Βασίλης Παλαιοκώστας: 10 χρόνια δραπέτης, έγραψε και βιβλίο
23.06.2019
08:43
Ο άνθρωπος που παραμένει άφαντος από το 2009 καταγράφει σε 585 σελίδες τη μυθιστορηματική δράση του - Οι συλλήψεις, οι αποδράσεις, τα άγνωστα επεισόδια με τους αστυνομικούς, οι νύχτες της φυγής, οι απαγωγές επιχειρηματιών και οι «περιοδείες» του στα ελληνικά σωφρονιστικά ιδρύματα
Ο φάκελος που έφτασε σε δικηγορικό γραφείο της Αθήνας περιείχε μια ιδιόχειρη επιστολή του Βασίλη Παλαιοκώστα υπογεγραμμένη με το αποτύπωμα της παλάμης του άπιαστου ληστή και το βιβλίο που έγραψε για την πολύκροτη ζωή του. Αυτή είναι η εκδοχή του εκδότη που παρέλαβε μέσω της δικηγόρου το περιεχόμενο του βιβλίου που κυκλοφόρησε προχθές Παρασκευή με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή: Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου». Μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνονται πολλά επεισόδια από τη δράση του «Ρομπέν των Φτωχών», όπως αποκαλούν τον Βασίλη Παλαιοκώστα, ιδωμένα από τη δική του οπτική.
Συλλήψεις, αποδράσεις, ληστείες, οι απαγωγές των επιχειρηματιών Χαΐτογλου και Μυλωνά, η περίφημη ληστεία της Καλαμπάκας, όλα παρελαύνουν με μια απλή αλλά έντονη γραφή, η οποία διαταράσσεται ενίοτε από τον άγνωστο επιμελητή της έκδοσης. Αυτό όμως δεν έχει και τόση σημασία, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου που υπογράφει ο άνθρωπος για τον οποίο έγινε ειδικό αφιέρωμα από το περιοδικό του BBC με τίτλο «The Uncatchable», δηλαδή ο άπιαστος, είναι εκρηκτικό. Εκρηκτικό όσο και η ζωή του επικηρυγμένου Βασίλη Παλαιοκώστα τον οποίο οι ελληνικές αρχές ακόμη αναζητούν, δέκα χρόνια μετά την κινηματογραφική του απόδραση από τον Κορυδαλλό. Πού είναι; Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., κινείται εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, έχει αλλάξει το πρόσωπό του με πλαστικές (το πρόσωπό του υπάρχει στη λίστα καταζητούμενων της Interpol) και σίγουρα διαθέτει πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο.
Ολα όσα χρειάζεται δηλαδή για να παραμείνει ελεύθερος ο άνθρωπος που στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, γράφει αναφερόμενος στις περιπέτειές του αυτό που πιστεύει: «Απ’ τη στιγμή που το κεφάλι τ’ ανθρώπου ξεπροβάλλει από τον κόλπο της μάνας του έχει ήδη μπλέξει».
«Πες του να πάει να γαμ...ί»
Την άνοιξη του 1990 ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργανώνει μαζί με τον Κώστα -δεν αναφέρει επίθετο αλλά προφανώς είναι ο Σαμαράς- και έναν ακόμη συνεργό, τον Θανάση, την απόδραση του αδελφού του Νίκου από τις Φυλακές Λάρισας.
Είναι ένα παράτολμο σχέδιο που περιλαμβάνει τη χρήση φορτηγού και δυναμίτη. Κάτι όμως στραβώνει, σύμφωνα με τα όσα γράφει ο πιο διάσημος Ελληνας δραπέτης, εξαιτίας του Κώστα. «Αντί να ξεκινήσει το φορτηγό μου φώναξε απ’ το παράθυρο για να μου δώσει έναν άλλο μικρότερης εμβέλειας πομπό, κρατώντας κι εκείνος έναν ακόμη, με σκοπό τη μεταξύ μας ενδοεπικοινωνία. Αυτή του η κίνηση τη δεδομένη στιγμή ήταν εντελώς αψυχολόγητη. Ομως στο μέλλον που θα χρειαζόταν να ξανασυνεργαστούμε, διαπίστωσα πως όσο καλός ήταν στο σχεδιασμό άλλο τόσο υπολειπόταν στο επιχειρησιακό σκέλος μιας ένοπλης καταδρομικής επιχείρησης».
Λίγες ώρες αργότερα ο Παλαιοκώστας θα συλληφθεί στο χωριό Τερψιθέα, όπου μετέβη μαζί με τον Κώστα και τον έτερο συνεργό για να παραλάβουν ένα φορτηγάκι που είχαν αφήσει εκεί. Επιστρέφοντας από μια οικοδομή, όπου είχε πάει για προσωπική του ανάγκη, στο Opel που οδηγούσε βρίσκεται περικυκλωμένος από δέκα άτομα. Δεν έχει όπλο και δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Του περνάνε χειροπέδες και τον μεταφέρουν σε ένα καφενείο, ενώ πάνω του βρίσκουν την ταυτότητά του. Ακολουθεί ένας απολαυστικός διάλογος μεταξύ των οργάνων και του συλληφθέντος στην τοπική διάλεκτο ενός αστυνομικού:
«-Θκιας είν’ η ταυτότητα, ρεεε;
-Ετσι μου είπαν.
Συλλήψεις, αποδράσεις, ληστείες, οι απαγωγές των επιχειρηματιών Χαΐτογλου και Μυλωνά, η περίφημη ληστεία της Καλαμπάκας, όλα παρελαύνουν με μια απλή αλλά έντονη γραφή, η οποία διαταράσσεται ενίοτε από τον άγνωστο επιμελητή της έκδοσης. Αυτό όμως δεν έχει και τόση σημασία, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου που υπογράφει ο άνθρωπος για τον οποίο έγινε ειδικό αφιέρωμα από το περιοδικό του BBC με τίτλο «The Uncatchable», δηλαδή ο άπιαστος, είναι εκρηκτικό. Εκρηκτικό όσο και η ζωή του επικηρυγμένου Βασίλη Παλαιοκώστα τον οποίο οι ελληνικές αρχές ακόμη αναζητούν, δέκα χρόνια μετά την κινηματογραφική του απόδραση από τον Κορυδαλλό. Πού είναι; Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., κινείται εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, έχει αλλάξει το πρόσωπό του με πλαστικές (το πρόσωπό του υπάρχει στη λίστα καταζητούμενων της Interpol) και σίγουρα διαθέτει πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο.
Ολα όσα χρειάζεται δηλαδή για να παραμείνει ελεύθερος ο άνθρωπος που στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, γράφει αναφερόμενος στις περιπέτειές του αυτό που πιστεύει: «Απ’ τη στιγμή που το κεφάλι τ’ ανθρώπου ξεπροβάλλει από τον κόλπο της μάνας του έχει ήδη μπλέξει».
«Πες του να πάει να γαμ...ί»
Την άνοιξη του 1990 ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργανώνει μαζί με τον Κώστα -δεν αναφέρει επίθετο αλλά προφανώς είναι ο Σαμαράς- και έναν ακόμη συνεργό, τον Θανάση, την απόδραση του αδελφού του Νίκου από τις Φυλακές Λάρισας.
Είναι ένα παράτολμο σχέδιο που περιλαμβάνει τη χρήση φορτηγού και δυναμίτη. Κάτι όμως στραβώνει, σύμφωνα με τα όσα γράφει ο πιο διάσημος Ελληνας δραπέτης, εξαιτίας του Κώστα. «Αντί να ξεκινήσει το φορτηγό μου φώναξε απ’ το παράθυρο για να μου δώσει έναν άλλο μικρότερης εμβέλειας πομπό, κρατώντας κι εκείνος έναν ακόμη, με σκοπό τη μεταξύ μας ενδοεπικοινωνία. Αυτή του η κίνηση τη δεδομένη στιγμή ήταν εντελώς αψυχολόγητη. Ομως στο μέλλον που θα χρειαζόταν να ξανασυνεργαστούμε, διαπίστωσα πως όσο καλός ήταν στο σχεδιασμό άλλο τόσο υπολειπόταν στο επιχειρησιακό σκέλος μιας ένοπλης καταδρομικής επιχείρησης».
Λίγες ώρες αργότερα ο Παλαιοκώστας θα συλληφθεί στο χωριό Τερψιθέα, όπου μετέβη μαζί με τον Κώστα και τον έτερο συνεργό για να παραλάβουν ένα φορτηγάκι που είχαν αφήσει εκεί. Επιστρέφοντας από μια οικοδομή, όπου είχε πάει για προσωπική του ανάγκη, στο Opel που οδηγούσε βρίσκεται περικυκλωμένος από δέκα άτομα. Δεν έχει όπλο και δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Του περνάνε χειροπέδες και τον μεταφέρουν σε ένα καφενείο, ενώ πάνω του βρίσκουν την ταυτότητά του. Ακολουθεί ένας απολαυστικός διάλογος μεταξύ των οργάνων και του συλληφθέντος στην τοπική διάλεκτο ενός αστυνομικού:
«-Θκιας είν’ η ταυτότητα, ρεεε;
-Ετσι μου είπαν.
-Ου άλους είν’ αυτός ου... πώς τουν είπ’ του κιάντρου;
-Αμα τον πιάσετε να τον ρωτήσετε.
-Είσι και ξυπνάκιας εεε... Στου τμήμα θα μαρτρύσεις του γάλα τσ' μάνα σ’».
Τον μεταφέρουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Λάρισας και την επομένη, μετά τον εισαγγελέα, ο Παλαιοκώστας οδηγείται στον ανακριτή: «Οταν τελείωσε το τελετουργικό των ερωτήσεων ο ανακριτής άρχισε τη νουθεσία: Είσαι νέος άνθρωπος και δεν σου αξίζει η φυλακή. Με βάση το κατηγορητήριο το μέλλον σου είναι πολύ δυσοίωνο, την ώρα που θα μπορούσες σαν νέος να δημιουργήσεις, να ερωτευτείς, να κάνεις οικογένεια... Κατόπιν μίλησε σε γλώσσα καθαρεύουσα; Νομική; Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Νομίζω πως το έκανε επίτηδες, γιατί αμέσως μετά έστρεψε το βλέμμα του στον δικηγόρο μου και του έκανε ένα νεύμα σαν να του ’λεγε: Μετάφρασε στον ψάρακα πελάτη σου». Ο δικηγόρος πήρε τον Παλαιοκώστα πιο πέρα και του είπε πως αν δώσει στοιχεία για να συλληφθεί ο Κώστας θα τον άφηνε ελεύθερο την ίδια στιγμή. Η απάντηση ήταν αναμενόμενη: «Πες του ξετσίπωτου στη γλώσσα του να πάει να γα...ί». Την ίδια ημέρα προφυλακίστηκε.
Η πρώτη απόδραση και η ληστεία της Καλαμπάκας
Οι Φυλακές Χαλκίδας έμελλαν να είναι το πρώτο σωφρονιστικό ίδρυμα από όπου θα δραπέτευε αυτός που χαρακτηρίστηκε χρόνια μετά «άπιαστος». Την πραγματοποίησε ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, λίγο μετά τις 8.30 το βράδυ, με έναν αυτοσχέδιο γάντζο που πέταξε στη γωνία δύο τοίχων, ο οποίος όμως έπιασε ένα κουλουριαστό ατσάλινο σύρμα, κοφτερό σαν ξυράφι.
Ο Παλαιοκώστας δεν πτοήθηκε. «Το έπιασα και τα ξυράφια του χώθηκαν ως το κόκαλο στις παλάμες μου. Ομως ποιος νοιάζεται για λεπτομέρειες. Με τρεις απλωτές πάτησα στον χαμηλό τοίχο και με ένα σάλτο βρέθηκα πάνω στη μεσαία σκοπιά.
-Εϊ, πού πααας; μου λέει ο φύλακας προαυλίου...
-Τώρα θα δεις, του απαντώ, πηδώντας στο κενό...».
Εφυγε και δεν σταμάτησε ούτε κι όταν εμφανίστηκε άλλος ένας φρουρός με αυτόματο που του φώναξε «ακίνητος», αλλά πήδηξε μια υποτυπώδη περίφραξη που υπήρχε και έφυγε προς τη θάλασσα. Αυτή ήταν η πρώτη του επιτυχημένη απόδραση, μία από τις πολλές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όταν η δράση του τον έχρισε τον Νο1 καταζητούμενο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μαζί με τον αδελφό του Νίκο και τον Κώστα θα πραγματοποιήσουν την περιβόητη πλέον ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας.
Αρχικά η ομάδα θα χτύπαγε στην Πτολεμαΐδα, όμως η κλοπή ενός Nissan που τράβηξε για ώρα άλλαξε τα σχέδια και, όπως γράφει ο δραπέτης, ο Νίκος Παλαιοκώστας έριξε την ιδέα για την Εθνική της Καλαμπάκας. Η περιγραφή της ληστείας είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
-Για όποιον δεν κατάλαβε γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μη μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λπ.
Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι.
-Ανοιξέ το τώρα γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει στην αίθουσα».
Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου, οπότε επιστρατεύτηκε ο διευθυντής που το είχε για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από χιλιάρικα και πεντοχίλιαρα. Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γεμίζει τον σάκο ο αδελφός του Νίκος αστειεύεται με τους πελάτες και κάνει κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες. Οταν τελειώνουν πράττουν το αυτονόητο για τους ίδιους: «Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγγνώμη για την πρωινή αναστάτωση, τους χαιρετήσαμε». Παρά την κινητοποίηση της Αστυνομίας οι τρεις ληστές διαφεύγουν και φτάνουν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Opel που είχαν χρησιμοποιήσει στη ληστεία. «Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν 125 εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν ως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα».
Η αρπαγή του Χαΐτογλου
Μετά από ένα διάστημα που τα αδέλφια Βασίλης και Νίκος ήταν φυγάδες στην Ευρώπη, αποφασίζουν να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολουθούν και μαθαίνουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο για να μεταβεί μετά στη δουλειά του. Ηταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στον στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Browning γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
«Ο Νίκος, σαν καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ, σταμάτησε στη διασταύρωση να ελέγξει την κίνηση. Ο Χαΐτογλου σαν νομοταγής πολίτης σταμάτησε πίσω από το προπορευόμενο RAV. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel (σ.σ.: το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν με ακουμπούσε. Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει κάτι. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μη συμβαίνει κάτι! Ομως είχα ήδη το Browning στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
-Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
-Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!
Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα 2 εκατ. δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του και τα οποία τους προσφέρει. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντος με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδελφό του Κώστα Χαΐτογλου ότι είναι όμηρος. Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την Αστυνομία και όταν εκείνος το πράττει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας», ξεκινάει να λέει αλλά δεν τελειώνει τη φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει. «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας: Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι». Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα αδέλφια Παλαιοκώστα σταματούν το αυτοκίνητο, του μιλούν ήρεμα και τον ηρεμούν διαβεβαιώνοντάς τον: «Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο, σε οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά από λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέλφια πρόκειται να παραλάβουν τα 3 εκατ. γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος, που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια, μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδελφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχτηκαν τα λύτρα να είναι 270 εκατ. δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος για την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδελφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν. Ο Κώστας Χαΐτογλου, όπως ακριβώς του είχαν πει οι απαγωγείς, φτάνει στη Λαμία γύρω στις 9 το βράδυ, παίρνει τον δρόμο προς την Αμφισσα, περνά το πρώτο βενζινάδικο, στρίβει δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο και μετά από πενήντα μέτρα φτάνει στο γεφυράκι όπου θα είχε συμφωνηθεί να αφήσει τα λύτρα. Μόλις φεύγει, ο Νίκος και ο Βασίλης παίρνουν τα χρήματα και κατευθύνονται με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα. «Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ηταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε διά ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: ‘‘Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μία ακόμη περιπέτεια’’». Ο Βασίλης τού απαντά αμέσως: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Η απαγωγή Μυλωνά
Ο Βασίλης χρόνια μετά επιστρέφει στις απαγωγές, χωρίς τον Νίκο στο πλευρό του αυτή τη φορά, στοχεύοντας στον ιδιόκτητη της Αλουμύλ Γιώργο Μυλωνά. Είχε άλλους συνεργούς, αλλά αυτή η απαγωγή αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από εκείνη του Χαΐτογλου, αφού έγινε σχεδόν μπροστά στα παιδιά και τη γυναίκα του επιχειρηματία. Ενα βράδυ που η οικογένεια Μυλωνά επιστρέφει στη νέα της κατοικία από μια εκδήλωση, βρίσκεται μπροστά στον Παλαιοκώστα και τους συνεργούς του. «Τον τσάκωσα από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον στο πίσω κάθισμα του είπα με φωνή που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.
-Ελα, Μυλωνά... Πάμε μια βολτίτσα».
Παρά το αρχικό σοκ και την απορία του ο βιομήχανος ακολουθεί τελικά τη μοίρα του, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, αφού ο Παλαιοκώστας δεν μπορεί να το βάλει μπροστά. Λίγη ώρα μετά εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο και ένας από την ομάδα ειδοποιεί τη σύζυγο του επιχειρηματία για τα αιτήματα των απαγωγέων.
Στον δρόμο ο Μυλωνάς ηρεμεί κάπως και αρχίζει τις ερωτήσεις:
«-Γιατί εμένα, βρε παιδιά, και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα.
-Οχι, αλήθεια ρωτάω για τα κίνητρα, μήπως μπορώ να βοηθήσω, επέμεινε.
-Μην ανησυχείς, θα βοηθήσεις με τα λεφτά σου, Γιώργο».
Ο Παλαιοκώστας οδηγεί τον επιχειρηματία σε μια αποθήκη, η οποία έχει διαμορφωθεί σαν σπίτι και οι επόμενες μέρες κυλούν ήσυχα, αφού ο απαχθείς δεν τους δημιουργεί προβλήματα. Τα λύτρα θα παραδοθούν από τη σύζυγο του Μυλωνά, Νέλλη, που έχει συγκεκριμένες οδηγίες από τους απαγωγείς, τις οποίες αφήνουν σε μια πυροσβεστική φωλιά έξω από την κατοικία του ζεύγους. Την πρώτη φορά εξαιτίας ενός λάθους η παράδοση δεν γίνεται, τη δεύτερη όλα πάνε καλά και τα λύτρα φτάνουν στα χέρια του επονομαζόμενου και «Ρομπέν των Φτωχών». Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: αντί για 30 εκατ. ευρώ το ποσό είναι 10,8 εκατ. ευρώ και συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή της συζύγου με εξηγήσεις. Ο Παλαιοκώστας σκέφτεται πολύ και συζητά με τον ίδιο τον Μυλωνά που του έχει πει να μην περιμένει πάνω από 10 εκατ. γιατί όλα τα κέρδη επενδύονται στην επιχείρηση. Την επόμενη μέρα είχε έρθει η ώρα της απόφασης.
«-Μυλωνά... Θα σου κάνω μια ερώτηση κι από την απάντηση που θα δώσεις θα κριθεί η ζωή σου. Θες να πεθάνεις ή να πας σπίτι σου;
Φωτίστηκε το πρόσωπό του... Κατάλαβε.
-Να πάω σπίτι μου, βρε παιδιά...
Λίγες ώρες αργότερα, στην περιοχή των Γιαννιτσών, ο Παλαιοκώστας έβγαλε το κάλυμμα των ματιών από τον επιχειρηματία, του έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου και του είπε:
-Ακολούθα το χωματόδρομο χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Στο τέρμα του δρόμου θα βρεις ένα αυτοκίνητο να πας σπίτι σου». Και καταλήγει γράφοντας: «Εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας».
-Αμα τον πιάσετε να τον ρωτήσετε.
-Είσι και ξυπνάκιας εεε... Στου τμήμα θα μαρτρύσεις του γάλα τσ' μάνα σ’».
Τον μεταφέρουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Λάρισας και την επομένη, μετά τον εισαγγελέα, ο Παλαιοκώστας οδηγείται στον ανακριτή: «Οταν τελείωσε το τελετουργικό των ερωτήσεων ο ανακριτής άρχισε τη νουθεσία: Είσαι νέος άνθρωπος και δεν σου αξίζει η φυλακή. Με βάση το κατηγορητήριο το μέλλον σου είναι πολύ δυσοίωνο, την ώρα που θα μπορούσες σαν νέος να δημιουργήσεις, να ερωτευτείς, να κάνεις οικογένεια... Κατόπιν μίλησε σε γλώσσα καθαρεύουσα; Νομική; Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Νομίζω πως το έκανε επίτηδες, γιατί αμέσως μετά έστρεψε το βλέμμα του στον δικηγόρο μου και του έκανε ένα νεύμα σαν να του ’λεγε: Μετάφρασε στον ψάρακα πελάτη σου». Ο δικηγόρος πήρε τον Παλαιοκώστα πιο πέρα και του είπε πως αν δώσει στοιχεία για να συλληφθεί ο Κώστας θα τον άφηνε ελεύθερο την ίδια στιγμή. Η απάντηση ήταν αναμενόμενη: «Πες του ξετσίπωτου στη γλώσσα του να πάει να γα...ί». Την ίδια ημέρα προφυλακίστηκε.
Η πρώτη απόδραση και η ληστεία της Καλαμπάκας
Οι Φυλακές Χαλκίδας έμελλαν να είναι το πρώτο σωφρονιστικό ίδρυμα από όπου θα δραπέτευε αυτός που χαρακτηρίστηκε χρόνια μετά «άπιαστος». Την πραγματοποίησε ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, λίγο μετά τις 8.30 το βράδυ, με έναν αυτοσχέδιο γάντζο που πέταξε στη γωνία δύο τοίχων, ο οποίος όμως έπιασε ένα κουλουριαστό ατσάλινο σύρμα, κοφτερό σαν ξυράφι.
Ο Παλαιοκώστας δεν πτοήθηκε. «Το έπιασα και τα ξυράφια του χώθηκαν ως το κόκαλο στις παλάμες μου. Ομως ποιος νοιάζεται για λεπτομέρειες. Με τρεις απλωτές πάτησα στον χαμηλό τοίχο και με ένα σάλτο βρέθηκα πάνω στη μεσαία σκοπιά.
-Εϊ, πού πααας; μου λέει ο φύλακας προαυλίου...
-Τώρα θα δεις, του απαντώ, πηδώντας στο κενό...».
Εφυγε και δεν σταμάτησε ούτε κι όταν εμφανίστηκε άλλος ένας φρουρός με αυτόματο που του φώναξε «ακίνητος», αλλά πήδηξε μια υποτυπώδη περίφραξη που υπήρχε και έφυγε προς τη θάλασσα. Αυτή ήταν η πρώτη του επιτυχημένη απόδραση, μία από τις πολλές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όταν η δράση του τον έχρισε τον Νο1 καταζητούμενο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μαζί με τον αδελφό του Νίκο και τον Κώστα θα πραγματοποιήσουν την περιβόητη πλέον ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας.
Αρχικά η ομάδα θα χτύπαγε στην Πτολεμαΐδα, όμως η κλοπή ενός Nissan που τράβηξε για ώρα άλλαξε τα σχέδια και, όπως γράφει ο δραπέτης, ο Νίκος Παλαιοκώστας έριξε την ιδέα για την Εθνική της Καλαμπάκας. Η περιγραφή της ληστείας είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
-Για όποιον δεν κατάλαβε γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μη μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λπ.
Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι.
-Ανοιξέ το τώρα γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει στην αίθουσα».
Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου, οπότε επιστρατεύτηκε ο διευθυντής που το είχε για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από χιλιάρικα και πεντοχίλιαρα. Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γεμίζει τον σάκο ο αδελφός του Νίκος αστειεύεται με τους πελάτες και κάνει κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες. Οταν τελειώνουν πράττουν το αυτονόητο για τους ίδιους: «Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγγνώμη για την πρωινή αναστάτωση, τους χαιρετήσαμε». Παρά την κινητοποίηση της Αστυνομίας οι τρεις ληστές διαφεύγουν και φτάνουν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Opel που είχαν χρησιμοποιήσει στη ληστεία. «Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν 125 εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν ως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα».
Η αρπαγή του Χαΐτογλου
Μετά από ένα διάστημα που τα αδέλφια Βασίλης και Νίκος ήταν φυγάδες στην Ευρώπη, αποφασίζουν να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολουθούν και μαθαίνουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο για να μεταβεί μετά στη δουλειά του. Ηταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στον στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Browning γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
«Ο Νίκος, σαν καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ, σταμάτησε στη διασταύρωση να ελέγξει την κίνηση. Ο Χαΐτογλου σαν νομοταγής πολίτης σταμάτησε πίσω από το προπορευόμενο RAV. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel (σ.σ.: το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν με ακουμπούσε. Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει κάτι. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μη συμβαίνει κάτι! Ομως είχα ήδη το Browning στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
-Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
-Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!
Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα 2 εκατ. δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του και τα οποία τους προσφέρει. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντος με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδελφό του Κώστα Χαΐτογλου ότι είναι όμηρος. Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την Αστυνομία και όταν εκείνος το πράττει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας», ξεκινάει να λέει αλλά δεν τελειώνει τη φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει. «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας: Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι». Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα αδέλφια Παλαιοκώστα σταματούν το αυτοκίνητο, του μιλούν ήρεμα και τον ηρεμούν διαβεβαιώνοντάς τον: «Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο, σε οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά από λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέλφια πρόκειται να παραλάβουν τα 3 εκατ. γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος, που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια, μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδελφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχτηκαν τα λύτρα να είναι 270 εκατ. δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος για την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδελφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν. Ο Κώστας Χαΐτογλου, όπως ακριβώς του είχαν πει οι απαγωγείς, φτάνει στη Λαμία γύρω στις 9 το βράδυ, παίρνει τον δρόμο προς την Αμφισσα, περνά το πρώτο βενζινάδικο, στρίβει δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο και μετά από πενήντα μέτρα φτάνει στο γεφυράκι όπου θα είχε συμφωνηθεί να αφήσει τα λύτρα. Μόλις φεύγει, ο Νίκος και ο Βασίλης παίρνουν τα χρήματα και κατευθύνονται με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα. «Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ηταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε διά ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: ‘‘Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μία ακόμη περιπέτεια’’». Ο Βασίλης τού απαντά αμέσως: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Η απαγωγή Μυλωνά
Ο Βασίλης χρόνια μετά επιστρέφει στις απαγωγές, χωρίς τον Νίκο στο πλευρό του αυτή τη φορά, στοχεύοντας στον ιδιόκτητη της Αλουμύλ Γιώργο Μυλωνά. Είχε άλλους συνεργούς, αλλά αυτή η απαγωγή αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από εκείνη του Χαΐτογλου, αφού έγινε σχεδόν μπροστά στα παιδιά και τη γυναίκα του επιχειρηματία. Ενα βράδυ που η οικογένεια Μυλωνά επιστρέφει στη νέα της κατοικία από μια εκδήλωση, βρίσκεται μπροστά στον Παλαιοκώστα και τους συνεργούς του. «Τον τσάκωσα από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον στο πίσω κάθισμα του είπα με φωνή που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.
-Ελα, Μυλωνά... Πάμε μια βολτίτσα».
Παρά το αρχικό σοκ και την απορία του ο βιομήχανος ακολουθεί τελικά τη μοίρα του, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, αφού ο Παλαιοκώστας δεν μπορεί να το βάλει μπροστά. Λίγη ώρα μετά εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο και ένας από την ομάδα ειδοποιεί τη σύζυγο του επιχειρηματία για τα αιτήματα των απαγωγέων.
Στον δρόμο ο Μυλωνάς ηρεμεί κάπως και αρχίζει τις ερωτήσεις:
«-Γιατί εμένα, βρε παιδιά, και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα.
-Οχι, αλήθεια ρωτάω για τα κίνητρα, μήπως μπορώ να βοηθήσω, επέμεινε.
-Μην ανησυχείς, θα βοηθήσεις με τα λεφτά σου, Γιώργο».
Ο Παλαιοκώστας οδηγεί τον επιχειρηματία σε μια αποθήκη, η οποία έχει διαμορφωθεί σαν σπίτι και οι επόμενες μέρες κυλούν ήσυχα, αφού ο απαχθείς δεν τους δημιουργεί προβλήματα. Τα λύτρα θα παραδοθούν από τη σύζυγο του Μυλωνά, Νέλλη, που έχει συγκεκριμένες οδηγίες από τους απαγωγείς, τις οποίες αφήνουν σε μια πυροσβεστική φωλιά έξω από την κατοικία του ζεύγους. Την πρώτη φορά εξαιτίας ενός λάθους η παράδοση δεν γίνεται, τη δεύτερη όλα πάνε καλά και τα λύτρα φτάνουν στα χέρια του επονομαζόμενου και «Ρομπέν των Φτωχών». Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: αντί για 30 εκατ. ευρώ το ποσό είναι 10,8 εκατ. ευρώ και συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή της συζύγου με εξηγήσεις. Ο Παλαιοκώστας σκέφτεται πολύ και συζητά με τον ίδιο τον Μυλωνά που του έχει πει να μην περιμένει πάνω από 10 εκατ. γιατί όλα τα κέρδη επενδύονται στην επιχείρηση. Την επόμενη μέρα είχε έρθει η ώρα της απόφασης.
«-Μυλωνά... Θα σου κάνω μια ερώτηση κι από την απάντηση που θα δώσεις θα κριθεί η ζωή σου. Θες να πεθάνεις ή να πας σπίτι σου;
Φωτίστηκε το πρόσωπό του... Κατάλαβε.
-Να πάω σπίτι μου, βρε παιδιά...
Λίγες ώρες αργότερα, στην περιοχή των Γιαννιτσών, ο Παλαιοκώστας έβγαλε το κάλυμμα των ματιών από τον επιχειρηματία, του έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου και του είπε:
-Ακολούθα το χωματόδρομο χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Στο τέρμα του δρόμου θα βρεις ένα αυτοκίνητο να πας σπίτι σου». Και καταλήγει γράφοντας: «Εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr