H κατάρα της οικογένειας Μαυρίκου
17.10.2019
09:49
Από τον χαμό της 16χρονης αδελφής και τον θάνατο του Παναγιώτη ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του, στην κούρσα θανάτου της μητέρας και του αδελφού του στο Κερατσίνι - Η χήρα του εκδότη μένει μαζί με τα παιδιά και τους γονείς της στον Βόλο
Ο Οσκαρ Ουάιλντ είχε πει ότι «κάθε ευλογία που παραμελείται γίνεται κατάρα», φράση που είναι αμφίβολο αν είχε ακούσει ποτέ ο Παναγιώτης Μαυρίκος, ο επονομαζόμενος και «Μέρντοχ από το Κερατσίνι».
Η βουτιά θανάτου της μητέρας και του αδελφού του την περασμένη Τετάρτη στον νέο μόλο της Δραπετσώνας ήρθε να συμπληρώσει το παζλ της κατάρας που χτύπησε ξανά την οικογένεια του εκδότη, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Είχε προηγηθεί η απώλεια της μικρής αδελφής του που έσβησε σε ηλικία 16 ετών και η σχιζοφρένεια σε συνδυασμό με τη μανιοκατάθλιψη από την οποία έπασχε χρόνια ο μεγαλύτερος αδελφός του, Θόδωρος.
Από την άλλη, η χήρα του Παναγιώτη Μαυρίκου έχει αφήσει εδώ και καιρό την Αθήνα, μένοντας μαζί με τους γονείς και τα δύο παιδιά της στον Βόλο.
Εκεί όπου αναζητά εργασία έχοντας αφήσει πίσω της το παρελθόν και όλα όσα απολάμβανε μέχρι την ημέρα που ο έρωτας της ζωής της κάηκε ζωντανός μέσα στην Porsche Cayenne του εν κινήσει.
Τα κρυμμένα δράματα
Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, εκείνο τον Ιούνιο του 2016 ο Παναγιώτης Μαυρίκος, ή Τάκης για τους φίλους του, ήταν ο εκδότης που με εφημερίδες οι οποίες πουλούσαν από 20 έως 150 φύλλα είχε συσσωρεύσει ένα μεγάλο κομμάτι κρατικής διαφήμισης.
Τέτοιο που να του επιτρέπει να κυκλοφορεί με προσωπική ασφάλεια και να μένει μαζί με την οικογένειά του, τη μητέρα του και τον αδελφό του σε μια εντυπωσιακή μονοκατοικία στη Βάρκιζα.
Τα χρόνια ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο μεγάλος του αδελφός Θόδωρος, ο οποίος είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και μανιοκατάθλιψη, νοσηλευόταν κατά περιόδους στο Δαφνί και ακολουθούσε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή ήταν ένα αγκάθι στη ζωή της οικογένειας.
Οσες δουλειές και αν είχε ο εκδότης από το Κερατσίνι, κάθε Παρασκευή αφιέρωνε χρόνο στον Θόδωρο, πηγαίνοντας μαζί του βόλτα με το αυτοκίνητο, για καφέ και φαγητό στη Βάρκιζα ή στο Λαγονήσι.
Η βουτιά θανάτου της μητέρας και του αδελφού του την περασμένη Τετάρτη στον νέο μόλο της Δραπετσώνας ήρθε να συμπληρώσει το παζλ της κατάρας που χτύπησε ξανά την οικογένεια του εκδότη, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Είχε προηγηθεί η απώλεια της μικρής αδελφής του που έσβησε σε ηλικία 16 ετών και η σχιζοφρένεια σε συνδυασμό με τη μανιοκατάθλιψη από την οποία έπασχε χρόνια ο μεγαλύτερος αδελφός του, Θόδωρος.
Από την άλλη, η χήρα του Παναγιώτη Μαυρίκου έχει αφήσει εδώ και καιρό την Αθήνα, μένοντας μαζί με τους γονείς και τα δύο παιδιά της στον Βόλο.
Εκεί όπου αναζητά εργασία έχοντας αφήσει πίσω της το παρελθόν και όλα όσα απολάμβανε μέχρι την ημέρα που ο έρωτας της ζωής της κάηκε ζωντανός μέσα στην Porsche Cayenne του εν κινήσει.
Τα κρυμμένα δράματα
Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, εκείνο τον Ιούνιο του 2016 ο Παναγιώτης Μαυρίκος, ή Τάκης για τους φίλους του, ήταν ο εκδότης που με εφημερίδες οι οποίες πουλούσαν από 20 έως 150 φύλλα είχε συσσωρεύσει ένα μεγάλο κομμάτι κρατικής διαφήμισης.
Τέτοιο που να του επιτρέπει να κυκλοφορεί με προσωπική ασφάλεια και να μένει μαζί με την οικογένειά του, τη μητέρα του και τον αδελφό του σε μια εντυπωσιακή μονοκατοικία στη Βάρκιζα.
Τα χρόνια ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο μεγάλος του αδελφός Θόδωρος, ο οποίος είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και μανιοκατάθλιψη, νοσηλευόταν κατά περιόδους στο Δαφνί και ακολουθούσε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή ήταν ένα αγκάθι στη ζωή της οικογένειας.
Οσες δουλειές και αν είχε ο εκδότης από το Κερατσίνι, κάθε Παρασκευή αφιέρωνε χρόνο στον Θόδωρο, πηγαίνοντας μαζί του βόλτα με το αυτοκίνητο, για καφέ και φαγητό στη Βάρκιζα ή στο Λαγονήσι.
Αυτή την τρυφερή πλευρά του χαρακτήρα του ζούσαν μόνο οι πολύ δικοί του άνθρωποι, όπως η σύζυγός του Ευαγγελία, η κόρη τους, η μητέρα του, ο αδελφός του και μερικοί καλοί του φίλοι.
Μακριά τους συνήθως ήταν ένας τύπος με άκρατο «εγώ», πολύ σκληρός, ο οποίος, όταν στις επαγγελματικές συναντήσεις καταλάβαινε πως δεν θα περάσει το δικό του, μιλούσε με τσαμπουκά.
Τα κρυμμένα δράματα της φαμίλιας του άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατό του, όταν το μιντιακό οικοδόμημα που είχε στήσει άρχισε να καταρρέει.
Τα χρέη που άρχισαν να συσσωρεύονται και οι αναπόφευκτες εντάσεις ώθησαν τη μητέρα του και τον μεγάλο της γιο να εγκαταλείψουν την κατοικία της Βάρκιζας.
Αλλά και η Ευαγγελία Μαυρίκου, υπό την πίεση όλων όσων είχαν συμβεί τον Φεβρουάριο του 2016 με τη σύλληψη του συζύγου της και τις κατηγορίες για εκβιασμό, ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να μείνει στην Αθήνα.
Ετσι επέστρεψε στον Βόλο όπου μένουν μόνιμα οι γονείς της, προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή μαζί με την κόρη και τον γιο της.
Εμαθε τα νέα για την πιθανή αυτοκτονία της πεθεράς και του κουνιάδου της νωρίς το μεσημέρι της Τετάρτης.
Είναι τέτοια η φοβία της για τα ΜΜΕ που σκεφτόταν πολύ σοβαρά αν θα πήγαινε στην κηδεία τους, παραμερίζοντας μπροστά στην τραγικότητα του γεγονότος τις διαφορές που τις χώριζαν, ξέροντας ότι οι δημοσιογράφοι και οι κάμερες θα έπεφταν πάνω της.
Στη Δραπετσώνα δεν είχαν ζωή
Εκείνο το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου του 2016 η μαυροφορεμένη Σοφία Μαυρίκου προσήλθε υποβασταζόμενη στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στον Πειραιά.
Εκεί όπου μόνο συγγενείς και λίγοι φίλοι πήγαν στην κηδεία του γιου της που είχε καεί προ ημερών μέσα στην Porsche Cayenne του.
Ο Παναγιώτης της ήταν το δεύτερο παιδί που έχανε, το στήριγμά της στη ζωή, αυτός που την είχε δίπλα του και τη λάτρευε.
Τα μόνα λόγια που ψέλλιζε τότε ήταν: «Μου τον φάγανε...».
Ηταν το δεύτερο παιδί που έχανε αυτή η μάνα, αφού χρόνια πριν είχε αποχαιρετήσει τη 16χρονη κόρη της, η οποία έφυγε χτυπημένη από την επάρατη νόσο.
Η απώλεια ήταν μεγάλη και η πληγή που άνοιξε δεν έκλεισε ποτέ, λένε άνθρωποι που την ήξεραν, όσο και αν ο χρόνος απάλυνε τις θύμησες.
Η ζωή της τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολη.
Μετά τον θάνατο του Τάκη της έμεινε μόνη της με τον μεγάλο της γιο και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που είχε.
Επαθε κατάθλιψη και επέστρεψε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα στη Δραπετσώνα, όπου οι μέρες δεν περνούσαν και οι νύχτες φάνταζαν ατέλειωτες.
Λεφτά δεν υπήρχαν, κι αν υπήρχαν κάποια τελείωσαν, βυθίζοντας μάνα και γιο σε τραγική κατάσταση, όπου τους έλειπαν ακόμη και τα πιο βασικά αγαθά.
Ζήτησε πολλές φορές να βγει στην τηλεόραση, τηλεφώνησε σε όλους σχεδόν τους σταθμούς, αλλά κανείς δεν της έδωσε βήμα, διαπιστώνοντας ότι η γυναίκα αυτή δεν ήταν ψυχολογικά καλά.
Κι έτσι η Σοφία Μαυρίκου μαζί με το παιδί που της είχε απομείνει έμεινε να μετράει εβδομάδες και μήνες χωρίς κανένα στήριγμα και καμία βοήθεια.
Βυθίστηκε ακόμη πιο πολύ στην κατάθλιψη και όταν διαπίστωσε ότι αυτή και ο γιος της δεν είχαν πια ζωή στη Δραπετσώνα, μπήκαν την περασμένη Τετάρτη στο αυτοκίνητο.
Λίγη ώρα αργότερα το αυτοκίνητο της Σοφίας Μαυρίκου «κολλάει» πίσω από ένα φορτηγό και μόλις μπαίνει στον μόλο αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και βουτάει στη θάλασσα.
Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν και τα δύο σκυλάκια που είχαν, ένα εκ των οποίων κατάφερε να βγει ζωντανό από ένα παράθυρο που δεν είχε κλείσει τελείως.
Οι σοροί μητέρας και γιου αναγνωρίστηκαν λίγες ώρες αργότερα στο Τζάνειο νοσοκομείο από συγγενικά τους πρόσωπα και η αδελφή της Σοφίας Μαυρίκου ψέλλισε όταν ρωτήθηκε για το απονενοημένο διάβημα: «Το ’πε και το ’κανε...».
Ο κλητήρας που έγινε εκδότης
Η θέα από τον «Ρήγα», μια οικογενειακή ταβέρνα στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Καστέλας είναι πανέμορφη, γι’ αυτό και την προτιμούν συχνά ακόμη και γνωστοί εφοπλιστές.
Οι λιγοστές παρέες που κάθονταν ένα μεσημέρι σε αυτήν περίμεναν να δουν κάποιον γνωστό όταν μια εντυπωσιακή Mercedes συνοδευόμενη από μια μηχανή πάρκαρε στην είσοδο του μαγαζιού.
Ο βλοσυρός τύπος που βγήκε μέσα από το αυτοκίνητο μαζί με τη σύζυγό του και ένα παιδί δεν τους θύμιζε κανέναν, ωστόσο εντυπώθηκε πολύ καλά στη μνήμη τους.
Αιτία; Η εν γένει συμπεριφορά που είχε μιλώντας απαξιωτικά και κοφτά στο προσωπικό.
Οι φωνές του στο τηλέφωνο που είχε κολλήσει στο αυτί του δεν σταματούσαν.
Ο συγκεκριμένος τύπος έδειχνε να ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση, συνδυασμένη με θράσος.
Οταν ένας ηλικιωμένος κύριος του ζήτησε ευγενικά να μιλάει λίγο πιο σιγά, ο νεαρός άνδρας απάντησε φωνάζοντας με τη γνωστή ατάκα: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρεεεε; Ο εκδότης της “Ακρόπολης”. Ο Παναγιώτης Μαυρίκος!».
Ο κύριος δεν τον ήξερε, αλλά εκείνη την ημέρα τον έμαθε όπως έμαθαν και πολλοί άλλοι τα τελευταία χρόνια τον εκδότη που ξεκίνησε από το Κερατσίνι και τον Πειραιά ευελπιστώντας να γίνει ο Μέρντοχ της Ελλάδας.
Εκεί ανδρώθηκε επαγγελματικά ο εκδότης των εφημερίδων-«φάντασμα» όπως έγιναν ευρύτερα γνωστές η «Ακρόπολη», ο «Ελληνικός Βορράς», η «Αθλητική Ημέρα» και παλιότερα οι «24 Ωρες», η «Επικαιρότητα» κ.ο.κ.
Στη δεκαετία του ’90 το κέντρο του Πειραιά ήταν κάτι σαν το Ελ Ντοράντο, η επαγγελματική γη της Επαγγελίας που έκρυβε τις ευκαιρίες της νεοελληνικής κοινωνίας πριν από την κρίση. Εκεί κλείνονταν τα ναυτιλιακά deals, εκεί έδρευαν μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ το εμπόριο της πόλης ανθούσε ακόμη.
Ενα παιδί της αλάνας και της πλατείας Κύπρου στον Αϊ-Γιώργη του Κερατσινίου, ο Παναγιώτης Μαυρίκος, αποφάσισε να ζήσει το δικό του όνειρο.
Βοήθησε σε αυτό η τηλεοπτική έκρηξη εκείνα τα χρόνια που βοήθησε τον Τάκη να πιάσει δουλειά ως ρεπόρτερ δρόμου.
Το έκανε στο τοπικό τηλεοπτικό κανάλι TV Magic του μικροκαναλάρχη Μιχάλη Χάνδακα.
Κρατώντας ένα μικρόφωνο στο χέρι, ο νεαρός δημοσιογράφος κοπιάριζε το στυλ του Νίκου Κακαουνάκη αρχικά και του Γιώργου Τράγκα αργότερα.
Δεν του ήταν, όμως, αρκετό.
Γι’ αυτό πήρε μεταγραφή στον τηλεοπτικό σταθμό του Γιώργου Καρατζαφέρη ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ όπου κρατούσε τη βραδινή πολιτική ζώνη.
Με εκρήξεις θυμού που σύντομα του προσέδωσαν το παρατσούκλι «ο τρελός», με παρεμβάσεις μελοδραματικές και πάντα επιθετικός, κέρδισε κάποιους τηλεθεατές.
Εκεί ψήθηκε δημοσιογραφικά ο μελλοντικός εκδότης που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για την «πατρίδα», τον «λαό», τον «Στρατό» και την «Αστυνομία».
Ο διορισμός του, με πολιτικό μέσον στη ΔΕΗ σε θέση κλητήρα ήταν μόνο ένα μικρό διάλειμμα από τις δημοσιογραφικές του ανησυχίες και η αρχή της σχέσης του με την Ευαγγελία που δούλευε επίσης εκεί.
Το μαυσωλείο και η μεγάλη ζωή
Η άνοδος της Ν.Δ. στην εξουσία αποδείχτηκε ιδανική για τον Μαυρίκο που ξεκίνησε την έκδοση εφημερίδων. Γνωρίζοντας τον βουλευτή της Β’ Πειραιά Γιάννη Τραγάκη, ο δεξιός εκδότης σύντομα πήρε σβάρνα τα γραφεία προέδρων ΔΕΚΟ, τραπεζών, συστημικών παραγόντων.
Παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ως ένα «αγνό δεξιό παιδί» που θέλει να κάνει τη δική του «αρχή». Δεν υπήρχε γραφείο Τύπου της περιόδου που να μη δέχθηκε τον νεόκοπο τότε εκδότη και που δεν προσπάθησε να βγάλει «κάτι» για την εφημερίδα του, τη «Μεσημβρινή». Τακτική του Παναγιώτη Μαυρίκου ήταν η οικειοποίηση τίτλων των οποίων έληγε η περίοδος κράτησης-κατοχύρωσής τους στο Τμήμα Σημάτων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Σύντομα θα υπάρξουν αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες του τίτλου της «Μεσημβρινής», την οικογένεια Βαρδινογιάννη και ασφαλιστικά μέτρα κι έτσι θα γίνει αναστολή της έκδοσης.
Ομως ο Παναγιώτης Μαυρίκος δεν πτοήθηκε. Γρήγορα είδε πως ο τίτλος της ιστορικής δεξιάς «Ακρόπολης» ήταν ελεύθερος κι έτσι τον κατοχύρωσε. Κατόπιν, το 2008, εξέδωσε κι άλλες δύο εφημερίδες. Μέσω της εταιρείας του Μαυρίκος Ελληνικός Τύπος Α.Ε. λάνσαρε τη δήθεν πασοκική «Επικαιρότητα» (καθώς έβλεπε πως η Ν.Δ. έβαινε προς ήττα και ήθελε να κατοχυρωθεί) και τις πρώην κοσκωτικές «24 Ωρες».
Το σύστημα που ο εκδότης ακολουθούσε ώστε να εξασφαλίζει πως θα έχει φθηνές εκδόσεις δίχως να αναγκάζεται να προσλαμβάνει πολύ κόσμο ήταν το εξής: με προσωπικό τρία άτομα, η μία εφημερίδα του αντέγραφε την άλλη, απλά στα ίδια κείμενα άλλαζαν τους τίτλους και τη θέση στις σελίδες. Ετσι οργανώθηκε ένας όμιλος εφημερίδων με ίδια σχεδόν ύλη και ελάχιστο κόστος, αλλά με μία και μόνη δύναμη: την πρώτη σελίδα. Πολλοί ήταν οι επιχειρηματίες που αναστέναξαν από τα πρωτοσέλιδα χτυπήματα της «Ακρόπολης» ή των άλλων μέσων ενημέρωσης (για το Μαζικής υπάρχει μεγάλη συζήτηση...) του κ. Μαυρίκου.
Με ένα σούπερ λουξ γραφείο 100 τ.μ. στην Ακτή Μιαούλη, πέντε άτομα προσωπικό και απίστευτη ρευστότητα, ο Παναγιώτης Μαυρίκος έχτισε πετραδάκι-πετραδάκι και κρατική διαφήμιση τη μίνι αυτοκρατορία του.
Εισερχόμενος στο γραφείο του κάποιος αποκόμιζε την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μαυσωλείο, αφού μόνο ο προσωπικός του χώρος ήταν επενδυμένος με βαρύ μασίφ ξύλο και ακριβά αντικείμενα.
Κάποια στιγμή ξέσπασε θόρυβος με την τοποθέτηση του εκδότη σε θέση αντιπροέδρου σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, με τον ίδιο να δικαιολογεί αυτή τη σχέση με το προσωπικό δράμα του αδελφού του.
Οι εκδόσεις πάντως του έδωσαν μεγάλη οικονομική άνεση καθώς η κρατική διαφήμιση έρεε άφθονη. Από το φτωχικό Κερατσίνι μετακόμισε με τον γάμο του σε ακριβό διαμέρισμα στην Πειραϊκή, με θέα τη θάλασσα.
Αργότερα άρχισε να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια ενώ ακολούθησε η διαμονή του σε ακριβή κατοικία στη Βάρκιζα.
Το πολυτελές lfestyle που ακολούθησε άφησε εποχή με τα κοστούμια Cornelliani και τα πουρμπουάρ των 200 ευρώ που άφηνε στους σερβιτόρους του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος στο Μικρολίμανο.
Το ίδιο ηχηροί ήταν οι ασύλληπτοι λογαριασμοί που έκανε σε εστιατόρια όπως το «Καστελόριζο», στο οποίο σύχναζε καπνίζοντας πανάκριβα πούρα και αφήνοντας ενίοτε να φανεί το χρυσό Hublot που κοσμούσε τον δεξιό καρπό του.
Ολα αυτά και πολλά άλλα κράτησαν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016, όταν η σύλληψη του «Μέρντοχ από το Κερατσίνι» άρχισε να προκαλεί τριγμούς στον...όμιλο που είχε στήσει.
Λίγους μήνες μετά κάηκε ζωντανός στην Αττική οδό μέσα στη μαύρη Porsche Cayenne του, που ξέφυγε αρχικά από την πορεία της πριν τυλιχτεί στις φλόγες.
Τρία χρόνια μετά το αυτοκίνητο της 75χρονης μητέρας του Σοφίας έγινε ο υγρός τάφος για την ίδια και τον 53χρονο αδελφό του ανθρώπου που τα ήθελε όλα και νόμιζε πως θα ήταν για πάντα αλώβητος, έχοντας την αίσθηση ότι ήταν κάποιος σημαντικός...
Μακριά τους συνήθως ήταν ένας τύπος με άκρατο «εγώ», πολύ σκληρός, ο οποίος, όταν στις επαγγελματικές συναντήσεις καταλάβαινε πως δεν θα περάσει το δικό του, μιλούσε με τσαμπουκά.
Τα κρυμμένα δράματα της φαμίλιας του άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατό του, όταν το μιντιακό οικοδόμημα που είχε στήσει άρχισε να καταρρέει.
Τα χρέη που άρχισαν να συσσωρεύονται και οι αναπόφευκτες εντάσεις ώθησαν τη μητέρα του και τον μεγάλο της γιο να εγκαταλείψουν την κατοικία της Βάρκιζας.
Αλλά και η Ευαγγελία Μαυρίκου, υπό την πίεση όλων όσων είχαν συμβεί τον Φεβρουάριο του 2016 με τη σύλληψη του συζύγου της και τις κατηγορίες για εκβιασμό, ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να μείνει στην Αθήνα.
Ετσι επέστρεψε στον Βόλο όπου μένουν μόνιμα οι γονείς της, προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή μαζί με την κόρη και τον γιο της.
Εμαθε τα νέα για την πιθανή αυτοκτονία της πεθεράς και του κουνιάδου της νωρίς το μεσημέρι της Τετάρτης.
Είναι τέτοια η φοβία της για τα ΜΜΕ που σκεφτόταν πολύ σοβαρά αν θα πήγαινε στην κηδεία τους, παραμερίζοντας μπροστά στην τραγικότητα του γεγονότος τις διαφορές που τις χώριζαν, ξέροντας ότι οι δημοσιογράφοι και οι κάμερες θα έπεφταν πάνω της.
Στη Δραπετσώνα δεν είχαν ζωή
Εκείνο το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου του 2016 η μαυροφορεμένη Σοφία Μαυρίκου προσήλθε υποβασταζόμενη στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στον Πειραιά.
Εκεί όπου μόνο συγγενείς και λίγοι φίλοι πήγαν στην κηδεία του γιου της που είχε καεί προ ημερών μέσα στην Porsche Cayenne του.
Ο Παναγιώτης της ήταν το δεύτερο παιδί που έχανε, το στήριγμά της στη ζωή, αυτός που την είχε δίπλα του και τη λάτρευε.
Τα μόνα λόγια που ψέλλιζε τότε ήταν: «Μου τον φάγανε...».
Ηταν το δεύτερο παιδί που έχανε αυτή η μάνα, αφού χρόνια πριν είχε αποχαιρετήσει τη 16χρονη κόρη της, η οποία έφυγε χτυπημένη από την επάρατη νόσο.
Η απώλεια ήταν μεγάλη και η πληγή που άνοιξε δεν έκλεισε ποτέ, λένε άνθρωποι που την ήξεραν, όσο και αν ο χρόνος απάλυνε τις θύμησες.
Η ζωή της τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολη.
Μετά τον θάνατο του Τάκη της έμεινε μόνη της με τον μεγάλο της γιο και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που είχε.
Επαθε κατάθλιψη και επέστρεψε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα στη Δραπετσώνα, όπου οι μέρες δεν περνούσαν και οι νύχτες φάνταζαν ατέλειωτες.
Λεφτά δεν υπήρχαν, κι αν υπήρχαν κάποια τελείωσαν, βυθίζοντας μάνα και γιο σε τραγική κατάσταση, όπου τους έλειπαν ακόμη και τα πιο βασικά αγαθά.
Ζήτησε πολλές φορές να βγει στην τηλεόραση, τηλεφώνησε σε όλους σχεδόν τους σταθμούς, αλλά κανείς δεν της έδωσε βήμα, διαπιστώνοντας ότι η γυναίκα αυτή δεν ήταν ψυχολογικά καλά.
Κι έτσι η Σοφία Μαυρίκου μαζί με το παιδί που της είχε απομείνει έμεινε να μετράει εβδομάδες και μήνες χωρίς κανένα στήριγμα και καμία βοήθεια.
Βυθίστηκε ακόμη πιο πολύ στην κατάθλιψη και όταν διαπίστωσε ότι αυτή και ο γιος της δεν είχαν πια ζωή στη Δραπετσώνα, μπήκαν την περασμένη Τετάρτη στο αυτοκίνητο.
Λίγη ώρα αργότερα το αυτοκίνητο της Σοφίας Μαυρίκου «κολλάει» πίσω από ένα φορτηγό και μόλις μπαίνει στον μόλο αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και βουτάει στη θάλασσα.
Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν και τα δύο σκυλάκια που είχαν, ένα εκ των οποίων κατάφερε να βγει ζωντανό από ένα παράθυρο που δεν είχε κλείσει τελείως.
Οι σοροί μητέρας και γιου αναγνωρίστηκαν λίγες ώρες αργότερα στο Τζάνειο νοσοκομείο από συγγενικά τους πρόσωπα και η αδελφή της Σοφίας Μαυρίκου ψέλλισε όταν ρωτήθηκε για το απονενοημένο διάβημα: «Το ’πε και το ’κανε...».
Ο κλητήρας που έγινε εκδότης
Η θέα από τον «Ρήγα», μια οικογενειακή ταβέρνα στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Καστέλας είναι πανέμορφη, γι’ αυτό και την προτιμούν συχνά ακόμη και γνωστοί εφοπλιστές.
Οι λιγοστές παρέες που κάθονταν ένα μεσημέρι σε αυτήν περίμεναν να δουν κάποιον γνωστό όταν μια εντυπωσιακή Mercedes συνοδευόμενη από μια μηχανή πάρκαρε στην είσοδο του μαγαζιού.
Ο βλοσυρός τύπος που βγήκε μέσα από το αυτοκίνητο μαζί με τη σύζυγό του και ένα παιδί δεν τους θύμιζε κανέναν, ωστόσο εντυπώθηκε πολύ καλά στη μνήμη τους.
Αιτία; Η εν γένει συμπεριφορά που είχε μιλώντας απαξιωτικά και κοφτά στο προσωπικό.
Οι φωνές του στο τηλέφωνο που είχε κολλήσει στο αυτί του δεν σταματούσαν.
Ο συγκεκριμένος τύπος έδειχνε να ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση, συνδυασμένη με θράσος.
Οταν ένας ηλικιωμένος κύριος του ζήτησε ευγενικά να μιλάει λίγο πιο σιγά, ο νεαρός άνδρας απάντησε φωνάζοντας με τη γνωστή ατάκα: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρεεεε; Ο εκδότης της “Ακρόπολης”. Ο Παναγιώτης Μαυρίκος!».
Ο κύριος δεν τον ήξερε, αλλά εκείνη την ημέρα τον έμαθε όπως έμαθαν και πολλοί άλλοι τα τελευταία χρόνια τον εκδότη που ξεκίνησε από το Κερατσίνι και τον Πειραιά ευελπιστώντας να γίνει ο Μέρντοχ της Ελλάδας.
Εκεί ανδρώθηκε επαγγελματικά ο εκδότης των εφημερίδων-«φάντασμα» όπως έγιναν ευρύτερα γνωστές η «Ακρόπολη», ο «Ελληνικός Βορράς», η «Αθλητική Ημέρα» και παλιότερα οι «24 Ωρες», η «Επικαιρότητα» κ.ο.κ.
Στη δεκαετία του ’90 το κέντρο του Πειραιά ήταν κάτι σαν το Ελ Ντοράντο, η επαγγελματική γη της Επαγγελίας που έκρυβε τις ευκαιρίες της νεοελληνικής κοινωνίας πριν από την κρίση. Εκεί κλείνονταν τα ναυτιλιακά deals, εκεί έδρευαν μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ το εμπόριο της πόλης ανθούσε ακόμη.
Ενα παιδί της αλάνας και της πλατείας Κύπρου στον Αϊ-Γιώργη του Κερατσινίου, ο Παναγιώτης Μαυρίκος, αποφάσισε να ζήσει το δικό του όνειρο.
Βοήθησε σε αυτό η τηλεοπτική έκρηξη εκείνα τα χρόνια που βοήθησε τον Τάκη να πιάσει δουλειά ως ρεπόρτερ δρόμου.
Το έκανε στο τοπικό τηλεοπτικό κανάλι TV Magic του μικροκαναλάρχη Μιχάλη Χάνδακα.
Κρατώντας ένα μικρόφωνο στο χέρι, ο νεαρός δημοσιογράφος κοπιάριζε το στυλ του Νίκου Κακαουνάκη αρχικά και του Γιώργου Τράγκα αργότερα.
Δεν του ήταν, όμως, αρκετό.
Γι’ αυτό πήρε μεταγραφή στον τηλεοπτικό σταθμό του Γιώργου Καρατζαφέρη ΤΗΛΕ-ΑΣΤΥ όπου κρατούσε τη βραδινή πολιτική ζώνη.
Με εκρήξεις θυμού που σύντομα του προσέδωσαν το παρατσούκλι «ο τρελός», με παρεμβάσεις μελοδραματικές και πάντα επιθετικός, κέρδισε κάποιους τηλεθεατές.
Εκεί ψήθηκε δημοσιογραφικά ο μελλοντικός εκδότης που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για την «πατρίδα», τον «λαό», τον «Στρατό» και την «Αστυνομία».
Ο διορισμός του, με πολιτικό μέσον στη ΔΕΗ σε θέση κλητήρα ήταν μόνο ένα μικρό διάλειμμα από τις δημοσιογραφικές του ανησυχίες και η αρχή της σχέσης του με την Ευαγγελία που δούλευε επίσης εκεί.
Το μαυσωλείο και η μεγάλη ζωή
Η άνοδος της Ν.Δ. στην εξουσία αποδείχτηκε ιδανική για τον Μαυρίκο που ξεκίνησε την έκδοση εφημερίδων. Γνωρίζοντας τον βουλευτή της Β’ Πειραιά Γιάννη Τραγάκη, ο δεξιός εκδότης σύντομα πήρε σβάρνα τα γραφεία προέδρων ΔΕΚΟ, τραπεζών, συστημικών παραγόντων.
Παρουσιάστηκε στο προσκήνιο ως ένα «αγνό δεξιό παιδί» που θέλει να κάνει τη δική του «αρχή». Δεν υπήρχε γραφείο Τύπου της περιόδου που να μη δέχθηκε τον νεόκοπο τότε εκδότη και που δεν προσπάθησε να βγάλει «κάτι» για την εφημερίδα του, τη «Μεσημβρινή». Τακτική του Παναγιώτη Μαυρίκου ήταν η οικειοποίηση τίτλων των οποίων έληγε η περίοδος κράτησης-κατοχύρωσής τους στο Τμήμα Σημάτων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου. Σύντομα θα υπάρξουν αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες του τίτλου της «Μεσημβρινής», την οικογένεια Βαρδινογιάννη και ασφαλιστικά μέτρα κι έτσι θα γίνει αναστολή της έκδοσης.
Ομως ο Παναγιώτης Μαυρίκος δεν πτοήθηκε. Γρήγορα είδε πως ο τίτλος της ιστορικής δεξιάς «Ακρόπολης» ήταν ελεύθερος κι έτσι τον κατοχύρωσε. Κατόπιν, το 2008, εξέδωσε κι άλλες δύο εφημερίδες. Μέσω της εταιρείας του Μαυρίκος Ελληνικός Τύπος Α.Ε. λάνσαρε τη δήθεν πασοκική «Επικαιρότητα» (καθώς έβλεπε πως η Ν.Δ. έβαινε προς ήττα και ήθελε να κατοχυρωθεί) και τις πρώην κοσκωτικές «24 Ωρες».
Το σύστημα που ο εκδότης ακολουθούσε ώστε να εξασφαλίζει πως θα έχει φθηνές εκδόσεις δίχως να αναγκάζεται να προσλαμβάνει πολύ κόσμο ήταν το εξής: με προσωπικό τρία άτομα, η μία εφημερίδα του αντέγραφε την άλλη, απλά στα ίδια κείμενα άλλαζαν τους τίτλους και τη θέση στις σελίδες. Ετσι οργανώθηκε ένας όμιλος εφημερίδων με ίδια σχεδόν ύλη και ελάχιστο κόστος, αλλά με μία και μόνη δύναμη: την πρώτη σελίδα. Πολλοί ήταν οι επιχειρηματίες που αναστέναξαν από τα πρωτοσέλιδα χτυπήματα της «Ακρόπολης» ή των άλλων μέσων ενημέρωσης (για το Μαζικής υπάρχει μεγάλη συζήτηση...) του κ. Μαυρίκου.
Με ένα σούπερ λουξ γραφείο 100 τ.μ. στην Ακτή Μιαούλη, πέντε άτομα προσωπικό και απίστευτη ρευστότητα, ο Παναγιώτης Μαυρίκος έχτισε πετραδάκι-πετραδάκι και κρατική διαφήμιση τη μίνι αυτοκρατορία του.
Εισερχόμενος στο γραφείο του κάποιος αποκόμιζε την αίσθηση ότι βρισκόταν σε μαυσωλείο, αφού μόνο ο προσωπικός του χώρος ήταν επενδυμένος με βαρύ μασίφ ξύλο και ακριβά αντικείμενα.
Κάποια στιγμή ξέσπασε θόρυβος με την τοποθέτηση του εκδότη σε θέση αντιπροέδρου σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, με τον ίδιο να δικαιολογεί αυτή τη σχέση με το προσωπικό δράμα του αδελφού του.
Οι εκδόσεις πάντως του έδωσαν μεγάλη οικονομική άνεση καθώς η κρατική διαφήμιση έρεε άφθονη. Από το φτωχικό Κερατσίνι μετακόμισε με τον γάμο του σε ακριβό διαμέρισμα στην Πειραϊκή, με θέα τη θάλασσα.
Αργότερα άρχισε να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια ενώ ακολούθησε η διαμονή του σε ακριβή κατοικία στη Βάρκιζα.
Το πολυτελές lfestyle που ακολούθησε άφησε εποχή με τα κοστούμια Cornelliani και τα πουρμπουάρ των 200 ευρώ που άφηνε στους σερβιτόρους του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος στο Μικρολίμανο.
Το ίδιο ηχηροί ήταν οι ασύλληπτοι λογαριασμοί που έκανε σε εστιατόρια όπως το «Καστελόριζο», στο οποίο σύχναζε καπνίζοντας πανάκριβα πούρα και αφήνοντας ενίοτε να φανεί το χρυσό Hublot που κοσμούσε τον δεξιό καρπό του.
Ολα αυτά και πολλά άλλα κράτησαν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016, όταν η σύλληψη του «Μέρντοχ από το Κερατσίνι» άρχισε να προκαλεί τριγμούς στον...όμιλο που είχε στήσει.
Λίγους μήνες μετά κάηκε ζωντανός στην Αττική οδό μέσα στη μαύρη Porsche Cayenne του, που ξέφυγε αρχικά από την πορεία της πριν τυλιχτεί στις φλόγες.
Τρία χρόνια μετά το αυτοκίνητο της 75χρονης μητέρας του Σοφίας έγινε ο υγρός τάφος για την ίδια και τον 53χρονο αδελφό του ανθρώπου που τα ήθελε όλα και νόμιζε πως θα ήταν για πάντα αλώβητος, έχοντας την αίσθηση ότι ήταν κάποιος σημαντικός...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr