In Memoriam: Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Θέμο

Φυσικά υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο. Φθινόπωρα, καλοκαίρια, γενέθλια, εκλογές και επιταγές υπό τον τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται». Πικρά φιλιά, ζεστές αγκαλιές, χτυπήματα στον ώμο, «μαχαιρώματα» στην πλάτη. Μνήμες, κουτσομπολιά, διαθήκες, κληρονόμοι, άνθρωποι και σκουλήκια, πνιχτό παράπονο και γέλιο τρανταχτό. Εσύ δεν είσαι εδώ, αλλά ξέρω ότι μας ακούς. Πεθαίνουν μόνο εκείνοι που δεν θυμόμαστε. Κι εσένα, είμαι σίγουρη πως δεν σε ξέχασε κανείς...

«Έχουμε κράτημα αγάπη μου...» 

«Αν μια μέρα φύγω...» μου ’χες πει κάποτε σε ανύποπτο χρονικό διάστημα. «Πού να πας; Θα ’ρθω μαζί σου!» σου είχα απαντήσει έντρομη. Κάτι ψιθύρισες μπερδεμένα κάτω από τη γλώσσα, «πάλι μιλάς επίτηδες έτσι για να μην σε καταλάβω», είχα πει. Γέλασες. «Θα με πεθάνουν, μπουμπού», επανέλαβες σε τέλεια άρθρωση. Μάζεψα ασυναίσθητα τα χέρια μου σε σχήμα μπουνιάς, επίθεση σε όποιον τολμούσε να σε πειράξει. Μάζεψες συνειδητά ένα μπεζ μπουφάν, άμυνα στο κρύο εκείνης της μέρας. Κατέβηκα στο γραφείο μου, ανέβηκες στη μηχανή σου, η φυγή αποτελούσε πάγια τακτική απόδρασης απ’ όσους και όσα σε βασάνιζαν. Ηταν Παρασκευή, σελίδες πηγαινοέρχονταν σε ταχύτητα «κλεισίματος», «Πού είναι ο Θέμος;» ρωτούσαν όλοι, κανείς δεν ήξερε πως έτρεχες με χίλια για έναν καφέ στον Γερολιμένα, λίγοι ήθελες να γνωρίζουν το μυστικό της ανάσας σου.









Από μια μηχανή ξεκίνησαν άλλωστε όλα. Από μια HONDA125 που καβαλούσες στα φοιτητικά σου χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τι κι αν στούκαρες με το κεφάλι σε κάποιον βράχο του Σέιχ Σου και έμεινες έναν μήνα στο Ιπποκράτειο με ρήγμα στο νεφρό και έγκαυμα στη γάμπα; Μυαλό δεν έβαλες... Μετά αγόρασες μια Benelli, για την οποία μάλιστα έγραψες το προσωπικό σου test drive με τίτλο «Εχουμε κράτημα, αγάπη μου», το έστειλες στο περιοδικό «Motorsport», σου ζήτησαν συνεργασία, η επίσημη ερωμένη με το όνομα «Δημοσιογραφία» κατσικωμένη συνεπιβάτις έκτοτε σε όλα τα ταξίδια της ζωής σου. Ηταν γύρω στις 10 το βράδυ όταν επέστρεψες στην εφημερίδα. Ημασταν όλοι εκεί και όταν σε είδαμε στη μεγάλη αίθουσα πήραμε βαθιά ανάσα και κλείσαμε ο ένας το μάτι στον άλλον σαν να λέγαμε: «Προχωράμε δυνατά... Εχουμε κράτημα, αγάπη μου...».







«Σπίτι δεν έχετε;»

Πώς το ’κανες αυτό; Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω. Θυμάμαι ήταν τέλη του 2005 όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου: «Μπουμπού, κάνω εφημερίδα, θα έρθεις;». Δεν ήρθα. Η σιγουριά επικράτησε του ρίσκου, μπαγιάτικη καριέρα σε πένα νεανική. Λίγους μήνες αργότερα τηλεφώνησες ξανά: «Μπουμπού, την έκανα την εφημερίδα, θα ’ρθεις;». Δεν σου απάντησα, την οργή μου εισέπραξες μόνο: «Θέμο, μπροστά μου έχω έναν υπολογιστή, απέναντι μια τζαμαρία και πίσω από την τζαμαρία κάθεται ένας διευθυντής. Με τι ταχύτητα πρέπει να φύγει ο υπολογιστής για να σπάσει την τζαμαρία και το κεφάλι του μαζί;». Γέλασες. «Δεν τον λυπάσαι τον υπολογιστή;», μου είπες. «Αποστόλου Παύλου 6, Μαρούσι, στον δεύτερο. Ελα γρήγορα μην κλείσει το λογιστήριο...». Ηρθα. «Κάπου θα σου βρούμε να κάτσεις, όλα μπορείς να τα κάνεις». Το ίδιο βράδυ, καθώς έμπαινα στο ασανσέρ για να φύγω, κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη, πιο νέα μου ’μοιασα και τόσο μα τόσο όμορφη... Νέο πρόσωπο σε πένα νεανική, το ταίριασμα είχε γίνει...

Στο κτίριο της Αποστόλου Παύλου δεν έβγαινε εφημερίδα αλλά ο καλύτερος εαυτός μιας ομάδας που έπινε... ουίσκι στο όνομά σου. Μόνιμα ζαλισμένοι ήμασταν όλοι μας, ρε Θέμο, ενίοτε και πίτα, δεν εξηγείται αλλιώς το hangover της πρωτιάς. Πολλά δεν εξηγούνται, όπως η μανία μας να είσαι εκεί βαδίζοντας αργά ανάμεσά μας, κι ας ρωτούσες ανά πεντάλεπτο «κάνα θέμα ρε παιδιά;», κι ας έφερνες τούμπα στο παρά ένα συμφωνημένα θέματα, κι ας άλλαζες 13 φορές μέσα σ’ ένα βράδυ (!) την πρώτη σελίδα, κι ας επαναλάμβανες ξανά και ξανά «ξύπνα, δημοσιοϋπαλληλημένε!». Γέλια μετά, και ξύπνημα εγκεφάλου και όσφρηση κυνηγετικού σκυλιού. Σαν κυνηγόσκυλα δουλεύαμε, σαν περσικά γατιά αισθανόμασταν...

Αλήθεια, πώς το ’κανες αυτό; Αλήθεια, μόνο εσύ μπορούσες να το κάνεις αυτό... Θυμάμαι κάτι βράδια Παρασκευής να παίζουμε κρυφτό έξω από το γραφείο σου για το ποιος θα σου σουφρώσει το καλύτερο μπουκάλι ουίσκι κι εσύ να κρατάς τσίλιες στις τρέλες μας: «Ρε, αφήστε και κάνα ποτό για ώρα ανάγκης!...». Κι ύστερα να παραγγέλνεις γουρουνόπουλα, λουκούλλειο νοιάξιμο μη και ζαλιστούμε από το αλκοόλ, και γλυκά, τόσα γλυκά που μόνο σε προθήκη ζαχαροπλαστείου μπορούσε να βρει κανείς. Και η ώρα να περνά κι εμείς να ακυρώνουμε φίλους και ραντεβού, και εξόδους και ξεκούραση, και έρωτες της Παρασκευής και επιστροφή στο σπίτι: «Σπίτι δεν έχετε;», ρωτούσες. Είχαμε, μόνο που κάθε Παρασκευή μετακόμιζε στο κοινόβιο της τρέλας σου, Αποστόλου Παύλου και Αγράφων γωνία...









Απόλυτο φαβορί σε ανελέητο πόλεμο

Κουδούνισμα τηλεφώνου: «Μπορείς να ανέβεις λίγο στον κύριο Θέμο;». Χαρά μεγάλη, ναι, ρε Θέμο, αλήθεια σ’ το λέω. Χαρά μεγάλη. Κανένα μουτσούνιασμα, καμία παγωμάρα, ίχνος βαρεμάρας. Ερώτηση πρώτη: «Κουλούρι θέλεις;». Ερώτηση δεύτερη: «Γκόμενο βρήκες;». Ερώτηση τρίτη δεν υπήρξε ποτέ. Τα θέματα έβγαιναν αβίαστα από μέσα μας, ο ταχυδακτυλουργός της δημοσιογραφίας ήσουν, ούτε επαγγελματίας, ούτε λειτουργός, ούτε εκπρόσωπος της «τέταρτης εξουσίας». Πόσο σιχαινόσουν αυτές τις λέξεις... Ποτέ δεν χώνεψες την ελιτίστικη μορφή της εξουσίας και τα αφεντικά, τα ψωνισμένα ταλεντάκια και τις επιδείξεις.

Ταχυδακτυλουργός σε mind games δημοσιογραφικών άσων υπήρξες και εκείνο το ψηλό μαύρο καπέλο σου δεν μπόρεσε να το κοπιάρει ποτέ κανείς. Κι εμείς, μαθητευόμενοι μάγοι στο τσίρκο της δημοσιογραφίας, να σε παρακολουθούμε να περνάς μέσα από πύρινους κυλίνδρους τα λιοντάρια της εκάστοτε εξουσίας και να τα μεταμορφώνεις σε τρομαγμένες σαύρες. 

«Η ματιά του δημοσιογράφου πρέπει να είναι αντεξουσιαστική, όπως κι αν την έχει δει», έλεγες, σέρνοντας με πάθος πάνω σε πρωτοσέλιδα λεκιασμένες υπολήψεις και ένοχα μυστικά. Κι όσο το πάθος σου για κάθε μορφής «αντί» υπέγραφε μεγάλες και «ακατάλληλες» για τον Τύπο της εποχής ιστορίες, τόσο οι «υπό» αντίπαλοί σου λυσομανούσαν. «Μια μικρή εφημερίδα πάμε να κάνουμε, μπουμπού», μου είχες πει σε μία από τις πρώτες μας τηλεφωνικές συνομιλίες, κι ύστερα τους πήρες το κεφάλι και τα σώβρακα μαζί. Η «μικρή εφημερίδα» μεταφράστηκε σε 300.000 φύλλα, ξεβρακωμένοι εκδότες έφαγαν τη σκόνη σου, οι τρικλοποδιές πολλές μα πάντα ανίκανες να στοχεύσουν το τρίκλισμα της επιτυχίας.




Ηταν το 2008 όταν άρχισε να υφαίνεται εις βάρος σου μια ολόκληρη πλεκτάνη, με έναν και μοναδικό στόχο: να βρεθείς «με τις χειροπέδες στα χέρια, έστω και για λίγο», όπως επαναλάμβανε για σένα υψηλόβαθμο στέλεχος της τότε κυβέρνησης. Γελούσες; Εκλαιγες; Ανησυχούσες; Ματιά δεν σου ρίχναμε, να μείνεις όρθιος παρακαλούσαμε μόνο. «Σε μια βδομάδα το "ΘΕΜΑ" θα έχει κλείσει. Εσείς είστε εργαζόμενοι, μην παίρνετε το μέρος του, μην τάσσεστε με τα συμφέροντα των εργοδοτών», μας συνέστηναν «καλοπροαίρετοι συνάδελφοι», κι εμείς, ανεβασμένοι πάνω σε γραφεία, να ουρλιάζουμε: «Οξω, πο@στ@δες, απ’ την παράγκα!». Οξω και οι Ιούδες απ’ την παράγκα, κι εσύ, μέσα από όλη αυτή την περιπέτεια που κράτησε χρόνια, να γλιστράς στο παρά ένα από μεθοδευμένες εντολές, να βγαίνεις καθαρός από κατηγορίες και να τρυπώνεις σαν καρφί στο μάτι της εξουσίας. Με κανέναν τους δεν ήσουν, τα χαλασμένα τους χατίρια ορκίστηκαν όλοι να πληρώσεις, ακόμη και με τη ζωή σου...

Συγχώρεσέ με που θα μείνω για λίγο ακόμη στα στενάχωρα, αλλά πρέπει. Οχι για την υστεροφημία σου, αλλά για το μέγεθος της αλήθειας που λίγοι συνέλαβαν. Υπήρξαμε κομμάτι της, της οφείλουμε να ακουστεί, έστω και λίγο, έστω και αργά. Ηταν, λοιπόν, την ίδια χρονιά όταν από μέλη της τότε κυβέρνησης μεθοδεύτηκαν τα σενάρια της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος. Και στις δύο περιπτώσεις ασκήθηκε σε βάρος σου ποινική δίωξη και απαλλάχθηκες με τελεσίδικο βούλευμα. Δεν τους βγήκε... Είχε έρθει η Εφορία και σου έκανε έλεγχο για τα... 20 προηγούμενα χρόνια!... Δύο φορολογικοί έλεγχοι έγιναν για την ίδια εποχή, άνοιξαν λογαριασμοί, άνοιξαν θυρίδες. Δεν μπόρεσαν να βρουν οποιαδήποτε παρανομία. Και για τα περιβόητα εκείνα χρήματα που είχες καταθέσει σε λογαριασμό σου, το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών απάντησε ότι, βάσει παλαιοτέρας του ελέγχου εφαρμοζόμενης εγκυκλίου, αυτά δεν αποτελούν εισόδημα και δεν φορολογούνται ως τέτοια. Και τότε, λίγα χρόνια αργότερα, το 2010, ήρθε ο «πράσινος» αρμόδιος υπουργός και με νεότερη εγκύκλιο, που δήθεν ερμήνευε τη διάταξη, τροποποίησε ουσιαστικά διάταξη του Συντάγματος, αυτήν που λέει πως οι φορολογικοί νόμοι δεν έχουν αναδρομική ισχύ πέραν της διετίας!!! Ο τότε υπουργός Οικονομικών -σημειωτέον οι παρεμβάσεις του σε βάρος σου είχαν καταγγελθεί από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής- πέτυχε με τον τρόπο αυτό να σου επιβληθούν πρόσθετοι φόροι και προσαυξήσεις για το «μη δηλωθέν εισόδημα», που δεν ήταν εισόδημα κατά το ίδιο υπουργείο και κατά τον Νόμο όταν ελέγχθηκες!

Εξέθεσες με δικόγραφα, όπως κάθε πολίτης που αδικείται, σε όλα τα επίπεδα την παρανομία που γινόταν σε βάρος σου, ποιος ωστόσο θα πήγαινε κόντρα στην εντολή υψηλότατου στελέχους της τότε κυβέρνησης που σε είχε προσωπικό άχτι και που ωρυόταν πίσω από κλειστές πόρτες: «Ο Θέμος θα πληρώσει κι ας μη χρωστάει. Θέλω να μείνει χωρίς φράγκο!». Κι αφού έκανες συμβιβασμό με την Εφορία και πλήρωσες έναν σκασμό λεφτά που δεν χρωστούσες, το κράτος -aka Μαξίμου- φρόντισε το 2017 ώστε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, το Ελεγκτικό Συνέδριο να επιβάλει πρόστιμο σε ιδιώτη κι ας μην είχες διαχειριστεί ποτέ δημόσιο χρήμα, κι ας μην είχες υποπέσει σε οποιοδήποτε αδίκημα από εκείνα που ο ίδιος ο Νόμος απαιτεί να έχουν τελεστεί. Επειδή, λέει, δεν είχες δηλώσει στο «πόθεν έσχες» σου το δήθεν πρόσθετο εκείνο εισόδημα, αυτό που «δεν ήταν εισόδημα» κατά το υπουργείο Οικονομικών (!), το Ελεγκτικό Συνέδριο σε παράβαση κάθε νομικής αρχής, διάταξης και λογικής, με 20 διαφορετικούς νομικούς λόγους, για τους οποίους αυτός ο νομικός παραλογισμός δεν έπρεπε να γίνει δεκτός, με συνοπτικές διαδικασίες και με ισχνότατη πλειοψηφία, σε μια θυελλώδη συνεδρίασή του, σου επέβαλε να πληρώσεις για την ίδια αιτία όχι μόνον αυτά που είχες ήδη πληρώσει στην Εφορία μετά τον συμβιβασμό, αλλά επιπλέον ολόκληρο το ποσό που δήθεν δεν είχες δηλώσει.

Αρχομανείς όλων των αποχρώσεων εργαλειοποίησαν τους θεσμούς της Πολιτείας για να σε φιμώσουν. Ολα τα προηγούμενα χρόνια, παρά το τεράστιο ψυχολογικό, οικονομικό και οικογενειακό κόστος, είχαν αντιμετωπιστεί, αυτή, όμως, ήταν η χαριστική βολή. Εσύ και πάλι δεν το έβαλες κάτω. Με ψυχή που έτρεμε, αλλά με χέρι σταθερό έγραφες τότε: «Δεν είμαι Ψυχάρης που περίμενε μια ζωή να κληρονομήσει την αυτοκρατορία για νταραβέρια και ξεφτιλίστηκε παρότι προσκύνησε. Δεν είμαι Μπόμπολας για να κονομάω από δημόσια έργα και να χρεοκοπήσω στη ζούλα το μαγαζί για να δικαιωθώ, προ ή μετά. Ενας δημοσιογράφος ήμουν και είμαι, που έγινα εκδότης από ανάγκη επειδή με έδιωξαν απ’ όλα τα άλλα τα συμβατικά ΜΜΕ. Εργο ζωής το "ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" και γι’ αυτό δεν θα γίνω ζητιάνα, όπως έλεγε η Μελίνα, αλλά ούτε και "πουτάνα" κανενός. Απλά θα τα πάρω όλα σβάρνα! Στο κάτω-κάτω πόσες φορές μπορούν να σε δικάσουν σε μια ζωή; Ας κρατήσουν καβάτζα και για την άλλη...».

Εγραφες, αλλά δεν σε άκουγε κανείς. Και πάλι αγωνίστηκες στα δικαστήρια με ήδη βεβαρημένη την υγεία σου και πέτυχες αναστολή στην απαράδεκτη απόφαση. Συγχρόνως προσέφυγες στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Λίγο καιρό μετά, κορυφαίος συνταγματολόγος της χώρας που είχε αναλάβει την υπόθεσή σου, σε ενημερώνει ότι η προσφυγή σου πρόκειται να γίνει δεκτή επί του παραδεκτού, εκεί δηλαδή που κόβεται το 90% των υποβαλλόμενων προσφυγών! Τα νέα ήταν καλά. Οχι όμως κι εσύ. Οταν σ’ τα ανακοίνωσαν η απάντησή σου ήταν: «Ο χρόνος δεν είναι αρκετός για μένα. Η ζημιά έχει ήδη γίνει...». Εκείνο το «ξέρω ότι ο νόμος και το δίκαιο στο τέλος θα λάμψουν... Το θέμα είναι να προλάβω να το δω εγώ» είχε πλέον ξεθωριάσει.

Οταν έμαθα για τη ζημιά, ήμουν σε πάρτυ παιδικό. Κάποιος μπαμπάς, γιατρός στο επάγγελμα, ψέλλισε σε μια παρέα ανδρών: «Δυστυχώς, δεν υπάρχει επιστροφή για τον Θέμο». Τον άκουσα. Του είπα να επαναλάβει αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει. Δεν ξέρω πώς τον κοίταξα, ο άνθρωπος τρόμαξε, «με συγχωρείτε», μου είπε, «ψέματα λες!», του φώναξα. Βγήκα έξω με μάτια υγρά, δεν ξανάκλαψα για σένα από τότε, εκείνα τα άγουρα δάκρυα δεν καταδέχτηκαν ποτέ να ωριμάσουν και να πέσουν. Δεν το πίστεψα, δεν σε ρώτησα, δεν ήθελα να το πιστέψω, δεν ήθελες να σε ρωτήσω, μου το υποδείκνυε το κενό που συνόδευε το ερώτημα «Θέμο μου, τι κάνεις;», σε κάποιες από τις τελευταίες μας συνομιλίες.

Προτιμούσα να πιστεύω τον Τσίπρα και την παρέα του, «είσαι χαζή αλλά σ’ αγαπάω, αυτοί δεν είναι αριστεροί, είναι ψεύτες του αισχίστου είδους», μου έλεγες τότε που τον υποστήριζα μαζί με τη μισή και βάλε Ελλάδα. Ναι, ρε Θέμο, αυτό το ψέμα τους ήθελα να το πιστεύω: πως δήθεν την έχεις κάνει για Ελβετία με μια οκά λεφτά. Οτι περνάς ζωή και κότα. Πως δεν σε νοιάζει πια για την εφημερίδα, ούτε και για μας. Οτι το ’βαλες στα πόδια για να σώσεις φράγκα και τομάρι. Δεν μπορεί να γνώριζαν ότι είσαι άρρωστος και να σε πολεμούν τόσο ανέντιμα, να σε συκοφαντούν έτσι αισχρά. Αυτό σκεφτόμουν τότε. Μπορούσαν, ρε Θέμο; «Μπορούσαν, μπουμπού», θα μου έλεγες, με τη ματιά προσηλωμένη στο τσίμπημα ενός κουλουριού. «Μπορούσαν...»






Ενας ασυμβίβαστος άρχοντας

Παύση στα στενάχωρα. Μη βαριανασαίνεις. Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα να μου θυμίσεις τη μονοκατοικία με τον κήπο και τα ψηλά ταβάνια στα Πατήσια. Να, σε βλέπω! Είσαι δεν είσαι πέντε ετών, με χούφτες τιγκαρισμένες σοκολατάκια κι εκείνο το ακάτσωτο πνεύμα. «Είναι τα παιδιά με την καλή συμπεριφορά που γίνονται οι πιο τρομεροί επαναστάτες. Δεν λένε καμιά λέξη, δεν κρύβονται κάτω από το τραπέζι, τρώνε μόνον ένα κομμάτι σοκολάτα τη φορά. Αργότερα όμως κάνουν την κοινωνία να το πληρώσει ακριβά», έγραφε ο Σαρτρ. Εντάξει, εσύ έτρωγες μερικές σοκολάτες παραπάνω, αλλά πόσο του μοιάζεις αυτού του παιδιού… Πάλι σε ψάχνουν, πάλι σε βρίσκουν να κόβεις βόλτες πάνω σ’ ένα ποδήλατο: «Ημουν καλό παιδί ή, μάλλον, ύπουλο παιδί, όπως βλέπεις σε κάτι ταινίες τον πιο ήσυχο τύπο της γειτονιάς να είναι στην πραγματικότητα κατά συρροήν δολοφόνος. Ημουν το "παιδί της μαμάς", αλλά από πίσω έκανα εγκλήματα και μετά τράβαγα την ουρά μου απέξω...». Οπως τότε που έβγαλες κρυφά από το ποδήλατο της αδελφής σου, της μπέμπας σου, τις βοηθητικές ρόδες... Εκείνη πήγαινε ανέμελη κι εσύ της είπες: «Καλά, το ξέρεις πως πηγαίνεις στις δύο ρόδες;», σωριάστηκε στο έδαφος, τίναξες τα χώματα από τα γόνατά της, εκείνες τις ρόδες δεν τις χρειάστηκε ποτέ ξανά... Πάμε μέχρι το σχολείο σου, το 30ό Δημοτικό Κυψέλης, κάνε μου αυτή τη χάρη. Στο ένα χέρι κρατάς ένα σάντουιτς -πόσο πολύ τυρί έχει μέσα!- στο άλλο μια τρούφα, δεν κάνεις φασαρίες, δεν πλακώνεσαι, έχεις έναν κολλητό, τον Σπύρο, και μια αγάπη, την Ευγενία. Για να τη ρίξεις της δίνεις σοκοφρέτες, εκείνη σε περιφρονεί, δεν βαριέσαι, η γυναίκα της ζωής σου θα έρθει χρόνια αργότερα και θα ακούει στο όνομα Βασιλική: θα είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Το σημαντικό, όμως, δεν είναι αυτό. Το σημαντικό είναι πως κάθε φορά που θα κουτουλάς αριστερά και δεξιά, κάθε φορά που θα «πυροβολιέσαι» πισώπλατα ή κατάκαρδα, κάθε φορά που θα απογειώνεσαι χωρίς να υπολογίζεις τον κίνδυνο της συντριβής, εκείνη θα παραμένει δίπλα σου, υπεύθυνη του πύργου ελέγχου ριψοκίνδυνων πτήσεων. Θα σε αγαπήσει βαθιά, εσύ μέχρι τρέλας, θα σηκώνεσαι να φεύγεις από τραπέζια επειδή «η Βασιλική αρρώστησε και ανέβασε… 37 πυρετό» και κάποτε θα πεις για εκείνην: «Περιμένω να δω τη Βασιλική το πρωί για να βεβαιωθώ ότι ζω». Είσαι όμως μικρός ακόμα. Πάμε πίσω στο σχολείο…

Το κουδούνι χτυπάει για σχόλασμα. Είσαι στην πρώτη δημοτικού και διαβάζεις ήδη πολύ καλά. Κάθεσαι με τη μαμά σου στο τραπέζι του καθιστικού, η αδελφή σου της χτενίζει τα μαλλιά και σας παρακολουθεί. Οταν η μελέτη τελειώνει, την κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και με ανυπόκριτο θαυμασμό της λέει: «Μαμά, ο Θέμος είναι σοφός!». Πόσο σ’ αγαπούσε, πόσο σ’ αγαπάει, πόσο θα σ’ αγαπάει: «Να την κρατάς πάντα απ’ το χέρι τη μικρή, εσύ είσαι ο μεγάλος», σου έλεγαν οι γονείς σας, κι εσύ, μέχρι που έφυγες δεν άφησες το χέρι της ποτέ. Στα χρόνια του δημοτικού, πάντα σοβαρός, μετρημένος, επιμελής, με τον γιακά της σχολικής ποδιάς στην πένα, χωμένος μέσα σε βιβλία. Ακόμη και στα πάρτυ, όταν όλα τα παιδιά έπαιζαν στο σαλόνι, εσύ τρύπωνες σε κάποιο δωμάτιο και σε βιβλία που ο μικρός οικοδεσπότης είχε στη βιβλιοθήκη του. Κοίτα, είναι καλοκαίρι στη Ραφήνα, δεν σου αρέσει η θάλασσα, κάποτε θα τη λατρέψεις. Ούτε τα αεροπλάνα σου αρέσουν, διαθήκη θα γράφεις κάθε φορά που θα χρειαστεί να ταξιδέψεις. Μη φοβάσαι. Θα το ξεπεράσεις κι αυτό και θα πετάξεις πάνω από τα σύννεφα...





Στα χρόνια της εφηβείας γράφεις μυθιστόρημα με τον τίτλο «Θέμος» και happy end, οργανώνεσαι στο ΕΚΚΕ, αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο αναρχικά, χωρίς αρχές, ιδεολογίες και εξουσίες. Διαβάζεις Μπακούνιν, Καμύ και Εσσε, δεν δέχεσαι να σου κάνει κανείς κουμάντο, δεν θα κάνεις ποτέ σε κανέναν. Τώρα πλέον είσαι φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, ο «Αγκα», ο Ινδιάνος του Λούκι Λουκ. Το σπίτι σου βρίσκεται στο τέλος της Ανω Τούμπας, έξω ακριβώς από το δάσος του Σέιχ Σου. Εχεις για κατοικίδιο έναν σκαντζόχοιρο, το πρωί σε ξυπνούν τα πρόβατα, τα βράδια ο συγκάτοικος σε ζαλίζει με το μπουζούκι του. Τρέχεις σαν τρελός με μηχανές, κάνεις σούζες στο... σαλόνι, παρκάρεις στο αμφιθέατρο, τρυπώνεις σε όλες τις οργανώσεις «εκτός από τις αδερφίστικες τύπου Ρήγας Φεραίος». Μπαίνεις στην ΚΝΕ, αηδιάζεις με το φοιτηταριό, τώρα θαυμάζεις τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν, είσαι νεοφιλελεύθερος, απέναντι στους ανθρώπους που θα δουλέψουν κάποτε για σένα, ματιά και attitude θα παραμείνουν τύπου βαθιά αριστερού. Δεν θα ελέγξεις τι ώρα έρχονται και φεύγουν, δεν θα κόψεις ούτε ένα «και» από κείμενο, δεν θα τσιγκουνευτείς χρόνο και χρήμα, δεν θα αδικήσεις κανέναν, λυπάμαι και χαίρομαι ταυτόχρονα, αλλά δεν θα γίνεις ποτέ αφεντικό.

Λίγο μετά μπαίνεις στον Τύπο για να τον σαρώσεις, υπηρέτης του δεν θα γίνεις ποτέ. Το μέγεθος της γραφής σου είναι extra large, ίδιο με το μέσα σου. Είσαι ο Οφις στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» της «Καθημερινής», γίνεσαι διευθυντής της, η πρόταση του Τεγόπουλου, «έλα στην "Ελευθεροτυπία" και γράφε ό,τι θες, γίνε ακόμη πιο οξύς», ισοδυναμεί με την πρώτη «ποδοσφαιρικών διαστάσεων» μεταγραφή που έκανε ποτέ η εφημερίδα. Ξεγράφεις όλες τις ιδεολογίες, αριστερές και δεξιές, κλείνεις τον κύκλο και γίνεσαι η Μαύρη Τρύπα, το χαμένο νεύρο της «Ελευθεροτυπίας» επιστρέφει χάρη στην πένα σου. Παίζεις το δικό σου βιολί, όσοι σε καρφώνουν αριστερά και δεξιά - περισσότερο αριστερά, δεν έχουν καμία τύχη να εισακουστούν από τον μαέστρο Κίτσο Τεγόπουλο. Αυτοσαρκασμός και κριτική, συνδυασμός που ανατινάζει σαν βόμβα υπολήψεις και κατεστημένο, το αναγνωστικό κοινό σε λατρεύει, «η "Ελευθεροτυπία" διαβάζεται πάντα από το τέλος», λένε «οπαδοί» και «αντίπαλοι». Στον ελληνικό Τύπο δεν υπάρχει άλλη στήλη που να συζητιέται τόσο πολύ, με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν σίγουρα η viral των viral στα social media.

Πίσω από τη δηλητηριώδη γραφή σου κρύβεται μια ανόθευτη ευαισθησία. Πίσω από κάθε τραβηγμένο σου σχόλιο καραδοκεί η προσπάθεια να πεις κάτι πολύ πιο σημαντικό από τα τετριμμένα. Και πίσω από κάθε προσωπική σου αιχμή εναντίον κάποιου, ακτινοβολεί ένα ηχηρό χτύπημα στον ίδιο σου τον εαυτό. Λες κάποιον «χοντρό» και σου την πέφτουν οι «διορθωτές ήθους» της εφημερίδας. Λες τον εαυτό σου «βαρέλι» και γελάνε. «Χαρά να σε γιαούρτωνα» γράφεις σε κάποιον φαύλο πολιτικό, κλέβοντας τη φράση από τον «Πολιτευτάκια» του Σαββόπουλου, και σε επαινούν. Στην επόμενη στροφή, οι ίδιοι ανεβαίνουν στο γραφείο σου, σου πετάνε στραγγιστό της ΦΑΓΕ και απαιτούν να απολυθείς... Δημοκρατικά... Δεν τα καταφέρνουν. Σ’ εκείνο το γιαούρτωμα, πολλοί συνάδελφοι κάνουν την πάπια, στην πραγματικότητα ξέρεις πως είναι κότες. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως ο διπλανός και φίλος σου Χρήστος Μιχαηλίδης. Ξέρεις τι μου είπε για σένα; «Η μελαγχολία του ήταν πιο βαθιά απ’ ό,τι μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Του χρωστάω πολλά γιατί, εκτός των άλλων, βοήθησε να τη δω και να την καταλάβω. Και τον φαντάζομαι τώρα χαρούμενο, στη δική του συμπαντική Μαύρη Τρύπα...».

Το 1998 φεύγεις από την «Ελευθεροτυπία». Διεκδικείς όπως πάντα τις υψηλότερες αμοιβές, τις λαμβάνεις, δεν μεταλλάσσεσαι στιγμή σε νεόπλουτο, βγάζεις αθλητική εφημερίδα, Νάτος, νάτος ο «Πρωταθλητής», παίζεις πλέον μόνος σου μπάλα, είσαι άρρωστος με τον Ολυμπιακό -«Στο γήπεδο δεν πάω για να δω μπάλα, πάω να δω τον αντίπαλο που θα φαγωθεί»- και με την οικογένειά σου: «Οι καριέρες, τα λεφτά και οι εφημερίδες του κόσμου δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα μπροστά στα παιδιά μου».

Κάνεις τηλεόραση, το «ΟΛΑ» σου εμφανίζεται στους τηλεοπτικούς δέκτες το 1999 και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα εκτοξεύεται στην κορυφή. Κρατάει 18 ολόκληρα χρόνια, σημειώνει μυθικές τηλεθεάσεις κι εσύ γνωρίζεις την απόλυτη αποθέωση. Το 2003 βρίσκεσαι στην παράσταση «Γαμήλια Δεξίωση» στο θέατρο «Μαίρη Αρώνη», στην οποία πρωταγωνιστούν μεγάλα ονόματα της εποχής. Πρώτη σκηνή, η αναμνηστική φωτογραφία της γαμήλιας δεξίωσης. Οι «καλεσμένοι» της συγκεντρώνονται για την καθιερωμένη φωτογραφία και λίγο πριν ακουστεί το κλικ του φωτογράφου, σύσσωμος ο θίασος γυρνά προς την πλευρά σου και αναφωνεί: «Και ο κουμπάρος και ο κουμπάρος!».

Ανεβαίνεις στη σκηνή, φωτογραφίζεσαι μαζί τους, ο κόσμος χειροκροτά από κάτω τον άνθρωπο για τον οποίο μένει ξύπνιος μέχρι τις 2 τα χαράματα την πρώτη εργάσιμη ημέρα της βδομάδας. Ο κόσμος άλλωστε ήταν εκείνος που σε ενδιέφερε πάνω απ’ όλους και όλα και όχι οι διάφοροι ελιτιστές «του πνευματικού -my ass!- κόσμου που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους». Σου κόβουν εκπομπές στον αέρα μετά από εντολές πολιτικών, σε διώχνουν από κανάλια διότι «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις», ανοίγεις το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», «κλείνεις» το εκδοτικό κατεστημένο, ξεφτιλίζεις τους καθωσπρεπισμούς, ισορροπείς τη σάτιρα με την επίθεση και το γέλιο με την ειρωνεία, ρίχνεις θειικό οξύ σε οτιδήποτε γλυκανάλατο, «γλυκόπικρη είναι η ζωή μας, μπουμπού». Σουρουπώνει. Σταμάτα να τρέχεις και άραξε σε μια γωνιά του Γερολιμένα. Τώρα, θα πω στον κόσμο τα μυστικά σου...


Μυστικά μιας ζωής και γέλια μέχρι θανάτου

Ας καθίσουμε λίγο στο αγαπημένο σου ταβερνάκι. Θέλω να σε ακούσω να μου μιλάς ξανά για τα παιδιά σου: «Η Αλίκη, η Φιλιώ, ο Βύρωνας... Ο κόσμος μου όλος στα τρία αυτά ονόματα, μπουμπού» κι ύστερα να αφήνεις στα χέρια μου μνήμες, χαμόγελα και φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες: «Δες πόσο όμορφα είναι!», μου έλεγες όλο καμάρι. «Πόσο σου μοιάζουν», σου απαντούσα. Κοκκίνιζες από περηφάνια, μαύριζες από τη σύγκριση: «Εξω από το γραφείο μου, μπουμπού, μη σε βλέπω. Τα παιδιά μου δεν μου μοιάζουν. Είναι όμορφα!». Κι εσύ όμορφος ήσουν, ρε Θέμο, πολύ όμορφος άνθρωπος, κι ας λάτρευες να ποζάρεις μπροστά σε παραμορφωτικό καθρέφτη... Να λανσάρεσαι σε συνεντεύξεις και συζητήσεις προβοκατόρικα κυνικός, αντίβαρο στην υπερβολική ευαισθησία σου, τη μεγαλύτερη ίσως αδυναμία της ζωής σου. Κι όμως, εγώ σε είχα δει. Λυπάμαι που θα σε καρφώσω, αλλά σε είχα δει... Να χαμηλώνεις τα φώτα, να κλείνεις τα τηλέφωνα, να αποσυντονίζεις μυαλά, να ρίχνεις πάνω σου εκείνη την κατακόκκινη μπέρτα και να προσγειώνεσαι δίπλα σε ξένες ανάγκες. Οχι μία φορά, πολλές. Οχι σε ένα δύσκολο, σε αμέτρητα ζόρικα. Οχι δικά σου, των άλλων.











Πρωινό έξω από την εφημερίδα. Το τηλέφωνό σου χτυπά: «Κύριε Θέμο, μην έρθετε από την μπροστινή πόρτα. Είναι μια "τρελή" που ζητά επίμονα να σας συναντήσει...». Ανεβαίνεις στο γραφείο σου. Ζητάς να μάθεις τι θέλει η «τρελή». Σου λένε να μην ανησυχείς, ότι θα την απομακρύνουν ευγενικά. Δεν θέλεις. Η εντολή σου ρητή, η φωνή σου δυνατή: «Μάθετε τώρα τι θέλει αυτή η γυναίκα!». Σε πέντε λεπτά σε ενημερώνουν ότι η γυναίκα ζητάει να μεσολαβήσεις στον τότε υπουργό Υγείας προκειμένου να εγκριθεί ένα κονδύλι για την αγορά μηχανήματος που θα διευκολύνει τη μετακίνηση του ανάπηρου παιδιού της. «Να πάρουμε τον υπουργό;», σε ρωτάει κάποιος δικός σου. «Να πάει να γ@μ@θεί ο υπουργός και ο κάθε υπουργός», απαντάς. «Πήγαινε αμέσως στο λογιστήριο και πες τους να αγοράσουν τώρα αυτό το μηχάνημα για το παιδί...». Για το παιδί... Πόσα είχες κάνει γι’ αυτή την τόσο αόριστη και συνάμα τόσο οριστική για σένα έννοια.

Μάρτιος του 2010. Εκρηξη βόμβας στα Πατήσια με τραγικά θύματα μια οικογένεια Αφγανών. Η μάνα τραυματισμένη, ο 15χρονος γιος νεκρός, το 10χρονο κοριτσάκι σχεδόν τυφλό. Τρελιάζεις. Πληρώνεις ένα πολύ μεγάλο μέρος των εξόδων για τη διακομιδή και την περίθαλψη της μικρής στο εξωτερικό: «Το παιδί πρέπει να δει». Δεν θέλεις να το μάθει κανείς, «αν μαθευτεί θα σας τσακίσω». Πόσες φορές ίσιωσες υπό την ομερτά της σιωπής κόσμο τσακισμένο, κανείς δεν έμαθε. Πόσες φορές έδωσες το οκέι για χρήματα δανεικά και αγύριστα στους εργαζόμενους της εφημερίδας, ποτέ δεν μέτρησες. Καμία επαφή με το χρήμα, καμία εκτίμηση στην αξία του. Αυξήσεις, μπόνους, ταξίδια, δώρα, ό,τι σου ζητούσαμε επί δύο, ό,τι ένιωθες πως χρειαζόμασταν επί χίλια. Εφτανε ένα «Θέμο, μπορείς;» για να γίνει η ερώτηση κατάφαση και το αδύνατο δυνατό.

Μη με κοιτάς θυμωμένα. Εχω κι άλλα να πω, κι άλλα να καταθέσω: Για τη μόνιμη «πελατεία» άπορων που κατασκήνωναν έξω από το σπίτι σου και φρόντιζες να μην πεινάσουν, να μην κρυώσουν. Για τις λευκές επιταγές σε γκισέ νοσοκομείων και μαιευτηρίων. Για τα απότομα φρεναρίσματα κάθε φορά που έβλεπες στον δρόμο παιδί ή ηλικιωμένο να ζητιανεύει, «διαφορετικά το πατάμε μέχρι να σπάσει το κοντέρ». Εντάξει, σταματάω. Τώρα θα σε κάνω να γελάσεις. Πρωινό στο γραφείο σου. Στα χέρια σου κρατάς μια κλήση της Τροχαίας. Τηλεφωνείς στον διοικητή: «Καλημέρα, διοικητά μου. Μας έχετε στείλει μια κλήση ότι πηγαίναμε με 180. Ναι, κύριε διοικητά μου, φυσικά και δεν ήμασταν εμείς, φυσικά και αμφισβητώ την κλήση γιατί μας υποτιμάτε! Εμείς δεν πηγαίνουμε ποτέ κάτω από 250!». Γέλια τρανταχτά. Ο καφές μού βγαίνει από τη μύτη, το ίδιο πρέπει να έπαθε και ο διοικητής, η κλήση σβήστηκε, τα γέλια μας ποτέ... Θυμάσαι την άλλη φορά; Ναι, κάπου στην Ομόνοια, ανεβασμένος πάνω σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, να βλέπεις τον Γλύξμπουργκ να περνά τυχαία, να φωνάζεις «Κοκοκό Κοκό!» και ο κόσμος να διπλώνεται κάτω από τα γέλια. Γέλια δυνατά και σ’ εκείνο το γήπεδο στα Γιάννενα με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Εσύ, σχεδόν μόνος, στην εξέδρα των επισήμων, οι φίλαθλοι να ωρύονται «πο@σ@η Θέμο, θα σε γ@μ@σουμε!», ο Θρύλος να βάζει ένα, δύο, τρία γκολ, να εκσφενδονίζονται καταπάνω σου μπουκάλια και αναπτήρες, οι αντίπαλοι να σκαρφαλώνουν τα κάγκελα σαν πειρατές για να σε λιντσάρουν, κι εσύ να τρέχεις γελώντας σαν μικρό παιδί και να φωνάζεις «είναι θεός ο Ολυμπιακός!». Τον θεό σου δεν είχες, γι’ αυτό σε λατρέψαμε σαν θεό.

«Αληθινοί επαναστάτες είναι εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτε»

Πάλι την ίδια φράση μου λες. Λόγια του Μπακούνιν. Σου αρέσουν οι οργισμένες απαντήσεις μου, αφήνω στα χέρια σου πέντε-έξι βιβλία, «για τα παιδιά σου», σου λέω. «Μπουμπού, δεν νομίζω να είναι τίποτα απ’ αυτά που διαβάζεις και να μου κάνεις τα παιδιά αναρχικούς...». Γέλια δυνατά κι ύστερα θυμωμένες κουβέντες μου για την κατάντια της κατακαημένης Ελλαδίτσας. Θυμώνεις κι εσύ: «Ελλάδα να την αποκαλείς, όχι Ελλαδίτσα». Η άνοδος της Χρυσής Αυγής μού φέρνει αναγούλα, «άσε με να κάνω ρεπορτάζ γι’ αυτά τα τέρατα», σε εκλιπαρώ ξανά και ξανά. Με κόβεις ξανά και ξανά: «Εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά μ’ αυτούς τους δολοφόνους. Εσύ είσαι μάνα. Φύγε, σε περιμένουν τα παιδιά, αν έχω κάτι άλλο θα σου τηλεφωνήσω».

Δεν σου ξαναμιλάω, σιωπηρά παρακολουθώ στα social media εντεταλμένα τσιράκια να σου κολλάνε σβάστικες στην μπλούζα και τη ρετσινιά του φασίστα στην πένα. Τι κι αν πλειάδα δημοσιογράφων πρώτης γραμμής προέβαλλαν, σε prime time ζώνη και στις εφημερίδες τους, τα έργα και τις ημέρες των χρυσαύγουλων επειδή ήταν το πιο καυτό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ειδησεογραφικό θέμα εκείνης της εποχής. Εσύ τους έκανες τα πάντα ομελέτα, εσύ πρέπει να πέσεις με τα τσό(φ)λια στον Καιάδα. Για τους καθυστερημένους επικριτές σου, το ανατρεπτικό «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» που από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του συνδύαζε τη σοβαρή ειδησεογραφική αποκάλυψη με την πιο kinky προσέγγιση πολιτικοκοινωνικού κουτσομπολιού, έπρεπε αυτή τη φορά να το βουλώσει. Για τα δογματικά υποκείμενα, τα πρωτοσέλιδά σου, την άνοιξη του 2013, πριν καν διωχθεί ποινικά η Χρυσή Αυγή, με τίτλους όπως «Το φάντασμα του Χίτλερ πνίγει τα παιδιά του» και «Ξέφυγαν νεοναζί και τρομοκρατούν όλη την Ελλάδα», πέρασαν αλλά δεν ακούμπησαν την κοινή γνώμη.







Για τους ανεγκέφαλους κονδυλοφόρους της τάχα μου Αριστεράς, το γεγονός ότι στήριζες σε προσωπικό επίπεδο τον Σαμαρά, τον μοναδικό πρωθυπουργό που έβαλε τη Χρυσή Αυγή στη φυλακή, ισοδυναμούσε με ψιλά γράμματα μπροστά στη «φασιστοφυλλάδα» σου. Πώς ήταν δυνατόν να στηρίζεις ταυτόχρονα τον νεοδημοκράτη Μεσσήνιο και τους Χρυσαυγίτες, δεξαμενή των οποίων ήταν κυρίως οι ψηφοφόροι της Ν.Δ., οι βλαχομπαρόκ πένες δεν μας το εξήγησαν ποτέ. Ησουν τόσο βλάκας ώστε να αβαντάρεις τον αντίπαλο αυτού που στήριζες; «Δεν τους ενδιέφεραν, ρε μπουμπού, τέτοιου είδους αναλύσεις, την κεφαλή μου επί πίνακι επιζητούσαν και το μαγαζί μου λαμπόγυαλο». Ναι, αυτό επιζητούσαν. Και κάπως έτσι επώνυμοι σχολιαστές επιδόθηκαν σε αγριότητες του στυλ «θέλουμε τον Θέμο όπως τον Μουσολίνι στο Μιλάνο» και ακριβώς έτσι τον Σεπτέμβριο του 2013, λίγο μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα, αυτοαποκαλούμενοι «αντεξουσιαστές» κατέβασαν με βαριοπούλες τις τζαμαρίες της εφημερίδας.

«Μας την πέσανε, μπουμπού, εσύ τι έχεις να πεις γι’ αυτό;», με είχες ρωτήσει τότε. «Εγώ τι έχω να πω γι’ αυτό;», σου είχα απαντήσει. Οτι λένε μ@λ@κίες. Πως η δημοσίευση ντοκουμέντων μιας πολιτικής δολοφονίας είναι χρέος κάθε δημοσιογράφου. Οτι υπάρχουν εκατοντάδες αντίστοιχα παραδείγματα στον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο, όπως του Μιχάλη Καλτεζά στην «Ελευθεροτυπία», του Γρηγόρη Λαμπράκη στην «Αυγή» και του Ρόμπερτ Κένεντι στην «Daily Mirror», εφημερίδες που πρόσκεινται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Πως αυτό το πρωτοσέλιδο έκανε τόση δουλειά όση δεν θα μπορούσαν να κάνουν δέκα αντιρατσιστικά νομοσχέδια μαζί καθώς η εγκληματική δράση των νεοφασιστών αποτυπώθηκε με τον πλέον παραστατικό τρόπο στην κοινή συνείδηση. Οτι για ακόμη μία φορά ξεβράκωσες τους υποκριτές της δημοκρατίας. Και πως είμαι περήφανη για σένα, δάσκαλε... Οπως περήφανη για σένα ήμουν κάθε φορά που μου υπενθύμιζες ότι εμείς οι δημοσιογράφοι πρέπει να κοιτάμε πέρα από αριστερά και δεξιά, ευθεία στον δρόμο μας, καρφί στον σκοπό μας, «οτιδήποτε άλλο εκτός από βολεμένη βδέλλα να γίνεις, μπουμπού, κι εγώ θα σ’ αγαπάω. Εχεις διαβάσει τα “Παιδιά της Χελιδόνας” του φίλου μου του Χαριτόπουλου; Για κομμουνιστές αντάρτες λέει, όπως και το σημαντικό έργο του για τον Αρη Βελουχιώτη, που άλλοι τον θεωρούν ήρωα και άλλοι, καλή ώρα, μανιακό σφαγέα, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν αυτός που ήταν. Το έζησε και το πλήρωσε. Μα... τώρα, θα πουν κάποιοι... λογικοί άνθρωποι, θα μας τρελάνεις; Με το Κρυφό Σχολειό ή με τον Βελουχιώτη; Αριστερά ή Δεξιά; Πατριωτικά ή κομμουνιστικά; Ουδεμία σχέση και ΟΛΑ μαζί, θα σ’ το πω με μια κουβέντα: ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Περιλαμβάνει τα πάντα όλα. Πολλά υπέροχα, τόσα κι άλλα τόσα άσχημα και στραβά, έτσι ήταν οι Ελληνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Και σε όλους τους αγωνιστές, χαμένους ή κερδισμένους, σωστούς ή ακόμα και αιμοσταγείς, αξίζει η αναγνώριση, θετική ή αρνητική, εάν και εφόσον πίστευαν αληθινά -ακόμη και βαρύτατα εσφαλμένα- σε ό,τι έκαναν. Οταν χύνεις το αίμα σου, ή ακόμη και άλλων, πάνω στον πόλεμο, μετράς και μετριέσαι. Λατρεύεσαι και μισιέσαι. Οταν όμως είσαι μια βολεμένη βδέλλα, όπως οι σημερινοί καθεστωτικοί, που απλώς πίνεις το αίμα του κόσμου για λογαριασμό των ξένων, τότε δεν σου αξίζει ούτε λέξη να βγει από το στόμα. Μόνο φτύσιμο». Τους φτύσαμε, ρε Θέμο, αλλά δεν πρόλαβες να το δεις…

Ζεις...

Βράδυ 22ας Ιανουαρίου 2019. «"Εφυγε" ο Θέμος». Κλείνω τηλεόραση και υπολογιστή. Δεν θέλω να ακούσω, δεν μπορώ να διαβάσω. Γράφω μηχανικά. Δεν θυμάμαι τι, δεν το ξαναδιάβασα ποτέ. Πηγαίνω γραφείο, τι είναι αυτό το καντήλι που καίει στο δικό σου, γιατί κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα; Οπου κι αν κοιτάξω μάτια κλαμένα, βλέμμα απελπισμένο, μόνο βουβές αγκαλιές να κάνουν ακόμη πιο ηχηρή τη σιωπή μας, τη σιωπή σου. Ξορκίζουμε το πένθος μας σε «δεν το πιστεύω», ακόμη στην προσπάθεια της συνειδητοποίησης βρισκόμαστε. Κάποιοι πονούν αληθινά, ο κούφιος πόνος ξεκουφαίνει, ο γεμάτος δεν έχει φωνή. Τριγύρω μας, άνθρωποι αδιάφοροι μιλούν για σένα, δημοσιοσχετίστικα συλλυπητήρια, υποκρισία σε μεγέθυνση, υπερθέαμα προσποίησης, τρυπώνω στο καβούκι μου, με χτυπούν στην πλάτη, δεν αντιδρώ. Παραδίπλα μου κάποιος ουρλιάζει «δείτε ρε τι γράφει το καθίκι για τον Θέμο!», υπασπιστές σ’ έναν μεταθανάτιο πετροπόλεμο, ο στρατηγός είναι νεκρός, τι να τις κάνεις τις ιαχές;

Οσο περνά οι καιρός ρίχνω αποσπασματικές ματιές στο Διαδίκτυο: δοκησίσοφοι δημοσιολόγοι, αδύναμοι κρίκοι της ορθοπολιτικής φανατίλας, έμμισθα κομματικά τρολάκια των 0,60 και δύσμοιροι «δικαστές» που αναζητούν 15 δεύτερα δημοσιότητας - ξεγέλασμα στη μίζερη πάστα τους, εκπνέουν στη σκιά ενός νεκρού αέρα μπόχας. Βγαίνω έξω να πάρω αναπνοή. Θράσος, ειρωνεία, εγωπάθεια, μίσος, κάφροι του εαυτού τους, «πόσο μ’ αρέσει, ρε μπουμπού, αυτό το “κάφροι του εαυτού τους”, όταν το λες.» Σαν να τους βλέπω, ρε Θέμο, μέσα στη ζωούλα τους που, σε αντίθεση με σένα, δεν κατόρθωσαν ούτε για μια στιγμή να κάνουν ζωάρα. Δηλώνουν ικανοποιημένοι. Δεν είναι. Δηλώνουν τίμιοι. Ούτε αυτό είναι. Δηλώνουν κανονικοί. Αυτό είναι. Δώδεκα μισθοί και δύο μπόνους, σκύλος με μικροτσίπ, στεγαστικό δάνειο, κάνα ρουσφετάκι, πολύ γλειψιματάκι, θεσούλα κληροδοτημένη, δόντι «γκομενικό», έξοδοι τα Σαββατοκύριακα, σεξ μια φορά τη βδομάδα, σφαλιάρωμα σε βάση καθημερινή, αφάνεια στο διηνεκές. Πώς να αντέξουν τη larger than life φιγούρα σου; Πώς να μην την υποψιαστούν, πώς να μην την πολεμήσουν ακόμη και σήμερα που τους έκανες τη χάρη να την πάρεις από δω και να τους αδειάσεις τη γωνιά; Σοκάρονται οι χριστιανοί, σταυροκοπιούνται οι άπιστες. Γελάς; Το ξέρω πως γελάς. Οι ίδιοι κλαίνε από τα νεύρα. Δεν είναι εύκολη η διαπίστωση πως ούτε σε δέκα ζωές δεν πρόκειται να γίνουν αυτό που μέσα στην τρέλα και την αντισυμβατικότητά σου κατόρθωσες να γίνεις. «Χέσ’ τους, μπουμπού», θα μου ’λεγες, «πάμε παρακάτω».

Πάμε παρακάτω λοιπόν. Με πατερίτσα στην αρχή, δεν την αντέχω την ταχύτητα. Μη μου φωνάζεις «γκάζωσε», έφυγες ξαφνικά κι έχασα την ισορροπία μου. Θα ζητήσω από την αδελφή σου εκείνες τις βοηθητικές ρόδες μήπως και την ξαναβρώ… Ξέρεις, τις Παρασκευές παίρνουμε κουλούρια, κερνάμε σοκολατάκια, λέμε «τι τίτλο θα έβαζε ο Θέμος εδώ;», μιλάμε για σένα στον ενεστώτα, ουίσκι δεν έμεινε σταλιά, όλο σ’ το σουφρώσαμε. Κι άλλα σου σουφρώσαμε. Διαστροφή για την εφημερίδα μας - υπαρξιακό extreme sport που συνεχίζουμε στο όνομά σου. Θυμάσαι τι έλεγες; «Η δημοσιογραφία δεν είναι δουλειά, είναι διαστροφή. Μόνο έτσι μπορεί να σωθεί κι έτσι πρέπει να τη δεις για να σωθείς κι εσύ μαζί. Οσο πιο περίπλοκο, όσο πιο ακατανόητο, αλλά πιεστικό και γαργαλιστικό, τόσο το καλύτερο. Ετσι κάνεις και τους άλλους να το ρίχνουν στα “οχτάρια”». Πρέπει να κλείσω, όσες λέξεις κι αν γράψω για σένα, πάντα θα περισσεύεις… Πριν σ’ αφήσω να σου πω μόνο κάτι να γελάσεις. Προχθές πήρα ταξί, δεν ήθελα να οδηγήσω. «Πρώτο Θέμα», είπα στον οδηγό. Μου ρίχνει ματιά από το καθρεφτάκι: «Εκεί δουλεύεις, κοπελιά;». «Ναι», του λέω. «Εχω βάσιμες υποψίες ότι ο δικός σας ζει και πως την έχει κάνει για έξω», συνέχισε. «Κι εγώ», του απάντησα. Αλήθεια, ρε Θέμο, κι εγώ...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr