Συνταγματική Αναθεώρηση: Ανησυχία και προβληματισμός στο Πατριαρχείο για τις συζητούμενες αλλαγές
14.02.2019
07:20
Τη δυσαρέσκεια του Πατριαρχείου μετέφεραν χθες οι εκπρόσωποί του στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου - Οι θέσεις της Εκκλησίας εστάλησαν στα κόμματα
Τη δυσαρέσκεια του Πατριαρχείου μετέφεραν χθες οι εκπρόσωποί του στον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, επαναλαμβάνοντας «την ανησυχία και τον προβληματισμό» τους στον υπουργό «για τις συζητούμενες τροποποιήσεις του Ελληνικού Συντάγματος», οπως είπαν χαρακτηριστικά.
Επίσης, όπως προκύπτει από χθες, θα δημιουργηθούν ιερείς δύο ταχυτήτων με το σημείωμα Γαβρόγλου, καθώς ο κλήρος της Κρήτης δεν φαίνεται οτι περιλαμβάνεται στο τελικό κείμενο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου.
“Μας εστάλη χθες ένα περιγραφικό κείμενο το οποίο δεν περιλαμβάνει την Εκκλησία της Κρήτης και υπάρχει ανησυχία βεβαία από πλευράς της Εκκλησίας της Κρήτης και ημών. Δεν μπορεί έτσι όπως έχει να πω ότι μας εκφράζει. Πιστεύουμε ότι η διαβεβαίωση του κ. Υπουργού ότι θα συνεχιστεί ο διάλογος, είναι κάτι το ελπιδοφόρο'' συμπλήρωσε ο Σεβασμιώτατος.
"Στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου για την υλοποίηση της Συμφωνίας Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε χθες συνάντηση με την αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου” υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων Δημήτριος, σε δηλώσεις του μετά τη χθεσινή συνάντηση με τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου.
''Δεν θέλει το Πατριαρχείο να διασαλευθούν τα δίκαια, τα μισθολογικά, τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά του κλήρου. Αυτή την επιθυμία την διαβίβασε και ο Παναγιώτατος στον εξοχότατο Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα στην Χάλκη, οποίος την άκουσε με πολύ σοβαρότητα, και την επαναλάβαμε και πάλι στον Υπουργό κατά την διάρκεια της ωραίας συνεργασίας που είχαμε'' υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων, για να τονίσει στη συνέχεια ότι: ''Η Μητέρα Εκκλησία αγκαλιάζει όλο τον κλήρο''.
Στην συνάντηση συμμετείχαν ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κώστας Γαβρόγλου, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων. Εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου συμμετείχαν ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκιποννήσων κ. Δημήτριος, ο Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος, o Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλόχιος και ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Θεόδωρος.
Μετά τη συνάντηση, ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Κώστας Γαβρόγλου, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Είχαμε σήμερα τη χαρά να φιλοξενήσουμε στο Υπουργείο Παιδείας την αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία συμμετέχει και αντιπροσωπεία από την Εκκλησία της Κρήτης, για να μπορέσουμε να αναλύσουμε το πλαίσιο συμφωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδος και να απαντήσουμε σε όποια διευκρινιστικά ερωτήματα τεθούν. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά από όλη την κοινωνία, το πλαίσιο της Συμφωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδας. Ειδικά για το θέμα της μισθοδοσίας του Κλήρου, για πρώτη φορά ο κλήρος εξασφαλίζεται με τον τρόπο που πρέπει να εξασφαλίζεται σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Σήμερα αρχίσαμε να συζητάμε και τις ιδιαιτερότητες και τα διακριτά προβλήματα που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Κρήτης, για να δούμε πώς αυτά θα μπορέσουν να λυθούν, πάντοτε στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους. Σίγουρα θα συνεχιστεί αυτός ο διάλογος και είμαστε βέβαιοι ότι θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε».
Αναθεώρηση Συντάγματος: Οι θέσεις της Εκκλησίας εστάλησαν στα κόμματα
Τις θέσεις της για τη συνταγματική αναθεώρηση έστειλε η Εκκλησία της Ελλάδος προς τους προέδρους των κομμάτων του Κοινοβουλίου και τους ανεξάρτητους βουλευτές.
Ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της οικογένειας καθώς η "σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει τη θέση της μέσα στο κείμενο του συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας".
Επίσης, για το "θρησκευτικά ουδέτερο κράτος" τονίζεται ότι η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι "θρησκευτικά ουδέτερο κράτος" είναι πολιτικά, νομικά και εν γένει επιστημονικά αόριστη, ενώ ο όρος "επικρατούσα θρησκεία'' έχει περιεχόμενο ιστορικό και πολιτισμικό, πληθυσμιακό και διαπιστωτικό της ιστορικής, αλλά και ενεργού σχέσης του ελληνικού έθνους με την ορθόδοξη παράδοση.
Επίσης γίνεται αναφορά και στον πολιτικό όρκο καθώς τονίζεται ότι "η τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, αντί της δυνατότητας επιλογής μεταξύ πολιτικής ή θρησκευτικής ορκοδοσίας, συνιστά μια μορφή απόλυτης απαγόρευσης εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη με τη ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα της τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους".
Για τον θεσμό της οικογένειας υπογραμμίζεται ότι "η συνταγματική αναφορά και προστασία του θεσμού της οικογένειας ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του έθνους' πρέπει να διατηρηθεί". Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας πηγάζει από την όλη διδασκαλία της, ιδιαίτερα από τα κείμενα των Ευαγγελίων, αλλά και από τον ρόλο της παραδοσιακής οικογένειας στην επιβίωση του έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει τη θέση της μέσα στο κείμενο του συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας.
Επίσης, όπως προκύπτει από χθες, θα δημιουργηθούν ιερείς δύο ταχυτήτων με το σημείωμα Γαβρόγλου, καθώς ο κλήρος της Κρήτης δεν φαίνεται οτι περιλαμβάνεται στο τελικό κείμενο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του εκπροσώπου του Πατριαρχείου.
“Μας εστάλη χθες ένα περιγραφικό κείμενο το οποίο δεν περιλαμβάνει την Εκκλησία της Κρήτης και υπάρχει ανησυχία βεβαία από πλευράς της Εκκλησίας της Κρήτης και ημών. Δεν μπορεί έτσι όπως έχει να πω ότι μας εκφράζει. Πιστεύουμε ότι η διαβεβαίωση του κ. Υπουργού ότι θα συνεχιστεί ο διάλογος, είναι κάτι το ελπιδοφόρο'' συμπλήρωσε ο Σεβασμιώτατος.
"Στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου διαλόγου για την υλοποίηση της Συμφωνίας Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε χθες συνάντηση με την αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου” υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων Δημήτριος, σε δηλώσεις του μετά τη χθεσινή συνάντηση με τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου.
''Δεν θέλει το Πατριαρχείο να διασαλευθούν τα δίκαια, τα μισθολογικά, τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά του κλήρου. Αυτή την επιθυμία την διαβίβασε και ο Παναγιώτατος στον εξοχότατο Πρωθυπουργό κ. Τσίπρα στην Χάλκη, οποίος την άκουσε με πολύ σοβαρότητα, και την επαναλάβαμε και πάλι στον Υπουργό κατά την διάρκεια της ωραίας συνεργασίας που είχαμε'' υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκηποννήσων, για να τονίσει στη συνέχεια ότι: ''Η Μητέρα Εκκλησία αγκαλιάζει όλο τον κλήρο''.
Στην συνάντηση συμμετείχαν ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κώστας Γαβρόγλου, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων. Εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου συμμετείχαν ο Μητροπολίτης Γέρων Πριγκιποννήσων κ. Δημήτριος, ο Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος, o Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως κ. Αμφιλόχιος και ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Θεόδωρος.
Μετά τη συνάντηση, ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Κώστας Γαβρόγλου, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Είχαμε σήμερα τη χαρά να φιλοξενήσουμε στο Υπουργείο Παιδείας την αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία συμμετέχει και αντιπροσωπεία από την Εκκλησία της Κρήτης, για να μπορέσουμε να αναλύσουμε το πλαίσιο συμφωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδος και να απαντήσουμε σε όποια διευκρινιστικά ερωτήματα τεθούν. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους, όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά από όλη την κοινωνία, το πλαίσιο της Συμφωνίας ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδας. Ειδικά για το θέμα της μισθοδοσίας του Κλήρου, για πρώτη φορά ο κλήρος εξασφαλίζεται με τον τρόπο που πρέπει να εξασφαλίζεται σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Σήμερα αρχίσαμε να συζητάμε και τις ιδιαιτερότητες και τα διακριτά προβλήματα που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Κρήτης, για να δούμε πώς αυτά θα μπορέσουν να λυθούν, πάντοτε στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους. Σίγουρα θα συνεχιστεί αυτός ο διάλογος και είμαστε βέβαιοι ότι θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε».
Αναθεώρηση Συντάγματος: Οι θέσεις της Εκκλησίας εστάλησαν στα κόμματα
Τις θέσεις της για τη συνταγματική αναθεώρηση έστειλε η Εκκλησία της Ελλάδος προς τους προέδρους των κομμάτων του Κοινοβουλίου και τους ανεξάρτητους βουλευτές.
Ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της οικογένειας καθώς η "σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει τη θέση της μέσα στο κείμενο του συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας".
Επίσης, για το "θρησκευτικά ουδέτερο κράτος" τονίζεται ότι η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι "θρησκευτικά ουδέτερο κράτος" είναι πολιτικά, νομικά και εν γένει επιστημονικά αόριστη, ενώ ο όρος "επικρατούσα θρησκεία'' έχει περιεχόμενο ιστορικό και πολιτισμικό, πληθυσμιακό και διαπιστωτικό της ιστορικής, αλλά και ενεργού σχέσης του ελληνικού έθνους με την ορθόδοξη παράδοση.
Επίσης γίνεται αναφορά και στον πολιτικό όρκο καθώς τονίζεται ότι "η τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, αντί της δυνατότητας επιλογής μεταξύ πολιτικής ή θρησκευτικής ορκοδοσίας, συνιστά μια μορφή απόλυτης απαγόρευσης εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη με τη ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα της τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους".
Για τον θεσμό της οικογένειας υπογραμμίζεται ότι "η συνταγματική αναφορά και προστασία του θεσμού της οικογένειας ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του έθνους' πρέπει να διατηρηθεί". Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας πηγάζει από την όλη διδασκαλία της, ιδιαίτερα από τα κείμενα των Ευαγγελίων, αλλά και από τον ρόλο της παραδοσιακής οικογένειας στην επιβίωση του έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει τη θέση της μέσα στο κείμενο του συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας.
Αναλυτικότερα, η Εκκλησία της Ελλάδος επισημαίνει:
1. Η προμετωπίδα του Συντάγματος, που επικαλείται την Αγία Τριάδα, αποτελεί βασικό στοιχείο ιστορικής συνδέσεως του παρόντος Συντάγματος με την επαναστατική προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Η προμετωπίδα αυτή υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα και η διατήρησή της τεκμηριώνει την διαρκή πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη, ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία και πριν την 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε έλαβε χώρα η διεθνής αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό Κράτος δεν είναι απλώς ένα δημιούργημα των συμφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ερείδεται στη βάση ενός Έθνους με συγκεκριμένη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός της προμετωπίδας και η αναγωγή της στην Αγία Τριάδα ξεκίνησε με τις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών του νέου Κράτους. Η παραμονή της προμετωπίδας των επαναστατικών Συνταγμάτων στο ισχύον Σύνταγμα, αποδεικνύει ως σταθερή την άποψη της Πολιτείας μας ότι ο Ελληνικός Λαός, μέσα από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία απέναντι στην αλλόθρησκη εξουσία, δημιούργησε το νέο κράτος.
2. Το άρθρο 3 αποτελεί θεμέλιο νομικής οργανώσεως των σχέσεων τόσο του Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και της τελευταίας με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αποτελεί αμετάβλητο στοιχείο πάγιας συνταγματικής παραδόσεως, έτυχε επιμελούς ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ποτέ να προκαλέσει προβλήματα στην πράξη, ενώ, όταν απαιτήθηκε, συνερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια με το άρθρο 13 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας. Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει περιεχόμενο ιστορικό και πολιτισμικό, πληθυσμιακό και διαπιστωτικό της ιστορικής, αλλά και ενεργού σχέσης του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη παράδοση. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν προκύπτει κανένας περιορισμός των δικαιωμάτων πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας των μη ορθόδοξων θρησκευτικών κοινοτήτων ή κατοίκων της Επικράτειας. Σε κάθε περίπτωση η Εκκλησία της Ελλάδος στηρίζει κάθε ιδιαίτερη συνταγματική αναφορά και προστασία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία της Κρήτης και τις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου.
3. Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 Συντ. εισάγει στο ανωτέρω σύστημα ρυθμίσεως παράγοντα νοηματικά αόριστο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα και παραδοχές επικίνδυνες στις σχέσεις των δύο εγχωρίων θεσμών (Κράτους - Εκκλησίας της Ελλάδος) και περαιτέρω και στις σχέσεις αυτών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η εισαγωγή της ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, ειδικά στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 3 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δίνει την εντύπωση ότι αποσκοπεί να ανταγωνισθεί, και στην πράξη να ακυρώσει, την υφιστάμενη στο ίδιο άρθρο αναγνώριση της πλειοψηφούσας ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της χώρας. Η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι πολιτικά, νομικά και εν γένει επιστημονικά αόριστη. Δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση, εάν δεν διευκρινίζεται ποιo μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοείται, διότι υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη, που δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα, είτε μέσω της καθιερώσεώς τους ρητώς στα οικεία Συντάγματα είτε μέσω της σχετικής νομοθεσίας και της ιστορικής τους παραδόσεως. Είναι προβληματική και επικίνδυνη η εισαγωγή μίας ρήτρας συνθηματικής συντομίας, η οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Θα πρέπει να διευκρινίζεται εάν πρόκειται για μία δυσμενή ουδετερότητα (θρησκευτικά αδιάφορο κράτος) ή για μία ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση της αποστολής τους). Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματά τους περιφραστική περιγραφή του είδους της ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο της ουδετερότητας, που εννοούν και δεν μεταχειρίζονται αυτόν τον όρο, ο οποίος μπορεί να επιστηρίξει ακόμα και νομοθετικές πολιτικές εχθρικές προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Φυσικά ο αναθεωρητικός ζήλος περί τις συνταγματικές σχέσεις Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο μέτρο που επιχειρεί να παρουσιάσει ως μείζονες θεσμικές αλλαγές και ως νέες αξιακές κατακτήσεις, νομικές αρχές που είναι από καιρού δεδομένες στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, αποβλέπει απλώς στην παραγωγή εντυπώσεων ότι ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα δήθεν «θεοκρατείται» και επέρχεται θεσμικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του Ελληνικού Κράτους επαρκώς προκύπτει από τρεις ισχυρές ρήτρες (άρθρα 1 παρ. 2-3, 87 παρ. 2, 13 παρ. 4 Συντ.).
4. Η τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, αντί της δυνατότητας επιλογής μεταξύ πολιτικής ή θρησκευτικής ορκοδοσίας, συνιστά μία μορφή απόλυτης απαγόρευσης εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη με την ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα της τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους.
5. Η συνταγματική αναφορά και προστασία του θεσμού της οικογένειας ως «θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους» πρέπει να διατηρηθεί. Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας πηγάζει από την όλη διδασκαλία της, ιδιαίτερα από τα κείμενα των Ευαγγελίων, αλλά και από το ρόλο της παραδοσιακής οικογένειας στην επιβίωση του Έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει την θέση της μέσα στο κείμενο του Συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας.
1. Η προμετωπίδα του Συντάγματος, που επικαλείται την Αγία Τριάδα, αποτελεί βασικό στοιχείο ιστορικής συνδέσεως του παρόντος Συντάγματος με την επαναστατική προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Η προμετωπίδα αυτή υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα και η διατήρησή της τεκμηριώνει την διαρκή πεποίθηση του συντακτικού νομοθέτη, ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική εξουσία και πριν την 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε έλαβε χώρα η διεθνής αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό Κράτος δεν είναι απλώς ένα δημιούργημα των συμφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ερείδεται στη βάση ενός Έθνους με συγκεκριμένη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός της προμετωπίδας και η αναγωγή της στην Αγία Τριάδα ξεκίνησε με τις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών του νέου Κράτους. Η παραμονή της προμετωπίδας των επαναστατικών Συνταγμάτων στο ισχύον Σύνταγμα, αποδεικνύει ως σταθερή την άποψη της Πολιτείας μας ότι ο Ελληνικός Λαός, μέσα από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία απέναντι στην αλλόθρησκη εξουσία, δημιούργησε το νέο κράτος.
2. Το άρθρο 3 αποτελεί θεμέλιο νομικής οργανώσεως των σχέσεων τόσο του Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και της τελευταίας με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αποτελεί αμετάβλητο στοιχείο πάγιας συνταγματικής παραδόσεως, έτυχε επιμελούς ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ποτέ να προκαλέσει προβλήματα στην πράξη, ενώ, όταν απαιτήθηκε, συνερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια με το άρθρο 13 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας. Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» έχει περιεχόμενο ιστορικό και πολιτισμικό, πληθυσμιακό και διαπιστωτικό της ιστορικής, αλλά και ενεργού σχέσης του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη παράδοση. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν προκύπτει κανένας περιορισμός των δικαιωμάτων πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας των μη ορθόδοξων θρησκευτικών κοινοτήτων ή κατοίκων της Επικράτειας. Σε κάθε περίπτωση η Εκκλησία της Ελλάδος στηρίζει κάθε ιδιαίτερη συνταγματική αναφορά και προστασία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία της Κρήτης και τις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου.
3. Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 Συντ. εισάγει στο ανωτέρω σύστημα ρυθμίσεως παράγοντα νοηματικά αόριστο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα και παραδοχές επικίνδυνες στις σχέσεις των δύο εγχωρίων θεσμών (Κράτους - Εκκλησίας της Ελλάδος) και περαιτέρω και στις σχέσεις αυτών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η εισαγωγή της ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, ειδικά στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 3 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δίνει την εντύπωση ότι αποσκοπεί να ανταγωνισθεί, και στην πράξη να ακυρώσει, την υφιστάμενη στο ίδιο άρθρο αναγνώριση της πλειοψηφούσας ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της χώρας. Η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι πολιτικά, νομικά και εν γένει επιστημονικά αόριστη. Δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση, εάν δεν διευκρινίζεται ποιo μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοείται, διότι υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη, που δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα, είτε μέσω της καθιερώσεώς τους ρητώς στα οικεία Συντάγματα είτε μέσω της σχετικής νομοθεσίας και της ιστορικής τους παραδόσεως. Είναι προβληματική και επικίνδυνη η εισαγωγή μίας ρήτρας συνθηματικής συντομίας, η οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Θα πρέπει να διευκρινίζεται εάν πρόκειται για μία δυσμενή ουδετερότητα (θρησκευτικά αδιάφορο κράτος) ή για μία ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση της αποστολής τους). Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματά τους περιφραστική περιγραφή του είδους της ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι σαφές το περιεχόμενο της ουδετερότητας, που εννοούν και δεν μεταχειρίζονται αυτόν τον όρο, ο οποίος μπορεί να επιστηρίξει ακόμα και νομοθετικές πολιτικές εχθρικές προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Φυσικά ο αναθεωρητικός ζήλος περί τις συνταγματικές σχέσεις Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο μέτρο που επιχειρεί να παρουσιάσει ως μείζονες θεσμικές αλλαγές και ως νέες αξιακές κατακτήσεις, νομικές αρχές που είναι από καιρού δεδομένες στην νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, αποβλέπει απλώς στην παραγωγή εντυπώσεων ότι ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα δήθεν «θεοκρατείται» και επέρχεται θεσμικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του Ελληνικού Κράτους επαρκώς προκύπτει από τρεις ισχυρές ρήτρες (άρθρα 1 παρ. 2-3, 87 παρ. 2, 13 παρ. 4 Συντ.).
4. Η τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, αντί της δυνατότητας επιλογής μεταξύ πολιτικής ή θρησκευτικής ορκοδοσίας, συνιστά μία μορφή απόλυτης απαγόρευσης εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη με την ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα της τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους.
5. Η συνταγματική αναφορά και προστασία του θεσμού της οικογένειας ως «θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους» πρέπει να διατηρηθεί. Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας πηγάζει από την όλη διδασκαλία της, ιδιαίτερα από τα κείμενα των Ευαγγελίων, αλλά και από το ρόλο της παραδοσιακής οικογένειας στην επιβίωση του Έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει την θέση της μέσα στο κείμενο του Συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr