Πατέρας Αντώνιος: Ο σύγχρονος Νώε που κατηγορείται για ρατσισμό!
02.12.2019
21:17
Ανοιξε την αγκαλιά του σε ανυπεράσπιστα παιδιά χωρίς να κάνει διακρίσεις βάσει χρώματος, θρησκεύματος, φύλου και φυλής. Δημιούργησε την «Κιβωτό του Κόσμου», μια φωλιά στοργής, αγάπης και φροντίδας για εκατοντάδες παιδιά που βιώνουν την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, την ξενοφοβία και τον κοινωνικό αποκλεισμό - Κι όμως, κάποιοι χωρίς σεβασμό και στάλα ντροπής τον κατηγορούν για υποκίνηση ρατσιστικών στερεοτύπων
Πρόκειται τουλάχιστον για αστείο, αν όχι για μνημείο υποκριτικής θρασύτητας. Το ντόπιο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ελσίνκι, παράρτημα μιας άλλοτε διεθνούς οργάνωσης που χρεοκόπησε και διαλύθηκε εδώ και 12 χρόνια λόγω οικονομικού σκανδάλου, κατηγορεί και μηνύει σήμερα για διασπορά και υποκίνηση ρατσιστικών στερεοτύπων την «Κιβωτό του Κόσμου».
Αυτόν τον εθελοντικό, μη κερδοσκοπικό οργανισμό που έχει ανοίξει την αγκαλιά του για να χωρέσει ανυπεράσπιστα παιδιά με σεβασμό στην προσωπική τους διαφορετικότητα, ανεξάρτητα από χρώμα, προέλευση, θρήσκευμα, φύλο και φυλή. Θα περίμενε κανείς τον αρμόζοντα σεβασμό και μια στάλα ντροπής από τον επικεφαλής των εν λόγω δικαιωματιστών απέναντι σε αυτή τη φωλιά στοργής, αγάπης και φροντίδας εκατοντάδων παιδιών που βιώνουν καθημερινά την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, τη ξενοφοβία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αλλά όταν χάνεται η ανθρωπιά περισσεύει η ανυπόφορα μασκαρεμένη μεγαλοστομία, ικανή ίσως να στοχοποιήσει ως ρατσιστή τον πατέρα Αντώνιο. Αν είναι δυνατόν! Αυτόν τον ταπεινό ιερέα, εγγονό πρόσφυγα από το Αϊβαλί, που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα μεγάλο ανθρωπιστικό έργο. Εναν ανυστερόβουλο άνθρωπο που έχει καταφέρει ως σύγχρονος Νώε να διασώσει την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά σε μια νέα Κιβωτό.
Πρόσωπο καθαρό, οικείο, γαλήνιο, βλέμμα ευθύ, χαμογελαστό, αισιόδοξο, απαλή και στέρεα φωνή με απλό, καθημερινό λόγο που εκπέμπει πλεόνασμα καλοσύνης. Ενας ευλαβής ιερέας με στάση σεμνή, η οποία αντανακλά φυσική ηρεμία και ψυχική νηφαλιότητα. Ο πατέρας Αντώνιος δεν είναι απλώς ο παπάς που φοράει άξια τα ράσα του, όπως λέει συχνά η λαϊκή σοφία. Είναι ο ευγενικός άνθρωπος που με περίσσευμα συναισθημάτων αντίκρισε κατάματα τη φτώχεια, την παραβατικότητα και την περιθωριοποίηση στην οποία βούλιαζαν δεκάδες ανυπεράσπιστα παιδιά και πήρε θαρραλέα την απόφαση να τα βοηθήσει να ξεκολλήσουν από το λούκι που σέρνονταν. Ανέλαβε το ρίσκο να γίνει το στήριγμα και η ελπίδα τους προφέροντας αγάπη, φροντίδα, απαντοχή και προπάντων κατανόηση. Πλησίασε και άκουσε αυτά τα παιδιά της εγκατάλειψης, της απόγνωσης, της πίκρας και του θυμού. Ανήλικους και έφηβους υποσιτισμένους, μισοάστεγους, με χαλασμένα δόντια και τρύπια αθλητικά παπούτσια που άλλοι τους αποκαλούσαν «αλήτες, σκουπίδια, τελειωμένους, καμένα χαρτιά» και άλλοι μισο-αναστενάζοντας προδίκαζαν ότι «θα πάνε άκλαυτα». Τα προσέγγισε και τα αποδέχθηκε ο παπάς αυτά τα παιδιά έτσι ακριβώς όπως ήταν. Διόλου επικριτικά, αλλά ως ίσος προς ίσον. Τα κοίταξε στα μάτια, αφουγκράστηκε τις ανάγκες τους και τους μίλησε με ευθύτητα και αγάπη. Οχι με λύπηση, ούτε με μεγαλορρημοσύνες ή νουθεσίες. «Οταν κάποιος είναι τόσο απελπισμένος όπως αυτά, τι να του πεις; Οτι ο Χριστός σώζει; Τα ακούει βερεσέ», έχει εκμυστηρευτεί. Και ξεκίνησε να τρέχει στις πλατείες και τους δρόμους όπου αυτά τα παιδιά σύχναζαν, χτύπησε αναπάντητα πολλές φορές τις πόρτες των σπιτιών που έμεναν, έψαξε να μάθει τα προβλήματά τους. Μόνος του. Με στόχο να τα βοηθήσει όπως μπορούσε. Δίχως να περιμένει επιβραβεύσεις ή ανταλλάγματα.
Στον μαρασμό του Βούθουλα
1998. Ακαδημία Πλάτωνος. Από το «κάλλιστον προάστιον» και πνευματικό κέντρο της Αρχαίας Αθήνας που καθόρισε τη φιλοσοφική σκέψη του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού δεν είχαν μείνει ούτε οι στάχτες της φωτοβόλας αίγλης του παρελθόντος. Σε αυτή την τραυματικά παραμελημένη γειτονιά, εξαιτίας της συνήθως απούσας και δυστυχώς συνένοχης ελληνικής πολιτείας, μερίδα των κατοίκων μαράζωνε. Πολύ πριν την ολέθρια επέλαση της κρίσης -όταν οι βολεμένοι νοικοκύρηδες της περιοχής πέρασαν σαστισμένοι από την ευπρέπεια στο λυκόφως της επισφάλειας, της χρεοκοπίας, των λουκετιασμένων μαγαζιών και της ανεργίας- στη λαϊκή αυτή αθηναϊκή γειτονιά, μόλις 10 λεπτά από την Ομόνοια, ήδη απλώνονταν γεωγραφικά μικρομπαλώματα στερήσεων που έφερναν σε σκηνικό ιταλικού νεορεαλισμού. Κάποιοι λίγοι τότε μετανάστες, μερικοί τοξικομανείς, ένας καταυλισμός Ρομά κοντά στον τότε αφύλακτο αρχαιολογικό χώρο συνέθεταν αποσπασματικά μελαγχολικές σκηνές μαρασμού στον Βούθουλα, όπως είναι από παλιά γνωστή η περιοχή. Στο ίδιο τοπίο, όμως, σχεδόν πλεόναζαν παιδιά, αμιγώς ελληνόπουλα, που είχαν παρατήσει το σχολείο, είχαν μπλέξει με συμμορίες κλοπών και διαρρήξεων, φλέρταραν με τη χρήση και το ντιλάρισμα ναρκωτικών, κουβαλούσαν σουγιάδες, κατσαβίδια και μαχαίρια, επιδίδονταν σποραδικά σε αυθάδικες επιθέσεις και νταηλίκια, ενώ τριγυρνούσαν στους δρόμους μέχρι τα χαράματα. Οι ανήσυχοι γείτονες διαμαρτύρονταν σε στυλ «μα δεν υπάρχει κάποιος χριστιανός να τα μαζέψει;», λες και επρόκειτο για αδέσποτα και περίμεναν τον μπόγια να τους απαλλάξει από τις ακραίες καταστάσεις που δημιουργούσαν. Στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζονταν εκείνα τα παρατημένα παιδιά -τα περισσότερα από μονογονεϊκές οικογένειες που αντιμετώπιζαν προβλήματα βιοπορισμού, ή είχαν γονείς στη φυλακή και βρίσκονταν παρκαρισμένα σε σπίτια μισοαδιάφορων συγγενών- ήταν να στηριχτούν μέσα στη μοναξιά τους και να εμπιστευτούν έναν άνθρωπο κοινωνικό, συμπονετικό, έλλογο και ηθικό. Ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν προσευχές από την τοπική κοινωνία και αν αυτές πράγματι εισακούστηκαν, εντελώς απρόοπτα έφτασε στο περιβάλλον της ενορίας του τοπικού Αγίου Γεωργίου ο 26χρονος ιερέας Αντώνιος Παπανικολάου. Τοποθετήθηκε εφημέριος στην ομώνυμη εκκλησία και, όπως έχει δηλώσει, «έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής στην περιοχή». Η αλήθεια ήταν ότι ο νεαρός κληρικός είχε προηγουμένως διαβεί μέσα από τις ζούγκλες της Αφρικής και τις φαβέλες τη Νότιας Αμερικής με τις ιεραποστολικές του εξορμήσεις σε Γκάνα, Κένυα και Βραζιλία. Εκεί όπου βίωσε εκ του σύνεγγυς την εξαθλίωση των πεινασμένων και φοβισμένων μικρών παιδιών και συνειδητοποίησε ότι η περιθωριοποίηση και η απελπισία υποθάλπουν την παραβατική συμπεριφορά. Εκεί που ήρθε σε άμεση επαφή με τον μισαλλόδοξο ρατσισμό προς τους κατατρεγμένους ανάμεσα στις άλλες πληγές που μαστίζουν σήμερα τον κόσμο.
Ευαίσθητος άνθρωπος όχι μόνο ως ιερέας, αλλά και ως απλός πολίτης δεν έκλεισε τα μάτια του στο εμφανές ζήτημα που ξεδιπλωνόταν κυριολεκτικά έξω από τον ναό στον οποίο λειτουργούσε. Από το παράθυρο της εκκλησίας αλλά και από εκείνο στην απέναντι πολυκατοικία στην οποία ενοικίαζε ένα διαμέρισμα έβλεπε μέρα-νύχτα να περιφέρονται απροστάτευτα και εγκαταλειμμένα αρκετά παιδιά συγκροτώντας επικίνδυνες παρέες. Κατάλαβε ότι δεν είχαν πραγματικά δικό τους σπίτι. Δεν προβληματίστηκε στιγμή. Για τον ίδιο ενορία δεν ήταν όσοι πιστοί έμπαιναν μέσα στον ναό, αλλά όλος ο κόσμος της περιοχής - είτε πήγαιναν στην εκκλησία είτε όχι. Αναπόφευκτα υπό την οπτική ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε όχι για τον εαυτό του, ούτε για λίγους, αλλά για όλους, και κυρίως για τους ξεστρατισμένους, δεν κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι του, ούτε αφοσιώθηκε στα αυστηρά εκκλησιαστικά του καθήκοντα.
Θα μπορούσε -εξάλλου, ποιος θα του ζητούσε το λόγο ή θα τον μεμφόταν;- να αφήσει το πρόβλημα να λυθεί από την Αστυνομία, τον δήμο, την Περιφέρεια ή την Κοινωνική Πρόνοια. Ωστόσο, αφού κανένας δεν αναλάμβανε να βγάλει το φίδι από την τρύπα, πήρε ο ίδιος την ευθύνη. Ενιωθε αυτή την υποχρέωση και την έγνοια απέναντι στο ποίμνιό του. Με κίνητρο την εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον πήρε μόνος του την πρωτοβουλία να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να σταθούν στα πόδια τους. Σκάλωσε για λίγο στην απόπειρα της πρώτης επαφής. Ηξερε ότι η περιβολή του ιερωμένου (το ράσο και το καλιμμαύκι) αποτελούσε ένα περίπου απωθητικό ταμπού για τους ανέπαφους με τον εκκλησιασμό νέους, πόσο μάλλον οι περίλαμπροι χρυσοί σταυροί και τα μεταξοκέντητα πετραχήλια.
Το ριμπάουντ της ζωής
Η ιδέα της προσέγγισης του ήρθε αβίαστα. Ενα πρωινό πήρε απόφαση να την εφαρμόσει. Ντυμένος με το αντερί ή ζωστικό (το μακρύ σκούρο ιερατικό ένδυμα που συνήθως φοριέται κάτω από το ράσο) έφτασε στο παρακείμενο υπαίθριο γηπεδάκι όπου έπαιζε μπάσκετ μια παρέα εφήβων, που έδειχναν μεγαλύτεροι από την ηλικία τους και προφανώς είχαν εγκαταλείψει σχολείο και μαθήματα διά παντός. Τους ζήτησε να παίξει μαζί τους. Τον είδαν καχύποπτα σε στυλ «μας κάνει πλάκα τώρα ο παπάς». Του απάντησαν, πάντως, μονολεκτικά «ναι», με όλη εκείνη την εσωτερική άρνηση που περιέχει μια μονοσύλλαβη συγκατάθεση. Ο πατέρας Αντώνιος, γνώστης του αθλήματος, τους ξάφνιασε με τις επιδόσεις και την ευχέρεια στο σκοράρισμα. Οταν μετά από κάμποσα καλάθια τελείωσε το ματς, στάθηκαν καταϊδρωμένοι σε μια άκρη και έπιασαν κουβέντα. Τους μίλησε ανοιχτά με απόλυτη ειλικρίνεια για τις καλές του προθέσεις. Δεν προσέτρεξε στην επικοινωνία μαζί τους μέσω ανεκδότων σε στυλ του μακαριστού Χριστόδουλου, ούτε σε προτροπές του τύπου «σας πάω». Ως δοτικός άνθρωπος δεν τσιγκουνεύτηκε το συναίσθημα που απορρέει από την κοινή συμμετοχή σε ένα παιχνίδι. Εδειξε πραγματικό ενδιαφέρον και αγωνίστηκε μαζί τους. Ντρίμπλαρε, σκρινάρισε, πήρε ριμπάουντ, έδωσε πάσες, σκόραρε. Ηταν το πρώτο βήμα για να κερδίσει ο περιστασιακός συμπαίκτης τους με το μούσι και το ράσο την αρχική αποδοχή τους και σταδιακά να τη μετατρέψει σε εμπιστοσύνη. Μέσα σε λίγες βδομάδες η ετυμηγορία αυτών των παιδιών είχε βγει: «Ο παπάς είναι εντάξει».
Ο παπάς ήταν εντάξει και πριν χειροτονηθεί. Γεννήθηκε στη Χίο το 1971 και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα. Μια εργατούπολη από ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, στα σπίτια των οποίων τα φώτα άναβαν από τα χαράματα προκειμένου να ξεκινήσουν για το μεροκάματο στα εργοστάσια - προτού βέβαια κλείσουν. Παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας με πέντε αδέρφια, όλα αγόρια, ζυμώθηκε με την έλλειψη ατομικών ανέσεων, αλλά γαλβανίστηκε από ένα κοινοτικό πνεύμα αλληλεγγύης. Εμαθε από τα παιδικά του χρόνια ότι «διά πενίαν μηδενός καταφρόνει», όπως έγραψε ο Μένανδρος, δηλαδή να μην περιφρονείς κανέναν για τη φτώχεια του. Η οικογένειά του, χωρίς να διαθέτει αφθονία υλικών αγαθών, του πρόσφερε αξίες που συναρθρώνονταν λειτουργικά με τον ευαίσθητο εσωτερικό του κόσμο. Το σπίτι δεν είχε στενή σχέση με την Εκκλησία και ο πατέρας του Κωνσταντίνος, που πέθανε τον Μάρτιο του 2017 στα 90 του χρόνια, ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες. Ο νεαρός Αντώνης τέλειωσε τη Παιδαγωγική Σχολή, αλλά ένιωθε πως είχε ιερατική κλίση. Τη διαυγή κλήση της ιεροσύνης την ακολούθησε σπουδάζοντας και στη Θεολογική Σχολή. Κάποτε ένας καθηγητής, κατά τη διάρκεια των σπουδών στην τελευταία σχολή, του είχε πει πως «αν θες να γίνεις ιερέας, θα ζεις για τους άλλους, όχι για τον εαυτό σου». Τα κράτησε βαθιά μέσα του εκείνα τα λόγια καθώς ταίριαζαν αρμονικά με τη λιτή ιδιοσυγκρασία του. Εκείνη ενός ανθρώπου που παίζει μπάσκετ, είναι Ολυμπιακός χωρίς φανατισμούς, του αρέσει η φύση, αγαπάει το ψάρεμα και λειτουργεί αρκετές φορές σε απομονωμένα και έρημα ξωκλήσια. Στα 22 του, παρακινημένος από ένα θεολογικό περιοδικό, ταξίδεψε με ιεραποστολές στο εξωτερικό. Εκεί είδε όλα τα βάσανα του κόσμου, αλλά δεν έχασε την ηρεμία που συνεχίζει να μεταδίδει σήμερα με το κοινωφελές έργο του και τη φιλανθρωπική δράση του. Παραμένει σεμνός και μετρημένος ενόσω το κοινωνικό έργο που εμπνεύστηκε και υπηρετεί δημιουργώντας «Κιβωτούς» για να βοηθήσει τα παιδιά σε όλη την Ελλάδα έχει λάβει διεθνώς αναγνωρισμένες διαστάσεις. Βραβεύτηκε ως Ευρωπαίος Πολίτης του 2018 και έχει λάβει αμέτρητες επίσημες διακρίσεις για το συγκινητικά θεάρεστο έργο προσφοράς και καλοσύνης που επιτελεί. Στην «Κιβωτό» προσφέρουν βοήθεια περισσότεροι από 3.000 ενεργοί εθελοντές, και εκτός από το τετραώροφο κτίριο στην οδό Ζηνοδώρου στον Κολωνό, η οργάνωση έχει επεκταθεί με παραρτήματα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Πωγωνιανή της Ηπείρου, στην ακριτική Κόνιτσα Ιωαννίνων, στο χωριό Αίπος της Χίου, στο Διμήνι Μαγνησίας έξω από τον Βόλο -και προσεχώς στην Καλαμάτα- έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο μέριμνας και φροντίδας για τα άπορα και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Ο ίδιος όταν τον ρωτούν τι έχει εισπράξει από αυτή τη δραστηριότητα, με έκδηλη ταπεινοφροσύνη απαντά: «Τόση αγάπη ώστε νιώθω πλήρης, σαν να έχω ζήσει δέκα ζωές».
Η δημιουργία της «Κιβωτού»
Αυτόν τον εθελοντικό, μη κερδοσκοπικό οργανισμό που έχει ανοίξει την αγκαλιά του για να χωρέσει ανυπεράσπιστα παιδιά με σεβασμό στην προσωπική τους διαφορετικότητα, ανεξάρτητα από χρώμα, προέλευση, θρήσκευμα, φύλο και φυλή. Θα περίμενε κανείς τον αρμόζοντα σεβασμό και μια στάλα ντροπής από τον επικεφαλής των εν λόγω δικαιωματιστών απέναντι σε αυτή τη φωλιά στοργής, αγάπης και φροντίδας εκατοντάδων παιδιών που βιώνουν καθημερινά την εγκατάλειψη, την αδιαφορία, τη ξενοφοβία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Αλλά όταν χάνεται η ανθρωπιά περισσεύει η ανυπόφορα μασκαρεμένη μεγαλοστομία, ικανή ίσως να στοχοποιήσει ως ρατσιστή τον πατέρα Αντώνιο. Αν είναι δυνατόν! Αυτόν τον ταπεινό ιερέα, εγγονό πρόσφυγα από το Αϊβαλί, που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα μεγάλο ανθρωπιστικό έργο. Εναν ανυστερόβουλο άνθρωπο που έχει καταφέρει ως σύγχρονος Νώε να διασώσει την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά σε μια νέα Κιβωτό.
Πρόσωπο καθαρό, οικείο, γαλήνιο, βλέμμα ευθύ, χαμογελαστό, αισιόδοξο, απαλή και στέρεα φωνή με απλό, καθημερινό λόγο που εκπέμπει πλεόνασμα καλοσύνης. Ενας ευλαβής ιερέας με στάση σεμνή, η οποία αντανακλά φυσική ηρεμία και ψυχική νηφαλιότητα. Ο πατέρας Αντώνιος δεν είναι απλώς ο παπάς που φοράει άξια τα ράσα του, όπως λέει συχνά η λαϊκή σοφία. Είναι ο ευγενικός άνθρωπος που με περίσσευμα συναισθημάτων αντίκρισε κατάματα τη φτώχεια, την παραβατικότητα και την περιθωριοποίηση στην οποία βούλιαζαν δεκάδες ανυπεράσπιστα παιδιά και πήρε θαρραλέα την απόφαση να τα βοηθήσει να ξεκολλήσουν από το λούκι που σέρνονταν. Ανέλαβε το ρίσκο να γίνει το στήριγμα και η ελπίδα τους προφέροντας αγάπη, φροντίδα, απαντοχή και προπάντων κατανόηση. Πλησίασε και άκουσε αυτά τα παιδιά της εγκατάλειψης, της απόγνωσης, της πίκρας και του θυμού. Ανήλικους και έφηβους υποσιτισμένους, μισοάστεγους, με χαλασμένα δόντια και τρύπια αθλητικά παπούτσια που άλλοι τους αποκαλούσαν «αλήτες, σκουπίδια, τελειωμένους, καμένα χαρτιά» και άλλοι μισο-αναστενάζοντας προδίκαζαν ότι «θα πάνε άκλαυτα». Τα προσέγγισε και τα αποδέχθηκε ο παπάς αυτά τα παιδιά έτσι ακριβώς όπως ήταν. Διόλου επικριτικά, αλλά ως ίσος προς ίσον. Τα κοίταξε στα μάτια, αφουγκράστηκε τις ανάγκες τους και τους μίλησε με ευθύτητα και αγάπη. Οχι με λύπηση, ούτε με μεγαλορρημοσύνες ή νουθεσίες. «Οταν κάποιος είναι τόσο απελπισμένος όπως αυτά, τι να του πεις; Οτι ο Χριστός σώζει; Τα ακούει βερεσέ», έχει εκμυστηρευτεί. Και ξεκίνησε να τρέχει στις πλατείες και τους δρόμους όπου αυτά τα παιδιά σύχναζαν, χτύπησε αναπάντητα πολλές φορές τις πόρτες των σπιτιών που έμεναν, έψαξε να μάθει τα προβλήματά τους. Μόνος του. Με στόχο να τα βοηθήσει όπως μπορούσε. Δίχως να περιμένει επιβραβεύσεις ή ανταλλάγματα.
Στον μαρασμό του Βούθουλα
1998. Ακαδημία Πλάτωνος. Από το «κάλλιστον προάστιον» και πνευματικό κέντρο της Αρχαίας Αθήνας που καθόρισε τη φιλοσοφική σκέψη του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού δεν είχαν μείνει ούτε οι στάχτες της φωτοβόλας αίγλης του παρελθόντος. Σε αυτή την τραυματικά παραμελημένη γειτονιά, εξαιτίας της συνήθως απούσας και δυστυχώς συνένοχης ελληνικής πολιτείας, μερίδα των κατοίκων μαράζωνε. Πολύ πριν την ολέθρια επέλαση της κρίσης -όταν οι βολεμένοι νοικοκύρηδες της περιοχής πέρασαν σαστισμένοι από την ευπρέπεια στο λυκόφως της επισφάλειας, της χρεοκοπίας, των λουκετιασμένων μαγαζιών και της ανεργίας- στη λαϊκή αυτή αθηναϊκή γειτονιά, μόλις 10 λεπτά από την Ομόνοια, ήδη απλώνονταν γεωγραφικά μικρομπαλώματα στερήσεων που έφερναν σε σκηνικό ιταλικού νεορεαλισμού. Κάποιοι λίγοι τότε μετανάστες, μερικοί τοξικομανείς, ένας καταυλισμός Ρομά κοντά στον τότε αφύλακτο αρχαιολογικό χώρο συνέθεταν αποσπασματικά μελαγχολικές σκηνές μαρασμού στον Βούθουλα, όπως είναι από παλιά γνωστή η περιοχή. Στο ίδιο τοπίο, όμως, σχεδόν πλεόναζαν παιδιά, αμιγώς ελληνόπουλα, που είχαν παρατήσει το σχολείο, είχαν μπλέξει με συμμορίες κλοπών και διαρρήξεων, φλέρταραν με τη χρήση και το ντιλάρισμα ναρκωτικών, κουβαλούσαν σουγιάδες, κατσαβίδια και μαχαίρια, επιδίδονταν σποραδικά σε αυθάδικες επιθέσεις και νταηλίκια, ενώ τριγυρνούσαν στους δρόμους μέχρι τα χαράματα. Οι ανήσυχοι γείτονες διαμαρτύρονταν σε στυλ «μα δεν υπάρχει κάποιος χριστιανός να τα μαζέψει;», λες και επρόκειτο για αδέσποτα και περίμεναν τον μπόγια να τους απαλλάξει από τις ακραίες καταστάσεις που δημιουργούσαν. Στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζονταν εκείνα τα παρατημένα παιδιά -τα περισσότερα από μονογονεϊκές οικογένειες που αντιμετώπιζαν προβλήματα βιοπορισμού, ή είχαν γονείς στη φυλακή και βρίσκονταν παρκαρισμένα σε σπίτια μισοαδιάφορων συγγενών- ήταν να στηριχτούν μέσα στη μοναξιά τους και να εμπιστευτούν έναν άνθρωπο κοινωνικό, συμπονετικό, έλλογο και ηθικό. Ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν προσευχές από την τοπική κοινωνία και αν αυτές πράγματι εισακούστηκαν, εντελώς απρόοπτα έφτασε στο περιβάλλον της ενορίας του τοπικού Αγίου Γεωργίου ο 26χρονος ιερέας Αντώνιος Παπανικολάου. Τοποθετήθηκε εφημέριος στην ομώνυμη εκκλησία και, όπως έχει δηλώσει, «έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής στην περιοχή». Η αλήθεια ήταν ότι ο νεαρός κληρικός είχε προηγουμένως διαβεί μέσα από τις ζούγκλες της Αφρικής και τις φαβέλες τη Νότιας Αμερικής με τις ιεραποστολικές του εξορμήσεις σε Γκάνα, Κένυα και Βραζιλία. Εκεί όπου βίωσε εκ του σύνεγγυς την εξαθλίωση των πεινασμένων και φοβισμένων μικρών παιδιών και συνειδητοποίησε ότι η περιθωριοποίηση και η απελπισία υποθάλπουν την παραβατική συμπεριφορά. Εκεί που ήρθε σε άμεση επαφή με τον μισαλλόδοξο ρατσισμό προς τους κατατρεγμένους ανάμεσα στις άλλες πληγές που μαστίζουν σήμερα τον κόσμο.
Ευαίσθητος άνθρωπος όχι μόνο ως ιερέας, αλλά και ως απλός πολίτης δεν έκλεισε τα μάτια του στο εμφανές ζήτημα που ξεδιπλωνόταν κυριολεκτικά έξω από τον ναό στον οποίο λειτουργούσε. Από το παράθυρο της εκκλησίας αλλά και από εκείνο στην απέναντι πολυκατοικία στην οποία ενοικίαζε ένα διαμέρισμα έβλεπε μέρα-νύχτα να περιφέρονται απροστάτευτα και εγκαταλειμμένα αρκετά παιδιά συγκροτώντας επικίνδυνες παρέες. Κατάλαβε ότι δεν είχαν πραγματικά δικό τους σπίτι. Δεν προβληματίστηκε στιγμή. Για τον ίδιο ενορία δεν ήταν όσοι πιστοί έμπαιναν μέσα στον ναό, αλλά όλος ο κόσμος της περιοχής - είτε πήγαιναν στην εκκλησία είτε όχι. Αναπόφευκτα υπό την οπτική ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε όχι για τον εαυτό του, ούτε για λίγους, αλλά για όλους, και κυρίως για τους ξεστρατισμένους, δεν κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι του, ούτε αφοσιώθηκε στα αυστηρά εκκλησιαστικά του καθήκοντα.
Θα μπορούσε -εξάλλου, ποιος θα του ζητούσε το λόγο ή θα τον μεμφόταν;- να αφήσει το πρόβλημα να λυθεί από την Αστυνομία, τον δήμο, την Περιφέρεια ή την Κοινωνική Πρόνοια. Ωστόσο, αφού κανένας δεν αναλάμβανε να βγάλει το φίδι από την τρύπα, πήρε ο ίδιος την ευθύνη. Ενιωθε αυτή την υποχρέωση και την έγνοια απέναντι στο ποίμνιό του. Με κίνητρο την εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον πήρε μόνος του την πρωτοβουλία να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να σταθούν στα πόδια τους. Σκάλωσε για λίγο στην απόπειρα της πρώτης επαφής. Ηξερε ότι η περιβολή του ιερωμένου (το ράσο και το καλιμμαύκι) αποτελούσε ένα περίπου απωθητικό ταμπού για τους ανέπαφους με τον εκκλησιασμό νέους, πόσο μάλλον οι περίλαμπροι χρυσοί σταυροί και τα μεταξοκέντητα πετραχήλια.
Το ριμπάουντ της ζωής
Η ιδέα της προσέγγισης του ήρθε αβίαστα. Ενα πρωινό πήρε απόφαση να την εφαρμόσει. Ντυμένος με το αντερί ή ζωστικό (το μακρύ σκούρο ιερατικό ένδυμα που συνήθως φοριέται κάτω από το ράσο) έφτασε στο παρακείμενο υπαίθριο γηπεδάκι όπου έπαιζε μπάσκετ μια παρέα εφήβων, που έδειχναν μεγαλύτεροι από την ηλικία τους και προφανώς είχαν εγκαταλείψει σχολείο και μαθήματα διά παντός. Τους ζήτησε να παίξει μαζί τους. Τον είδαν καχύποπτα σε στυλ «μας κάνει πλάκα τώρα ο παπάς». Του απάντησαν, πάντως, μονολεκτικά «ναι», με όλη εκείνη την εσωτερική άρνηση που περιέχει μια μονοσύλλαβη συγκατάθεση. Ο πατέρας Αντώνιος, γνώστης του αθλήματος, τους ξάφνιασε με τις επιδόσεις και την ευχέρεια στο σκοράρισμα. Οταν μετά από κάμποσα καλάθια τελείωσε το ματς, στάθηκαν καταϊδρωμένοι σε μια άκρη και έπιασαν κουβέντα. Τους μίλησε ανοιχτά με απόλυτη ειλικρίνεια για τις καλές του προθέσεις. Δεν προσέτρεξε στην επικοινωνία μαζί τους μέσω ανεκδότων σε στυλ του μακαριστού Χριστόδουλου, ούτε σε προτροπές του τύπου «σας πάω». Ως δοτικός άνθρωπος δεν τσιγκουνεύτηκε το συναίσθημα που απορρέει από την κοινή συμμετοχή σε ένα παιχνίδι. Εδειξε πραγματικό ενδιαφέρον και αγωνίστηκε μαζί τους. Ντρίμπλαρε, σκρινάρισε, πήρε ριμπάουντ, έδωσε πάσες, σκόραρε. Ηταν το πρώτο βήμα για να κερδίσει ο περιστασιακός συμπαίκτης τους με το μούσι και το ράσο την αρχική αποδοχή τους και σταδιακά να τη μετατρέψει σε εμπιστοσύνη. Μέσα σε λίγες βδομάδες η ετυμηγορία αυτών των παιδιών είχε βγει: «Ο παπάς είναι εντάξει».
Ο παπάς ήταν εντάξει και πριν χειροτονηθεί. Γεννήθηκε στη Χίο το 1971 και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα. Μια εργατούπολη από ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, στα σπίτια των οποίων τα φώτα άναβαν από τα χαράματα προκειμένου να ξεκινήσουν για το μεροκάματο στα εργοστάσια - προτού βέβαια κλείσουν. Παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας με πέντε αδέρφια, όλα αγόρια, ζυμώθηκε με την έλλειψη ατομικών ανέσεων, αλλά γαλβανίστηκε από ένα κοινοτικό πνεύμα αλληλεγγύης. Εμαθε από τα παιδικά του χρόνια ότι «διά πενίαν μηδενός καταφρόνει», όπως έγραψε ο Μένανδρος, δηλαδή να μην περιφρονείς κανέναν για τη φτώχεια του. Η οικογένειά του, χωρίς να διαθέτει αφθονία υλικών αγαθών, του πρόσφερε αξίες που συναρθρώνονταν λειτουργικά με τον ευαίσθητο εσωτερικό του κόσμο. Το σπίτι δεν είχε στενή σχέση με την Εκκλησία και ο πατέρας του Κωνσταντίνος, που πέθανε τον Μάρτιο του 2017 στα 90 του χρόνια, ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες. Ο νεαρός Αντώνης τέλειωσε τη Παιδαγωγική Σχολή, αλλά ένιωθε πως είχε ιερατική κλίση. Τη διαυγή κλήση της ιεροσύνης την ακολούθησε σπουδάζοντας και στη Θεολογική Σχολή. Κάποτε ένας καθηγητής, κατά τη διάρκεια των σπουδών στην τελευταία σχολή, του είχε πει πως «αν θες να γίνεις ιερέας, θα ζεις για τους άλλους, όχι για τον εαυτό σου». Τα κράτησε βαθιά μέσα του εκείνα τα λόγια καθώς ταίριαζαν αρμονικά με τη λιτή ιδιοσυγκρασία του. Εκείνη ενός ανθρώπου που παίζει μπάσκετ, είναι Ολυμπιακός χωρίς φανατισμούς, του αρέσει η φύση, αγαπάει το ψάρεμα και λειτουργεί αρκετές φορές σε απομονωμένα και έρημα ξωκλήσια. Στα 22 του, παρακινημένος από ένα θεολογικό περιοδικό, ταξίδεψε με ιεραποστολές στο εξωτερικό. Εκεί είδε όλα τα βάσανα του κόσμου, αλλά δεν έχασε την ηρεμία που συνεχίζει να μεταδίδει σήμερα με το κοινωφελές έργο του και τη φιλανθρωπική δράση του. Παραμένει σεμνός και μετρημένος ενόσω το κοινωνικό έργο που εμπνεύστηκε και υπηρετεί δημιουργώντας «Κιβωτούς» για να βοηθήσει τα παιδιά σε όλη την Ελλάδα έχει λάβει διεθνώς αναγνωρισμένες διαστάσεις. Βραβεύτηκε ως Ευρωπαίος Πολίτης του 2018 και έχει λάβει αμέτρητες επίσημες διακρίσεις για το συγκινητικά θεάρεστο έργο προσφοράς και καλοσύνης που επιτελεί. Στην «Κιβωτό» προσφέρουν βοήθεια περισσότεροι από 3.000 ενεργοί εθελοντές, και εκτός από το τετραώροφο κτίριο στην οδό Ζηνοδώρου στον Κολωνό, η οργάνωση έχει επεκταθεί με παραρτήματα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην Πωγωνιανή της Ηπείρου, στην ακριτική Κόνιτσα Ιωαννίνων, στο χωριό Αίπος της Χίου, στο Διμήνι Μαγνησίας έξω από τον Βόλο -και προσεχώς στην Καλαμάτα- έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο μέριμνας και φροντίδας για τα άπορα και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Ο ίδιος όταν τον ρωτούν τι έχει εισπράξει από αυτή τη δραστηριότητα, με έκδηλη ταπεινοφροσύνη απαντά: «Τόση αγάπη ώστε νιώθω πλήρης, σαν να έχω ζήσει δέκα ζωές».
Η δημιουργία της «Κιβωτού»
Επιστροφή στο 1998. Μετά από αλλεπάλληλα μονά και διπλά στις μπασκέτες, ξεκίνησαν οι συναντήσεις του με τα παιδιά κάνοντας εκτενέστερες κουβέντες και προσωπικές εξομολογήσεις. Αρχισαν να μοιράζονται μαζί του, όπως ακριβώς μοιράζονταν το τσιμεντένιο τερέν στο γηπεδάκι, τις αγωνίες τους μπροστά στα αδιέξοδα που βίωναν. Εγιναν, κατά κάποιον τρόπο, ομάδα. Και μέσα από το αθλητικό πνεύμα αναδύθηκαν τα θετικά τους στοιχεία. Κάπως έτσι το αρχικό τους στέκι τους, στην πραγματικότητα το πρώτο «σπίτι» μέριμνας και φροντίδας της «Κιβωτού», «θεμελιώθηκε» στα παγκάκια της πλατείας και τα σκαλιά της εκκλησίας. Εκεί όπου ο παπάς τούς εξηγούσε αφοπλιστικά ότι μαγκιά ήταν να πηγαίνουν σταθερά στο σχολείο. Μαγκιά ήταν να τη σκαπουλάρουν από το λούκι που είχαν χωθεί ώστε να βοηθήσουν κάποιον άλλον παραπέρα. Μαγκιά ήταν να πέφτουν και να σηκώνονται και όσες φορές κι αν γκρεμιστούν άλλες τόσες να ξανασηκώνονται. Μαγκιά ήταν το «μαζί» στην προσπάθεια να μην πάει κανείς χαμένος, ώστε να ξεφύγουν από ένα μέλλον που έμοιαζε προδιαγεγραμμένο και να ονειρευτούν το δικό του όραμα: ένα σπίτι για κάθε παραμελημένο παιδί. Ολα αυτά πριν από 21 χρόνια. Ετσι, χωρίς σχέδιο, διεκδίκησε με αυτά τα παιδιά το παραλίγο χαμένο ριμπάουντ της ζωής τους. Δίχως συμβούλια, ταμεία, γραφεία, δωρεές, χορηγήσεις, ενισχύσεις και προγράμματα που κάθε φιλανθρωπική οργάνωση που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να διαθέτει. Ηταν η περίοδος που κάποια από τα παιδιά τού χτυπούσαν την πόρτα στη 1 μετά τα μεσάνυχτα και του έλεγαν: «Πάτερ, βοηθήστε με». Σαν τρυφερά βλαστάρια τσακισμένα από την καθημερινή χαλαζόπτωση που τους επιφύλασσε η ζωή με τους γονείς τους, προσέτρεχαν σε αυτόν. Αλλο για να ψάξει τη μάνα του να γυρίσει σπίτι, το αντίθετο από την κανονικότητα που ορίζει τη μάνα να ψάχνει το παιδί, άλλο για να τραβήξει τον πατέρα του να μην παίξει τον μισθό του στα «φρουτάκια», άλλο για να ξεφύγει από τον εκβιασμό του κηδεμόνα του ώστε να πλασάρει ουσίες σε συνομηλίκους του. Ηταν μια χούφτα παιδιά, μετρημένα στα δάχτυλα των δύο χεριών, που είχαν άμεση ανάγκη για στέγαση, σίτιση, ρουχισμό, ιατρική περίθαλψη και στοιχειώδη εκπαίδευση ώστε να ζήσουν με μια μίνιμουμ βάση αξιοπρέπειας. Ο πατέρας Αντώνιος έβαλε την έμφυτη συστολή του στην άκρη και κινητοποιήθηκε δραστήρια. Μάζεψε τους πρώτους εθελοντές που συντάχθηκαν μαζί του, παρακινημένοι όχι από τα μεγάλα του σχέδια, αλλά από τη φλόγα αλληλεγγύης και αγάπης που τον πυροδοτούσε, για να προσφέρουν όσα μπορούν και ως εκεί που φτάνουν οι δυνάμεις τους. Από τις πρωτοπόρες στην εθελοντική προσφορά και η διευθύντρια της «Κιβωτού» Μαρίνα Κατσίμπαλη που πέθανε πριν από λίγες ημέρες. Στην πρώτη φάση της πειθούς της αναγέννησης μέσα από την προσφορά και την προτροπή να βάλουν στην άκρη το «εγώ» και να κοιτάξουν το «εμείς», ο ιερέας τσόνταρε για την προσπάθεια από τον μετρημένο μισθό του. Με αποτέλεσμα να φτιάξουν μια αρχική βάση σε ένα παλιό καφενείο στην οδό Πύλου για να στεγάσουν δειλά-δειλά τα πρώτα φτωχά και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Από εκεί πέρασαν ένα φεγγάρι και τα μεγαλύτερα αδέλφια, ανήλικα τότε, της οικογένειας των Αντετοκούνμπο. Μια μέρα, δύο παιδάκια, προσφυγάκια από το Ιράκ μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, το 2003, άνοιξαν την πόρτα του παλιού καφενείου κάθισαν μαζί με τα υπόλοιπα και άρχισαν να τρώνε. Χωρίς να ξέρουν κανέναν, χωρίς να μιλούν τη γλώσσα. Προέρχονταν από δύστυχους ανθρώπους που ξέφυγαν άρον άρον από τον πόλεμο και βρήκαν καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα σπίτια της περιοχής, όπου ζούσαν χωρίς φως, χωρίς νερό, δίχως φαγητό. Από τότε κιόλας, πριν από 15 χρόνια, ο πατέρας Αντώνιος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να εξηγήσει στην τοπική κοινωνία ότι η υποστήριξη και η μη περιθωριοποίηση των μεταναστών συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας για όλους όσοι ζουν στην περιοχή και ότι ουσιαστικά με αυτήν προστατεύονται και τα δικά τους παιδιά.
Θαύμα εθελοντικής προσφοράς
Σιγά-σιγά ο κόσμος της περιοχής άρχισε να έρχεται εθελοντικά να παρέχει τις υπηρεσίες του. Δάσκαλοι κατέφταναν για να κάνουν μαθήματα στα παιδιά, νοικοκυρές της περιοχής έφερναν πράγματα που δεν χρειάζονταν πια οι δικές τους οικογένειες, τοποθετήθηκαν κρεβάτια, φτιάχτηκαν λουτρά, το ένα έφερε το άλλο, και με την κάλυψη της μιας ανάγκης να γεννά την επόμενη, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Οσο για λεφτά, «αυτό τον μήνα έχουμε, τον άλλο έχει ο Θεός», επαναλάμβανε κάθε τόσο ο πάτερας Αντώνιος. Από την αρχή κιόλας η σύζυγός του, η πρεσβυτέρα Σταματία Γεωργαντή, κι αυτή Χιώτισσα από το Βροντάδο, συμμετέχοντας ενεργά στη Διακονία μαγείρευε για τα παιδιά και συνέτρεχε τις μητέρες που ζητούσαν βοήθεια. Ο ιερέας άλλωστε είχε μοιραστεί τις πρώτες αγωνίες για την προσφορά στην ενορία του και η ίδια είχε συνδράμει το έργο του, αφού πολύ πριν γίνει παπαδιά διατέλεσε μέλος χριστιανικών ομάδων, δίδασκε στο κατηχητικό και είχε παρουσία στον ραδιοφωνικό σταθμό της εκκλησίας της Χίου. Μαζί απέκτησαν και έναν γιο. Σημασία πάντως είχε ότι στην Ελλάδα της καταναλωτικής ευμάρειας και της πλησμονής των τελευταίων χρόνων του 20ού αιώνα, ένα θαύμα εθελοντικής προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης είχε ξημερώσει απρόσμενα στον Βούθουλα. Τα ίδια τα παιδιά που φιλοξενούνταν στην αρχική δομή της εστίας επέλεξαν το όνομα του «καταφυγίου» τους. Την ονόμασαν «Κιβωτό» σαν κάτι που τα προφύλαγε και τα προστάτευε εν αναμονή μιας στέρεας γης πέρα από τον κατακλυσμό που είχαν ατομικά γνωρίσει. Και όπως η βιβλική κιβωτός, αυτή η οργάνωση που γεννήθηκε μέσα στον κόσμο και από τον κόσμο δεν είχε τιμόνι. Αφέθηκε στη θεία πρόνοια χωρίς να πάρει ποτέ κρατικό ή ευρωπαϊκό χρήμα, με την πόρτα ανοιχτή σε παιδιά αλλοδαπά και ελληνόπουλα, ξανθομάλλικα και σκουρόχρωμα, χριστιανόπουλα και μουσουλμανάκια, όλα ισότιμα το ένα δίπλα στο άλλο. Ετσι, τα πρώτα 8 παιδιά έγιναν 50, μετά 100 και κατόπιν 500. Και έπεται συνέχεια. Με έναν πρωτοπόρο παπά που στα 48 του, με γκριζαρισμένα πλέον γένια, συνεχίζει δίχως έπαρση να δίνει πάσες στη ζωή και στην αλληλεγγύη, να παίρνει ριμπάουντ από τις διακρίσεις και την ξενοφοβία, να κάνει τάπες στην εξαθλίωση και την απογοήτευση, χωρίς να μπερδεύει την ηθική του δραστηριότητα με το κατόρθωμα να σκοράρει στην αξιοπρέπεια.
Θαύμα εθελοντικής προσφοράς
Σιγά-σιγά ο κόσμος της περιοχής άρχισε να έρχεται εθελοντικά να παρέχει τις υπηρεσίες του. Δάσκαλοι κατέφταναν για να κάνουν μαθήματα στα παιδιά, νοικοκυρές της περιοχής έφερναν πράγματα που δεν χρειάζονταν πια οι δικές τους οικογένειες, τοποθετήθηκαν κρεβάτια, φτιάχτηκαν λουτρά, το ένα έφερε το άλλο, και με την κάλυψη της μιας ανάγκης να γεννά την επόμενη, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Οσο για λεφτά, «αυτό τον μήνα έχουμε, τον άλλο έχει ο Θεός», επαναλάμβανε κάθε τόσο ο πάτερας Αντώνιος. Από την αρχή κιόλας η σύζυγός του, η πρεσβυτέρα Σταματία Γεωργαντή, κι αυτή Χιώτισσα από το Βροντάδο, συμμετέχοντας ενεργά στη Διακονία μαγείρευε για τα παιδιά και συνέτρεχε τις μητέρες που ζητούσαν βοήθεια. Ο ιερέας άλλωστε είχε μοιραστεί τις πρώτες αγωνίες για την προσφορά στην ενορία του και η ίδια είχε συνδράμει το έργο του, αφού πολύ πριν γίνει παπαδιά διατέλεσε μέλος χριστιανικών ομάδων, δίδασκε στο κατηχητικό και είχε παρουσία στον ραδιοφωνικό σταθμό της εκκλησίας της Χίου. Μαζί απέκτησαν και έναν γιο. Σημασία πάντως είχε ότι στην Ελλάδα της καταναλωτικής ευμάρειας και της πλησμονής των τελευταίων χρόνων του 20ού αιώνα, ένα θαύμα εθελοντικής προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης είχε ξημερώσει απρόσμενα στον Βούθουλα. Τα ίδια τα παιδιά που φιλοξενούνταν στην αρχική δομή της εστίας επέλεξαν το όνομα του «καταφυγίου» τους. Την ονόμασαν «Κιβωτό» σαν κάτι που τα προφύλαγε και τα προστάτευε εν αναμονή μιας στέρεας γης πέρα από τον κατακλυσμό που είχαν ατομικά γνωρίσει. Και όπως η βιβλική κιβωτός, αυτή η οργάνωση που γεννήθηκε μέσα στον κόσμο και από τον κόσμο δεν είχε τιμόνι. Αφέθηκε στη θεία πρόνοια χωρίς να πάρει ποτέ κρατικό ή ευρωπαϊκό χρήμα, με την πόρτα ανοιχτή σε παιδιά αλλοδαπά και ελληνόπουλα, ξανθομάλλικα και σκουρόχρωμα, χριστιανόπουλα και μουσουλμανάκια, όλα ισότιμα το ένα δίπλα στο άλλο. Ετσι, τα πρώτα 8 παιδιά έγιναν 50, μετά 100 και κατόπιν 500. Και έπεται συνέχεια. Με έναν πρωτοπόρο παπά που στα 48 του, με γκριζαρισμένα πλέον γένια, συνεχίζει δίχως έπαρση να δίνει πάσες στη ζωή και στην αλληλεγγύη, να παίρνει ριμπάουντ από τις διακρίσεις και την ξενοφοβία, να κάνει τάπες στην εξαθλίωση και την απογοήτευση, χωρίς να μπερδεύει την ηθική του δραστηριότητα με το κατόρθωμα να σκοράρει στην αξιοπρέπεια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr