Κλιντ Ίστγουντ: Ο Dirty Harry έσβησε 90 κεράκια με... Magnum
01.06.2020
07:52
65 χρόνια καριέρας, 71 ταινίες ως ηθοποιός, 41 ως σκηνοθέτης, δύο γάμοι, δεκάδες ερωμένες, 8 παιδιά, χιλιάδες σφαίρες, λίγα λόγια και τζαζ μουσική για τον μοναχικό καουμπόι του Χόλιγουντ που δεν σκοπεύει να αφήσει την κάμερα και να πιάσει το γκολφ
Αμφιλεγόμενος, αντισυμβατικός, ασταμάτητος, δίκαιος, αλύγιστος, αλλά και ψυχρός, εγωιστής, κυνικός, φιλοτομαριστής. Η γκάμα των χαρακτηρισμών που συνοδεύουν το όνομα Κλιντ Ιστγουντ είναι μια χρωματική παλέτα της ίδιας σειράς, κάθε χρώμα ακολουθεί το προηγούμενο - πάντα στην ψυχρή κλίμακα.
Η δωρική ψηλόλιγνη φιγούρα του, με το γαλάζιο, σχεδόν γυάλινο, βλέμμα που του χάρισε κάποιους από τους πιο διάσημους ρόλους στο Χόλιγουντ, όπως του επιθεωρητή Κάλαχαν από τις ταινίες «Dirty Harry», είναι ίσως το μόνο αντικειμενικό γεγονός που αφορά την προσωπικότητα του Κλιντ Ιστγουντ, αφού κατά τα άλλα ο καθένας από τη σκοπιά του έχει και μία άποψη για τον ίδιο. Αλλά, όπως έλεγε και ο Χάρι Κάλαχαν, «οι απόψεις είναι σαν τις κωλο..., όλοι έχουν από μία».
Το πιο πιθανό είναι ότι δεν δίνει δεκάρα για το τι μπορεί ο καθένας να πιστεύει γι’ αυτόν, όλα υπάγονται στους νόμους της σχετικότητας και η ανθρώπινη φύση δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα. Το έχει άλλωστε και ο ίδιος αναδείξει με τον έναν και μοναδικό τρόπο που έχει επιλέξει να μιλάει, σκηνοθετώντας ιστορίες απλών καθημερινών ανθρώπων που σε δεδομένες συνθήκες μεταμορφώνονται σε γίγαντες - και το αντίθετο. Ηρωες που κρύβουν ένα μεγάλο καθίκι, αλλά και ψυχροί δολοφόνοι που προτάσσουν το στήθος για να υπερασπιστούν μια πόρνη.
Για τα μεγάλα στούντιο, ο αειθαλής Κλιντ είναι ένας άψογος επαγγελματίας, ο «υπάλληλος του μήνα» που καταφέρνει να παραδίδει τις ταινίες προτού καν εκπνεύσει η προθεσμία. Για τους ηθοποιούς, είναι ένας πατρικός σκηνοθέτης που τους αφήνει το ελεύθερο να διαχειριστούν τον ρόλο όπως τον φαντάζονται. Για τους πολιτικοποιημένους, ένας συντηρητικός, ακραίος Ρεπουμπλικάνος, που στήριξε ακόμα και τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016 (τώρα άλλαξε γνώμη στηρίζοντας τον Μάικλ Μπλούμπεργκ προτού αποσύρει την υποψηφιότητά του).
Για τα παιδιά του, ένας αυστηρός, ακόμα και αδιάφορος πατέρας, ενώ για τις (εκατοντάδες) γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του ένας κυνικός αλήτης που τις πετούσε από το σπίτι αλλάζοντας ξαφνικά κλειδαριά στην πόρτα.
Πιθανόν να έχουν όλοι δίκιο, ο Κλιντ Ιστγουντ να είναι όλα αυτά μαζί, ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, όπως οι ήρωες από τις ταινίες που επιλέγει να σκηνοθετεί τα τελευταία χρόνια. Και γι’ αυτές δεν τίθεται θέμα διχογνωμίας. Είναι όλες κινηματογραφικά διαμαντάκια, καλοκεντημένες ιστορίες με λεπτοδουλεμένες ραφές, καμωμένες από μερακλή μάστορα της ανθρώπινης παραδοξότητας.
Μια καπνισμένη κάννη στο χέρι
Το 2009, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Ανίκητος» τον ρώτησε κάποιος δημοσιογράφος αν αισθάνεται ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικανούς σκηνοθέτες. «Το μόνο που νιώθω είναι να γερνάω», ήταν η απάντηση του τότε 79χρονου ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού.
Είτε το εννοούσε είτε όχι, έκτοτε δεν έχει σταματήσει να γυρίζει ταινίες, η μία καλύτερη από την άλλη, με πιο πρόσφατες τον «Ελεύθερο σκοπευτή», το «Βαποράκι» και την «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ».
Η δωρική ψηλόλιγνη φιγούρα του, με το γαλάζιο, σχεδόν γυάλινο, βλέμμα που του χάρισε κάποιους από τους πιο διάσημους ρόλους στο Χόλιγουντ, όπως του επιθεωρητή Κάλαχαν από τις ταινίες «Dirty Harry», είναι ίσως το μόνο αντικειμενικό γεγονός που αφορά την προσωπικότητα του Κλιντ Ιστγουντ, αφού κατά τα άλλα ο καθένας από τη σκοπιά του έχει και μία άποψη για τον ίδιο. Αλλά, όπως έλεγε και ο Χάρι Κάλαχαν, «οι απόψεις είναι σαν τις κωλο..., όλοι έχουν από μία».
Το πιο πιθανό είναι ότι δεν δίνει δεκάρα για το τι μπορεί ο καθένας να πιστεύει γι’ αυτόν, όλα υπάγονται στους νόμους της σχετικότητας και η ανθρώπινη φύση δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα. Το έχει άλλωστε και ο ίδιος αναδείξει με τον έναν και μοναδικό τρόπο που έχει επιλέξει να μιλάει, σκηνοθετώντας ιστορίες απλών καθημερινών ανθρώπων που σε δεδομένες συνθήκες μεταμορφώνονται σε γίγαντες - και το αντίθετο. Ηρωες που κρύβουν ένα μεγάλο καθίκι, αλλά και ψυχροί δολοφόνοι που προτάσσουν το στήθος για να υπερασπιστούν μια πόρνη.
Για τα μεγάλα στούντιο, ο αειθαλής Κλιντ είναι ένας άψογος επαγγελματίας, ο «υπάλληλος του μήνα» που καταφέρνει να παραδίδει τις ταινίες προτού καν εκπνεύσει η προθεσμία. Για τους ηθοποιούς, είναι ένας πατρικός σκηνοθέτης που τους αφήνει το ελεύθερο να διαχειριστούν τον ρόλο όπως τον φαντάζονται. Για τους πολιτικοποιημένους, ένας συντηρητικός, ακραίος Ρεπουμπλικάνος, που στήριξε ακόμα και τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2016 (τώρα άλλαξε γνώμη στηρίζοντας τον Μάικλ Μπλούμπεργκ προτού αποσύρει την υποψηφιότητά του).
Για τα παιδιά του, ένας αυστηρός, ακόμα και αδιάφορος πατέρας, ενώ για τις (εκατοντάδες) γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του ένας κυνικός αλήτης που τις πετούσε από το σπίτι αλλάζοντας ξαφνικά κλειδαριά στην πόρτα.
Πιθανόν να έχουν όλοι δίκιο, ο Κλιντ Ιστγουντ να είναι όλα αυτά μαζί, ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, όπως οι ήρωες από τις ταινίες που επιλέγει να σκηνοθετεί τα τελευταία χρόνια. Και γι’ αυτές δεν τίθεται θέμα διχογνωμίας. Είναι όλες κινηματογραφικά διαμαντάκια, καλοκεντημένες ιστορίες με λεπτοδουλεμένες ραφές, καμωμένες από μερακλή μάστορα της ανθρώπινης παραδοξότητας.
Μια καπνισμένη κάννη στο χέρι
Το 2009, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Ανίκητος» τον ρώτησε κάποιος δημοσιογράφος αν αισθάνεται ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικανούς σκηνοθέτες. «Το μόνο που νιώθω είναι να γερνάω», ήταν η απάντηση του τότε 79χρονου ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού.
Είτε το εννοούσε είτε όχι, έκτοτε δεν έχει σταματήσει να γυρίζει ταινίες, η μία καλύτερη από την άλλη, με πιο πρόσφατες τον «Ελεύθερο σκοπευτή», το «Βαποράκι» και την «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ».
Ταινίες που μοιάζουν να απέχουν αιώνες από εκείνες του «Dirty Harry», στον ρόλο ενός χήρου, σκληροτράχηλου αστυνομικού, του Χάρι Κάλαχαν, με τις ατάκες του να πέφτουν βροχή παράλληλα με τις σφαίρες του Magnum 44 που ήταν προέκταση του χεριού του. Αν και ο βίαιος κώδικας αξιών των ρόλων του δεν έχαιρε της αναγνώρισης των κριτικών, το κοινό είχε εντελώς διαφορετική άποψη, αφού ο ήρωας του Ιστγουντ πήρε σχεδόν λατρευτικές διαστάσεις και έγραψε ιστορία.
Στην ουσία, ήταν ο ρόλος που τον έβγαλε από τα έρημα σκληρά τοπία της Αγριας Δύσης και από τα κινηματογραφικά πλατό των σπαγγέτι γουέστερν μεταφέρθηκε σε εκείνα των αστυνομικών τμημάτων και των αστικών σκοτεινών δρόμων, γεμάτων εγκληματίες, πιστολίδι και δολοφονικές γυναίκες. Και στη μέση, το λελέκι με τα 193 εκατοστά του, με τα μάτια του να στενεύουν επικίνδυνα πριν βγάλει το Magnum εκτοξεύοντας ατάκες μέσα από τα δόντια του, δωρικός, ψυχρός, αγέλαστος, ευκίνητος και αφόρητα σέξι.
Είναι ο ίδιος σχεδόν σκιαχτικός τύπος που άνοιγε πιο συχνά το στόμα για να φτύσει παρά για να μιλήσει, ο επιδέξιος πιστολέρο και ο μυστηριώδης κυνηγός επικηρυγμένων κεφαλών, ο νικητής μονομάχος και ο γόης των σαλούν που σε πάγωνε με την παρουσία του στα θρυλικά γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»).
Είναι επίσης ο ζωντανός θρύλος του Χόλιγουντ που αργότερα έκανε ταινίες όπως οι «Ασυγχώρητοι» το 1992, οι «Γέφυρες του Μάντισον» με τη Μέριλ Στριπ το 1995, το «Σκοτεινό Ποτάμι» το 2003 με τον Σον Πεν, το «Million Dollar Baby» το 2004 με τη Χίλαρι Σουάνκ και δεκάδες άλλες που τον τοποθέτησαν στην κορυφή με τους καλύτερους σκηνοθέτες - θέση που του αρνήθηκαν σθεναρά, αν και άδικα, για τις αντίστοιχες υποκριτικές του δεξιότητες.
Ενα κομμάτι μάρμαρο στο βλέμμα
Αυτές που κάποτε περιέγραψε με μία μόλις φράση ο σκηνοθέτης που τον ανέδειξε, ο θρυλικός Σέρτζιο Λεόνε, ως «ένα κομμάτι μάρμαρο». Ετσι το περιέγραψε ο πατέρας των σπαγγέτι γουέστερν το 1984 στο κινηματογραφικό περιοδικό «American Film», αναφέροντας: «Ο Ιστγουντ μπαίνει σε μια πανοπλία και κατεβάζει την προσωπίδα. Είναι ακριβώς αυτή η κατεβασμένη προσωπίδα που συνθέτει τον χαρακτήρα του. Και η κλαγγή που ακούγεται καθώς κατεβαίνει ξηρή όσο ένα Martini στο “Harry’s Bar” της Βενετίας».
Οσο για το «μάρμαρο», ο Λεόνε εξήγησε ακριβώς τι εννοούσε: «Οταν ρώτησαν τον Μικελάντζελο τι είχε διακρίνει σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι μάρμαρο, το οποίο επέλεξε μεταξύ εκατοντάδων άλλων, απάντησε ότι είδε τον Μωυσή (σ.σ.: το περίφημο άγαλμα του κορυφαίου αναγεννησιακού καλλιτέχνη). Θα έδινα κι εγώ την ίδια απάντηση στο ερώτημα γιατί επέλεξα τον Κλιντ Ιστγουντ, αλλά αντίστροφα. Αυτό που είδα ήταν απλώς ένα κομμάτι μάρμαρο. Και αυτό ήταν ό,τι ήθελα».
Μπορεί αυτός ο όχι και τόσο κολακευτικός για έναν ηθοποιό χαρακτηρισμός να του χάρισε τον ρόλο που τον εκτόξευσε στη σφαίρα της δόξας, ίσως όμως αυτό το ίδιο χαρακτηριστικό να του στέρησε και την αναγνώριση ως γίγαντα της υποκριτικής.
Η ψυχρότητα, η macho αρρενωπότητα, ο σχεδόν αποξηραμένος συναισθηματισμός στην απόδοση των ρόλων του προφανώς να τον εγκλώβισαν σε μια μανιέρα, αφού ουσιαστικά μετέφερε τον εαυτό του στους ρόλους ή φρόντιζε οι ρόλοι να ταιριάζουν στον εαυτό του. Σημασία έχει ότι στη διάρκεια της τεράστιας καριέρας του, ο Κλιντ Ιστγουντ απέσπασε διθυράμβους ως σκηνοθέτης και όχι ως ηθοποιός.
Τέσσερα Οσκαρ αργότερα και δεκάδες διακρίσεις κάθε είδους, είναι προφανώς αδιάφορο για τον 90χρονο γερόλυκο αν η μία του ιδιότητα υπερισχύει της άλλης, το στυλ του είναι μοναδικό και απόλυτα αναγνωρίσιμο και αν ο Λεόνε τον βρίσκει «μαρμάρινο», αυτό είναι πρόβλημα για τον Λεόνε.
«Εμένα μου αρέσουν οι ιστορίες. Εκείνος στράφηκε προς πιο επικές, πιο μεγαλειώδεις ταινίες, εγώ προς πιο μικρές, προς ιστορίες περισσότερο προσωπικές», είχε αναφέρει ο Ιστγουντ στον σερ Κρίστοφερ Φρέιλινγκ, τον Βρετανό συγγραφέα πολλών βιβλίων για τον κινηματογράφο και τα σπαγγέτι γουέστερν, για να αιτιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον Σέρτζιο Λεόνε. Στον οποίο μάλιστα είπε δύο φορές όχι, μία για το «Κάποτε στη Δύση» και άλλη μία για το «Κάποτε στην Αμερική».
Το παρατσούκλι «Σαμψών», που του έβγαλε η νοσοκόμα που ξεγέννησε τη Ρουθ Ιστγουντ στο Memorial Hospital του Σαν Φρανσίσκο, δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Νεογνό βάρους 5,2 κιλών δεν είναι ένα συνηθισμένο θέαμα. Οι νοσοκόμες τον περιέφεραν στο μαιευτήριο για να δείξουν το μεγαλύτερο μωρό της χρονιάς του 1930.
Ο ογκώδης «Σαμψών» της βρεφικής ηλικίας μεταμορφώθηκε σε ένα πανύψηλο, λιγνό αγόρι, ανήσυχο, σαματατζή και αντάρτη που πήγαινε σχολείο γιατί περνούσε υπέροχα - αλλά εκτός τάξης. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε ευχάριστα αλλά μοναχικά.
Είναι η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ο πατέρας του έψαχνε δουλειά, με αποτέλεσμα όλη η οικογένεια να μετακινείται σε όλη τη χώρα. Ο Κλιντ και η αδελφή του δυσκολεύονταν με τις συνεχείς μετακινήσεις να κάνουν φιλίες. Για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, φρόντιζε ό,τι ζώο έβρισκε στον δρόμο του. Από σκυλιά μέχρι φίδια και ποντίκια φρικάροντας τη μάνα του που του έβαζε τις φωνές.
Στην εφηβεία απέκτησε δύο νέα κολλήματα: τα αυτοκίνητα και την τζαζ. Μόλις στα 15 του αγόρασε και «έφτιαξε» το δικό του αμάξι. Κάθε τρεις και λίγο η Αστυνομία τον σταματούσε για έλεγχο και παρατηρήσεις, αφού το «φτιαγμένο» αμάξι έκανε υπερβολικό θόρυβο.
Τα Σαββατοκύριακα έπαιζε πιάνο στα μπαρ, με αντάλλαγμα να τον αφήνουν να πίνει δωρεάν μπίρες. Επαιζε και στα πάρτυ των φίλων του και τότε κατάλαβε ότι οι μουσικοί έχουν μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες.
Αγνωστο αν τα κατάφερε ποτέ να τελειώσει το Λύκειο, οι σχολικές επιδόσεις του ήταν πάντα οριακές. Δεν είχε πολλές επιλογές απ’ το να αρχίσει αμέσως δουλειά - αλλάζοντας δεκάδες. Διασώστης, μεταφορέας χαρτιών, υπάλληλος μανάβικου, πυροσβέστης, το παιδί που μετέφερε τα μπαστούνια του γκολφ. Το 1951, στη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, κατατάχθηκε στον Αμερικανικό Στρατό, αλλά όχι σε μάχιμη θέση. Εγινε καθηγητής κολύμβησης και πέρασε τα στρατιωτικά του χρόνια ασφαλής.
Τότε ήταν που γνώρισε έναν νεαρό ηθοποιό, που του πρότεινε να πάει στα στούντιο της Universal, επειδή έψαχναν όμορφους και ψηλούς άνδρες σαν αυτόν. Τον προσέλαβαν με 75 δολάρια την εβδομάδα, αν και γρήγορα διαπίστωσαν ότι ήταν τελείως άπειρος και μιλούσε κυριολεκτικά μέσα από τα δόντια του.
Ηταν όμως τυχερός που βρήκε τόσο εύκολα δουλειά, γιατί πλέον είχε και οικογένεια να θρέψει. Το 1953 ήταν ήδη παντρεμένος με το μοντέλο Μάγκι Τζόνσον, μια σχέση που κάθε άλλο παρά τον απέτρεπε απ’ το να έχει παράλληλα ερωμένη. Ή μάλλον πολλές ερωμένες. Τρία χρόνια έμεινε στη Universal, τον απέλυσαν επειδή είχε «πολύ μεγάλο μήλο του Αδάμ».
Το 1958 είναι η τυχερή του χρονιά. Ενας παραγωγός που έψαχνε ηθοποιούς για ένα σίριαλ με καουμπόηδες με τίτλο «Rawhide» τού δίνει ρόλο. Η σειρά κόπηκε μετά από 10 επεισόδια, αλλά επέστρεψε την επόμενη χρονιά και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Για πρώτη φορά το όνομά του γίνεται γνωστό. Ο Ιστγουντ είναι πια διάσημος και με 100.000 δολάρια τον χρόνο ετήσιο εισόδημα. Ενας καουμπόι γεννιέται. Κι ένας ακούραστος εραστής ξυπνάει.
Ατελείωτες ερωμένες
Με τη Μάγκι έμειναν μαζί 25 χρόνια, απέκτησαν δύο παιδιά, αλλά ο Κλιντ δεν ήταν ποτέ πιστός. Κάθε άλλο. Το είχε ξεκαθαρίσει και στην ίδια ότι θα έκανε ό,τι του άρεσε και αν δεν ήταν διατεθειμένη να το δεχτεί, ήταν ελεύθερη να φύγει.
Ηταν πολύ ερωτευμένη μαζί του για να μην το ανεχτεί. Και ανέχτηκε πολλά: εξωσυζυγικές σχέσεις με άσημες και διάσημες, αλλά και νόθα παιδιά που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Πήραν διαζύγιο το 1984, στην ουσία όμως είχαν χωρίσει χρόνια πριν, αφού στο μεταξύ ο Κλιντ ήδη διατηρούσε πολύχρονη σχέση με την ηθοποιό Σόντρα Λοκ, από το 1975. Με την οποία χώρισαν επίσης το 1989, με τρόπο πικρό και βασανιστικό τουλάχιστον από τη μεριά της.
Από τον γάμο του με τη Μάγκι το 1953 η προσωπική του ζωή είναι ένα συνεχές αλισβερίσι με κάθε είδους γυναίκα - ο Ιστγουντ είναι μια sex machine που καταπίνει κάθε θηλυκό αμάσητο. Λέγεται ότι όλες οι συμπρωταγωνίστριές του, από κάθε ταινία του, υπήρξαν και ερωμένες του. Και οι ταινίες ήταν πάρα μα πάρα πολλές. Συνοπτικά η ερωτική του ζωή μεταφράζεται ως εξής: 2 γάμοι και άπειρα ειδύλλια, 8 παιδιά εντός κι εκτός γάμου, ίσως και άλλα που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ούτε από εκείνα ούτε από εκείνον.
Μέχρι που χώρισε με τη Μάγκι Τζόνσον, είχε μαζί της δύο παιδιά, τη μετέπειτα ηθοποιό και μοντέλο Αλισον (1972) και τον Κάιλ (1968). Ταυτόχρονα είχε ήδη από τη σχέση του με τη Ρόξαν Τούνις, την Κίμπερ Ιστγουντ (1964). Από τη θυελλώδη σχέση του με τη συνάδελφο Σόντρα Λοκ δεν απέκτησε παιδιά, αλλά όσο ήταν μαζί της έγινε πατέρας δύο ακόμα παιδιών από την παράλληλη σχέση του με την Τζασλίν Ριβς, της Κάθριν (1988) και του γνωστού σήμερα ηθοποιού -και κλώνου του- Σκοτ (1986).
Ο Ιστγουντ έκανε επίσης άλλο ένα εξώγαμο παιδί με τη Φράνσις Φίσερ, τη Φρανσέσκα Ρουθ. Το 1996 παντρεύτηκε την τηλεοπτική παρουσιάστρια Ντίνα Ρούιζ, με την οποία απέκτησε άλλη μία κόρη, τη Μόργκαν. Με τη Ρούιζ χώρισαν τελικά το 2014, αφού προηγουμένως η ίδια χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε κλινική λόγω κατάθλιψης και κρίσης άγχους.
Η Τζιν Σέμπεργκ, η ηθοποιός με τα ελαφίσια μάτια, που λάτρεψε το κίνημα της Nouvelle Vague του γαλλικού κινηματογράφου και μούσα του Γκοντάρ, συμπρωταγωνίστρια του Μπελμοντό στην ταινία «Χωρίς Ανάσα», τον ερωτεύτηκε παθιασμένα, ενώ ήταν και οι δύο παντρεμένοι.
Ιστγουντ και Σέμπεργκ γνωρίστηκαν το 1969, όταν εκείνος είχε ήδη τυποποιηθεί σε ρόλους άγριου πιστολέρο, αλλά δεν ήταν ακόμα ο «Βρώμικος Χάρι» ούτε φυσικά ο οσκαρικός σκηνοθέτης. Εκείνη ήταν μια Αμερικανίδα σταρ στη Γαλλία, αλλά ένιωθε εγκλωβισμένη μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε ο γάμος της στα παρισινά κουτσομπολίστικα σαλόνια και είχε ήδη εξωσυζυγική σχέση. Εψαχνε την ευκαιρία να γυρίσει στη χώρα της. Και αυτή ήρθε με την πρόταση να συμμετάσχει στην ταινία «Ο δρόμος της ευτυχίας», με τον Ιστγουντ και τον Λι Μάρβιν.
Μια πρόταση που πολλοί είδαν ως επαγγελματική για την ίδια αυτοκτονία, αφού κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε η λεπτοκαμωμένη εύθραυστη πιτσιρίκα με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, που έκανε καριέρα ως μούσα του Nέου Κύματος, σε ταινία με πιστολάδες, αφελές σενάριο και μπανάλ αισθητική.
Τα γυρίσματα κράτησαν πέντε μήνες και παρά τις ατελείωτες παγωμένες νύχτες στο Ορεγκον οι δύο πρωταγωνιστές ζούσαν ένα φλογερό ειδύλλιο - αδύνατο να μείνει μυστικό. Τόσο αδύνατο που το έμαθε μέχρι και ο σύζυγός της στο Παρίσι, ο Ρομέν Γκαρί, που αποφάσισε να κάνει επιτόπιο αιφνιδιαστικό έλεγχο στο πλατό.
Η Σέμπεργκ δεν μπορούσε να κρύψει τον έρωτά της. Δεν ήθελε κιόλας. Ηθελε μόνο να χαρεί. Του τα είπε όλα και ο πρώην στρατιωτικός, προσβεβλημένος, προκάλεσε τον Ιστγουντ σε μονομαχία. Και ως ένδειξη ιπποτισμού -αλλά και περιφρόνησης- τον άφησε να διαλέξει τα όπλα.
Η μονομαχία για άγνωστο λόγο δεν έγινε, αλλά η Σέμπεργκ ήταν αποφασισμένη να χωρίσει και ενημέρωσε την ατζέντισσά της για να ανακοινώσει το διαζύγιο. Εκανε όνειρα για τη ζωή της με τον Κλιντ, σίγουρη ότι εκείνος θα χωρίσει. Μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα, ο Κλιντ εξαφανίστηκε. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς να απαντά στα τηλεφωνήματά της.
Η Σέμπεργκ υπέστη σοκ. Κλείστηκε στην καλύβα της, κι όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος έπινε τεράστιες ποσότητες αλκοόλ μαζί με Βάλιουμ. Βυθίστηκε στην απόλυτη θλίψη, ήταν μόνη, προδομένη, ντροπιασμένη και απελπισμένη. Χάθηκαν για πάντα. Την επόμενη χρονιά ο Ιστγουντ έγινε ο επιθεωρητής Κάλαχαν και η φήμη του εκτοξεύτηκε. Η Σέμπεργκ πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Οι επόμενοι άνδρες της ζωής της ήταν βίαιοι και την κακοποιούσαν.
Απέκτησε ένα παιδί που όμως πέθανε, έκανε μέτριες ταινίες και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Η καρδιά της είχε σπάσει. Τον Αύγουστο του 1978, στα 40 της, βρέθηκε νεκρή και σε προχωρημένη αποσύνθεση, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, σε ένα βρώμικο σοκάκι, στο Παρίσι. Το σώμα της, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, έμεινε για 10 ημέρες στα αζήτητα.
«Υπερβολική δόση βαρβιτουρικών σε συνδυασμό με αλκοόλ», έδειξε η νεκροψία ενώ η γαλλική αστυνομία καταχώρησε το περιστατικό ως «πιθανή αυτοκτονία». Πριν από λίγα χρόνια ο Ιστγουντ δήλωσε για την ίδια σε συνέντευξή του: «Τη λάτρευα, μακάρι να είχαμε την ευκαιρία να δουλεύαμε σε μια άλλη ταινία που θα μπορούσε να είναι περισσότερο ο εαυτός της». Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι μετά τον χωρισμό τους επιχείρησε να τη βρει στο Παρίσι. Η συνάντησή τους δεν πήγε καλά. Λογικό.
Θα τη θυμάται, όμως, για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του, είπε στον δημοσιογράφο. Αγνωστο αν το εννοούσε. Σήμερα, πάντως, συζεί με την κατά 40 χρόνια νεότερή του Κριστίνα Σαντέρα, η οποία δούλευε στην υποδοχή του εστιατορίου που ανήκει στον ίδιο στην Καλιφόρνια. Εχει επίσης τη δική του εταιρεία παραγωγής, τη Malpaso, είναι δισεκατομμυριούχος, αντιρατσιστής, προστάτης των αδικημένων, λάτρης των όπλων και εσχάτως Δημοκρατικός.
«Οταν έφτασα στα 27 συνειδητοποίησα πως ήθελα να κάνω δύο πράγματα στη ζωή μου: να γίνω διάσημος ηθοποιός και να γνωρίζω γυναίκες», έχει πει. Κατάφερε και τα δύο, αλλά ο Dirty Harry είναι και αχόρταγος. Είναι, άλλωστε, μόλις 90 χρόνων.
Ειδήσεις σήμερα:
Ποδαρικό με πέμπτο κύμα κανονικότητας: Ανοίγουν ξενοδοχεία, δημοτικά - Μειώνονται ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές
Σκηνές χάους στις ΗΠΑ με εμπρησμούς, λεηλασίες και ξυλοδαρμούς - «Λάδι στη φωτιά» ρίχνει ο Τραμπ
Επίθεση με βιτριόλι: Το πιο κρίσιμο 48ωρο για τον εντοπισμό της μαυροντυμένης γυναίκας
Στην ουσία, ήταν ο ρόλος που τον έβγαλε από τα έρημα σκληρά τοπία της Αγριας Δύσης και από τα κινηματογραφικά πλατό των σπαγγέτι γουέστερν μεταφέρθηκε σε εκείνα των αστυνομικών τμημάτων και των αστικών σκοτεινών δρόμων, γεμάτων εγκληματίες, πιστολίδι και δολοφονικές γυναίκες. Και στη μέση, το λελέκι με τα 193 εκατοστά του, με τα μάτια του να στενεύουν επικίνδυνα πριν βγάλει το Magnum εκτοξεύοντας ατάκες μέσα από τα δόντια του, δωρικός, ψυχρός, αγέλαστος, ευκίνητος και αφόρητα σέξι.
Είναι ο ίδιος σχεδόν σκιαχτικός τύπος που άνοιγε πιο συχνά το στόμα για να φτύσει παρά για να μιλήσει, ο επιδέξιος πιστολέρο και ο μυστηριώδης κυνηγός επικηρυγμένων κεφαλών, ο νικητής μονομάχος και ο γόης των σαλούν που σε πάγωνε με την παρουσία του στα θρυλικά γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε («Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»).
Είναι επίσης ο ζωντανός θρύλος του Χόλιγουντ που αργότερα έκανε ταινίες όπως οι «Ασυγχώρητοι» το 1992, οι «Γέφυρες του Μάντισον» με τη Μέριλ Στριπ το 1995, το «Σκοτεινό Ποτάμι» το 2003 με τον Σον Πεν, το «Million Dollar Baby» το 2004 με τη Χίλαρι Σουάνκ και δεκάδες άλλες που τον τοποθέτησαν στην κορυφή με τους καλύτερους σκηνοθέτες - θέση που του αρνήθηκαν σθεναρά, αν και άδικα, για τις αντίστοιχες υποκριτικές του δεξιότητες.
Ενα κομμάτι μάρμαρο στο βλέμμα
Αυτές που κάποτε περιέγραψε με μία μόλις φράση ο σκηνοθέτης που τον ανέδειξε, ο θρυλικός Σέρτζιο Λεόνε, ως «ένα κομμάτι μάρμαρο». Ετσι το περιέγραψε ο πατέρας των σπαγγέτι γουέστερν το 1984 στο κινηματογραφικό περιοδικό «American Film», αναφέροντας: «Ο Ιστγουντ μπαίνει σε μια πανοπλία και κατεβάζει την προσωπίδα. Είναι ακριβώς αυτή η κατεβασμένη προσωπίδα που συνθέτει τον χαρακτήρα του. Και η κλαγγή που ακούγεται καθώς κατεβαίνει ξηρή όσο ένα Martini στο “Harry’s Bar” της Βενετίας».
Οσο για το «μάρμαρο», ο Λεόνε εξήγησε ακριβώς τι εννοούσε: «Οταν ρώτησαν τον Μικελάντζελο τι είχε διακρίνει σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι μάρμαρο, το οποίο επέλεξε μεταξύ εκατοντάδων άλλων, απάντησε ότι είδε τον Μωυσή (σ.σ.: το περίφημο άγαλμα του κορυφαίου αναγεννησιακού καλλιτέχνη). Θα έδινα κι εγώ την ίδια απάντηση στο ερώτημα γιατί επέλεξα τον Κλιντ Ιστγουντ, αλλά αντίστροφα. Αυτό που είδα ήταν απλώς ένα κομμάτι μάρμαρο. Και αυτό ήταν ό,τι ήθελα».
Μπορεί αυτός ο όχι και τόσο κολακευτικός για έναν ηθοποιό χαρακτηρισμός να του χάρισε τον ρόλο που τον εκτόξευσε στη σφαίρα της δόξας, ίσως όμως αυτό το ίδιο χαρακτηριστικό να του στέρησε και την αναγνώριση ως γίγαντα της υποκριτικής.
Η ψυχρότητα, η macho αρρενωπότητα, ο σχεδόν αποξηραμένος συναισθηματισμός στην απόδοση των ρόλων του προφανώς να τον εγκλώβισαν σε μια μανιέρα, αφού ουσιαστικά μετέφερε τον εαυτό του στους ρόλους ή φρόντιζε οι ρόλοι να ταιριάζουν στον εαυτό του. Σημασία έχει ότι στη διάρκεια της τεράστιας καριέρας του, ο Κλιντ Ιστγουντ απέσπασε διθυράμβους ως σκηνοθέτης και όχι ως ηθοποιός.
Τέσσερα Οσκαρ αργότερα και δεκάδες διακρίσεις κάθε είδους, είναι προφανώς αδιάφορο για τον 90χρονο γερόλυκο αν η μία του ιδιότητα υπερισχύει της άλλης, το στυλ του είναι μοναδικό και απόλυτα αναγνωρίσιμο και αν ο Λεόνε τον βρίσκει «μαρμάρινο», αυτό είναι πρόβλημα για τον Λεόνε.
«Εμένα μου αρέσουν οι ιστορίες. Εκείνος στράφηκε προς πιο επικές, πιο μεγαλειώδεις ταινίες, εγώ προς πιο μικρές, προς ιστορίες περισσότερο προσωπικές», είχε αναφέρει ο Ιστγουντ στον σερ Κρίστοφερ Φρέιλινγκ, τον Βρετανό συγγραφέα πολλών βιβλίων για τον κινηματογράφο και τα σπαγγέτι γουέστερν, για να αιτιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον Σέρτζιο Λεόνε. Στον οποίο μάλιστα είπε δύο φορές όχι, μία για το «Κάποτε στη Δύση» και άλλη μία για το «Κάποτε στην Αμερική».
Το παρατσούκλι «Σαμψών», που του έβγαλε η νοσοκόμα που ξεγέννησε τη Ρουθ Ιστγουντ στο Memorial Hospital του Σαν Φρανσίσκο, δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Νεογνό βάρους 5,2 κιλών δεν είναι ένα συνηθισμένο θέαμα. Οι νοσοκόμες τον περιέφεραν στο μαιευτήριο για να δείξουν το μεγαλύτερο μωρό της χρονιάς του 1930.
Ο ογκώδης «Σαμψών» της βρεφικής ηλικίας μεταμορφώθηκε σε ένα πανύψηλο, λιγνό αγόρι, ανήσυχο, σαματατζή και αντάρτη που πήγαινε σχολείο γιατί περνούσε υπέροχα - αλλά εκτός τάξης. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε ευχάριστα αλλά μοναχικά.
Είναι η εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ο πατέρας του έψαχνε δουλειά, με αποτέλεσμα όλη η οικογένεια να μετακινείται σε όλη τη χώρα. Ο Κλιντ και η αδελφή του δυσκολεύονταν με τις συνεχείς μετακινήσεις να κάνουν φιλίες. Για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά του, φρόντιζε ό,τι ζώο έβρισκε στον δρόμο του. Από σκυλιά μέχρι φίδια και ποντίκια φρικάροντας τη μάνα του που του έβαζε τις φωνές.
Στην εφηβεία απέκτησε δύο νέα κολλήματα: τα αυτοκίνητα και την τζαζ. Μόλις στα 15 του αγόρασε και «έφτιαξε» το δικό του αμάξι. Κάθε τρεις και λίγο η Αστυνομία τον σταματούσε για έλεγχο και παρατηρήσεις, αφού το «φτιαγμένο» αμάξι έκανε υπερβολικό θόρυβο.
Τα Σαββατοκύριακα έπαιζε πιάνο στα μπαρ, με αντάλλαγμα να τον αφήνουν να πίνει δωρεάν μπίρες. Επαιζε και στα πάρτυ των φίλων του και τότε κατάλαβε ότι οι μουσικοί έχουν μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες.
Αγνωστο αν τα κατάφερε ποτέ να τελειώσει το Λύκειο, οι σχολικές επιδόσεις του ήταν πάντα οριακές. Δεν είχε πολλές επιλογές απ’ το να αρχίσει αμέσως δουλειά - αλλάζοντας δεκάδες. Διασώστης, μεταφορέας χαρτιών, υπάλληλος μανάβικου, πυροσβέστης, το παιδί που μετέφερε τα μπαστούνια του γκολφ. Το 1951, στη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, κατατάχθηκε στον Αμερικανικό Στρατό, αλλά όχι σε μάχιμη θέση. Εγινε καθηγητής κολύμβησης και πέρασε τα στρατιωτικά του χρόνια ασφαλής.
Τότε ήταν που γνώρισε έναν νεαρό ηθοποιό, που του πρότεινε να πάει στα στούντιο της Universal, επειδή έψαχναν όμορφους και ψηλούς άνδρες σαν αυτόν. Τον προσέλαβαν με 75 δολάρια την εβδομάδα, αν και γρήγορα διαπίστωσαν ότι ήταν τελείως άπειρος και μιλούσε κυριολεκτικά μέσα από τα δόντια του.
Ηταν όμως τυχερός που βρήκε τόσο εύκολα δουλειά, γιατί πλέον είχε και οικογένεια να θρέψει. Το 1953 ήταν ήδη παντρεμένος με το μοντέλο Μάγκι Τζόνσον, μια σχέση που κάθε άλλο παρά τον απέτρεπε απ’ το να έχει παράλληλα ερωμένη. Ή μάλλον πολλές ερωμένες. Τρία χρόνια έμεινε στη Universal, τον απέλυσαν επειδή είχε «πολύ μεγάλο μήλο του Αδάμ».
Το 1958 είναι η τυχερή του χρονιά. Ενας παραγωγός που έψαχνε ηθοποιούς για ένα σίριαλ με καουμπόηδες με τίτλο «Rawhide» τού δίνει ρόλο. Η σειρά κόπηκε μετά από 10 επεισόδια, αλλά επέστρεψε την επόμενη χρονιά και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Για πρώτη φορά το όνομά του γίνεται γνωστό. Ο Ιστγουντ είναι πια διάσημος και με 100.000 δολάρια τον χρόνο ετήσιο εισόδημα. Ενας καουμπόι γεννιέται. Κι ένας ακούραστος εραστής ξυπνάει.
Ατελείωτες ερωμένες
Με τη Μάγκι έμειναν μαζί 25 χρόνια, απέκτησαν δύο παιδιά, αλλά ο Κλιντ δεν ήταν ποτέ πιστός. Κάθε άλλο. Το είχε ξεκαθαρίσει και στην ίδια ότι θα έκανε ό,τι του άρεσε και αν δεν ήταν διατεθειμένη να το δεχτεί, ήταν ελεύθερη να φύγει.
Ηταν πολύ ερωτευμένη μαζί του για να μην το ανεχτεί. Και ανέχτηκε πολλά: εξωσυζυγικές σχέσεις με άσημες και διάσημες, αλλά και νόθα παιδιά που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Πήραν διαζύγιο το 1984, στην ουσία όμως είχαν χωρίσει χρόνια πριν, αφού στο μεταξύ ο Κλιντ ήδη διατηρούσε πολύχρονη σχέση με την ηθοποιό Σόντρα Λοκ, από το 1975. Με την οποία χώρισαν επίσης το 1989, με τρόπο πικρό και βασανιστικό τουλάχιστον από τη μεριά της.
Από τον γάμο του με τη Μάγκι το 1953 η προσωπική του ζωή είναι ένα συνεχές αλισβερίσι με κάθε είδους γυναίκα - ο Ιστγουντ είναι μια sex machine που καταπίνει κάθε θηλυκό αμάσητο. Λέγεται ότι όλες οι συμπρωταγωνίστριές του, από κάθε ταινία του, υπήρξαν και ερωμένες του. Και οι ταινίες ήταν πάρα μα πάρα πολλές. Συνοπτικά η ερωτική του ζωή μεταφράζεται ως εξής: 2 γάμοι και άπειρα ειδύλλια, 8 παιδιά εντός κι εκτός γάμου, ίσως και άλλα που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ ούτε από εκείνα ούτε από εκείνον.
Μέχρι που χώρισε με τη Μάγκι Τζόνσον, είχε μαζί της δύο παιδιά, τη μετέπειτα ηθοποιό και μοντέλο Αλισον (1972) και τον Κάιλ (1968). Ταυτόχρονα είχε ήδη από τη σχέση του με τη Ρόξαν Τούνις, την Κίμπερ Ιστγουντ (1964). Από τη θυελλώδη σχέση του με τη συνάδελφο Σόντρα Λοκ δεν απέκτησε παιδιά, αλλά όσο ήταν μαζί της έγινε πατέρας δύο ακόμα παιδιών από την παράλληλη σχέση του με την Τζασλίν Ριβς, της Κάθριν (1988) και του γνωστού σήμερα ηθοποιού -και κλώνου του- Σκοτ (1986).
Ο Ιστγουντ έκανε επίσης άλλο ένα εξώγαμο παιδί με τη Φράνσις Φίσερ, τη Φρανσέσκα Ρουθ. Το 1996 παντρεύτηκε την τηλεοπτική παρουσιάστρια Ντίνα Ρούιζ, με την οποία απέκτησε άλλη μία κόρη, τη Μόργκαν. Με τη Ρούιζ χώρισαν τελικά το 2014, αφού προηγουμένως η ίδια χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε κλινική λόγω κατάθλιψης και κρίσης άγχους.
Η Τζιν Σέμπεργκ, η ηθοποιός με τα ελαφίσια μάτια, που λάτρεψε το κίνημα της Nouvelle Vague του γαλλικού κινηματογράφου και μούσα του Γκοντάρ, συμπρωταγωνίστρια του Μπελμοντό στην ταινία «Χωρίς Ανάσα», τον ερωτεύτηκε παθιασμένα, ενώ ήταν και οι δύο παντρεμένοι.
Ιστγουντ και Σέμπεργκ γνωρίστηκαν το 1969, όταν εκείνος είχε ήδη τυποποιηθεί σε ρόλους άγριου πιστολέρο, αλλά δεν ήταν ακόμα ο «Βρώμικος Χάρι» ούτε φυσικά ο οσκαρικός σκηνοθέτης. Εκείνη ήταν μια Αμερικανίδα σταρ στη Γαλλία, αλλά ένιωθε εγκλωβισμένη μετά το σκάνδαλο που προκάλεσε ο γάμος της στα παρισινά κουτσομπολίστικα σαλόνια και είχε ήδη εξωσυζυγική σχέση. Εψαχνε την ευκαιρία να γυρίσει στη χώρα της. Και αυτή ήρθε με την πρόταση να συμμετάσχει στην ταινία «Ο δρόμος της ευτυχίας», με τον Ιστγουντ και τον Λι Μάρβιν.
Μια πρόταση που πολλοί είδαν ως επαγγελματική για την ίδια αυτοκτονία, αφού κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε η λεπτοκαμωμένη εύθραυστη πιτσιρίκα με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, που έκανε καριέρα ως μούσα του Nέου Κύματος, σε ταινία με πιστολάδες, αφελές σενάριο και μπανάλ αισθητική.
Τα γυρίσματα κράτησαν πέντε μήνες και παρά τις ατελείωτες παγωμένες νύχτες στο Ορεγκον οι δύο πρωταγωνιστές ζούσαν ένα φλογερό ειδύλλιο - αδύνατο να μείνει μυστικό. Τόσο αδύνατο που το έμαθε μέχρι και ο σύζυγός της στο Παρίσι, ο Ρομέν Γκαρί, που αποφάσισε να κάνει επιτόπιο αιφνιδιαστικό έλεγχο στο πλατό.
Η Σέμπεργκ δεν μπορούσε να κρύψει τον έρωτά της. Δεν ήθελε κιόλας. Ηθελε μόνο να χαρεί. Του τα είπε όλα και ο πρώην στρατιωτικός, προσβεβλημένος, προκάλεσε τον Ιστγουντ σε μονομαχία. Και ως ένδειξη ιπποτισμού -αλλά και περιφρόνησης- τον άφησε να διαλέξει τα όπλα.
Η μονομαχία για άγνωστο λόγο δεν έγινε, αλλά η Σέμπεργκ ήταν αποφασισμένη να χωρίσει και ενημέρωσε την ατζέντισσά της για να ανακοινώσει το διαζύγιο. Εκανε όνειρα για τη ζωή της με τον Κλιντ, σίγουρη ότι εκείνος θα χωρίσει. Μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα, ο Κλιντ εξαφανίστηκε. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς να απαντά στα τηλεφωνήματά της.
Η Σέμπεργκ υπέστη σοκ. Κλείστηκε στην καλύβα της, κι όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος έπινε τεράστιες ποσότητες αλκοόλ μαζί με Βάλιουμ. Βυθίστηκε στην απόλυτη θλίψη, ήταν μόνη, προδομένη, ντροπιασμένη και απελπισμένη. Χάθηκαν για πάντα. Την επόμενη χρονιά ο Ιστγουντ έγινε ο επιθεωρητής Κάλαχαν και η φήμη του εκτοξεύτηκε. Η Σέμπεργκ πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Οι επόμενοι άνδρες της ζωής της ήταν βίαιοι και την κακοποιούσαν.
Απέκτησε ένα παιδί που όμως πέθανε, έκανε μέτριες ταινίες και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Η καρδιά της είχε σπάσει. Τον Αύγουστο του 1978, στα 40 της, βρέθηκε νεκρή και σε προχωρημένη αποσύνθεση, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, σε ένα βρώμικο σοκάκι, στο Παρίσι. Το σώμα της, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, έμεινε για 10 ημέρες στα αζήτητα.
«Υπερβολική δόση βαρβιτουρικών σε συνδυασμό με αλκοόλ», έδειξε η νεκροψία ενώ η γαλλική αστυνομία καταχώρησε το περιστατικό ως «πιθανή αυτοκτονία». Πριν από λίγα χρόνια ο Ιστγουντ δήλωσε για την ίδια σε συνέντευξή του: «Τη λάτρευα, μακάρι να είχαμε την ευκαιρία να δουλεύαμε σε μια άλλη ταινία που θα μπορούσε να είναι περισσότερο ο εαυτός της». Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι μετά τον χωρισμό τους επιχείρησε να τη βρει στο Παρίσι. Η συνάντησή τους δεν πήγε καλά. Λογικό.
Θα τη θυμάται, όμως, για πάντα, μέχρι το τέλος της ζωής του, είπε στον δημοσιογράφο. Αγνωστο αν το εννοούσε. Σήμερα, πάντως, συζεί με την κατά 40 χρόνια νεότερή του Κριστίνα Σαντέρα, η οποία δούλευε στην υποδοχή του εστιατορίου που ανήκει στον ίδιο στην Καλιφόρνια. Εχει επίσης τη δική του εταιρεία παραγωγής, τη Malpaso, είναι δισεκατομμυριούχος, αντιρατσιστής, προστάτης των αδικημένων, λάτρης των όπλων και εσχάτως Δημοκρατικός.
«Οταν έφτασα στα 27 συνειδητοποίησα πως ήθελα να κάνω δύο πράγματα στη ζωή μου: να γίνω διάσημος ηθοποιός και να γνωρίζω γυναίκες», έχει πει. Κατάφερε και τα δύο, αλλά ο Dirty Harry είναι και αχόρταγος. Είναι, άλλωστε, μόλις 90 χρόνων.
Ειδήσεις σήμερα:
Ποδαρικό με πέμπτο κύμα κανονικότητας: Ανοίγουν ξενοδοχεία, δημοτικά - Μειώνονται ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές
Σκηνές χάους στις ΗΠΑ με εμπρησμούς, λεηλασίες και ξυλοδαρμούς - «Λάδι στη φωτιά» ρίχνει ο Τραμπ
Επίθεση με βιτριόλι: Το πιο κρίσιμο 48ωρο για τον εντοπισμό της μαυροντυμένης γυναίκας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr