Βρήκαν τα γονίδια που φέρνουν εμφράγματα

Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων, μεταξύ των οποίων αρκετοί Έλληνες, ανακάλυψε τον μεγαλύτερο μέχρι σήμερα αριθμό γονιδίων που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αρτηριοσκλήρυνσης και στεφανιαίας νόσου, μια εξέλιξη που βοηθά ώστε στο μέλλον οι γιατροί να διαθέτουν γενετικά τεστ, με τα οποία να εντοπίζουν έγκαιρα τους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από έμφραγμα ή εγκεφαλικό.

Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων, μεταξύ των οποίων αρκετοί Έλληνες, ανακάλυψε τον μεγαλύτερο μέχρι σήμερα αριθμό γονιδίων που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αρτηριοσκλήρυνσης και στεφανιαίας νόσου, μια εξέλιξη που βοηθά ώστε στο μέλλον οι γιατροί να διαθέτουν γενετικά τεστ, με τα οποία να εντοπίζουν έγκαιρα τους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από έμφραγμα ή εγκεφαλικό.

Η μελέτη, μια από τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει ποτέ, καθώς αφορούσε περίπου 140.000 άτομα και σε αυτήν συνέβαλαν δεκάδες ερευνητές από πολλές χώρες, εντόπισε 13 γενετικές μεταλλάξεις στα συνολικά περίπου 3 δισεκατομμύρια γράμματα του ανθρωπίνου γονιδιώματος, διπλασιάζοντας έτσι το συνολικό αριθμό γενετικών περιοχών που έχουν βρεθεί να προδιαθέτουν τους ανθρώπους για καρδιοπάθεια. Κάθε μια τέτοια μετάλλαξη αυξάνει σε μικρό, αλλά σημαντικό, βαθμό τον κίνδυνο για την "οικοδόμηση" πλάκας στις αρτηρίες και τελικά για έμφραγμα, που μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.

Ορισμένοι άνθρωποι κληρονομούν συγκεκριμένους συνδυασμούς αυτών των γενετικών πολυμορφισμών, δηλαδή μεταλλάξεων μοναδικών νουκλεοτιδίων ή βάσεων του DNA (SNPs), που εμφανίζονται σε συγκεκριμένα σημεία των επιμέρους χρωμοσωμάτων. Η μετάλλαξη μερικών βάσεων μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων γονιδίων και αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί μεγαλύτερο του μέσου όρου κίνδυνο για καρδιαγγειακό πρόβλημα, ειδικά σε όσους ανθρώπους κάνουν ανθυγιεινή ζωή λόγω κακής διατροφής, έλλειψης σωματικής άσκησης κ.ά.

Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό γενετικής "Nature Genetics", σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ και τις βρετανικές "Τέλεγκραφ" και "Ιντιπέντεντ", δήλωσαν ότι η ανακάλυψή τους «θα επιτρέψει στους επιστήμονες διεθνώς να κατανοήσουν, τελικά, καλύτερα τις θεμελιώδεις αιτίες της στεφανιαίας αρτηριοσκλήρυνσης, που πιθανά θα οδηγήσει σε σημαντικές νέες φαρμακευτικές θεραπείες, οι οποίες μπορεί να μειώσουν δραστικά τον κίνδυνο εκδήλωσης εμφράγματος».

Οι ερευνητές εντόπισαν τις νέες γενετικές μεταλλάξεις συγκρίνοντας ολόκληρα τα γονιδιώματα υγιών ατόμων με τα γονιδιώματα ανθρώπων που έχουν καρδιολογικό πρόβλημα. «Ήταν σαν να ψάχναμε βελόνα στα άχυρα, την αλλαγή ενός μόνου γράμματος σε ολόκληρη την εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα», δήλωσαν οι ερευνητές.

Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχε, με συντονιστικό ρόλο, ο ελληνικής καταγωγής Θεμιστοκλής Ασιμής, βοηθός καθηγητής καρδιαγγειακής ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Στάνφορντ. Ο Θ. Ασιμής σπούδασε επιδημιολογία και βιοστατιστική στο καναδικό πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ και πλέον ειδικεύεται στη γενετική επιδημιολογία, ιδίως σε σχέση με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, την κυριότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως, που σκοτώνει περίπου 17,1 εκατ. ανθρώπους ετησίως, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Σύμφωνα με τον κ. Ασιμή, στο εγγύς μέλλον θα έχει νόημα οι γιατροί να δημιουργούν ένα προσωπικό γενετικό προφίλ κάθε ασθενούς, ώστε να εντοπίζονται καλύτερα και έγκαιρα όσοι κινδυνεύουν περισσότερο να υποστούν έμφραγμα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Τα άτομα αυτά θα μπορούσαν πρόωρα να δεχτούν τις κατάλληλες συμβουλές για αλλαγές στην καθημερινότητά τους και, παράλληλα, να κάνουν τη δέουσα φαρμακευτική θεραπεία. «Αν και πλησιάζουμε αυτή τη μέρα, πιθανώς θα χρειαστεί να βρούμε, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, περισσότερες γενετικές περιοχές, που προδιαθέτουν για έμφραγμα, πριν αποκτήσει χρησιμότητα η δημιουργία ενός γενετικού προφίλ από τον γιατρό», επισήμανε.

Στην έρευνα συμμετείχαν, επίσης, ο επίκουρος καθηγητής καρδιολογίας Λουκιανός Ραλλίδης από την Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και το Αττικό Νοσοκομείο, η Γενοβέφα Κολοβού υποδιευθύντρια στο Α΄ Καρδιολογικό Τμήμα του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, ο αναπληρωτής καθηγητής κυτταρικής και μοριακής βιολογίας Γιώργος Δεδούσης από το Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και ο ελληνικής καταγωγής Πάνος Δελούκας από το βρετανικό Ινστιτούτο Wellcome Trust Sanger.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr