Καιρός: Φέτος θα έρθει καλοκαίρι;
Καιρός: Φέτος θα έρθει καλοκαίρι;
Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και οι κακοκαιρίες ξεφεύγουν πλέον από τα συνηθισμένα - Υδροσιφώνες στο Αιγαίο, ακραίες καταιγίδες αλλά και επιπτώσεις στην ανάπτυξη και τον τουρισμό, μερικές από τις απειλές
Ο καιρός τρελάθηκε στην καρδιά του καλοκαιριού, με πτώση της θερμοκρασίας, βροχές, καταιγίδες, χαλαζοπτώσεις και ανεμοστρόβιλους, ή η κλιματική αλλαγή έχει χτυπήσει την πόρτα και της χώρας μας;
Το καλοκαίρι θα επιστρέψει ή τα μπάνια του Αυγούστου και οι λουόμενοι απειλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα όπως τα πρόσφατα στη Χαλκιδική; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν τις τελευταίες ημέρες την κοινή γνώμη βλέποντας εικόνες καταστροφής, με την επιστημονική κοινότητα να επικεντρώνει την προσοχή της στη συχνότητα αλλά και τη σφοδρότητα αυτών των φαινομένων, μέσω των οποίων η κλιματική αλλαγή δηλώνει την παρουσία της.
Ολες οι επιστημονικές απόψεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι το κλίμα έχει μεταβληθεί, καθώς μια σειρά ανησυχητικών δεδομένων πιστοποιεί τις αλλαγές που βιώνουμε, με τις προβλέψεις να είναι δυσοίωνες. Κοινή συνισταμένη των προσεγγίσεων αυτών αποτελεί η καταγεγραμμένη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και στη χώρα μας, γεγονός που επηρεάζει την περιοδικότητα αλλά και την ένταση των ακραίων φαινομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα 5 θερμότερα χρόνια στην Αθήνα από το 1858 έχουν καταγραφεί την περίοδο 2010-2018, με το 2018 να είναι το θερμότερο ως προς την ελάχιστη θερμοκρασία των τελευταίων 161 χρόνων.
Οπως αναφέρει, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», ο ακαδημαϊκός και επόπτης του Κέντρου Ερευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός, «κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί το φετινό καλοκαίρι από εδώ και πέρα, καθώς διανύουμε μια παράξενη χρονιά. Η αποσταθεροποίηση του κλίματος στην περιοχή μας είναι σημαντική φέτος και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αύξησης των ακραίων καιρικών φαινομένων σε παγκόσμια κλίμακα, κάτι που παρακολουθούμε τον τελευταίο αιώνα. Στη χώρα μας από δύο καύσωνες κάθε 30 χρόνια έχουμε φτάσει να έχουμε πάνω από 15 στο ίδιο διάστημα. Από πλευράς ακραίων βροχοπτώσεων υπάρχει μια τάση αύξησης της ραγδαιότητας της βροχής, μολονότι στη δυτική Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια έχει μειωθεί η βροχόπτωση κατά 20%. Ολα αυτά δείχνουν ότι το κλίμα της περιοχής μας είναι αποσταθεροποιημένο».
Ακραίες καταιγίδες
Ο κ. Ζερεφός σημειώνει: «Η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για τη χώρα μας είναι ότι θα συνεχιστεί η μείωση των βροχοπτώσεων στη δυτική Ελλάδα και η αύξηση των δεικτών ξηρασίας στην ανατολική και νότια Ελλάδα, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πιο σφοδρά. Τα επόμενα χρόνια θα έχουμε όλο και πιο συχνά την εμφάνιση του φαινομένου των υδροσιφώνων, που παρατηρούσαμε σπάνια στο Ιόνιο πέλαγος και τώρα τους βλέπουμε και στο Αιγαίο, ως αποτέλεσμα της θέρμανσης της θάλασσας. Στα πρόσφατα ακραία φαινόμενα στη Χαλκιδική εκδηλώθηκαν και υδροσίφωνες. Μια ακραία καταιγίδα περνώντας πάνω από τον Θερμαϊκό πήρε ενέργεια από τη θάλασσα και προκάλεσε αυτές τις καταστροφές».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «το κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων από περίπου 10 δισ. δολάρια τη δεκαετία του ’50 έχει φτάσει στο 1 τρισ. δολάρια το 2018. Η αύξηση της συχνότητας των φαινομένων αυτών αποτελεί έναν σπουδαίο δείκτη της κλιματικής αλλαγής που συντελείται σε διάστημα δεκαετιών».
Από την πλευρά του ο μετεωρολόγος και διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστας Λαγουβάρδος σημειώνει: «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί ο καιρός τον Αύγουστο, καθώς η πρόγνωση δεν έχει τόσο μεγάλη διάρκεια. Ωστόσο και το περσινό καλοκαίρι ήταν από τα πιο δροσερά, καθώς θερμοκρασιακά δεν ξεπεράσαμε τους 39 βαθμούς καμία ημέρα. Αυτό έγινε μόνο την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά στο Μάτι. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2018 είχαμε δύο μεγάλες κακοκαιρίες». Ο κ. Λαγουβάρδος παρατηρεί ότι η κακοκαιρία της περασμένης εβδομάδας «ξεφεύγει από τα συνηθισμένα γιατί ουσιαστικά ήταν μια οργανωμένη κακοκαιρία φθινοπωρινού τύπου. Δεν ήταν μόνο μια αστάθεια. Εδωσε βροχές σχεδόν σε όλη τη χώρα, με εξαίρεση τις Κυκλάδες. Για παράδειγμα, στην Κρήτη είχαμε να δούμε κακοκαιρία με βροχοπτώσεις σε όλο το νησί τον μήνα Ιούλιο για τουλάχιστον 15 χρόνια. Επιπλέον, στη Χαλκιδική είχαμε αρκετές δεκαετίες να δούμε τόσο ισχυρή καταιγίδα».
Η συχνότητα, όμως, των ακραίων καιρικών φαινομένων είναι αυτό που, όπως λέει ο κ. Λαγουβάρδος, απασχολεί την επιστημονική κοινότητα: «Αυτό που είναι ενδιαφέρον και πρέπει να δούμε είναι η αυξανόμενη συχνότητα τέτοιων φαινομένων, κάτι που είναι μια ένδειξη της κλιματικής αλλαγής. Από εκεί και μετά την κλιματική αλλαγή τη βλέπουμε στις θερμοκρασίες. Σχεδόν όλα τα καλοκαίρια τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και αν έχουμε αποφύγει τους καύσωνες μεγάλης διάρκειας, οι θερμοκρασίες είναι πάνω από τις κανονικές τιμές. Για παράδειγμα, στην Αθήνα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο η μέση μέγιστη θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 32 και 33 βαθμών Κελσίου και πολλά χρόνια έχουμε θερμοκρασίες 35 με 36 βαθμούς, θερμοκρασίες που καταγράφονται σχεδόν συστηματικά τους καλοκαιρινούς μήνες της τελευταίες 15ετίας».
Χιόνι σην Αίγυπτο, καύσωνας στην Φινλανδία
Την εκπλήρωση ενός μεγάλου ποσοστού των όσων προέβλεπαν τα κλιματικά μοντέλα διαπιστώνει η κύρια ερευνήτρια ου Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Δήμητρα Φουντά: «Η μέση θερμοκρασία αυξάνεται και αυτό προβλέπεται να συμβεί και τις επόμενες δεκαετίες. Η αύξηση είναι μεγαλύτερη το καλοκαίρι και οι βροχοπτώσεις προβλέπεται να μειωθούν στο δεύτερο μισό του αιώνα που διανύουμε. Παλιά είχαμε πιο συχνά βροχές, αλλά ήταν πιο ήπιες. Τώρα έχουμε σπανιότερα βροχοπτώσεις, αλλά όταν αυτό συμβαίνει έχουμε ραγδαίες βροχές. Πρόσφατα βιώσαμε αυτό που συνέβη στη Χαλκιδική. Η θέρμανση της θάλασσας προκαλεί περισσότερη εξάτμιση, άρα έχουμε πάνω από τη θάλασσα πιο ζεστό και πιο υγρό αέρα, μια μάζα εξαιρετικά δραστήρια που περικλείει πάρα πολλή ενέργεια μέσα της, οπότε αν στην πορεία της συναντήσει μια άλλη ψυχρή αέρια μάζα, τότε το καιρικό φαινόμενο που θα προκληθεί θα είναι πάρα πολύ έντονο».
Η κυρία Φουντά υπογραμμίζει ότι «ο πλανήτης θερμαίνεται, αλλά όχι ομοιόμορφα. Με διαφορετικό ρυθμό θερμαίνεται η θάλασσα, με διαφορετικό η ξηρά, το βόρειο και νότιο ημισφαίριο. Αυτή η άνιση κατανομή της περισσευούμενης θερμότητας πυροδοτεί τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πλέον οι καύσωνες αφορούν τους πάντες. Ο Ιούνιος ήταν ο πιο ζεστός Ιούνιος όλων των εποχών παγκοσμίως. Εχει αλλάξει όλος ο χάρτης των πιέσεων και των θερμοκρασιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό μπορεί να δείτε στην Αίγυπτο χιόνι και στη Φινλανδία 35 βαθμούς».
Οπως σημειώνει η ερευνήτρια, βάσει του αρχείου του Εθνικού Αστεροσκοπείου από το 1858 αναφορικά με την Αθήνα, το 2018 υπήρξε το θερμότερο έτος ως προς την ελάχιστη θερμοκρασία, ενώ τα πέντε από τα θερμότερα χρόνια καταγράφηκαν την περίοδο 2010-2018, με θερμότερο όλων το 2010. Επιπλέον, οι περισσότεροι πρώιμοι καύσωνες σημειώθηκαν το 2016 και το 2017 και η μεγαλύτερη ακολουθία θερμών ημερών (32 μέρες > 37 βαθμούς Κελσίου) το 2012. Πάντως, το 2007 ήταν η χρονιά με την υψηλότερη θερμοκρασία που καταγράφηκε ποτέ στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (44,8 βαθμούς Κελσίου) όπως επίσης και το έτος με τον μεγαλύτερο αριθμό ημερών με θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου (8 μέρες).
Σύμφωνα δε με έρευνα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με επικεφαλής την κυρία Φουντά, καταγράφεται σημαντική μετατόπιση νωρίτερα μέσα στο έτος της πρώτης εμφάνισης ακραίων θερμοκρασιών στην Αθήνα, αλλά και μετατόπιση αργότερα μέσα στο έτος της τελευταίας εμφάνισής τους. Οσον αφορά στις θερμές νύχτες (> 26 βαθμούς Κελσίου), υπολογίστηκε ότι στην Αθήνα διαρκούν ολοένα και περισσότερο τα τελευταία 40 χρόνια, με ρυθμούς αύξησης που φτάνουν τις 10 ημέρες ανά δεκαετία. Επιπλέον, κατά τη δεκαετία 2006-2015, η μέση διάρκεια εμφάνισης πολύ θερμών ημερών (> 37 βαθμούς Κελσίου) είναι τετραπλάσια της δεκαετίας 1976-1985 και μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη δεκαετία από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Το καλοκαίρι θα επιστρέψει ή τα μπάνια του Αυγούστου και οι λουόμενοι απειλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα όπως τα πρόσφατα στη Χαλκιδική; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν τις τελευταίες ημέρες την κοινή γνώμη βλέποντας εικόνες καταστροφής, με την επιστημονική κοινότητα να επικεντρώνει την προσοχή της στη συχνότητα αλλά και τη σφοδρότητα αυτών των φαινομένων, μέσω των οποίων η κλιματική αλλαγή δηλώνει την παρουσία της.
Ολες οι επιστημονικές απόψεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι το κλίμα έχει μεταβληθεί, καθώς μια σειρά ανησυχητικών δεδομένων πιστοποιεί τις αλλαγές που βιώνουμε, με τις προβλέψεις να είναι δυσοίωνες. Κοινή συνισταμένη των προσεγγίσεων αυτών αποτελεί η καταγεγραμμένη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και στη χώρα μας, γεγονός που επηρεάζει την περιοδικότητα αλλά και την ένταση των ακραίων φαινομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα 5 θερμότερα χρόνια στην Αθήνα από το 1858 έχουν καταγραφεί την περίοδο 2010-2018, με το 2018 να είναι το θερμότερο ως προς την ελάχιστη θερμοκρασία των τελευταίων 161 χρόνων.
Οπως αναφέρει, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», ο ακαδημαϊκός και επόπτης του Κέντρου Ερευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός, «κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί το φετινό καλοκαίρι από εδώ και πέρα, καθώς διανύουμε μια παράξενη χρονιά. Η αποσταθεροποίηση του κλίματος στην περιοχή μας είναι σημαντική φέτος και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αύξησης των ακραίων καιρικών φαινομένων σε παγκόσμια κλίμακα, κάτι που παρακολουθούμε τον τελευταίο αιώνα. Στη χώρα μας από δύο καύσωνες κάθε 30 χρόνια έχουμε φτάσει να έχουμε πάνω από 15 στο ίδιο διάστημα. Από πλευράς ακραίων βροχοπτώσεων υπάρχει μια τάση αύξησης της ραγδαιότητας της βροχής, μολονότι στη δυτική Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια έχει μειωθεί η βροχόπτωση κατά 20%. Ολα αυτά δείχνουν ότι το κλίμα της περιοχής μας είναι αποσταθεροποιημένο».
Ακραίες καταιγίδες
Ο κ. Ζερεφός σημειώνει: «Η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη για τη χώρα μας είναι ότι θα συνεχιστεί η μείωση των βροχοπτώσεων στη δυτική Ελλάδα και η αύξηση των δεικτών ξηρασίας στην ανατολική και νότια Ελλάδα, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πιο σφοδρά. Τα επόμενα χρόνια θα έχουμε όλο και πιο συχνά την εμφάνιση του φαινομένου των υδροσιφώνων, που παρατηρούσαμε σπάνια στο Ιόνιο πέλαγος και τώρα τους βλέπουμε και στο Αιγαίο, ως αποτέλεσμα της θέρμανσης της θάλασσας. Στα πρόσφατα ακραία φαινόμενα στη Χαλκιδική εκδηλώθηκαν και υδροσίφωνες. Μια ακραία καταιγίδα περνώντας πάνω από τον Θερμαϊκό πήρε ενέργεια από τη θάλασσα και προκάλεσε αυτές τις καταστροφές».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «το κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων από περίπου 10 δισ. δολάρια τη δεκαετία του ’50 έχει φτάσει στο 1 τρισ. δολάρια το 2018. Η αύξηση της συχνότητας των φαινομένων αυτών αποτελεί έναν σπουδαίο δείκτη της κλιματικής αλλαγής που συντελείται σε διάστημα δεκαετιών».
Από την πλευρά του ο μετεωρολόγος και διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστας Λαγουβάρδος σημειώνει: «Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί ο καιρός τον Αύγουστο, καθώς η πρόγνωση δεν έχει τόσο μεγάλη διάρκεια. Ωστόσο και το περσινό καλοκαίρι ήταν από τα πιο δροσερά, καθώς θερμοκρασιακά δεν ξεπεράσαμε τους 39 βαθμούς καμία ημέρα. Αυτό έγινε μόνο την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά στο Μάτι. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2018 είχαμε δύο μεγάλες κακοκαιρίες». Ο κ. Λαγουβάρδος παρατηρεί ότι η κακοκαιρία της περασμένης εβδομάδας «ξεφεύγει από τα συνηθισμένα γιατί ουσιαστικά ήταν μια οργανωμένη κακοκαιρία φθινοπωρινού τύπου. Δεν ήταν μόνο μια αστάθεια. Εδωσε βροχές σχεδόν σε όλη τη χώρα, με εξαίρεση τις Κυκλάδες. Για παράδειγμα, στην Κρήτη είχαμε να δούμε κακοκαιρία με βροχοπτώσεις σε όλο το νησί τον μήνα Ιούλιο για τουλάχιστον 15 χρόνια. Επιπλέον, στη Χαλκιδική είχαμε αρκετές δεκαετίες να δούμε τόσο ισχυρή καταιγίδα».
Η συχνότητα, όμως, των ακραίων καιρικών φαινομένων είναι αυτό που, όπως λέει ο κ. Λαγουβάρδος, απασχολεί την επιστημονική κοινότητα: «Αυτό που είναι ενδιαφέρον και πρέπει να δούμε είναι η αυξανόμενη συχνότητα τέτοιων φαινομένων, κάτι που είναι μια ένδειξη της κλιματικής αλλαγής. Από εκεί και μετά την κλιματική αλλαγή τη βλέπουμε στις θερμοκρασίες. Σχεδόν όλα τα καλοκαίρια τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμα και αν έχουμε αποφύγει τους καύσωνες μεγάλης διάρκειας, οι θερμοκρασίες είναι πάνω από τις κανονικές τιμές. Για παράδειγμα, στην Αθήνα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο η μέση μέγιστη θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 32 και 33 βαθμών Κελσίου και πολλά χρόνια έχουμε θερμοκρασίες 35 με 36 βαθμούς, θερμοκρασίες που καταγράφονται σχεδόν συστηματικά τους καλοκαιρινούς μήνες της τελευταίες 15ετίας».
Χιόνι σην Αίγυπτο, καύσωνας στην Φινλανδία
Την εκπλήρωση ενός μεγάλου ποσοστού των όσων προέβλεπαν τα κλιματικά μοντέλα διαπιστώνει η κύρια ερευνήτρια ου Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Δήμητρα Φουντά: «Η μέση θερμοκρασία αυξάνεται και αυτό προβλέπεται να συμβεί και τις επόμενες δεκαετίες. Η αύξηση είναι μεγαλύτερη το καλοκαίρι και οι βροχοπτώσεις προβλέπεται να μειωθούν στο δεύτερο μισό του αιώνα που διανύουμε. Παλιά είχαμε πιο συχνά βροχές, αλλά ήταν πιο ήπιες. Τώρα έχουμε σπανιότερα βροχοπτώσεις, αλλά όταν αυτό συμβαίνει έχουμε ραγδαίες βροχές. Πρόσφατα βιώσαμε αυτό που συνέβη στη Χαλκιδική. Η θέρμανση της θάλασσας προκαλεί περισσότερη εξάτμιση, άρα έχουμε πάνω από τη θάλασσα πιο ζεστό και πιο υγρό αέρα, μια μάζα εξαιρετικά δραστήρια που περικλείει πάρα πολλή ενέργεια μέσα της, οπότε αν στην πορεία της συναντήσει μια άλλη ψυχρή αέρια μάζα, τότε το καιρικό φαινόμενο που θα προκληθεί θα είναι πάρα πολύ έντονο».
Η κυρία Φουντά υπογραμμίζει ότι «ο πλανήτης θερμαίνεται, αλλά όχι ομοιόμορφα. Με διαφορετικό ρυθμό θερμαίνεται η θάλασσα, με διαφορετικό η ξηρά, το βόρειο και νότιο ημισφαίριο. Αυτή η άνιση κατανομή της περισσευούμενης θερμότητας πυροδοτεί τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πλέον οι καύσωνες αφορούν τους πάντες. Ο Ιούνιος ήταν ο πιο ζεστός Ιούνιος όλων των εποχών παγκοσμίως. Εχει αλλάξει όλος ο χάρτης των πιέσεων και των θερμοκρασιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό μπορεί να δείτε στην Αίγυπτο χιόνι και στη Φινλανδία 35 βαθμούς».
Οπως σημειώνει η ερευνήτρια, βάσει του αρχείου του Εθνικού Αστεροσκοπείου από το 1858 αναφορικά με την Αθήνα, το 2018 υπήρξε το θερμότερο έτος ως προς την ελάχιστη θερμοκρασία, ενώ τα πέντε από τα θερμότερα χρόνια καταγράφηκαν την περίοδο 2010-2018, με θερμότερο όλων το 2010. Επιπλέον, οι περισσότεροι πρώιμοι καύσωνες σημειώθηκαν το 2016 και το 2017 και η μεγαλύτερη ακολουθία θερμών ημερών (32 μέρες > 37 βαθμούς Κελσίου) το 2012. Πάντως, το 2007 ήταν η χρονιά με την υψηλότερη θερμοκρασία που καταγράφηκε ποτέ στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (44,8 βαθμούς Κελσίου) όπως επίσης και το έτος με τον μεγαλύτερο αριθμό ημερών με θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου (8 μέρες).
Σύμφωνα δε με έρευνα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με επικεφαλής την κυρία Φουντά, καταγράφεται σημαντική μετατόπιση νωρίτερα μέσα στο έτος της πρώτης εμφάνισης ακραίων θερμοκρασιών στην Αθήνα, αλλά και μετατόπιση αργότερα μέσα στο έτος της τελευταίας εμφάνισής τους. Οσον αφορά στις θερμές νύχτες (> 26 βαθμούς Κελσίου), υπολογίστηκε ότι στην Αθήνα διαρκούν ολοένα και περισσότερο τα τελευταία 40 χρόνια, με ρυθμούς αύξησης που φτάνουν τις 10 ημέρες ανά δεκαετία. Επιπλέον, κατά τη δεκαετία 2006-2015, η μέση διάρκεια εμφάνισης πολύ θερμών ημερών (> 37 βαθμούς Κελσίου) είναι τετραπλάσια της δεκαετίας 1976-1985 και μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη δεκαετία από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Στο πλαίσιο των μελλοντικών εκτιμήσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η σχετική μελέτη του διευθυντή ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Χρήστου Γιαννακόπουλου, στην οποία αναφέρεται ότι η μέγιστη καλοκαιρινή θερμοκρασία εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κυρίως στην ενδοχώρα μέχρι και 2,5 βαθμούς Κελσίου το 2021-2050 και μέχρι και 5 βαθμούς Κελσίου το 2071-2100. Η αύξηση της ελάχιστης χειμερινής θερμοκρασίας προβλέπεται να είναι 1,5 βαθμούς Κελσίου το 2021-2050 και 3,5 βαθμούς το 2071-2100. Αυτή η άνοδος αναμένεται πιο έντονη στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας (2 βαθμούς και 4 βαθμούς Κελσίου αντίστοιχα), ενώ ο αριθμός των νυχτών με θερμοκρασίες άνω των 20 βαθμών Κελσίου θα αυξηθεί κυρίως στις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές.
Επιπτώσεις στην ανάπτυξη
Στο μεταξύ, η εξαιρετικά σημαντική παράμετρος των επιπτώσεων της αύξησης της θερμοκρασίας στον ελληνικό πληθυσμό τις επόμενες δεκαετίες καταγράφεται στη μελέτη του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις», διευθυντής ερευνών του οποίου είναι ο υπουργός Επικρατείας Κυριάκος Πιερρακάκης, με θέμα «Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ανάπτυξη»: «Οι πλέον σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από την κλιματική αλλαγή προβλέπεται να είναι η επιδείνωση της θερμικής άνεσης και η αύξηση στη θνησιμότητα κατά τους θερινούς μήνες και ειδικότερα κατά τη διάρκεια καυσώνων.
Οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται να είναι εντονότερες για το τμήμα του πληθυσμού που είναι στην κατηγορία άνω των 65 ετών, τμήμα που θα αντιστοιχεί στο 30%-33% του πληθυσμού το έτος 2050 λόγω της δημογραφικής στασιμότητας των τελευταίων ετών και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής». Οπως σημειώνεται στη μελέτη, «η σχέση μεταξύ της θερμοκρασίας του αέρα και της ποσοστιαίας αύξησης της θνησιμότητας, από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε για την Αθήνα, είναι μη γραμμική. Για θερμοκρασίες αέρα υψηλότερες από τους περίπου 34 βαθμούς Κελσίου και χαμηλότερες από τους 10 βαθμούς, υπάρχει αύξηση της ποσοστιαίας μεταβολής της ημερήσιας θνησιμότητας.
Σε ό,τι αφορά στις υψηλές θερμοκρασίες, εκτιμάται ότι αύξηση κατά 1 βαθμό πάνω από το όριο των 34 βαθμών Κελσίου προκαλεί αύξηση της ημερήσιας θνησιμότητας κατά περίπου 3% (Διάγραμμα 3). Σε περίπτωση επεισοδίου καύσωνα με τιμές θερμοκρασίας της τάξης των 42 βαθμών Κελσίου, η αύξηση της ημερήσιας θνησιμότητας είναι περίπου 10% και 18% για τα αναπνευστικά και καρδιολογικά νοσήματα αντίστοιχα. Οι επιπτώσεις εκτιμάται ότι θα είναι εντονότερες για τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι 2 εκατομμύρια περίπου Ελληνες που είναι σε ηλικία άνω των 65 ετών».
Επιπτώσεις στην ανάπτυξη
Στο μεταξύ, η εξαιρετικά σημαντική παράμετρος των επιπτώσεων της αύξησης της θερμοκρασίας στον ελληνικό πληθυσμό τις επόμενες δεκαετίες καταγράφεται στη μελέτη του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις», διευθυντής ερευνών του οποίου είναι ο υπουργός Επικρατείας Κυριάκος Πιερρακάκης, με θέμα «Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ανάπτυξη»: «Οι πλέον σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από την κλιματική αλλαγή προβλέπεται να είναι η επιδείνωση της θερμικής άνεσης και η αύξηση στη θνησιμότητα κατά τους θερινούς μήνες και ειδικότερα κατά τη διάρκεια καυσώνων.
Οι επιπτώσεις αυτές αναμένεται να είναι εντονότερες για το τμήμα του πληθυσμού που είναι στην κατηγορία άνω των 65 ετών, τμήμα που θα αντιστοιχεί στο 30%-33% του πληθυσμού το έτος 2050 λόγω της δημογραφικής στασιμότητας των τελευταίων ετών και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής». Οπως σημειώνεται στη μελέτη, «η σχέση μεταξύ της θερμοκρασίας του αέρα και της ποσοστιαίας αύξησης της θνησιμότητας, από την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε για την Αθήνα, είναι μη γραμμική. Για θερμοκρασίες αέρα υψηλότερες από τους περίπου 34 βαθμούς Κελσίου και χαμηλότερες από τους 10 βαθμούς, υπάρχει αύξηση της ποσοστιαίας μεταβολής της ημερήσιας θνησιμότητας.
Σε ό,τι αφορά στις υψηλές θερμοκρασίες, εκτιμάται ότι αύξηση κατά 1 βαθμό πάνω από το όριο των 34 βαθμών Κελσίου προκαλεί αύξηση της ημερήσιας θνησιμότητας κατά περίπου 3% (Διάγραμμα 3). Σε περίπτωση επεισοδίου καύσωνα με τιμές θερμοκρασίας της τάξης των 42 βαθμών Κελσίου, η αύξηση της ημερήσιας θνησιμότητας είναι περίπου 10% και 18% για τα αναπνευστικά και καρδιολογικά νοσήματα αντίστοιχα. Οι επιπτώσεις εκτιμάται ότι θα είναι εντονότερες για τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, όπως οι 2 εκατομμύρια περίπου Ελληνες που είναι σε ηλικία άνω των 65 ετών».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα