Μαρκ Μαζάουερ: Ο παθιασμένος με την Ελλάδα καθηγητής του «Ελλάδα 2021»
22.11.2019
07:10
Ποιος είναι ο καθηγητής του Κολούμπια, με τις ρωσοεβραϊκές ρίζες: Οι διαλέξεις που γεμίζουν αμφιθέατρα, το Μανχάταν, τα καλοκαίρια στο σπίτι του στην Τήνο και το Ινστιτούτο Ιδεών και Φαντασίας στο Παρίσι
Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να καλέσει τον παγκόσμιας αναγνώρισης ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ για να συμμετάσχει στη σύνθεση της επιτροπής «Ελλάδα 2021» υπό τη Γιάννα Αγγελοπούλου, έγινε στο σωστό τάιμινγκ. Οι κεντρικές εκδηλώσεις για την επέτειο των 200 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας, άλλωστε, δεν συνοψίζονται μόνο σε ξεσηκωτικούς πανηγυρικούς, ούτε εξαντλούνται σε περήφανες παρελάσεις με λάβαρα και θούρια. Αφορούν και τον αναστοχασμό του νοήματος της Επανάστασης, την απήχησή του στο σήμερα, την έμπνευση και την προοπτική που χαρίζει στο μέλλον της χώρας.
Η ενεργοποίηση, μεταξύ άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων, στην επιτροπή «Ελλάδα 2021» τού επί χρόνια καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης Μαρκ Μαζάουερ διασφαλίζει ότι από το αφήγημα των εορτασμών θα απουσιάσουν μάλλον οι θωπείες αυτοαποθέωσης και τα κλισέ εθνικού ναρκισσισμού. Το εγγυώνται η αγάπη για την Ελλάδα, η ψύχραιμη ματιά, η βαθιά και διεισδυτική γνώση πηγών και αρχείων ενός μεθοδικού επιστήμονα που μπορaεί να διαλέγεται ανοιχτά με την ελληνική κοινωνία.
Εξάλλου, όταν τον Ιούνιο του 2015 σε ειδική τελετή στο κεντρικό κτίριο των Προπυλαίων αναγορευόταν επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο ίδιος τόνιζε: «Ο ιστορικός, σε αντίθεση με τον αρχαιολόγο, είναι ο διαμεσολαβητής σε μια συζήτηση της κοινωνίας με το ίδιο της το παρελθόν». Λογικά, λοιπόν, ο ρηξικέλευθος ιστορικός που με τον επιμελημένο και ελκυστικό του λόγο ξεδιπλώνει με επιχειρήματα τα ιστορικά του συμπεράσματα -κάνοντάς τα κατανοητά στο πλατύ κοινό αλλά και προσβάσιμα στη διαβούλευση μαζί του- είναι και το σωστό πρόσωπο για να συνεισφέρει στον γενικό σχεδιασμό και την υλοποίηση των ενεργειών της επιτροπής.
Τα «φαντάσματα» της Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη. Δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν, ένα ζεστό και μουντό σούρουπο Τετάρτης στα μέσα Ιουνίου του 2005. Οι νοτιάδες από τον Θερμαϊκό άπλωναν μια θολή, σαν από ξεθωριασμένο βερνίκι σε παλιό πιάνο, πατίνα στην πλατεία Αριστοτέλους. Ωστόσο, η ανάλαφρη θερινή ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε καθόλου στοιχειωμένη από τα φαντάσματα των μεγάλων ιστορικών κοινοτήτων που άλλοτε μοιράστηκαν την Ιστορία της πόλης. Μάλλον ενέργεια και σύγχρονο δυναμισμό απέπνεε. Στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου «Ολύμπιον» ο καθηγητής Ιστορίας Μαρκ Μαζάουερ μιλούσε στο κοινό με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του με τίτλο «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι,1430-1950».
Το ακροατήριο της εκδήλωσης η οποία γινόταν με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Κόκκαλη και του Αμερικανικού Κολλεγίου ένιωθε κάποιες στιγμές σαν να παρακολουθεί μια λιτανεία από απομεινάρια, σπαράγματα και ευρήματα από τις περιπέτειες των λαών και των ανθρώπων που συναντήθηκαν και μοιράστηκαν την πολυτάραχη Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Μιας μοναδικής πόλης που διεκδικήθηκε άλλοτε ως εκλεκτή και ποθητή ταυτόχρονα από τους χριστιανούς, τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους κατοίκους της.
Στο πάνελ ο κεντρικός ομιλητής, ψηλός, ευθυτενής με σκούρα σγουρά μαλλιά, παρουσίαζε ευαίσθητα και συνεκτικά, με την επιδεξιότητα και την επιμέλεια του επίμονου ερευνητή, την ολότητα του περιεχομένου του πονήματός του. Γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας, ένας άνθρωπος που μιλούσε και διάβαζε ελληνικά ενώ είχε αποκτήσει πολλούς ντόπιους φίλους, ο Μαζάουερ ήταν ένας ακόμη λάτρης αυτής της πόλης. Είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί σε μια παρέα, πίνοντας τον ελληνικό του καφέ στα Κάστρα της Ανω Πόλης, ότι η σημερινή Αθήνα τού φαινόταν σαν να μεταπήδησε από τον Παρθενώνα και τον Χρυσό Αιώνα στα χρόνια του 2000 μ.Χ.
Αντίθετα, στη σημερινή Θεσσαλονίκη αναγνώριζε τα ορατά και απτά αλλεπάλληλα στρώματα πολιτισμού, που, λες το ένα πάνω στο άλλο, διηγούνταν ζωντανά τη μακρόχρονη Ιστορία της. Λέξη με τη λέξη του στην αίθουσα του «Ολύμπιον» γινόταν σαφές ότι πρόθεσή του δεν ήταν να ανασκάψει μέσα από αυστηρή έρευνα το ξεχασμένο παρελθόν της Θεσσαλονίκης, αλλά να ανατείμνει με τη χρήση άγνωστων λεπτομερειών την Ιστορία της στη διάρκεια πέντε αιώνων. Εδειχνε να βάζει το δάχτυλο στις πληγές της νεότερης Ιστορίας μας, που, όσο κι αν τις επουλώνει ο χρόνος, η μνήμη τους δεν εξαφανίζεται. Καταγοητευμένο το κοινό τον χειροκρότησε.
Οσοι είχαν ήδη προλάβει να διαβάσουν το συγκεκριμένο ιστορικό βιβλίο και να βυθιστούν στη σχεδόν λογοτεχνική του ατμόσφαιρα χειροκρότησαν διπλά. Είχαν εντοπίσει το σημαντικό μήνυμα στον επίλογο του βιβλίου όπου ο Μαζάουερ έγραφε: «Ενα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν, χωρίς αποσιωπήσεις και, προπάντων, χωρίς στερεότυπα και ιδεοληψίες. Διότι, διαφορετικά, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα τα αναπαραγάγεις». Μόνο ο κοινωνιολόγος Κώστας Ζουράρις εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του επισημαίνοντας ότι δεν υπήρξε πολυπολιτισμικότητα στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, γιατί απλούστατα επρόκειτο για μια στρατιωτική κυριαρχία των Οθωμανών σε βάρος των Ελλήνων χριστιανών. Από τη μεριά του και ο πρόεδρος της αρμένικης κοινότητας διαμαρτυρήθηκε επειδή ο ιστορικός δεν αναφέρθηκε στους Αρμένιους της Θεσσαλονίκης.
Ο καθηγητής του Κολούμπια αναγνώρισε την παράλειψή του, η εκδήλωση έληξε και το νεοκυκλοφόρητο βιβλίο έγινε σύντομα ευπώλητο στην Ελλάδα, πράμα σπάνιο για ιστορική έρευνα. Στο περιθώριο της παρουσίασης, ωστόσο, εμφανίστηκε και μια μειοψηφία εγχώριων εσωστρεφών προγονολάγνων που έκαναν λόγο για «τα φαντάσματα του οθωμανισμού». Από κοντά και μια δράκα αρλουμπολόγων, που εκτιμούσαν με τη βαρύτητα της φυσαλίδας ότι ο Βρετανός με ρωσοεβραϊκές ρίζες ιστορικός ανήκε σε μια παγκόσμια υποχθόνια σιωνιστική συνωμοσία η οποία σκόπευε να καταστρέψει τον πλανήτη, πέραν φυσικά της Θεσσαλονίκης!
Το «προφητικό» ελληνικό χρέος
Ηταν μια άλλη εποχή, εκείνη της Ελλάδας της πλησμονής των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα. Λίγοι εντός της χώρας είχαν εντοπίσει αυτό τον ανήσυχο και παθιασμένο με την Ιστορία καθηγητή που φώτιζε βίαιες στιγμές του προηγούμενου αιώνα. Πιο λίγοι είχαν δώσει έως τότε την πρέπουσα σημασία στα πιο γνωστά βιβλία του Μαζάουερ που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Κάποια αίσθηση, αλλά ως εκεί μόνο είχε προκαλέσει το βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής», το οποίο είχε γράψει στα 35 του χρόνια. Επρεπε να κυκλοφορήσει στα 40 του το έργο του «Σκοτεινή Ηπειρος: Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας», το οποίο τον καθιέρωσε διεθνώς, για να μην περνάει απαρατήρητος από το εγχώριο αναγνωστικό κοινό. Προφανώς, ελάχιστοι γνώριζαν ότι ο Μαζάουερ ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη σύγχρονη Ιστορία, το μακρινό 1988, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με θέμα την αδυναμία αποπληρωμής του ελληνικού χρέους το 1932 και τις συνέπειές της στη χώρα. Για εκείνη τη μάλλον εκκεντρική θεματική επιλογή της διατριβής του που εκπόνησε στα 30 του χρόνια αισθανόταν την ανάγκη να «απολογηθεί» στους συναδέλφους του ιστορικούς στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Οταν πολύ αργότερα προέκυψε το αβυσσαλέο τρέχον ελληνικό χρέος, μεγάλη μερίδα της διεθνούς πανεπιστημιακής κοινότητας τον αναγνώρισε περίπου σαν προφήτη και έσπευσε να τον συμβουλευτεί για το θέμα. Ηταν μια καθυστερημένη, ίσως, δικαίωση, αλλά ο ίδιος είχε πλέον ανέβει πίστα. Καταχωρούνταν πλέον ως ένας από τους εξέχοντες Βρετανούς ιστορικούς της νεότερης Ευρώπης. Είχε κιόλας από το 2000 περιγράψει με αφηγηματική ζωηρότητα στο πυκνογραμμένο του βιβλίο «Τα Βαλκάνια» αυτή τη γεωγραφική γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, εντάσσοντάς τη στο ευρωπαϊκό ιστορικό γίγνεσθαι.
Το κυριότερο, είχε αναγνωριστεί από τους αναγνώστες των βιβλίων του ως ο ιστορικός συγγραφέας που τους βοηθούσε να κατανοήσουν καλύτερα την πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο, οι διαλέξεις του ανά τον κόσμο είχαν γίνει τόσο δημοφιλείς ώστε το κοινό προσερχόταν σε αυτές σαν σε συναυλία ενός ροκ σταρ.
Από το Μανχάταν στην Τήνο
Η ενεργοποίηση, μεταξύ άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων, στην επιτροπή «Ελλάδα 2021» τού επί χρόνια καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης Μαρκ Μαζάουερ διασφαλίζει ότι από το αφήγημα των εορτασμών θα απουσιάσουν μάλλον οι θωπείες αυτοαποθέωσης και τα κλισέ εθνικού ναρκισσισμού. Το εγγυώνται η αγάπη για την Ελλάδα, η ψύχραιμη ματιά, η βαθιά και διεισδυτική γνώση πηγών και αρχείων ενός μεθοδικού επιστήμονα που μπορaεί να διαλέγεται ανοιχτά με την ελληνική κοινωνία.
Εξάλλου, όταν τον Ιούνιο του 2015 σε ειδική τελετή στο κεντρικό κτίριο των Προπυλαίων αναγορευόταν επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο ίδιος τόνιζε: «Ο ιστορικός, σε αντίθεση με τον αρχαιολόγο, είναι ο διαμεσολαβητής σε μια συζήτηση της κοινωνίας με το ίδιο της το παρελθόν». Λογικά, λοιπόν, ο ρηξικέλευθος ιστορικός που με τον επιμελημένο και ελκυστικό του λόγο ξεδιπλώνει με επιχειρήματα τα ιστορικά του συμπεράσματα -κάνοντάς τα κατανοητά στο πλατύ κοινό αλλά και προσβάσιμα στη διαβούλευση μαζί του- είναι και το σωστό πρόσωπο για να συνεισφέρει στον γενικό σχεδιασμό και την υλοποίηση των ενεργειών της επιτροπής.
Τα «φαντάσματα» της Θεσσαλονίκης
Θεσσαλονίκη. Δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν, ένα ζεστό και μουντό σούρουπο Τετάρτης στα μέσα Ιουνίου του 2005. Οι νοτιάδες από τον Θερμαϊκό άπλωναν μια θολή, σαν από ξεθωριασμένο βερνίκι σε παλιό πιάνο, πατίνα στην πλατεία Αριστοτέλους. Ωστόσο, η ανάλαφρη θερινή ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε καθόλου στοιχειωμένη από τα φαντάσματα των μεγάλων ιστορικών κοινοτήτων που άλλοτε μοιράστηκαν την Ιστορία της πόλης. Μάλλον ενέργεια και σύγχρονο δυναμισμό απέπνεε. Στην κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου «Ολύμπιον» ο καθηγητής Ιστορίας Μαρκ Μαζάουερ μιλούσε στο κοινό με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του με τίτλο «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι,1430-1950».
Το ακροατήριο της εκδήλωσης η οποία γινόταν με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Κόκκαλη και του Αμερικανικού Κολλεγίου ένιωθε κάποιες στιγμές σαν να παρακολουθεί μια λιτανεία από απομεινάρια, σπαράγματα και ευρήματα από τις περιπέτειες των λαών και των ανθρώπων που συναντήθηκαν και μοιράστηκαν την πολυτάραχη Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Μιας μοναδικής πόλης που διεκδικήθηκε άλλοτε ως εκλεκτή και ποθητή ταυτόχρονα από τους χριστιανούς, τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους κατοίκους της.
Στο πάνελ ο κεντρικός ομιλητής, ψηλός, ευθυτενής με σκούρα σγουρά μαλλιά, παρουσίαζε ευαίσθητα και συνεκτικά, με την επιδεξιότητα και την επιμέλεια του επίμονου ερευνητή, την ολότητα του περιεχομένου του πονήματός του. Γνώστης της Ελληνικής Ιστορίας, ένας άνθρωπος που μιλούσε και διάβαζε ελληνικά ενώ είχε αποκτήσει πολλούς ντόπιους φίλους, ο Μαζάουερ ήταν ένας ακόμη λάτρης αυτής της πόλης. Είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί σε μια παρέα, πίνοντας τον ελληνικό του καφέ στα Κάστρα της Ανω Πόλης, ότι η σημερινή Αθήνα τού φαινόταν σαν να μεταπήδησε από τον Παρθενώνα και τον Χρυσό Αιώνα στα χρόνια του 2000 μ.Χ.
Αντίθετα, στη σημερινή Θεσσαλονίκη αναγνώριζε τα ορατά και απτά αλλεπάλληλα στρώματα πολιτισμού, που, λες το ένα πάνω στο άλλο, διηγούνταν ζωντανά τη μακρόχρονη Ιστορία της. Λέξη με τη λέξη του στην αίθουσα του «Ολύμπιον» γινόταν σαφές ότι πρόθεσή του δεν ήταν να ανασκάψει μέσα από αυστηρή έρευνα το ξεχασμένο παρελθόν της Θεσσαλονίκης, αλλά να ανατείμνει με τη χρήση άγνωστων λεπτομερειών την Ιστορία της στη διάρκεια πέντε αιώνων. Εδειχνε να βάζει το δάχτυλο στις πληγές της νεότερης Ιστορίας μας, που, όσο κι αν τις επουλώνει ο χρόνος, η μνήμη τους δεν εξαφανίζεται. Καταγοητευμένο το κοινό τον χειροκρότησε.
Οσοι είχαν ήδη προλάβει να διαβάσουν το συγκεκριμένο ιστορικό βιβλίο και να βυθιστούν στη σχεδόν λογοτεχνική του ατμόσφαιρα χειροκρότησαν διπλά. Είχαν εντοπίσει το σημαντικό μήνυμα στον επίλογο του βιβλίου όπου ο Μαζάουερ έγραφε: «Ενα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν, χωρίς αποσιωπήσεις και, προπάντων, χωρίς στερεότυπα και ιδεοληψίες. Διότι, διαφορετικά, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα τα αναπαραγάγεις». Μόνο ο κοινωνιολόγος Κώστας Ζουράρις εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του επισημαίνοντας ότι δεν υπήρξε πολυπολιτισμικότητα στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, γιατί απλούστατα επρόκειτο για μια στρατιωτική κυριαρχία των Οθωμανών σε βάρος των Ελλήνων χριστιανών. Από τη μεριά του και ο πρόεδρος της αρμένικης κοινότητας διαμαρτυρήθηκε επειδή ο ιστορικός δεν αναφέρθηκε στους Αρμένιους της Θεσσαλονίκης.
Ο καθηγητής του Κολούμπια αναγνώρισε την παράλειψή του, η εκδήλωση έληξε και το νεοκυκλοφόρητο βιβλίο έγινε σύντομα ευπώλητο στην Ελλάδα, πράμα σπάνιο για ιστορική έρευνα. Στο περιθώριο της παρουσίασης, ωστόσο, εμφανίστηκε και μια μειοψηφία εγχώριων εσωστρεφών προγονολάγνων που έκαναν λόγο για «τα φαντάσματα του οθωμανισμού». Από κοντά και μια δράκα αρλουμπολόγων, που εκτιμούσαν με τη βαρύτητα της φυσαλίδας ότι ο Βρετανός με ρωσοεβραϊκές ρίζες ιστορικός ανήκε σε μια παγκόσμια υποχθόνια σιωνιστική συνωμοσία η οποία σκόπευε να καταστρέψει τον πλανήτη, πέραν φυσικά της Θεσσαλονίκης!
Το «προφητικό» ελληνικό χρέος
Ηταν μια άλλη εποχή, εκείνη της Ελλάδας της πλησμονής των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα. Λίγοι εντός της χώρας είχαν εντοπίσει αυτό τον ανήσυχο και παθιασμένο με την Ιστορία καθηγητή που φώτιζε βίαιες στιγμές του προηγούμενου αιώνα. Πιο λίγοι είχαν δώσει έως τότε την πρέπουσα σημασία στα πιο γνωστά βιβλία του Μαζάουερ που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά. Κάποια αίσθηση, αλλά ως εκεί μόνο είχε προκαλέσει το βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής», το οποίο είχε γράψει στα 35 του χρόνια. Επρεπε να κυκλοφορήσει στα 40 του το έργο του «Σκοτεινή Ηπειρος: Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας», το οποίο τον καθιέρωσε διεθνώς, για να μην περνάει απαρατήρητος από το εγχώριο αναγνωστικό κοινό. Προφανώς, ελάχιστοι γνώριζαν ότι ο Μαζάουερ ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη σύγχρονη Ιστορία, το μακρινό 1988, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με θέμα την αδυναμία αποπληρωμής του ελληνικού χρέους το 1932 και τις συνέπειές της στη χώρα. Για εκείνη τη μάλλον εκκεντρική θεματική επιλογή της διατριβής του που εκπόνησε στα 30 του χρόνια αισθανόταν την ανάγκη να «απολογηθεί» στους συναδέλφους του ιστορικούς στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Οταν πολύ αργότερα προέκυψε το αβυσσαλέο τρέχον ελληνικό χρέος, μεγάλη μερίδα της διεθνούς πανεπιστημιακής κοινότητας τον αναγνώρισε περίπου σαν προφήτη και έσπευσε να τον συμβουλευτεί για το θέμα. Ηταν μια καθυστερημένη, ίσως, δικαίωση, αλλά ο ίδιος είχε πλέον ανέβει πίστα. Καταχωρούνταν πλέον ως ένας από τους εξέχοντες Βρετανούς ιστορικούς της νεότερης Ευρώπης. Είχε κιόλας από το 2000 περιγράψει με αφηγηματική ζωηρότητα στο πυκνογραμμένο του βιβλίο «Τα Βαλκάνια» αυτή τη γεωγραφική γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, εντάσσοντάς τη στο ευρωπαϊκό ιστορικό γίγνεσθαι.
Το κυριότερο, είχε αναγνωριστεί από τους αναγνώστες των βιβλίων του ως ο ιστορικός συγγραφέας που τους βοηθούσε να κατανοήσουν καλύτερα την πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο, οι διαλέξεις του ανά τον κόσμο είχαν γίνει τόσο δημοφιλείς ώστε το κοινό προσερχόταν σε αυτές σαν σε συναυλία ενός ροκ σταρ.
Από το Μανχάταν στην Τήνο
Για έναν απλό στις συνήθειες άνθρωπο που δεν του αρέσει το υπερβολικό στυλ ζωής των απανταχού σελέμπριτι, ενδεχομένως είναι δοκιμασία η φήμη, η αναγνώριση και οι διεθνείς διακρίσεις. Ο ίδιος προτιμάει να «βουτάει» για να κολυμπήσει σε αρχεία, δημοσιεύματα, ημερολόγια, αλληλογραφία, μαρτυρίες, φωτογραφίες, ογκώδη βιβλιογραφία, ηχογραφήσεις αφηγήσεων και σημειώσεις από συνομιλίες με αυτόπτες μάρτυρες, για να μετατρέψει όλο αυτό το υλικό στο άψογο περιεχόμενο ενός τυπωμένου βιβλίου του. Απόλαυση γι’ αυτόν, λένε όσοι τον γνωρίζουν, είναι να φεύγει από το σπίτι του στο Απερ Γουέστ Σάιντ του Μανχάταν μια βροχερή μέρα και να βαδίζει με αδιάβροχο στην πολύβουη οδό Μπρόντγουεϊ στα Μόρνινγκσαϊντ Χάιτς, για να πάει στην παράδοση του μαθήματός του στο Κολούμπια. Το έκανε με την ίδια προσήλωση ακόμη κι όταν ξόδευε σχεδόν τη μισή ζωή του στο τρένο μεταξύ Νέας Υόρκης και Βοστόνης, όταν η πρώην σύζυγός του εργαζόταν στο Χάρβαρντ. Και βέβαια, όπως έχει εξομολογηθεί, απόλυτη πηγή γαλήνης για τον ίδιο είναι να περιμένει τα χαράματα στη Ραφήνα το καράβι που αναχωρεί για την Τήνο και θα τον πάει μαζί με τα δίδυμα παιδιά του, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, περίπου 10 χρόνων σήμερα, στο σπίτι του στο Τριαντάρο. Εκεί, στις αποχρώσεις από λουλακί και άσπρη πέτρα, μέσα στις πινελιές του πράσινου, περνάει τα καλοκαίρια του ήρεμα, μακριά από τον συνωστισμό και τη φασαρία μιας μεγαλούπολης. Είτε αυτή είναι η Νέα Υόρκη όπου ζει και διδάσκει, είτε είναι το Παρίσι όπου με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος έχει δημιουργήσει το Ινστιτούτο Ιδεών και Φαντασίας δίνοντας χώρο μελέτης και ανάπτυξης σε επιστήμονες και περφόρμερ. Σαν την Τήνο, όμως, δεν έχει.
Το «φαινόμενο Ανδρέας» και ο ΓΑΠ
Ετσι κι αλλιώς, η αγάπη του για την Ελλάδα χρονολογείται στην πρώτη γνωριμία μαζί της. Από τότε που πρωτοέφτασε, τον Νοέμβριο του 1981, στη χώρα ως 22χρονος φοιτητής της Κλασικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, ταξιδεύοντας με τρένο μέσω της Ιταλίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας. Ηταν η χρονιά που το ορμητικό ΠΑΣΟΚ είχε έρθει στην κυβέρνηση «και ο λαός στην εξουσία», σύμφωνα με τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του. Αν και αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, δεν του άρεσε, ούτε εμπιστεύτηκε το «φαινόμενο Ανδρέας». Ο εμφορούμενος τότε από ριζοσπαστικές ιδέες εκκολαπτόμενος ιστορικός είχε διαφορετικές αντιλήψεις που οπωσδήποτε, πάντως, δεν λιβάνιζαν κάθε μεσσιανισμό. Χρόνια αργότερα, σε ομιλία του στην Ελλάδα, θεμελίωσε την αρχική του άποψη χαρακτηρίζοντας «ατυχές timing» την κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία με ανεύθυνα δημοσιονομικά θεμέλια προχώρησε σε διόγκωση του δημόσιου τομέα. Αντίθετα, επιφύλασσε καλά λόγια στα χρόνια του ξεσπάσματος της κρίσης για τον Γιώργο Παπανδρέου. Τον Ιούνιο του 2010, σε ομιλία του στο Μέγαρο Μελά της Εθνικής Τράπεζας, έπλεξε το εγκώμιο του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς για τις κυβερνητικές προσπάθειές του σε μια δύσκολη παγκόσμια συγκυρία. Εκτοτε κύλησε κάμποσο νερό στις μυλόπετρες της Ιστορίας. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαζάουερ όταν κάποτε ρωτήθηκε για το μέλλον του Σοσιαλισμού απάντησε: «Μα, εγώ νόμιζα ότι ο Σοσιαλισμός τελείωσε όταν κέρδισε τις εκλογές ο Τόνι Μπλερ».
Στο διάβα των χρόνων ο Μαρκ Μαζάουερ ήρθε και ξαναήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε τους ανθρώπους και τη γλώσσα της, ενώ σε νεαρή ηλικία έμεινε επί συνολικά 18 μήνες συνδυάζοντας λίγο τουρισμό με μπόλικη έρευνα. Δούλεψε για την ολοκλήρωση ενός ντοκιμαντέρ με θέμα πτυχές της Ιστορίας σκόπιμα βυθισμένες στη λήθη που αφορούσαν τον πρώην γ.γ. του ΟΗΕ και κατόπιν πρόεδρο της Αυστρίας Κουρτ Βάλντχαϊμ. Ερεύνησε στην Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου το κρυφό ναζιστικό παρελθόν του Βάλντχαϊμ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατηγορήθηκε ότι ως αξιωματικός της Βέρμαχτ διέταξε επί ναζιστικής κατοχής τις απελάσεις 40.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Στις τακτικές του επισκέψεις γνώρισε και την ιστορική φιγούρα του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον οποίο θεωρεί τον πιο σημαντικό πολιτικό της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, μια συναρπαστική, χαρισματική, προσωπικότητα με γοητευτικό λόγο.
Στο Λονδίνο των εμιγκρέδων
Γεννημένος πριν από 61 χρόνια στο Βορειοδυτικό Λονδίνο, σε ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον, αρκετά ασφαλές και πολύ βρετανικά ευπρεπές, μεγάλωσε στο Γκόλντερς Γκριν της αγγλικής πρωτεύουσας. Μιας περιοχής με μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό, με 50 και πλέον εστιατόρια Κοσέρ υπό την εποπτεία του τοπικού ραβίνου και περισσότερες από 40 συναγωγές. Σε αυτό το συμβατικό μεσοαστικό τοπίο, από τα τέλη του 19ου αιώνα, βρήκαν καταφύγιο από τις διώξεις τους σε όλη την Κεντρική Ευρώπη Εβραίοι και Ρώσοι εμιγκρέδες, ανάμεσά τους και ο αυτοεξόριστος από την τσαρική Ρωσία αναρχικός πρίγκιπας Κροπότκιν. Η ζεστή και φιλόξενη γειτονιά με τις βεράντες των μισοξύλινων σπιτιών και τις κουρτίνες σε παστέλ αποχρώσεις προσέλκυσε και τους εξόριστους ήπιους αριστερούς διανοητές, καθώς και την επαναστατική ιντελιγκέντσια που ελκόταν από την εγγύτητα με το μνήμα του Καρλ Μαρξ στο γειτονικό κοιμητήριο του Χάιγκεϊτ.
Στην ίδια προαστιακή γειτονιά γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βρετανός με ρωσοεβραϊκές ρίζες πατέρας του Μπιλ, επισήμως Γουίλιαμ Τζόζεφ, που σπούδασε στο Κολέγιο Μπάλιολ της Οξφόρδης, υπήρξε από τα νιάτα του μαχητικό μέλος του Εργατικού Κόμματος και σταδιοδρόμησε επί 30 και πλέον χρόνια ως μεσοανώτερο στέλεχος της εταιρείας Lever Brothers, μετέπειτα πολυεθνικής Unilever. Ο Μαρκ και τα αδέλφια του ανατράφηκαν με τη φροντίδα και την επιμέλεια της φυσιοθεραπεύτριας στο επάγγελμα μητέρας τους, που επίσης είχε πολωνοεβραϊκές ρίζες.
Σπούδασε στα τοπικά σχολεία, του άρεσε από μικρός να παίζει γαλλικό κόρνο και να κάνει τον συνθέτη κλασικής μουσικής δημιουργώντας ανολοκλήρωτες συμφωνίες. Στην εφηβεία του, χωρίς εξάρσεις και ακρότητες, ως φυσιολογικό παιδί της γενιάς του, αγάπησε το ποδόσφαιρο, τους μεγάλους περιπάτους στη λονδρέζικη εξοχή και το κολύμπι σε μία από τις 25 λίμνες και τις δημόσιες πισίνες του κοντινού πάρκου Χάμπστεντ Χιθ. Στα ανήλικα χρόνια του περιδιαβαίνοντας αμέριμνος τις συνορεύουσες γειτονιές του Γκόλντερς Γκριν, του Χάιγκεϊτ και του Χάμπστεντ Χιθ δεν φανταζόταν ότι αποτελούσαν την καρδιά των Κεντροευρωπαίων εμιγκρέδων. Πόσο μάλλον του φαινόταν ασύλληπτο ότι στο συναισθηματικό αυτό τοπίο των παιδικών του χρόνων ο τρόμος, οι κατατρεγμοί και οι εκκαθαρίσεις του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα -με τον οποίο θα ασχολούνταν συστηματικά στην κατοπινή επιστημονική του καριέρα- έθεταν έντονο το αποτύπωμα και βαριά τη σκιά τους και στη δική του οικογένεια.
Ο μπολσεβίκος παππούς
Με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του το 2009, σε ηλικία 84 ετών, και την ταυτόχρονη απώλεια του καταγωγικού του Λονδίνου στο οποίο μεγάλωσε, του δόθηκε το έναυσμα για αναστοχασμό της μοίρας της οικογένειάς του με παράλληλη αναψηλάφηση της δικής του ταυτότητας. Ψάχνοντας τις τύχες και τις διαδρομές ετεροθαλών αδελφών, παππούδων, θείων, εξαδέλφων και εστιάζοντας στις μικρές, ανθρώπινες, ανείπωτες λεπτομέρειες μέσα στον δαιδαλώδη οδικό χάρτη της Ευρώπης του 20ού αιώνα, κατέγραψε τις ασύμπτωτες τροχιές τους.
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Οσα δεν είπες - Ενα ρωσικό παρελθόν και το ταξίδι προς την πατρίδα - Φόρος τιμής» (εκδόσεις Αγρα) φιλοτέχνησε με εξωστρεφή διαύγεια έναν λεπτομερειακό καμβά της οικογενειακής του ιστορίας και τον τοποθέτησε στο μεγάλο ευρωπαϊκό κάδρο των πολεμικών συγκρούσεων, των επαναστάσεων, των πολιορκιών, των πογκρόμ, των μετακινήσεων και της εξόντωσης πληθυσμών. Το ιστορικό οικογενειακό του δέντρο ξεκινάει με τον παππού του Μόρντχελ Μαζόβερ, που γεννήθηκε γύρω στο 1873 στο Γκρόντνο, στα περίχωρα της Βίλνα, του σημερινού Βίλνιους της Λιθουανίας. Εκεί, στην οριοθετημένη ζώνη εγκατάστασης του εβραϊκού πληθυσμού της τσαρικής Ρωσίας, που εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο παππούς του υπήρξε επαναστάτης σοσιαλιστής και ο δρόμος του διασταυρώθηκε με εκείνο του Λένιν και των μπολσεβίκων. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος του Μπουντ (Γενική Ενωση των Eβραίων εργατών σε Λιθουανία, Πολωνία και Ρωσία), ένα μαρξιστικό, διεθνιστικό κίνημα που ωστόσο ήθελε να περιφρουρήσει το γλωσσικό του ιδίωμα, τα γίντις, και τις πολιτισμικές τους αξίες. Ηταν οι προεπαναστατικές εποχές όπου ο Λένιν με σκληρά του άρθρα αναρωτιόταν ρητορικά: «Χρειάζεται το εβραϊκό προλεταριάτο ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα;». Ωστόσο ο Μαζόβερ συνέχιζε την παράνομη δράση του με το ψευδώνυμο «Δανιήλ» εκδίδοντας το περιοδικό «Der Klassenkampf» (Πάλη των Τάξεων). Αφού βρέθηκε στα χαρακώματα της επανάστασης του 1905, εξορίστηκε από την τσαρική εξουσία δύο φορές στη Σιβηρία, απέδρασε και διέφυγε στη Γερμανία και την Ελβετία, έως ότου εγκαταστάθηκε το 1909 στο Λονδίνο. Από εκεί επέστρεψε για λίγο το 1919 στη Ρωσία ως αντιπρόσωπος αμερικανικής εταιρείας γραφομηχανών. Εκτοτε δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη Σοβιετική Ρωσία και δεν αναφέρθηκε ξανά στην παλιά του πατρίδα.
Στη σύντομη, πάντως, παραμονή του στη Μόσχα γνώρισε τη Φρούμα Τουμάρκιν, από εβραϊκή οικογένεια εμπόρων ξυλείας στο Σμολένσκ, στις όχθες του Δνείπερου, η οποία είχε πέσει σε δυσμένεια επειδή συστρατεύτηκε με τους μενσεβίκους. Η Φρούμα εγκατέλειψε τον πρώτο σύζυγό της, έναν τυχοδιώκτη στρατιωτικό γιατρό του τσαρικού στρατού, πήρε την περίοδο του εμφυλίου και της κόκκινης τρομοκρατίας άρον άρον τη μικρή κόρη τους Ιρα και διέφυγε στο Λονδίνο όπου παντρεύτηκε τον Μόρντχελ Μαζόβερ, επονομαζόμενο πλέον επί το αγγλικότερον Μαξ Μαζάουερ. Αλλά και ο «Μαξ» είχε τελέσει έναν νεανικό γάμο με την αμετανόητη επαναστάτρια Σοφία Κριλένκο, που κατέληξε σε φρενοκομείο της Μόσχας την εποχή των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Καρπός εκείνου του δεσμού ήταν ένας γιος, ο Αντρέ, που σπούδασε στην Οξφόρδη, άλλαξε το επώνυμό του σε Μάρλινγκ για να μη θυμίζει το εβραϊκό Μαζάουερ, προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό, μετακόμισε στην Ισπανία, υποστήριξε τον Φράνκο και πρόβαλε αντισημιτικές απόψεις. Ετσι ο γεννημένος στο Λονδίνο γιος του Μαξ και της Φρούμα, ο Μπιλ, πατέρας του Μαρκ, είχε μια ετεροθαλή αδελφή, την αφοσιωμένη στους κοσμικούς κύκλους Ιρα, και τον πεμπτοφαλαγγίτη Αντρέ. Για όλα αυτά και μύρια άλλα ήταν απολύτως ανίδεος ο Μαρκ Μαζάουερ, που δεν πρόλαβε εν ζωή τον παππού του. Αλλά και αυτός να ζούσε, πάλι δεν θα μάθαινε τίποτε, αφού ο στέρεος Μαξ κρατούσε σφαλιστό το στόμα του για τη δραματική οδύσσεια του παρελθόντος του και τους εφιάλτες της γενιάς του.
Επανάσταση 1821
«Ελλάδα, ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας»
Στο σπίτι του στον αμφιθεατρικό Τριαντάρο της Τήνου, ο ιστορικός εμπνέεται. Από το μπαλκόνι με την πανοραμική θέα στο Αιγαίο φέρεται να γράφτηκε το περίφημο άρθρο του Μαρκ Μαζάουερ με τίτλο «Democracy’s Cradle, Rocking the World» («Το λίκνο της Δημοκρατίας κλονίζει τον πλανήτη»), που δημοσιεύτηκε στους «Times» της Νέας Υόρκης στις 29 Ιουνίου του 2011. Σε αυτό το κείμενο ο καθηγητής γράφει νηφάλια δίχως μυθοποιητικές προθέσεις: «Τα τελευταία 200 χρόνια η Ελλάδα ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1820, στη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα έγινε ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας. Για τους φιλέλληνες, η παλιγγενεσία της αποτελούσε τον πιο ευγενή αγώνα. “Στο μεγάλο πρωινό του κόσμου”, έγραψε ο Σέλεϊ στο ποίημά του “Ελλάς”, “το μεγαλείο της Ελευθερίας τινάχτηκε και έλαμψε!”. Η νίκη θα σήμαινε τον θρίαμβο της Ελευθερίας όχι μόνο επί των Τούρκων, αλλά και επί όλων των δυναστών που κρατούσαν υπόδουλους τόσο πολλούς Ευρωπαίους. Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί και Αμερικανοί έτρεξαν να πολεμήσουν υπό τη γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας για χάρη της Δημοκρατίας. Και μέσα σε μία δεκαετία, η χώρα κέρδισε την ελευθερία της». Μετά από αυτό το απόσπασμα εξακολουθεί κανείς να πιστεύει ότι «ιστορικός είναι ένας κουτσομπόλης που παρενοχλεί τους νεκρούς», που έγραφε περιπαικτικά ο Βολταίρος, ή ότι στο πρόσωπο του καθηγητή του Κολούμπια επιβεβαιώνεται ότι «η δική μας άγνοιά για την Ιστορία μάς κάνει να μιλάμε άσχημα για τη δική μας εποχή», που σημείωνε ο Γκιστάβ Φλομπέρ; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συμβολή του Μαζάουερ στην επιτροπή «Ελλάδα 2021» είναι αναγκαία όχι για να φορτίσει τη μνήμη, αλλά για να διεγείρει την έμπνευση.
Το «φαινόμενο Ανδρέας» και ο ΓΑΠ
Ετσι κι αλλιώς, η αγάπη του για την Ελλάδα χρονολογείται στην πρώτη γνωριμία μαζί της. Από τότε που πρωτοέφτασε, τον Νοέμβριο του 1981, στη χώρα ως 22χρονος φοιτητής της Κλασικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, ταξιδεύοντας με τρένο μέσω της Ιταλίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας. Ηταν η χρονιά που το ορμητικό ΠΑΣΟΚ είχε έρθει στην κυβέρνηση «και ο λαός στην εξουσία», σύμφωνα με τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του. Αν και αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, δεν του άρεσε, ούτε εμπιστεύτηκε το «φαινόμενο Ανδρέας». Ο εμφορούμενος τότε από ριζοσπαστικές ιδέες εκκολαπτόμενος ιστορικός είχε διαφορετικές αντιλήψεις που οπωσδήποτε, πάντως, δεν λιβάνιζαν κάθε μεσσιανισμό. Χρόνια αργότερα, σε ομιλία του στην Ελλάδα, θεμελίωσε την αρχική του άποψη χαρακτηρίζοντας «ατυχές timing» την κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία με ανεύθυνα δημοσιονομικά θεμέλια προχώρησε σε διόγκωση του δημόσιου τομέα. Αντίθετα, επιφύλασσε καλά λόγια στα χρόνια του ξεσπάσματος της κρίσης για τον Γιώργο Παπανδρέου. Τον Ιούνιο του 2010, σε ομιλία του στο Μέγαρο Μελά της Εθνικής Τράπεζας, έπλεξε το εγκώμιο του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς για τις κυβερνητικές προσπάθειές του σε μια δύσκολη παγκόσμια συγκυρία. Εκτοτε κύλησε κάμποσο νερό στις μυλόπετρες της Ιστορίας. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαζάουερ όταν κάποτε ρωτήθηκε για το μέλλον του Σοσιαλισμού απάντησε: «Μα, εγώ νόμιζα ότι ο Σοσιαλισμός τελείωσε όταν κέρδισε τις εκλογές ο Τόνι Μπλερ».
Στο διάβα των χρόνων ο Μαρκ Μαζάουερ ήρθε και ξαναήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε τους ανθρώπους και τη γλώσσα της, ενώ σε νεαρή ηλικία έμεινε επί συνολικά 18 μήνες συνδυάζοντας λίγο τουρισμό με μπόλικη έρευνα. Δούλεψε για την ολοκλήρωση ενός ντοκιμαντέρ με θέμα πτυχές της Ιστορίας σκόπιμα βυθισμένες στη λήθη που αφορούσαν τον πρώην γ.γ. του ΟΗΕ και κατόπιν πρόεδρο της Αυστρίας Κουρτ Βάλντχαϊμ. Ερεύνησε στην Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου το κρυφό ναζιστικό παρελθόν του Βάλντχαϊμ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατηγορήθηκε ότι ως αξιωματικός της Βέρμαχτ διέταξε επί ναζιστικής κατοχής τις απελάσεις 40.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Στις τακτικές του επισκέψεις γνώρισε και την ιστορική φιγούρα του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον οποίο θεωρεί τον πιο σημαντικό πολιτικό της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, μια συναρπαστική, χαρισματική, προσωπικότητα με γοητευτικό λόγο.
Στο Λονδίνο των εμιγκρέδων
Γεννημένος πριν από 61 χρόνια στο Βορειοδυτικό Λονδίνο, σε ένα ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον, αρκετά ασφαλές και πολύ βρετανικά ευπρεπές, μεγάλωσε στο Γκόλντερς Γκριν της αγγλικής πρωτεύουσας. Μιας περιοχής με μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό, με 50 και πλέον εστιατόρια Κοσέρ υπό την εποπτεία του τοπικού ραβίνου και περισσότερες από 40 συναγωγές. Σε αυτό το συμβατικό μεσοαστικό τοπίο, από τα τέλη του 19ου αιώνα, βρήκαν καταφύγιο από τις διώξεις τους σε όλη την Κεντρική Ευρώπη Εβραίοι και Ρώσοι εμιγκρέδες, ανάμεσά τους και ο αυτοεξόριστος από την τσαρική Ρωσία αναρχικός πρίγκιπας Κροπότκιν. Η ζεστή και φιλόξενη γειτονιά με τις βεράντες των μισοξύλινων σπιτιών και τις κουρτίνες σε παστέλ αποχρώσεις προσέλκυσε και τους εξόριστους ήπιους αριστερούς διανοητές, καθώς και την επαναστατική ιντελιγκέντσια που ελκόταν από την εγγύτητα με το μνήμα του Καρλ Μαρξ στο γειτονικό κοιμητήριο του Χάιγκεϊτ.
Στην ίδια προαστιακή γειτονιά γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βρετανός με ρωσοεβραϊκές ρίζες πατέρας του Μπιλ, επισήμως Γουίλιαμ Τζόζεφ, που σπούδασε στο Κολέγιο Μπάλιολ της Οξφόρδης, υπήρξε από τα νιάτα του μαχητικό μέλος του Εργατικού Κόμματος και σταδιοδρόμησε επί 30 και πλέον χρόνια ως μεσοανώτερο στέλεχος της εταιρείας Lever Brothers, μετέπειτα πολυεθνικής Unilever. Ο Μαρκ και τα αδέλφια του ανατράφηκαν με τη φροντίδα και την επιμέλεια της φυσιοθεραπεύτριας στο επάγγελμα μητέρας τους, που επίσης είχε πολωνοεβραϊκές ρίζες.
Σπούδασε στα τοπικά σχολεία, του άρεσε από μικρός να παίζει γαλλικό κόρνο και να κάνει τον συνθέτη κλασικής μουσικής δημιουργώντας ανολοκλήρωτες συμφωνίες. Στην εφηβεία του, χωρίς εξάρσεις και ακρότητες, ως φυσιολογικό παιδί της γενιάς του, αγάπησε το ποδόσφαιρο, τους μεγάλους περιπάτους στη λονδρέζικη εξοχή και το κολύμπι σε μία από τις 25 λίμνες και τις δημόσιες πισίνες του κοντινού πάρκου Χάμπστεντ Χιθ. Στα ανήλικα χρόνια του περιδιαβαίνοντας αμέριμνος τις συνορεύουσες γειτονιές του Γκόλντερς Γκριν, του Χάιγκεϊτ και του Χάμπστεντ Χιθ δεν φανταζόταν ότι αποτελούσαν την καρδιά των Κεντροευρωπαίων εμιγκρέδων. Πόσο μάλλον του φαινόταν ασύλληπτο ότι στο συναισθηματικό αυτό τοπίο των παιδικών του χρόνων ο τρόμος, οι κατατρεγμοί και οι εκκαθαρίσεις του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα -με τον οποίο θα ασχολούνταν συστηματικά στην κατοπινή επιστημονική του καριέρα- έθεταν έντονο το αποτύπωμα και βαριά τη σκιά τους και στη δική του οικογένεια.
Ο μπολσεβίκος παππούς
Με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του το 2009, σε ηλικία 84 ετών, και την ταυτόχρονη απώλεια του καταγωγικού του Λονδίνου στο οποίο μεγάλωσε, του δόθηκε το έναυσμα για αναστοχασμό της μοίρας της οικογένειάς του με παράλληλη αναψηλάφηση της δικής του ταυτότητας. Ψάχνοντας τις τύχες και τις διαδρομές ετεροθαλών αδελφών, παππούδων, θείων, εξαδέλφων και εστιάζοντας στις μικρές, ανθρώπινες, ανείπωτες λεπτομέρειες μέσα στον δαιδαλώδη οδικό χάρτη της Ευρώπης του 20ού αιώνα, κατέγραψε τις ασύμπτωτες τροχιές τους.
Στο πρόσφατο βιβλίο του «Οσα δεν είπες - Ενα ρωσικό παρελθόν και το ταξίδι προς την πατρίδα - Φόρος τιμής» (εκδόσεις Αγρα) φιλοτέχνησε με εξωστρεφή διαύγεια έναν λεπτομερειακό καμβά της οικογενειακής του ιστορίας και τον τοποθέτησε στο μεγάλο ευρωπαϊκό κάδρο των πολεμικών συγκρούσεων, των επαναστάσεων, των πολιορκιών, των πογκρόμ, των μετακινήσεων και της εξόντωσης πληθυσμών. Το ιστορικό οικογενειακό του δέντρο ξεκινάει με τον παππού του Μόρντχελ Μαζόβερ, που γεννήθηκε γύρω στο 1873 στο Γκρόντνο, στα περίχωρα της Βίλνα, του σημερινού Βίλνιους της Λιθουανίας. Εκεί, στην οριοθετημένη ζώνη εγκατάστασης του εβραϊκού πληθυσμού της τσαρικής Ρωσίας, που εξοντώθηκε ολοκληρωτικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο παππούς του υπήρξε επαναστάτης σοσιαλιστής και ο δρόμος του διασταυρώθηκε με εκείνο του Λένιν και των μπολσεβίκων. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος του Μπουντ (Γενική Ενωση των Eβραίων εργατών σε Λιθουανία, Πολωνία και Ρωσία), ένα μαρξιστικό, διεθνιστικό κίνημα που ωστόσο ήθελε να περιφρουρήσει το γλωσσικό του ιδίωμα, τα γίντις, και τις πολιτισμικές τους αξίες. Ηταν οι προεπαναστατικές εποχές όπου ο Λένιν με σκληρά του άρθρα αναρωτιόταν ρητορικά: «Χρειάζεται το εβραϊκό προλεταριάτο ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα;». Ωστόσο ο Μαζόβερ συνέχιζε την παράνομη δράση του με το ψευδώνυμο «Δανιήλ» εκδίδοντας το περιοδικό «Der Klassenkampf» (Πάλη των Τάξεων). Αφού βρέθηκε στα χαρακώματα της επανάστασης του 1905, εξορίστηκε από την τσαρική εξουσία δύο φορές στη Σιβηρία, απέδρασε και διέφυγε στη Γερμανία και την Ελβετία, έως ότου εγκαταστάθηκε το 1909 στο Λονδίνο. Από εκεί επέστρεψε για λίγο το 1919 στη Ρωσία ως αντιπρόσωπος αμερικανικής εταιρείας γραφομηχανών. Εκτοτε δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη Σοβιετική Ρωσία και δεν αναφέρθηκε ξανά στην παλιά του πατρίδα.
Στη σύντομη, πάντως, παραμονή του στη Μόσχα γνώρισε τη Φρούμα Τουμάρκιν, από εβραϊκή οικογένεια εμπόρων ξυλείας στο Σμολένσκ, στις όχθες του Δνείπερου, η οποία είχε πέσει σε δυσμένεια επειδή συστρατεύτηκε με τους μενσεβίκους. Η Φρούμα εγκατέλειψε τον πρώτο σύζυγό της, έναν τυχοδιώκτη στρατιωτικό γιατρό του τσαρικού στρατού, πήρε την περίοδο του εμφυλίου και της κόκκινης τρομοκρατίας άρον άρον τη μικρή κόρη τους Ιρα και διέφυγε στο Λονδίνο όπου παντρεύτηκε τον Μόρντχελ Μαζόβερ, επονομαζόμενο πλέον επί το αγγλικότερον Μαξ Μαζάουερ. Αλλά και ο «Μαξ» είχε τελέσει έναν νεανικό γάμο με την αμετανόητη επαναστάτρια Σοφία Κριλένκο, που κατέληξε σε φρενοκομείο της Μόσχας την εποχή των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Καρπός εκείνου του δεσμού ήταν ένας γιος, ο Αντρέ, που σπούδασε στην Οξφόρδη, άλλαξε το επώνυμό του σε Μάρλινγκ για να μη θυμίζει το εβραϊκό Μαζάουερ, προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό, μετακόμισε στην Ισπανία, υποστήριξε τον Φράνκο και πρόβαλε αντισημιτικές απόψεις. Ετσι ο γεννημένος στο Λονδίνο γιος του Μαξ και της Φρούμα, ο Μπιλ, πατέρας του Μαρκ, είχε μια ετεροθαλή αδελφή, την αφοσιωμένη στους κοσμικούς κύκλους Ιρα, και τον πεμπτοφαλαγγίτη Αντρέ. Για όλα αυτά και μύρια άλλα ήταν απολύτως ανίδεος ο Μαρκ Μαζάουερ, που δεν πρόλαβε εν ζωή τον παππού του. Αλλά και αυτός να ζούσε, πάλι δεν θα μάθαινε τίποτε, αφού ο στέρεος Μαξ κρατούσε σφαλιστό το στόμα του για τη δραματική οδύσσεια του παρελθόντος του και τους εφιάλτες της γενιάς του.
Επανάσταση 1821
«Ελλάδα, ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας»
Στο σπίτι του στον αμφιθεατρικό Τριαντάρο της Τήνου, ο ιστορικός εμπνέεται. Από το μπαλκόνι με την πανοραμική θέα στο Αιγαίο φέρεται να γράφτηκε το περίφημο άρθρο του Μαρκ Μαζάουερ με τίτλο «Democracy’s Cradle, Rocking the World» («Το λίκνο της Δημοκρατίας κλονίζει τον πλανήτη»), που δημοσιεύτηκε στους «Times» της Νέας Υόρκης στις 29 Ιουνίου του 2011. Σε αυτό το κείμενο ο καθηγητής γράφει νηφάλια δίχως μυθοποιητικές προθέσεις: «Τα τελευταία 200 χρόνια η Ελλάδα ήταν στην πρώτη γραμμή της εξέλιξης της Ευρώπης. Στη δεκαετία του 1820, στη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία από την οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα έγινε ένα πρώιμο σύμβολο δραπέτευσης από τη φυλακή της αυτοκρατορίας. Για τους φιλέλληνες, η παλιγγενεσία της αποτελούσε τον πιο ευγενή αγώνα. “Στο μεγάλο πρωινό του κόσμου”, έγραψε ο Σέλεϊ στο ποίημά του “Ελλάς”, “το μεγαλείο της Ελευθερίας τινάχτηκε και έλαμψε!”. Η νίκη θα σήμαινε τον θρίαμβο της Ελευθερίας όχι μόνο επί των Τούρκων, αλλά και επί όλων των δυναστών που κρατούσαν υπόδουλους τόσο πολλούς Ευρωπαίους. Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί και Αμερικανοί έτρεξαν να πολεμήσουν υπό τη γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας για χάρη της Δημοκρατίας. Και μέσα σε μία δεκαετία, η χώρα κέρδισε την ελευθερία της». Μετά από αυτό το απόσπασμα εξακολουθεί κανείς να πιστεύει ότι «ιστορικός είναι ένας κουτσομπόλης που παρενοχλεί τους νεκρούς», που έγραφε περιπαικτικά ο Βολταίρος, ή ότι στο πρόσωπο του καθηγητή του Κολούμπια επιβεβαιώνεται ότι «η δική μας άγνοιά για την Ιστορία μάς κάνει να μιλάμε άσχημα για τη δική μας εποχή», που σημείωνε ο Γκιστάβ Φλομπέρ; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συμβολή του Μαζάουερ στην επιτροπή «Ελλάδα 2021» είναι αναγκαία όχι για να φορτίσει τη μνήμη, αλλά για να διεγείρει την έμπνευση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr