Η τελευταία (έντυπη) συνέντευξη του
Δάκη, που «έφυγε» νικημένος από τον καρκίνο και βύθισε τον καλλιτεχνικό κόσμο στο πένθος, συγκινεί. Ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο του 2021, όταν το σερραϊκό περιοδικό Profile στην εορταστική του έκδοση, φιλοξένησε πολυσέλιδη συνέντευξη του αγαπημένου καλλιτέχνη στον Μάκη Δελαπόρτα.
Ο Δάκης είχε εξιστορήσει με λεπτομέρειες την πορεία του από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ιδιαίτερη πατρίδα του, έως τον ερχομό του στην Ελλάδα και την καλλιτεχνική του καταξίωση για την οποία εργάστηκε με αγάπη, πάθος και ζήλο. Τότε ο Δάκης είχε μιλήσει και για το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, λέγοντας πως το «αντιμετωπίζει παλικαρίσια» με την ευχή να βγει νικητής.
Ολόκληρη η συνέντευξη του αγαπημένου καλλιτέχνη στον Μάκη Δελαπόρτα και στο Profile, με τίτλο:
«Δάκης: Το ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων», έχει ως εξής:
Μεγαλώσαμε με τη φωτογραφία του να στολίζει τα εφηβικά μας δωμάτια και τη βελούδινη φωνή του να συντροφεύει τους πρώτους μας έρωτες. Ο Δάκης αναμφίβολα υπήρξε το ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων, από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του, ο παντοτινός teenager της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας.
Πολλοί τον αποκάλεσαν «Έλληνα Φρανκ Σινάτρα» και δεν είχαν άδικο, αφού η γκάμα των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων, δεν περιοριζόταν μόνο σε τραγούδια ελληνικά, αλλά σε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, αραβικά.
Αν ο ίδιος είχε αποφασίσει ν ανοίξει τα φτερά του για να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, σήμερα σίγουρα θα ήταν «διεθνής». Πολύγλωσσος, πολυπολιτισμικός, δημοφιλής, κοσμοπολίτης, ερμήνευσε τραγούδια που αγαπήθηκαν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλες τις ηλικίες, αφήνοντας το στίγμα του στα μουσικά δρώμενα μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας.
Μοντέρνος, ερωτικός, αισθαντικός, σώουμαν, πάντα με καλαίσθητη παρουσία κι επί σκηνής και με κορυφαίες καλλιτεχνικές επιδόσεις που διεκδικούν δάφνες, ο Δάκης ακόμη και σήμερα δίνει έντονα το παρόν του στα μουσικό τοπίο της χώρας, συνεργαζόμενος και με νέους δημιουργούς και τραγουδοποιούς, σημειώνοντας πάντα επιτυχία.
Ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα ινδάλματα που το κοινό όπου εμφανίζεται συρρέει να τον δει και να τον χειροκροτήσει.
Η υπέροχη φωνή του σίγουρα για πάντα θα συντροφεύει, θα ταξιδεύει και θα σκορπίζει συναισθήματα γεμάτα χαρά, αισιοδοξία, έρωτα, χρώματα κι αρώματα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Μάκης Δελαπόρτας: Δάκη που γεννήθηκες;
Δάκης: Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια. Πιστεύω πως είμαι πολύ τυχερός που έχω ζήσει παιδικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Σ αυτή τη καταπληκτική πόλη.
Μ.Δ.: Γιατί όλοι μιλούν για τον Αλεξανδρινό ουρανό; Για το φως αυτής της πόλης;
Δάκης: Μη με κάνεις να συγκινούμαι! Ναι τελικά πιστεύω πως κάτι γίνεται. Εγώ όποτε πάω στην Αλεξάνδρεια, κλαίω.
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Δεν ξέρω γιατί! Ο αέρας της. Η μυρωδιά της. Ίσως βέβαια να ζω και με τις αναμνήσεις μου. Αλλά αν πας με τα μάτια του τουρίστα θα καταλάβεις πως είναι παράξενη πόλη.
Μ.Δ.: Παιδικά χρόνια πως ήταν; Όμορφα;
Δάκης: Πάρα πολύ όμορφα! Ωραίο σχολείο με μεγάλες αυλές και δέντρα. Το δημοτικό σχολείο μου ήταν απέναντι από το σπίτι του Καβάφη. Μετά πήγα στο αμερικάνικο γυμνάσιο. Δίπλα στο σχολείο μας ήτανε ένα μεγάλο θέατρο. Το θέατρο Μωχάμετ Άλι, το οποίο λένε πως ήταν αντίγραφο του θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου. Κι εκεί ερχόντουσαν θίασοι και έπαιζαν.
Μ.Δ.: Πρώτη φορά θυμάσαι ποιους είδες εκεί;
Δάκης: Φυσικά. Είχα δει τον Ορέστη Μακρή σε μία επιθεώρηση που έπαιζε τον μεθυσμένο. Θυμάμαι πως όταν βγήκε στη σκηνή άρχισα να κλαίω. Δεν ξέρω γιατί. Φαίνεται λυπόμουνα έτσι που τον είδα να τρικλίζει. Μετά είχα δει τον θίασο Αρώνη – Μανωλίδου, στο έργο «Θυσία». Κι επίσης είχα δει την Εντίθ Πιάφ που τραγούδησε στο θέατρο. Είχε έρθει στο “Holiday on ice”. Κάθε τέλος του χρόνου το σχολείο μας έκανε μια παράσταση, η τελευταία τάξη στο θέατρο «Μωχάμετ Άλι», και πηγαίναμε όλοι εκεί. Ήμουν έκτη δημοτικού και μου είπαν να παίξω σε μια παράσταση που ήταν η ιστορία της Αιγύπτου. Θυμάμαι πως ένας συμμαθητής μου, ο Διονύσης Γεωργόπουλος θα έκανε τον Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν ψηλός, λεβέντης. Εγώ θα έκανα τον Φαραώ. Ντύθηκα ωραία με εντυπωσιακή στολή κι έκανα πολλές πρόβες. Όταν έχεις τελικά το μικρόβιο… Θυμάμαι πως τα άλλα παιδιά καθόντουσαν κάτω και περίμεναν υπομονετικά να τα φωνάξουν για να κάνουν πρόβα, εγώ είχα ανέβει κάτι σκάλες που έβγαιναν στα καμαρίνια και έβλεπα τα εντυπωσιακά σκηνικά και η φαντασία μου κάλπαζε.
Μ.Δ.: Τι αισθανόσουν; Σου άρεσε να βρίσκεσαι στα παρασκήνια; Σε μάγευε ο χώρος;
Δάκης: Ναι με μάγευε! Ήρθε η μέρα της παράστασης και ήρθε η μάνα μου να με δει και να με ντύσει με τη στολή που μου είχαν δώσει. Άλλαξα στις κουίντες γιατί δεν με είχαν βάλει σε καμαρίνι. Φορούσα μια χρυσή στολή με καπέλο και κρατούσα το κλειδί του Νείλου. Μια κυρία που με είδε, είπε: Αχ αυτό το χαριτωμένο; Τι είναι; Αγοράκι ή κοριτσάκι; Τι ήταν να το πει;
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Γιατί τελικά με είχαν ντύσει Νεφερτίτη. Βασίλισσα της Αιγύπτου. Κι εγώ δεν ήθελα να βγω, ντρεπόμουνα. Τότε ήρθε η κυρία Ρουσιά η διευθύντρια και μου είπε: Είσαι μια χαρά, να βγεις. Βγήκα κακήν κακώς. Το θυμάμαι τραυματικά, αλλά πέρασαν τα χρόνια και όταν με κάλεσαν να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Μίμη Πλέσσα στην Αίγυπτο, τραγούδησα στο ίδιο θέατρο και η συγκίνησή μου ήταν τεράστια. Ξύπνησαν μνήμες. Το όνομά του θεάτρου βέβαια έχει αλλάξει και λέγεται σήμερα «Όπερα».
Μ.Δ.: Τέλειωσες το γυμνάσιο εκεί;
Δάκης: Βέβαια! Αλλά άρχισαν τα πράγματα εκεί να ζορίζουν.
Μ.Δ.: Γιατί;
Δάκης: Γιατί έχει φύγει πλέον ο Φαρούκ και ο Γκαμάλ Αμπντελνάσερ αντικατέστησε τον βασιλιά. Έκανε δημοκρατία και εθνικοποίησε όλες τις επιχειρήσεις. Μοιραία άρχισαν να φεύγουν οι Έλληνες. Δηλαδή ή έπρεπε να πάρεις αιγυπτιακή υπηκοότητα, ή αν είχες δικό σου εργοστάσιο, έπρεπε να πάρεις Αιγύπτιο διευθυντή ή να φύγεις. Οι περισσότεροι έφυγαν. Τότε άρχισαν τα δύσκολα. Ήδη εγώ είχα αρχίσει να τραγουδάω. Ο πατέρας μου όμως ούτε ν ακούσει για τραγούδια και καλλιτεχνίες. Ήταν ανένδοτος.
ΕΜΦΥΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
Μ.Δ.: Εσύ τότε τι έκανες;
Δάκης: Ήμουνα 17 χρονών. Από μικρός τραγουδούσα. Μου άρεσε ν ακούω τη φωνή μου. Μάλλον είχα έμφυτο χάρισμα. Βέβαια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο αδελφός της ήταν ηθοποιός της οπερέτας, στην Ελλάδα, τα ξαδέλφια μου ήταν ο Ντέμης ο Ρούσσος καιο Στέλιος Καλαθόπουλος, καθώς και ο αδελφός του Στέλιου που έγινε κιθαρίστας και δούλευε με την Νάνα Μούσχουρη. Εγώ έκλεινα προς τα εκεί. Αλλά ο πατέρας μου ανένδοτος.
Μ.Δ.: Δεν σε άφηνε να τραγουδάς;
Δάκης: Απαγορευότανε. Έμπαινε το μεσημέρι στο σπίτι κι έκλεινε το ραδιόφωνο. Ήθελε να έχουμε ησυχία, να μην μιλάμε. Ήταν παλιάς κοπής πατέρας. Όχι βέβαια με την καλή έννοια του όρου. Πολύ αυστηρός. Δεν θυμάμαι ποτέ να μ αγκάλιασε και να με φίλησε. Απαιτούσε επίσης να του μιλάω στον πληθυντικό. Ενώ αντίθετα η μητέρα μου ήταν όλο τρυφερότητα, χάδια αγκαλιές και φιλιά. Αλλά τις έτρωγα ενίοτε από εκείνη, ωστόσο τη λάτρευα. Και τον πατέρα μου τον αγαπούσα, αλλά τον φοβόμουν ταυτόχρονα. Με είχε σε απόσταση.
Μ.Δ.: Ήταν οι εποχές έτσι, που πίστευαν πως η αυστηρότητα είναι ο καλύτερος τρόπος για αν μεγαλώσεις ένα παιδί.
Δάκης: Όσον αφορά για τον πατέρα μου νομίζω πως ήταν έτσι γιατί και ο ίδιος δεν είχε μεγαλώσει με πατέρα. Τι να πω; Πάντως δεν ήταν όλοι οι πατεράδες έτσι. Εμένα μου έτυχε.
Μ.Δ.: Άρα τότε είχες οριστικά αποφασίσει πως θα γινόσουν τραγουδιστής;
Δάκης: Το είχα αποφασίσει και ήμουν σε μια φάση που ψαχνόμουνα πολύ. Είχα την εντύπωση ότι τίποτα άλλο δεν ήθελα να γίνω. Θυμάμαι με είχε πιάσει τότε μια μαύρη απελπισία. Ότι τίποτ άλλο δεν ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Έπαιρνα το τραμ, για να μην κάθομαι σπίτι. Ήταν διώροφα τα τραμ και πήγαινα πάνω κάτω και σκεφτόμουν τι θα γίνω στη ζωή μου. Ποιο θα είναι το μέλλον μου;
Μ.Δ.: Ήταν πολύ άσχημο για εκείνα τα χρόνια να είσαι τραγουδιστής;
Δάκης: Για τον πατέρα μου ναι. Δεν το θεωρούσε σοβαρό. Τον πατέρα μου δεν τον είχα ακούσει ποτέ να τραγουδάει. Μόνο μεγάλη βδομάδα έψελνε κάποιο τροπάριο. Ωστόσο είπε το ναι γιατί είχαμε οικονομικά προβλήματα.
Μ.Δ.: Έτσι λοιπόν άρχισες να τραγουδάς;
Δάκης: Ναι, μέντορας μου ήτανε ο Σταύρος ο Μιχαλάκης, ένας πιανίστας, ο οποίος με συμβούλευε τι μουσική ν ακούω. Πήγαινα και σε μια γειτόνισσα πάνω από το σπίτι μας, όπου παρέδιδε μαθήματα πιάνου και σολφέζ και ταυτόχρονα πήγαινα και στην κυρία Αντύπα, που ήτανε σοπράνο και τραγουδούσε στην «Όπερα» της Αλεξάνδρειας και μου έκανε κι εκείνη μαθήματα φωνητικής. Ξεκίνησα λοιπόν να δουλεύω σε πολύ καλά μαγαζιά λέγοντας τραγούδια γαλλικά, αγγλικά και ελληνικά του στυλ «Ξύπνα αγάπη μου» και τέτοια. Είχα έφεση στις ξένες γλώσσες γιατί στο σχολείο μας είχαμε συμμαθητές Αιγύπτιους, Άγγλους, Γάλλους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τον ρατσισμό που υπήρχε στην Ελλάδα. Εκεί δεν υπήρχε. Είχα φίλους απ΄ όλες τις εθνικότητες και δεν μ ενοχλούσε καθόλου.