Ολοκληρώθηκε με επιτυχία το GWomen Summit 2024, που αποτελεί το μοναδικό συνέδριο γυναικείου αθλητισμού, με την bwin να είναι σύμμαχος και Υποστηρικτής!
Βασίλης Μπισμπίκης στον Δημήτρη Δανίκα: «Αν μιλήσω για τη ζωή μου θα τρίξουν κι οι πέτρες»
Βασίλης Μπισμπίκης στον Δημήτρη Δανίκα: «Αν μιλήσω για τη ζωή μου θα τρίξουν κι οι πέτρες»
Αριστερός, αλλά ανένταχτος (θα ήθελε να είναι αναρχικός, αλλά δεν συνάδει με τη ζωή του θιασάρχη), αλάνι πολυταξιδεμένο, παλιός καταληψίας, χούλιγκαν και μπάρμαν, που κάνει παρέα με πόρνες, πρεζάκια, τραβεστί, τζογαδόρους, νταλικέρηδες, μα και εφοπλιστές... Αλλωστε κουμπάρα του είναι η Αγάπη Βαρδινογιάννη
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Τέτοιο πράγμα πρώτη φορά στη ζωή μου. Το περιγράφω όπως ακριβώς συνέβη. Αξέχαστη εμπειρία. Πριν από έναν χρόνο και κάτι εβδομάδες μια φίλη, η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, επέμενε να δω -«οπωσδήποτε» είπε- μια παράσταση σε κάποιο άγνωστο για μένα θέατρο, κάπου στον Ελαιώνα. Επρόκειτο για μεταφορά του θρυλικού μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ «Ανθρωποι και ποντίκια». Σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη.
Στην αρχή, κουμπωμένος μέχρι τ’ αυτιά, δίστασα. Πάντα διστάζω με τις αυθαίρετες, ιδίως τις ελληνικές, μεταφορές μυθιστορημάτων και ταινιών στο σανίδι του θεάτρου. Τελικά υποχώρησα. Τελικά, με κάποιο άθλιο ταξί κάποιου τριτοκοσμικού οδηγού βρέθηκα στα σκοτεινά σοκάκια του Ελαιώνα. Θεέ μου, πού πάω! Μα τόσο χαζός είμαι; Τέλος πάντων. Το θέατρο με την ονομασία «Cartel» εξωτερικά θύμιζε παράγκα δεκαετίας του ’70, άντε του ’80. Με το που μπήκα στο φουαγιέ έπεσα πάνω σε μερικούς τύπους συγκεντρωμένους γύρω από μια σόμπα. Το τοπίο παρέπεμπε σε σκηνή από φολκλορική ταινία με τη γιαγιά και τη φουφού σε ξεχασμένο χωριό του Νομού Φλωρίνης.
Ενας θεός ξέρει τι θα δω και πόσο θα το αντέξω, είπα από μέσα μου. Ασε που δεν είχα συγκρατήσει το όνομα του σκηνοθέτη. Κάτι σαν Μπίσμπης. Κάτι τέτοιο. Ασε που όλοι οι ηθοποιοί ήταν παντελώς άγνωστοι. Ασε που το τοπίο με έδιωχνε λέγοντάς μου: «Run, Dimitris, run!». Τέλος πάντων.
Σφαίρες πάνω από τον Ελαιώνα
Πρώτος αιφνιδιασμός, το πλήθος των θεατών. Φίσκα. Ο δεύτερος μου ’ρθε κατακέφαλα με την έναρξη της παράστασης. Αρχισα να τα χάνω. Ο τρίτος αιφνιδιασμός με το ντεκόρ που είχαν στήσει πάνω στη σκηνή. Περίπου σαν να βρίσκεσαι σε αληθινό τριτοκοσμικής όψεως συνεργείο αυτοκινήτων. Ή κάτι τέτοιο. Να μην πολυλογώ, κάπου προς το φινάλε της παράστασης αισθάνθηκα να κατρακυλάνε στη ραχοκοκαλιά μου σταγόνες αγωνίας και τρόμου μπας και οι σφαίρες από το περίστροφο που κυκλοφορούσε αδέσποτο ανάμεσα στους ήρωες κατέληγαν στο κρανίο μου!
Τέτοιος και τόσος ωμός ρεαλισμός. Οι τοίχοι να ιδρώνουν. Οι ανάσες των θεατών να ζέχνουν από αγωνία, θυμό και οργή. Τα καθίσματα να μην τρίζουν. Και οι ηθοποιοί πλήρως, κατάσαρκα, ταυτισμένοι μ’ αυτούς τους περιθωριακούς, καταραμένους, από τα έγκατα της γης, από το κατακάθι βγαλμένους ήρωες. Το «αϊ γ@@@ σου» περίπου σαν να λένε «γεια σου, τι κάνεις». Η επιθετικότητα να είναι τόσο συνηθισμένη όπως όταν πηγαίνεις και αγοράζεις τσιχλόφουσκες από το περίπτερο της γειτονιάς σου. Και η βία να σε αναγκάζει, αυτομάτως, να σκύβεις μπας και κάποιος μπάτσος, κάποια γροθιά, σε πάρει και σε σηκώσει.
Δύο τα μεγάλα θεατρικά γεγονότα. Αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Το πρώτο είναι το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη. Και το δεύτερο, «Ανθρωποι και ποντίκια» σε διασκευή και σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη. Μετά απ’ αυτά τα δύο, όλα τα υπόλοιπα, ως σκηνοθεσία και πρωτοτυπία, τραμπαλίζονται μεταξύ του επιπέδου «εξαιρετικής παράστασης με εξαιρετικές ερμηνείες» και «εντάξει, θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτό».
Αποτέλεσμα αυτού του γρονθοειδούς σοκ είναι όλες οι παραστάσεις του Μπισμπίκη να είναι γεμάτες. Αποτέλεσμα, ακόμα και γκαρσόνια να με παρακαλάνε μπας και μπορώ να προμηθευτώ δύο εισιτήρια: «Θα τα πληρώσω, κύριε Δανίκα». Αποτέλεσμα, το θέατρο sold out. Το αποτέλεσμα, το «Ανθρωποι και ποντίκια» με ταχύτητα σφαίρας θα πορευτεί και για τρίτη χρονιά. Και αποτέλεσμα, ολόκληρη η θεατρική Αθήνα να παραμιλάει για το «Cartel» και τον Βασίλη Μπισμπίκη.
Και όταν λέω «θεατρική Αθήνα», εννοώ πρωτίστως την αφρόκρεμα της καλής κοινωνίας. Ασε να μην πω ονόματα. Με απλά λόγια, ο Βασίλης Μπισμπίκης, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σε φήμη, για τους λάτρεις των νυχτερινών κέντρων, ισοδύναμος με τον Αντώνη Ρέμο! Ισως και ακόμα πιο ψηλά. Αν τώρα προσθέσω τον θρίαμβο με τον μονόλογο του Τάσου Σωτηράκη ως «Αρης» Βελουχιώτης, έργο Σοφίας Αδαμίδου με σκηνοθέτη πάλι τον Μπισμπίκη, επίσης στο «Cartel», ε, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο «ύποπτα».
Στην αρχή, κουμπωμένος μέχρι τ’ αυτιά, δίστασα. Πάντα διστάζω με τις αυθαίρετες, ιδίως τις ελληνικές, μεταφορές μυθιστορημάτων και ταινιών στο σανίδι του θεάτρου. Τελικά υποχώρησα. Τελικά, με κάποιο άθλιο ταξί κάποιου τριτοκοσμικού οδηγού βρέθηκα στα σκοτεινά σοκάκια του Ελαιώνα. Θεέ μου, πού πάω! Μα τόσο χαζός είμαι; Τέλος πάντων. Το θέατρο με την ονομασία «Cartel» εξωτερικά θύμιζε παράγκα δεκαετίας του ’70, άντε του ’80. Με το που μπήκα στο φουαγιέ έπεσα πάνω σε μερικούς τύπους συγκεντρωμένους γύρω από μια σόμπα. Το τοπίο παρέπεμπε σε σκηνή από φολκλορική ταινία με τη γιαγιά και τη φουφού σε ξεχασμένο χωριό του Νομού Φλωρίνης.
Ενας θεός ξέρει τι θα δω και πόσο θα το αντέξω, είπα από μέσα μου. Ασε που δεν είχα συγκρατήσει το όνομα του σκηνοθέτη. Κάτι σαν Μπίσμπης. Κάτι τέτοιο. Ασε που όλοι οι ηθοποιοί ήταν παντελώς άγνωστοι. Ασε που το τοπίο με έδιωχνε λέγοντάς μου: «Run, Dimitris, run!». Τέλος πάντων.
Σφαίρες πάνω από τον Ελαιώνα
Πρώτος αιφνιδιασμός, το πλήθος των θεατών. Φίσκα. Ο δεύτερος μου ’ρθε κατακέφαλα με την έναρξη της παράστασης. Αρχισα να τα χάνω. Ο τρίτος αιφνιδιασμός με το ντεκόρ που είχαν στήσει πάνω στη σκηνή. Περίπου σαν να βρίσκεσαι σε αληθινό τριτοκοσμικής όψεως συνεργείο αυτοκινήτων. Ή κάτι τέτοιο. Να μην πολυλογώ, κάπου προς το φινάλε της παράστασης αισθάνθηκα να κατρακυλάνε στη ραχοκοκαλιά μου σταγόνες αγωνίας και τρόμου μπας και οι σφαίρες από το περίστροφο που κυκλοφορούσε αδέσποτο ανάμεσα στους ήρωες κατέληγαν στο κρανίο μου!
Τέτοιος και τόσος ωμός ρεαλισμός. Οι τοίχοι να ιδρώνουν. Οι ανάσες των θεατών να ζέχνουν από αγωνία, θυμό και οργή. Τα καθίσματα να μην τρίζουν. Και οι ηθοποιοί πλήρως, κατάσαρκα, ταυτισμένοι μ’ αυτούς τους περιθωριακούς, καταραμένους, από τα έγκατα της γης, από το κατακάθι βγαλμένους ήρωες. Το «αϊ γ@@@ σου» περίπου σαν να λένε «γεια σου, τι κάνεις». Η επιθετικότητα να είναι τόσο συνηθισμένη όπως όταν πηγαίνεις και αγοράζεις τσιχλόφουσκες από το περίπτερο της γειτονιάς σου. Και η βία να σε αναγκάζει, αυτομάτως, να σκύβεις μπας και κάποιος μπάτσος, κάποια γροθιά, σε πάρει και σε σηκώσει.
Δύο τα μεγάλα θεατρικά γεγονότα. Αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Το πρώτο είναι το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη. Και το δεύτερο, «Ανθρωποι και ποντίκια» σε διασκευή και σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη. Μετά απ’ αυτά τα δύο, όλα τα υπόλοιπα, ως σκηνοθεσία και πρωτοτυπία, τραμπαλίζονται μεταξύ του επιπέδου «εξαιρετικής παράστασης με εξαιρετικές ερμηνείες» και «εντάξει, θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτό».
Αποτέλεσμα αυτού του γρονθοειδούς σοκ είναι όλες οι παραστάσεις του Μπισμπίκη να είναι γεμάτες. Αποτέλεσμα, ακόμα και γκαρσόνια να με παρακαλάνε μπας και μπορώ να προμηθευτώ δύο εισιτήρια: «Θα τα πληρώσω, κύριε Δανίκα». Αποτέλεσμα, το θέατρο sold out. Το αποτέλεσμα, το «Ανθρωποι και ποντίκια» με ταχύτητα σφαίρας θα πορευτεί και για τρίτη χρονιά. Και αποτέλεσμα, ολόκληρη η θεατρική Αθήνα να παραμιλάει για το «Cartel» και τον Βασίλη Μπισμπίκη.
Και όταν λέω «θεατρική Αθήνα», εννοώ πρωτίστως την αφρόκρεμα της καλής κοινωνίας. Ασε να μην πω ονόματα. Με απλά λόγια, ο Βασίλης Μπισμπίκης, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σε φήμη, για τους λάτρεις των νυχτερινών κέντρων, ισοδύναμος με τον Αντώνη Ρέμο! Ισως και ακόμα πιο ψηλά. Αν τώρα προσθέσω τον θρίαμβο με τον μονόλογο του Τάσου Σωτηράκη ως «Αρης» Βελουχιώτης, έργο Σοφίας Αδαμίδου με σκηνοθέτη πάλι τον Μπισμπίκη, επίσης στο «Cartel», ε, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο «ύποπτα».
Τραβεστί, τρανσέξουαλ και queer «Κόκκινα φανάρια»
Πριν τον συναντήσω στο αγαπημένο μου στέκι, το «Daily» επί της Ξενοκράτους, του φίλου Γιώργου Ρεγγίνα, μέσα μου χαμογελούσα με το όνομα «Μπισμπίκης». Το χαμόγελό μου κόπηκε σύρριζα όταν τον είδα. Είναι ασταμάτητος. Είναι αεικίνητος. Είναι ταραγμένος. Είναι φανατικός καπνιστής. Είναι ορμητικός. Είναι πηγή ενέργειας. Οπως ας πούμε η Protergia. Και είναι φτυστός σαν ήρωας των παραστάσεών του. Ο Μπισμπίκης σκηνοθετεί, προσαρμόζει και παίζει τον εαυτό του!
Πριν καλά-καλά κάτσουμε και παραγγείλουμε το καφεδάκι μας, έριξε μερικά μπινελίκια στον αντικαπνιστικό νόμο, άνοιξε με φόρα την πόρτα και άρχισε να σουλτσάρει κατεβάζοντας νικοτίνη στα πνευμόνια. Οταν τελείωσε, άνοιξε, πάλι με φόρα και δύναμη, την πόρτα και στο πι και φι μού ανακοίνωσε το σχέδιo που θα το έχει έτοιμο από τον Μάρτιο, πάλι στο σανίδι του «Cartel». «Ανεβάζω “Κόκκινα φανάρια”».
- Μα γιατί το κάνεις αυτό; Ποτέ δεν μου άρεσε ως ταινία. «Περίμενε. Θα το διασκευάσω για την Αθήνα του '90 σε κάποιο μπουρδελοχώρο με ήρωες τραβεστί, μόνο τραβεστί».
- Ακόμα χειρότερα για μένα, η εικόνα είναι απωθητική. «Μα καλά, τόσο άσχετος είσαι; Η Αθήνα είναι τίγκα στα μπουρδέλα».
- Εγώ πίστευα πως το είδος έχει περιοριστεί. «Είσαι παντελώς άσχετος. Μπουρδελοχώροι με τραβεστί. Ξέρεις γιατί; Επειδή το είδος των τραβεστί είναι υπό διωγμό επειδή δεν μπορούν να βρουν δουλειά, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ούτε στο Δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Ετσι αναγκάζονται να κάνουν βίζιτες. Εχεις δει εσύ τραβεστί να εργάζεται σε μπακάλικο ή στο Δημόσιο; Ποτέ!».
- Για παράδειγμα, πες ένα στέκι με τραβεστί. «Οι “Κούκλες” στη Συγγρού. Θρυλικός χώρος. Εγραψε ιστορία. Εκεί, παρόντες άπαντες της καλής και καλλιτεχνικής αθηναϊκής κοινωνίας».
- Μόνο τραβεστί; «Τραβεστί είναι ένα από τα είδη σεξουαλικής ταυτότητας. Ενα δεύτερο είναι οι τρανσέξουαλ. Ενα τρίτο είναι οι cross-dressing. Αντρες το πρωί, γυναίκες το βράδυ. Χιλιάδες παραλλαγές. Τρανσέξουαλ με γενειάδα, χωρίς γενειάδα. Τραβεστί, νταβατζήδες και πόρνες. Τραβεστομάγαζα, κ@@όμπαρα της δεκαετίας του ’50 που από πάνω είχαν δωμάτια πριβέ. Ανεβαίνανε πάνω και κάνανε τη δουλειά τους».
- Εννοείς άντρες να το κάνουν σε τραβεστί. «Λάθος. Οι τραβεστί να το κάνουν σε άντρες. Η παράστασή μου λοιπόν θα διαδραματίζεται σε ένα κ@@όμπαρο της δεκαετίας του ’90. Θα παίξουν όλα τα παιδιά της ομάδας και μαζί τους η Γεωργιάννα Νταλάρα».
- Κι αυτό βγαλμένο από προσωπικές μνήμες; «Οπως το λες. Εχω ζήσει στο περιθώριο πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια. Στην αλητεία. Ημουν παιδί της νύχτας. Δούλευα σε μαγαζιά ως πορτιέρης ή μπάρμαν. Εχω παίξει ξύλο, άγριο ξύλο. Εχω κάνει κόντρες με μηχανάκια. Γεμάτος πάθη, όπως το αλκοόλ».
- Για πες, η κατάσταση παρουσιάζει ενδιαφέρον. «Τι να πω; Αρκετά σου είπα. Για πρώτη φορά τα λέω δημοσίως. Οταν θα είμαι έτοιμος θα σ’ τα πω όλα με το νι και με το σίγμα. Μεγάλο, πολύ μεγάλο ιστορικό. Είναι μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου αυτό».
- Είμαι όλος αυτιά. «Μη με πιέζεις».
Ενα αλάνι που δεν τέλειωσε καν το σχολείο
Μέσα μου φοβήθηκα. Λιγουλάκι. Λες να μου ρίξει καμιά φάπα; Μπα, ο Βασίλης είναι καλό παιδί.
«Ζούσα επικίνδυνα από τα 14 μέχρι τα 24. Περίπου δέκα χρόνια».
- Από ποιο περιβάλλον και από ποιους γονείς προέρχεσαι; «Από το Λουτράκι, με γονείς μεσαίους. Υγιέστατο περιβάλλον. Κανονικό. Σχολείο δεν έχω τελειώσει. Μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου έφτασα. Με πολύ κόπο. Ελεγα “τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό το σχολείο;”. Ομως διάβαζα ασταμάτητα. Διάβαζα αναρχικούς, όπως ας πούμε Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν. Διάβαζα εξωσχολικά βιβλία. Πίστευα ότι το σχολείο μάς κάνει κακό. Σκέτη άρνηση!».
- Πάμε παρακάτω. «Σου είπα, μη με πιέζεις».
- Μα τώρα αρχίζει η υπόθεση να έχει ενδιαφέρον. Μη με κόβεις πάνω στο θρίλερ. «Εχω ζήσει τα πάντα. Εχω ταξιδέψει παντού. Από τη Γάζα με Παλαιστίνιους μέχρι Ολλανδία».
- Ανήλικος; Και πώς το κατάφερνες αυτό; «Υπογράφανε οι γονείς μου. Ετσι αλήτευα».
- Και καταληψίας; «Και καταληψίας υπήρξα. Ημουν ένας απ’ αυτούς στη Βίλα Αμαλία. Είχαμε παίξει μια παράσταση. Τα άλλα δεν λέγονται».
- Μου άνοιξες την όρεξη. «Ημουν βουτηγμένος μέσα στο περιθώριο. Με πουτάνες, τραβεστί, τσόλια, πρεζάκηδες, γύφτους, Ρομά, αλλά και εφοπλιστές».
- Εφοπλιστές; «Τους αγαπάω και τους λατρεύω».
- Παρέα δηλαδή με τα σαλόνια και την πλουτοκρατία; «Για παράδειγμα, η Αγάπη Βαρδινογιάννη έχει βαφτίσει το παιδί μου».
- Μέσα σ’ όλα δηλαδή. «Υπήρχαν κάποια μαγαζιά, μπουζουκομάγαζα, με πολλά προδομένα όνειρα. Με γοητεύουν οι άνθρωποι που έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Λατρεύω τους ανθρώπους με εμμονές και ψυχώσεις. Εχει γοητεία η ψύχωση και η εμμονή. Εχω περάσει απ’ όλα τα είδη μαγαζιών. Και από στριπτιζάδικα. Αλλος κόσμος εκεί».
- Θα το πιστέψεις; Εγώ ποτέ δεν πήγα σε στριπτιζάδικα.
«Εκεί θα βρεις πελάτες όλων των λογιών και των ειδών. Από επιχειρηματίες των βορείων προαστίων μέχρι λαχαναγορίτες».
- Και σε καζίνο; «Ναι, γκρουπιέρης στο Καζίνο Λουτρακίου. Εκεί να δεις σκ@@ό. Αφθονο σκ@@ό. Να δεις να χάνουν περιουσίες μέσα σε μια νύχτα. Να βγάζουν στο σφυρί οικόπεδα και βίλες. Να ξετινάζονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Ετσι για πλάκα. Τα ’χω δει με τα μάτια μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ακατανίκητη είναι η πρέζα του τζόγου. Χειρότερη από την ηρωίνη. Στον τζόγο μπορεί να τα χάσεις όλα μέσα σε μια ώρα».
- Και καταληψίας, και αλήτης, και γκρουπιέρης. Και χούλιγκαν; «Και χούλιγκαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχα παίξει άγριο βρωμόξυλο. Μέχρι λιποθυμίας. Βάζελος από κούνια».
- Κι εδώ που σ’ έφερα φωλιά βαζελοφρόνων είναι. Για πες κι άλλα. «Μη με πιέζεις. Αρκετά σου είπα».
- Εχεις μετανιώσει; «Τι λες τώρα! Οχι, δεν έχω μετανιώσει. Ούτε για το ανόητο ξύλο που έπαιξα».
Ο νταλικέρης με το περίστροφο
- Πες μου τουλάχιστον ένα περιστατικό. Σηκώθηκε τσαντισμένος, άνοιξε με δύναμη την πόρτα, έβγαλε τσιγάρο και άρχισε να τραβάει μπόλικη νικοτίνη στα πνευμόνια. Πάλι ψιλοφοβήθηκα. Λάθος μου. Αν και περίπου έτρεμε από ενέργεια. Μόλις επέστρεψε μου διηγήθηκε, επιτέλους, ένα περιστατικό.
«Ημουν 15 ετών στο Λουτράκι και έκανα παρέα με τριαντάρη νταλικέρη. Μια μέρα πηγαίνουμε μαζί σε κάποιο μαγαζί, παραγγέλνει ουίσκι και άλλα καλούδια και στο τέλος έρχεται το γκαρσόνι με τον λογαριασμό.
Φορτωμένος λογαριασμός. Ο νταλικέρης κοιτάει το νούμερο, αφήνει χάμω στο τραπέζι τον λογαριασμό, βγάζει και ακουμπάει το περίστροφο πάνω σ’ αυτόν και λέει στο γκαρσόνι: “Περιμένω να μου φέρεις και τα ρέστα”. Τέτοια αλητεία!».
- Ποιος είναι ο νταλικέρης; «Πλάκα μου κάνεις!».
- Να ακούσω κι άλλο περιστατικό. «Αν μιλήσω για τη ζωή μου θα τρίξουν κι οι πέτρες».
- Πες τουλάχιστον για το θέατρο. Πώς έγινε και από αλήτης εκτινάχθηκες στο σανίδι; «Είχα παίξει σε μια ερασιτεχνική παράσταση στο Λουτράκι, την “Ελένη” του Ευριπίδη. Αυτή κέρδισε το πρώτο βραβείο Αρχαίου Δράματος Ερασιτεχνικού Θεάτρου. Ετσι, τιμητικά, ανεβάσαμε την παράσταση και στην Επίδαυρο, μετά το τέλος του Φεστιβάλ. Κατά τύχη, ευλογημένη συγκυρία, μας είδε ο Τάσος Ρούσσος».
- Ποιος, ο γνωστός μεταφραστής, συγγραφέας και πρώην διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου; «Ναι, αυτός. Με είδε πριν από 20 χρόνια. Και μετά την παράσταση ήρθε και μου είπε: “Παιδί μου, έχεις ταλέντο, έλα να σπουδάσεις στο Εθνικό”. Ετσι, χωρίς να γνωρίζω το παραμικρό περί των διαδικασιών, πήγα στο Εθνικό και ζήτησα από τη γραμματέα να με γράψει στη σχολή. Εκείνη μου έριξε ένα βλέμμα σαν να έβλεπε απέναντί της κάποιον από τον Αρη και μου είπε πως πρέπει να δώσω εξετάσεις. Τότε εγώ τηλεφώνησα στον Τάσο Ρούσσο, εκείνος μεσολάβησε, αλλά τελικά τζίφος η υπόθεση».
- Γιατί; «Επειδή δεν είχα πτυχίο Λυκείου. Και επειδή το Εθνικό τότε δεν υιοθετούσε περιπτώσεις “εξαιρετικών ταλέντων”. Γι’ αυτό. Κατάφερα όμως να μπω ως εξαιρετικό ταλέντο στη σχολή θεάτρου της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Και πέρασα από επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού. Τότε ήμουν σχεδόν “σφραγισμένος” στη σχολή επειδή ήμουν άφραγκος. Μαζί με άλλους. Διαβάζαμε ασταμάτητα. Εγώ διάβαζα ποίηση, κυρίως Μαγιακόφσκι. Η ποίηση είναι το βοηθητικό μου στοιχείο. Με ηρεμεί. Με ελάχιστα φραγκοδίφραγκα που μαζεύαμε μεταξύ μας αγοράζαμε κρασί συσκευασμένο σε πλαστική φιάλη».
- Πόσα χρόνια; «Τέσσερα. Και τα ρούφηξα όλα αμάσητα. Και τα πριν με πάθος και όταν μπήκα στο θέατρο. Με μεγάλο πάθος. Πάθος και αδρεναλίνη. Δεν αντέχω τις χαμηλές πτήσεις».
- Και από γυναίκες; «Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ ότι τα τελευταία 14 χρόνια είμαι παντρεμένος με την Κωνσταντίνα. Ισορροπημένα. Αυτή είναι το πλάσμα της ζωής μου. Εχουμε αποκτήσει κι ένα πανέμορφο αγοράκι 7 ετών. Ωραία οικογένεια».
- Η Κωνσταντίνα, του θεάτρου; «Οχι, είναι ιδιωτική υπάλληλος».
- Την έχεις απατήσει; «Ποτέ».
- Καλά τώρα, αν το είχες κάνει θα το έλεγες; «Οχι, ρε. Αλλά δεν το έχω κάνει. Τη λατρεύω. Και το λέω με πάσα ειλικρίνεια».
- Από τους παλιούς φίλους; «Οι μισοί έχουν πεθάνει και οι άλλοι μισοί είναι σε τραγωδία. Οσα έκανα πριν τα έχω ενσωματώσει στα κύτταρά μου. Τα έχω προσπεράσει».
- Με λίγα λόγια το πριν, η αλητεία όπως λες, είναι το φορτίο σου, το εφαλτήριο της θεατρικής διαδρομής σου. Πριν τα βίωσες, τώρα τα κάνεις μυθοπλασία. «Κάπως έτσι. Το ένα σε διασταύρωση με το άλλο».
- Παίζεις ως πρωταγωνιστής και στην τελευταία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Ο ένας επηρέασε τον άλλον. «Οχι, ο Γιάννης δεν επηρεάστηκε από εμένα. Εγώ μάλλον επηρεάστηκα από εκείνον».
- Προφανώς η επιτυχία έφερε πολλά εισιτήρια. «Σε ένα θέατρο 100 ατόμων έχουν κοπεί μέχρι στιγμής μόνο από το “Ανθρωποι και ποντίκια” 15.000 εισιτήρια μέσα σε ενάμιση χρόνο. Και συνεχίζουμε».
- Τα χρήματα και οι αμοιβές είναι αρκετές; «Μπορώ να ζήσω με όσα βγάζω από το θέατρο. Οχι μόνο εγώ, αλλά και τα 20 μέλη της ομάδας. Η μοιρασιά γίνεται στη βάση των ποσοστών. Λειτουργούμε ως κολεκτίβα. Αφαιρουμένων των εξόδων, στην τσέπη καθενός καταλήγουν 800 ευρώ τον μήνα. Οσα προσφέρει στους ηθοποιούς το Εθνικό».
- Και πώς άρχισες; «Με την παράσταση “Shopping and Fucking”».
- Με τι άλλο! Η παράσταση παραπέμπει σε αυτό που λέμε «πρωτοποριακό», όμως από κλασικές σπουδές γιoκ; «Μα τι λες τώρα! Το ξέρεις πως επί τέσσερα χρόνια ήμουν υπό την “επίβλεψη” της Αννας Συνοδινού;
Η οποία, παρεμπιπτόντως, είχε γεννηθεί κι αυτή στο Λουτράκι. Είχε ανεβάσει “Ευμενίδες” στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Είχα περάσει από οντισιόν και έτσι βρέθηκα να παίζω στον Χορό. Σε αυτή την παράσταση ήταν σύμβουλος και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Η κλασική θεατρική παιδεία είναι η βάση. Ενα πανεπιστήμιο. Αναντικατάστατο. Καταρχάς θα κάτσω με τους συνεργάτες μου να αναλύσω το έργο και τους χαρακτήρες. Πρώτα θα το αφομοιώσουμε και ύστερα θα το αποδομήσω. Αν δεν είχα διαβάσει καλά τον “Πατέρα” του Στρίνμπεργκ, που τώρα ανεβάζω στο θέατρο Αποθήκη, και αν δεν ερευνούσα την εποχή όπου διαδραματίζεται η πλοκή, δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Με αυτή τη λογική το ανέβασα και έτσι το αποδόμησα. Ολα συμβαίνουν μια μέρα στην Αθήνα του 2019, την Πρωτοχρονιά, σε ένα σπίτι όπου ξεσκίζονται μάνα και πατέρας για την ανατροφή του παιδιού τους».
- Και πώς ξεκινάς; «Πάντα λειτουργώ με θέματα. Ας πούμε, το “Ανθρωποι και ποντίκια” έχει να κάνει με φιλία και προδοσία. Από προσωπική εμπειρία, δηλαδή, μια προδοτική σχέση με έναν φίλο».
- Ποιον φίλο; «Δεν πρόκειται να σου πω, ούτε να το περιγράψω. Αν το κάνω είναι σαν να το αποκαλύπτω. Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;».
- Εστω, τι είδους προδοσία; Για γυναίκα, για χρήμα; «Προδοσία ιδεολογικού τύπου».
- Φίλος που αλλαξοπίστησε; Πολιτικά πού βρίσκεσαι; «Αριστερός εκ φύσεως».
- Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι είναι αριστεροί, ακόμα και οι Χολιγουντιανοί. «Αριστερός, αλλά ανένταχτος».
- Γιατί όχι με το ΚΚΕ; «Είναι πολύ συντηρητικό κόμμα. Θα ήθελα να είμαι αναρχικός. Αλλά δεν μπορώ. Αφού είμαι συμβιβασμένος, είμαι θιασάρχης».
- Και ψήφισες; «Ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ. Τον πίστεψα. Απλά δεν πιστεύω στη Δεξιά. Δεν μ’ αρέσει αισθητικά. Δεν είναι θέμα Κυριάκου. Αλλά δεν αντέχω περιπτώσεις όπως αυτή του Βορίδη. Μου ανακατεύονται τα άντερα. Νιώθω ότι προσβάλουν την ανθρωπότητα».
«Στα Εξάρχεια; Θα φώναζα αστυνομία για τους πρεζέμπορους»
- Και τα Εξάρχεια; «Τι με τα Εξάρχεια; Σε όλες τις χώρες υπάρχουν αναρχικές ομάδες και στέκια αναρχικών. Τι πρέπει να κάνουμε; Να τους εξοντώσουμε;».
- Σκέφτεσαι, ας πούμε, να είσαι μισθοσυντήρητος, να έχεις ένα μικρό διαμέρισμα και από κάτω να γίνεται το σώσε, να σου καίνε το αυτοκινητάκι σου και να μουντζουρώνουν τους τοίχους της πολυκατοικίας σου; Κι αν καταλαμβάνανε το σπίτι σου, τι θα έκανες; «Θα έμπαινα και θα τους έδιωχνα. Κι αν δεν μπορούσα, θα φώναζα την Αστυνομία. Ομως τα Εξάρχεια ήταν μια περιοχή με αναρχικούς και πνευματικούς ανθρώπους. Οχι με εμπόρους ναρκωτικών. Αυτά που εννοείς έχουν να κάνουν με πρεζέμπορους και εγκληματίες. Πίσω από το Εθνικό κυκλοφορούν, αδέσποτοι και ατιμώρητοι, αρκετοί πρεζέμποροι. Και όχι μόνο εκεί. Γι’ αυτούς τίποτα δεν γίνεται. Σαν να μην υπάρχουν. Εσένα δεν σε προσβάλλει η εικόνα των Εξαρχείων να κυκλοφορείς ανάμεσα σε μπάτσους; Αυτή η εικόνα βγάζει κάτι το φασιστικό. Το ξέρεις πως γίνονται διαμαρτυρίες σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη συμπεριφορά της Ελληνικής Αστυνομίας;».
Σηκώθηκε φουριόζος, άνοιξε την πόρτα, τον ακολούθησα, καπνίσαμε μαζί, μετά επιστρέψαμε και πριν ανταλλάξουμε χειραψίες και ασπασμούς, με πληροφόρησε για δύο πράγματα:
■ Η πρεμιέρα της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», με Βασίλη Μπισμπίκη και Βίκυ Παπαδοπούλου στους βασικούς ρόλους, θα γίνει στις 26 Φεβρουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
■ Και το δεύτερο, πως έχουν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα ταινίας μυθοπλασίας για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό με χρηματοδότη τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο και ότι του είχε γίνει πρόταση να παίξει τον ρόλο του θρυλικού Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς αλλά εκείνος αρνήθηκε.
- Μα γιατί; «Επειδή έπρεπε να μιλάω τα αγγλικά με σέρβικη προφορά. Η σκηνοθεσία είναι του Χρήστου Δήμα και ως Ομπράντοβιτς εμφανίζεται ο Γιώργος Γάλλος».
Την ώρα του χωρισμού, έτσι για να τον πικάρω, του πέταξα: «Βασίλη, βάζελε, έρχεσαι δεύτερος και καταϊδρωμένος, πρώτη η μπασκετική ΑΕΚάρα με το “1968” του Τάσαρου του Μπουλμέτη, τότε που ο Δικέφαλος συνέτριψε την Σλάβια Πράγας και έτσι κατακτήσαμε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης. Εκεί, εκεί, στη Β’ Εθνική». Κουταμάρες. Η Πανάθα στο μπάσκετ μέσα στην εξάδα της Ευρώπης!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα