκείνες τις πολυώροφες βαμμένες σταχτιές, χακί και ώχρα, παλιές πολυκατοικίες της οδού Μοναστηρίου απέναντι από τον νέο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Ο δισταγμός του ήταν ότι στο ισόγειο της πολυκατοικίας που θα έμενε λειτουργούσαν δύο «κωλόμπαρα». Μόλις ξεπέρασε την αμφιταλάντευση μεταξύ κατά συνθήκη ευπρέπειας και έλξης προς τις εκ του σύνεγγυς νέες συγκινήσεις συγκατοίκησε με τον παλιό συμμαθητή και πιστό φίλο μιας ολόκληρης ζωής, τον Αλέξανδρο Θωμά, που σπούδαζε μαθηματικός.
Οταν πουλούσε «Ριζοσπάστη»
Σύντομα χάρη σε ένα φλερτ με μια συμφοιτήτρια που εξελίχθηκε σε νεανικό αίσθημα, στρατολογήθηκε στην ΚΝΕ μια και εκείνη τύχαινε να διατελεί γραμματέας της οργάνωσης στο έτος του. Ηταν η εποχή του πολιτικοποιημένου αναβρασμού της Μεταπολίτευσης και ο Θέμος συμμετείχε ενεργά σε όλες τις εκδηλώσεις εκείνης της ριζοσπαστικοποιημένης γενιάς φοιτητών. Παραδεχόταν, ως οξυδερκής παρατηρητής της πραγματικότητας, πως όλοι τότε βίωναν ψευδοργασμικά ένα διαρκές μεταχρονολογημένο επεισόδιο του Παρισινού Μάη του ’68 που παιζόταν με 10 χρόνια καθυστέρηση στην Ελλάδα. Πουλούσε τα πρωινά της Κυριακής τον «Ριζοσπάστη», πόρτα-πόρτα στις γειτονιές της Κάτω Τούμπας, επινοώντας καινοτόμα τρικ -η λέξη «μάρκετινγκ» ήταν τότε σχετικά άγνωστη- ώστε να ξεπουλάει όλα τα φύλλα. Πού να φανταζόταν τότε ότι από υπαίθριος εφημεριδοπώλης κομματικού εντύπου θα εξελισσόταν μετά από 35 χρόνια στον πιο επιτυχημένο εκδότη εφημερίδας εδώ και μια ολόκληρη γενιά. Οταν πια «ρολάρισε» στην Πανεπιστημιούπολη με μια «προχώ» για την εποχή μοτοσικλέτα Honda CR125M Elsinore με ασημί ντεπόζιτο -δώρο των γονιών του για την εισαγωγή του στη σχολή- ενέγραψε μέσα σε πυκνά βλέμματα ζήλιας μια νέα ταυτότητα. Κάτι μεταξύ ιππότη και εξολοθρευτή. Για τον ίδιο, πάντως, δεν άλλαξε κάτι. Τίποτα το ξιπασμένο και επιδεικτικό. Παρέμεινε ο ίδιος ο χαμηλών τόνων και σκεπτόμενος αντιφασίστας. Ωστόσο, δεν θα δίσταζε να χαραμίσει την αλυσίδα της μηχανής του -«αν και δεν το άξιζε η καημένη», όπως έλεγε- για να συγκρουστεί με κάτι νεοφασίστες της οργάνωσης «4η Αυγούστου» μετά από μια χοντρά βλάσφημη παρεξήγηση. Δεν κώλωσε. Εστησε μόνος του καρτέρι μια παγωμένη νύχτα πίσω απ’ την Καμάρα, παρακούοντας κάθε κομματική σύσταση, μη τυχόν και πετύχει κανέναν από αυτούς τους γελοίους που τον είχαν βάναυσα προσβάλει. Δεν φάνηκε ψυχή.
Στη συνέχεια, σε μια «φέτα» στον δρόμο με τη μηχανή, έγδαρε σοβαρά τη γάμπα του και κατέληξε εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε εσωτερική αιμορραγία και νοσηλεύτηκε πάνω από μια εβδομάδα. Τον επισκέφθηκαν τότε κάτι όψιμοι φαν του υπαρκτού σοσιαλισμού που με αχρείαστη συνωμοτικότητα του ψιθύριζαν πάνω από το κρεβάτι πως αν έχει κάποιο πρόβλημα με το παρακράτος της Δεξιάς, μπορούσαν να κανονίσουν τη διαφυγή του στη Βουλγαρία του Ζίβκοφ. Ξαπόστειλε τους λαμογιο-διεθνιστές καλοθελητές με βρισιές.
Κόντευε πια το καλοκαίρι με το Μουντιάλ της Αργεντινής, όταν πλέον οι σχέσεις του με την ΚΝΕ είχαν παγώσει περισσότερο κι από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ηρθε καπάκι συνταρακτικός και ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης και όσα δεν διαλύθηκαν, σκόρπισαν. Εμενε τότε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στην οδό Περραιβού στο τέρμα της Ανω Τούμπας, μαζί με ένα τσούρμο μόνιμων συγκατοίκων, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο γράφων, καθώς και ένα εναλλασσόμενο μπουλούκι διερχόμενων φοιτητών και φοιτητριών. Ο αενάως αλληλέγγυος Θέμος, αφού συνέδραμε τότε στην όποια δυνατή αποκατάσταση των σεισμοπαθών της πόλης, κατηφόρισε για την Αθήνα.
Προηγουμένως είχε στείλει μια επιστολή στην οποία έκανε κριτική σε μια μηχανή στον δημοσιογράφο και εκδότη του περιοδικού «MotoGP» Δημήτρη Παπανδρέου, έναν από τους ελάχιστους Ελληνες αναβάτες στις πίστες του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος. Ο εκδότης διάβασε το άψογα συνταγμένο γράμμα, εκτίμησε το ύφος, τις ιδέες και τις ευθύβολες παρατηρήσεις που αναπτύσσονταν σε αυτό. Σύντομα απάντησε και ζήτησε από τον αποστολέα συνεργασία στο τεστάρισμα των νέων μοτοσικλετών. Ο νεαρός εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος ξετρελάθηκε. Ξεκίνησε με λαχτάρα και μετά μανίας να γράφει, όπως πάντα με στυλό στο χαρτί - ποτέ στο πληκτρολόγιο γραφομηχανής. Το μεθεπόμενο φθινόπωρο επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη καβάλα σε μια απίθανη ιταλική μηχανή Benelli 354, την οποία αργότερα αγόρασε. Το άρθρο που είχε γράψει στο περιοδικό γι’ αυτή τη μοτοσικλέτα είχε τον δικό του τίτλο: «Εχουμε κράτημα, αγάπη μου». Οταν μετά την αρχική έκπληξη διάφοροι ψαγμένοι και περίεργοι τον ρωτούσαν πού το βρήκε τέτοιο σπάνιο εργαλείο, τους απαντούσε ντροπαλά: «Μου την έδωσε ο Παπανδρέου». Σκέτα, χωρίς μικρό όνομα. Και άφηνε τους άλλους να φαντάζονται ασύλληπτες διαπλοκές με το κόμμα του «πράσινου ήλιου» που τότε επέλαυνε ορμητικό προς την εξουσία.
Ηδη έμπαινε με τα μπούνια η δεκαετία του ’80 και ο Θέμος έμενε μόνος στο σπίτι του στην Αθήνα. Οι γονείς του πέρναγαν μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξοχικό τους στη Ραφήνα, μεταξύ άλλων για να γλιτώσει στον καθαρό αέρα και το λυκόσκυλό τους, ο Σεϊτάν, από την κατάθλιψη του αστικού διαμερίσματος. Η αδελφή του Νταϊάνα σπούδαζε εκείνη την εποχή στη Νομική του Αριστοτελείου και κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς συγκατοίκους και άλλες περιττές οχλήσεις, ο ίδιος δρομολογούσε το μέλλον του στη δημοσιογραφία. Του ταίριαζε ως επάγγελμα, πρώτα απ’ όλα γιατί του έδινε τη χαρά, αν όχι την ανέκκλητη ηδονή, να ελέγχει την εξουσία και τις αυθαιρεσίες της.
Παράλληλα με το περιοδικό για μοτοσικλέτες ξεκίνησε να γράφει στην οικονομική εφημερίδα «Εξπρές», αρχικά σε έρευνες αγοράς -«μην πάνε τσάμπα οι σπουδές», όπως καυστικά έλεγε- και στη συνέχεια ρεπορτάζ στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Κάπου βαριόταν, κάπου επιτάχυνε. Αλλά συνήθως ανέβαζε βαθμιαία στροφές ως γνήσιος εραστής της αγωνιστικής αυτοκίνησης. Και μετά γκάζωνε χωρίς ωστόσο να χάνει τον έλεγχο. Κάμποσα φεγγάρια αργότερα, δοκιμάζοντας στα όρια μια ασημί Lamborghini Diablo στη διαδρομή από το Πόρτο Χέλι ως την Αθήνα, όταν στις στροφές της Επιδαύρου είδε τον συνοδηγό του λουσμένο στον ιδρώτα και άσπρο σαν χασέ, δίχως να σηκώσει το βλέμμα από το οδόστρωμα του είπε: «Τρέμεις μη σκοτωθούμε και δεν φοβάσαι μην πάρουμε στον λαιμό μας κανένα αμέριμνο Χριστιανό».
Στην πραγματικότητα, ο Θέμος ανέκαθεν, με μια αίσθηση εντιμότητας και δικαιοσύνης σε έναν άδικο κόσμο, σκεφτόταν τους άλλους. Δεν ήταν απλώς γενναιόδωρος προς τους συνεργάτες του, δεν ήταν μόνο ο εκδότης που αγωνιούσε αν μπήκε στην ώρα του το επίδομα Χριστουγέννων στο προσωπικό, ο συνάδελφος που μοίραζε γαλαντόμα και χαρωπός σαν Αϊ-Βασίλης τις έξτρα επιταγές και τις γαλοπούλες τα Χριστούγεννα. Ηταν ο ευαίσθητος, δοτικός και σπλαχνικός άνθρωπος που συμμεριζόταν και τις ανάγκες των άγνωστων άτυχων, ανήμπορων και καταφρονεμένων αυτής της κοινωνίας. Μόνο ο πολύ στενός του περίγυρος γνώριζε ότι στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας πούλησε μια αγορασμένη με στερήσεις κατακαίνουρια δίχρονη Yamaha 350 SL για να βοηθήσει έναν άνεργο και αδέκαρο φίλο του. «Είχε φάει τα ψωμιά της», δικαιολογούνταν για το «σκότωμα» εκείνης της μοτοσικλέτας μετά από ένα ταξίδι μετ’ επιστροφής που έκανε με αυτήν ως το Παρίσι.
Ελάχιστοι ακόμη γνώριζαν ότι σε οικονομικά ανθηρότερες εποχές βοήθησε υλικά πολύ κόσμο, φτωχές οικογένειες και κυρίως άρρωστα παιδιά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έστελνε με έμπιστους τρίτους ανώνυμους φακέλους γεμάτους χρήματα σε άπορους πάσχοντες. Δεν ήταν οίκτος, ήταν συμπαράσταση. Ούτε ο ίδιος ήταν ένας μυστικοπαθής τύπος που δεν αποκάλυπτε γενικώς τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες ή τις πράξεις του. Απλώς δεν γούσταρε να του κολλάνε δημοσίως την ταμπέλα του χορηγού ελεημοσύνης και δεν άντεχε τη φόρτιση από εναγκαλισμούς ευγνωμοσύνης. «Μοιάζω με μητέρα Τερέζα;» ρωτούσε όσους κοντινούς του ήξεραν την κρυφή προσφορά του, συμπληρώνοντας ως κάτι το αυτονόητο πως «η αγάπη χαρίζεται με ανιδιοτέλεια». Και ακολούθως έκανε απροσποίητα τον σταυρό του με τη μεγαλοπρεπή χειρονομία που συνηθίζουν ιεράρχες και Αγιορείτες καλόγεροι.
Από το 1985, παράλληλα με την «Εξπρές», και διάφορες συνεισφορές κειμένων σε κλαδικά περιοδικά όπως το «Τρόφιμα και Ποτά» άρχισε τακτική συνεργασία σε ελεύθερα οικονομικά θέματα με την «Καθημερινή». Το νερό έμπαινε αργόσυρτα μεν, αλλά στο σωστό επαγγελματικό αυλάκι. Πρώτη η εμβληματική εκδότρια, δημοσιογράφος και χρονογράφος της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου κατάλαβε πως στους διαδρόμους της εφημερίδας της κυκλοφορούσε ένα ακατέργαστα σπάνιο δημοσιογραφικό διαμάντι, το οποίο με ελάχιστη επεξεργασία θα έλαμπε εκτυφλωτικά. Διαβάζοντας το προφητικό για την εποχή άρθρο του «Αποπολιτικοποίηση της νεολαίας», του ανέθεσε να γράφει στο κυριακάτικο φύλλο. Η αμοιβή του, όμως, ήταν ακόμη ελάχιστη. Ο νεαρός δημοσιογράφος δεν πτοήθηκε από αυτή την κραυγαλέου δημοσιοϋπαλληλικού στυλ επετηρίδα μιας ιδιωτικής εκδοτικής επιχείρησης, καθώς ήταν κιόλας υπεύθυνος του οικονομικού τμήματος της «Βραδυνής» και διατηρούσε την καθημερινή στήλη σχολίων «Βραδυνά».
Εκείνα τα χρόνια είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία, υπηρετώντας ως απλός φαντάρος στη Λέσβο και ακολούθως μετατέθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στου Παπάγου. Εκεί ο Θέμος, δαιμονικά, σχεδόν περιπαικτικός, αποκαλούσε απαξάπαντες «γιατρούς». Ενστολους στρατιωτικούς, κανονικούς και εκπαιδευόμενους γιατρούς, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, πάσης φύσεως τεχνικούς, περιφερόμενους, επισκέπτες και ασθενείς. «Ετσι, για πλάκα», εξομολογούνταν, «αλλά δεν φαντάζεστε πόσο ευγενικά το αποδέχονταν όλοι και πόσο παρηγορητικό τούς φαινόταν, λες και αυτομάτως θα μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους διάγνωση και να αυτοϊαθούν». Ηταν στη φάση που ο αενάως παρατηρητικός Θέμος ασκούνταν στην ενσυναίσθηση.
Οταν σε έναν χρόνο απολύθηκε από τον στρατό καθώς ήταν προστάτης οικογένειας, μετά τον αιφνίδιο θάνατο από καρδιακό επεισόδιο του πατέρα του, επανεμφανίστηκε στη δημοσιογραφική πιάτσα ακμαίος, θερμόαιμος, αφράτος και φουριόζος. Υιοθέτησε τότε κομψότερο, πιο μοντέρνο look, και την είδε περιστασιακά δυναμικός γιάπης, έως ότου αντιλήφθηκε τη φενάκη του Ρεϊγκανο-Θατσερισμού και πέταξε από πάνω του κάθε βαρύγδουπη σοβαροφάνεια σαν σκουπιδάκι από το πέτο επώνυμου χειροποίητου σακακιού. Ο Θέμος ήταν απολύτως σοβαρός - έστω και με την εφηβική του αυθάδεια. Τα κείμενά του αφουγκράζονταν τον παλμό τις εποχής που τον απέδιδε σε έναν τόνο υψηλότερο από τον συνηθισμένο, με αποτέλεσμα να έχουν απήχηση στους αναγνώστες. Το 1988 εντάχθηκε πλέον στο πολιτικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής» και βίωσε αυτή την εμπειρία σχεδόν σαν αποκάλυψη. Εκεί συνειδητοποίησε ότι στα ήθη του έγκυρου Τύπου της εποχής οι δυνατότητες του πολιτικού δημοσιογράφου ήταν περιορισμένες. Είτε θα διαφύλασσε την ανεξαρτησία του μέχρις εσχάτων -με συνέπεια ή να τον απολύσουν ή, το χειρότερο, να του επιβάλουν σιωπή-, είτε θα υπέκυπτε στα συστηματικά πολιτικά τερτίπια και θα το έπαιζε διακριτικός με ενίοτε συμβιβασμούς και συγκαλύψεις. Το αδάμαστο θυμικό του τού επέβαλε τη ριψοκίνδυνη ζαριά «όλα για όλα». Ούτε έναν πόντο πίσω σε ό,τι αφορούσε την αξιοπρέπειά του. Τα «ισαποστάδικα» δεν του πήγαιναν.
Ο νεότερος διευθυντής
Αφού γλίτωσε στο παρά πέντε από κάνα δυο απολύσεις, έγινε στα 32 του ο νεότερος διευθυντής στην 80χρονη μέχρι τότε ιστορία της «Καθημερινής». Της εμφύσησε πνεύμα εκσυγχρονισμού και συνέχισε να «μαστιγώνει» με τη μοντέρνα γλαφυρή πένα του χρόνιες παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Χαρακτήρισαν τότε ως unfair, δηλαδή μεροληπτική, τη συμπεριφορά του να μη συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αφού υποτίθεται πως μέσα στα διευθυντικά καθήκοντα που είχε αναλάβει ήταν να έχει μια πρώτη τουλάχιστον επαφή με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Δεν ίδρωνε το αυτί ενός χειραφετημένου παίκτη και σκληρού καρυδιού, όπως ήταν ο Θέμος, από τέτοιες έμμεσες υπονομεύσεις. Ιδίως όταν του τηλεφωνούσαν οι υφιστάμενοι του πρωθυπουργού πλέον Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για να του παραπονεθούν σε στυλ παλαιάς κοπής για το πώς είναι δυνατόν μια εφημερίδα του κύρους της «Καθημερινής» να στενοχωρεί τον πρόεδρο. «Ξέρετε, έχει και ζάχαρο», συμπλήρωναν για να πάρουν αφοπλιστικά πληρωμένη την απάντηση του Θέμου: «Εγώ δεν διαβάζω αιματολογικές αναλύσεις, παρατηρώ δημόσια διαχείριση και ασκώ πολιτική κριτική». Τη σιωπή με έναν κρότο από την άλλη άκρη της γραμμής την εκλάμβανε ως λιποθυμία του συνομιλητή του που του είχε πέσει το ακουστικό από το αυτί με γδούπο πάνω στο γραφείο. Ετσι ανώδυνα. Δεν υπήρχαν, άλλωστε, τότε κινητά τηλέφωνα για να στουκάρει κανείς οδηγώντας. Θα μπορούσε βέβαια να τους απαντά μέσω της στήλης του «Οσα παίρνει ο άνεμος» με την περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ από την ομώνυμη ταινία: «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα». Επί της ουσίας, όμως, αυτό έκανε.
Την ίδια εποχή στην εφημερίδα εργαζόταν μια κομψότατη ψηλόλιγνη, σωστή καλλονή, μελαχρινή και απολύτως αξιοπρεπής 19χρονη δημοσιογράφος που λεγόταν Βασιλική Παναγιωτοπούλου. Την πολιόρκησε ασφυκτικά, φλερτάροντάς τη επί έναν μήνα ο Θέμος, έως ότου μια μέρα στην κουζίνα της εφημερίδας της ενεχείρισε το κρίσιμο τελεσίγραφο «ή τώρα ή ποτέ». Εδωσαν ραντεβού στις 8 το βράδυ στο Κολωνάκι έξω από το κτίριο του Βρετανικού Συμβουλίου, όπου εκείνη μάθαινε αγγλικά. Είχε πάει 9 το βράδυ και εκείνος δεν φαινόταν καν στον ορίζοντα, οπότε μάλλον απογοητευμένη η Βασιλική αποχωρούσε βαρύθυμα, όταν κατέφτασε επιτέλους με απίστευτο κέφι ο Θέμος κορνάροντας, χειρονομώντας και φωνάζοντάς της στη διαπασών να μπει στο αμάξι του. Ηταν το πρώτο και καθοριστικό ραντεβού τους. Μια καρμική συνάντηση δύο ανθρώπων που ερωτεύτηκαν βαθιά, έδεσαν κατ’ αποκλειστικότητα και αφοσιώθηκαν ο ένας στον άλλο για μια ζωή στη διάρκεια μιας ολάκερης ευτυχισμένης 30ετίας. Παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα, το 1992, στον Αγιο Δημήτριο Ψυχικού και διοργάνωσαν, ξεχωριστά από τους συγγενείς, ένα πάρτυ για συναδέλφους δημοσιογράφους στο περιορισμένων διαστάσεων σπίτι όπου διέμεναν στην ίδια περιοχή. Οταν ο υποφαινόμενος έφτασε για να τους ευχηθεί, το νιόπαντρο ζευγάρι περίμενε να υποδεχτεί όλους τους καλεσμένους του στην εξώπορτα. Οταν είπα στον γαμπρό με χαρούμενα θετική διάθεση «επιτέλους παντρεύτηκες!», ο ίδιος έφερε το δάχτυλο στα χείλη και είπε με το σκαμπρόζικο χιούμορ του «σουτ, μην το μάθει η Βασιλική!», η οποία στεκόταν ακριβώς δίπλα του, σχεδόν αποσβολωμένη από τις αλλεπάλληλες χαριτωμένες ατάκες του -σε στυλ «μάλλον τον γάμο του προπονητή Αναστασιάδη ψάχνετε»- που σέρβιρε μοναδικά, διακριτικά και αυθόρμητα στους προσερχόμενους.
Τη στέρεα σχέση του ζευγαριού τη δυνάμωσε ο ερχομός της κόρης τους Αλίκης το 1998 και τη χαλύβδωσε το 2005 η άφιξη των δίδυμων Βύρωνα και Φιλιώς. Προστατευτικός, αστείρευτα τρυφερός και αενάως παιχνιδιάρικα ενθουσιασμένος με την οικογένειά του, ο Θέμος μετρίασε έκτοτε τα καρφωτά στην τσίτα γκάζια των αυτοκινήτων που οδηγούσε. Δεν περιόρισε όμως και τις εξουθενωτικές επιταχύνσεις στη δουλειά του. Σταθερή, όμως, συντιμονιέρισσα στον πλου του καραβιού της ζωής του έστεκε πάντα η Βασιλική, η Μπίλυ του, όπως τη φώναζε.
Εχοντας αποχωρήσει από την «Καθημερινή», μεταπήδησε μετά το «βρώμικο ’89» στην «Ελευθεροτυπία», αναλαμβάνοντας το 1992 με εντελώς δικό του, ξεχωριστό και πρωτότυπο για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής στυλ την ημερήσια στήλη «Μαύρη Τρύπα». Η πρόσληψή του ήταν προσωπική επιλογή του εκδότη της εφημερίδας Κίτσου Τεγόπουλου, ο οποίος αγνόησε επιδεικτικά τις αντιρρήσεις της πλειονότητας των τότε δημοσιογράφων της εφημερίδας. Τον εγκατέστησε σε ένα γραφείο στον 8ο όροφο του κτιρίου της οδού Κολοκοτρώνη 8, όπου και ο ίδιος ο εκδότης διέμενε τακτικά. Από αυτό το ρουφ γκάρντεν, κοινώς σοφίτα, ο Θέμος έδωσε ρέστα, αποκτώντας φανατικό κοινό, γράφοντας στην τελευταία σελίδα της «Ελευθεροτυπίας». Καυτηρίαζε καθημερινά με ύφος πρωτόγνωρο την υποκρισία και τον στρουθοκαμηλισμό των ελληνικής κοινωνίας και σάρκαζε σαρδόνια τις παθογένειές της. Με τα σύντομα, καυστικά και προβοκατόρικα σχόλιά του η στήλη υπήρξε κάτι σαν πρόγονος του Τwitter, προτού καν το συλλάβουν ως ιδέα οι δημιουργοί του.
Αναμενόμενα, το αστρονομικό σουξέ της στήλης και κυρίως του δημιουργού της γνώρισε την κακεντρέχεια, τη μικροψυχία και τη μνησικακία μιας παρακμιακά μίζερης και σκοταδιστικά ενοχικής Ελλάδας. Πέρα φυσικά από την παροξυσμική αντιζηλία της αντίπαλης εκδοτικής πιάτσας, είχε ξαναζήσει στο παρελθόν παρόμοιες αντιδημοκρατικά ωμές απρέπειες. Αλλά εκείνο τον καιρό ο παγίως αντισυμβατικός Θέμος ήταν πλέον πολύ πιο έμπειρος ώστε κάθε επιθετικά επικριτικό χτύπημα να τον ατσαλώνει. Συνέχιζε να αναβαθμίζει σχεδόν με αποδομητική λύσσα τη μεταμοντέρνα αναρχική πένα του για να ξεριζώσει με αυτή τη σωρευμένη σκαρταδούρα. Αναπόφευκτα στοχοποιήθηκε από ένα μάτσο μετρίων, των οποίων η ποζάτη σοβαροφάνεια δεν τους άφηνε να δουν την ιδεοληπτική φάτσα τους στον καθρέφτη. Με γιαούρτια και δήθεν παραστάσεις διαμαρτυρίας ανακάλυψαν στο πρόσωπο του Θέμου την ευκαιρία να του χρεώσουν περίπου όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς, για να ξεπλύνουν τις δικές τους παρελθούσες ντροπές, πολιτικές αστοχίες και βολεμένες συμβάσεις.
Το Πρώτο Θέμα
Ηταν πια καιρός να βάλει στα σκαριά κάτι εντελώς δικό του εναρμονισμένο με το εμπεδωμένο πια ύφος του. Δεν πειραματίστηκε με σύνθετες επιλογές. Δημιούργησε μαζί με τον Σωτήρη Πουλόπουλο την αθλητική εφημερίδα «Πρωταθλητής» σε έναν τομέα των ΜΜΕ που κάποιοι θεωρούσαν υπερκορεσμένο. Κέρδισε άμεσα το στοίχημα των κυκλοφοριών, γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τον Πέτρο Κωστόπουλο, ο οποίος την ίδια εποχή έφτιαχνε την επίσης αθλητική εφημερίδα «Κόσμος των Σπορ» και κυρίως με τον Κίτσο Τεγόπουλο που τον απέλυσε από την «Ελευθεροτυπία». Ο Θέμος δεν ήταν καμιά λαϊφσταϊλάτη κότα να κάτσει να κακαρίζει μοιρολογώντας σε μπουζουκλερί πίστα.
Είχε κιόλας συγκρουστεί με τη Δήμητρα Λιάνη και το παράκεντρο εξουσίας που είχαν εκκολάψει συνεργάτες της επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου, ενώ προηγουμένως είχε έρθει σε λυσσαλέα κόντρα με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την Ντόρα. Και με το συγκρουσιακό ταπεραμέντο του θα έπονταν προσεχώς και άλλοι - όπως και έγινε. Αφού πέρασε ένα χλωμό φεγγάρι από το «Βήμα», το οποίο εγκατέλειψε αφότου η τότε διεύθυνσή του είχε τη μοναδικά απρόβλεπτη διορατικότητα να του πει ότι η μπογιά της πένας του είχε ξεβάψει. Με δυο λόγια, του πετούσαν κατάμουτρα ότι δεν ήξερε να γράφει και προφήτευαν ότι ενδεχομένως μόνο στην τηλεόραση θα μπορούσε να συνεχίσει - και εκεί με το στανιό.
Οσοι υποτίμησαν τη ρωμαλέα και ριψοκίνδυνη ταξιδιάρα ψυχή του Θέμου θα την έβρισκαν μίλια μπροστά τους λίγα χρόνια αργότερα. Ηδη από τότε στο ανήσυχο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα μιας μοντέρνας, προσωποκεντρικής αποκαλυπτικής εφημερίδας, την υλοποίηση της οποίας συζητούσε ατέλειωτους μήνες, μέρες, ώρες με τον συνδημιουργό της Τάσο Καραμήτσο. Οταν αυτή κατέφτασε στα περίπτερα, σάρωσε κυκλοφοριακά και εμπορικά, και τράνταξε το εφησυχασμένο πολιτικό σκηνικό. Δεν χρειαζόταν πλέον να ξύσει κανείς με επιμέλεια τον τίτλο του «Πρώτου Θέματος» για να βρει ποιος ήταν ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της. Η ιστορία του ελληνικού Τύπου θα καταγράψει το αξεθώριαστο αποτύπωμα του καινοτόμου Θεμιστοκλή Αναστασιάδη με περηφάνια. Του ανθρώπου που στάθηκε λεβέντικα και με αξιοπρέπεια απέναντι στη ζωή. Με πηγαία και ανίκητη αισιοδοξία, με ψυχραιμία και μαχητικότητα σε φουρτούνες και μπουνάτσες. Με γραφή ανεξίτηλη, μεγαλείο ψυχής και περίσσευμα θάρρους απέναντι σε συσκοτίσεις, ύβρεις, αγελαίες συκοφαντίες, κυνηγητά και παραφυλάγματα. Και ακόμη με γενναιότητα, ευψυχία και ατρόμητη πάλη ως τη στιγμή που κόπηκε τόσο άδικα το νήμα της ζωής του. Οσο κι αν μοιάζει παρηγορητικό, αυτή εδώ η εφημερίδα θα μάθει να ζει και να προχωράει δυναμικά παρά την τόσο δυσαναπλήρωτη απουσία του. Θα καμάρωνε και ο ίδιος γι’ αυτό. Σίγουρα η ζωή συνεχίζεται, αλλά το δικό του πάθος για ζωή δεν θα τον ξεμακρύνει ποτέ από το «Πρώτο Θέμα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα