Ο «άγνωστος» Νίκος Γιγουρτάκης
03.06.2012
10:34
O Τόνυ Σαραντίδης ήταν ο κολλητός φίλος του Νίκου Γιγουρτάκη. Όσοι γνώριζαν το Νίκο γνώριζαν και τον Τόνυ αφού οι δυο τους ήταν αχώριστοι...
O Τόνυ Σαραντίδης ήταν ο κολλητός φίλος του Νίκου Γιγουρτάκη. Όσοι γνώριζαν το Νίκο γνώριζαν και τον Τόνυ αφού οι δυο τους ήταν αχώριστοι. Λίγους μήνες μετά το χαμό του Νίκου, ο Τόνυ μιλάει για πρώτη φορά στην Κυριακή Μιχελιουδάκη και στο free press των Νοτίων Προαστίων "Life".
Έχασα τον πατέρα μου πριν 3 χρόνια και ο τρόπος που στάθηκε ο Νίκος σε όλο αυτό το συμβάν ήταν μοναδικός. Ο άνθρωπος πόνεσε και δεν υποκρίθηκε ούτε το δάκρυ του, ούτε τη στεναχώρια του, ούτε τη συμπαράστασή του. Δεν περίμενα ποτέ ότι κάποιος από όλους μου τους φίλους θα ήταν δίπλα μου, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή.
Ο Νίκος είχε μια πολύ ευαίσθητη πλευρά, την οποία είδα σε όλο της το μεγαλείο εκείνη τη στιγμή της ζωής. Ήταν πολύ κοντά μου, πολύ περιποιητικός, έκλαψε δίπλα μου, χωρίς να ξέρει ιδιαίτερα τον πατέρα μου, που είχε δει πέντε φορές στη ζωή του. Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος με πάρα πολύ ανεπτυγμένο ψυχικό κόσμο, πάρα πολύ αγάπη για τον άνθρωπο που είχε δίπλα του. Πολλοί άνθρωποι που δεν ήταν κολλητοί του, όταν χρειάστηκαν τη βοήθεια του, την προσέφερε απλόχερα. Είτε γιατί μπορεί κάποιος να ήταν στεναχωρημένος από ένα χωρισμό, είτε γιατί κάποιος οικονομικά μπορεί να χρειαζόταν μια βοήθεια. Ο Νίκος ήταν εκεί γι’ αυτόν, ακόμα κι αν δεν ήταν από τους κοντινούς του ανθρώπους. Αυτό νομίζω είναι ένα κομμάτι του που δεν το ξέρει πολύς κόσμος και είναι σωστό να μαθευτεί, γιατί ο Νίκος δεν ήταν αυτό που φαίνονταν… πάρτι, πλάκα, ενδεχομένως και κάποιες «αλητείες», ήταν ένας άνθρωπος με ψυχικά χαρίσματα, με συμπόνια για το συνάνθρωπο.
Έχασα τον πατέρα μου πριν 3 χρόνια και ο τρόπος που στάθηκε ο Νίκος σε όλο αυτό το συμβάν ήταν μοναδικός. Ο άνθρωπος πόνεσε και δεν υποκρίθηκε ούτε το δάκρυ του, ούτε τη στεναχώρια του, ούτε τη συμπαράστασή του. Δεν περίμενα ποτέ ότι κάποιος από όλους μου τους φίλους θα ήταν δίπλα μου, σε μια τόσο δύσκολη στιγμή.
Ο Νίκος είχε μια πολύ ευαίσθητη πλευρά, την οποία είδα σε όλο της το μεγαλείο εκείνη τη στιγμή της ζωής. Ήταν πολύ κοντά μου, πολύ περιποιητικός, έκλαψε δίπλα μου, χωρίς να ξέρει ιδιαίτερα τον πατέρα μου, που είχε δει πέντε φορές στη ζωή του. Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος με πάρα πολύ ανεπτυγμένο ψυχικό κόσμο, πάρα πολύ αγάπη για τον άνθρωπο που είχε δίπλα του. Πολλοί άνθρωποι που δεν ήταν κολλητοί του, όταν χρειάστηκαν τη βοήθεια του, την προσέφερε απλόχερα. Είτε γιατί μπορεί κάποιος να ήταν στεναχωρημένος από ένα χωρισμό, είτε γιατί κάποιος οικονομικά μπορεί να χρειαζόταν μια βοήθεια. Ο Νίκος ήταν εκεί γι’ αυτόν, ακόμα κι αν δεν ήταν από τους κοντινούς του ανθρώπους. Αυτό νομίζω είναι ένα κομμάτι του που δεν το ξέρει πολύς κόσμος και είναι σωστό να μαθευτεί, γιατί ο Νίκος δεν ήταν αυτό που φαίνονταν… πάρτι, πλάκα, ενδεχομένως και κάποιες «αλητείες», ήταν ένας άνθρωπος με ψυχικά χαρίσματα, με συμπόνια για το συνάνθρωπο.
-Εμάς μας ένωνε ο Νίκος.
-Τώρα μας λείπει η τρέλα του…
-Με το Νίκο ένιωθες μια σιγουριά γενικότερα…
-Νίκος ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος δοκίμαζε καινούρια πράγματα. Δηλαδή μας έπαιρνε όλους, μας έλεγε βγήκε η τάδε βλακεία, πάμε να την κάνουμε. Μας παρακινούσε στα πάντα...
-Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι ο Νίκος δεν ήταν ο αλήτης, που ενδεχομένως κάποιοι θέλουν να τον παρουσιάζουν, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με αυτό…
Τα καλοκαίρια στη Σίφνο
-Ήμασταν διακοπές στη Σίφνο που διατηρούν ένα εξοχικό εκεί. Ο Νίκος ήταν πάντα στις κουβέντες πολύ συγκεκριμένος. Η κάθε κουβέντα γι’ αυτόν δεν είχε ποτέ μεταφορική σημασία. Βρισκόμασταν για πρώτη φορά εκεί και καθόμασταν απέναντι. Συνήθως ο Νίκος καθόταν πάντα σε τραπέζια δίπλα μου, γιατί εγώ ήμουν πάντα το backup του σε οτιδήποτε έκανε. Ήξερε ότι ακόμα και άδικο να έχει ο Τόνυ θα τον υποστηρίξει. Οπότε δεν ήταν ποτέ μόνος του. Είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και ήμασταν το απόλυτο δίδυμο. Του λέω:
«Σε παρακαλώ πολύ, πέταξέ μου το τζατζίκι», εννοώντας να μου το μεταφέρει. Ο κάθε νορμάλ άνθρωπος θα μετέφερε το τζατζίκι από τον ένα στον άλλο, για να φτάσει το πιάτο μπροστά μου. Τελικά, μου το μετέφερε πετώντας το μου και τρώγοντάς το εγώ ‘στη μάπα’. Αυτό δείχνει πως μπορούσε να δημιουργήσει πανικό μέσα σε μια παρέα. Όλοι εμείς, που ήμασταν κολλητοί του, τον έχουμε ζήσει σε καλές και σε κακές στιγμές.
-Ειδικά στη Σίφνο, οι πλάκες οι οποίες έχουν γίνει δεν περιγράφονται. Ήμασταν όλοι διακοπές σπίτι του και γινόντουσαν ΟΙ πλάκες! Κατ’ αρχάς δεν μπορούσες να κοιμηθείς με τίποτα. Άμα ξυπνούσε ο Νίκος, έπρεπε να είναι στο πόδι όλοι μαζί του. Τελείωσε! Αλλιώς άμα δεν ξύπναγες, είχες ποινή. Τώρα τι ποινή, μπορεί να ήταν… οποιαδήποτε!
-Αυτό που έλεγε ο Νίκος στη Σίφνο ήταν ότι: «Εγώ κάνω διακοπές εδώ πέρα. Επειδή όλο τον καιρό στην Αθήνα τα βράδια δουλεύω, ξενυχτάω, όταν κάνω διακοπές, θέλω τα βράδια να κοιμάμαι και το πρωί να είμαι ξύπνιος». Επομένως το πρωί ξύπναγε 8 η ώρα και απαραιτήτως όλοι έπρεπε να ξυπνήσουμε στις 8. Χτύπαγε παράθυρα, παντζούρια, πόρτες…
-Απλώς ο τρόπος πάντα που θα έπρεπε να ξυπνήσεις, έπρεπε να είναι επεισοδιακός. Είτε αυτό σήμαινε ότι θα σου πέταγε κάτι πάνω σου, είτε ότι θα έπεφτε ο ήλιος πάνω σου…
-Στη Σίφνο έχουν έναν τρομερό καναπέ, που μετά από το μπάνιο ή από το φαγητό, πήγαινες σε αυτόν, διάβαζες ένα περιοδικό και σε έπαιρνε σίγουρα ο ύπνος. Όποιος έκανε το λάθος και τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, ‘δεν υπήρχε’. Μια φορά ο Τόνυ είχε φάει και όπως κοιμόταν ο κακομοίρης γυμνός από τη μέση και πάνω ο Νίκος του σκάει με όλη του τη δύναμη μία στην κοιλιά και ακούγεται ένα «πλατς» μέχρι τη Χώρα…
- Η μαμά του και ο μπαμπάς του μας έχουν σαν παιδιά τους…
Ο Νίκος είχε άστρο!
-Σε όλες τις κοπέλες μας έπρεπε να κάνουμε introduction. Δηλαδή: «’Όταν θα γνωρίσεις το Νίκο…». Εν τω μεταξύ, δεν έπρεπε να τον γνωρίσει την πρώτη φορά, αν δεν είχε πρώτα δέσει λίγο η σχέση. Αν το αποκάλυπτες στο Νίκο την πρώτη μέρα, είχες τελειώσει…
- Εγώ πάντως με τις κοπέλες, τον Νίκο τον είχα πολλές φορές ως ‘backup’, με την έννοια ότι «μπορεί να χώρισα με την κοπέλα μου, όμως εντάξει, έχω το Νίκο». Είναι αυτό που ξέρεις ότι ο φίλος είναι πάντα εκεί για σένα και μπορεί να σε κάνει να γελάσεις, να περάσεις καλά, να ξεχαστείς… Κι αν χώριζες κι αν στεναχωριόσουν, ο Νίκος ήταν εκεί...Ήσουν safe, κατάλαβες; Τώρα τον χάσαμε…
-Εγώ αυτό που δε θα ξεχάσω πραγματικά από το Νίκο είναι όταν ήμασταν στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, στην πισίνα και έπαιζε μ’ ένα παιδί τάβλι και έχανε κάποια λεφτά. Είχε τσαντιστεί πάρα πολύ και έτσι όπως ήταν το τάβλι, το πήρε και το πέταξε στη θάλασσα και έφυγαν τα ζάρια, τα πούλια... Τότε, του λέει το άλλο παιδί; «άμα βρεις τα ζάρια, σου κόβω τα μισά». Και πηδάει μέσα-όπου ήταν 7 μέτρα βάθος- και όντως βρίσκει τα ζάρια. Δηλαδή, η τύχη αυτού του παιδιού ήταν ατελείωτη. Δεν μπορείς να φανταστείς…
-Ο Νίκος είχε άστρο! Πραγματικά είχε άστρο από πάνω του και το λέω αυτό, γιατί πολύς κόσμος μου έλεγε μετά το συμβάν: «εντάξει μωρέ, δεν το περιμένατε λίγο-πολύ ότι κάποια στιγμή θα συμβεί κάτι σε αυτό το παιδί με τη ζωή που ζούσε, που τα ζούσε όλα στα κόκκινα, που έκανε τα πάντα»; Ήταν των άκρων ο Νίκος.
-Επειδή ο Νίκος είχε ένα άστρο από πάνω του, θες ο παππούς του, θες η θεά τύχη, δεν ξέρω ποιος ήταν, κάποια υπερδύναμη τον βοηθούσε συνέχεια.
-Όλοι μπορεί να είμαστε τυχεροί μια φορά στη ζωή μας, ο Νίκος ήταν τυχερός στα πάντα!!! Η τύχη τον ευνοούσε 100%.
-Όταν ήμουν φαντάρος, πέρασα σχετικά δύσκολο στρατιωτικό. Μια περίοδο, μετά από 20-25 μέρες που ήμουν μέσα στο στρατόπεδο, βγήκα και βρήκα το Νίκο και περάσαμε όλη τη μέρα μαζί, μέχρι το άλλο πρωί που ξαναμπήκα μέσα. Πραγματικά, έζησα τόσα πράγματα, που ήθελα να μπω πάλι πίσω στο στρατόπεδο. Δηλαδή σκέφτομαι, ότι μια νύχτα από τη ζωή του, είναι για κάποιους ολόκληρη η δική τους.
- Άμα δεν έχεις ζήσει αυτές τις πλάκες και δεν έχεις περάσει χρόνο με το Νίκο, αν κάποια στιγμή διηγηθείς μια ιστορία που έχεις ζήσει μαζί του, στον περισσότερο κόσμο, θα φανεί ως κάτι εντελώς φανταστικό.
-Εμείς οι φίλοι του προσπαθούμε να θυμόμαστε τις ωραίες στιγμές μαζί του, γιατί το μεγαλύτερό του κομμάτι, ήταν αυτό του γέλιου. Υπήρξαν όμως πολλές φορές που ήταν ευαίσθητος, συγκινημένος και στεναχωρημένος, όπως για παράδειγμα, για τον χαμό του παππού του.
Η μεγάλη του αδυναμία
-Ο παππούς του ήταν το πιο αγαπημένο του άτομο. Είχε τρελή αδυναμία ο ένας στον άλλον. Και στον παππού του έκανε συνέχεια πλάκες. Ήταν τρομερά δεμένοι αυτοί οι δυο…
-Εμένα μ’ έπαιρνε στο σπίτι του παππού του και κανά δυο φορές του είχε πει: «Παππού, έλα, ήρθε και ο Τζότζος μαζί» και μου ‘δινε ο παππούς του 5 κατοσταρικάκια κι εμένα, γιατί νόμιζε ότι είμαι ο Τζότζος.
-Γελάγαμε, γιατί περιμέναμε να πάμε στο σπίτι του παππού του την Πρωτοχρονιά και εκεί που καθόμασταν και παίζαμε χαρτιά με τον παππού του, μας έδινε φακελάκια…
Όταν ο παππούς ήξερε ότι θα πάω κι εγώ, πάντα μου ετοίμαζε φάκελο, ανάλογο με τα δύο εγγόνια του. Ήταν και τρομερά φιλόξενη όλη η οικογένεια και λόγω της κρητικής τους καταγωγής. Ήταν από τα Χανιά…
-Το Μελιδόνι ήταν το χωριό του… Οι ιστορίες στα Χανιά
-Εμείς γενικότερα, κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε Χανιά, ήταν το μεγάλο μας ταξίδι.
-Ο Νίκος ήθελε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε όλοι μαζί από το Μελιδόνι. Κι άμα κάποιος αποφάσιζε να φύγει μια μέρα νωρίτερα…
-Όπως έκανε ο Μελέτης πρόπερσι…
-Έχουμε πάει για μπάνιο στα Φαλασάρνα και γυρνώντας έχει κίνηση. Έχει φύγει ο Νίκος μπροστά, εγώ είμαι με το αμάξι μου από πίσω, για να πάω στo ξενοδοχείο, να πάρω τις βαλίτσες και να φύγω, να πάω στο βαπόρι. Κι όπως έχει φύγει μπροστά μου, πάει σιγά και δεν με αφήνει να περάσω με τίποτα! Μου έκλεινε το δρόμο. Πήγαινε σιγά, είχαμε δημιουργήσει κίνηση με 30 αμάξια στη σειρά και ο Νίκος πήγαινε με 30 χιλιόμετρα. Προσπαθούσα να τον περάσω από τα πλάγια και με έκλεινε… Ξαφνικά, τον αφήνω να φύγει μπροστά, μπαίνω σ’ ένα χωριό, βγαίνω από άλλη έξοδο, τρέχω όσο μπορούσα να τρέξω, φτάνω στο ξενοδοχείο, παίρνω τις βαλίτσες γρήγορα, γιατί σκέφτηκα ότι αυτός θα μου κάνει κάτι άλλο….
-Κι όπως βγαίνει από το χωριό, ξαφνικά βλέπουμε το αμάξι του Μελέτη 50 μέτρα μπροστά μας. Και τρελαίνεται ο Νίκος-νόμιζες ότι του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι- και τσακίζεται, τρέχει να τον προλάβει, να τον σταματήσει, να χάσει το καράβι.
Εγώ ήθελα να φύγω από τα Χανιά, μια μέρα πριν το Νίκο. Αυτή η ιστορία που σου είπε ο Μελέτης, ήταν τη μία μέρα. Την επόμενη που έφευγα εγώ, αφού είχε περάσει τα πάνδεινα ο Μελέτης και κατάφερε να φύγει από τα Χανιά, είχαμε κάνει μια κουβέντα ότι: «Νίκο, έχω κάποιες δουλειές που δεν μπορούν να περιμένουν. Πρέπει να φύγω αύριο». Είχα ξεκινήσει την κουβέντα, βλέποντας τι πέρασε ο Μελέτης. Μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω. Δεν το πίστευα στη διαδρομή… σκέφτομαι: «Μπράβο! Κύριος ο Νίκος απέναντί μου, δε με παίδεψε καθόλου να φύγω απ’ το νησί…». Φτάνω στο αεροδρόμιο κι όπως είμαι έτοιμος να κάνω check- in, έρχονται τρεις αστυνομικοί: «Ο κύριος Γεωργάτος;» Λέω: «Ναι, ο ίδιος». «Παρακαλώ πολύ ακολουθήστε μας, γιατί έχει γίνει μια καταγγελία, ότι έχετε διαφύγει με κάποια κλεμμένα χρήματα». Καταλαβαίνω αμέσως τι έχει συμβεί. Λέω: «Ρε παιδιά, ακούστε με…». Δεν με πίστευαν φυσικά οι αστυνομικοί, γιατί ο Νίκος εκεί ήταν γνωστός. Με παίρνουν μέσα στα γραφεία και αρχίζουν να με ανακρίνουν. Εγώ εν τω μεταξύ, να τους λέω: «Ρε παιδιά, θα χάσω το αεροπλάνο». Ο Νίκος είχε πάρει και είχε κάνει καταγγελία ότι: «Μου έκλεψε ο Βλάσσης Γεωργάτος κάποια χρήματα, μην τον αφήσετε να φύγει». Και να μου ψάχνουν τις βαλίτσες, να μου κάνουν σωματικό έλεγχο, για να βρουν τα λεφτά. Τέλος πάντων, με τα πολλά, πήρα τηλέφωνο: «Νίκο σε παρακαλώ» του λέω… Μετά από κανένα μισάωρο παίρνει τηλέφωνο και λέει: «Συγνώμη, έγινε λάθος, τα βρήκα τα χρήματά μου, δεν έχει καμία ευθύνη ο κύριος Γεωργάτος», αλλά το αεροπλάνο είχε ήδη φύγει.
Mια Πρωτοχρονιάτικη ιστορία
Ήμασταν μαζί πρόπερσι την Πρωτοχρονιά. Ένας φίλος μας έμενε στο ξενοδοχείο Χίλτον, με μια προσφορά, 100-150 Ευρώ, τις 3 μέρες. Κι έχουμε πάει εμείς με το Νίκο και έναν άλλο φίλος μας τον Πελέκη, στο μπαρ του Galaxy. Έχουμε φάει fingerfood, έχουμε πιει κοκτέιλ, σαμπάνιες, έχουμε κάνει λογαριασμό 100 Ευρώ. Και έρχεται ο φίλος μας που έμενε εκεί και μας λέει: «Κι εγώ μένω εδώ για την Πρωτοχρονιά»… Τον ρωτάμε: «σε ποιο δωμάτιο είσαι;», Μας λέει το νούμερο του δωματίου και φεύγει. Τότε ο Νίκος παραγγέλνει…: «Θέλουμε άλλη μία από τα fingerfoods, μία σαμπάνια ποτήρι, άλλο ένα γύρο από τα κοκτέιλ» και στο τέλος πάει και υπογράφει στο δωμάτιο του φίλου μας…
-Την επόμενη μέρα πάει να κάνει check-out ο φίλος μας και του έρχεται ένας λογαριασμός 150 ευρώ για τη διαμονή του και άλλα 400 ευρώ, χρέωση από το Galaxy … Άρχισε να φωνάζει: «Τι είναι αυτά; Εγώ ήρθα να μείνω με 150 ευρώ κι εσείς μου χρεώσατε 400 ευρώ στο Galaxy, ενώ δεν πήγα καθόλου»… Του απαντούν: «Μα είναι το δωμάτιό σας και το όνομά σας».
-Τέλος πάντων, τη γλίτωσε, γιατί τσέκαραν την υπογραφή του.
Ο Νίκος και ο πατέρας του
Ο Νίκος και ο μπαμπάς του, είναι μια ιστορία φόβου, πάθους και τρελού γέλιου, γιατί ο Νίκος του πήγαινε κόντρα, αλλά με τον αστείο τρόπο, δηλαδή όταν έλεγε ο πατέρας του κάτι…
-Τον προκαλούσε συνέχεια και τον έβγαζε έξω από τα ρούχα του! Εν τω μεταξύ, ο Νίκος ήταν ειδικός στο ν’ ανεβάζει την πίεση του πατέρα του…
-Ο πατέρας του όταν αρχίσει και τσαντίζεται, ξεκινά και βγάζει υπερήχους, αρχίζει να μιλάει με ψιλή φωνή… έχουμε άπειρες ατάκες με τον μπαμπά του που φώναζε στο Νίκο!!!
-Όταν ‘τα έχωνε’ ο μπαμπάς του, ο Τάκης, στο Νίκο… ήταν μια καθημερινότητα γέλιου για μας…
-Περιμέναμε να κάνει βλακεία, για να τσαντιστεί ο μπαμπάς του…για το τι θα έλεγε ο μπαμπάς του! Τα αστεία που κάνανε…
-Γελάγαμε πιο πολύ με τον πατέρα του, παρά με το Νίκο…
-Γιατί ο μπαμπάς του τα έλεγε, αλλά διακωμωδούσε την επίπληξη… ήταν ένα τρομερό σκηνικό! Όταν με ρωτούσαν: «Καλά, τι δουλειά έχεις εσύ με το Νίκο» ή «γιατί κάνεις παρέα με το Νίκο», απαντούσα ότι: «Ο Νίκος είχε ανεπτυγμένα τα δύο καλύτερα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, το θεσμό της οικογένειας και το θεσμό της φιλίας».
-Ακόμα και με τα ζώα της οικογένειας, ο Νίκος ήταν πάρα πολύ στοργικός και τα αγαπούσε υπέρ του δέοντος.
Η απαγόρευση του Νίκου στον Τόνυ
-Ήταν πολύ της παρέας. Εγώ προσωπικά το λέω με βεβαιότητα, δεν μπορούσα να συνδυάσω κοπέλα και Νίκο στη ζωή μου 100%. Δεν γινότανε.
-Εμένα μου είχε απαγορεύσει να έχω σχέση. Ήμασταν στη Σίφνο, εγώ, ο Νίκος και ο Μελέτης, ο οποίος είχε σχέση με μια κοπέλα και είχαν έρθει μαζί. Και ήμουν εγώ με το Νίκο αραχτοί μόνοι μας, ούτε είχαμε κανονίσει κάτι, ούτε είχαμε κάτι στη ζωή μας εκείνη την περίοδο, (εκείνος εντάξει, όλο και κάτι είχε…). Ήταν εκεί ο πατέρας του, η μητέρα του και η θεία του, οι οποίες με ρώτησαν: «Καλά εσύ είσαι σοβαρός, σαν τον Μελέτη. Εντάξει ο δικός μας που κυκλοφορεί με όλες αυτές που κυκλοφορεί. Γιατί δεν βρίσκεις, δεν φέρνεις κι εσύ την κοπέλα σου εδώ, να τη γνωρίσουμε»; Και πετάγεται ο Νίκος και λέει: «σας παρακαλώ, δεν χρειάζεται να έχει καμία κοπέλα, έχει ο ένας τον άλλο, δεν χρειαζόμαστε κοπέλες».
Εννοώντας ότι με ήθελε σαν μονοπώλιο, να έχει πάντα κάποιον άνθρωπο οποιαδήποτε ώρα και στιγμή να τον σηκώνει από το κρεβάτι του. Δηλαδή κοιμόμουνα στις 2 η ώρα το πρωί, με έπαιρνε τηλέφωνο: «Είμαι σε 3 λεπτά από κάτω, πάμε να φάμε κρέπα»…. «Μα κοιμάμαι»… «Εάν δεν σηκωθείς, θα σου γιαουρτώσω το αυτοκίνητο, θα σου πετάξω πέτρες στα παράθυρα»… Δεν γινόταν λοιπόν να μην σηκωθείς. Οπωσδήποτε έπρεπε να πας, να φας κρέπα στη Συγγρού, μετά να πάρεις εφημερίδες από την Ομόνοια και μετά βόλτα τριγύρω να κάνουμε πλάκα…
Οι ιστορίες στα αστυνομικά τμήματα
-Από τις πιο ωραίες εμπειρίες με το Νίκο, είναι όταν κάποια βράδια, κάποιες καθημερινές, κυρίως μικρότεροι, παίρναμε το αυτοκίνητο και ξεκινούσαμε μια πορεία γέλιου.
-Ράλι… δεν ήξερες που θα σε βγάλει.
-Συνήθως στη φυλακή σ’ έβγαζε…
Oι ιστορίες ξεκινάνε Σίφνο, συνεχίζονται Μελιδόνι και καταλήγουν στο Τμήμα… Έχουμε πάρα πολλές ιστορίες γέλιου στα αστυνομικά τμήματα…
-Εγώ θα σου πω ένα πολύ απλό πράγμα. Ήμουν μαζί με το Νίκο κατηγορούμενος, σε μία υπόθεση στην οποία δεν συμμετείχα. Ήμασταν για καφέ και έρχονται δυο αστυνομικοί, μας πλησιάζουν και μας λένε, «για ελάτε λίγο» και έτσι πάμε στο τμήμα. Εντάξει, το Νίκο τον ήξεραν, με το όνομά του το μικρό του και τον συμπαθούσαν κιόλας. Ο Νίκος κατάφερνε ακόμα και το άδικο, με τον τρόπο του, να το βγάζει δίκιο.
- Έχουν φωνάξει το Νίκο στο τμήμα για κάτι και έχει πάει και έχει κλειδωθεί μόνος του μέσα στο κρατητήριο. Το κελί είχε τα κλειδιά πάνω, μπήκε μέσα, δεν τον έβλεπαν, κλείδωσε, πήρε τα κλειδιά στην τσέπη του και προσπαθούσαν οι αστυνομικοί να τον βγάλουνε. Κάποια στιγμή λέει: «Θέλω να πάω λίγο τουαλέτα. Σας παρακαλώ, ανοίξτε μου». «Ρε, που είναι τα κλειδιά, ρε που είναι τα κλειδιά…» κι ο Νίκος, έχοντας κλειδωθεί μέσα από μόνος του, βγάζει το κινητό και παίρνει τηλέφωνο κλειδαρά και λέει: «Ελάτε είμαι στο ΑΤ τάδε, ελάτε να μου ανοίξετε, γιατί μ’ έχουν κλειδώσει μέσα και δεν βρίσκουν τα κλειδιά».
-Μια άλλη φορά τον είχαν πάει αυτόφωρο επειδή δεν κουβαλούσε χαρτιά, για εξακρίβωση. Πάει στο τμήμα, παραγγέλνει σουβλάκια και εμφανίζεται ένας σουβλατζής με τέσσερις σακούλες και λέει ο Νίκος: «Παιδιά, παρήγγειλα για όλους μας» και οι αστυνομικοί δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν.
Το τελευταίο βράδυ με τον Τόνυ
Το τελευταίο βράδυ είχαμε δώσει ραντεβού σ’ ένα μαγαζί που διατηρεί η οικογένεια του Νίκου στη Συγγρού. Κατεβήκαμε Κολωνάκι. Ήμουν εγώ, ο Νίκος και ο Γιάννης ο θεός, ένας τύπος με μακρύ μαλλί,….τον αγαπούσε πολύ ο Νίκος και ο θεός αγαπούσε πολύ το Νίκο. Πριν πάμε στο κλαμπ στο Κολωνάκι, φάγαμε στο μαγαζί του και μιλούσαμε. Ξαφνικά τον βλέπω να πιάνει λίγο το στήθος του και μου λέει: «Ρε γαμώτο, πάλι κάτι μ' έχει πιάσει». Τον ρωτάω: «Τι σε έχει πιάσει;» Μου απαντά: «Νιώθω μια δύσπνοια, κοίταξε να δεις, πάνω που κανονίσαμε αύριο να φύγουμε για Θεσσαλονίκη». (το επόμενο πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, είχαμε κανονίσει τα πάντα, ξενοδοχεία, κόσμο να μας περιμένει, μαγαζιά που θα πάμε, τα πάντα). Συνεχίζει λέγοντας: «Κοίταξε να δεις που πάλι τελευταία στιγμή γίνεται κάτι ρε π... , ξέρω ‘γω και δε θα πάμε». Του λέω: «Κάτσε ρε φίλε, τι αισθάνεσαι;» Μου απαντά: «Μια δύσπνοια, εντάξει μωρέ, είναι από αυτά που με πιάνουν κατά καιρούς». Αυτό ήταν αλήθεια. Πολλές φορές τον έπιανε
δύσπνοια, είτε επειδή κουράστηκε ή επειδή είχε φάει λίγο παραπάνω, ή τον έπιανε κανένα πιάσιμο στο στήθος από κάτι, όπως από τη γυμναστική, γιατί έκανε πολύ γυμναστική. Οπότε, αυτό το πράγμα δεν ανησυχούσε τους τριγύρω του, γιατί ήταν τακτικό φαινόμενο, πολλά χρόνια πριν. Του λέω: «Θες να πάρουμε κανένα γιατρό τηλέφωνο;» και μου λέει: «Όχι, όχι μωρέ, εντάξει. Θα μου περάσει». Μετά από ένα τέταρτο πήγαμε στο Κολωνάκι. Εκεί ήμουν εγώ, ο Νίκος, ο Γιάννης ο θεός και είχαμε μαζί μας κάποιες κοπέλες. Αράξαμε και αυτός γενικότερα είχε τη δύσπνοια. Μέσα στη μιάμιση ώρα που κάτσαμε στο μαγαζί, βγήκε 2-3 φορές έξω για να πάρει λίγο αέρα. Ένιωθε ότι κάτι τον ενοχλούσε, αλλά ως εκεί. Όταν τον ξαναρώτησα «τι έγινε», απαντούσε, « τίποτα, κάτσε να βγω, να πάρω λίγο αέρα». Δεν φαινόταν και τόσο σημαντικό ή να είχε φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε να πρότεινε και ο ίδιος, «Πάμε να το δούμε».
Στην ηλικία που είμαστε και που νιώθουμε ότι είμαστε υπερδύναμη, δεν είναι εύκολο να πιστέψεις ότι μια ελαφριά αδιαθεσία ή μια ελαφριά δύσπνοια μπορεί να καταλήξει σε τραγικό γεγονός. Φύγαμε αργότερα και επειδή μετά δεν υπήρχε καπνός, ηκλεισούρα και ήταν δροσιά, δεν παραπονέθηκε άλλο. Πήγαμε στο μαγαζί τους στη Συγγρού, όπου τσιμπήσαμε κάτι και μετά χωριστήκαμε. Το πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, μ’ ένα καινούριο αμάξι που είχε πάρει.
Με πήραν πρωί – πρωί τηλέφωνο και μου ζητούσαν το τηλέφωνο του πατέρα του. Απάντησα: «Τι το θέλετε το τηλέφωνο του πατέρα του, γιατί δεν μπορώ να το δώσω έτσι εύκολα». Μου είπαν ότι: «Έχει συμβεί κάτι, κάτι περίεργο». Δεν μου είπαν τι... «Δώσε- μου λένε-το τηλέφωνο του Τάκη και πήγαινε στο νοσοκομείο».Το έδωσα γρήγορα νοσοκομείο, γιατί μου έκλεισαν το τηλέφωνο και δεν ήξερα που είναι. Βρήκα ότι ήταν στο Ασκληπιείο Βούλας, πήγα εκεί πέρα και δεν ήξερα τι ακριβώς είχα να αντιμετωπίσω. Άκουγα την κοπέλα, που ήταν μαζί της, να κλαίει και να λέει: «Ο Νίκος, ο Νίκος, ο Νίκος….». Και λέω, «ηρέμησε, τι ο Νίκος;». «Πέθανε ο Νίκος» μου έλεγε, «πέθανε ο Νίκος…» Δεν ήξερα καν τι συνέβη, από ποιον λόγο, τι, πως και γιατί… Γυρνάω και ακούω από μέσα από ένα γραφειάκι τη μητέρα του να σπαράζει στο κλάμα και να φωνάζει: «Νίκο μου, Νίκο μου, Νίκο μου!!!.». Και εκεί πέρα ξεκίνησε να με πιάνει κρύος ιδρώτας, τότε καταλάβαινα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, ακόμα δεν είχα πειστεί...απλώς… πίστευα ότι κάτι έχει γίνει και μπορεί να είναι άσχημα, να είναι στην εντατική, να είναι σε κάποιο κώμα… κάτι… αλλά όχι … επ’ ουδενί δεν πήγε το μυαλό μου… στο θάνατο… Ήταν πολύ μακριά για μένα κάτι τέτοιο… Μπήκα μέσα στη μητέρα του…
Ήταν καθιστή, με αγκάλιασε, μ’ έπιασε, κρατιόταν από μένα....και μου είπε: «Σε παρακαλώ πήγαινε πες στο Νίκο να ξυπνήσει, μόνο εσένα θα ακούσει». Και τη ρωτάω τι έγινε και εκείνη τη στιγμή έρχεται από πίσω μου έντρομος ο πατέρας του και ρώτησε μια νοσηλεύτρια: «Τι έχει γίνει, κυρία μου, τι έχει γίνει;» Εκείνη αποκρίθηκε: «Εσείς τι είστε;» Λέω εγώ: "Είναι ο πατέρας του"… και μου κάνει: «δυστυχώς, το παιδί δεν άντεξε». Και τότε μόλις κατάλαβα, όταν είπε πως δεν άντεξε, ότι πέθανε ο Νίκος. Αλλά ποτέ δεν το συνειδητοποίησα πραγματικά... Από κει και και έψαχνα να βρω σε ποιο πέρα… ήταν διαδικασίες θανάτου…
Η τελευταία μου ανάμνηση από το Νίκο, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που έχω παίξει τζόγο. Παίξαμε μαζί ρουλέτα και Black Jack, τρεις ώρες πριν το θάνατό του. Η μοναδική φορά που έχω παίξει και θα είναι και η τελευταία φορά στη ζωή μου...
Αναδημοσίευση από το αποκλειστικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε το LIFE magazine - Free Press Περιοδικό των Νοτίων Προαστίων
-Τώρα μας λείπει η τρέλα του…
-Με το Νίκο ένιωθες μια σιγουριά γενικότερα…
-Νίκος ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος δοκίμαζε καινούρια πράγματα. Δηλαδή μας έπαιρνε όλους, μας έλεγε βγήκε η τάδε βλακεία, πάμε να την κάνουμε. Μας παρακινούσε στα πάντα...
-Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι ο Νίκος δεν ήταν ο αλήτης, που ενδεχομένως κάποιοι θέλουν να τον παρουσιάζουν, δεν έχει καμία μα καμία σχέση με αυτό…
Τα καλοκαίρια στη Σίφνο
-Ήμασταν διακοπές στη Σίφνο που διατηρούν ένα εξοχικό εκεί. Ο Νίκος ήταν πάντα στις κουβέντες πολύ συγκεκριμένος. Η κάθε κουβέντα γι’ αυτόν δεν είχε ποτέ μεταφορική σημασία. Βρισκόμασταν για πρώτη φορά εκεί και καθόμασταν απέναντι. Συνήθως ο Νίκος καθόταν πάντα σε τραπέζια δίπλα μου, γιατί εγώ ήμουν πάντα το backup του σε οτιδήποτε έκανε. Ήξερε ότι ακόμα και άδικο να έχει ο Τόνυ θα τον υποστηρίξει. Οπότε δεν ήταν ποτέ μόνος του. Είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και ήμασταν το απόλυτο δίδυμο. Του λέω:
«Σε παρακαλώ πολύ, πέταξέ μου το τζατζίκι», εννοώντας να μου το μεταφέρει. Ο κάθε νορμάλ άνθρωπος θα μετέφερε το τζατζίκι από τον ένα στον άλλο, για να φτάσει το πιάτο μπροστά μου. Τελικά, μου το μετέφερε πετώντας το μου και τρώγοντάς το εγώ ‘στη μάπα’. Αυτό δείχνει πως μπορούσε να δημιουργήσει πανικό μέσα σε μια παρέα. Όλοι εμείς, που ήμασταν κολλητοί του, τον έχουμε ζήσει σε καλές και σε κακές στιγμές.
-Ειδικά στη Σίφνο, οι πλάκες οι οποίες έχουν γίνει δεν περιγράφονται. Ήμασταν όλοι διακοπές σπίτι του και γινόντουσαν ΟΙ πλάκες! Κατ’ αρχάς δεν μπορούσες να κοιμηθείς με τίποτα. Άμα ξυπνούσε ο Νίκος, έπρεπε να είναι στο πόδι όλοι μαζί του. Τελείωσε! Αλλιώς άμα δεν ξύπναγες, είχες ποινή. Τώρα τι ποινή, μπορεί να ήταν… οποιαδήποτε!
-Αυτό που έλεγε ο Νίκος στη Σίφνο ήταν ότι: «Εγώ κάνω διακοπές εδώ πέρα. Επειδή όλο τον καιρό στην Αθήνα τα βράδια δουλεύω, ξενυχτάω, όταν κάνω διακοπές, θέλω τα βράδια να κοιμάμαι και το πρωί να είμαι ξύπνιος». Επομένως το πρωί ξύπναγε 8 η ώρα και απαραιτήτως όλοι έπρεπε να ξυπνήσουμε στις 8. Χτύπαγε παράθυρα, παντζούρια, πόρτες…
-Απλώς ο τρόπος πάντα που θα έπρεπε να ξυπνήσεις, έπρεπε να είναι επεισοδιακός. Είτε αυτό σήμαινε ότι θα σου πέταγε κάτι πάνω σου, είτε ότι θα έπεφτε ο ήλιος πάνω σου…
-Στη Σίφνο έχουν έναν τρομερό καναπέ, που μετά από το μπάνιο ή από το φαγητό, πήγαινες σε αυτόν, διάβαζες ένα περιοδικό και σε έπαιρνε σίγουρα ο ύπνος. Όποιος έκανε το λάθος και τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, ‘δεν υπήρχε’. Μια φορά ο Τόνυ είχε φάει και όπως κοιμόταν ο κακομοίρης γυμνός από τη μέση και πάνω ο Νίκος του σκάει με όλη του τη δύναμη μία στην κοιλιά και ακούγεται ένα «πλατς» μέχρι τη Χώρα…
- Η μαμά του και ο μπαμπάς του μας έχουν σαν παιδιά τους…
Ο Νίκος είχε άστρο!
-Σε όλες τις κοπέλες μας έπρεπε να κάνουμε introduction. Δηλαδή: «’Όταν θα γνωρίσεις το Νίκο…». Εν τω μεταξύ, δεν έπρεπε να τον γνωρίσει την πρώτη φορά, αν δεν είχε πρώτα δέσει λίγο η σχέση. Αν το αποκάλυπτες στο Νίκο την πρώτη μέρα, είχες τελειώσει…
- Εγώ πάντως με τις κοπέλες, τον Νίκο τον είχα πολλές φορές ως ‘backup’, με την έννοια ότι «μπορεί να χώρισα με την κοπέλα μου, όμως εντάξει, έχω το Νίκο». Είναι αυτό που ξέρεις ότι ο φίλος είναι πάντα εκεί για σένα και μπορεί να σε κάνει να γελάσεις, να περάσεις καλά, να ξεχαστείς… Κι αν χώριζες κι αν στεναχωριόσουν, ο Νίκος ήταν εκεί...Ήσουν safe, κατάλαβες; Τώρα τον χάσαμε…
-Εγώ αυτό που δε θα ξεχάσω πραγματικά από το Νίκο είναι όταν ήμασταν στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, στην πισίνα και έπαιζε μ’ ένα παιδί τάβλι και έχανε κάποια λεφτά. Είχε τσαντιστεί πάρα πολύ και έτσι όπως ήταν το τάβλι, το πήρε και το πέταξε στη θάλασσα και έφυγαν τα ζάρια, τα πούλια... Τότε, του λέει το άλλο παιδί; «άμα βρεις τα ζάρια, σου κόβω τα μισά». Και πηδάει μέσα-όπου ήταν 7 μέτρα βάθος- και όντως βρίσκει τα ζάρια. Δηλαδή, η τύχη αυτού του παιδιού ήταν ατελείωτη. Δεν μπορείς να φανταστείς…
-Ο Νίκος είχε άστρο! Πραγματικά είχε άστρο από πάνω του και το λέω αυτό, γιατί πολύς κόσμος μου έλεγε μετά το συμβάν: «εντάξει μωρέ, δεν το περιμένατε λίγο-πολύ ότι κάποια στιγμή θα συμβεί κάτι σε αυτό το παιδί με τη ζωή που ζούσε, που τα ζούσε όλα στα κόκκινα, που έκανε τα πάντα»; Ήταν των άκρων ο Νίκος.
-Επειδή ο Νίκος είχε ένα άστρο από πάνω του, θες ο παππούς του, θες η θεά τύχη, δεν ξέρω ποιος ήταν, κάποια υπερδύναμη τον βοηθούσε συνέχεια.
-Όλοι μπορεί να είμαστε τυχεροί μια φορά στη ζωή μας, ο Νίκος ήταν τυχερός στα πάντα!!! Η τύχη τον ευνοούσε 100%.
-Όταν ήμουν φαντάρος, πέρασα σχετικά δύσκολο στρατιωτικό. Μια περίοδο, μετά από 20-25 μέρες που ήμουν μέσα στο στρατόπεδο, βγήκα και βρήκα το Νίκο και περάσαμε όλη τη μέρα μαζί, μέχρι το άλλο πρωί που ξαναμπήκα μέσα. Πραγματικά, έζησα τόσα πράγματα, που ήθελα να μπω πάλι πίσω στο στρατόπεδο. Δηλαδή σκέφτομαι, ότι μια νύχτα από τη ζωή του, είναι για κάποιους ολόκληρη η δική τους.
- Άμα δεν έχεις ζήσει αυτές τις πλάκες και δεν έχεις περάσει χρόνο με το Νίκο, αν κάποια στιγμή διηγηθείς μια ιστορία που έχεις ζήσει μαζί του, στον περισσότερο κόσμο, θα φανεί ως κάτι εντελώς φανταστικό.
-Εμείς οι φίλοι του προσπαθούμε να θυμόμαστε τις ωραίες στιγμές μαζί του, γιατί το μεγαλύτερό του κομμάτι, ήταν αυτό του γέλιου. Υπήρξαν όμως πολλές φορές που ήταν ευαίσθητος, συγκινημένος και στεναχωρημένος, όπως για παράδειγμα, για τον χαμό του παππού του.
Η μεγάλη του αδυναμία
-Ο παππούς του ήταν το πιο αγαπημένο του άτομο. Είχε τρελή αδυναμία ο ένας στον άλλον. Και στον παππού του έκανε συνέχεια πλάκες. Ήταν τρομερά δεμένοι αυτοί οι δυο…
-Εμένα μ’ έπαιρνε στο σπίτι του παππού του και κανά δυο φορές του είχε πει: «Παππού, έλα, ήρθε και ο Τζότζος μαζί» και μου ‘δινε ο παππούς του 5 κατοσταρικάκια κι εμένα, γιατί νόμιζε ότι είμαι ο Τζότζος.
-Γελάγαμε, γιατί περιμέναμε να πάμε στο σπίτι του παππού του την Πρωτοχρονιά και εκεί που καθόμασταν και παίζαμε χαρτιά με τον παππού του, μας έδινε φακελάκια…
Όταν ο παππούς ήξερε ότι θα πάω κι εγώ, πάντα μου ετοίμαζε φάκελο, ανάλογο με τα δύο εγγόνια του. Ήταν και τρομερά φιλόξενη όλη η οικογένεια και λόγω της κρητικής τους καταγωγής. Ήταν από τα Χανιά…
-Το Μελιδόνι ήταν το χωριό του… Οι ιστορίες στα Χανιά
-Εμείς γενικότερα, κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε Χανιά, ήταν το μεγάλο μας ταξίδι.
-Ο Νίκος ήθελε να πηγαίνουμε και να φεύγουμε όλοι μαζί από το Μελιδόνι. Κι άμα κάποιος αποφάσιζε να φύγει μια μέρα νωρίτερα…
-Όπως έκανε ο Μελέτης πρόπερσι…
-Έχουμε πάει για μπάνιο στα Φαλασάρνα και γυρνώντας έχει κίνηση. Έχει φύγει ο Νίκος μπροστά, εγώ είμαι με το αμάξι μου από πίσω, για να πάω στo ξενοδοχείο, να πάρω τις βαλίτσες και να φύγω, να πάω στο βαπόρι. Κι όπως έχει φύγει μπροστά μου, πάει σιγά και δεν με αφήνει να περάσω με τίποτα! Μου έκλεινε το δρόμο. Πήγαινε σιγά, είχαμε δημιουργήσει κίνηση με 30 αμάξια στη σειρά και ο Νίκος πήγαινε με 30 χιλιόμετρα. Προσπαθούσα να τον περάσω από τα πλάγια και με έκλεινε… Ξαφνικά, τον αφήνω να φύγει μπροστά, μπαίνω σ’ ένα χωριό, βγαίνω από άλλη έξοδο, τρέχω όσο μπορούσα να τρέξω, φτάνω στο ξενοδοχείο, παίρνω τις βαλίτσες γρήγορα, γιατί σκέφτηκα ότι αυτός θα μου κάνει κάτι άλλο….
-Κι όπως βγαίνει από το χωριό, ξαφνικά βλέπουμε το αμάξι του Μελέτη 50 μέτρα μπροστά μας. Και τρελαίνεται ο Νίκος-νόμιζες ότι του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι- και τσακίζεται, τρέχει να τον προλάβει, να τον σταματήσει, να χάσει το καράβι.
Εγώ ήθελα να φύγω από τα Χανιά, μια μέρα πριν το Νίκο. Αυτή η ιστορία που σου είπε ο Μελέτης, ήταν τη μία μέρα. Την επόμενη που έφευγα εγώ, αφού είχε περάσει τα πάνδεινα ο Μελέτης και κατάφερε να φύγει από τα Χανιά, είχαμε κάνει μια κουβέντα ότι: «Νίκο, έχω κάποιες δουλειές που δεν μπορούν να περιμένουν. Πρέπει να φύγω αύριο». Είχα ξεκινήσει την κουβέντα, βλέποντας τι πέρασε ο Μελέτης. Μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω. Δεν το πίστευα στη διαδρομή… σκέφτομαι: «Μπράβο! Κύριος ο Νίκος απέναντί μου, δε με παίδεψε καθόλου να φύγω απ’ το νησί…». Φτάνω στο αεροδρόμιο κι όπως είμαι έτοιμος να κάνω check- in, έρχονται τρεις αστυνομικοί: «Ο κύριος Γεωργάτος;» Λέω: «Ναι, ο ίδιος». «Παρακαλώ πολύ ακολουθήστε μας, γιατί έχει γίνει μια καταγγελία, ότι έχετε διαφύγει με κάποια κλεμμένα χρήματα». Καταλαβαίνω αμέσως τι έχει συμβεί. Λέω: «Ρε παιδιά, ακούστε με…». Δεν με πίστευαν φυσικά οι αστυνομικοί, γιατί ο Νίκος εκεί ήταν γνωστός. Με παίρνουν μέσα στα γραφεία και αρχίζουν να με ανακρίνουν. Εγώ εν τω μεταξύ, να τους λέω: «Ρε παιδιά, θα χάσω το αεροπλάνο». Ο Νίκος είχε πάρει και είχε κάνει καταγγελία ότι: «Μου έκλεψε ο Βλάσσης Γεωργάτος κάποια χρήματα, μην τον αφήσετε να φύγει». Και να μου ψάχνουν τις βαλίτσες, να μου κάνουν σωματικό έλεγχο, για να βρουν τα λεφτά. Τέλος πάντων, με τα πολλά, πήρα τηλέφωνο: «Νίκο σε παρακαλώ» του λέω… Μετά από κανένα μισάωρο παίρνει τηλέφωνο και λέει: «Συγνώμη, έγινε λάθος, τα βρήκα τα χρήματά μου, δεν έχει καμία ευθύνη ο κύριος Γεωργάτος», αλλά το αεροπλάνο είχε ήδη φύγει.
Mια Πρωτοχρονιάτικη ιστορία
Ήμασταν μαζί πρόπερσι την Πρωτοχρονιά. Ένας φίλος μας έμενε στο ξενοδοχείο Χίλτον, με μια προσφορά, 100-150 Ευρώ, τις 3 μέρες. Κι έχουμε πάει εμείς με το Νίκο και έναν άλλο φίλος μας τον Πελέκη, στο μπαρ του Galaxy. Έχουμε φάει fingerfood, έχουμε πιει κοκτέιλ, σαμπάνιες, έχουμε κάνει λογαριασμό 100 Ευρώ. Και έρχεται ο φίλος μας που έμενε εκεί και μας λέει: «Κι εγώ μένω εδώ για την Πρωτοχρονιά»… Τον ρωτάμε: «σε ποιο δωμάτιο είσαι;», Μας λέει το νούμερο του δωματίου και φεύγει. Τότε ο Νίκος παραγγέλνει…: «Θέλουμε άλλη μία από τα fingerfoods, μία σαμπάνια ποτήρι, άλλο ένα γύρο από τα κοκτέιλ» και στο τέλος πάει και υπογράφει στο δωμάτιο του φίλου μας…
-Την επόμενη μέρα πάει να κάνει check-out ο φίλος μας και του έρχεται ένας λογαριασμός 150 ευρώ για τη διαμονή του και άλλα 400 ευρώ, χρέωση από το Galaxy … Άρχισε να φωνάζει: «Τι είναι αυτά; Εγώ ήρθα να μείνω με 150 ευρώ κι εσείς μου χρεώσατε 400 ευρώ στο Galaxy, ενώ δεν πήγα καθόλου»… Του απαντούν: «Μα είναι το δωμάτιό σας και το όνομά σας».
-Τέλος πάντων, τη γλίτωσε, γιατί τσέκαραν την υπογραφή του.
Ο Νίκος και ο πατέρας του
Ο Νίκος και ο μπαμπάς του, είναι μια ιστορία φόβου, πάθους και τρελού γέλιου, γιατί ο Νίκος του πήγαινε κόντρα, αλλά με τον αστείο τρόπο, δηλαδή όταν έλεγε ο πατέρας του κάτι…
-Τον προκαλούσε συνέχεια και τον έβγαζε έξω από τα ρούχα του! Εν τω μεταξύ, ο Νίκος ήταν ειδικός στο ν’ ανεβάζει την πίεση του πατέρα του…
-Ο πατέρας του όταν αρχίσει και τσαντίζεται, ξεκινά και βγάζει υπερήχους, αρχίζει να μιλάει με ψιλή φωνή… έχουμε άπειρες ατάκες με τον μπαμπά του που φώναζε στο Νίκο!!!
-Όταν ‘τα έχωνε’ ο μπαμπάς του, ο Τάκης, στο Νίκο… ήταν μια καθημερινότητα γέλιου για μας…
-Περιμέναμε να κάνει βλακεία, για να τσαντιστεί ο μπαμπάς του…για το τι θα έλεγε ο μπαμπάς του! Τα αστεία που κάνανε…
-Γελάγαμε πιο πολύ με τον πατέρα του, παρά με το Νίκο…
-Γιατί ο μπαμπάς του τα έλεγε, αλλά διακωμωδούσε την επίπληξη… ήταν ένα τρομερό σκηνικό! Όταν με ρωτούσαν: «Καλά, τι δουλειά έχεις εσύ με το Νίκο» ή «γιατί κάνεις παρέα με το Νίκο», απαντούσα ότι: «Ο Νίκος είχε ανεπτυγμένα τα δύο καλύτερα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, το θεσμό της οικογένειας και το θεσμό της φιλίας».
-Ακόμα και με τα ζώα της οικογένειας, ο Νίκος ήταν πάρα πολύ στοργικός και τα αγαπούσε υπέρ του δέοντος.
Η απαγόρευση του Νίκου στον Τόνυ
-Ήταν πολύ της παρέας. Εγώ προσωπικά το λέω με βεβαιότητα, δεν μπορούσα να συνδυάσω κοπέλα και Νίκο στη ζωή μου 100%. Δεν γινότανε.
-Εμένα μου είχε απαγορεύσει να έχω σχέση. Ήμασταν στη Σίφνο, εγώ, ο Νίκος και ο Μελέτης, ο οποίος είχε σχέση με μια κοπέλα και είχαν έρθει μαζί. Και ήμουν εγώ με το Νίκο αραχτοί μόνοι μας, ούτε είχαμε κανονίσει κάτι, ούτε είχαμε κάτι στη ζωή μας εκείνη την περίοδο, (εκείνος εντάξει, όλο και κάτι είχε…). Ήταν εκεί ο πατέρας του, η μητέρα του και η θεία του, οι οποίες με ρώτησαν: «Καλά εσύ είσαι σοβαρός, σαν τον Μελέτη. Εντάξει ο δικός μας που κυκλοφορεί με όλες αυτές που κυκλοφορεί. Γιατί δεν βρίσκεις, δεν φέρνεις κι εσύ την κοπέλα σου εδώ, να τη γνωρίσουμε»; Και πετάγεται ο Νίκος και λέει: «σας παρακαλώ, δεν χρειάζεται να έχει καμία κοπέλα, έχει ο ένας τον άλλο, δεν χρειαζόμαστε κοπέλες».
Εννοώντας ότι με ήθελε σαν μονοπώλιο, να έχει πάντα κάποιον άνθρωπο οποιαδήποτε ώρα και στιγμή να τον σηκώνει από το κρεβάτι του. Δηλαδή κοιμόμουνα στις 2 η ώρα το πρωί, με έπαιρνε τηλέφωνο: «Είμαι σε 3 λεπτά από κάτω, πάμε να φάμε κρέπα»…. «Μα κοιμάμαι»… «Εάν δεν σηκωθείς, θα σου γιαουρτώσω το αυτοκίνητο, θα σου πετάξω πέτρες στα παράθυρα»… Δεν γινόταν λοιπόν να μην σηκωθείς. Οπωσδήποτε έπρεπε να πας, να φας κρέπα στη Συγγρού, μετά να πάρεις εφημερίδες από την Ομόνοια και μετά βόλτα τριγύρω να κάνουμε πλάκα…
Οι ιστορίες στα αστυνομικά τμήματα
-Από τις πιο ωραίες εμπειρίες με το Νίκο, είναι όταν κάποια βράδια, κάποιες καθημερινές, κυρίως μικρότεροι, παίρναμε το αυτοκίνητο και ξεκινούσαμε μια πορεία γέλιου.
-Ράλι… δεν ήξερες που θα σε βγάλει.
-Συνήθως στη φυλακή σ’ έβγαζε…
Oι ιστορίες ξεκινάνε Σίφνο, συνεχίζονται Μελιδόνι και καταλήγουν στο Τμήμα… Έχουμε πάρα πολλές ιστορίες γέλιου στα αστυνομικά τμήματα…
-Εγώ θα σου πω ένα πολύ απλό πράγμα. Ήμουν μαζί με το Νίκο κατηγορούμενος, σε μία υπόθεση στην οποία δεν συμμετείχα. Ήμασταν για καφέ και έρχονται δυο αστυνομικοί, μας πλησιάζουν και μας λένε, «για ελάτε λίγο» και έτσι πάμε στο τμήμα. Εντάξει, το Νίκο τον ήξεραν, με το όνομά του το μικρό του και τον συμπαθούσαν κιόλας. Ο Νίκος κατάφερνε ακόμα και το άδικο, με τον τρόπο του, να το βγάζει δίκιο.
- Έχουν φωνάξει το Νίκο στο τμήμα για κάτι και έχει πάει και έχει κλειδωθεί μόνος του μέσα στο κρατητήριο. Το κελί είχε τα κλειδιά πάνω, μπήκε μέσα, δεν τον έβλεπαν, κλείδωσε, πήρε τα κλειδιά στην τσέπη του και προσπαθούσαν οι αστυνομικοί να τον βγάλουνε. Κάποια στιγμή λέει: «Θέλω να πάω λίγο τουαλέτα. Σας παρακαλώ, ανοίξτε μου». «Ρε, που είναι τα κλειδιά, ρε που είναι τα κλειδιά…» κι ο Νίκος, έχοντας κλειδωθεί μέσα από μόνος του, βγάζει το κινητό και παίρνει τηλέφωνο κλειδαρά και λέει: «Ελάτε είμαι στο ΑΤ τάδε, ελάτε να μου ανοίξετε, γιατί μ’ έχουν κλειδώσει μέσα και δεν βρίσκουν τα κλειδιά».
-Μια άλλη φορά τον είχαν πάει αυτόφωρο επειδή δεν κουβαλούσε χαρτιά, για εξακρίβωση. Πάει στο τμήμα, παραγγέλνει σουβλάκια και εμφανίζεται ένας σουβλατζής με τέσσερις σακούλες και λέει ο Νίκος: «Παιδιά, παρήγγειλα για όλους μας» και οι αστυνομικοί δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν.
Το τελευταίο βράδυ με τον Τόνυ
Το τελευταίο βράδυ είχαμε δώσει ραντεβού σ’ ένα μαγαζί που διατηρεί η οικογένεια του Νίκου στη Συγγρού. Κατεβήκαμε Κολωνάκι. Ήμουν εγώ, ο Νίκος και ο Γιάννης ο θεός, ένας τύπος με μακρύ μαλλί,….τον αγαπούσε πολύ ο Νίκος και ο θεός αγαπούσε πολύ το Νίκο. Πριν πάμε στο κλαμπ στο Κολωνάκι, φάγαμε στο μαγαζί του και μιλούσαμε. Ξαφνικά τον βλέπω να πιάνει λίγο το στήθος του και μου λέει: «Ρε γαμώτο, πάλι κάτι μ' έχει πιάσει». Τον ρωτάω: «Τι σε έχει πιάσει;» Μου απαντά: «Νιώθω μια δύσπνοια, κοίταξε να δεις, πάνω που κανονίσαμε αύριο να φύγουμε για Θεσσαλονίκη». (το επόμενο πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, είχαμε κανονίσει τα πάντα, ξενοδοχεία, κόσμο να μας περιμένει, μαγαζιά που θα πάμε, τα πάντα). Συνεχίζει λέγοντας: «Κοίταξε να δεις που πάλι τελευταία στιγμή γίνεται κάτι ρε π... , ξέρω ‘γω και δε θα πάμε». Του λέω: «Κάτσε ρε φίλε, τι αισθάνεσαι;» Μου απαντά: «Μια δύσπνοια, εντάξει μωρέ, είναι από αυτά που με πιάνουν κατά καιρούς». Αυτό ήταν αλήθεια. Πολλές φορές τον έπιανε
δύσπνοια, είτε επειδή κουράστηκε ή επειδή είχε φάει λίγο παραπάνω, ή τον έπιανε κανένα πιάσιμο στο στήθος από κάτι, όπως από τη γυμναστική, γιατί έκανε πολύ γυμναστική. Οπότε, αυτό το πράγμα δεν ανησυχούσε τους τριγύρω του, γιατί ήταν τακτικό φαινόμενο, πολλά χρόνια πριν. Του λέω: «Θες να πάρουμε κανένα γιατρό τηλέφωνο;» και μου λέει: «Όχι, όχι μωρέ, εντάξει. Θα μου περάσει». Μετά από ένα τέταρτο πήγαμε στο Κολωνάκι. Εκεί ήμουν εγώ, ο Νίκος, ο Γιάννης ο θεός και είχαμε μαζί μας κάποιες κοπέλες. Αράξαμε και αυτός γενικότερα είχε τη δύσπνοια. Μέσα στη μιάμιση ώρα που κάτσαμε στο μαγαζί, βγήκε 2-3 φορές έξω για να πάρει λίγο αέρα. Ένιωθε ότι κάτι τον ενοχλούσε, αλλά ως εκεί. Όταν τον ξαναρώτησα «τι έγινε», απαντούσε, « τίποτα, κάτσε να βγω, να πάρω λίγο αέρα». Δεν φαινόταν και τόσο σημαντικό ή να είχε φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε να πρότεινε και ο ίδιος, «Πάμε να το δούμε».
Στην ηλικία που είμαστε και που νιώθουμε ότι είμαστε υπερδύναμη, δεν είναι εύκολο να πιστέψεις ότι μια ελαφριά αδιαθεσία ή μια ελαφριά δύσπνοια μπορεί να καταλήξει σε τραγικό γεγονός. Φύγαμε αργότερα και επειδή μετά δεν υπήρχε καπνός, ηκλεισούρα και ήταν δροσιά, δεν παραπονέθηκε άλλο. Πήγαμε στο μαγαζί τους στη Συγγρού, όπου τσιμπήσαμε κάτι και μετά χωριστήκαμε. Το πρωί θα φεύγαμε για Θεσσαλονίκη, μ’ ένα καινούριο αμάξι που είχε πάρει.
Με πήραν πρωί – πρωί τηλέφωνο και μου ζητούσαν το τηλέφωνο του πατέρα του. Απάντησα: «Τι το θέλετε το τηλέφωνο του πατέρα του, γιατί δεν μπορώ να το δώσω έτσι εύκολα». Μου είπαν ότι: «Έχει συμβεί κάτι, κάτι περίεργο». Δεν μου είπαν τι... «Δώσε- μου λένε-το τηλέφωνο του Τάκη και πήγαινε στο νοσοκομείο».Το έδωσα γρήγορα νοσοκομείο, γιατί μου έκλεισαν το τηλέφωνο και δεν ήξερα που είναι. Βρήκα ότι ήταν στο Ασκληπιείο Βούλας, πήγα εκεί πέρα και δεν ήξερα τι ακριβώς είχα να αντιμετωπίσω. Άκουγα την κοπέλα, που ήταν μαζί της, να κλαίει και να λέει: «Ο Νίκος, ο Νίκος, ο Νίκος….». Και λέω, «ηρέμησε, τι ο Νίκος;». «Πέθανε ο Νίκος» μου έλεγε, «πέθανε ο Νίκος…» Δεν ήξερα καν τι συνέβη, από ποιον λόγο, τι, πως και γιατί… Γυρνάω και ακούω από μέσα από ένα γραφειάκι τη μητέρα του να σπαράζει στο κλάμα και να φωνάζει: «Νίκο μου, Νίκο μου, Νίκο μου!!!.». Και εκεί πέρα ξεκίνησε να με πιάνει κρύος ιδρώτας, τότε καταλάβαινα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, ακόμα δεν είχα πειστεί...απλώς… πίστευα ότι κάτι έχει γίνει και μπορεί να είναι άσχημα, να είναι στην εντατική, να είναι σε κάποιο κώμα… κάτι… αλλά όχι … επ’ ουδενί δεν πήγε το μυαλό μου… στο θάνατο… Ήταν πολύ μακριά για μένα κάτι τέτοιο… Μπήκα μέσα στη μητέρα του…
Ήταν καθιστή, με αγκάλιασε, μ’ έπιασε, κρατιόταν από μένα....και μου είπε: «Σε παρακαλώ πήγαινε πες στο Νίκο να ξυπνήσει, μόνο εσένα θα ακούσει». Και τη ρωτάω τι έγινε και εκείνη τη στιγμή έρχεται από πίσω μου έντρομος ο πατέρας του και ρώτησε μια νοσηλεύτρια: «Τι έχει γίνει, κυρία μου, τι έχει γίνει;» Εκείνη αποκρίθηκε: «Εσείς τι είστε;» Λέω εγώ: "Είναι ο πατέρας του"… και μου κάνει: «δυστυχώς, το παιδί δεν άντεξε». Και τότε μόλις κατάλαβα, όταν είπε πως δεν άντεξε, ότι πέθανε ο Νίκος. Αλλά ποτέ δεν το συνειδητοποίησα πραγματικά... Από κει και και έψαχνα να βρω σε ποιο πέρα… ήταν διαδικασίες θανάτου…
Η τελευταία μου ανάμνηση από το Νίκο, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που έχω παίξει τζόγο. Παίξαμε μαζί ρουλέτα και Black Jack, τρεις ώρες πριν το θάνατό του. Η μοναδική φορά που έχω παίξει και θα είναι και η τελευταία φορά στη ζωή μου...
Αναδημοσίευση από το αποκλειστικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε το LIFE magazine - Free Press Περιοδικό των Νοτίων Προαστίων
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr