Η Ελληνίδα ορειβάτισσα που έζησε το θανατηφόρο «μποτιλιάρισμα » στο Έβερεστ
Η Ελληνίδα ορειβάτισσα που έζησε το θανατηφόρο «μποτιλιάρισμα » στο Έβερεστ
Η Χριστίνα Φλαμπούρη από το Ιλιον περιγράφει τη συναρπαστική εμπειρία της: «Είδα τον νεκρό ορειβάτη και σκαρφάλωνα κλαίγοντας» - Πώς μια υποδειγματική μαθήτρια, που φοβόταν ακόμη και να κοιτάξει το έδαφος από την άκρη του μπαλκονιού της, κατέκτησε τη «Στέγη του Κόσμου»
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Οι πιο συναρπαστικές ιστορίες έχουν έντονο το στοιχείο της ανατροπής. Αυτής που έρχεται να σαρώσει όλα όσα πιστεύεις για τον ήρωα της ιστορίας που ξαφνικά μεταμορφώνεται σε κάτι όχι μόνο διαφορετικό αλλά ακόμη και απόλυτα αντίθετο ακόμη και από αυτό που πιστεύει και ο ίδιος για τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του. Η Χριστίνα Φλαμπούρη θα μπορούσε να γίνει ηρωίδα σε κόμικ, θα μπορούσε να είναι Superwoman, θα μπορούσε να είναι πολλά. Κι αυτό γιατί η δική της ιστορία δεν μοιάζει με καμία άλλη. Και έχει και happy end…
Η Χριστίνα Φλαμπούρη (ΕΟΣ Αχαρνών) είναι η πρώτη Ελληνίδα που μετά από 20 χρόνια ανέβηκε στην κορυφή του Εβερεστ. Αναχώρησε στις 5 Απριλίου για το Νεπάλ με στόχο να μπει η ελληνική σημαία στη «Στέγη του Κόσμου», που βρίσκεται 8.848 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις 20 Μαΐου ο στόχος αυτός επετεύχθη. Ηταν πάντα το κορίτσι-υπόδειγμα. Καλή μαθήτρια, ήσυχο παιδί που ποτέ δεν προκαλούσε προβλήματα στον μπαμπά και τη μαμά της. Ακολούθησε τη διαδρομή που φαντάζει λίγο πολύ ως ιδανική για το κοινωνικό προσδοκώμενο. Σχολείο, πανεπιστήμιο και μια καλή δουλειά. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε να συμβαίνει στη ζωή της Χριστίνας Φλαμπούρη. «Δεν είχα αυτοπεποίθηση ως τα 21 μου. Σπούδασα φυσικός, ασχολιόμουν με αριθμούς και έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε μικρά παιδιά. Λίγο πριν από τα 19 μου δούλευα σε promotion για ποτά και τσιγάρα και μετά γραμματέας. Ηθελα πάντα να είμαι εντός της comfort zone μου. Φοβόμουν το άγνωστο», εξομολογείται μιλώντας στο «ΘΕΜΑ».
«Στα 24 μου άλλαξα... Εκανα ιστιοπλοΐα τα Σαββατοκύριακα και εκδρομές». Η Χριστίνα μεγάλωσε στο Ιλιον μαζί με τους δύο αδελφούς της. Ο μπαμπάς της ψυκτικός και η μαμά της ασχολήθηκε με τα οικιακά και την ανατροφή των τριών παιδιών της. Τους αγαπούσε και τους δύο εξίσου, δεν είχε ξεχωριστή αδυναμία. Ωστόσο παρατηρούσε πάντα τον μπαμπά της πώς κατάφερνε κρυφά από τη μαμά της να κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα. Οπως τότε που «έκανα κρυφά bungie jumping» από τη μαμά της ή που έκανε δεκάδες χιλιόμετρα με το ποδήλατο. «Μου έλεγε πως θαύμαζε τους μαραθωνοδρόμους όχι λόγω της σωματικής αντοχής τους αλλά λόγω του μυαλού τους. Πίστευε πάντα ότι όλα όσα θέλεις να πετύχεις μπορείς να το κάνεις μόνο με το μυαλό».
Η Χριστίνα έβλεπε κάτι άλλο. Μια σπίθα επιθυμίας που μπορούσε εύκολα να φουντώσει και να ανοίξει πόρτες διαφορετικές. Ωστόσο απλά παρατηρούσε και παρακολουθούσε διακριτικά τον μπαμπά της να κάνει μακροβούτια στο όνειρό του όσο εκείνη προσπαθούσε με τους φίλους της να δαμάσει τα κύματα με τα εκπαιδευτικά σκαφάκια των ιστιοπλόων.
Το 2014 θα ακολουθήσει τον ξάδελφό της σε μια εκδρομή αναρρίχησης. Δέχθηκε με δυσκολία την πρόσκληση γιατί δεν ήθελε να απουσιάζει από τη θάλασσα. Η πρώτη εμπειρία ήταν σχετικά εύκολη καθώς έπρεπε να ανέβουν στη Χασιά. «Δεν σκαρφάλωσα καθόλου καλά, έτρεμα και τα παράτησα πολύ γρήγορα. Οταν τελειώσαμε και επέστρεψα δεν ένιωθα καλά. Σκεφτόμουν, γιατί οι άλλοι και όχι εγώ; Μέχρι τότε αντιμετώπιζα σοβαρά θέματα υψοφοβίας, δεν πλησίαζα ούτε καν το μπαλκόνι. Ολο αυτό είχε να κάνει και με τον τρόπο που είχα μεγαλώσει, καθώς η μαμά μου έχει εφτά αδελφές και μεγαλώσαμε μαζί με τα 13 ξαδέλφια μου, τα οποία επίσης πρόσεχαν πάρα πολύ».
Κάποια στιγμή η Χριστίνα μαζί με τον κολλητό της Δημήτρη και τον συνονόματο ξάδελφό της αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει τις δυνάμεις της και τους ακολουθεί σε μία ακόμη εκδρομή. «Με έμαθαν πώς να το κάνω και ένιωσα καλύτερα γιατί είχα κάποιον να με προστατεύει. Ενιωσα ασφαλής στο βουνό, μου άρεσε τόσο πολύ ο τρόπος ζωής και όλη αυτή συνθήκη. Δυστυχώς πριν από δύο χρόνια ο ξάδελφός μου και ο κολλητός μου σκοτώθηκαν έξω από το σπίτι μου σε τροχαίο, στο οποίο η ταχύτητα με την οποία πήγαιναν ήταν μόλις 30 χιλιόμετρα. Σοκαρίστηκα και στεναχωρήθηκα αφάνταστα. Συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος και πως τελικά ο κίνδυνος δεν είναι στο βουνό. Αυτό μου το έλεγε ο ξάδελφός μου καθημερινά».
Η Χριστίνα θα σοκαριστεί και θα αποφασίσει μαζί με την φίλη της Βανέσα να πάνε ταξίδι στην Αλάσκα και να ανέβουν μία κορυφή και θα τα καταφέρουν. Εκεί θα της μπει και το μικρόβιο. Ηθελε να ανεβάσει κι άλλο τον βαθμό δυσκολίας. Οι γονείς της θα προσπαθήσουν να την αποτρέψουν. Ο μπαμπάς της μέχρι και την τελευταία στιγμή θα τη ρωτήσει μήπως άλλαξε γνώμη ελπίζοντας φυσικά σε θετική απάντηση. Η μαμά της θα την παροτρύνει να κάνει παιδί για να σταματήσει να είναι τόσο τολμηρή. Εκείνη όμως είναι αποφασισμένη. Τίποτα και κανείς δεν τη σταματά κι αυτό γιατί αντλεί ευτυχία από τη συνθήκη να βλέπει κάθε φορά τα πράγματα διαφορετικά. Εμαθε να εκτιμά την καθημερινότητα, κάτι που δεν ίσχυε παλιά, τουλάχιστον όχι σε αυτόν τον βαθμό.
Το βράδυ πριν ξεκινήσει η μεγάλη περιπέτεια η Χριστίνα έκανε κακές σκέψεις, είχε άγχος. «Ηταν ίσως η μοναδική φορά που ένιωσα έτσι και δεν ήθελα να μου κάνουν οι φίλοι μου πάρτυ γιατί θα επέστρεφα, δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Αργότερα, όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης ένιωσα ενθουσιασμό, είπα στον εαυτό μου πως φεύγω γιατί τα κατάφερα. Είχα ανέβει ήδη ένα βουνό που ήταν το οικονομικό αλλά ευτυχώς στάθηκα τυχερή γιατί με βοήθησαν οι χορηγοί μου (Vichy, Edenred & Cardlink) καθώς είμαι κορίτσι δυτικών προαστίων και δεν μπορούσα να βρω εύκολα όλα αυτά τα χρήματα που χρειάζονταν».
Η Χριστίνα Φλαμπούρη (ΕΟΣ Αχαρνών) είναι η πρώτη Ελληνίδα που μετά από 20 χρόνια ανέβηκε στην κορυφή του Εβερεστ. Αναχώρησε στις 5 Απριλίου για το Νεπάλ με στόχο να μπει η ελληνική σημαία στη «Στέγη του Κόσμου», που βρίσκεται 8.848 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στις 20 Μαΐου ο στόχος αυτός επετεύχθη. Ηταν πάντα το κορίτσι-υπόδειγμα. Καλή μαθήτρια, ήσυχο παιδί που ποτέ δεν προκαλούσε προβλήματα στον μπαμπά και τη μαμά της. Ακολούθησε τη διαδρομή που φαντάζει λίγο πολύ ως ιδανική για το κοινωνικό προσδοκώμενο. Σχολείο, πανεπιστήμιο και μια καλή δουλειά. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε να συμβαίνει στη ζωή της Χριστίνας Φλαμπούρη. «Δεν είχα αυτοπεποίθηση ως τα 21 μου. Σπούδασα φυσικός, ασχολιόμουν με αριθμούς και έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε μικρά παιδιά. Λίγο πριν από τα 19 μου δούλευα σε promotion για ποτά και τσιγάρα και μετά γραμματέας. Ηθελα πάντα να είμαι εντός της comfort zone μου. Φοβόμουν το άγνωστο», εξομολογείται μιλώντας στο «ΘΕΜΑ».
«Στα 24 μου άλλαξα... Εκανα ιστιοπλοΐα τα Σαββατοκύριακα και εκδρομές». Η Χριστίνα μεγάλωσε στο Ιλιον μαζί με τους δύο αδελφούς της. Ο μπαμπάς της ψυκτικός και η μαμά της ασχολήθηκε με τα οικιακά και την ανατροφή των τριών παιδιών της. Τους αγαπούσε και τους δύο εξίσου, δεν είχε ξεχωριστή αδυναμία. Ωστόσο παρατηρούσε πάντα τον μπαμπά της πώς κατάφερνε κρυφά από τη μαμά της να κάνει πολύ διαφορετικά πράγματα. Οπως τότε που «έκανα κρυφά bungie jumping» από τη μαμά της ή που έκανε δεκάδες χιλιόμετρα με το ποδήλατο. «Μου έλεγε πως θαύμαζε τους μαραθωνοδρόμους όχι λόγω της σωματικής αντοχής τους αλλά λόγω του μυαλού τους. Πίστευε πάντα ότι όλα όσα θέλεις να πετύχεις μπορείς να το κάνεις μόνο με το μυαλό».
Η Χριστίνα έβλεπε κάτι άλλο. Μια σπίθα επιθυμίας που μπορούσε εύκολα να φουντώσει και να ανοίξει πόρτες διαφορετικές. Ωστόσο απλά παρατηρούσε και παρακολουθούσε διακριτικά τον μπαμπά της να κάνει μακροβούτια στο όνειρό του όσο εκείνη προσπαθούσε με τους φίλους της να δαμάσει τα κύματα με τα εκπαιδευτικά σκαφάκια των ιστιοπλόων.
Το 2014 θα ακολουθήσει τον ξάδελφό της σε μια εκδρομή αναρρίχησης. Δέχθηκε με δυσκολία την πρόσκληση γιατί δεν ήθελε να απουσιάζει από τη θάλασσα. Η πρώτη εμπειρία ήταν σχετικά εύκολη καθώς έπρεπε να ανέβουν στη Χασιά. «Δεν σκαρφάλωσα καθόλου καλά, έτρεμα και τα παράτησα πολύ γρήγορα. Οταν τελειώσαμε και επέστρεψα δεν ένιωθα καλά. Σκεφτόμουν, γιατί οι άλλοι και όχι εγώ; Μέχρι τότε αντιμετώπιζα σοβαρά θέματα υψοφοβίας, δεν πλησίαζα ούτε καν το μπαλκόνι. Ολο αυτό είχε να κάνει και με τον τρόπο που είχα μεγαλώσει, καθώς η μαμά μου έχει εφτά αδελφές και μεγαλώσαμε μαζί με τα 13 ξαδέλφια μου, τα οποία επίσης πρόσεχαν πάρα πολύ».
Κάποια στιγμή η Χριστίνα μαζί με τον κολλητό της Δημήτρη και τον συνονόματο ξάδελφό της αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει τις δυνάμεις της και τους ακολουθεί σε μία ακόμη εκδρομή. «Με έμαθαν πώς να το κάνω και ένιωσα καλύτερα γιατί είχα κάποιον να με προστατεύει. Ενιωσα ασφαλής στο βουνό, μου άρεσε τόσο πολύ ο τρόπος ζωής και όλη αυτή συνθήκη. Δυστυχώς πριν από δύο χρόνια ο ξάδελφός μου και ο κολλητός μου σκοτώθηκαν έξω από το σπίτι μου σε τροχαίο, στο οποίο η ταχύτητα με την οποία πήγαιναν ήταν μόλις 30 χιλιόμετρα. Σοκαρίστηκα και στεναχωρήθηκα αφάνταστα. Συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος και πως τελικά ο κίνδυνος δεν είναι στο βουνό. Αυτό μου το έλεγε ο ξάδελφός μου καθημερινά».
Η Χριστίνα θα σοκαριστεί και θα αποφασίσει μαζί με την φίλη της Βανέσα να πάνε ταξίδι στην Αλάσκα και να ανέβουν μία κορυφή και θα τα καταφέρουν. Εκεί θα της μπει και το μικρόβιο. Ηθελε να ανεβάσει κι άλλο τον βαθμό δυσκολίας. Οι γονείς της θα προσπαθήσουν να την αποτρέψουν. Ο μπαμπάς της μέχρι και την τελευταία στιγμή θα τη ρωτήσει μήπως άλλαξε γνώμη ελπίζοντας φυσικά σε θετική απάντηση. Η μαμά της θα την παροτρύνει να κάνει παιδί για να σταματήσει να είναι τόσο τολμηρή. Εκείνη όμως είναι αποφασισμένη. Τίποτα και κανείς δεν τη σταματά κι αυτό γιατί αντλεί ευτυχία από τη συνθήκη να βλέπει κάθε φορά τα πράγματα διαφορετικά. Εμαθε να εκτιμά την καθημερινότητα, κάτι που δεν ίσχυε παλιά, τουλάχιστον όχι σε αυτόν τον βαθμό.
Το βράδυ πριν ξεκινήσει η μεγάλη περιπέτεια η Χριστίνα έκανε κακές σκέψεις, είχε άγχος. «Ηταν ίσως η μοναδική φορά που ένιωσα έτσι και δεν ήθελα να μου κάνουν οι φίλοι μου πάρτυ γιατί θα επέστρεφα, δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Αργότερα, όταν ήρθε η ώρα της αναχώρησης ένιωσα ενθουσιασμό, είπα στον εαυτό μου πως φεύγω γιατί τα κατάφερα. Είχα ανέβει ήδη ένα βουνό που ήταν το οικονομικό αλλά ευτυχώς στάθηκα τυχερή γιατί με βοήθησαν οι χορηγοί μου (Vichy, Edenred & Cardlink) καθώς είμαι κορίτσι δυτικών προαστίων και δεν μπορούσα να βρω εύκολα όλα αυτά τα χρήματα που χρειάζονταν».
«Είδα τον νεκρό ορειβάτη και σκαρφάλωνα κλαίγοντας»
Η Χριστίνα αποφάσισε έξι μέρες πριν από την κατάκτηση της κορυφής να δοκιμάσει για λόγους εγκλιματισμού μια άλλη, λίγο πιο εύκολη, αλλά δεν φανταζόταν τι την περίμενε. «Πέντε μέτρα πριν φτάσω περίπου είδα έναν άνθρωπο και σκέφτηκα ποιος μπορεί να είναι αφού δεν είδα κάποιον να με προσπερνάει νωρίτερα. Αναρωτήθηκα και μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει δέκα χρόνια αλλά φαινόταν σαν να ήταν ζωντανός γιατί λόγω των κλιματικών συνθηκών δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου. Είναι πολύ δύσκολο να κατεβάσεις άνθρωπο από τέτοια σημεία. Χρειάζεται ειδική αποστολή και πολλά χρήματα που αν η οικογένεια δεν μπορεί να διαθέσει τότε δεν γίνεται. Τον κοίταξα και έπαθα σοκ. Φορούσαμε τα ίδια γάντια, τις ίδιες μπότες, τα ίδια καρφιά... Ισως θα μπορούσα να είμαι κι εγώ, σκέφτηκα. Ξέσπασα σε λυγμούς και συνέχισα να σκαρφαλώνω κλαίγοντας.
Εκλαιγα ασταμάτητα μέχρι να φτάσω στην κορυφή γιατί για ακόμη μία φορά συνειδητοποιούσα το πόσο κοντά είναι η ζωή με τον θάνατο. Ηταν σοκαριστική στιγμή αλλά μετά αναγκαστικά συνήλθα. Οταν ανέβηκα στην πολυπόθητη κορυφή του Εβερεστ, στην κατάβαση είδα άλλα δύο πτώματα. Μία μικρογραφία της ζωής είναι και το βουνό».
Οι δύσκολες στιγμές δυνάμωσαν τη Χριστίνα, η οποία έμεινε προσηλωμένη στον στόχο της. Και τα κατάφερε. Η Χριστίνα Φλαμπούρη ήταν η πρώτη Ελληνίδα η οποία 20 χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Νιάρχο σήκωσε την ελληνική σημαία στα 8.500 μέτρα. «Αυτή ήταν η χρονιά μας. Τρεις Ελληνίδες τα καταφέραμε και φτάσαμε στην κορυφή. Δεύτερη η Βανέσα Αρχοντίδου και τρίτη η Αλίκη Αναστασοπούλου».
Νιώθει ενθουσιασμένη, θυμάται κάθε λεπτό και κάθε στιγμή αυτής της μεγάλης διαδρομής. Από τότε που στην πλαγιά της Χασιάς η Χριστίνα δείλιασε για να καταφέρει μετά από μερικά χρόνια να κατακτήσει την υψηλότερη κορυφή του Εβερεστ.
Η επόμενη μέρα μετά την κορυφή
Δεν σταματούν όμως οι προκλήσεις. Ο στόχος είναι να κατακτήσει και τις Επτά Κορυφές, τις υψηλότερες του κόσμου. Ο επόμενος σταθμός θα είναι η Ανταρκτική. Οταν ολοκληρωθούν οι περιπλανήσεις στις κορυφές των βουνών, σειρά θα έχουν άλλου είδους προκλήσεις. «Κορυφές υπάρχουν παντού. Για μένα, για παράδειγμα, κορυφή είναι και το να δημιουργήσω οικογένεια. Εχω βρει τον σύντροφο της ζωής μου, τον οποίο γνώρισα μέσω ιστιοπλοΐας, αλλά θέλω να δημιουργήσουμε την οικογένειά μας και να κάνουμε και παιδιά, θέλω να γίνω μητέρα».
Οι γονείς της είναι ενθουσιασμένοι που η κόρη τους όχι μόνο πέτυχε κάτι τόσο σημαντικό, που εκπλήρωσε μία επιθυμία τόσο μεγάλη αλλά και που είναι καλά. Ο μπαμπάς της μόλις την είδε της είπε: Επιτέλους, γύρισες;».
Η ίδια επέστρεψε στην καθημερινότητά της. Μια καθημερινότητα που σε τίποτα δεν μαρτυρά τον άθλο της. «Κάθε πρωί ξυπνάω και πηγαίνω για προπόνηση μαζί με το αγόρι μου με το οποίο πάμε μαζί στο γυμναστήριο. Στη συνέχεια πηγαίνω στον Ασπρόπυργο όπου στεγάζεται η εταιρεία Παπαστράτος, στην οποία εργάζομαι τα τελευταία χρόνια. Τους αγαπώ πολύ και με έχουν στηρίξει σε όλη αυτή την προσπάθεια που κάνω. Αγαπώ όμως και τη δουλειά μου και γι’ αυτό δουλεύω πολύ και ήδη ανέβηκα level. Αυτό που δεν μου αρέσει καθόλου είναι η πολυκοσμία και ο συνωστισμός. Γι’ αυτό και επιλέγω να κάνω ταξίδια και εκδρομές».
Ψηλά τακούνια
Η Χριστίνα είναι μια γυναίκα 30 ετών. Και όταν βγάζει τις μπότες αναρρίχησης με τα καρφιά μεταμορφώνεται σε ένα θηλυκό που ξέρει πολύ καλά να ισορροπεί και σε άλλα ύψη... «Μου αρέσουν πολύ τα ψηλοτάκουνα και τα φοράω συχνά. Σιχαίνομαι όμως το shopping και μάλλον είμαι από τις λίγες γυναίκες που το κάνουν αυτό. Για να καταλάβετε τι εννοώ, δίνω χρήματα στην αδελφή μου για να μου ψωνίσει προκειμένου να το αποφύγω ως διαδικασία».
Οταν δεν χρειάζεται να φορέσει τη στολή της, βέβαια ντύνεται επιλεγμένα και φυσικά αυτό που δεν αποχωρίζεται ούτε καν στις κορυφές, είναι το μακιγιάζ. «Βάφομαι και στο βουνό. Στα 5.500 μέτρα έβαζα μάσκαρα, αντηλιακό και φυσικά λιπγκλός. Ξυπνούσα κάθε πρωί και φρόντιζα την εικόνα μου. Πάντα μου αρέσει να το κάνω αυτό αλλά χωρίς υπερβολές».
Η Χριστίνα συνεχίζει να ονειρεύεται πολλές και διαφορετικές κορυφές. Το σίγουρο είναι πως είναι από τις λίγες γυναίκες που το καταφέρνουν εξίσου καλά με ψηλοτάκουνες γόβες και με ορειβατικές μπότες...
Βανέσα Αρχοντίδου: 70.000 δολαριατο κόστος για να ανέβεις στο Εβερεστ
Η δεύτερη Ελληνίδα ορειβάτης που πάτησε την υψηλότερηκορυφή του κόσμου μιλά για την εμπειρία της και δηλώνει έτοιμη για την κατάκτηση κι άλλων βουνοκορφών
Το να κατακτήσει κανείς τη θρυλική βουνοκορφή του Εβερεστ (8.848 μέτρα) είναι η απόλυτη περιπέτεια, το πλέον τρελό όνειρο και η μεγαλύτερη πρόκληση στη ζωή ενός ορειβάτη.
Από το 1953 τουλάχιστον 5.000 ορειβάτες την έχουν πατήσει, ενώ από το 1922 μέχρι και σήμερα 307 πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι 11 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους μόλις πριν από λίγες ημέρες, όταν έπεσαν σε ένα ανθρώπινο μποτιλιάρισμα στη λεγόμενη «Ζώνη Θανάτου», που βρίσκεται από τα 8.000 μέτρα και πάνω. Μία φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 22 Μαΐου, την ημέρα που δύο ορειβάτες άφηναν την τελευταία τους πνοή, έδειχνε την τεράστια ανθρώπινη ουρά που σχηματίστηκε όταν οι περισσότεροι προσπάθησαν να ανέβουν στην κορυφή τις ημέρες που οι καιρικές συνθήκες ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Μία ημέρα αργότερα, στις 23 Μαΐου, ο Καναδός κινηματογραφιστής Elia Saikaly, από την Οτάβα, πόσταρε μια φωτογραφία στον λογαριασμό του στο Instagram που έδειχνε ορειβάτες σε ουρά να προσπερνούν ένα άψυχο κορμί. Ο Καναδός κινηματογραφιστής ανέφερε: «Είμαστε όλοι εδώ κυνηγώντας ένα όνειρο και κάτω από τα πόδια μας υπάρχει ένα άψυχο κορμί. Αυτό έχει καταντήσει λοιπόν το Εβερεστ; Δεν μπορώ να πιστέψω τα όσα αντίκρισα εκεί πάνω.
Θάνατο. Μακελειό. Χάος. Ουρές. Νεκρούς ανθρώπους καθ’ οδόν και σε σκηνές. Ανθρώπους που προσπάθησα να πείσω να γυρίσουν πίσω και κατέληξαν νεκροί... Ολα όσα διαβάζεις σε σοκαριστικούς τίτλους εφημερίδων, μέσα σε μια βραδιά».
Μεταξύ των ορειβατών που επιχείρησαν αυτές τις μέρες να ανεβούν στη θρυλική βουνοκορφή των 8.848 μέτρων ήταν και δύο Ελληνίδες. Η Βανέσα Αρχοντίδου και η Χριστίνα Φλαμπούρη, οι οποίες ανέβηκαν στις 20 Μαΐου και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Η Βανέσα Αρχοντίδου μίλησε στο «ΘΕΜΑ» για την εμπειρία της ανάβασης, αλλά και την επιτυχία της αποστολής.
«Ηταν μια δύσκολη χρονιά από πλευράς καιρού φέτος. Μέχρι τα μέσα Μαΐου δεν είχε κάνει ούτε μια μέρα με καλό καιρό για summit push (προσπάθεια κορυφής) και οι περισσότεροι ορειβάτες που επιχειρούν να ανέβουν στο Εβερεστ τέλος Μαΐου έχουν κανονίσει τις πτήσεις επιστροφής τους. Αλλες χρονιές υπάρχει τουλάχιστον μία ολόκληρη εβδομάδα καλοκαιρίας. Σίγουρα, λοιπόν, υπήρχε αγωνία και έτσι την πρώτη μέρα όπου προβλέπονταν άπνοια και ηλιοφάνεια οι περισσότερες αποστολές όρισαν το summit day τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό το μποτιλιάρισμα. Ευτυχώς η δική μας ομάδα όρισε ως ημέρα κορυφής την 20ή Μαΐου, μια μέρα με έντονους ανέμους, όχι απόλυτα ιδανική από πλευράς καιρικών συνθηκών, αλλά τουλάχιστον αυτό μας εξασφάλισε ότι ήμασταν η μοναδική ομάδα που θα έκανε προσπάθεια κορυφής την ημέρα εκείνη και αποφύγαμε την πολυκοσμία. Εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική αυτή μας βγήκε σε καλό και έτσι γίναμε οι πρώτες Ελληνίδες που ανέβηκαν στο Εβερεστ», είπε στο «ΘΕΜΑ» η Βανέσα Αρχοντίδου.
Οσον αφορά το συναίσθημα του φόβου που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάβαση, η ίδια σημειώνει «Δεν υπήρξε κάποια στιγμή που να ένιωσα άμεσο κίνδυνο. Φοβήθηκα με τη σκέψη όμως ότι αν κάτι μου συμβεί στο υψηλό υψόμετρο δεν θα υπάρχει δυνατότητα να με βοηθήσει κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο μου τον εαυτό. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν το να είμαι μακριά από την οικογένεια και τα παιδιά μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα». Οσο για το αν αξίζει να ρισκάρει ένας ορειβάτης τη ζωή του προκειμένου να κατακτήσει την κορυφή του Εβερεστ η κυρία Αρχοντίδου επισημαίνει: «Αν το δούμε στατιστικά, οι άνθρωποι που πεθαίνουν στο βουνό είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που πεθαίνουν στους δρόμους. Δεν είναι ρίσκο να ανεβαίνεις στο βουνό, είναι ζωή και εμπειρία. Ακόμη, σου δίνει κίνητρο να κάνεις σπουδαία πράγματα και στις άλλες πτυχές της καθημερινότητάς σου».
Η ίδια ξεκίνησε την ορειβασία πριν από 15 χρόνια ύστερα από μια απλή πεζοπορία με τον Αθηναϊκό Ορειβατικό Σύλλογο. Η βόλτα αυτή κατέληξε σε ένα πάθος με όλη τη σημασία της λέξης. «Τα βουνά και η επαφή με τη φύση, εκτός από μια πολύ καλή ευκαιρία για άσκηση, σου δίνουν διέξοδο από πολλά προβλήματα και σε απελευθερώνουν», θα πει.
Η ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου, είναι από τις πλέον δαπανηρές. Οπως επισημαίνει η κυρία Αρχοντίδου, το ελάχιστο κόστος για ένα άτομο ξεκινά από 40.000 δολάρια, ενώ σύμφωνα με άλλους ορειβάτες ολόκληρη η αποστολή μπορεί να κοστίσει σε ένα άτομο ακόμη και 70.000 δολάρια. «Περίπου 40.000 δολάρια ανά άτομο είναι το ελάχιστο κόστος μιας τέτοιας αποστολής. Το κόστος μόνο της άδειας ανάβασης που εκδίδει το κράτος του Νεπάλ είναι 11.000 δολάρια. Επιπλέον αυτού του ποσού, είναι η αμοιβή των εταιρειών που οργανώνουν τις αποστολές, δηλαδή παρέχουν για τις 50 μέρες φαγητό, σκηνές, βοηθούς για την ανάβαση (sherpas), φιάλες οξυγόνου και ό,τι χρειάζεται ένας ορειβάτης για να ανέβει στο βουνό. Ωστόσο ο χρόνος προετοιμασίας είναι ένα άλλο κεφάλαιο και εξαρτάται από τη φυσική κατάσταση που έχει κάποιος όταν ξεκινά την προετοιμασία, αλλά και την εμπειρία που έχει σε αναβάσεις βουνών μεγάλων υψομέτρων. Κατά τη γνώμη μου η εμπειρία είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για να είναι κανείς ασφαλής, δεδομένου ότι με την εμπειρία γνωρίζεις το σώμα σου, τις ανάγκες σου στο υψηλό υψόμετρο και ξέρεις εκ των προτέρων πώς να αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις».
Η επιτυχία της αποστολής αποζημιώνει τον ορειβάτη, ο οποίος πλημμυρίζει από ευτυχία και συγκίνηση: «Δεν είναι ένα συναίσθημα κατάκτησης αλλά ένα συναίσθημα ολοκλήρωσης. Για να φτάσεις στο σημείο να ανέβεις στην κορυφή έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που ξεκίνησες να το ονειρεύεσαι, που προσπάθησες να μαζέψεις τους οικονομικούς πόρους, που έκανες προπόνηση και η ζωή σου έγινε άνω-κάτω για να χωρέσεις δουλειά, οικογένεια, παιδιά και προσωπικό στόχο. Τη στιγμή της κορυφής όλα αυτά σου περνούν από το μυαλό και η συγκίνηση είναι μεγάλη γιατί πλέον ο στόχος ή, αλλιώς, η αποστολή έφτασε στο τέλος της με επιτυχία».
Το να κατακτήσει κανείς τη θρυλική βουνοκορφή του Εβερεστ (8.848 μέτρα) είναι η απόλυτη περιπέτεια, το πλέον τρελό όνειρο και η μεγαλύτερη πρόκληση στη ζωή ενός ορειβάτη.
Από το 1953 τουλάχιστον 5.000 ορειβάτες την έχουν πατήσει, ενώ από το 1922 μέχρι και σήμερα 307 πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι 11 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους μόλις πριν από λίγες ημέρες, όταν έπεσαν σε ένα ανθρώπινο μποτιλιάρισμα στη λεγόμενη «Ζώνη Θανάτου», που βρίσκεται από τα 8.000 μέτρα και πάνω. Μία φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 22 Μαΐου, την ημέρα που δύο ορειβάτες άφηναν την τελευταία τους πνοή, έδειχνε την τεράστια ανθρώπινη ουρά που σχηματίστηκε όταν οι περισσότεροι προσπάθησαν να ανέβουν στην κορυφή τις ημέρες που οι καιρικές συνθήκες ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Μία ημέρα αργότερα, στις 23 Μαΐου, ο Καναδός κινηματογραφιστής Elia Saikaly, από την Οτάβα, πόσταρε μια φωτογραφία στον λογαριασμό του στο Instagram που έδειχνε ορειβάτες σε ουρά να προσπερνούν ένα άψυχο κορμί. Ο Καναδός κινηματογραφιστής ανέφερε: «Είμαστε όλοι εδώ κυνηγώντας ένα όνειρο και κάτω από τα πόδια μας υπάρχει ένα άψυχο κορμί. Αυτό έχει καταντήσει λοιπόν το Εβερεστ; Δεν μπορώ να πιστέψω τα όσα αντίκρισα εκεί πάνω. Θάνατο. Μακελειό. Χάος. Ουρές. Νεκρούς ανθρώπους καθ’ οδόν και σε σκηνές. Ανθρώπους που προσπάθησα να πείσω να γυρίσουν πίσω και κατέληξαν νεκροί... Ολα όσα διαβάζεις σε σοκαριστικούς τίτλους εφημερίδων, μέσα σε μια βραδιά».
Μεταξύ των ορειβατών που επιχείρησαν αυτές τις μέρες να ανεβούν στη θρυλική βουνοκορφή των 8.848 μέτρων ήταν και δύο Ελληνίδες. Η Βανέσα Αρχοντίδου και η Χριστίνα Φλαμπούρη, οι οποίες ανέβηκαν στις 20 Μαΐου και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Η Βανέσα Αρχοντίδου μίλησε στο «ΘΕΜΑ» για την εμπειρία της ανάβασης, αλλά και την επιτυχία της αποστολής.
«Ηταν μια δύσκολη χρονιά από πλευράς καιρού φέτος. Μέχρι τα μέσα Μαΐου δεν είχε κάνει ούτε μια μέρα με καλό καιρό για summit push (προσπάθεια κορυφής) και οι περισσότεροι ορειβάτες που επιχειρούν να ανέβουν στο Εβερεστ τέλος Μαΐου έχουν κανονίσει τις πτήσεις επιστροφής τους. Αλλες χρονιές υπάρχει τουλάχιστον μία ολόκληρη εβδομάδα καλοκαιρίας. Σίγουρα, λοιπόν, υπήρχε αγωνία και έτσι την πρώτη μέρα όπου προβλέπονταν άπνοια και ηλιοφάνεια οι περισσότερες αποστολές όρισαν το summit day τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτό το μποτιλιάρισμα. Ευτυχώς η δική μας ομάδα όρισε ως ημέρα κορυφής την 20ή Μαΐου, μια μέρα με έντονους ανέμους, όχι απόλυτα ιδανική από πλευράς καιρικών συνθηκών, αλλά τουλάχιστον αυτό μας εξασφάλισε ότι ήμασταν η μοναδική ομάδα που θα έκανε προσπάθεια κορυφής την ημέρα εκείνη και αποφύγαμε την πολυκοσμία. Εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική αυτή μας βγήκε σε καλό και έτσι γίναμε οι πρώτες Ελληνίδες που ανέβηκαν στο Εβερεστ», είπε στο «ΘΕΜΑ» η Βανέσα Αρχοντίδου.
Οσον αφορά το συναίσθημα του φόβου που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάβαση, η ίδια σημειώνει «Δεν υπήρξε κάποια στιγμή που να ένιωσα άμεσο κίνδυνο. Φοβήθηκα με τη σκέψη όμως ότι αν κάτι μου συμβεί στο υψηλό υψόμετρο δεν θα υπάρχει δυνατότητα να με βοηθήσει κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο μου τον εαυτό. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν το να είμαι μακριά από την οικογένεια και τα παιδιά μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα». Οσο για το αν αξίζει να ρισκάρει ένας ορειβάτης τη ζωή του προκειμένου να κατακτήσει την κορυφή του Εβερεστ η κυρία Αρχοντίδου επισημαίνει: «Αν το δούμε στατιστικά, οι άνθρωποι που πεθαίνουν στο βουνό είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που πεθαίνουν στους δρόμους. Δεν είναι ρίσκο να ανεβαίνεις στο βουνό, είναι ζωή και εμπειρία. Ακόμη, σου δίνει κίνητρο να κάνεις σπουδαία πράγματα και στις άλλες πτυχές της καθημερινότητάς σου».
Η ίδια ξεκίνησε την ορειβασία πριν από 15 χρόνια ύστερα από μια απλή πεζοπορία με τον Αθηναϊκό Ορειβατικό Σύλλογο. Η βόλτα αυτή κατέληξε σε ένα πάθος με όλη τη σημασία της λέξης. «Τα βουνά και η επαφή με τη φύση, εκτός από μια πολύ καλή ευκαιρία για άσκηση, σου δίνουν διέξοδο από πολλά προβλήματα και σε απελευθερώνουν», θα πει.
Η ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου, είναι από τις πλέον δαπανηρές. Οπως επισημαίνει η κυρία Αρχοντίδου, το ελάχιστο κόστος για ένα άτομο ξεκινά από 40.000 δολάρια, ενώ σύμφωνα με άλλους ορειβάτες ολόκληρη η αποστολή μπορεί να κοστίσει σε ένα άτομο ακόμη και 70.000 δολάρια. «Περίπου 40.000 δολάρια ανά άτομο είναι το ελάχιστο κόστος μιας τέτοιας αποστολής. Το κόστος μόνο της άδειας ανάβασης που εκδίδει το κράτος του Νεπάλ είναι 11.000 δολάρια. Επιπλέον αυτού του ποσού, είναι η αμοιβή των εταιρειών που οργανώνουν τις αποστολές, δηλαδή παρέχουν για τις 50 μέρες φαγητό, σκηνές, βοηθούς για την ανάβαση (sherpas), φιάλες οξυγόνου και ό,τι χρειάζεται ένας ορειβάτης για να ανέβει στο βουνό. Ωστόσο ο χρόνος προετοιμασίας είναι ένα άλλο κεφάλαιο και εξαρτάται από τη φυσική κατάσταση που έχει κάποιος όταν ξεκινά την προετοιμασία, αλλά και την εμπειρία που έχει σε αναβάσεις βουνών μεγάλων υψομέτρων. Κατά τη γνώμη μου η εμπειρία είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για να είναι κανείς ασφαλής, δεδομένου ότι με την εμπειρία γνωρίζεις το σώμα σου, τις ανάγκες σου στο υψηλό υψόμετρο και ξέρεις εκ των προτέρων πώς να αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις».
Η επιτυχία της αποστολής αποζημιώνει τον ορειβάτη, ο οποίος πλημμυρίζει από ευτυχία και συγκίνηση: «Δεν είναι ένα συναίσθημα κατάκτησης αλλά ένα συναίσθημα ολοκλήρωσης. Για να φτάσεις στο σημείο να ανέβεις στην κορυφή έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που ξεκίνησες να το ονειρεύεσαι, που προσπάθησες να μαζέψεις τους οικονομικούς πόρους, που έκανες προπόνηση και η ζωή σου έγινε άνω-κάτω για να χωρέσεις δουλειά, οικογένεια, παιδιά και προσωπικό στόχο. Τη στιγμή της κορυφής όλα αυτά σου περνούν από το μυαλό και η συγκίνηση είναι μεγάλη γιατί πλέον ο στόχος ή, αλλιώς, η αποστολή έφτασε στο τέλος της με επιτυχία».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα