Πέγκυ Ρίζου στο protothema.gr: O Δημήτρης έφυγε με παράπονο, δεν του στάθηκαν άνθρωποι που βοήθησε
Πέγκυ Ρίζου στο protothema.gr: O Δημήτρης έφυγε με παράπονο, δεν του στάθηκαν άνθρωποι που βοήθησε
Τρεις μέρες μετά τον τελευταίο της αποχαιρετισμό στον Δημήτρη Ρίζο, η επί 25 χρόνια σύζυγός του μιλά στο protothema.gr για τον εκδότη «που ήθελε να ζει μες στον κόσμο» - Δείτε προσωπικές φωτογραφίες από το άλμπουμ της ζωής τους
«Είμαι πολύ κουρασμένη…» μου λέει, καθώς ανοίγει μαυροφορεμένη την πόρτα της μονοκατοικίας τους στο Ελληνικό. O Δημήτρης Ρίζος είναι πλέον αποτυπωμένος μόνο σε φωτογραφίες. Και στις αναμνήσεις της. «Τώρα που κοίταζα το άλμπουμ, είδα πως έχουμε ζήσει με τον Δημήτρη μια πολύ ωραία ζωή. Υπέροχη. Πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ γεμάτη, με πολλά γλέντια, πολλά ταξίδια σχεδόν σε όλο τον κόσμο, αλλά και πολύ δύσκολη…».
Η Πέγκυ Ρίζου θέλει να μιλήσει για πρώτη φορά, σε πρώτο πρόσωπο, για όλα αυτά που έχουν σπεύσει κάποιοι άλλοι να ερμηνεύσουν.
Ο Δημήτρης Ρίζος ήταν τόσο εξωστρεφής όσο φαινόταν;
Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει μες στον κόσμο. Δηλαδή δεν ήταν ένας εκδότης σε ένα γραφείο κλεισμένος που δεν μπορούσε να τον δει κανένας. Οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί του, μπορούσαν να μπουν στο γραφείο του ό,τι ώρα και να ‘ταν, όποιος και να ‘ταν μέσα. Ήταν ένας άνθρωπος αδιάφθορος που δεν φοβόταν κάτι, για να κρύβεται. Με το που τελείωνε τη δουλειά, γιατί είχε συνηθίσει και από πιτσιρικάς που δούλευε στις εφημερίδες και τελείωνε πολύ αργά, το standard ήταν να βγούμε έξω. Θυμάμαι είχα μόλις γεννήσει τη Δήμητρα και έπαιρνε από την εφημερίδα 9-9.30 το βράδυ και μου έλεγε: «Άντε τελείωνε να βγούμε!». Ήθελε να ακούει τον παλμό του κόσμου.
Δηλαδή;
Να σου πω ένα χαρακτηριστικό. Θυμάμαι στην αρχή που βγαίναμε σαν φλερτ για φαγητό –τότε ήταν παντοδύναμος, ίσως πιο ισχυρός και από τους πολιτικούς– και ξαφνικά τραβάγανε καρεκλίτσες από δίπλα και κάθονταν γύρω γύρω. Ήθελαν να τον ακούσουν τι πιστεύει για την πολιτική κατάσταση. Στην αρχή μου φαινόταν τρελό: ένα ζευγάρι να είναι τετ-α τετ και να μαζεύονται άγνωστοι άνθρωποι γύρω που δεν τους ενδιέφερε καθόλου αν θες να απολαύσεις ένα ρομαντικό δείπνο με τον αγαπημένο σου. Με τα χρόνια το συνήθισα και άρχισα να το απολαμβάνω κιόλας.
Θυμάσαι πώς έγινε η πρώτη σας γνωριμία;
Εγώ ήμουν πολύ μικρή όταν τον πρωτοσυνάντησα. Πρέπει να σου πω, δε, ότι μέχρι που παντρευτήκαμε δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ την ηλικία του. Γιατί ο Δημήτρης δεν είχε ηλικία. Δεν φαινόταν ότι είχε κάποια τρελή διαφορά μαζί μου. Ήμασταν σε ένα τραπέζι με μια παρέα και είχε μια άλλη αγαπημένη εκείνη την εποχή. Με το που σηκώθηκε εκείνη να πάει στην τουαλέτα, σηκώνεται και ο Δημήτρης, έρχεται από πάνω μου και μου λέει: «Κοριτσάκι μου, έχεις το ωραιότερο χαμόγελο του κόσμου!». «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!» του απαντώ και γυρνάω από την άλλη για να συνεχίσω να μιλάω με την παρέα μου. Μετά ξανασυναντηθήκαμε σε κάποιο κάλεσμα, στη ‘Νεράιδα’ νομίζω, όπου πιάσαμε τη συζήτηση. Άρχισε να με φλερτάρει για κάνα δυο μήνες συνεχώς. Πολύ ρομαντικά. Με καλούσε σε αυτό το σπίτι εδώ που μέναμε όλη μας τη ζωή για να μου κάνει το τραπέζι. Ένα μεσημέρι μου είπε: «Να ξέρεις εγώ δεν μαγειρεύω ποτέ. Μαγειρεύω τώρα, μέχρι να σε παντρευτώ και να μαγειρεύεις εσύ!». Γιατί όντως είμαι καλή μαγείρισσα. Και το παραδεχόταν πάντα αυτό.
Και πώς συνεχίσατε;
Μετά ξεκινήσαμε να έχουμε σχέση. Ήταν περίεργο και χαριτωμένο μαζί. Και πολύ γοητευτικό. Μόνο που έβλεπα τα τυρκουάζ αυτά μάτια, έπεφτα ξερή εγώ. Full in love. Στους 8 μήνες ήταν τα γενέθλιά μου. «Σου έχω πάρει ένα δώρο» μου λέει και μου δίνει ένα κουτί που μέσα είχε ένα κλειδί. «Αυτό είναι το κλειδί του σπιτιού μου. Όποτε θες να έρχεσαι» μου είπε. Λίγο καιρό μετά, τον περίμενα στο σπίτι που έμενα με τους γονείς μου στην Άνω Γλυφάδα, να έρθει να με πάρει να φύγουμε για Σαββατοκύριακο. Χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και τον βλέπω στην πόρτα. «Γεια σας, είμαι ο Δημήτρης ο Ρίζος και να ξέρετε ότι είμαι με την κόρη σας» συστήθηκε. Ο πατέρας μου τον λάτρεψε. Και έτσι ξεκίνησε μια ωραία κοινή ζωή.
Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ‘αδέσμευτος τύπος’;
Η Πέγκυ Ρίζου θέλει να μιλήσει για πρώτη φορά, σε πρώτο πρόσωπο, για όλα αυτά που έχουν σπεύσει κάποιοι άλλοι να ερμηνεύσουν.
Ο Δημήτρης Ρίζος ήταν τόσο εξωστρεφής όσο φαινόταν;
Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να ζει μες στον κόσμο. Δηλαδή δεν ήταν ένας εκδότης σε ένα γραφείο κλεισμένος που δεν μπορούσε να τον δει κανένας. Οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί του, μπορούσαν να μπουν στο γραφείο του ό,τι ώρα και να ‘ταν, όποιος και να ‘ταν μέσα. Ήταν ένας άνθρωπος αδιάφθορος που δεν φοβόταν κάτι, για να κρύβεται. Με το που τελείωνε τη δουλειά, γιατί είχε συνηθίσει και από πιτσιρικάς που δούλευε στις εφημερίδες και τελείωνε πολύ αργά, το standard ήταν να βγούμε έξω. Θυμάμαι είχα μόλις γεννήσει τη Δήμητρα και έπαιρνε από την εφημερίδα 9-9.30 το βράδυ και μου έλεγε: «Άντε τελείωνε να βγούμε!». Ήθελε να ακούει τον παλμό του κόσμου.
Δηλαδή;
Να σου πω ένα χαρακτηριστικό. Θυμάμαι στην αρχή που βγαίναμε σαν φλερτ για φαγητό –τότε ήταν παντοδύναμος, ίσως πιο ισχυρός και από τους πολιτικούς– και ξαφνικά τραβάγανε καρεκλίτσες από δίπλα και κάθονταν γύρω γύρω. Ήθελαν να τον ακούσουν τι πιστεύει για την πολιτική κατάσταση. Στην αρχή μου φαινόταν τρελό: ένα ζευγάρι να είναι τετ-α τετ και να μαζεύονται άγνωστοι άνθρωποι γύρω που δεν τους ενδιέφερε καθόλου αν θες να απολαύσεις ένα ρομαντικό δείπνο με τον αγαπημένο σου. Με τα χρόνια το συνήθισα και άρχισα να το απολαμβάνω κιόλας.
Θυμάσαι πώς έγινε η πρώτη σας γνωριμία;
Εγώ ήμουν πολύ μικρή όταν τον πρωτοσυνάντησα. Πρέπει να σου πω, δε, ότι μέχρι που παντρευτήκαμε δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ την ηλικία του. Γιατί ο Δημήτρης δεν είχε ηλικία. Δεν φαινόταν ότι είχε κάποια τρελή διαφορά μαζί μου. Ήμασταν σε ένα τραπέζι με μια παρέα και είχε μια άλλη αγαπημένη εκείνη την εποχή. Με το που σηκώθηκε εκείνη να πάει στην τουαλέτα, σηκώνεται και ο Δημήτρης, έρχεται από πάνω μου και μου λέει: «Κοριτσάκι μου, έχεις το ωραιότερο χαμόγελο του κόσμου!». «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!» του απαντώ και γυρνάω από την άλλη για να συνεχίσω να μιλάω με την παρέα μου. Μετά ξανασυναντηθήκαμε σε κάποιο κάλεσμα, στη ‘Νεράιδα’ νομίζω, όπου πιάσαμε τη συζήτηση. Άρχισε να με φλερτάρει για κάνα δυο μήνες συνεχώς. Πολύ ρομαντικά. Με καλούσε σε αυτό το σπίτι εδώ που μέναμε όλη μας τη ζωή για να μου κάνει το τραπέζι. Ένα μεσημέρι μου είπε: «Να ξέρεις εγώ δεν μαγειρεύω ποτέ. Μαγειρεύω τώρα, μέχρι να σε παντρευτώ και να μαγειρεύεις εσύ!». Γιατί όντως είμαι καλή μαγείρισσα. Και το παραδεχόταν πάντα αυτό.
Και πώς συνεχίσατε;
Μετά ξεκινήσαμε να έχουμε σχέση. Ήταν περίεργο και χαριτωμένο μαζί. Και πολύ γοητευτικό. Μόνο που έβλεπα τα τυρκουάζ αυτά μάτια, έπεφτα ξερή εγώ. Full in love. Στους 8 μήνες ήταν τα γενέθλιά μου. «Σου έχω πάρει ένα δώρο» μου λέει και μου δίνει ένα κουτί που μέσα είχε ένα κλειδί. «Αυτό είναι το κλειδί του σπιτιού μου. Όποτε θες να έρχεσαι» μου είπε. Λίγο καιρό μετά, τον περίμενα στο σπίτι που έμενα με τους γονείς μου στην Άνω Γλυφάδα, να έρθει να με πάρει να φύγουμε για Σαββατοκύριακο. Χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και τον βλέπω στην πόρτα. «Γεια σας, είμαι ο Δημήτρης ο Ρίζος και να ξέρετε ότι είμαι με την κόρη σας» συστήθηκε. Ο πατέρας μου τον λάτρεψε. Και έτσι ξεκίνησε μια ωραία κοινή ζωή.
Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ‘αδέσμευτος τύπος’;
Κάθε άλλο. Όποια ερωτευόταν, την παντρευόταν. Ο Δημήτρης έζησε πάρα πολύ έντονη και γεμάτη ζωή. Έκανε τρεις γάμους, έκανε τα παιδιά του, έκανε φλερτ ενδιάμεσα γιατί ήταν ένας ερωτεύσιμος άνθρωπος. «Κάθε 20 χρόνια παντρεύομαι μια άλλη» έλεγε για αστείο. Με εμένα ευτυχώς το ξεπέρασε αυτό, ήμασταν 25 χρόνια.
Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι πρόκειται να είσαι «η κυρία του κυρίου»;
Ο Δημήτρης δεν ήταν κομπλεξικός. Μου έδινε φτερά να πετάξω. Δεν ήθελε η γυναίκα του να μένει πίσω. Καμάρωνε με τις επιτυχίες μου. Κοίτα, αν δύο πολύ δυναμικοί άνθρωποι όπως εγώ κι ο Δημήτρης αρχίσουν να αναλύουν τα πράγματα, δεν κάνουν τίποτα στη ζωή τους. Εμείς δεν αναλύαμε, δημιουργούσαμε. Δημιουργήσαμε οικογένεια, κάναμε το παιδί μας, δημιουργήσαμε εταιρείες. Πρέπει να σου πω ότι, όταν γνώρισα τον Δημήτρη, ήταν βεβαίως παντοδύναμος, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που ήταν εκδότης στον «Ελεύθερο Τύπο» και έπαιρνε ένα μισθό. Δεν ήταν επιχειρηματίας, δούλευε σε μια πολύ μεγάλη επιχείρηση. Ήταν πολύ καλά αμειβόμενος, αλλά τα πράγματα που φτιάξαμε ήταν μετέπειτα, όταν πια είχαμε παντρευτεί. Όταν έφυγε από τον «Ελεύθερο Τύπο», ήταν κάτι που τον είχε πλήξει πάρα πολύ. Ξεκίνησε μια καινούργια εφημερίδα. Ήταν δύσκολη φάση.
Πάντως ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι δεν ήταν και ο καλύτερος οικονομολόγος.
Ήταν ο χειρότερος οικονομολόγος που υπήρχε. Και ευτυχώς που αυτό το είχε δηλώσει κατ’ επανάληψη στις συνεντεύξεις του. Γιατί κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω λίγο σαν την κακιά μάγισσα που δεν τα λειτούργησε καλά. Εγώ είμαι τεχνοκράτης, ο Δημήτρης ήταν μόνο καρδιά. Πίστευε πάρα πολύ στην εφημερίδα, στους δημοσιογράφους, στην ελευθερία των δημοσιογράφων και στο φιλότιμο που τελικά οι δημοσιογράφοι το έχουν σε πολύ μικρό ποσοστό. Ήταν εφημεριδάς, γραφιάς. Για να καταλάβεις δεν έγραψε ποτέ σε computer ή σε γραφομηχανή. Όλα του τα κείμενα ήταν με το μπλε μαρκαδοράκι του στο παλιό δημοσιογραφικό χαρτί, επί 50 χρόνια. Τα δεδομένα όμως άλλαζαν. Έφτασε κάποια στιγμή να δανείζεται για να συντηρήσει την εφημερίδα του. Και αυτό το έκανε για να μην αναγκαστεί να μειώσει το προσωπικό του και αφήσει κόσμο στον δρόμο. Είναι ωραίες οι ουτοπίες, αλλά όταν αλλάζουν οι καιροί, πρέπει να προσαρμόζεσαι. Δεν θέλω να κάνω καν τον απολογισμό.
Οπότε το αδιέξοδο ήταν μονόδρομος.
Μα όταν δανείζεσαι, βάζεις όλη σου την προσωπική περιουσία και δεν μπορείς καν να δώσεις τους μισθούς των υπαλλήλων σου γιατί πρέπει να πληρώσεις πρώτα τα ταμεία… Αυτό του δημιούργησε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Και βέβαια το εξαντλητικότερο όλων που τον διέλυσε πλέον, ήταν όταν πέρυσι το καλοκαίρι τον συλλάβανε και τον έστειλαν τον άνθρωπο στην Κω, άρρωστο πολύ και σε αυτή την ηλικία. Λόγω χρεών προς το Δημόσιο. Γράφτηκαν γελοιότητες για ένα άνθρωπο που έφτασε στο σημείο που έφτασε γιατί χρώσταγε στο Δημόσιο. Δεν έκλεψε κανέναν, δεν έκανε αλητείες σε κανένα, δεν υπεξαίρεσε χρήματα από κανέναν. Δανειζόταν και δεν μπόρεσε πια κάποια στιγμή. Και όλο αυτό τον ρούφηξε.
Και κάπως έτσι βρέθηκε να ταξιδεύει 11 ώρες με το καράβι για να φτάσει στις Δικαστικές Φυλακές στην Κω.
Παρακαλέσαμε, είπαμε: «Αφήστε τον άνθρωπο, είναι 80 ετών, πάσχει από Πάρκινσον, δεν μπορεί να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι». Και γύρισε και είπε ο Εισαγγελέας: «Αν δεν μπορεί να ταξιδέψει, να τον κρατήσετε κρατούμενο με τις χειροπέδες στο νοσοκομείο». Ε, πια ήταν ανήκουστο. Ήταν απονιά. Και τον παίρνουν μέσα στη νύχτα, μέσα σε μισή ώρα από το Μεταγωγών και τον χώνουν σε ένα πλοίο. Ούτε καν στον Κορυδαλλό, σε μια πτέρυγα που είναι για κάποιο με επιβαρυμένη υγεία. Που ξέρουμε καλά ποιοι κρατούνται σε αυτές τις πτέρυγες… Αυτό τον κλόνισε πάρα πολύ και δεν επανήλθε ποτέ.
Για εκείνη την περίοδο πάντως, υπήρξαν δημοσιεύματα που έλεγαν ότι εσύ έκανες διακοπές στο Λονδίνο…
Εγώ ούτε διακοπές έκανα στο Λονδίνο ούτε τίποτα. Πρώτα απ’ όλα ήταν η αποφοίτηση του παιδιού μου και ήμουν στην Ελλάδα. Και το να είμαι με το παιδί μου στο Λονδίνο είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα που υπάρχει. Φρόντιζα τον μισό καιρό να είμαι εδώ στην Ελλάδα, να τακτοποιώ όλα αυτά τα προβλήματα, ώστε να μπορώ να φεύγω και να βλέπω το παιδί μου, επειδή ζει στο Λονδίνο. Μακάρι να μπορούσα να πάρω και τον Δημήτρη, αλλά είχε απαγόρευση εξόδου λόγω των χρεών προς το Δημόσιο.
Η Δήμητρα Ρίζου, κόρη του Δημήτρη και της Πέγκυς Ρίζου, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στις Μusic Business στο Λονδίνο. Επίσης, εκεί εμφανίζεται με την μπάντα της Dimmy & the Bad Heart. «Ο μπαμπάς μου θυμάμαι μου είχε πει μια φορά: ‘Κάνε ό,τι σου αρέσει. Αλλά μην το κάνεις ποτέ μέτρια!’. Με υποστήριζε απόλυτα. Από το μπάσκετ και τα ωδεία, μέχρι τις σχολικές γιορτές. Δεν μου είχε πει ποτέ όχι σε τίποτα. Μαζί τρέχαμε να πάρουμε την πρώτη κιθάρα μου από τον Νάκα. Ήταν πολύ μπαμπάς!»
Δεν βρέθηκαν άνθρωποι κοντά σας για να σας συμπαρασταθούν;
Ο Δημήτρης είχε παράπονο. Ήταν απογοητευμένος από πολλούς ανθρώπους δικούς του που είχε βοηθήσει χωρίς κανένα αντάλλαγμα και δεν του στάθηκαν. Αλλά πρέπει να το πω. Ο φίλος μου ο Γιώργος Ντάβλας ήταν άμεσος και αποτελεσματικός. Πήρε δύο τηλέφωνα τότε και μου έλυσε τα χέρια.
Και τώρα; Πώς θα κατευθύνεις τη ζωή σου;
Είμαι αγωνίστρια. Για τα πάντα. Δεν παραδίδομαι. Όπως και τα τελευταία 10 χρόνια θα συνεχίσω να μάχομαι και να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου. Έχω μάθει να επιβιώνω στη ζωή. Σκέφτομαι ότι και ο Δημήτρης θα μου έλεγε, με αυτό το μάτι του που όταν του γύρναγε γινόταν γυάλινο: «Προχώρα! Τι είσαι; Καμιά γυναικούλα; Έχεις το παιδί σου. Έχεις τη ζωή σου. Έχεις την υγεία σου. Έχεις ανθρώπους που σε στηρίζουν. Προχώρα!».
Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι πρόκειται να είσαι «η κυρία του κυρίου»;
Ο Δημήτρης δεν ήταν κομπλεξικός. Μου έδινε φτερά να πετάξω. Δεν ήθελε η γυναίκα του να μένει πίσω. Καμάρωνε με τις επιτυχίες μου. Κοίτα, αν δύο πολύ δυναμικοί άνθρωποι όπως εγώ κι ο Δημήτρης αρχίσουν να αναλύουν τα πράγματα, δεν κάνουν τίποτα στη ζωή τους. Εμείς δεν αναλύαμε, δημιουργούσαμε. Δημιουργήσαμε οικογένεια, κάναμε το παιδί μας, δημιουργήσαμε εταιρείες. Πρέπει να σου πω ότι, όταν γνώρισα τον Δημήτρη, ήταν βεβαίως παντοδύναμος, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που ήταν εκδότης στον «Ελεύθερο Τύπο» και έπαιρνε ένα μισθό. Δεν ήταν επιχειρηματίας, δούλευε σε μια πολύ μεγάλη επιχείρηση. Ήταν πολύ καλά αμειβόμενος, αλλά τα πράγματα που φτιάξαμε ήταν μετέπειτα, όταν πια είχαμε παντρευτεί. Όταν έφυγε από τον «Ελεύθερο Τύπο», ήταν κάτι που τον είχε πλήξει πάρα πολύ. Ξεκίνησε μια καινούργια εφημερίδα. Ήταν δύσκολη φάση.
Πάντως ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι δεν ήταν και ο καλύτερος οικονομολόγος.
Ήταν ο χειρότερος οικονομολόγος που υπήρχε. Και ευτυχώς που αυτό το είχε δηλώσει κατ’ επανάληψη στις συνεντεύξεις του. Γιατί κάποια στιγμή άρχισα να νιώθω λίγο σαν την κακιά μάγισσα που δεν τα λειτούργησε καλά. Εγώ είμαι τεχνοκράτης, ο Δημήτρης ήταν μόνο καρδιά. Πίστευε πάρα πολύ στην εφημερίδα, στους δημοσιογράφους, στην ελευθερία των δημοσιογράφων και στο φιλότιμο που τελικά οι δημοσιογράφοι το έχουν σε πολύ μικρό ποσοστό. Ήταν εφημεριδάς, γραφιάς. Για να καταλάβεις δεν έγραψε ποτέ σε computer ή σε γραφομηχανή. Όλα του τα κείμενα ήταν με το μπλε μαρκαδοράκι του στο παλιό δημοσιογραφικό χαρτί, επί 50 χρόνια. Τα δεδομένα όμως άλλαζαν. Έφτασε κάποια στιγμή να δανείζεται για να συντηρήσει την εφημερίδα του. Και αυτό το έκανε για να μην αναγκαστεί να μειώσει το προσωπικό του και αφήσει κόσμο στον δρόμο. Είναι ωραίες οι ουτοπίες, αλλά όταν αλλάζουν οι καιροί, πρέπει να προσαρμόζεσαι. Δεν θέλω να κάνω καν τον απολογισμό.
Οπότε το αδιέξοδο ήταν μονόδρομος.
Μα όταν δανείζεσαι, βάζεις όλη σου την προσωπική περιουσία και δεν μπορείς καν να δώσεις τους μισθούς των υπαλλήλων σου γιατί πρέπει να πληρώσεις πρώτα τα ταμεία… Αυτό του δημιούργησε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Και βέβαια το εξαντλητικότερο όλων που τον διέλυσε πλέον, ήταν όταν πέρυσι το καλοκαίρι τον συλλάβανε και τον έστειλαν τον άνθρωπο στην Κω, άρρωστο πολύ και σε αυτή την ηλικία. Λόγω χρεών προς το Δημόσιο. Γράφτηκαν γελοιότητες για ένα άνθρωπο που έφτασε στο σημείο που έφτασε γιατί χρώσταγε στο Δημόσιο. Δεν έκλεψε κανέναν, δεν έκανε αλητείες σε κανένα, δεν υπεξαίρεσε χρήματα από κανέναν. Δανειζόταν και δεν μπόρεσε πια κάποια στιγμή. Και όλο αυτό τον ρούφηξε.
Και κάπως έτσι βρέθηκε να ταξιδεύει 11 ώρες με το καράβι για να φτάσει στις Δικαστικές Φυλακές στην Κω.
Παρακαλέσαμε, είπαμε: «Αφήστε τον άνθρωπο, είναι 80 ετών, πάσχει από Πάρκινσον, δεν μπορεί να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι». Και γύρισε και είπε ο Εισαγγελέας: «Αν δεν μπορεί να ταξιδέψει, να τον κρατήσετε κρατούμενο με τις χειροπέδες στο νοσοκομείο». Ε, πια ήταν ανήκουστο. Ήταν απονιά. Και τον παίρνουν μέσα στη νύχτα, μέσα σε μισή ώρα από το Μεταγωγών και τον χώνουν σε ένα πλοίο. Ούτε καν στον Κορυδαλλό, σε μια πτέρυγα που είναι για κάποιο με επιβαρυμένη υγεία. Που ξέρουμε καλά ποιοι κρατούνται σε αυτές τις πτέρυγες… Αυτό τον κλόνισε πάρα πολύ και δεν επανήλθε ποτέ.
Για εκείνη την περίοδο πάντως, υπήρξαν δημοσιεύματα που έλεγαν ότι εσύ έκανες διακοπές στο Λονδίνο…
Εγώ ούτε διακοπές έκανα στο Λονδίνο ούτε τίποτα. Πρώτα απ’ όλα ήταν η αποφοίτηση του παιδιού μου και ήμουν στην Ελλάδα. Και το να είμαι με το παιδί μου στο Λονδίνο είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα που υπάρχει. Φρόντιζα τον μισό καιρό να είμαι εδώ στην Ελλάδα, να τακτοποιώ όλα αυτά τα προβλήματα, ώστε να μπορώ να φεύγω και να βλέπω το παιδί μου, επειδή ζει στο Λονδίνο. Μακάρι να μπορούσα να πάρω και τον Δημήτρη, αλλά είχε απαγόρευση εξόδου λόγω των χρεών προς το Δημόσιο.
Η Δήμητρα Ρίζου, κόρη του Δημήτρη και της Πέγκυς Ρίζου, ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στις Μusic Business στο Λονδίνο. Επίσης, εκεί εμφανίζεται με την μπάντα της Dimmy & the Bad Heart. «Ο μπαμπάς μου θυμάμαι μου είχε πει μια φορά: ‘Κάνε ό,τι σου αρέσει. Αλλά μην το κάνεις ποτέ μέτρια!’. Με υποστήριζε απόλυτα. Από το μπάσκετ και τα ωδεία, μέχρι τις σχολικές γιορτές. Δεν μου είχε πει ποτέ όχι σε τίποτα. Μαζί τρέχαμε να πάρουμε την πρώτη κιθάρα μου από τον Νάκα. Ήταν πολύ μπαμπάς!»
Δεν βρέθηκαν άνθρωποι κοντά σας για να σας συμπαρασταθούν;
Ο Δημήτρης είχε παράπονο. Ήταν απογοητευμένος από πολλούς ανθρώπους δικούς του που είχε βοηθήσει χωρίς κανένα αντάλλαγμα και δεν του στάθηκαν. Αλλά πρέπει να το πω. Ο φίλος μου ο Γιώργος Ντάβλας ήταν άμεσος και αποτελεσματικός. Πήρε δύο τηλέφωνα τότε και μου έλυσε τα χέρια.
Και τώρα; Πώς θα κατευθύνεις τη ζωή σου;
Είμαι αγωνίστρια. Για τα πάντα. Δεν παραδίδομαι. Όπως και τα τελευταία 10 χρόνια θα συνεχίσω να μάχομαι και να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου. Έχω μάθει να επιβιώνω στη ζωή. Σκέφτομαι ότι και ο Δημήτρης θα μου έλεγε, με αυτό το μάτι του που όταν του γύρναγε γινόταν γυάλινο: «Προχώρα! Τι είσαι; Καμιά γυναικούλα; Έχεις το παιδί σου. Έχεις τη ζωή σου. Έχεις την υγεία σου. Έχεις ανθρώπους που σε στηρίζουν. Προχώρα!».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα