Τα Chuck Taylor All Star, τα διαχρονικά σύμβολα αντισυμβατικότητας, γίνονται η βάση για δημιουργικές γιορτινές εμφανίσεις και μας δίνουν έμπνευση για να απογειώσουμε το στυλ μας.
«Παλιότερα ήμουν πολύ άγρια. Βάραγα!»
«Παλιότερα ήμουν πολύ άγρια. Βάραγα!»
Η Εβελίνα Παπούλια είναι ροκ - με την καλή έννοια του όρου: ντόμπρα, χαλαρή, αισιόδοξη, κατασταλαγμένη, ελεύθερη από ανασφάλειες και κόμπλεξ, χωρίς να μετανιώνει για τα λάθη της και τα τατουάζ που στολίζουν το σώμα της. Οταν αναφέρει ότι δεν έχει καμιά φωτογραφία επειδή θεωρεί λίγο μακάβριο το να κοιτάς τα περασμένα είμαι δύσπιστη. Μιλώντας μαζί της, μπορώ αν όχι να το πιστέψω, τουλάχιστον να το καταλάβω…
Η Εβελίνα Παπούλια είναι ροκ - με την καλή έννοια του όρου: ντόμπρα, χαλαρή, αισιόδοξη, κατασταλαγμένη, ελεύθερη από ανασφάλειες και κόμπλεξ, χωρίς να μετανιώνει για τα λάθη της και τα τατουάζ που στολίζουν το σώμα της. Οταν αναφέρει ότι δεν έχει καμιά φωτογραφία επειδή θεωρεί λίγο μακάβριο το να κοιτάς τα περασμένα είμαι δύσπιστη. Μιλώντας μαζί της, μπορώ αν όχι να το πιστέψω, τουλάχιστον να το καταλάβω…
Οι περισσότεροι την ξέρουν από τον ρόλο της Μαρίνας Κουντουράτου στη γνωστή σειρά «Δύο ξένοι», η οποία -όπως παραδέχεται- άλλαξε τη ροή της ζωής της. Τότε είχε μιλήσει πολύ για το πόσο δύσκολο της ήταν να διαχειριστεί την ξαφνική εκτόξευσή της στο σύμπαν των διασημοτήτων που δημιουργούσε η ακόμη νεοσύστατη ελληνική ιδιωτική τηλεόραση. Αν και τονίζει πως δεν μένει στο παρελθόν, οι μνήμες από εκείνη την περίοδο είναι νωπές: «Για μένα το χειρότερο ήταν το ότι επειδή δεν με ήξεραν έτειναν να νομίζουν ότι εγώ είμαι σαν τη γυναίκα που έπαιζα στον ρόλο.
Ηταν δυσβάσταχτο. Δεν μπορεί να με συναντάει ο άλλος σε ένα νοσοκομείο όπου είχα δικό μου άνθρωπο και να μου λέει “έλα, πες μας ένα αστείο”. Ηταν τρελό. Εβλεπα ότι η προσωπική μου ζωή και το ποια είμαι βάλλονταν καθημερινά από τη Μαρίνα Κουντουράτου. Εβλεπαν σε μένα την αφέλεια, την τσαχπινιά και τη χαριτωμενιά της. Δεν είμαι ένας χαριτωμένος άνθρωπος. Δεν είμαι ενζενί. Παράλληλα, βέβαια, ήμουν και πάρα πολύ χαρούμενη που συνέβαινε αυτό. Αλλά με ζόριζε». Ρωτάω αν αυτή η επιτυχία είχε εξαργυρωθεί τουλάχιστον στο κασέ της. «Δυστυχώς, τότε δεν είχα πάρει λεφτά αντίστοιχα της επιτυχίας», απαντά χωρίς περιστροφές και συνεχίζει: «Τα πήρα όμως στην αμέσως επόμενη δουλειά μου, το “Κρεσέντο”.
Εκείνη ήταν μια πολύ όμορφη περίοδος. Είχα ήδη την κόρη μου, είχα χωρίσει από τον πρώτο μου άντρα, ήμουν σε μια καλή τηλεοπτική σειρά και έπαιζα φυσικά και στο θέατρο, στο “Παίζοντας με τη φωτιά” του Στρίντμπεργκ. Ευτυχώς, κατάφερα και δεν τυποποιήθηκα. Καλώς ή κακώς, οι περισσότεροι ρόλοι που μου προτάθηκαν αμέσως μετά ήταν παρόμοιοι. Επέλεξα να μην κάνω τηλεόραση γι’ αυτό τον λόγο». Παρά τα χρόνια που πέρασε σταθερά πάνω στο θεατρικό σανίδι, δεν κατάφερε να μαζέψει χρήματα. «Τα λεφτά σ' τα φέρνει -ή μάλλον σ' τα έφερνε- η τηλεόραση. Εγώ δεν έκανα τόση τηλεόραση. Αυτό που ήταν σταθερό ήταν το θέατρο, το οποίο μπορεί να μη σε κάνει πλούσιο, αλλά τουλάχιστον τότε ακόμα μπορούσε να σε συντηρήσει. Θέλω να έχω χρήματα για να μην έχω το άγχος πώς θα περάσει ο μήνας. Αλλά από κει και πέρα δεν είμαι παραδόπιστη, ούτε μυρμηγκάκι να μαζεύω». Oσο παράδοξο κι αν ακούγεται για μια γνωστή ηθοποιό η οποία είχε ξεκινήσει από τα έξι της χρόνια με μπαλέτο και κατέληξε πτυχιούχος χορεύτρια πια στο Martha Graham School of Contemporary Dance στη Νέα Υόρκη και από κει στη σχολή υποκριτικής Lee Strasberg, απ’ όπου και αποφοίτησε, τα πρώτα της χρήματα τα έβγαλε ως τραγουδίστρια. «Επιστρέφοντας από την Αμερική βρέθηκα στο “Ωραία μου κυρία” με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έναν από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στον χώρο. Βοήθησε όλα τα νέα παιδιά που παίζαμε μαζί της. Τότε κάναμε φωνητικά στο στούντιο του ανθρώπου που έγραφε τη μουσική για την παράσταση και πάνω στην ηχογράφηση ο μουσικοσυνθέτης με έβαλε να κάνω φωνητικά σε έναν δίσκο τότε του Ρουβά. Ετσι γνώρισα τον Σάκη και τον Ηλία Ψινάκη. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν. Οταν τελειώσαμε με τον δίσκο ο Ηλίας προσπάθησε να με πείσει να ξεκινήσω να εμφανίζομαι σε μια μπουάτ με πιάνο.
Οι περισσότεροι την ξέρουν από τον ρόλο της Μαρίνας Κουντουράτου στη γνωστή σειρά «Δύο ξένοι», η οποία -όπως παραδέχεται- άλλαξε τη ροή της ζωής της. Τότε είχε μιλήσει πολύ για το πόσο δύσκολο της ήταν να διαχειριστεί την ξαφνική εκτόξευσή της στο σύμπαν των διασημοτήτων που δημιουργούσε η ακόμη νεοσύστατη ελληνική ιδιωτική τηλεόραση. Αν και τονίζει πως δεν μένει στο παρελθόν, οι μνήμες από εκείνη την περίοδο είναι νωπές: «Για μένα το χειρότερο ήταν το ότι επειδή δεν με ήξεραν έτειναν να νομίζουν ότι εγώ είμαι σαν τη γυναίκα που έπαιζα στον ρόλο.
Ηταν δυσβάσταχτο. Δεν μπορεί να με συναντάει ο άλλος σε ένα νοσοκομείο όπου είχα δικό μου άνθρωπο και να μου λέει “έλα, πες μας ένα αστείο”. Ηταν τρελό. Εβλεπα ότι η προσωπική μου ζωή και το ποια είμαι βάλλονταν καθημερινά από τη Μαρίνα Κουντουράτου. Εβλεπαν σε μένα την αφέλεια, την τσαχπινιά και τη χαριτωμενιά της. Δεν είμαι ένας χαριτωμένος άνθρωπος. Δεν είμαι ενζενί. Παράλληλα, βέβαια, ήμουν και πάρα πολύ χαρούμενη που συνέβαινε αυτό. Αλλά με ζόριζε». Ρωτάω αν αυτή η επιτυχία είχε εξαργυρωθεί τουλάχιστον στο κασέ της. «Δυστυχώς, τότε δεν είχα πάρει λεφτά αντίστοιχα της επιτυχίας», απαντά χωρίς περιστροφές και συνεχίζει: «Τα πήρα όμως στην αμέσως επόμενη δουλειά μου, το “Κρεσέντο”.
Εκείνη ήταν μια πολύ όμορφη περίοδος. Είχα ήδη την κόρη μου, είχα χωρίσει από τον πρώτο μου άντρα, ήμουν σε μια καλή τηλεοπτική σειρά και έπαιζα φυσικά και στο θέατρο, στο “Παίζοντας με τη φωτιά” του Στρίντμπεργκ. Ευτυχώς, κατάφερα και δεν τυποποιήθηκα. Καλώς ή κακώς, οι περισσότεροι ρόλοι που μου προτάθηκαν αμέσως μετά ήταν παρόμοιοι. Επέλεξα να μην κάνω τηλεόραση γι’ αυτό τον λόγο». Παρά τα χρόνια που πέρασε σταθερά πάνω στο θεατρικό σανίδι, δεν κατάφερε να μαζέψει χρήματα. «Τα λεφτά σ' τα φέρνει -ή μάλλον σ' τα έφερνε- η τηλεόραση. Εγώ δεν έκανα τόση τηλεόραση. Αυτό που ήταν σταθερό ήταν το θέατρο, το οποίο μπορεί να μη σε κάνει πλούσιο, αλλά τουλάχιστον τότε ακόμα μπορούσε να σε συντηρήσει. Θέλω να έχω χρήματα για να μην έχω το άγχος πώς θα περάσει ο μήνας. Αλλά από κει και πέρα δεν είμαι παραδόπιστη, ούτε μυρμηγκάκι να μαζεύω». Oσο παράδοξο κι αν ακούγεται για μια γνωστή ηθοποιό η οποία είχε ξεκινήσει από τα έξι της χρόνια με μπαλέτο και κατέληξε πτυχιούχος χορεύτρια πια στο Martha Graham School of Contemporary Dance στη Νέα Υόρκη και από κει στη σχολή υποκριτικής Lee Strasberg, απ’ όπου και αποφοίτησε, τα πρώτα της χρήματα τα έβγαλε ως τραγουδίστρια. «Επιστρέφοντας από την Αμερική βρέθηκα στο “Ωραία μου κυρία” με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έναν από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στον χώρο. Βοήθησε όλα τα νέα παιδιά που παίζαμε μαζί της. Τότε κάναμε φωνητικά στο στούντιο του ανθρώπου που έγραφε τη μουσική για την παράσταση και πάνω στην ηχογράφηση ο μουσικοσυνθέτης με έβαλε να κάνω φωνητικά σε έναν δίσκο τότε του Ρουβά. Ετσι γνώρισα τον Σάκη και τον Ηλία Ψινάκη. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν. Οταν τελειώσαμε με τον δίσκο ο Ηλίας προσπάθησε να με πείσει να ξεκινήσω να εμφανίζομαι σε μια μπουάτ με πιάνο.
Για να μπορείς να διαχειριστείς τη νύχτα, όμως, πρέπει να έχεις πείρα. Ημουν μικρή. Και δεν ήμουν ποτέ comme il faux. Εάν ένιωθα ότι κάποιος με προσέβαλε ή ήταν χυδαίος, αντιδρούσα πολύ άσχημα. Ειδικά παλιότερα ήμουν πολύ άγρια. Βάραγα! Το έχω κάνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Δεν σήκωνα πολλά-πολλά. Μια συνεργασία με αυτή τη συνθήκη δεν θα έκανε καλό σε κανέναν. Είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει η ευγένεια και όταν αυτή παύει να υπάρχει, νιώθω ότι πρέπει να αμυνθώ. Στην ουσία αυτό που φαίνεται ως επίθεση είναι άμυνα. Στην Αμερική -γιατί όλα αυτά έγιναν αφού γύρισα- ένιωθα ότι μιλάω την ίδια γλώσσα με τους άλλους...».
Η Νέα Υόρκη, ο κέλτικος γάμος και το όνειρο της φυγής
Στην ερώτηση «πώς ήταν η ζωή σου εκείνα τα τέσσερα χρόνια στη Νέα Υόρκη» απαντά χωρίς να το σκεφτεί: «Τέλεια, τέλεια, τέλεια, τέλεια!» και συνεχίζει: «Οταν πρωτοαντίκρισα τη Νέα Υόρκη μου έδωσε την εντύπωση ενός τεράστιου πλατό. Νόμιζα ότι είναι χάρτινη και είχα την αίσθηση ότι εκεί μπορώ να κάνω όλα τα όνειρά μου πραγματικότητα. Αν μου πεις ότι πρέπει να γυρίσω κάποια χρόνια πίσω, είναι η μόνη περίοδος της ζωής μου που θα σου έλεγα “ναι, την ξαναζώ ευχαρίστως”. Τη λατρεύω τη Νέα Υόρκη. Τι να πρωτοθυμηθώ... Από το να κοιμάμαι τρεις ώρες την ημέρα επειδή δεν χόρταινα τη ζωή. Από το να πηγαίνουμε σε πάρτι και να είμαστε όλοι τύφλα και να με έχουν πονέσει τα τακούνια και να κυκλοφορώ ξημερώματα ξυπόλυτη. Μετά ήταν τα βράδια με τα live στο Café Wha. Hταν μια εποχή που υπήρχε τρομερή εγκληματικότητα και σε ωθούσε στο να ζεις μόνο το σήμερα - κι αυτό ήταν τέλειο. Οι γονείς μου δεν ήξεραν αυτή τη λεπτομέρεια. Από την άλλη, κι εγώ μάλλον έχω άγνοια φόβου. Oταν δεν είχαμε λεφτά ο μπαμπάς μου δεινοπαθούσε γιατί πηγαίναμε όλοι οι συγκάτοικοι και τρώγαμε με την πιστωτική που μου είχε δώσει. Τον είχα εξοντώσει τον άνθρωπο τότε. Για να βοηθήσω μια περίοδο δούλευα σε γκαρνταρόμπα σε ένα ιταλικό εστιατόριο. Hταν καλό και ερχόντουσαν όλοι εκεί. Από τη Μαράια Κάρεϊ και τον Τιμ Ρόμπινς μέχρι τη Μαντόνα - και φυσικά ήταν οι μόνοι που δεν πλήρωναν ποτέ στην γκαρνταρόμπα. Αργότερα δούλεψα σε ένα μπαρ όπου όλοι οι εργαζόμενοι ήμασταν του “καλλιτεχνικού” και αργά το βράδυ ανεβαίναμε στη σκηνή και κάναμε ο καθένας τα δικά του: χορό, τραγούδι, stand up comedy. Μετά άρχισα τις δουλειές στο θέατρο (το "West side story” περιοδεία, τη “Δολοφονία του μαρκήσιου Ντε Σαντ” στο Tribeca Theatre, τις “Δούλες”, μια ταινία μικρού μήκους), οπότε έβγαζα κάποια λεφτά, τα οποία όμως εξακολουθούσαν να μην είναι αρκετά για να ζήσω. Κάπως έτσι επέστρεψα στην Ελλάδα. Είχα γυρίσει για να βγάλω βίζα και μου λέει ο μπαμπάς μου “Δεν αντέχω άλλο, με έχεις ξετινάξει. Κάτσε εδώ να δεις αν θα βρεις κάτι και το ξανακοιτάμε”. Δεν το ξανακοιτάξαμε τελικά όσο θα ήθελα».Ταξιδεύουμε στο μέλλον και φτάνουμε στον δεύτερο γάμο της. «Πριν από τέσσερα χρόνια ήταν, αλλά δεν υπάρχει γάμος πια. Χώρισα πάνω στον μήνα! Είναι αυτό το θέμα της ελευθερίας που λέγαμε... Ορισμένες φορές νομίζω ότι παντρεύομαι για να χωρίσω και πιστεύω ότι δεν θα το ξανακάνω, τον γάμο εννοώ. Κάθε φορά, χωρίς να αλλάξει ο άλλος, με το που παντρευόμουν ένιωθα ότι πνιγόμουν. Εκεί που ήταν όλα μια χαρά και έκανα στην άκρη τα όποια πράγματα μπορεί να με ενοχλούσαν, με το που παντρευόμουν αυτά διογκώνονταν. Τα έβλεπα και έλεγα “έτσι θα ζήσω όλη μου τη ζωή;”. Βέβαια, όσον αφορά στον δεύτερο γάμο έγινε ακριβώς όπως ονειρευόμουν!», λέει και χαμογελούν ακόμα και τα διάφανα γαλάζια μάτια της. «Παντρεύτηκα στη Σκoτία, σε έναν πύργο, με λίγους φίλους, με κέλτικη μουσική και σε ένα νησί όπου δεν σκοτείνιαζε ποτέ, ήταν πάντα μέρα! Hταν ένα εκπληκτικό τοπίο και ένας εκπληκτικός γάμος, ο οποίος έληξε σχεδόν την ίδια μέρα που έγινε.
Το χάρηκα που το έκανα. Hταν πολύ ωραία εμπειρία. Η κόρη μου -θυμάμαι- δεν ήθελε να παντρευτώ ξανά. Της φαίνεται γελοίο, αυτό το ντύνεσαι, φτιάχνεσαι, παντρεύεσαι. Ποιος ξέρει, μπορεί στο μέλλον να αλλάξει. Eτσι όπως το σκέφτομαι τώρα μάλλον έχω μια τάση σε όσους έχουν σχέση με τη μουσική, όπως ο τωρινός μου σύντροφος: είναι μουσικός, γράφει μουσική και ασχολείται ακόμα με sound design και ηχοληψία. Eχουν μια ελευθεριότητα σκέψης που μου αρέσει, είναι πιο χύμα, δεν έχουν αυτή τη λύσσα του “να γίνουν” και του πώς να φανούν. Δεν μου αρέσουν οι πολύ λογικοί άνθρωποι, δεν μου αρέσουν οι φαλλοκράτες, δεν μου αρέσουν οι τεχνοκράτες, δεν μου αρέσουν οι μισογύνηδες». Mε το μυαλό και των δυο μας ακόμα κάπου μεταξύ Νέας Υόρκης και Σκoτίας της κάνω την τελευταία ερώτηση -κλισέ: «Ποια είναι τα όνειρά σου;». «Ενα από τα όνειρά μου είναι να έχω κάποια στιγμή την οικονομική ευχέρεια να ξαναζήσω στο εξωτερικό. Δεν ξέρω πού, αλλά θα το ήθελα. Μου πάει σαν συνθήκη», απαντά φυσώντας τον καπνό απ’ το στριφτό της τσιγάρο...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα