Πρωτοδικείο: Ο θάνατος λόγω εργασιακού στρες συνιστά εργατικό ατύχημα
Πρωτοδικείο: Ο θάνατος λόγω εργασιακού στρες συνιστά εργατικό ατύχημα
Ρηξικέλευθη δικαστική απόφαση ανοίγει νέους ορίζοντες στις εργασιακές σχέσεις και στην έννοια του εργατικού ατυχήματος, καθώς αναγνωρίζει το εργασιακό στρες που επέφερε έμφραγμα του μυοκαρδίου
Ο αιφνίδιος και απρόβλεπτος θάνατος 52χρονου εργαζομένου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου λόγω στρες το οποίο προκλήθηκε από τον εργοδότη του από την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που του δημιούργησε ως προς την μελλοντική εργασιακή του σχέση εν όψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, είναι εργατικό ατύχημα και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης των συγγενών του θανόντος, αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο Αθηνών με μια νομικά ρηξικέλευθη απόφασή του.
Έτσι, η σύζυγος και ο γιος του άτυχου εργαζομένου διεκδίκησαν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν το ποσό των 200.000 ευρώ ο καθένας (συνολικά 400.000 ευρώ), αλλά το Πρωτοδικείο Αθηνών, με μια πρωτοποριακή απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», με Πρόεδρο τον Μιχαήλ-Άγγελο Γιαννακάκο και δικηγόρο τον Παναγιώτη Μπουμπουχερόπουλο, επιδίκασε τελικά 80.000 ευρώ στον καθένα, δηλαδή συνολικά 160.000 ευρώ.
Ο 52χρονος εργαζόταν ως διανομέας, με σύμβαση εξηρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου, σε επιχείρηση, από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Μάιο του 2011, που απεβίωσε από στρες «λόγω της ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση εν όψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας επιχείρησης». Έφυγε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά, αφήνοντας αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου του, επέστρεψε αμέσως σε άσχημη κατάσταση στο σπίτι του, όπου τον βρήκε σχεδόν νεκρό η σύζυγός του μέσα στο μπάνιο του σπιτιού τους.
Σύμφωνα με το ιστορικό της δικαστικής απόφασης, από τον Φεβρουάριο του 2011 άρχισε να φημολογείται ότι, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, η εργοδότρια εταιρεία είχε αποφασίσει την κατάργηση τομέων διανομής, μεταξύ των οποίων και του τομέα του αποβιώσαντος. Και συνεχίζει η απόφαση:
«Οι φήμες αυτές του προκάλεσαν έντονη ανησυχία, καθώς ο τομέας του φερόταν υπό κατάργηση, στη συνέχεια δε πράγματι καταργήθηκε. Η ανησυχία του επιτεινόταν από το γεγονός ότι από τη διοίκηση της εναγομένης δεν διαψεύδονταν οι εν λόγω φήμες, ούτε παρέχονταν διευκρινήσεις για τις περιπτώσεις που θα είχε η έντονα φημολογούμενη ακόμα τότε αναδιοργάνωση σε όσους εργάζονταν στους υπό κατάργηση τομείς.
Ειδικότερα, όχι απλώς δεν διευκρινίζονταν τα καθήκοντα τα οποία θα αναλάμβαναν οι εργαζόμενοι αυτοί, των οποίων οι τομείς καταργούνταν, πολύ περισσότερο δεν παρεχόταν καμία διαβεβαίωση για το εργασιακό τους μέλλον.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το ευρύτερο κλίμα απολύσεων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως είχε ήδη αρχίσει να συζητείται ευρύτατα (και άρχισε να υλοποιείται πράγματι λίγο αργότερα με τον ν. 4024/2011, άρθρα 33 επ.), προκαλούσε στον εργαζόμενο εύλογη ανασφάλεια και ανησυχία για το εργασιακό του μέλλον».
Περαιτέρω, στις 4.4.2011 ανακοινώθηκε από την επιχείρηση ότι θα εφαρμοζόταν άμεσα η νέα δομή της επιχείρησης. Και συνεχίζει η απόφαση:
«Παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της εν λόγω αναδιάταξης ο τομέας αρμοδιότητας του εργαζόμενου καταργούνταν, ουδεμία διευκρίνηση ελάμβανε αυτός για τις νέες αρμοδιότητες και τα νέα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα η αρχική ανασφάλεια και ανησυχία να μετεξελιχθούν σε αφόρητη ψυχολογική πίεση, καθότι φοβόταν εύλογα για το εργασιακό του μέλλον και για τη θέση εργασίας του. Μετά ταύτα, ο εργαζόμενος κυριεύθηκε από άγχος, το οποίο γινόταν οξύτατο από την παρατεταμένη αβεβαιότητα που του δημιουργούσε η μη παροχή διευκρινίσεων από την πλευρά των προϊσταμένων του. Άλλωστε, ούτε οι ίδιοι (οι προϊστάμενοί του) είχαν ενημερωθεί από τη διοίκηση της εναγομένης για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της νέας δομής και τις συνέπειές της, ούτε ασφαλώς για τις επιπτώσεις στην εργασία των διανομέων και για την τύχη των θέσεων εργασίας τους. Και τούτο, διότι η εργοδότρια ουδόλως είχε λάβει υπόψη της κατά τον επανασχεδιασμό των τομέων διανομής τις πιθανές επιπτώσεις του στο προσωπικό της, αλλά αρκέστηκε να “δεσμευτεί” ότι μετά την εφαρμογή της θα συνέλεγε “παρατηρήσεις” προκειμένου να θεραπευθούν προβλήματα ή δυσλειτουργίες εκ των υστέρων.
Έτσι, κορυφωνόταν η αγωνία και το άγχος του, ώστε, εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης, να εργάζεται πλέον και να διάγει υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες, με αποτέλεσμα την ασυνήθιστη εξασθένηση του οργανισμού του. Η αναδιοργάνωση των τομέων διανομής τού είχαν δημιουργήσει εντονότατη ανησυχία και ανασφάλεια. Συζητούσε διαρκώς και αποκλειστικά για αυτό, τόσο με την οικογένειά του όσο και με συναδέλφους του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, διαμαρτυρόταν τόσο στους ενάγοντες όσο και σε συναδέλφους του για ζαλάδες, για πόνους στην πλάτη και το στομάχι, και φαινόταν ότι βρισκόταν στα όρια της ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης. Το άγχος του αυτό επιτεινόταν μάλιστα από την απόλυτη ανάγκη για τον μισθό, ενόψει και των ιδιαίτερα αυξημένων οικογενειακών δαπανών λόγω των σπουδών του υιού του, ήτοι του δεύτερου ενάγοντος, στην πόλη της Πάτρας και μακριά από την οικογενειακή εστία, αλλά και ενόψει της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας, η οποία θα καθιστούσε με βεβαιότητα αδύνατη γι’ αυτόν την ανεύρεση νέας εργασίας σε ηλικία 52 ετών».
Επήλθε ο θάνατος
Το πρωί της 6ης.5.2011, ο άτυχος 52χρόνος έφυγε στις 7:10 π.μ. για το γραφείο του. ενώ η σύζυγός του και παρέμεινε στο σπίτι, η οποία μετά 20 λεπτά άκουσε την πόρτα του διαμερίσματός της να ανοίγει. «Υπέθεσε ότι ο σύζυγός της κάτι ξέχασε και γύρισε να το πάρει. Επειδή όμως δεν ξανάκουσε την πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Τότε άκουσε τη βρύση του νιπτήρα να τρέχει. Όταν προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του μπάνιου, αντιλήφθηκε ότι υπήρχε κάποιο εμπόδιο. Σπρώχνοντας με δύναμη την πόρτα, είδε τον σύζυγό της πεσμένο πίσω από την πόρτα. Του μίλησε, και επειδή δεν της απαντούσε άρχισε πανικόβλητη να καλεί σε βοήθεια τους γείτονες. Οι ένοικοι του πάνω διαμερίσματος κάλεσαν το Ε.Κ.Α.Β., το οποίο έφτασε σε λιγότερα από 10 λεπτά. Επιχείρησαν να τον συνεφέρουν χωρίς αποτέλεσμα και στη συνέχεια τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο με προορισμό το νοσοκομείο “Αγία Όλγα” στη Ν. Ιωνία.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία προκειμένου να μεταφέρουν τον Χ στο νοσοκομείο, η ενάγουσα είδε την πόρτα του αυτοκινήτου του ανοικτή και πλησιάζοντας είδε τα κλειδιά στη θέση του διακόπτη και το αυτοκίνητο του συζύγου της σε λειτουργία».
Νομικό σκέλος
Έτσι, η σύζυγος και ο γιος του άτυχου εργαζομένου διεκδίκησαν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν το ποσό των 200.000 ευρώ ο καθένας (συνολικά 400.000 ευρώ), αλλά το Πρωτοδικείο Αθηνών, με μια πρωτοποριακή απόφασή του, η οποία δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», με Πρόεδρο τον Μιχαήλ-Άγγελο Γιαννακάκο και δικηγόρο τον Παναγιώτη Μπουμπουχερόπουλο, επιδίκασε τελικά 80.000 ευρώ στον καθένα, δηλαδή συνολικά 160.000 ευρώ.
Ο 52χρονος εργαζόταν ως διανομέας, με σύμβαση εξηρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου, σε επιχείρηση, από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Μάιο του 2011, που απεβίωσε από στρες «λόγω της ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση εν όψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας επιχείρησης». Έφυγε το πρωί για τη δουλειά του, αλλά, αφήνοντας αναμμένη τη μηχανή του αυτοκινήτου του, επέστρεψε αμέσως σε άσχημη κατάσταση στο σπίτι του, όπου τον βρήκε σχεδόν νεκρό η σύζυγός του μέσα στο μπάνιο του σπιτιού τους.
Σύμφωνα με το ιστορικό της δικαστικής απόφασης, από τον Φεβρουάριο του 2011 άρχισε να φημολογείται ότι, στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, η εργοδότρια εταιρεία είχε αποφασίσει την κατάργηση τομέων διανομής, μεταξύ των οποίων και του τομέα του αποβιώσαντος. Και συνεχίζει η απόφαση:
«Οι φήμες αυτές του προκάλεσαν έντονη ανησυχία, καθώς ο τομέας του φερόταν υπό κατάργηση, στη συνέχεια δε πράγματι καταργήθηκε. Η ανησυχία του επιτεινόταν από το γεγονός ότι από τη διοίκηση της εναγομένης δεν διαψεύδονταν οι εν λόγω φήμες, ούτε παρέχονταν διευκρινήσεις για τις περιπτώσεις που θα είχε η έντονα φημολογούμενη ακόμα τότε αναδιοργάνωση σε όσους εργάζονταν στους υπό κατάργηση τομείς.
Ειδικότερα, όχι απλώς δεν διευκρινίζονταν τα καθήκοντα τα οποία θα αναλάμβαναν οι εργαζόμενοι αυτοί, των οποίων οι τομείς καταργούνταν, πολύ περισσότερο δεν παρεχόταν καμία διαβεβαίωση για το εργασιακό τους μέλλον.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το ευρύτερο κλίμα απολύσεων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως είχε ήδη αρχίσει να συζητείται ευρύτατα (και άρχισε να υλοποιείται πράγματι λίγο αργότερα με τον ν. 4024/2011, άρθρα 33 επ.), προκαλούσε στον εργαζόμενο εύλογη ανασφάλεια και ανησυχία για το εργασιακό του μέλλον».
Περαιτέρω, στις 4.4.2011 ανακοινώθηκε από την επιχείρηση ότι θα εφαρμοζόταν άμεσα η νέα δομή της επιχείρησης. Και συνεχίζει η απόφαση:
«Παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο της εν λόγω αναδιάταξης ο τομέας αρμοδιότητας του εργαζόμενου καταργούνταν, ουδεμία διευκρίνηση ελάμβανε αυτός για τις νέες αρμοδιότητες και τα νέα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα η αρχική ανασφάλεια και ανησυχία να μετεξελιχθούν σε αφόρητη ψυχολογική πίεση, καθότι φοβόταν εύλογα για το εργασιακό του μέλλον και για τη θέση εργασίας του. Μετά ταύτα, ο εργαζόμενος κυριεύθηκε από άγχος, το οποίο γινόταν οξύτατο από την παρατεταμένη αβεβαιότητα που του δημιουργούσε η μη παροχή διευκρινίσεων από την πλευρά των προϊσταμένων του. Άλλωστε, ούτε οι ίδιοι (οι προϊστάμενοί του) είχαν ενημερωθεί από τη διοίκηση της εναγομένης για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της νέας δομής και τις συνέπειές της, ούτε ασφαλώς για τις επιπτώσεις στην εργασία των διανομέων και για την τύχη των θέσεων εργασίας τους. Και τούτο, διότι η εργοδότρια ουδόλως είχε λάβει υπόψη της κατά τον επανασχεδιασμό των τομέων διανομής τις πιθανές επιπτώσεις του στο προσωπικό της, αλλά αρκέστηκε να “δεσμευτεί” ότι μετά την εφαρμογή της θα συνέλεγε “παρατηρήσεις” προκειμένου να θεραπευθούν προβλήματα ή δυσλειτουργίες εκ των υστέρων.
Έτσι, κορυφωνόταν η αγωνία και το άγχος του, ώστε, εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης, να εργάζεται πλέον και να διάγει υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες, με αποτέλεσμα την ασυνήθιστη εξασθένηση του οργανισμού του. Η αναδιοργάνωση των τομέων διανομής τού είχαν δημιουργήσει εντονότατη ανησυχία και ανασφάλεια. Συζητούσε διαρκώς και αποκλειστικά για αυτό, τόσο με την οικογένειά του όσο και με συναδέλφους του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, διαμαρτυρόταν τόσο στους ενάγοντες όσο και σε συναδέλφους του για ζαλάδες, για πόνους στην πλάτη και το στομάχι, και φαινόταν ότι βρισκόταν στα όρια της ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης. Το άγχος του αυτό επιτεινόταν μάλιστα από την απόλυτη ανάγκη για τον μισθό, ενόψει και των ιδιαίτερα αυξημένων οικογενειακών δαπανών λόγω των σπουδών του υιού του, ήτοι του δεύτερου ενάγοντος, στην πόλη της Πάτρας και μακριά από την οικογενειακή εστία, αλλά και ενόψει της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας, η οποία θα καθιστούσε με βεβαιότητα αδύνατη γι’ αυτόν την ανεύρεση νέας εργασίας σε ηλικία 52 ετών».
Επήλθε ο θάνατος
Το πρωί της 6ης.5.2011, ο άτυχος 52χρόνος έφυγε στις 7:10 π.μ. για το γραφείο του. ενώ η σύζυγός του και παρέμεινε στο σπίτι, η οποία μετά 20 λεπτά άκουσε την πόρτα του διαμερίσματός της να ανοίγει. «Υπέθεσε ότι ο σύζυγός της κάτι ξέχασε και γύρισε να το πάρει. Επειδή όμως δεν ξανάκουσε την πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Τότε άκουσε τη βρύση του νιπτήρα να τρέχει. Όταν προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του μπάνιου, αντιλήφθηκε ότι υπήρχε κάποιο εμπόδιο. Σπρώχνοντας με δύναμη την πόρτα, είδε τον σύζυγό της πεσμένο πίσω από την πόρτα. Του μίλησε, και επειδή δεν της απαντούσε άρχισε πανικόβλητη να καλεί σε βοήθεια τους γείτονες. Οι ένοικοι του πάνω διαμερίσματος κάλεσαν το Ε.Κ.Α.Β., το οποίο έφτασε σε λιγότερα από 10 λεπτά. Επιχείρησαν να τον συνεφέρουν χωρίς αποτέλεσμα και στη συνέχεια τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο με προορισμό το νοσοκομείο “Αγία Όλγα” στη Ν. Ιωνία.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία προκειμένου να μεταφέρουν τον Χ στο νοσοκομείο, η ενάγουσα είδε την πόρτα του αυτοκινήτου του ανοικτή και πλησιάζοντας είδε τα κλειδιά στη θέση του διακόπτη και το αυτοκίνητο του συζύγου της σε λειτουργία».
Νομικό σκέλος
Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών κ. Γιαννακάκος επισημαίνει στην απόφασή του, κατ’ αρχάς, ότι εργατικό ατύχημα, μεταξύ των άλλων, θεωρείται και «η ασθένεια που είχε ως συνέπεια την ανικανότητα προς εργασία (ή τον θάνατο) του εργαζομένου, που επήλθε σ’ αυτόν όχι από βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, ως εκ της φύσεως και του είδους της εργασίας ή άλλα, ξένα προς αυτήν οργανικά αίτια, αλλά από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός ξένο προς τον οργανισμό του παθόντος».
Τέτοιο γεγονός –συνεχίζει ο δικαστής– αποτελεί και η αιφνίδια εκδήλωση της ασθένειας κατά τη διάρκεια της εργασίας, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή διέδραμε υφ’ όλως εξαιρετικές και ασυνήθεις συνθήκες, ένεκα των οποίων ο οργανισμός του παθόντος επλήγη κατά τρόπο ασυνήθη σωματικώς ή ψυχικώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ασθένειας, η οποία διαφορετικά, με την έλλειψη των ασυνήθων αυτών συνθηκών, δεν θα επήρχετο».
Σύμφωνα με την απόφαση, «ο εργοδότης, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας, οφείλει να καθορίζει και να λαμβάνει τα κατάλληλα για την προστασία των μισθωτών από το εργασιακό στρες προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα».
Αντίθετα, «ο εργοδότης που, παρά την γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού στρες στην οποία βρίσκεται εργαζόμενος, και παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής η επίδραση του άγχους στην υγεία του, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων, και, εν προκειμένω, μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης, ιδίως εν όψει των επικείμενων αλλαγών στην επιχείρηση, παραβιάζει την υποχρέωση πρόνοιας και ευθύνεται για την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής και μη ζημίας που συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη».
Μάλιστα, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση ότι «στο πλαίσιο μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας, η οποία υπερβαίνει την παραδοσιακή αντίληψη “στατικής” πρόληψης ή αντιμετώπισης σταθερών, μετρήσιμων φυσικών μεγεθών επικινδυνότητας (και αξιώνει από τον εργοδότη να προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων, να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις και να προσαρμόζει τα μέτρα στις δυναμικά μεταβαλλόμενες ανάγκες του περιβάλλοντος εργασίας), δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοούνται τα επιστημονικά δεδομένα για τη βλαβερή επίδραση του εργασιακού στρες στην εργασία».
Σε άλλο σημείο της απόφασης υπογραμμίζεται ότι η εργοδότρια επιχείρηση, «αφενός δεν έλαβε τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ούτε παρέσχε εκ των προτέρων τις κατάλληλες διευκρινίσεις με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τις επιπτώσεις της ανακατανομής της εργασίας στην ψυχική και σωματική τους υγεία, και αφετέρου δεν έλαβε κανένα μέτρο εξουδετέρωσης της πηγής του εργασιακού άγχους τού εν λόγω εργαζομένου, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό στους προϊσταμένους του ότι, εξαιτίας της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας σε σχέση με την εργασία του, βίωνε έντονο εργασιακό στρες, που τον είχε φανερά οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης».
Ακόμη, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι από υπαιτιότητα των οργάνων της εταιρείας «ο θανών υποχρεώθηκε να προσφέρει την εργασία του αλλά και να διάγει διαρκώς υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες εργασιακού άγχους, το οποίο προκάλεσε την ασυνήθη εξασθένηση του οργανισμού του και εν τέλει τον θάνατό του λόγω εμφράγματος, παρά το γεγονός ότι θα αρκούσε η αποσαφήνιση των νέων καθηκόντων του ή του μέλλοντος της εργασιακής του σχέσης για να αποτρέψει το μοιραίο αποτέλεσμα».
Δήλωση του δικηγόρου
Ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπουμπουχερόπουλος, που χειρίστηκε την υπόθεση από την πλευρά της οικογένειας του άτυχου εργαζομένου, δήλωσε:
«Με την απόφαση αυτή του Πρωτοδικείου Αθηνών εισέρχεται το εργασιακό στρες στο φάσμα των επικίνδυνων για την υγεία των εργαζομένων παραμέτρων της εργασιακής καθημερινότητας.
Αξιοποιούνται όχι μόνο τα πορίσματα της επιστήμης που συνδέουν το εργασιακό άγχος με συγκεκριμένες ψυχοσωματικές παθήσεις, αλλά, κυρίως, τυγχάνουν εφαρμογής οι ήδη υφιστάμενες νομικές βάσεις που θέτουν το πλαίσιο των εργοδοτικών υποχρεώσεων για την άμβλυνση των στρεσογόνων συνθηκών παροχής της εργασίας».
Τέτοιο γεγονός –συνεχίζει ο δικαστής– αποτελεί και η αιφνίδια εκδήλωση της ασθένειας κατά τη διάρκεια της εργασίας, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή διέδραμε υφ’ όλως εξαιρετικές και ασυνήθεις συνθήκες, ένεκα των οποίων ο οργανισμός του παθόντος επλήγη κατά τρόπο ασυνήθη σωματικώς ή ψυχικώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ασθένειας, η οποία διαφορετικά, με την έλλειψη των ασυνήθων αυτών συνθηκών, δεν θα επήρχετο».
Σύμφωνα με την απόφαση, «ο εργοδότης, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας, οφείλει να καθορίζει και να λαμβάνει τα κατάλληλα για την προστασία των μισθωτών από το εργασιακό στρες προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα».
Αντίθετα, «ο εργοδότης που, παρά την γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού στρες στην οποία βρίσκεται εργαζόμενος, και παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής η επίδραση του άγχους στην υγεία του, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων, και, εν προκειμένω, μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης, ιδίως εν όψει των επικείμενων αλλαγών στην επιχείρηση, παραβιάζει την υποχρέωση πρόνοιας και ευθύνεται για την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής και μη ζημίας που συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη».
Μάλιστα, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση ότι «στο πλαίσιο μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας, η οποία υπερβαίνει την παραδοσιακή αντίληψη “στατικής” πρόληψης ή αντιμετώπισης σταθερών, μετρήσιμων φυσικών μεγεθών επικινδυνότητας (και αξιώνει από τον εργοδότη να προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων, να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις και να προσαρμόζει τα μέτρα στις δυναμικά μεταβαλλόμενες ανάγκες του περιβάλλοντος εργασίας), δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοούνται τα επιστημονικά δεδομένα για τη βλαβερή επίδραση του εργασιακού στρες στην εργασία».
Σε άλλο σημείο της απόφασης υπογραμμίζεται ότι η εργοδότρια επιχείρηση, «αφενός δεν έλαβε τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ούτε παρέσχε εκ των προτέρων τις κατάλληλες διευκρινίσεις με σκοπό την προστασία των εργαζομένων από τις επιπτώσεις της ανακατανομής της εργασίας στην ψυχική και σωματική τους υγεία, και αφετέρου δεν έλαβε κανένα μέτρο εξουδετέρωσης της πηγής του εργασιακού άγχους τού εν λόγω εργαζομένου, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστό στους προϊσταμένους του ότι, εξαιτίας της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας σε σχέση με την εργασία του, βίωνε έντονο εργασιακό στρες, που τον είχε φανερά οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης».
Ακόμη, αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι από υπαιτιότητα των οργάνων της εταιρείας «ο θανών υποχρεώθηκε να προσφέρει την εργασία του αλλά και να διάγει διαρκώς υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες εργασιακού άγχους, το οποίο προκάλεσε την ασυνήθη εξασθένηση του οργανισμού του και εν τέλει τον θάνατό του λόγω εμφράγματος, παρά το γεγονός ότι θα αρκούσε η αποσαφήνιση των νέων καθηκόντων του ή του μέλλοντος της εργασιακής του σχέσης για να αποτρέψει το μοιραίο αποτέλεσμα».
Δήλωση του δικηγόρου
Ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπουμπουχερόπουλος, που χειρίστηκε την υπόθεση από την πλευρά της οικογένειας του άτυχου εργαζομένου, δήλωσε:
«Με την απόφαση αυτή του Πρωτοδικείου Αθηνών εισέρχεται το εργασιακό στρες στο φάσμα των επικίνδυνων για την υγεία των εργαζομένων παραμέτρων της εργασιακής καθημερινότητας.
Αξιοποιούνται όχι μόνο τα πορίσματα της επιστήμης που συνδέουν το εργασιακό άγχος με συγκεκριμένες ψυχοσωματικές παθήσεις, αλλά, κυρίως, τυγχάνουν εφαρμογής οι ήδη υφιστάμενες νομικές βάσεις που θέτουν το πλαίσιο των εργοδοτικών υποχρεώσεων για την άμβλυνση των στρεσογόνων συνθηκών παροχής της εργασίας».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα