Κύθνος: Μνημειώδεις κατασκευές και σημαντικά ευρήματα έφεραν στο φως οι ανασκαφές
05.09.2019
18:27
Στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι» βρέθηκε εκτεταμένη πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση, παλαιοχριστιανική βασιλική και κατασκευές που ανήκουν σε σημαντικό ιερό της αρχαιότητας – Τι ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη
Σημαντικά ευρήματα έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνι στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι» απέναντι από το «Βρυόκαστρο», την αρχαία πόλη της Κύθνου, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισμού.
Ανάμεσα στα αποτελέσματα ήταν εκτεταμένη πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση με τμήμα του παράκτιου τείχους και πύλη, παλαιοχριστιανική βασιλική, καθώς και μνημειώδεις κατασκευές που ανήκουν σε σημαντικό ιερό της αρχαιότητας.
Άγνωστη η ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας στον αρχαίο ναό
Παράλληλα, στο νότιο ανώτερο πλάτωμα της νησίδας αποκαλύφθηκε μνημειώδες ανάλημμα, μήκους σχεδόν 22 μέτρων, που προσωρινά μπορεί να χρονολογηθεί στους κλασικούς χρόνους, τόσο από την ισόδομη τοιχοποιία του, όσο και από την κεραμεική που συλλέχθηκε εντός του στρώματος «λατύπης» που συνδέεται με την κατασκευή του.
Σύμφωνα με το υπουργείο τα ευρήματα είναι εξαιρετικής ποιότητας κεραμεική των Γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, καθώς και ορισμένα ευρήματα αναμφίβολα αναθηματικού χαρακτήρα (μικρογραφικά αγγεία, πήλινα γυναικεία ειδώλια, κ.ά.).
Πέντε μέτρα ανατολικά του αναλήμματος, ο λαξευμένος βράχος σχηματίζει ορθογώνιο έξαρμα διαστάσεων 11x4 μ. περίπου, εξαιρετικά διαβρωμένο σήμερα, το οποίο φαίνεται ότι ταυτίζεται με μνημειώδη βωμό. Το ανάλημμα σχηματίζει ένα είδος κρηπίδας ύψους 4,50 μ., δυτικά του οποίου ο φυσικός βράχος σχηματίζει ένα ευρύχωρο άνδηρο με πολυάριθμα ίχνη από αρχαία λαξεύματα, ορισμένα από τα οποία φαίνεται ότι σχετίζονται με κάποιο μνημειώδη ναό που προφανώς είχε ιδρυθεί εδώ. Η προσεκτική μελέτη των λαξευμάτων αυτών ίσως επιτρέψει να αποσαφηνιστεί ως έναν βαθμό η μορφή του κλασικού-ελληνιστικού ναού. Ωστόσο, η ταυτότητα της θεότητας που λατρευόμενης θεότητας παραμένει άγνωστη.
Έντονη η ανθρώπινη δραστηριότητα της πρωτοβυζαντινής περιόδου
Παράλληλα, το υπουργείο αναφέρει ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα της πρωτοβυζαντινής περιόδου είναι έντονη και η διατάραξη των παλαιότερων κτηρίων μεγάλη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «πολυάριθμοι τοίχοι και ευρύχωροι χώροι χρησιμοποίησαν εν μέρει τις ερειπωμένες σε κάποιο βαθμό αρχαίες δομές. Η υστερότερη κεραμεική χρονολογείται στα τέλη του 6ου και στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα μΧ. Μετά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η πόλη της Κύθνου και οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν στο Κάστρο της Ωριάς, τη μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού. Η εντατική πρωτοβυζαντινή χρήση της βραχονησίδας, η οποία φαίνεται ότι ήταν η περιοχή όπου συρρικνώθηκε η πόλη στην ύστερη αρχαιότητα, διαρκεί μέχρι τουλάχιστον τον 7ο αιώνα οπότε και εγκαταλείπεται, όπως και από τα ευρήματα στις άλλες δύο θέσεις που ερευνήθηκαν».
Ως προς το επίμηκες Κτήριο 2 και την οχύρωση
«Η παράκτια οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας προστάτευε το αδύναμο ανατολικό τμήμα της βραχονησίδας. Οι υπόλοιπες πλευρές ήταν απροσπέλαστες λόγω της κατακόρυφης διαμόρφωσης των βράχων. Στο εσωτερική πλευρά της είχαν κτιστεί πολυάριθμα επάλληλα ορθογώνια δωμάτια, σε ένα από τα οποία εντοπίστηκε χάλκινος φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου Τιβερίου (582-602). Η έρευνα λίγο βορειότερα έφερε στο φως την κύρια είσοδο της οχύρωσης, πιθανόν προστατευμένη με πύργο. Η οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας εδράζεται πάνω σε παλαιότερη, πιθανώς των αρχαϊκών χρόνων, φάση με την οποία φαίνεται να συνδέονται χώροι εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο. Από τις αναμοχλευμένες επιχώσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων προέρχονται και λίγα ευρήματα (κεραμεική και εργαλεία από οψιανό) της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, καθώς και σημαντικές ποσότητες κεραμεικής των Γεωμετρικών έως ρωμαϊκών χρόνων», επισημαίνει το ΥΠΠΟΑ.
Ως προς την τρίκλιτη Βασιλική
«Σε ψηλότερο άνδηρο, αλλά αξονικά με την είσοδο της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης, ολοκληρώθηκε φέτος η ανασκαφή του εσωτερικού της τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Από την σχεδόν τετράγωνη κάτοψη εξέχει ανατολικά η αψίδα του ιερού. Οι εξωτερικές είσοδοι ανοίγονται στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα, αφού δυτικά το έδαφος ήταν υπερυψωμένο. Η ανισοσταθμία των δαπέδων των χώρων οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους. Κάθε κλίτος επικοινωνούσε απευθείας με τον νάρθηκα. Η εκκλησία διαθέτει προσκτίσματα προς βορρά και νότο, από τα οποία ερευνήθηκε το βόρειο, που είχε απ' ευθείας πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού», πληροφορεί η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.
Σύνθετη οικοδομική ιστορία του μνημείου
Ανάμεσα στα αποτελέσματα ήταν εκτεταμένη πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση με τμήμα του παράκτιου τείχους και πύλη, παλαιοχριστιανική βασιλική, καθώς και μνημειώδεις κατασκευές που ανήκουν σε σημαντικό ιερό της αρχαιότητας.
Άγνωστη η ταυτότητα της λατρευόμενης θεότητας στον αρχαίο ναό
Παράλληλα, στο νότιο ανώτερο πλάτωμα της νησίδας αποκαλύφθηκε μνημειώδες ανάλημμα, μήκους σχεδόν 22 μέτρων, που προσωρινά μπορεί να χρονολογηθεί στους κλασικούς χρόνους, τόσο από την ισόδομη τοιχοποιία του, όσο και από την κεραμεική που συλλέχθηκε εντός του στρώματος «λατύπης» που συνδέεται με την κατασκευή του.
Σύμφωνα με το υπουργείο τα ευρήματα είναι εξαιρετικής ποιότητας κεραμεική των Γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, καθώς και ορισμένα ευρήματα αναμφίβολα αναθηματικού χαρακτήρα (μικρογραφικά αγγεία, πήλινα γυναικεία ειδώλια, κ.ά.).
Πέντε μέτρα ανατολικά του αναλήμματος, ο λαξευμένος βράχος σχηματίζει ορθογώνιο έξαρμα διαστάσεων 11x4 μ. περίπου, εξαιρετικά διαβρωμένο σήμερα, το οποίο φαίνεται ότι ταυτίζεται με μνημειώδη βωμό. Το ανάλημμα σχηματίζει ένα είδος κρηπίδας ύψους 4,50 μ., δυτικά του οποίου ο φυσικός βράχος σχηματίζει ένα ευρύχωρο άνδηρο με πολυάριθμα ίχνη από αρχαία λαξεύματα, ορισμένα από τα οποία φαίνεται ότι σχετίζονται με κάποιο μνημειώδη ναό που προφανώς είχε ιδρυθεί εδώ. Η προσεκτική μελέτη των λαξευμάτων αυτών ίσως επιτρέψει να αποσαφηνιστεί ως έναν βαθμό η μορφή του κλασικού-ελληνιστικού ναού. Ωστόσο, η ταυτότητα της θεότητας που λατρευόμενης θεότητας παραμένει άγνωστη.
Έντονη η ανθρώπινη δραστηριότητα της πρωτοβυζαντινής περιόδου
Παράλληλα, το υπουργείο αναφέρει ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα της πρωτοβυζαντινής περιόδου είναι έντονη και η διατάραξη των παλαιότερων κτηρίων μεγάλη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση «πολυάριθμοι τοίχοι και ευρύχωροι χώροι χρησιμοποίησαν εν μέρει τις ερειπωμένες σε κάποιο βαθμό αρχαίες δομές. Η υστερότερη κεραμεική χρονολογείται στα τέλη του 6ου και στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα μΧ. Μετά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η πόλη της Κύθνου και οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν στο Κάστρο της Ωριάς, τη μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού. Η εντατική πρωτοβυζαντινή χρήση της βραχονησίδας, η οποία φαίνεται ότι ήταν η περιοχή όπου συρρικνώθηκε η πόλη στην ύστερη αρχαιότητα, διαρκεί μέχρι τουλάχιστον τον 7ο αιώνα οπότε και εγκαταλείπεται, όπως και από τα ευρήματα στις άλλες δύο θέσεις που ερευνήθηκαν».
Ως προς το επίμηκες Κτήριο 2 και την οχύρωση
«Η παράκτια οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας προστάτευε το αδύναμο ανατολικό τμήμα της βραχονησίδας. Οι υπόλοιπες πλευρές ήταν απροσπέλαστες λόγω της κατακόρυφης διαμόρφωσης των βράχων. Στο εσωτερική πλευρά της είχαν κτιστεί πολυάριθμα επάλληλα ορθογώνια δωμάτια, σε ένα από τα οποία εντοπίστηκε χάλκινος φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου Τιβερίου (582-602). Η έρευνα λίγο βορειότερα έφερε στο φως την κύρια είσοδο της οχύρωσης, πιθανόν προστατευμένη με πύργο. Η οχύρωση της ύστερης αρχαιότητας εδράζεται πάνω σε παλαιότερη, πιθανώς των αρχαϊκών χρόνων, φάση με την οποία φαίνεται να συνδέονται χώροι εν μέρει λαξευμένοι στο φυσικό βράχο. Από τις αναμοχλευμένες επιχώσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων προέρχονται και λίγα ευρήματα (κεραμεική και εργαλεία από οψιανό) της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, καθώς και σημαντικές ποσότητες κεραμεικής των Γεωμετρικών έως ρωμαϊκών χρόνων», επισημαίνει το ΥΠΠΟΑ.
Αεροφωτογραφία της αρχαίας πόλης της Κύθνου (σημ. «Βρυόκαστρο»). Κάτω αριστερά το «Βρυοκαστράκι» (φωτ. Κώστα Ξενικάκη)
Ως προς την τρίκλιτη Βασιλική
«Σε ψηλότερο άνδηρο, αλλά αξονικά με την είσοδο της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης, ολοκληρώθηκε φέτος η ανασκαφή του εσωτερικού της τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Από την σχεδόν τετράγωνη κάτοψη εξέχει ανατολικά η αψίδα του ιερού. Οι εξωτερικές είσοδοι ανοίγονται στους πλάγιους τοίχους του νάρθηκα, αφού δυτικά το έδαφος ήταν υπερυψωμένο. Η ανισοσταθμία των δαπέδων των χώρων οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους. Κάθε κλίτος επικοινωνούσε απευθείας με τον νάρθηκα. Η εκκλησία διαθέτει προσκτίσματα προς βορρά και νότο, από τα οποία ερευνήθηκε το βόρειο, που είχε απ' ευθείας πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού», πληροφορεί η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.
Σύνθετη οικοδομική ιστορία του μνημείου
«Το μνημείο έχει σύνθετη οικοδομική ιστορία: διακρίνονται τρεις κύριες φάσεις. Από αυτές, σημειώνεται εκείνη όπου ο διαχωρισμός των κλιτών γίνεται με εναλλασσόμενους πεσσούς και κίονες, καθώς και η τελευταία όπου τα μετακιόνια σφραγίζονται αφήνοντας μικρές διόδους μεταξύ των κλιτών. Στη θέση του διατηρείται το φράγμα του πρεσβυτερίου, αλλά και τμήματα του αρχιτεκτονικού διακόσμου. Στο κτήριο είχαν χρησιμοποιηθεί ως spolia (σ.σ. αρχιτεκτονικά μέλη από παλαιότερα μνημεία) μαρμάρινα μέλη, όπως επενδύσεις αρχαίων μνημείων, βάθρα, έλικα ιωνικού κιονοκράνου πιθανώς αρχαϊκών χρόνων και τραπεζοφόρο σε δύο θραύσματα με απόληξη λεοντοπόδαρου. Ένα ανοικτό πήλινο αγγείο βρέθηκε στο νότιο κλίτος, σε επαφή με το φράγμα του πρεσβυτερίου. Δύο αποσπασματικά σωζόμενες επιγραφές βρέθηκαν στο νάρθηκα, η μία στοιχηδόν των αρχών του 4ου αι. π.Χ., η άλλη, χαραγμένη σε tabula ansata, τιμητική του αυτοκράτορα Βεσπασιανού ή Δομιτιανού του 1ου αι. μ.Χ.».
Οι ανασκαφές στη βραχονησίδα διενεργήθηκαν φέτος από 24 Ιουνίου έως 3 Αυγούστου. Το ανασκαφικό πρόγραμμα διενεργείται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό τη διεύθυνση του Εφόρου Δρος Δημήτρη Αθανασούλη. Οι ανασκαφές χρηματοδοτούνται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και από τον κ. Αθανάσιο Μαρτίνο.
Οι ανασκαφές στη βραχονησίδα διενεργήθηκαν φέτος από 24 Ιουνίου έως 3 Αυγούστου. Το ανασκαφικό πρόγραμμα διενεργείται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, υπό τη διεύθυνση του Εφόρου Δρος Δημήτρη Αθανασούλη. Οι ανασκαφές χρηματοδοτούνται από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και από τον κ. Αθανάσιο Μαρτίνο.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr